\
Μαύρη είναι η νύχτα ολόμαυρη, κατάχνια κατεβαίνει
μέσ’ στο σκοτάδι τ’ ουρανού έν’ άστρο δεν προβαίνει·
είναι στη λίμνη ταραχή, θολούρα και φοβέρα,
να βόγγει ακούω μέσ’ στα κλαδιά του λόγγου τον αέρα.
Μακριά μακριά σαν θλιβερό παράπονο γρικιέται
ο χείμαρρος, που απ’ του βουνού την κορυφή πετιέται·
από το δένδρο που έρημο, μνήμα έρημο φυλάει
της νύχτας τ’ άχαρο πουλί, βαριά μοιρολογάει.
Για ιδές το τι σηκώνεται πέρα απ’ το περιγιάλι·
είναι στοιχειό, σειέται, πετά, ξαναγυρίζει πάλι.
Μέσα στη νύχτα θα διαβεί απόψε πεθαμένος,
ακούς το σκύλο που αλυχτά στο λόγγο τρομαγμένος;
Τρέμει τ’ αλάφι στο βουνό και το κεφάλι γέρνει,
που κρύος αέρας και βροχή ακόπιαστα το δέρνει.
Στου βράχου τη χαραματιά η αγριόγιδα φωλιάζει,
το κεφαλάκι το πουλί, με τα φτερά σκεπάζει
και το θεριό τ’ αημέρωτο μέσ’ στη σπηλιά τραβιέται
πάλι της νύχτας το πουλί, το άχαρο γρικιέται,
να σκούζει αργά, λυπητερά, εις την ετιά αποκάτου
και ο λύκος ν’ αποκρένεται, με βογγητό θανάτου.
Δέρνει η λαχτάρα την ψυχή του δύστυχου διαβάτη,
που μάταια μέσ’ στη σκοτεινιά ζητάει το μονοπάτι·
βάλτος δω, γκρεμνός εκεί, αντίκρυ βράχοι αράδα,
τρέμει τες πέτρες, τες σπηλιές, της νύχτας τη μαυράδα.
Αγανακτώντας, τρέμοντας δεξιά ζερβιά κινάει,
βλέπει ένα αυλάκι, προς αυτό σπουδαχτικά τραβάει.
Τα δένδρα ξεριζώνονται και ροβολούν οι βράχοι,
ο αέρας παίρνει τα κλαδιά απ’ του βουνού τη ράχη·
έν’ άγριο φάντασμα θεριού, που αντίκρυ μεγαλώνει
και μέσ’ στο στήθος μου η καρδιά ακίνητη παγώνει.
Νύχτα γεμάτη τρικυμιά και ταραχές και αντάρες,
κρυφές κραυγές γυρίζουνε και ανήκουστες τρομάρες.
Πετούν οι ίσκιοι των νεκρών στο λόγγο όπου περάσω,
την κατοικιά σου, αδέλφι μου, άνοιξε να ησυχάσω.
Ossian ( James Macpherson, Ρούθβεν 1736 – Μπελβίλ 1796 )
μτφρ. Ιούλιος Τυπάλδος (1814-1883)
Ossian ( James Macpherson, Ρούθβεν 1736 – Μπελβίλ 1796 )
μτφρ. Ιούλιος Τυπάλδος (1814-1883)
ΣΧΟΛΙO:
Με το όνομα του Όσσιαν είναι γνωστά μια σειρά από ποιήματα που εξέδωσε με τίτλο Αποσπάσματα αρχαίας ποίησης στη δεκαετία του 1760 ο Σκώτος Τζέημς Μακφέρσον. Γραμμένα σε ρυθμικό αγγλικό πεζό λόγο, τα ποιήματα αυτά παρουσιάζονταν από τον εκδότη ως μεταφράσεις αγνώστων —γραμμένων σε αρχαία κελτική γλώσσα— ποιημάτων ενός ποιητή του 3ου μ.Χ. αιώνα, του Όσσιαν. Γρήγορα αποδείχτηκε ότι, αν και υπήρχε μια παράδοση ηρωικής κελτικής ποίησης του Μεσαίωνα, τα ποιήματα ήταν γραμμένα από τον ίδιο τον Μακφέρσον. Ωστόσο, η ποίηση αυτή, γεμάτη πρωτόγονα συναισθήματα, στοιχεία φανταστικά και περιγραφές άγριων ή μελαγχολικών τοπίων, μεταφράστηκε και γνώρισε υπό το όνομα του Όσσιαν μεγάλη διάδοση κατά το τέλος του 18ου αιώνα, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην ανάπτυξη της ρομαντικής ποίησης. Σπουδαιότερη ήταν η σε ανομοιοκατάληκτο ενδεκασύλλαβο ιταλική μετάφραση (1762-72) του Μέλκιορ Τσεζαρόττι, από την οποία πολλά ποιήματα μεταφράστηκαν τον 19ο αιώνα, κυρίως από Επτανήσιους, στα ελληνικά.
Η νύχτα παίζει σημαντικό ρόλο στην εικονογραφία της οσσιανικής ποίησης. Περίφημη είναι η αρχή του ποιήματος «Νταρθούλα», η οποία αποτελεί ένα γεμάτο πάθος ύμνο στη σελήνη. Η άγρια νύχτα που περιγράφεται στους παραπάνω στίχους χρωματίζεται έντονα από την παρουσία του υπερφυσικού στοιχείου. Ο ίσκιος των νεκρών, τα στοιχειά, ο τάφος, η επικείμενη εμφάνιση του πεθαμένου προαναγγέλλουν τις συχνές εμφανίσεις βρικολάκων στη ρομαντική ποίηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου