Σαν αλαργεύουν από με γεμάτοι τρόμο οι γάτοι,
ας ήταν, Θε μου, δυνατό να βγούνε απ' την απάτη.
Ο ίσκιος, που τρέχει να χαθεί παράμερα του δρόμου
μέσ' στα βαθιά μεσάνυχτα, που πάω στο φτωχικό μου,
να το 'ξερε τι ανάξιος, οπού 'μαι τέτοιου τρόμου!
Με των προγόνων τους θα ζουν τα θολωμένα φρένα,
και τρέμουνε τον άνθρωπο τα ζώα τ' αγαπημένα'
ίσως κι εγώ, σκληρό παιδί, να τά 'χω αδικημένα.
Μα τώρα, που έχω μέσα μου ελέους κι αγάπης βρύση,
πολλών ψυχών τα κρίματα μπορούσε να τα σβήσει,
στης γάτας το γουναρικό το χάδι αν γλιστρήσει...
Βουβή η αφή, μα νόημα κι υπομονή γεμάτη,
χαϊδεύοντας τη ράχη του γυρτή, απαλή χνουδάτη,
μιλεί του ζώου για την φριχτήν ανθρώπινην απάτη...
από το βιβλίο: Νεοελληνικά Αναγνώσματα Γ' Γυμνασίου, ΟΕΔΒ 1972. Το ποίημα προέρχεται από τη συλλογή: Θεία Δώρα, Εκδόσεις Εστίας, Ι. Δ. Κολλάρου, χ. χ.
Αντλήθηκε απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου