Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Φακίνου Ευγενία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Φακίνου Ευγενία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2023

Ευγενία Φακίνου - Φιλοδοξίες κήπου (απόσπασμα)

 «Ειδυλλιακή σκηνή. Σε ανοικτό πράσινο φόντο ο Νώντας ποτίζει με το λάστιχο. Ακούγεται μόνο ο ήχος του νερού που πέφτει με δύναμη. Σταματάει το πότισμα και κάνει μια κίνηση αυθόρμητη, που την έχουν κάνει δεκάδες χιλιάδες “ποτιστές κήπων”. Παίρνει νεράκι, δροσίζει δυο τρεις φορές το πρόσωπο του και μετά βάζει το λάστιχο στο στόμα και πίνει. Είναι στον κόσμο του…»

[πηγή: Ευγενία Φακίνου, Φιλοδοξίες κήπου, Καστανιώτης, Αθήνα 2006, σελ. 134]

Τρίτη 21 Μαρτίου 2023

Ευγενία Φακίνου - Αστραδενή (απόσπασμα)


 

Σήμερα στο σχολείο πολύ πικράθηκα. Και την περίμενα πώς και πώς αυτή τη μέρα. Γιατί σήμερα θα μας έδινε διορθωμένες τις εκθέσεις μας. Η δεσποινίς, λοιπόν, αφού μπήκαμε μέσα, μοίρασε ολωνών τα τετράδια. Μόνο σε μένα δεν το ’δωσε.

«Έχω», λέει η δεσποινίς, «εδώ τρεις διαφορετικές εκθέσεις που θέλω να τις ακούσει όλη η τάξη. Η μία είναι της Χατζηπέτρου, η άλλη του Σακίνου και η τρίτη της Πετροπούλου».

Πρώτα, λοιπόν, η δεσποινίς μάς διάβασε του Σακίνου. Αυτός είναι ο αταξιάρης ο Γιώργος, ο ξάδελφος του Κυριάκου. Είχε γράψει πέντε σειρές όλες όλες.

Έλεγε:

«Σήμερα πήγαμε στο Μουσείο. Είχε μέσα κάτι αρχαία πράγματα. Εμένα μ’ αρέσουν τα διαστημόπλοια και οι πύραυλοι. Αλλά ακόμα δεν έχουν φτιάξει μουσείο για πυραύλους. Όταν θα φτιάξουν, θα πηγαίνω με τις ώρες».

«Λοιπόν», του είπε η δεσποινίς, όταν τέλειωσε το διάβασμα, «ως πότε θα μας κάνεις τον έξυπνο; Είναι ελληνικά αυτά; Είναι καν έκθεση αυτή; Πες στη μητέρα σου να ’ρθει που τη θέλω.

»Θα σας διαβάσω τώρα την έκθεση της Χατζηπέτρου», μας είπε.

(Τρέμουν τα χέρια μου από την αγωνία... Παγώνουν τα δάχτυλά μου...)

«Είναι η πρώτη φορά που πήγα σε τόσο μεγάλο μουσείο. Είχε ωραία παλιά πράγματα μέσα.

Είχε κολιέ και βραχιόλια που φορούσαν οι αρχαίες κυρίες, είχε και όπλα και μάσκες που φορούσαν οι αρχαίοι πολεμιστές. Αγάλματα και τεράστια βάζα που τα λένε αμφορείς.

»Δυο πράγματα θα θυμάμαι σ’ όλη μου τη ζωή από το μεγάλο μουσείο της Αθήνας. Το παιδί πάνω στο άλογο και τον Αριστόδικο. Δεν μπορώ να πω ποιο απ’ τα δυο μου έκανε πιο πολλή εντύπωση.

»Το παιδί πάνω στ’ άλογο νόμιζες ότι θα έδινε μια στ’ άλογό του κι αυτό θα σαλτάριζε μακριά απ’ τα κάγκελα και τα μουσεία. Κι ότι ελεύθερο θα έτρεχε σ’ όλη την Ελλάδα. Θα ανέβαινε βουνά, θα κατέβαινε πεδιάδες, θα πήδαγε ποταμάκια κι όλο θα έτρεχε, χωρίς να σταματήσει ποτέ.

