Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Μιχαηλίδου Λίλη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Μιχαηλίδου Λίλη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2022

Λίλη Μιχαηλίδου - Δύο ποιήματα

 


ΤΟ ΝΗΜΑ
στον Emin Gizenel

Τα βράδια σε σκέφτομαι στην άλλη πλευρά της πόλης.
Η ιστορία σου δεν είναι ίδια με τη δική μου•
κι όμως μεγαλώνουμε στην ίδια πόλη.
Εμείς κάποια στιγμή ξανασμίξαμε, μα όχι η πόλη μας.
Υφαίνουμε την ύπαρξή μας με το νήμα που μας χωρίζει.
Κτίζουμε σκαλοπάτια για να ανεβαίνουμε μαζί,
αφήνουμε σημάδια για να ξαναβρούμε την αρχή μας
όπως οι άνθρωποι της ερήμου.

Τα χρόνια μαλάκωσαν, το ίδιο η καρδιά και τα πάθη μας.
Μοιάζουμε τώρα με τους ταξιδιώτες που σε κάθε ταξίδι
ψάχνουν δρόμους να τους οδηγήσουν στις αισθήσεις.

Σήμερα, κοιτάζοντας τις καινούριες πινακίδες
«Η πόλη της καρδιάς μου», φυλάω ζωντανές τις λεπτομέρειες•
τον αέρα και τις μυρωδιές της, τις φωνές και το γέλιο των δρόμων
τις ουλές και το κλάμα της, ίδιο με τ’ αγκάθια που φυτρώνουν
στο σημείο όπου τη μοίρασαν στα δυο.
Έχει απόκοσμο πρόσωπο η διαχωριστική γραμμή.

Γι’ αυτό σε σκέφτομαι τα βράδια•
την πόλη να ενώνει τα ξέχωρα νήματα της ιστορίας μας.
Πάνω από την οροφή της γειτονιάς σου πετάει ένας χαρταετός.
Δεν βλέπω το νήμα που τον ισορροπεί•
μα ξέρω.
ΣΤΟΥΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ

Δεν έγραψα πολλά γι’ αυτά που μας χωρίζουν
μα ούτε και γι’ αυτά που μας ενώνουν.
Το χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα
φουσκώνει χρόνο με το χρόνο
και έχει γίνει ένα τεράστιο αερόστατο πάνω από την πόλη
που κρύβει τον ήλιο.
Η σκιά του χαράχτηκε στη γη, στην πλάτη και το μέλλον μας
ανεξίτηλη μελανιά.


Αρένα, 2014

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2022

Λίλη Μιχαηλίδου - Μνήμες


στη γιαγιά μου, Ερατώ

Τη βρήκα να κάθεται στο ξωπόρτι.
Κρατούσε στην ποδιά της ένα μεγάλο τσίγκινο δίσκο
γεμάτο σιτάρι και το καθάριζε ξεχωρίζοντάς το σπυρί-σπυρί.
«Ετοιμάζω τα κόλλυβα» μου είπε. «Αύριο είναι Ψυχοσάββατο».
Κοιτάζω επίμονα να διαβάσω αυτό που δεν είναι σημειωμένο
σε κανένα γραπτό, που από μόνο του είναι ολόκληρος
κόσμος· το μοναδικό δικό της βλέμμα, το ομιχλώδες άσπρο
του ματιού στη σκιά των χρόνων της.
«Οι ψυχές», συνέχισε κοιτάζοντας τον ουρανό,
«δεν βρίσκουν ανάπαυση· μία μέρα τον χρόνο
κατεβαίνουν στη γη και μας βλέπουν».
Ένα φως αντιφέγγιζε στις σκέψεις, και ο λόγος της
έβγαινε σαν πρόσφορο. Παρατήρησα τις χοντρές φλέβες
στα γέρικα χέρια της. «Κατεβαίνουν στη γη, αγγίζουν
τα χνώτα μας και κάθονται στα κλαδιά των δέντρων.
Αυτή τη μέρα δεν πρέπει να κλαδεύονται τα δέντρα
γιατί οι ψυχές θα πέσουν στη γη, θα πονάνε και κλαίγοντας
θα λένε τα παράπονά τους για τους ζωντανούς…»


Έφερα την εικόνα στα μάτια μου:
το θρόισμα των ψυχών ανάμεσα στα κλαδιά,
τις ανάσες να ταλαντεύονται μες στο διάστημα.
Μια ηρεμία στο βάθος της καθημερινής κούρασης
κατακλύζει τις νύχτες, φέρνοντας στην επιφάνεια
τις μαρτυρίες των πρωτινών
βγαλμένες μέσα από τους φόβους τους.