Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Αλεξάνδρου Άρης (αναφορές). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Αλεξάνδρου Άρης (αναφορές). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 12 Μαΐου 2025

Αργυρώ Κραββαρίτη - Άρης Αλεξάνδρου: Ανήκω στο ανύπαρκτο κόμμα των ποιητών

Σαν σήμερα 2 Ιούλη 1978 έφυγε από τη ζωή ο συγγραφέας, ποιητής και μεταφραστής Άρης Αλεξάνδρου

Ο συγγραφέας του «Κιβώτιου»

     Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ο συγγραφέας του ενός βιβλίου, ο Αρης Αλεξάνδρου, παρότι με το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο έχει υπογράψει συλλογές ποιημάτων, σενάρια, παραμύθια και τις εμβληματικές μεταφράσεις των Ρώσων κλασικών. Γιος του Βασίλη Βασιλειάδη, Ελληνα από την Τραπεζούντα και της Πολίνας Αντοβνα Βίλγκελμσον, Ρωσίδας εσθονικής καταγωγής, ο Αριστοτέλης Βασιλειάδης, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Άρη Αλεξάνδρου, γεννήθηκε στο Λένινγκραντ το 1922. Ήρθε με τους γονείς του στην Ελλάδα το 1928 και εγκαταστάθηκαν στην αρχή στη Θεσσαλονίκη και αργότερα στην Αθήνα. Τελείωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στο Βαρβάκειο το 1940 και έδωσε εξετάσεις στο Πολυτεχνείο, όπως επιθυμούσε ο πατέρας του. Τελικά πέρασε στην ΑΣΟΕΕ, αλλά το 1942 την εγκατέλειψε αποφασίζοντας να στραφεί στη μετάφραση. Ξεκίνησε να δουλεύει ως μεταφραστής στον εκδοτικό οίκο Γκοβόστη το 1943. Ασχολήθηκε με την μετάφραση έργων κλασικών και νεότερων Ρώσων συγγραφέων (μετέφρασε Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Τσέχωφ, Αχμάτοβα κ.α.) αλλά και έργων Γάλλων, Αμερικανών και Άγγλων συγγραφέων.

     Από την εποχή της μεταξικής δικτατορίας, ο Αλεξάνδρου μαζί με μερικούς φίλους του (Ανδρέα Φραγκιά, Γεράσιμο Σταύρου κ.ά.), είχε δημιουργήσει μια ομάδα μαρξιστικού προσανατολισμού, η οποία συνέχισε τη δράση της μέχρι τα πρώτα χρόνια της Κατοχής. Το 1941, η ομάδα αυτή προσχώρησε σε μια κομμουνιστική οργάνωση από μέλη της πρώην ΟΚΝΕ, από την οποία όμως ο Αλεξάνδρου αποχώρησε ένα χρόνο αργότερα. Ήταν η πρώτη και τελευταία οργανωμένη του συμμετοχή στην Αριστερά, από την οποία ουδέποτε απομακρύνθηκε. Το 1944 συλλαμβάνεται από τους Αγγλους και οδηγείται στο στρατόπεδο Ελ Ντάμπα, μέχρι τον Απρίλιο του ’45. Δεύτερη σύλληψη το 1948, και εξορία στα στρατόπεδα Μούδρου, Μακρονήσου, Αη Στράτη. Από τις φυλακές βγαίνει τελικά τον Αύγουστο του 1958 και τον επόμενο χρόνο παντρεύεται την Καίτη Δρόσου για να εγκατασταθούν στο σπίτι της, στην οδό Σπετσών 45.

      Η πρώτη ποιητική συλλογή του Άρη Αλεξάνδρου «Ακόμη τούτη η άνοιξη» εκδόθηκε το 1946. Ακολούθησε η «Άγονος Γραμμή» (1952) και η «Ευθύτης Οδών» (1959). Στην ποίηση του Αλεξάνδρου υπάρχει έντονη η πικρία από τη διάψευση των ελπίδων, πικρία που χαρακτηρίζει την πλειοψηφία των ποιητών που έζησαν τον εμφύλιο. Συγχρόνως, χαρακτηρίζεται από έντονη ειρωνεία που σε ορισμένα σημεία φτάνει στο σαρκασμό, ως προς όλα τα γνωστά κοινωνικά συστήματα. Ο ποιητικός του λόγος ανεξάρτητος, καυστικός, ενίοτε ειρωνικός. Ωστόσο, διατηρεί μια ευγένεια, αντικειμενικότητα και κάποτε εκφέρεται με ένα συγκινητικό λυρισμό.

    Ξεφυλλίζοντας τη συγκεντρωτική έκδοση του ποιητικού έργου του Άρη Αλεξάνδρου με το τίτλο «Ποιήματα 1941-1974», διαπιστώνει εύκολα κανείς την αξιοπρέπεια στην ιδεολογική πορεία του συγγραφέα. Ξεκίνησε με το στρατευμένο λόγο του υπέρ του κομμουνισμού για να καταλήξει στην άρνησή του κόμματος, απογοητευμένος από τους χειρισμούς των υπευθύνων ηγετών.

Το 1966 αρχίζει να γράφει το «Κιβώτιο», το οποίο ολοκληρώνεται το 1972 στο Παρίσι.

    Ο μύθος του «Κιβωτίου» είναι συνοπτικά ο εξής: Μια 40μελής ομάδα «εθελοντών» και επίλεκτων κομμουνιστών αναλαμβάνει την ύψιστη αποστολή να μεταφέρει ένα κιβώτιο από την πόλη Ν στην πόλη Κ. Κανείς δεν έχει ιδέα για το περιεχόμενο του κιβωτίου ούτε για τον τελικό στόχο των κινήσεών τους: το αρχηγείο αρκείται να τους υποδεικνύει κάθε μέρα το δρομολόγιο της επομένης. Ωστόσο, έχει γνωστοποιηθεί σε όλους ότι η «επιχείρηση–κιβώτιο» είναι τόσο σημαντική ώστε ενδεχομένως να κρίνεται από αυτήν η έκβαση του πολέμου. Εξ ου και οι αυστηρές προδιαγραφές της πορείας: καμιά καθυστέρηση δεν θα γίνεται ανεκτή και κάθε τραυματίας ή απλώς βραδυπορών θα «κυανίζεται» (δηλαδή θα εκτελείται). Αυτή η επιχείρηση-εκατόμβη θα διαρκέσει δύο μήνες (μέσα Ιουλίου-μέσα Σεπτεμβρίου 1949). Ο μοναδικός επιζών -και αφηγητής- ολοκληρώνει την πορεία, παραδίδει το κιβώτιο στους αρμοδίους, εκείνοι το ανοίγουν και διαπιστώνεται ότι είναι άδειο! Ο αφηγητής συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Επιχειρεί με συνεχείς καταθέσεις του προς τις ανακριτικές Αρχές να εξηγήσει -και να ερμηνεύσει- το νόημα της παράδοξης αποστολής τους. Αυτός είναι πολύ συνοπτικά ο μύθος, η ιστορία του αντιμυθιστορήματος που τιτλοφορείται «Το Κιβώτιο».

    Με τη δικτατορία φεύγουν και οι δύο για το Παρίσι, από τον φόβο μιας νέας σύλληψης. Εκεί αναγκάστηκε να κάνει (και ο ίδιος και η Καίτη Δρόσου) πολλές χειρωνακτικές δουλειές. «Παιδί για θελήματα σε μεγάλο κατάστημα. Καθαριστής πεζοδρομίων. Συσκευαστής (έκανε πακέτα). Νυχτοφύλακας. Χαρτονοκόπτης, χειριστής καρτελών ηλεκτρονικού υπολογιστή. Τροφοδότης σε μηχάνημα όφσετ. Κουβαλητής βιβλίων στο Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών. Συντάκτης του λεξικού Robert. Στο Ταμείο Ανεργίας. Αναγνώστης ρωσικών χειρογράφων, επιφορτισμένος με σχετική έκθεση για τον εκδοτικό οίκο Albin Michel», όπως έγραφε ο Κώστας Σταματίου το 1978. Πέθανε στη γαλλική πρωτεύουσα στις 2 Ιουλίου 1978 από καρδιακή προσβολή και μόλις πρόφτασε να δει τη μετάφραση του «Κιβώτιου» στα γαλλικά από τις εκδόσεις Gallimard.

   Παραθέτουμε εδώ απόσπασμα άρθρου-συνέντευξης της Καίτης Δρόσου στο Βασίλη Καλαμαρά που δημοσιεύτηκε στην εφημερία Ελευθεροτυπία στις 19 Μάη 2003:

«Έγραφε το “Κιβώτιο” με ματωμένα χέρια

Το ανέβασμα της «Αντιγόνης» στο ΚΘΒΕ και μια γαλλική επανέκδοση του «Κιβωτίου» («La Caisse» από τις εκδόσεις Le Passeur, σε μετάφραση της Κολέτ Λιστ) είναι τα δύο γεγονότα γύρω από τα οποία στράφηκε η ζωή της Καίτης Δρόσου τους τελευταίους μήνες.

Η γαλλική έκδοση τη χαροποιεί ιδιαίτερα. Δυο εξαιρετικά εισαγωγικά κείμενα από τον Ζιλ Ορτλίμπ (τον μεταφραστή του Βιζυηνού) και τη Λίζυ Τσιριμώκου («Το θρόισμα της Ιστορίας») βοηθούν τον Γάλλο αναγνώστη να συνειδητοποιήσει τη λογοτεχνική αξία του κειμένου που έχει στα χέρια του, αλλά και να γνωρίσει την ιδιαιτερότητα της ζωής και της προσωπικότητας του Έλληνα συγγραφέα, «συγγραφέα του ενός βιβλίου, αλλά τι βιβλίου!», όπως γράφει και ο Ορτλίμπ.

«Θυμάμαι ότι έγραφε και τα χέρια του ήταν ματωμένα. Έγραφε τα βράδια μετά τη δουλειά. Στο τελευταίο κεφάλαιο είχε πυρετό».

Η Καίτη Δρόσου γυρνάει πίσω στα δύσκολα χρόνια του Παρισιού, τότε που ολοκληρώθηκε το «Κιβώτιο». Μιλάει με ψυχραιμία και ειλικρίνεια, που με φέρνει σε αμηχανία. Η ίδια έκανε την καθαρίστρια και ο Αλεξάνδρου το «garcon». Ένα είδος ανθρώπου για όλες τις βαριές δουλειές. Παραπονέθηκε ποτέ; «Ποτέ. Αυτό είναι σλάβικο. Οι Ρώσοι πεθαίνουν χωρίς να βγάλουν λέξη. Μιλιά».

Έφυγαν από την Αθήνα λίγο μετά τη χούντα. Ο άνθρωπος που είχε γνωρίσει, όπως γράφει και η Λίζυ Τσιριμώκου, «την αμείλικτη καταδίωξη από το κράτος της Δεξιάς, το ανάθεμα και την κατασυκοφάντηση από την επίσημη Αριστερά», ζει στο Παρίσι μέσα στην πιο απόλυτη μοναξιά.

Μα το Παρίσι ήταν τότε γεμάτο Έλληνες πολιτικούς εξόριστους. «Δεν θυμάμαι να ήρθε κανείς να μας βρει. Έτσι όπως ζούσαμε με τον Άρη έπρεπε ο άλλος να ‘ρθει. Μας είχε μείνει από τα χρόνια του διωγμού, που ήταν, άλλωστε, όλη μας η ζωή. Εάν είχες κάνει εξορία και έβλεπες ανθρώπους στο δρόμο, έπρεπε αυτοί να σου μιλήσουν πρώτοι. Γιατί δεν ήξερες αν σε ακολουθεί χαφιές. Έπειτα, όλοι οι Έλληνες του Παρισιού έκαναν πολιτική. Έπρεπε να δώσουμε γη και ύδωρ στον Κολιγιάννη. Δεν θέλαμε, είχαμε πάρει αποστάσεις από το κόμμα. Να κάνουμε τι; Να κατεβαίνουμε τα μπουλβάρ με τις ελληνικές σημαίες; Τον Γάλλο, άλλωστε, δεν τον εκπλήσσεις με τίποτα».

– Δεν τον πόναγε τον Άρη Αλεξάνδρου η χούντα;

«Αφάνταστα. Μα με τι άλλο πέρα από την πολιτική ασχολήθηκε ο Άρης σε όλη του τη ζωή; Όλο του το έργο είναι πολιτικό. Αλλά από ένα σημείο και ύστερα δεν ξαναδιάβασε ούτε εφημερίδα. Ούτε στη Γαλλία. Εγώ έπαιρνα τη “Μοντ”. Ούτε που την κοίταγε. “Εγώ αυτό που θέλω θα το δω ξαφνικά μπροστά μου πρωτοσέλιδο. ΕΠΕΣΕ Η ΧΟΥΝΤΑ”, μου έλεγε. Στην Ελλάδα ούτε για καλοκαίρι δεν ξανάρθαμε. Όταν έπεσε η χούντα ήρθαμε το 1976 και κάναμε διακοπές με τον Ρίτσο στη Σάμο και μετά ξαναφύγαμε».

Ο Άρης Αλεξάνδρου πέθανε στο Παρίσι τον Ιούλιο του 1978 στα 56 του χρόνια. Το «Κιβώτιο» είχε κυκλοφορήσει στην Ελλάδα από τον «Κέδρο» το 1975, αμέσως μετά την πτώση της χούντας. Στη Γαλλία είχε κυκλοφορήσει λίγο πριν από το θάνατό του.

«Λίγες μέρες πριν πεθάνει το είχε δει στη βιτρίνα του Γκαλιμάρ και του είχαν στείλει και λίγα αντίτυπα», θυμάται η Καίτη Δρόσου. «Η πρώτη γαλλική κριτική δημοσιεύτηκε τη μέρα της κηδείας του. Ο Άρης έφυγε χωρίς να καταλάβει τίποτα από την απήχηση που θα είχε το “Κιβώτιο”. Αλλά και για την τύχη του στην Ελλάδα δεν είχε καλύτερη γνώμη. Μέχρι να μας πει η κυρία Κρανάκη ότι έχει κάνει αίσθηση, ο Άρης νόμιζε ότι είχε πάει πάτο».

Είχε αρχίσει να το γράφει στην Ελλάδα, το 1966. Όταν ο Άρης Αλεξάνδρου και η Καίτη Δρόσου έφυγαν για το Παρίσι δεν πήραν μαζί τους τα πρώτα χειρόγραφα. Όταν το ξανάπιασε μετά από περίπου τέσσερα χρόνια ο Γιάννης Ρίτσος εξεπλάγη που μπόρεσε να ξαναβρεί το ίδιο στιλ, τον ίδιο τόνο.

   Ένα γράμμα του Ρίτσου με ημερομηνία αποστολής 19 Οκτωβρίου 1972, Σάμος, κλείνει την καινούργια γαλλική έκδοση του «Κιβωτίου».

Μεταφράζω από τα γαλλικά.

«(…) Σχετικά τώρα με το “Κιβώτιο”, α, αγαπητέ μου Άρη, τι εξαιρετικό μυθιστόρημα. Όσο πιο πολύ προχωράει τόσο περισσότερο απελευθερώνεται από “ορισμένες δυστυχείς ιστορικές εμπειρίες” και εισέρχεται στο παγκόσμιο πεδίο του καθολικού ανικανοποίητου όλων για όλα, σ’ αυτό το βαθύ και για πάντα ανεξερεύνητο πεδίο της “αποτυχίας ζωής και δημιουργίας”…».

Το «Κιβώτιο», αυτό το «αντι-έπος της δογματικής αριστεράς, αποστασιοποιημένο από τα ανδραγαθήματα, τα ηχηρά συνθήματα, τους γενναίους αγωνιστές με τα λάβαρα και τα φυσεκλίκια», όπως γράφει η Λίζυ Τσιριμώκου, ανήκει σήμερα στις πρώτες πρώτες θέσεις του κανόνα της ελληνικής λογοτεχνίας. Και, το σημαντικότερο ίσως, έρχεται συνέχεια σε επαφή με νέους αναγνώστες. Η Καίτη Δρόσου θυμάται τη Νανά Καλιανέση του «Κέδρου» να της λέει:

«Ξέρεις ότι έχω δύο μεγάλες επιτυχίες, τον Βάρναλη και τον Ρίτσο. Αλλά βιβλίο που να πουλάει κάθε μέρα, κάθε μέρα σαν το “Κιβώτιο”, δεν έχω».

(…)

http://www.antifonies.gr/


Πηγή: https://sylviakravvariti.blogspot.com/2017/07/blog-post_2.html


Δύο κριτικοί για την απομόνωση του ΄Αρη Αλεξάνδρου

Γιώργος Αράγης: 

Ἠ δεξιά, καθώς εἶναι γνωστό, ἔστειλε τόν Ἄρη Ἀλεξάνδρου ἐξορία. Ἡ ἀριστερά τόν ἔβαλε στήν ἀπομόνωση, κανείς νά μήν τόν πλησιάζει, νά μήν τοῦ μιλάει, νά μήν τοῦ δίνει τσιγάρο κ.λπ. Γιατί αὐτοί οἱ σύντροφοι του στήν ἐξορία ἔπρεπε νά τοῦ φέρνονται ἔτσι; Διότι κατά τήν ἡγεσία δέν ῆταν πειθαρχικός, ἤ, ἀλλιῶς, διότι ὁ Ἄρης εἶχε προσωπική ἄποψη καί δέν ἦταν φερέφωνο. Πολλά χρόνια ἀργότερα στό βιβλίο τοῦ Δ. Ραυτόπουλου, «Ἄρης Ἀλεξάνδριυ, ὁ Ἐξόριστος», διαβάζουμε τά ἀκόλουθα:

Δημήτρης Ραυτόπουλος:


«...Ἡ Ναντέζντα Μάντελσταμ, γυναίκα τοῦ ποιητῆ Ὀσίπ Μάντελσταμ πού πέθανε ἀργότερα σέ στρατόπεδο τοῦ Γκουλάγκ, διαλύει τόν μύθο τῆς δεκαετίας τοῦ ᾿20, πού ἦταν τάχα ‘ἡ αὐγή μιᾶς νέας ἐποχῆς’ καί μιλάει μέ θάρρος γιά τήν εὐθύνη, γιά τή συνενοχή τῶν διανοουμένων: Στίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ ᾿20 εἴχαμε ἀκόμα τήν αὐταπάτη πώς μπορούσαμε νά βελτιώσουμε τά ἤθη, ἤ, ὅπως λέγαμε χαριτολογώντας, νά δώσουμε στούς μπολσεβίκους μιά καλή συμβουλή γιά νά σταματήσουνε τίς βαναυσότητες. Στό δεύτερο μισό τῆς δεκαετίας ἡ ζωή φάνηκε νά σταθεροποιεῖται: τά τρόφιμα καί τά ροῦχα ἐμφανίσθηκαν πάλι στά μαγαζιά, οἱ ἄνθρωποι ἄρχισαν νά ξανεπαίρνουν βάρος, οἱ μαῦροι κύκλοι κάτω ἀπό τά μάτια χάθηκαν, τά τραῖνα καί τά τράμ κινήθηκαν πάλι. Ὅλοι ἔνιωθαν τήν ἀνάγκη νά ζήσουν ἥσυχα, γι᾿ αὐτό τό λόγο ὅλοι ἔπαθαν ἀνίατοι τύφλωση, πράγμα πού συνοδεύεται πάντα ἀπό ἠθική σκλήρυνση [...] Καί ὅμως οἱ ἴδιοι αὐτοί ἄνθρωποι τῆς δεκαετίας τοῦ ᾿20 ἦταν ἐκείνοι πού κατέστρεψαν τίς παλιές ἀξίες καί ἐφεῦραν διατυπώσεις πού ἔχουν γίνει πιά ψωμοτύρι: ‘τό νέο Κράτος’... ‘μοναδική ἐμπειρία’... ‘δέν γίνεται ὀμελέτα χωρίς νά σπάσεις αὐγά᾿... Δικαιολογοῦσαν κάθε ἐκτέλεση μέ τό ἐπιχείρημα ὅτι χτιζόταν ἕνας κόσμος ὅπου ἡ βία θά εἶχε ἐκλείψει καί καμία θυσία δέν ἦταν ἀρκετά μεγάλη προκειμένου νά οἰκοδομηθεῖ ἡ ‘καινούργια κοινωνία’, πού δέν εἶχε τό ὅμοιό της στό παρελθόν. Κανένας δέν εἶχε προσέξει ὅτι ὁ σκοπός εἶχε ἀρχίσει νά ἁγιάζει τά μέσα καί στή συνέχεια, ὅπως γίνετα πάντα, ὁ σκοπός σιγά σιγά ἐξαφανίστηκε.(11: Nadejda Mandelstam, Contre toute espoir.)» Δημήτρης Ραυτόπουλος, «Ἄρης Ἀλεξάνδρου, ὁ ἐξόριστος», Ἐκδόσεις Σοκόλη, Ἀθήνα 1996, σ. 60.

«Κάπως ἀμήχανα εἶδαν οἱ ὁμότεχνοί του, συνομήλικοι καί νεότεροι αὐτή τή μοναξιά, τόν ἀποκλεισμό.Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι στή συζήτηση πού ὀργάνωσε ἡ 'Αὐγή' (10/9/1978) λίγο μετά, ανάμεσα σέ τρεῖς ἀξιόλογους ἀνθρώπους τῶν γραμμάτων - Α.Φραγκιᾶς, Α. Ἀργυρίου, Δ. Μαρωνίτης- δέν ἀκούστηκε , ἤ τουλάχιστον δέν τυπώθηκε, οὔτε ἡ λέξη 'ἀπομόνωση', δέν ἔγινε καμιά ἀναφορά σ᾿ αὐτό τό στοιχεῖο τῆς ζωῆς του, πού δέν εἶναι ἐντούτοις μόνο βιογραφικά ἐνδιαφέρον ἀλλά καί συστατικό σπουδαῖο τῆς γραφῆς του. Καί τό ἀνέκδοτο πού θυμήθηκε ὁ Α. Φραγκιᾶς ἦταν σάν χαρακτηριστικό μιᾶς προσωπικότητας μᾶλλον παρά ἑνός ἀνελέητα ἀπομονωμένου ἀπό τούς συντρόφους του ἀνθρώπου.» Δημήτρης Ραυτόπουλος, «Ἄρης Ἀλεξάνδρου, ὁ ἐξόριστος», Σοκόλης, Ἀθήνα 1996, σ. 190.


Ὁ Α. Ἀλεξάνδρου δέν δεχόταν συμβιβασμούς πάνω στήν ἄσκηση τῆς ποίησης. Καί δέν δεχόταν νά ἀνήκουν οἱ ποιητές σέ δόγματα καί παρατάξεις. «Ἡ ἱστορία λέει ἐπικαλούμενος τόν Καμύ, εἶναι συνεχής πάλη ἀνάμεσα στούς ποιητές καί στούς χωροφύλακες...»
   Συνεπῶς: «Πῶς εἶναι δυνατόν λοιπόν οἱ ποιητές νά δέχονται βραβεῖα ἀπό τούς χωροφύλακες (τό Κράτος). Σέ συνέντευξή του στόν Ρένο Ἀποστολίδη γιά τίς Εἰκόνες  (περιοδικό), ὁ Ἄρης καταδίκαζε τόν θεσμό τῶν κρατικῶν βραβείων καί ὅλα  ἀνεξερέτως τά βραβεῖα λογοτεχνίας. (Ἐκτός ἀπό τά Κρατικά, στίς δεκαετίες ᾿50 καί ᾿60 ἔκαναν θραύση καί τρία βραβεῖα τῆς ὁμάδας τῶν «Δώδεκα»: Ὁ ποιητής εἶναι πάντοτε μέ τό μέρος τῆς Ἀντιγόνης καί ποτέ μέ τό μέρος τοῦ Κρέοντα, ἐξηγοῦσε. Οἱ κυβερνήσεις καί οἱ ἡγεσίες τῶν κομμάτων καθοδηγοῦνται πάντα ἀπό τή σκοπιμότητα. Ὁ ποιητής βλέπει μακρύτερα ἀπό τή σκοπιμότητα τῆς πολιτικῆς [...] Ὁ ποιητής εἶναι τό ἀντίθετο τοῦ πολιτικοῦ, διότι ἀρνεῖται νά ὑποταχθεῖ στή σκοπιμότητα τῆς πολιτικῆς. Σχετικά μέ τή σκοπιμότητα αὐτή,  θύμιζε πὠς ὅταν ἡ ἐπιτροπή εἶναι «μικτή» τό βραβεῖο μοιράζεται στά δύο (Ρίτσος-Δικταῖος, Καραντώνης-Λειβαδίτης).

Δημήτρης Ραυτόπουλος, «Ἄρης Ἀλεξάνδρου, ὁ ἐξόριστος», Σοκόλης, Ἀθήνα 1996, σ. 227.


Αντλήθηκαν απ' το προφίλ του Γιώργου Αράγη

Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2023

«Παράλληλος λόγος για το Κιβώτιο. Δημήτρης Ραυτόπουλος – Άρης Αλεξάνδρου»

Ανήκω στο ανύπαρκτο κόμμα των ποιητών. Σαν ανύπαρκτο που είναι, δεν χορηγεί ούτε κομματικές, ούτε λογοτεχνικές ταυτότητες (όπως γίνεται στις λεγόμενες σοσιαλιστικές χώρες, όπου οι απόφοιτοι των λογοτεχνικών – διάβαζε κομματικών – ινστιτούτων, εφοδιάζονται με μια ταυτότητα, που φέρει την ένδειξη: Επάγγελμα: Λογοτέχνης και αποκτούνε έτσι το δικαίωμα να δημοσιεύουν τα έργα τους – όσο δεν παρεκκλίνουν βεβαίως από την εκάστοτε γραμμή του κόμματος. Θεωρώ περιττό να προσθέσω ότι και στον δήθεν ελεύθερο κόσμο, οι δήθεν δημοκρατικές κυβερνήσεις χορηγούν έμμεσα παρόμοιες «ταυτότητες» (τι άλλο είναι τα βραβεία, οι αγορές βιβλίων, οι άλλες ηθικές και υλικές ενισχύσεις;).  Εγώ δεν είμαι μέλος καμμιάς Εταιρείας Λογοτεχνών και δεν πρόκειται,  λόγου χάρη, να ζητήσω σύνταξη. Αν έτυχε να γράψω κάτι, αυτό είναι μια προσωπική μου υπόθεση και κανείς δε μου χρωστάει απολύτως τίποτα. Τη λογοτεχνική μου ταυτότητα εμένα μου τη χορήγησε τον Αύγουστο του 1972 η Γενικής Ααφάλεια, απαγορεύοντας το βιβλίο μου «Ποιήματα 1941 – 1971». [σ. 182]

 «Παράλληλος λόγος για το Κιβώτιο. Δημήτρης Ραυτόπουλος – Άρης Αλεξάνδρου», περ. Ηριδανός, τχ. 1 (Αύγ.-Σεπτ. 1975).

.......................................................................................................................................................................

Από μια συνέντευξη στο Δημήτρη Ραυτόπουλο («Ηριδανός , τεύχος 1, Αύγουστος – Σεπτέμβρης 1975

ΕΡΩΤΗΣΗ: Σε ποιο κόμμα ανήκεις

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Δεν ανήκω σε κανένα κόμμα και σε καμιά πολιτική οργάνωση. Δεν είμαι μέλος καμιάς εκκλησίας. Δεν είμαι  οπαδός καμιάς θρησκείας. Όπως το ΄χω ξαναπεί, Δεσμώτης τήδε ίσταμαι τοις ένδον ρήμασι πειθόμενος. Έχοντας ΄περάσει από τα ξερονήσια και τις φυλακές , νιώθω πως είμαι συγκρατούμενος όχι μόνο με όσους υποφέρουν στα φασιστικά στρατόπεδα μα και σε όσους βασανίζονται στο Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ. Νιώθω αλληλέγγυος  και συνυπεύθυνος με όσους αγωνίστηκαν, αγωνίζονται και θα αγωνιστούν εναντίον όλων των τυράννων , εστεμμένων και τραγιασκοφόρων, εναντίον όλων των δεσποτών, γαλονάδων και ρασοφόρων.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Σε ποια λογοτεχνική σχολή ανήκεις;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Σε καμία. Πιστεύω ότι οι σχολές είναι άλλη μια δέσμευση. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα, επίβάλλονται και με διατάγματα, όπως έχει επίβληθεί στη δήθεν σοβιετική Ρωσία , ο δήθεν σοσιαλιστικός ρεαλισμός.. Φυσικά  έχω τις προτιμήσεις μου και δεν θα έγραφα όπως γράφω αν δεν είχαν προηγηθεί συγγραφείς σαν τον Ντοστογιέφσκι, τον Τζόυς και τον Κάφκα (για να μην αναφέρω παρά μόνο τους σπουδαιότερους)

(…)

ΕΡΩΤΗΣΗ: Τι γνώμη έχεις για την Ελλάδα;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ποια Ελλάδα; Ελλάδα δεν υπάρχει. Είμαστε αποικία της δήθεν ελεύθερης Αμερικής. (Να μου βγει το μάτι αν θέλω να γίνουμε αποικία της δήθεν σοβιετικής Ρωσίας, πράγμα που θα συμβεί αν επικρατήσει το κουκουέξ ή το κουκουές)

ΕΡΩΤΗΣΗ:Πως μπορουμε να πάψουμε να είμαστε αποικία;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Αγωνιζόμενοι εναντίον των αμερικανων αποικιοκρατών και            τ α υ τ ό χ ρ ο ν α   εναντίον των ρώσων ιμπεριαλιστών (και εναντιον των κινέζων βέβαια κι ας είναι μακριά).Δύσκολος αγώνας  , για να μην πω ακατόρθωτος Πάντως ο μόνος σωστός, ο μόνος δίκαιος αγώνας. Σύνθημα: Δώστε τις αμερικανοκίνητες, τις σοβιετοκίνητες, τις κινεζοκίνητες, τις κομματικοκίνητες χούντες στο λαό.