»Νομίζω ότι το παιδί και το άλογο είναι οι πιο φυλακισμένοι άνθρωποι που έχω δει στη ζωή μου...

»Κι ο πιο αδικημένος, ο Αριστόδικος.

»Κανένας δεν τον κοιτάει, κανείς δεν του δίνει σημασία. Όλοι τον προσπερνάνε, για να σταθούν πέντε μέτρα πιο κει, στο άγαλμα του Δία ή του Ποσειδώνα. Όλοι βλέπουν το τεράστιο άγαλμα και κανείς, μα κανείς δε βλέπει τον Αριστόδικο. Ούτε κι εγώ ήξερα ότι τον λέγαν έτσι. Μου έκανε όμως εντύπωση που το στήθος και το πρόσωπό του ήτανε όλο γρατζουνιές και χαρακιές. Διάβασα τότε το χαρτάκι που έλεγε ότι βρέθηκε πριν σαράντα χρόνια στα Μεσόγεια της Αττικής κι ότι οι χαρακιές στο στήθος και στο πρόσωπο είχανε γίνει από το αλέτρι του γεωργού.

»Γι’ αυτό λέω ότι τον αδικήσαμε. Τον αδίκησαν αυτοί που τον βάλανε δίπλα σ’ αυτόν τον υπέροχο Δία. Αλλά τον αδικήσαμε κι εμείς που δεν του ρίξαμε ούτε ένα βλέμμα. Γι’ αυτό του αφιερώνω αυτή την έκθεση».

«Είσαι ένα υπερφίαλο1 πλάσμα, Χατζηπέτρου», είπε η δεσποινίς. «Ποιος σου δίνει, νομίζεις, το δικαίωμα να λυπάσαι ένα έργο τέχνης; Άσε τις παιδαριώδεις φλυαρίες για το προηγούμενο άγαλμα του παιδιού και του αλόγου... Δεν ξεύρω τι είδους εκθέσεις γράφατε στο νησί σου, αλλά καιρός είναι να μάθεις να γράφεις πραγματικές εκθέσεις».

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2022

Ευγενία Φακίνου - Αστραδενή (απόσπασμα)

 Στεκόμουνα στην εξώπορτα όταν ήρθε ο κύριος Αλέκος.

Άνοιξε με το κλειδί του, μπήκα κι εγώ μέσα. Ο κύριος Αλέκος μπήκε στο σπίτι του. Εγώ έκατσα απέξω από την πόρτα μας. Τί κάνει κι αυτή η μάνα μου;... Είμαι κι αγριεμένη και δεν μ' αρέσει η σκοτεινιά του διαδρόμου. Ανάβω το φως. Άνοιξε η πόρτα του κυρίου Αλέκου.
"Τί κάνεις εκεί μόνη σου; μου λέει. Λείπει η μάνα σου;"
Έγνεψα "ναι".
"Έλα να κάτσεις μέσα, να την περιμένεις", μου είπε.
Άλλη φορά κάτι θα 'βρισκα να του πω για να μην πάω... αλλά τώρα... Μπήκα στο σπίτι τους. Όχι πως μου είχαν κάνει τίποτα οι άνθρωποι... Αλλά, να έτσι, δεν τους πολυήθελα... Είχε ένα ντιβάνι στο χωλ, ένα τραπεζάκι και την τηλεόραση. Κάθισα και περίμενα. Όπου να 'ναι θα 'ρθει η μάνα μου.
[...]
"Θα πάω να δω αν γύρισε η μάνα μου", είπα.
Βγήκε απ' την κουζίνα ο κύριος Αλέκος. Δε μ' άρεσε έτσι που με κοίταγε.
"Πού να πας, περιστεράκι μου", μου είπε.
Τρόμαξα. Δε μ' άρεσε. Θέλω να φύγω. Τώρα αμέσως. Τώρα αμέσως.
Φωνάζω "Θέλω να φύγω, τώρα αμέσως!"
"Έλα δω, τρελοκόριτσο", μου κάνει και με βουτάει σαν φτερό.
Το ένα του χέρι με κρατάει από τη μέση και με το άλλο μου κλείνει το στόμα. Με πηγαίνει μέσα στην κουζίνα. Το ραδιόφωνο σιγόπαιζε. Του δίνει μια με το 'να χέρι και το δυναμώνει. Έπαιζε κάτι τραγούδια…
Τρέμω από θυμό και φόβο.
"Κτήνος", μουγκρίζω και του δίνω μια. Δεν μπορώ να φωνάξω!… Δεν μπορώ να φωνάξω!… Τον χτυπάω με τη σακούλα μου. Το αυγό μου τσάκισε σε χίλια κομμάτια και πετάχτηκαν έξω ασπράδια και κρόκοι. Το μήλο έλιωσε.
Τον χτυπάω στο κεφάλι. Συνέχεια, συνέχεια. Με μανία. Ξέρω τι θέλει να μου κάνει. Το καταλαβαίνω. Όχι. Δεν θα τον αφήσω. Του χτυπάω το καλάμι με το παπούτσι μου. Θυμώνει για τα καλά.
Έχει κάνει καλά πολλές σαν κι εμένα, μου λέει…
Το χέρι του στο στόμα μου κοντεύει να μου φράξει και τη μύτη… Θα τον σκοτώσω. Θέλω να τον σκοτώσω… Να τον δω λιώμα! ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ! Αυτό ήταν το όνειρο;… Αυτή η θυσία! Γιατί όμως;… Για ποιον;… Γιατί;…
Όχι! Όχι το φουστάνι μου! Μη μου σηκώνεις το φουστάνι μου! Όχι το φουστάνι μου! Όχι το φουστάνι μου! Μη, μη! Μη! Όχι το φουστάνι μου, το φουστάνι μου, το φουστάνι μου, το χιτώνα μου, το χιτώνα μου, όχι το χιτώνα μου! Όχι, όχι, όχι το χιτώνα μου…

Ευγενία Φακίνου, Αστραδενή, εκδόσεις Κέδρος.

Παρασκευή 20 Μαΐου 2022

Ευγενία Φακίνου-[Η Αστραδενή στο νέο σχολείο της]


[…]«Λοιπόν», είπε αυτή και άνοιξε ένα πράσινο τετράδιο, «για σήκω εσύ, η καινούργια, και πες μου τ’ όνομά σου».

Στάθηκα όρθια δίπλα στο θρανίο μου κι είπα: «Αστραδενή Χατζηπέτρου».

Η κυρία δε με κοίταζε, ετοιμαζότανε να γράψει τ’ όνομά μου στο τετράδιο —ο κατάλογος θα ήταν— αλλά τα παιδιά άρχισαν τα γέλια… Γιατί άραγε;… Και τότε εκείνη σήκωσε το κεφάλι, χτύπησε ένα χάρακα στο τραπέζι και είπε:

«Ησυχία εσείς! Πώς το είπες αυτό το όνομα;».

«Αστραδενή Χατζηπέτρου».

«Όχι το Χατζηπέτρου… το Αστραδενή… Χριστιανικό είναι;…».

«Ναι», έκανα με το κεφάλι. Έτρεμα. Δεν της άρεσε τ’ όνομά μου, φαίνεται…

Δηλαδή, ΕΤΣΙ σε βάφτισε ο παπάς;», ξαναρώτησε.

«Αστερόπη, με βάφτισε, αλλά με φωνάζουν Αστραδενή».

«Και το… Αστραδενή είναι χριστιανικό;».

«Μάλιστα. Η κυρία μας —η δασκάλα μου— θέλω να πω η παλιά μου η δασκάλα, μου είπε ότι είναι πολύ αρχαίο όνομα. Είναι ένα αστέρι από τα εφτά της Πούλιας…».

(Τι μου ‘ρθε και τα ‘λεγα όλα αυτά… Θάλασσα τα ‘κανα… Ορίστε! Τα παιδιά γελάνε… Τι γελάνε, δηλαδή… αυτά σπαρταράνε, χτυπιούνται πάνω στα θρανία τους…).

Η δασκάλα χτυπάει το χάρακα στο τραπέζι και φωνάζει: «Ησυχία!».

«Εγώ, δεν ξέρω τέτοιο όνομα. Πότε γιορτάζεις, τέλος πάντων, για να καταλάβω».

«Οι Αστερόπες δε γιορτάζουν. Μόνο γενέθλια έχουν».

Άλλα γέλια από κάτω. Μα γιατί γελάνε ΕΤΣΙ όλοι αυτοί;… Πρέπει να τα μπαλώσω, αλλιώς αυτή η δασκάλα θα με γράψει στα μαύρα κατάστιχα…

«Μερικές Αστερόπες, κυρία, λέω, γιορτάζουν της Αγίας Ουρανίας. Εγώ όμως δεν κάνω γιορτή…».

«Λοιπόν, για να τελειώνουμε», είπε η κυρία κι έγραφε… «ΟΥ-ΡΑ-ΝΙ-Α ΧΑ-ΤΖΗ-ΠΕ- ΤΡΟΥ».

«Αστερόπη, κυρία!», φώναξα. «Αυτό είναι τ’ όνομά μου».

«Πρόσεξε, γιατί δε θα τα πάμε καλά εμείς οι δύο!

ΟΥΡΑΝΙΑ θα σε φωνάζω. Αυτό είναι όνομα της Εκκλησίας μας».

Μια μέρα, κάτι κορίτσια μου τραγουδούσανε ένα πειραχτικό τραγούδι: «Αστερία, Αστερία, είσαι μια μικρή κυρία». Τις πλάκωσα στο ξύλο. Με νευριάζανε… Καθόμουν στη γωνιά μου κι έτρωγα το κουλούρι μου κι αυτές εκεί: «Αστερία κι Αστερία…». Στην αρχή έκανα ότι δεν καταλάβαινα, μετά… άνθρωπος είμαι κι εγώ… τις βούτηξα απ’ τα μαλλιά — τις δύο— και τις έφερα κάτω. Είμαι πολύ καλή σ’ αυτό το κόλπο. Μου το ‘χει μάθει ο ξάδελφος μου ο Ντίνος.

Οι μαρτυριάρες πήγανε στη δασκάλα. Με φώναξε η δεσποινίς. Της τα ‘πα κι εγώ. Δε θα μίλαγα, αν δε γινόταν η φασαρία, αλλά τώρα που έγινε… Θα έκανα υπομονή, πόσος καιρός μας μένει… Ένας μήνας!… Του χρόνου μπορεί και να ‘χω άλλη δασκάλα… Αλλά τώρα… Δεν την κράτησα τη γλώσσα μου και τα ‘πα. Καλά λέει η μάνα μου ότι είμαι «γλωσσού».

«Με λέγανε Αστερία», είπα στη δεσποινίδα, «κι εγώ θύμωσα. Ούτε Αστερία ούτε Ουρανία με λένε. Τ’ όνομά μου είναι Αστραδενή! Κι ο παπα-Λεμόνης, που είναι Χριστιανός με Χ κεφαλαίο, τη βαφτιστικιά του Αστραδενή τη φωνάζει. Κι εμένα Αστραδενή με λένε. Κι όποιος με ξαναπεί μ’ άλλο όνομα δε θ’ ακούσω!…»

Αυτό, βέβαια, για την αφεντιά της το είπα. Ουρανία με ανέβαζε, Ουρανία με κατέβαζε.

Θύμωσε. Με είπε αυθάδη, αναιδή και τέτοια. Με πήγε στον κύριο διευθυντή. Εκεί έγινε άλλη φασαρία. Ο διευθυντής με ρώτησε πώς με βάφτισε ο παπάς. Του ‘πα. Ανοιξε και το χαρτί που ‘χα φέρει απ’ τη Σύμη και που μ’ έγραφε Αστερόπη. Είπε στη δεσποινίδα να με φωνάζει Αστερόπη.

Όχι ότι με πείραζε… Καλό και περίκαλο το Αστερόπη… Αλλά σκέφτομαι… «Αστραδενή, ή που καταφέρνεις να σε φωνάζουν Αστραδενή ή που δεν αξίζεις τίποτα…».

Είπα, λοιπόν, στο διευθυντή ότι και τους Γιάννηδες τους βαφτίζει ο παπάς Ιωάννηδες, ποιος όμως τους λέει έτσι… Όλοι Γιάννηδες τους φωνάζουν… Γέλασε ο διευθυντής κι είπε: «Εντάξει, μη χάνουμε την ώρα μας για ένα όνομα. Αστραδενή, λοιπόν!…».

Η δεσποινίς, αν την έπιανες από τη μύτη, θα ‘σκαγε. Εγώ δεν τολμούσα να την κοιτάξω.

Τις πρώτες φορές που με φώναξε «Ουρανία», σκέφτηκα ότι θα με είχε συνηθίσει έτσι και δεν απάντησα. Έκανα σαν να μίλαγε σε κάποιον άλλον. Μια, δυο, άρχισε να με φωνάζει Αστραδενή. Πολύ μου άρεσε. Να, σαν να ‘τρεχε δροσερό νεράκι μέσα μου. Έτσι μου φαινόταν.

 

Ευγενία Φακίνου, «Αστραδενή»

Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2019

Ευγενία Φακίνου-Η μεγάλη πράσινη

Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι, όταν μιλούσαν για τη θάλασσα, έλεγαν: η μεγάλη πράσινη. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι έπλεαν τον Νείλο αλλά φοβήθηκαν την ανοιχτή πράσινη πελαγίσια θάλασσα. Δεν τόλμησαν. Δεν έγιναν ποτέ θαλασσοπόροι. Η μεγάλη πράσινη είναι η πρόκληση που δεν αποδεχθήκαμε ποτέ. Όλες οι τολμηρές ιδέες που δεν πραγματοποιήσαμε. Όλα τα περιπετειώδη ταξίδια που δεν κάναμε. Η μεγάλη πράσινη είναι η ελπίδα ότι κάποτε θα τολμήσουμε. Το μυθιστόρημα «Η μεγάλη πράσινη» της Ευγενίας Φακίνου εκδόθηκε το 1987 και έχει ως θέμα του έχει την εσωτερική αφύπνιση της γυναίκας. Η Ιωάννα, ο κεντρικός χαρακτήρας της ιστορίας, ξαφνικά μια μέρα παρατάει τις σακούλες με τα ψώνια στο πάτωμα, ανοίγει την πόρτα και φεύγει από το σπίτι της.


Η Ιωάννα έφυγε από το σπίτι της στην Κυψέλη μια Τρίτη. Αυτό είναι σίγουρο –ότι ήταν Τρίτη – γιατί μόλις είχε γυρίσει από τη λαϊκή αγορά κι είχε σωριάσει τα φρούτα και τα λαχανικά στο μωσαϊκό της κουζίνας της. Σκέφτηκε ότι τώρα έπρεπε να κάνει μια πολύ λογική τακτοποίηση, για να χωρέσουν όλα αυτά στο μικρό της ψυγείο. Φαίνεται ότι αυτή η διαδικασία της τακτοποίησης, της τάξης, της λογικής, το μικρό ψυγείο, η μικρή κουζίνα έσπασαν την εύθραυστη πια αντοχή της Ιωάννας και την πίεσαν περισσότερο απ’ όσο άντεχε αυτόν τον καιρό.

Γιατί, πραγματικά, σ’ όλη της τη ζωή η Ιωάννα πιεζόταν.

Μικρή ήταν ένα ήσυχο και ονειροπόλο κοριτσάκι που του άρεσε να μονολογεί με τις ώρες, να φτιάχνει ιστορίες, να μπαίνει σ’ αυτές και να χάνεται. Η λογική της μητέρας όμως, αμείλικτη και ψυχρή, τη γύριζε πάντα στην πραγματικότητα.

Η μητέρα ετοίμαζε για την κόρη μια ζωή ανάλογη με τη δική της, όπου το ωφέλιμο και το χρήσιμο έθαβαν το όνειρο και την ουτοπία. Η μανία της μητέρας ήταν η ανεξαρτησία που δίνει ένα καλό επάγγελμα. Ρεαλίστρια και βασανισμένη η ίδια, ήθελε για την κόρη της ένα σίγουρο μέλλον. Και τη σιγουριά δεν τη δίνει ένας γάμος. Διότι ο έρωτας τυφλώνει και είναι κακός οδηγός κι αν δεν έχεις ένα επάγγελμα και μια ανεξαρτησία, πώς θα μπορέσεις να κάνεις πέρα έναν άχρηστο σύζυγο; … Έτσι, με δυο τρεις φράσεις –κλειδιά, είχε βεβαιώσει τη μικρή Ιωάννα ότι ο έρωτας μεν μπορεί να υπάρχει αλλά σε δεύτερη πάντα μοίρα.

Το κοριτσάκι δεν το ενδιέφερε βέβαια ούτε ο έρωτας, αν και μονίμως ένιωθε ερωτευμένο, ούτε το σίγουρο επάγγελμα. Το μόνο που το ένοιαζε ήταν μην τύχει και χάσει την αγάπη της μητέρας του, μην τύχει και την απογοητεύσει. Και αυτή η πτώση από την περίοπτη θέση της καρδιάς της μητέρας ήταν για την Ιωάννα ο μεγάλος της εφιάλτης. Ούτε πατέρας υπήρχε ούτε άλλα αδέρφια, για να αναπληρώσουν το χαμένο παράδεισο.

Εκείνη την Τρίτη η Ιωάννα εγκατέλειψε το σπίτι της, δεν είχε να φοβάται τίποτα. Τα είχε χάσει όλα. Η μητέρα, πεθαμένη από χρόνια, δεν την απειλούσε πια.

Όλες οι θεωρίες της περί έρωτος και συζύγων κι επαγγελμάτων βγήκαν αληθινές. Και βγήκαν αληθινές, γιατί η Ιωάννα ήταν προετοιμασμένη ακριβώς γι’ αυτό. Ουδέποτε άφησε το όνειρο να σπρώξει λίγο την πραγματικότητα. Ουδέποτε δέχτηκε την πρόκληση να κάνει κάτι πέρα απ’ τα εγκεκριμένα. Ήταν ένα υπάκουο παιδί που έγινε μια μετρημένη γυναίκα. Υπέταξε τα πάθη της και τα όνειρά της τα έθαψε βαθιά μέσα της. Αλλά τα πάθη και να όνειρα παίρνουν πάντα εκδίκηση.

Στην επιθυμία της Ιωάννας να γίνει ζωγράφος, η μητέρα αντέταξε μια σειρά από ακλόνητα επιχειρήματα. Προς τι η αγωνία του καλλιτέχνη;… Κι αν κάτι πάει στραβά στη ζωή της, τι εξασφάλιση θα της έδινε αυτό το επάγγελμα;… Αφού είναι γνωστό ότι οι ζωγράφοι πεθαίνουν στην ψάθα…

Υπάκουη πάντα η Ιωάννα, δέχτηκε να υποκαταστήσει το όνειρο. Μαθήτευσε κι έγινε μία καλή αντιγραφέας βυζαντινών εικόνων. Η τέχνη στην υπηρεσία του εμπορίου.

Ήταν καλή και ευσυνείδητη αντιγραφέας. Η δουλειά, μονότονη αλλά αποδοτική, της εξασφάλιζε ένα βέβαιο παρόν κι ένα σίγουρο μέλλον. Αλλά τα όνειρα παίρνουν πάντα εκδίκηση. Άλλοτε βίαια και ανατρεπτικά κι άλλοτε υπόγεια και διαβρωτικά.  Η Ιωάννα, χωρίς κι η ίδια να το συνειδητοποιήσει, είχε αρχίσει να αυθαιρετεί. Να προσθέτει δικές της λεπτομέρειες στις εικόνες. Να τροποποιεί τα χρώματα, ν’ αλλάζει, ελάχιστα βέβαια, τη σύνθεση των εικόνων. Όμως ο καλός αντιγραφέας αντιγράφει, δε δημιουργεί. Έτσι, σιγά σιγά οι παραγγελίες άρχισαν να ελαττώνονται μέχρι που σχεδόν σταμάτησαν.

Εκείνη την Τρίτη, η Ιωάννα είχε να παραδώσει την τελευταία της παραγγελία, μια Άμπελο. Είχε τελειώσει το βελόνιασμα και την ετοίμαζε για χρύσωμα. Είχε απλώσει το μιξιόν και υπολόγισε ότι μέχρι να στεγνώσει, προλάβαινε να πάει στη λαϊκή να ψωνίσει.

Όταν γύρισε απ’ τα ψώνια, κι επειδή ο καιρός ήταν βορινός και ξηρός, το μιξιόν είχε πράγματι στεγνώσει. Όμως το χρύσωμα της Αμπέλου δεν επρόκειτο να γίνει ποτέ, διότι εκείνη την ημέρα η Ιωάννα εγκατέλειψε το σπίτι της.