Τα χέρια
Οι άνθρωποι το πιο συχνά
δεν ξέρουν τι να κάνουνε τα χέρια τους
Τα δίνουν – τάχα χαιρετώντας – σ᾿ άλλους
Τ᾿ αφήνουνε να κρέμονται σαν αποφύσεις άνευρες
Ή – το χειρότερο – τα ρίχνουνε στις τσέπες τους
και τα ξεχνούνε
Στο μεταξύ ένα σωρό κορμιά μένουν αχάιδευτα
Ένα σωρό ποιήματα άγραφα.
Από το βιβλίο: Αργύρης Χιόνης, «Η φωνή της σιωπής. Ποιήματα 1966-2000». Νεφέλη
Υπάρχουνε κάτι τοπία σκοτεινά
Υπάρχουνε κάτι τοπία σκοτεινά, τυφλών τοπία, που μόνο ψαύοντας τ᾿ ανακαλύπτεις. Με μάτια ανοιχτά, τρόπος για να τα δεις κανένας δεν υπάρχει, γιατί ᾿ναι μυστικά τοπία και το φως κρατούν μακριά απ᾿ την περιοχή τους. Μονάχα ψαύοντας μπορείς να τα χαρείς ή, μάλλον, ένα μέρος τους μονάχα να χαρείς μπορείς, γιατί ᾿ναι απέραντα τοπία, μυστικά, εσωτικά τυφλών τοπία.
Από το βιβλίο: Αργύρης Χιόνης, «Η φωνή της σιωπής. Ποιήματα 1966-2000». Νεφέλη
Απομίμηση
«Τι θα δειπνήσουμε, αγάπη μου, απόψε;»
«Βότσαλα θα δειπνήσουμε και πέτρες».
«Και τι θα πιούμε, αγάπη μου, απόψε;»
«Γάλα συκιάς και δροσερό θαλασσινό νερό θα πιούμε».
«Ω, πόσο είναι, αλήθεια, αληθινή η ρήση ότι ο έρωτας
περνά απ’ το στομάχι! Με τέτοια εδέσματα, με τέτοια θεία ποτά
πού μού προσφέρεις, έρωτά μου, πώς να μη σ’ έχω μέσα στην
καρδιά μου... Κι ως επιδόρπιο, καλή μου, τι θα φάμε;»
«Μα, την καρδιά σου, αγαπημένε, την καρδιά σου, κι ύστερα,
θα χωθώ στην αγκαλιά σου, ν’ ακούω το χτύπο τού κενού,
τη μουσική τού άδειου ουρανού».
Περιγραφή ενός αισθήματος
Ήπιε τέσσερα διπλά και ξεροσφύρι
Στο δεύτερο μια γλυκιά μελαγχολία
Κατέλαβε τις πατούσες του
Στο τρίτο η μελαγχολία πολιόρκησε
Τα γόνατά του
Στο τέταρτο η καρδιά του εκπορθήθηκε
Σηκώθηκε και βγήκε απ᾿ το μπαρ
Έξω χιόνιζε ερημιά.
Αν κλάψω σκέφτηκε τα δάκρυά μου
Θα λιώσουν όλο αυτό το χιόνι
Οι λάσπες όμως θα ᾿ναι ανυπόφορες
Κρατήθηκε.
Στο δωμάτιό του οι τοίχοι κάτασπροι γυμνοί
Δεν τόλμησε να βγάλει το παλτό του
Έτσι όπως ήτανε ντυμένος
Πήρ᾿ ένα κόκκινο μολύβι κι άρχισε
Να ζωγραφίζει πάνω τους
Έναν ήλιο ένα πεύκο
Μια θάλασσα και μια γυναίκα
Που δεν έμοιαζε και πολύ με γυναίκα
Αλλά ήταν
Καλύτερη από τίποτα
Από το βιβλίο: Αργύρης Χιόνης, «Η φωνή της σιωπής. Ποιήματα 1966-2000». Νεφέλη,
ΠΟΙΗΜΑΤΆΚΙΑ
IV
Σαν απονευρωμένο δόντι ή ζωή τους
σφραγίζεται μαυρίζει και σαπίζει
δίχως πόνο.
V
Ακέφαλοι μάς συμβουλεύουν
Κουλοί μάς δείχνουν
Κουτσοί μάς οδηγούν
Εμείς δεμένοι
Πρόθυμα ακολουθούμε.
VII
Διανύουμε την εποχή τής ερήμου.
Ο μεγαλύτερος ποιητής της,
αυτός πού θα την τραγουδήσει πιο σωστά,
θα ᾿ναι μουγγός.
XIII
Φωτογραφικές μηχανές είσαστε*
Θάλαμος σκοτεινός τα μέσα σας
Όπου προβάλλεται ανάποδα ο κόσμος.
* Ίσως σε κάποια "ποιηματάκια" ο ποιητής θα ήταν καλύτερα να χρησιμοποιήσει το πρώτο πρόσωπο, αντί το δεύτερο ή το τρίτο.
XIV
Είσαστε το παραβάν τού εαυτού σας*
Πίσω σας γυμνή συμβαίνει ή ζωή σας.
XV
Σκύψε σκύψε πάνω από βιβλία
Η ψυχή μου έχει λειώσει στους αγκώνες
XVIII
Τα πολλά τα λόγια τα βαριέμαι
μα και τα λίγα επίσης.
Ακόμα και τα ελάχιστα ναι κι όχι με κουράζουν.
Προτιμώ με το κεφάλι μου να νεύω πάνω κάτω.
Ηχεί τουλάχιστον ωραία σαν κουδουνίστρα.
XXV
Οι λέξεις είναι σκαλοπάτια π᾿ οδηγούν
από το σκοτεινό υπόγειο στο φως.
Πριν όμως τούς εμπιστευτείς το βάρος σου
πρέπει να δοκιμάζεις αν μπορούν να το σηκώσουν.
Αλλιώς αν είναι σάπια ή φαγωμένα
σε ξαναστέλνουν κουτρουβάλα στο σκοτάδι.
Πηγή: https://www.erotas-thanatos.net/poetic-works-4.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου