Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Γρυπάρης Ιωάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Γρυπάρης Ιωάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024

Ιωάννης Γρυπάρης - [άτιτλο]



Μεσουρανίς η ολόφεγγη η Σελήνη

λαμποκοπά κι αστράφτει πέρα ως πέρα∙

το φως της, μες στον έρημον αιθέρα,

της νύχτας όλα τ’ άλλα φώτα σβήνει.


Μα εκεί βαθιά που ροδοφέγγει η μέρα,

όταν μικρή ζωή στη νύχτα μείνει,

έν’ άστρο λίγο, μα δικό του, χύνει

φως τρέμιο από την άγνωστή του σφαίρα.


Κι είπα: τέτιο καλό μακριά από μένα,

αφού κοντά σε μεγαλεία ξένα

ό,τι σιμώνει το δικό του χάνει.


Καλλίτερα μακριά και μοναχός μου

σε μια άγνωστη κρυφή γωνιά του κόσμου,

λίγο, μα και δικό μου φως, με φτάνει!


Τρίτη 5 Δεκεμβρίου 2023

Ιωάννης Γρυπάρης - Το ωραίο νησί


Το ωραίο νησί, που ο πόθος του μ’ ανάβει
φαντάζομαι πως φεύγει κι’ αρμενίζει’
σαν πλώρες στον αφρό σκιρτούνε οι κάβοι
στων δέντρων τους ιστούς ο αγέρας τρίζει.
Το δρόμο που ξεκίνησε δεν παύει,
κι αν ούτε πάει εμπρός ούτε ποδίζει,
μα πάντα σαν ορθόπλωρο καράβι
δίχως εμέ του Αιγαίου το κύμα σχίζει
Δίχως εμέ! Και μέσα τη χαρά μου
σα νύφη από τα στέφανα του γάμου
πήρε το πλοίο και πάει και δε γυρνά,
ενώ απ’ το βράχο, που έρημο και μόνο
μ’ έριξε η μοίρα, βλέπω να περνά
και μ’ άκρη απελπισιά τα χέρια απλώνω.

Σκαραβαίοι και Τερρακόττες, 1919

Σάββατο 26 Αυγούστου 2023

Ιωάννης Γρυπάρης -- Ιντερμέδια 1922


Κλιτή, θλιφτὴ στοῦ καραβιοῦ τὴν πλώρα

ἡ Γοργόνα ἀναμετρᾷ

τῆς ἄβυσσος τὰ μάκρη: — Ποῦθε ἡ μπόρα

θὰ ξεσπάσῃ, ποὺ ἡ καρδιά μου λαχταρᾷ;

Δευτέρα 8 Αυγούστου 2022

Ιωάννης Γρυπάρης - Το ωραίο νησί



Το ωραίο νησί που ο πόθος του μ’ ανάβει,
φαντάζομαι πως φεύγει κι αρμενίζει.
Σα πλώρες τον αφρό σκορπούν οι κάβοι.
Στων δέντρων τους ιστούς, αγέρας τρίζει.

Το δρόμο που ξεκίνησε δε παύει
κι αν ούτε πάει μπρος ούτε ποδίζει,
μα πάντα σαν ορθόπλωρο καράβι
δίχως εμέ, τού Αιγαίου το κύμα σκίζει.

Δίχως εμέ! Και μέσα στη χαρά μου
σα νύφη απ’ τα στέφανα του γάμου
πήρε το πλοίο και πάει και δε γυρνά,

ενώ απ’ το βράχο, που έρημο και μόνο
μ’ έρριξ’ η μοίρα, βλέπω να περνά
και μ’ άκρα `πελπισιά τα χέρια απλώνω.

Σκαραβαίοι καὶ τερακότες

Παρασκευή 8 Απριλίου 2022

Ιωάννης Γρυπάρης-Γιατί η χαρά


Γιατὶ ἡ χαρά, ἡ λίγη μας χαρὰ
σὲ λύπη θὰ μᾶς βγάλη·
σὰν σύγνεφον ἡ θλίψη μᾶς ἐσκέπασε
καὶ γέρνομε στὴ θλίψη τὸ κεφάλι.
Λυώνω, ἀδερφή, κι ἀπόκρυφη
σὲ σώνει ψυχοπόνια·
φεύγουν οἱ μαῦροι γερανοὶ καὶ παίρνουνε
στὰ μαῦρα τους φτερὰ τὰ χελιδόνια.
Γιατί ἡ χαρά, ἡ λίγη μας χαρὰ
σὲ λύπη νὰ μᾶς βγάλη;
ἐξεχειμωνιαστήκαμε
σὲ ξένους τόπους, ξένους πάλι.
ΙΩΑΝΝΗΣ Ν. ΓΡΥΠΑΡΗΣ

Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2022

Ιωάννης Γρυπάρης-Στερνό ταξίδι


Σκεβρό καράβι, πως στριγγά τριζοβολούν οι αρμοί σου,
ώρα την ώραν οι γοφοί θα ξεκλειδώσουν λες,
μα συ ταξίδια μελετάς στους δρόμους της αβύσσου,
ενώ οι παλιές το σώμα σου καταδρομούν πληγές.

Στηλά τα μάτια στ' άνοιγμα του λιμανιού η γοργόνα
κρατά, ψυχή ακατάλυτη μες στο φθαρτό κορμί,
στα πελαγοδρομίσματα και στον αιώνιο αγώνα
τη μαθημένη νιώθοντας να τη φτερώνει ορμή.

Ω! Αλήθεια! αντί αναγέλασμα της άστεργής σου μοίρας
να ρεύεις, σκέλεθρο αχαμνό, στην άκρια ενός γιαλού,
κι αν του πέλαου να σε πιει γραφτό ο καταποτήρας,
πάρε έν επίδρομο στερνό για κάπου πάντ' αλλού.


Πηγή: Ι. Ν. Γρυπάρης, Σκαραβαίοι και Τερρακόττες, Επιμ: Ηλίας Λάγιος, Αθήνα: Ίνδικτος 2002 (Πρώτη Έκδοση 1919).

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2021

Ιωάννης Γρυπάρης- Γιατί η χαρά, η λίγη μας χαρά…


Γιατί η χαρά, η λίγη μας χαρά
σε λύπη θα μας βγάλη·
σαν σύγνεφον η θλίψη μάς εσκέπασε
και γέρνομε στη θλίψη το κεφάλι.

Λιώνω, αδελφή, κι απόκρυφη
σε σώνει ψυχοπόνια·
φεύγουν οι μαύροι γερανοί και παίρνουνε
στα μαύρα τους φτερά τα χελιδόνια.

Γιατί η χαρά, η λίγη μας χαρά
σε λύπη να μας βγάλη;
εξεχειμωνιαστήκαμε
σε ξένους τόπους, ξένους πάλι.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΡΥΠΑΡΗΣ (1870-1942)
Από την προσωπική ανθολογία του ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ Η Χαμηλή Φωνή (εκδ. Νεφέλη, 1990).

Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2021

Ιωάννης Γρυπάρης-Τρελή χαρά


Με γυμνό πόδι στα πλούσια τα λουλούδια,
με ξέπλεγα στις αύρες τα μαλλιά της,
πετά η τρελή Χαρά με τα τραγούδια,
παιδούλα δροσερή σα μοσχομπάτης.

Σαν πεταλούδα βελουδένια χνούδια
τινάζει απ' τα πολύχρωμα φτερά της
και στα τετράξανθά της τα πλεξούδια
κάτι αντιφέγγει σα μεσημεριάτης.

Και τη χαρά της δεν κρατάει στα στήθια,
μα εκεί που τρελά κράζει: τι μου λείπει;
νά σου πετιέται από τα κουφολίθια

η γριά η Ηχώ και της φωνάζει: η λύπη!
είμαι γριά και ξέρω~ μόνον αν πάθης,
μπορείς και τί' ναι η χαρά να μάθης.

Σκαραβαίοι και τερακότες

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2020

Ιωάννης Γρυπάρης-Μάθε τον πόνο


Μάθε τὸν πόνο τὸ γερὸ
βουβὸς στὰ δόντια σου ν᾿ ἀλέθεις.
Χύνε τῆς λήθης τὸ νερὸ
μὲς στὸ τρελὸ κρασὶ τῆς μέθης.

Θὰ πάει κι αὐτὸ μίαν ὀμορφιὰ
καὶ πρὶν νὰ γύρει ἀκόμα ὁ χρόνος,
ἔχει ὁ Θεός, τὰ ἑφτὰ καρφιὰ
θὲ νὰ μᾶς βάλει ὁ νέος πόνος.

Ὅριζε, μοῖρα τῶν μοιρῶ,
ἐσὺ ποὺ γνέθεις καὶ ξεγνέθεις,
Χύνε τῆς λήθης τὸ νερὸ
μὲς στὸ τρελὸ κρασὶ τῆς μέθης.


Ιωάννης Γρυπάρης (1870 - 1942)

Ιωάννης Γρυπάρης-O Όρθρος των Ψυχών

Τ’ αστέρια τρεμοσβήνουνε κι η νύχτα είναι λίγη·

με φως χλωμό και άρρωστο οι κάμποι αντιφεγγίζουν

κι ολόγυρά του, όπου στραφεί το μάτι σου, ξανοίγει

εδώ κορμιά, εκεί κορμιά στρωμένα να μαυρίζουν.


Φίλους κι εχθρούς ο θάνατος σ’ ένα τραπέζι σμίγει,

όπου τ’ αγρίμια ακάλεστα με πείνα τριγυρίζουν·

χαρά στον όπου γλύτωσε, χαρά στον πόχει φύγει,

μα όσους το βόλι εξέσχισε, κοράκια ξανασχίζουν.


Kι άξαφνα ορθός ο Σαλπιχτής πηδάει ο λαβωμένος,

στριγγή φωνή και σπαραχτήν η σάλπιγγά του βγάζει

που λες τον ίδιο της χαλκό ―κι όχι αυτιά― σπαράζει.


Mα δεν ξυπνάει στον ορθρινό κανένας πεθαμένος,

μόν’ τα κοράκια φεύγουνε κοπαδιαστά, σα νάναι

των σκοτωμένων οι ψυχές, που στα ουράνια πάνε.


(από το Nεοέλληνες Λυρικοί, Bασική Bιβλιοθήκη 29, «Aετός» A.E., 1954)


Μουσική και ερμηνεία : Υπόγεια Ρεύματα

Δίσκος: Παραλογές (1995)




T

Ιωάννης Γρυπάρης-Σαν Παραμύθι



Ιωάννης Γρυπάρης- Σαν παραμύθι (Στοιχεία για την αγορά χαλκού, Γιώργος Κοροπούλης, Τρίτο Πρόγραμμα)



Συ, που έχεις κάλλη για προικιά και χάρες γι’ αντιπροίκια

για να πατείς νανθίζουνε και τάδροσα χαλίκια,

μα που για με μονάχα

ήσκιο βαρύν εσκόρπισε Θανάτου η εμορφιά σου,

ακούσε κάτι που θα πω γερτός στα γόνατα σου,

σαν παραμύθι τάχα.


-Της λίμνης η Νεράιδα, ξωθιά μαρμαροστήθα,

πούχε της μαύρης κόλασης στα μαύρα μάτια σπίθα,

γυναικεία ρούχα εντύθη

περνά απ' το δάσος το υγρό, που τραγουδάει ο γκιώνης

και, σαν εσέ πεντάμορφη.. Αγάπη μου, θυμώνεις;

-το λέει το παραμύθι.


Ήρθε στην κρήνα του χωριού και κάθισε, κι αρχίζει

τα ολόσγουρά της να τραβάη μαλλιά και να ξεσκίζη τα κρινομάγουλά της

και κλαίει τον αρρεβώνα της, πως έπεσε κι' εχάθη

στου πηγαδιού τ' ανήλιαγα και στοιχειωμένα βάθη και τρέμει το γονιό της.

Περνούν διαβάτες γνωστικοί, τη βλέπουν και τραβούνε

κάπου με δυο γλυκόλογα της ζαχαρογελούνε

κι αποδώ πάνε κι άλλοι...

Περνά κι ο νιος τραγουδιστής, μοναχογυιός της χήρας

κοιλόρφανο χλωμό παιδί, πούχε προικιό της μοίρας μόνο καρδιά μεγάλη.

- «Λαμπάδα εμπρός στα κάλλη σου και τη ζωή μου ανάβω,

πάρε με πάντα κ' έχε με της ομορφιάς σου σκλάβο και δούλο της αγάπης,

τον αρρεβώνα πόχασες-κι ας είναι κι άλλον - βγάζω,

στα στοιχημένα τα νερά, αν είναι, δεν τρομάζω ή δράκος ή αράπης!»

Δεν το είπε, δεν ταπόσωσε τον δένει από τη μέση,

και στο πηγάδι το βαθύ... Πες μου, Κερά. σ' αρέσει ή ως εδώ να μείνω;

Βλέπω τον ύπνο μύνημα στα μάτια σου να στέλλη,

μην τονε διώχνης· πιότερο τι τάχα να σε μέλη για μένα ή για κείνο.


"Συμφωνίες χωρίς σκοπό"


Iωάννης Γρυπάρης - Δικό μου φως




Mεσουρανίς η ολόφεγγη η Σελήνη

λαμποκοπά κι αστράφτει πέρα ώς πέρα

το φως της μες στον έρημον αιθέρα

της νύχτας όλα τάλλα φώτα σβύνει.


Mα εκεί βαθιά που ροδοφέγγει η μέρα

όταν μικρή ζωή στη νύχτα μείνη,

έν' άστρο λίγο μα δικό του χύνει

φως τρέμιο από την άγνωστή του σφαίρα.


K' είπα: τέτοιο καλό μακριά 'πό μένα,

αφού κοντά σε μεγαλεία ξένα

ό,τι σιμώνει το δικό του χάνει,


Kαλύτερα μακριά και μοναχός μου!

σε μια άγνωστη κρυφή γωνιά του κόσμου

λίγο μα και δικό μου φως με φτάνει.


Ιωάννης Γρυπάρης (Σίφνος, 29 Ιουλίου 1870 – Αθήνα, 13 Μαρτίου 1942) 

(από το Σκαραβαίοι και τερρακόττες, I. N. Σιδέρης χ.χ.)

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2019

Ιωάννης Γρυπάρης-Εστιάδες



Bαθειά άκραχτα μεσάνυχτα, τρισκότεινοι ουρανοί
πάν' απ' την Πολιτεία την κοιμισμένη
κι άξαφνα σέρνει του Kακού το Πνεύμα μια φωνή,
τρόμου φωνή ― κι όλοι πετιούνται αλλαλιασμένοι.

«Έσβυσε η άσβυστη φωτιά!» κι όλοι δρομούν φορά
τυφλοί μέσα στη νύχτα να προφτάσουν,
όχι μ' ελπίδα πως μπορεί νάν ψεύτρα η συμφορά
παρά να δουν τα μάτια τους και τη χορτάσουν.

Θαρρείς νεκροί κι απάρηασαν τα μνήματ' αραχνά
σύγκαιρα ορθοί για τη στερνή την κρίση,
κ' ενώ οι ανέγνωμοι σπαρνούν μες σε κακό βραχνά
μην τύχη τρέμουνε κανείς και τους ξυπνήση.

M' ένα πνιχτό μονόχνωτο αναφυλλητό σκυφτοί
προς της Eστίας το Nαό τραβούνε
και μπρος στην Πύλη διάπλατα τη χάλκινη ανοιχτή
ένα τα μύρια γίνουνται μάτια να ιδούνε.

Kαι βλέπουν: με της γνώριμης αρχαίας των αρετής
το σχήμα τ' ανωφέλευτο ντυμένες
στον προδομένο το Bωμόν εμπρός γονυπετείς
τις Eστιάδες τις σεμνές, μα κολασμένες.

Tο κρίμα τους εστάθηκε μια άβουλη αναμελιά
κι αραθυμιά ― σαν της δικής μας νιότης!
μα η Άγια η Φωτιά, μια πόσβυσε, δεν την ανάβει πλια
ανθρώπινο προσάναμμα ή πυροδότης.

Kι όσο κι αν με τις φούχτες των σκορπίζουν στα μαλλιά
με συντριβή και με ταπεινοσύνη,
του κάκου! στη χλια χόβολη και μες στη στάχτη πλια
σπίθας ιδέα ουδ' έλπιση δεν έχει μείνη.

K' είναι γραμμένη του χαμού η Πολιτεία· εχτός
αν πρι ο καινούργιος ο ήλιος ανατείλη
κάμη το θάμα του ο ουρανός και στ' άωρα της νυχτός
μακρόθυμος τον κεραυνό του κάτω στείλη.

Kι αν είν και πέση απάνω τους, ας πέση! όπως ζητά
το δίκιο κ' οι Παρθένες το ζητούνε,
που ιδού τις, με τα χέρια τους στα ουράνια σηκωτά
και την ψυχή στα μάτια τους τον προσκαλούνε.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Tάχα το θάμα κ' έγινε; ― πες μου το να στο πω,
γνώμη άβουλη, γνώμη άδικη μιας νιότης
σαν τη δικιά μας, πόσβυσεν έτσι χωρίς σκοπό
κι ακόμα ζη και ζένεται ― με το σκοπό της!

Ιωάννης Γρυπάρης
(από το Σκαραβαίοι και τερρακόττες, I. N. Σιδέρης χ.χ.) 

Κυριακή 21 Απριλίου 2019

Ιωάννης Γρυπάρης -Εμείς κρασί δεν ήπιαμε

Εμείς κρασί, εμείς ρακί δεν ήπιαμε.
Εγώ πιοτό δεν ήπια να μεθύσω.
Σαν τι μας έχουν κάνει μαγιοβότανα
και μας εξελογιάσαν προς τα πίσω.

Στο δρόμο μας κοιτάζουνε παράξενα,
τα ζωα σαν να ξέρουν κι αυτά κάτι.
Τα βρέφη που ψευδά τρεκλίζουνε
κουνούν την κεφαλή γνώση γιομάτη.

Πες τους ξανά για να το ξέρουνε,
μην κακοβάζει ο νους τους άλλα αντ’ άλλα,
εμείς κρασί, εμείς πιοτό δεν ήπιαμε,
αλλά από μέλι κι από γάλα.



Κυριακή 17 Μαρτίου 2019

Ιωάννης Γρυπάρης-Ὁ πραματευτής



Ἦρθε ἀπ᾿ τὴ Πόλη νιὸς πραματευτὴς
μὲ διαλεχτὴ πραμάτεια,
μ᾿ ἀσημικὰ καὶ χρυσικὰ
καὶ μὲ γλυκὰ τὰ μαῦρα μάτια.

Κι οἱ νιὲς ποθοπλαντάζουν τοῦ χωριοῦ
στὶς πόρτες καὶ στὰ παρεθύρια,
κι οἱ παντρεμμένες ξενυχτᾶν
γιὰ τὰ σμιχτὰ γραφτά του φρύδια.

Τρίζωστη ζώνη ὁλόχρυση φορεῖ
σὲ δαχτυλίδι-μέση,
καὶ πιὰ ἡ ὡραία χήρα δὲ βαστᾷ:
- «Πραματευτή, πολὺ μ᾿ ἀρέσει
ἡ ζώνη ποὺ φορεῖς κι ὅ,τι νὰ πεῖς
σοῦ τάζω κι ἄλλα τόσα...»
- «Δὲ τὴν πουλῶ μ᾿ οὐδὲ φλουριὰ
μ᾿ οὐδ᾿ ὅσα κι ἄλλα τόσα γρόσα.
Ἔτσι ὡραία, -ὡραία πῶς νὰ σὲ πῶ,
ρόδο ἢ κρίνο;-
ἕνα μοῦ κόστισε φιλὶ
κι ὅπου βρῶ δύο τὴ δίνω...»
- «Σύρε ταχιὰ στὴν Ὥρια τὴ σπηλιά,
πραματευτὴ μὲ τὰ ὡραῖα μάτια,
καὶ ῾κεῖ σοῦ φέρνω τὴ τιμὴ
καὶ παίρνω τὴ πραμάτεια».

Τραβᾶ ταχιὰ στὴν Ὥρια τὴ σπηλιὰ
καὶ στοῦ μεσημεριοῦ τὴ ντάλα
φτάνει στὴν Ὥρια τὴ σπηλιὰ
σὲ μούλα χρυσοκάπουλη καβάλλα.
Δένει τὴ μούλα στὴ ξυνομηλιὰ
ποὺ σκιώνει μπρὸς στὸ σπήλιο,
στὰ μάτια του ποὺ τὸν πλανᾶν
βάζει συχνὰ τὸ χέρι ἀντήλιο
καὶ τρώει καὶ τρώει τὴ στράτα τοῦ χωριοῦ,
δὲ φαίνεται κι οὐδὲ γρικιέται
καὶ μπαίνει μέσα στὴ σπηλιὰ
κι ἀποκοιμιέται...

Μέσα στὴ στοιχειωμένη τὴ σπηλιὰ
ποὺ ἀποσταμένος γέρνει,
ὕπνος τὶς φέρνει, ὕπνος τὶς παίρνει:
Νεράιδες περδικόστηθες στητὲς
καὶ μαρμαροτραχῆλες,
ἀνίσκιωτα κορμιὰ ἀδειανά,
διανέματα κι ἀνατριχίλες,
στὶς κομπωτὲς πλεξοῦδες των φοροῦν
νεραϊδογνέματα καὶ πολυτρίχια
κι ἔχουνε κρίνους δάχτυλα
ῥοδόφυλλα γιὰ νύχια
καὶ χρυσομέταξα μαλλιὰ
κι ἐλιόμαυρες λαμπῆθρες
-τέτοιες μὲ μέλι σύγκαιρο μεστὲς
οἱ Ὑβλαῖες κερῆθρες.
Καὶ μία, ἡ Ἐξωτέρα, ἡ Παγανή,
παγάνα τοῦ θανάτου,
χτυπᾷ τὸν νιὸ πραματευτὴ
καὶ παίρνει τὰ συλλοϊκά του.

Τώρα στὴ χώρα ὁ νιὸς πραματευτὴς
κλαίει καὶ λέει πάλι κεῖνο:
- «Ἕνα μοῦ κόστισε φιλὶ
κι ὅπου βρῶ δύο τὴ δίνω,
τὴ ζώνη πὄπλεξε ἡ καλὴ -ὢ ἕνα φιλί,
ἡ ἀρρεβωνιαστικιά μου-
μὲ πλάνεσε μιὰ ξωτικιὰ στὴ ξενητειὰ
καὶ πῆρε τὰ συλλοϊκά μου!»

Πηγή:http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/iwannhs_gryparhs_poems.htm#%CE%9F_%CE%A0%CE%A1%CE%91%CE%9C%CE%91%CE%A4%CE%95%CE%A5%CE%A4%CE%97%CE%A3

Ιωάννης Γρυπάρης-Τα ρόδα του Ηλιογάβαλου

Σοὔγραφε ροδοθάνατο ἡ τριμεροῦσα ἡ Μοῖρα!
πὲ τὸ στερνὸ τραγούδι σου, ἀγλύκαντη καρδιά,
κι ὅλο ἀνεβαίνει ἀκράτητα ἡ μυστικιὰ ἡ πλημμύρα,
ποὺ ἀφρίζει μὲ ροδόφυλλα καὶ πνίγει μ᾿ εὐωδιά.
Ποιὸς σὲ εἶπε νεκροθάλασσα ἀτάραγη καὶ στεῖρα,
κῦμα, ποῦ σῴνεται κουφὸ στὴν ἄκαρπη ἀμμουδιά;
καὶ σύ ῾σαι - στρῶμα ἑνὸς φτωχοῦ μιανῆς νυχτιᾶς πορφύρα,
γιὰ τὴ ζωή μου ὁλάκερη μία ἐρωτικὴ βραδιά.
Ἦρθε ἡ ἀράθυμη ψυχὴ σ᾿ ἀκρογιαλιὰ κ᾿ ἐστάθη,
ὅπου φεγγάρι ἀπόκρυφο τραβάει φυρονεριὰ
καὶ τὴ ξεσέρνει ἀνίδεη στῆς θάλασσας τὰ βάθη.
Μὰ δὲν σοῦ βαρυγνώμησεν, Ἀγάπη, οὐδ᾿ ἐκεῖ κάτου,
κι ἂν τὴν καρδιά της σκόρπησες μὲ τόση ἁπλοχεριὰ
τὰ ρόδα τοῦ Ἠλιογάβαλου, τὰ ρόδα τοῦ Θανάτου!

ΣΚΑΡΑΒΑΙΟΙ & ΤΕΡΡΑΚΟΤΕΣ (1919)

[ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ, «ΣΚΑΡΑΒΑΙΟΙ»]

Ιωάννης Γρυπάρης (29 Ιουλίου 1870 – 13 Μαρτίου 1942)

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2019

Ιωάννης Γρυπάρης-Ο κισσός


O μαύρος κι άχαρος κισσός — τον πόνο του τρυγώ
και λέω και μες στα στήθια μου ριζώνει
και λέω κ' είμαι το χάλασμα το ραγισμένο εγώ
που ο μαύρος κι άχαρος κισσός το περιζώνει.
Mυριόριζος μυριόκλωνος — ο πόνος που πονώ,
στείρα ζωή βυζαίνει από τον τοίχο
και δεν του παίρνει πνέοντας γλυκά απ' τον ουρανό
έναν η αύρα ή στεναγμόν ή χαράς ήχο.
Toυς δρόμους του απόσωσε το Φως τους μακρυνούς,
ώρα και θά 'βγουνε τα νυχτοπούλια
και ρόδα η δύση απλόχερα σκορπά στους ουρανούς
και στων βουνών τις κορυφές σκορπάει ζεμπούλια.
Kαι φτάνουν στα φυλλώματα του πένθιμου κισσού
κοπαδιαστοί οι σπουργίτες να κουρνιάσουν
κι από τη μέθη της ζωής και του ήλιου του χρυσού
μες σ' ατρικύμιστη αγκαλιά να ξαποστάσουν.
Kαι τα ξελαρυγγιάσματα σκορπίζουν τα στερνά,
τρελά, ώς που ο ύπνος φτάνει και τα πνίγει,
ενώ ώς τις ρίζες του κισσού τις τρίσβαθες περνά
μια ανατριχίλα απ' της ζωής τη μέθη ολίγη.
Φουντώνει η νύχτα· κ' έρχουνται τριγύρω μου μια μια
κι όλες μαζί απ' αλάργου αρμενισμένες
σκιών σκιές οι ανάμνησες, στην άχαρή μου ερμιά
να φέρουν ψεύτικια παρηγοριά οι θλιμμένες.
Mάταια! ζει ποτέ η ζωή μ' ανάμνησες που ζει,
που θα ξυπνήση και μ' αυτές θα γύρει,
ενώ ολοτρόγυρα βροντά η μέθη όλη μαζί
απ' της ζωής, που ζει, το πανηγύρι;
O μαύρος κι άχαρος κισσός, τον πόνο του τρυγώ
και λέω και μες στα στήθια μου ριζώνει
και λέω κ' είμαι το χάλασμα το ραγισμένο εγώ
που ο μαύρος κι άχαρος κισσός το περιζώνει.

Ιωάννης Γρυπάρης (Σίφνος, 29 Ιουλίου 1870 – Αθήνα, 13 Μαρτίου 1942)
Ιωάννης Γρυπάρης, Άπαντα τα πρωτότυπα με τα μικρά μεταφράσματα, επιμ. Γεώργιος Βαλέτας, Δωρικός, Αθήνα 1967 (2η έκδ. συμπληρωμένη), σ. 246]