Γύρω στα μέσα Ιουλίου, κόσμος και ντουνιάς όρμησε στα νησιά σαν λεφούσι από μύγες. Τουρίστες και πανηγυρτζήδες σ’ έναν άνευ προηγουμένου σαματά, που διαρκεί έναν περίπου μήνα. Μετά τον Δεκαπενταύγουστο τα πράγματα ησυχάζουν κάπως, αλλά ο μήνας αυτός είναι σκέτο μαρτύριο. Ουρές στις ψαροταβέρνες, στις τουαλέτες, στις ντουζιέρες. Ουρές στα ψιλικατζίδικα, στα τσιγαράδικα, στα τηλέφωνα με μετρητή. Σήμανα υποχώρηση στα νησιά της άγονης γραμμής. Ο Γιώργος Ρώμας, ένας σύγχρονος ασκητής, είπα μέσα μου. Σα δεν ντρέπεσαι, βρε, πού τα πουλάς αυτά; Εντούτοις, ένιωθα επιτακτική την ανάγκη να βρω ένα μέρος που δε θα το έφταναν οι μυρωδιές των αντηλιακών.
Δεν άργησα να το βρω.
Ταξίδεψα μέχρι τα Χανιά, κατόπιν στα Σφακιά, κι από εκεί πήρα το καραβάκι για τη Γαύδο. Η Γαύδος είναι παλιά πειρατική φωλιά, χωμένη μες στο Λιβυκό Πέλαγος, στο νοτιότερο σημείο της Ελλάδας και στον παράλληλο νοτιότερα ακόμα κι από το Μαρόκο. Στην παραλία του Σαρακήνικου υπήρχαν τρεις τέσσερις ταβερνούλες και λίγος κόσμος, αλλά δεν έμεινα εκεί. Εφοδιάστηκα με ξηρά τροφή και νερό και πήγα ακόμα παραπέρα, στην ακτή του Άι Γιάννη. Μόλις έφτασα, νόμισα πως είχα βγει στην Αφρική. Αμμόλοφοι, δάση με κέδρους, κορμοί ξεριζωμένοι από τον αέρα να επιπλέουν στη θάλασσα. Στις καβάντζες κάτω από τους κέδρους ζούσαν σαν πρωτόπλαστοι διάφοροι αναχωρητές, ψαροντουφεκάδες ως επί το πλείστον, αλλά και φοιτητές της Καλών Τεχνών.
Έτσι, πέρασα έναν περίπου μήνα μακριά από τον αναβρασμό. Τα μελτέμια μάς ράπιζαν με σκόνη και ψιλή άμμο. Όταν κόπαζαν, τα διαδέχονταν μακρές περίοδοι άπνοιας. Η ζέστη ήταν υποφερτή κάτω από τη σκιά των δέντρων, με τη συνοδεία της κρυμμένης μπάντας των τζιτζικιών. Οι πάντες συζητούσαν για την κατάντια του Σαρακήνικου, της διπλανής παραλίας, που μέσα σε λίγα χρόνια είχε μεταλλαχτεί. Σπίτια ξεφύτρωναν από το πουθενά, με τις γεννήτριες του ηλεκτρικού να δουλεύουν νυχθημερόν κάνοντας εκνευριστικό θόρυβο. Τρακτέρ σκαρφάλωναν στους αμμόλοφους σαν ποντικοκούνελα, κουβαλώντας μπαγκάζια τουριστών. Πλοιάρια κάθε είδους αποβίβαζαν παραθεριστές από την Παλαιοχώρα και τα Σφακιά, με αποτέλεσμα να γεμίζει ο τόπος πλαστικές καρέκλες και καλογυμνασμένους τύπους που έπαιζαν ρακέτες. Ήδη οι λιγοστοί κάτοικοι της Γαύδου είχαν χωριστεί σε φατρίες και έκαναν μεγαλόπνοα σχέδια για τα οφέλη της τουριστικής ανάπτυξης.
Αυτά ήταν άγνωστα στον Άι Γιάννη. Η απληστία δεν είχε φτάσει ακόμα εδώ. Η κοινοβιακή κατάσταση συνεχιζόταν απρόσκοπτα. Καθένας είχε την καβάντζα του, το δέντρο του, που το είχε μετατρέψει σε λημέρι, με τζάντζαλα μάντζαλα να κρέμονται από τα κλαδιά του. Φαναράκια άναβαν τη νύχτα δίνοντας όψη καταυλισμού σε δάσος. Κολυμπούσα όλη τη μέρα και τα βράδια μελετούσα με το φακό μου τα βιβλία που είχα προμηθευτεί σαν προνοητικός νέος. Όταν η μοναξιά γινόταν αβάσταχτη, είχα παρηγοριά τη σκέψη ότι στα υπόλοιπα μέρη, τις ώρες τούτες, ο κόσμος σφαζόταν για ένα τραπέζι δίπλα στο κύμα. Όσο για εδώ, ας ήταν καλά οι ψαροντουφεκάδες∙ έβγαζαν ψαριές με τη σέσουλα. Τις απογευματινές ώρες, αυτό το ιδιότυπο κοινόβιο ζούσε τις κοινωνικές του στιγμές. Με αίσθημα ευφορίας που πήγαζε από τον κορεσμό της πείνας μας, συγκεντρωνόμασταν γύρω από τη φωτιά, άλλος για να απολεπίσει τα ψάρια, άλλος για να τα ψήσει, άλλος για να φτιάξει σαλάτες, άλλος για να πάρει τη βάρκα και να φέρει κρασιά από το Σαρακήνικο. Tα γλέντια που ακολουθούσαν κράταγαν ως τα ξημερώματα και δεν είχαν τίποτα να ζηλέψουν από τα πανηγύρια προς τιμήν του τοπικού άγιου. Στο δικό μας μέρος τον τιμούσαμε καθημερινά· κάθε μέρα του Άι Γιαννιού.
Τα κατά Αιγαίον πάθη, 1994, επανέκδοση 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου