Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Παπαγεωργίου Κώστας Γ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Παπαγεωργίου Κώστας Γ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2025

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου - Επέτειος

 Βρέχει κι απόψε μα η βροχή μού φαίνεται παλιά και τη θυμάμαι από τον ήχο της· μπορεί και από τη γεύση της -εκείνη του μετάλλου· της σκουριάς. Στη λασπωμένη επιφάνεια του μυαλού συλλαβιστά όπως έπεφτε σαν ψίθυρος. Τη νύχτα που τα λόγια και οι φωνές πνιγμένες μες στο σάλιο τους, κάτω απ' τη γλώσσα αγκομαχούσαν πλέκοντας μία μάλλινη σιωπή. Θυμάμαι τη βροχή μα και οι σταγόνες της νομίζω  με θυμούνται· αλλιώς γιατί έτσι τρυφερά να με χτυπούν, να μην κυλούν, παρά τρεμάμενες κρατιούνται στων ρυτίδων τα χαλάσματα και απόκρημνα ιριδίζουν τρεμοπαίζοντας. Κρατιούνται να μην πέσουν στη χαράδρα των χειλιών και με δροσίσουν αλλά προπαντός τα δάκρυα μη νοθεύσουν.


Η λύπη των άλλων, Κέδρος, 2009.

Αντλήθηκε απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2025

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου - «Η λ ύ π η τ ω ν ά λ λ ω ν»

 Τα μάτια όταν

Τα μάτια όταν δεν θέλουν πια να δουν στρέφονται μέσα τους και πλάθουν όραση τυφλού, μονάχα για των σπλάχνων τα τοπία.

                                   *

Μέρα μπαλκόνι

α΄

Μέρα μπαλκόνι φορτωμένο από παλιά πρωινά που όλη νύχτα ανέβασαν εργάτες ανειδίκευτοι του ονείρου. Με τροχαλίες, τροχούς και σύνεργα αχρηστεμένων απ' τον χρόνο ρολογιών. Μ' έι ωπ! Με ρυθμό τις βαριές αλυσίδες τραβώντας· έι ωπ! Επειδή η κάθε μέρα θέλει τα κουρέλια της. Ειδαλλιώς δεν μπορεί ν' ανατείλει· που απ' αυτά άλλα λάβαρα υψώνει και άλλα κρεμάει στις άκρες του θεωρείου της. Ν' αρχίσει πάλι η τελετή. Κοπιάστε.

                                   *

β΄

Πόσα πρωινά θυσιάζονται κάθε πρωί για του φωτός την αιματηρή έπαρση. Παλιά πρωινά, με ίσως ακόμα ζωντανή τη μνήμη μιας ανατολής, αδιάφορα όμως για όσο μέρισμα ουρανού τους απομένει. Και άλλο τόσο αδιάφορα τις σκήτες τους στις έρημες των ημερολογίων πλαγιές εγκαταλείποντας, ρακένδυτα και ισχνά, σπεύδουν οικειοθελώς το λιγοστό τους αίμα να προσφέρουν, να στυλωθεί στα πόδια της η νέα μέρα - να υψωθεί. Πολλά πρωινά γι' αυτήν θυσιάζονται, μα μία η νύχτα που την τρέφει και τη συντηρεί.

                                   *

γ΄

Με λάσπη παλιών πρωινών ζυμώνεται το φως της κάθε μέρας.

Του πυρετού

α΄

Όπως αιφνίδια πέφτει ο πυρετός. Με χτύπημα στα χείλη αχνό της τελευταίας ανάσας. Θάμπωμα χνότου αφήνοντας προτού μ' ανάερο γδούπο τσακιστεί. Πουλί νεογέννητο στο φως με ακόμα υγρά τ' αμάθητα φτερά.

                                   *

β΄

Όταν κοιμάται ο πυρετός ο υδράργυρος στο προσκεφάλι του αγρυπνά. Με φύλλα ιδρώτα υγρά δροσίζοντας το ζαρωμένο μέτωπο της λύπης.

                                   *

Ναυάγιο σώμα

Τα παγωμένα κύματα των σεντονιών κρατούν ανέπαφο το σχήμα τους. Χωρίς ακτή δεν σπάνε ούτε ριγούν στης κάθε ανάσας τα ανεπαίσθητα σκιρτήματα· αδιάφορα εντελώς για το ναυάγιο σώμα που σκεπάζουνε κοντά, λίγο πιο κάτω - αυτό το πέτρωμα.

ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Η  λ ύ π η  τ ω ν  ά λ λ ω ν

ΚΕΔΡΟΣ

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2009


Αντλήθηκαν απ' το προφίλ του Γιώργου Αλπογιάννη

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2024

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου - Μέρα μπαλκόνι


Μέρα μπαλκόνι φορτωμένο από παλιά πρωινά που όλη νύχτα ανέβαζαν εργάτες ανειδίκευτοι του ονείρου.

Με τροχαλίες, τροχούς και σύνεργα αχρηστεμένων απ' τον χρόνο ρολογιών.Μ' έιωπ! Με ρυθμό τις βαριές αλυσίδες τραβώντας ' έι ωπ!

Επειδή η κάθε μέρα θέλει τα κουρέλια της.Ειδαλλιώς δεν μπορεί ν'ανατείλει' που απ' αυτά άλλα λάβαρα υψώνει και άλλα κρεμάει, στις άκρες του θεωρείου της. Ν' αρχίσει πάλι η τελετή. Κοπιάστε.

Η λύπη των άλλων, Κέδρος 2009

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2024

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου - Παραλλαγές [στ']


Γλώσσα πικρή από καιρό ξεχασμένη
Μες στο άδειο της νόημα σαράκι παλιό
Ένα βέλασμα φτάνει στο χώμα να πέσει
Καίγεται ο τόπος η φωτιά κισσός
Κάτω απ’ το φως σφαδάζει η μέρα
Λέπια σκεπάζουν κάτι αβάφτιστα μωρά
Τρέμει μια μουσική μες στον αέρα
στο δωμάτιο αναδύεται στεριά
……………………………………………………………..
Φωνές από τ’ αυλάκι του μυαλού
Που γριά βελόνα σέρνει σκουριασμένη
…………………………………………………………….
Η άρρωστη γλώσσα κάθεται και κλαίει
Πως δεν την παίζουν τα λειψά κορμιά

Πηγή: Ραμμένο στόμα, Κέδρος 1990.

Αντλήθηκε απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη

Πέμπτη 29 Φεβρουαρίου 2024

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου - [άτιτλο]

Ὡραῖα ξεκίνησε ἡ μέρα

μόνο μή μ᾿ ἄγγιζε στό τρόλλεϋ

ὁ τυφλός καί ἡ τρελή

μέ τίς ἀσπρόμαυρες φωτογραφίες ἁγίων

σέ πόζες καθημερινές ὅπως

στήν κάμαρα στό μπάνιο στό παράθυρο

ἤ νά χαζεύουνε σαρακοστή

μπρός σέ βιτρίνες κρεοπωλείων.


Ὡραῖα ξεκίνησε ἡ μέρα

ἄν καί δέν ἤτανε καθόλου εἰδυλλιακή

τοῦ γαλατᾶ ἡ κάτασπρη ὑλακή

καί τῶν μεταλλικῶν κυπέλων του ὁ κρότος

πού ἔκοβε σά σπαθί στά δυό 

τό σκότος.


Μπορῶ νά πῶ ὡραῖα ξεκίνησε ἡ μέρα

διέκρινα μάλιστα καί σπέρματα

στό ἀντικρυνό πού λιάζονταν σεντόνι

μόνο μήν ἔκοβε στά δυό τήν καλημέρα μου

ὁ κρεμασμένος

ἀπ᾿ τό ἀπέναντι μπαλκόνι.


Τόση ὀμορφιά πού μοῦ εἶναι δύσκολο νά πῶ

στό φῶς τοῦ ἥλιου ἡ πρωινή ἐφημερίδα

ἄν ἤτανε μιά λίμνη ἀπό τό αἷμα μου

ἤ μαύρη τοῦ τυπογρφείου κηλίδα.


Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, «Τό Οἰκογενειακό δέντρο».

Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2023

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου - Η ευχή

 Αποδημητικά φτερά κεντούν μ΄ εξαίσιους ελιγμούς πτυχές τ΄ ουρανού. Ν΄ ανασάνει επιτέλους το χώμα στο στερέωμα του ύψους. Ν΄ ακουστούν φωνές, ασυλλόγιστες έστω, με λυμένους τους κόμπους που δέσμιες τις κράτησαν τόσο καιρό νοημάτων νεκρών και χειλιών αχαλίνωτων στον αέρα.

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, από το βιβλίο «Η λύπη των άλλων», Κέδρος 2009.

Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2023

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου - Τέσσερα ποιήματα

 Eναρκτήριο τέλος

 

Σχήμα και πάθη πελμάτων

διακρίνω συχνά στις παλάμες μου-ώστε

ανάπηρος είμαι λοιπόν του ονείρου

ή αλλιώς για τετράποδο πάλι προορίζομαι,

αλλού για να σκάψω εξαρχής ουρανό.

 

 

Βροχή

 

Αδέξια μετάφραση των αισθημάτων. Με πέταλα

που σκόρπισε άξαφνα ριπή του ανέμου

αν και χωρίς. Όλο ασυνάρτητα μιλήματα και σσς.

Είναι η βροχή που μεταφράζει τη σιωπή σε τρέχο

          ντα ήχο.

 

 

Ή διαζευκτικό

 

Πέταγμα χωρισμένο στα δύο. Κάθε φτερό

σε άλλο ύψος αντιστοιχεί και σε άλλο μάτι.

Αλλά όταν παγιδεύεται το πέταγμα γίνονται ένα

τα φτερά.

 

Παιδικό Κουρείο

 

Τιτίβισμα ψαλιδιών στο παιδικό κουρείο’

μαλλιά στο πάτωμα έρπουν πλέκοντας

αθώα συμπλέγματα ηλικιών αδιάκριτα. Αλλού

χιονίζει ακόμα ενώ στην κάτασπρη ποδιά του εκ-

        δορέα

αίμα και ήχος δερμάτινου ακονίσματος

μπροστά στο γλαρωμένο βλέμμα του παιδιού

που αρνήθηκε πεισματικά τη μάσκα του άντρα.

 

Πηγή: Παιδικό Κουρείο, Κέδρος 2013.

Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2023

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου - [άτιτλο]



Κατέβηκα στο υπόγειο δάσος
Με τα κουρέλια του ύπνου ανέμιζαν
Μες στον πηχτό αέρα όπως πλατάγιζαν
Και πώς χτυπούσαν που άκουγα
Στο λασπωμένο χόρτο επάνω τα κεφάλια
Μπρούμυτα έβοσκαν θηλάζοντας
Με λάσπη ως πίσω στα μαλλιά ένας φόβος
[Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Κάτω στον ύπνο, Κέδρος 1986.

Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2023

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου - Καλειδοσκόπιο


Οι επαίτες έγιναν αποδημητικά πουλιά και ποικιλία
φτερών χωρίς αντίκρισμα ουρανού. Κουρέλια πρώιμης
βροχής και εικόνες προβάτων που αμέριμνα βόσκουν
με βέλασμα κάτασπρο κάτω από βλέμματα λύκων·
συνθέτοντας έτσι τοπίο απλωμένης σιωπής ανασκαμ-
μένο από διάτρητες στιγμές φθινοπώρου. Κι εγώ που
ποτέ δεν υπήρξα ζωόφιλος τώρα ρωτάω πώς βρέθηκαν
στο σπίτι μου τ' αδέσποτα όλα αυτά που με τρομάζουν.
Εγώ το μαύρο θα κρατάω έως θανάτου, Κέδρος, 2016.

Τετάρτη 31 Μαΐου 2023

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου - Κάτω στον ύπνο [Γ]

 Το είχα σπείρει κάτι σπόρους που δεν ήξερα και 

φαίνεται είχε αρχίσει το ξεμύτισμα επειδή. Μι-

κρά πράσινα φυλλαράκια όλο ξεμύτιζαν μέσα

απ' το σβολιασμένο χώμα έτσι ξερό μια ξηρα-

σία. Μεγάλη ενώ γυρεύοντας νερό να τα δροσί-

σω ούτε σταγόνα ίχνος πουθενά που εγώ ρου-

φώντας τότε σάλιο μες στο στόμα μου

Δεν είχα και ούτε κάτουρο μου ερχόταν ώσπου.

Ήταν απέναντί μου λεμονιές να τρέξω εκεί

αλλ' αδίκως. Που ας ήταν πλήθος τα λεμόνι 

από μακριά πλησιάζοντας δεν είχε ήταν γυμνές 

ώσπου είδα τότε ένα λεμόνι το μοναδικό και το

έκοψα αλλά στίβοντας. Μέσα στο χέρι μου 

έλιωσε χωρίς ούτε μια στάλα έτσι σάπιο. Μόνο

σηκώνοντας μια σκόνη ελάχιστη και σαν κιτρινωπή 

      Κάτω στον ύπνο, Κέδρος, 1986

Κυριακή 5 Μαρτίου 2023

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, "Επί πυγήν καθίσαι" (ποιήματα)





ΜΝΗΜΗ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ

Στην άκρη ενός γκρεμού
Όπου οι χαράδρες γέλιο της αβύσσου
Κάνουν τραμπάλα ο θάνατος κι η Ρωμιοσύνη.

Κάθε του Χάρου ανέβασμα τραντάζεται η καρδιά μας.




Δ'

 ......................................................
Πριν απ’ τη φτέρνα να πατήσουν
Και το σημάδι γίνεται.
Πήρε βοριάς πήρε νοτιάς μα έμεινε το σημάδι.

Όμως ο δήμαρχος κι ο δημοκράτης
Ποια φορεσιά ποιο σχήμα θα ντυθούνε
Ξοπίσω όταν τους πάρει ο καιρός.
Α, θα ζηλέψουνε την τύχη του φιδιού
Με δίχως ίχνη που το βράχο αφήνει
Ενώ αυτοί σε λάσπη αστέγνωτη βουλιάζουν.




Ε'

Οι άλλοι αλλιώς τον κάτεχαν το θάνατο.
Όμοια με τους καψαλισμένους απ’ τον ήλιο
Που έχουν στον ώμο τους σκαρφαλωμένη τη μαϊμού
Προστάζοντας ανθρώπινες χειρονομίες:
«Πώς πάει ο γέρος στο χωράφι,
Πώς κλέβουνε σταφύλια τα παιδιά,
Πώς ονειρεύονται τη νύχτα τα κορίτσια...»

Εντός τους κατακαθιζάμενος σαν καφές
Που πιώθηκε κι έμεινε στο φλιτζάνι.




Ζ'

Τόπος με δίχως μιαν ελπίδα.

Διπλώνεται στο φως σαν το σκουλήκι
Την πέτρα υψώνοντας που τον πλακώνει
Για να φυλάξει λες της υγρασίας τα ίχνη.




Η'

Θαρρείς και των πελμάτων Του σημάδια
Ξέμειναν χίλια δυο νησιά.
Κι ακόμη που έφυγε θλιμμένος
Έτσι ασυνταίριαστα να στέκουν
Σαν από τρίκλισμα.

Κι η γης με σκέλη ανοιχτά
Θηρεύει αλάτι κόκαλα και αίμα.




Θ'

Μηδέ που ο λόγος φτάνοντας την πληρωμή να δώσει
Μόλις μία τρίχα απόσταση απ’ της σιωπής το σώμα.

 .........................................................
Τι να την κάνεις τη σιωπή
Με τι να τη φιλέψεις.
Οι ώρες άδειος σκελετός
Και σεργιανούν στους δρόμους
Κι όπου σταθούν κι όπου βρεθούν
Μιλούν για πεθαμένους.

Τις λέξεις ωστόσο ψηλαφώντας
Κι ο ποιητής κι ο που ποτές του δε στοχάστηκε
Φτάσαν κι οι δυο στης άβυσσος τα δώματα
Όπου τον πρώτο λόγο έχουν τα εκμαγεία.




ΙΑ'

                                 Και οι δίκαιοι κατά τη θεία γραφή πόσοι είναι;
                                                                                 Διονύσιος Σολωμός

Δίχως το νόμο δεν είναι αμαρτία.

Των που τους πήρε ο άνεμος
Ένα προς ένα τα λόγια αποστηθίζοντας
Πρώτα το νόμο φτιάξανε
Μετά την αμαρτία.

Μα από το νόμο πριν και μετά το νόμο
Είναι μία άλλη αμαρτία
Που αθέατοι θαρρούν οι δούλοι του αίματος
Πρώτα αφού κίνησαν τη φτέρνα τους στο κέρδος
Από του δίκαιου το σπίτι επιστρέφουν.




Από τη συλλογή «Επί πυγήν καθίσαι», (1972), που περιλαμβάνεται στην συγκεντρωτική έκδοση, «ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ», εκδ. Αλεξάνδρεια 2004.

Αναδημοσίευση από: https://ppirinas.blogspot.com/2015/03/blog-post_24.html

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2022

Κώστας Γ. Παπαηγεωργίου - Έκτακτο Δελτίο Καιρού [ΚΖ]


Φθαρμένα νήματα οι φωνές τόσο λεπτές ώστε εύκολα περνούν από
μάτι βελόνας αδιόρατης· έτσι πλάθονται οι λέξεις με ζύμωμα
σωμάτων και άλλων υλικών χωρίς επίβλεψη ουρανού αλλά μόνο με
του χώματος την ευλογία. Κι έτσι γεννιέται ο φόβος κι εδραιώνεται η
αγάπη αφού τα πράγματα μπορεί να είναι έρμαια τυχαίων
βλεμμάτων αλλά στο τέλος πάντοτε υποκύπτουν στη γοητεία του
σχήματός τους· διεκδικούν της ύλης τους την ακεραιότητα και
τυφλά χρησμοδοτούν για τη μοίρα όσων τ' αγάπησαν ενώ στις
όχθες της μέρας οι ώρες ράβουν πρόχειρα στερεώματα και ονείρων
θόλους για τη στέγαση αγγέλων έκπτωτων όσο εγώ διπλώνομαι
στις κοιλότητες της λύπης και παριστάνω τον άστεγο.

Πηγή: Έκτακτο Δελτίο Καιρού, Μελάνι, 2017.

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2022

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου - Μέρα ποτάμι


Μέρα ποτάμι λυπημένο αλλά χωρίς ειρμό κατεβαίνει

όπου η στάθμη καιρού ακυβέρνητου κατευθύνει τους

ήχους της. Ακούω ακονισμένα σκιρτήματα ψαριών και

τριγμούς στις τάξεις των λεπιών και στων σωμάτων

τους τα αιφνίδια γυρίσματα και σκέφτομαι τετράφυλλη

κουβέρτα νερού υφαίνει η βροχή που με γυάλινα πόδια

πρωινού σκοντάφτει σε λόφους δακρύων. Λουλούδια

φιλιά σκορπισμένα σε μάρμαρο επάνω φωνές σαν συλ-

λάβισμα ουρανού και ανάσας σήμαντρο. Φτυαριές η

στάχτη ανάκατη φτερά - τέτοια ταφή ποτέ άλλοτε.


Πηγή: Εγώ το μαύρο θα κρατάω έως θανάτου, Κέδρος 2016

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2022

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου - Ποιήματα

 

Το μαύρο κουμπί
Στην πόρτα στέκομαι άναυδος σαν έτοιμος να βγω και
πράγματι έτσι- θα έβγαινα μα στέκομαι σαν άναυδος
και ακίνητος. Γιατί ‘ναι η μάνα μου σκυμμένη εμπρός
μου εκεί, ράβοντας στο κατάλευκο πουκάμισό μου που
φοράω ένα κουμπί προσεχτικά μη με πληγώσει όπως
κρατάει σε απόσταση ελάχιστη απ’ το στήθος μου το
ρούχο. Αλλά είναι μαύρο το κουμπί κι αυτή το ράβει
τόσο φυσικά, μπορεί επειδή δεν πρόσεξε το χρώμα του
το αταίριαστο με το λευκό. Και ράβοντας σκυμμένη
εμπρός μου εκεί χωρίς να με κοιτάξει με ρωτά «ποιον
ράβω εδώ;»- δυο τρεις φορές. ;Oμως γιατί δεν απαντώ
ξαναρωτάει μόλις υψώνοντας το βλέμμα της μηχανικά
κατά το πρόσωπό μου μια στιγμή «ποιον ράβω εδώ;»
-χωρίς ωστόσο πάλι να με δει. Οπότε εγώ με λύπη
αλλά μεγάλη, ίσως γιατί λυπόμουν κιόλας για το χρώ-
μα του κουμπιού-το μαύρο αυτό- της λέω «έναν
νεκρό». «Εναν νεκρό», της ξαναλέω με βούρκωμα στα
μάτια όπως την έβλεπα σκυμμένη εμπρός μου εκεί να
ράβει κι αυτή κλαίγοντας «μην ξαναπείς νεκρός», όλο
έλεγε και με παρακαλούσε.

Χωρίς


1.-
Τα παγωμένα κύματα των σεντονιών
κρατούν το σχήμα τους ανέπαφο
στης ανάσας τα ελάχιστα σκιρτήματα.
Σαν εντελώς ν’ αδιαφορούν για το ναυάγιο
σώμα που σκεπάζουνε κοντά. Μόλις πιο κάτω.


2.-
Του υδραργύρου η τρυφερότητα: το πρόσχημα
της κτηνώδους ανυπακοής του στης αφής τα προστάγματα.

Μετά

Σκέψη ακατοίκητη. Βομβίζουν μελίσσια στα περάσματα εκεί όπου εικόνες ατέλειωτες λιώνοντας χάσκουν.
Θροΐζουν στα ρουθούνια φυλλωσιές και αναμαλλιάζεται η στιγμή του χωρισμού, ενώ απ’ το στόμα στάζουνε φιλιά ξεθεωμένα.

Τα πάθη του λευκού

1.-
Με άσπρο δένει το άυλο του λευκού• με ρούχα υγρά το ρο σαλπίζοντας ηχεί αγνότητα ουρανού. Το τεχνητό κυμάτισμα μιας σκέψης συλλαβίζοντας προτού τ’ αγκάθια του ήλιου την ξεσκίσουν.


2.-
Στην άσπιλη λευκότητα υποκλίνεται το ρο• κι ας τη στηρίζει αφού στα σπλάχνα του λευκού κρύβεται το άσπρο: η πέτρα αυτή που ξάφνου σπάει με σύριγμα βουβό βεγγαλικού αναστάσιμου προτού σκορπίσει με ιαχές φευγαλέες φωτός.

3.-
Με λάσπη του άσπρου χτίζουν το λευκό. Ακάματοι του ονείρου εργάτες κατεβαίνοντας στο έρεβος του κενού, νερό ανεβάζουν να στερεώσουνε τα ρο.


4.-
Βατράχια το άσπρο εκόαζαν θεμέλιο του λευκού. Το ρο υμνώντας του ύψους κατά πρόσωπο.

Αρκεί η αγάπη

Κι αν το μελάνι στάζει αργά στον θόλο τ’ ουρανίσκου και απλώνεται ύστερα ανεπαίσθητα στη χλόη της γλώσσας, τις λέξεις κάνοντας ν’ ακούγονται δυσδιάκριτες, τα γράμματα ν’ αλλοιώνεται το σχήμα τους –του ρo η ουρά λειψή, του λάμδα ξεχαρβαλωμένο το αντιστήριγμα– η αγάπη αρκεί. Κι εξάλλου η ακοή δεν ξέρει ανάγνωση• αγράμματη είναι ας υποδύεται ότι ναι• δεν ξέρει ούτε τον ήχο των γραμμάτων να διακρίνει τόσο αγράμματη. Αγνοεί το πέρασμα του νοήματος πώς γίνεται και αρκείται στο άκουσμα μονάχα του ρυθμού που τσακισμένος βγαίνει έστω τρικλίζοντας ν’ ακούγεται και αργά η ανάσα του να χάνεται. Γι’ αυτό σου λέω η αγάπη αρκεί.

Τελευταίος λόγος

Τόσο άδειος που έγινα πουλί. Τόση σιωπή που ακούγομαι τραγούδι αλλ’ αν το τραγούδι ζήλευε την ειλικρίνεια μιας μαργαρίτας δεν θα είχε τι να πει στο μάδημά του. Μπορεί επειδή η διαφάνεια υπερισχύει του χιονιού και όταν συμβαίνει αυτό τον τελευταίο λόγο η λάσπη θα έχει.

Η επόμενη μέρα

Μπροστά στη μισάνοιχτη πόρτα της επόμενης μέρας με ακόμα οι ώρες της τόσο νωπές και ασχημάτιστες· δεν διακρίνονται μα όλες μαζί ένα κράμα μουντό και αξεδιάλυτο κάνουν. Εγώ κρατημένος και σαν από προαίσθημα κακό δεν θέλω να μπω –ας βουίζουν στ’ αυτιά μου τα επόμενα· παριστάνω ότι δεν και ότι δήθεν ανέμελα ρίχνω πέτρες στης περασμένης νύχτας το παράθυρο. Ακούω σπασίματα γυαλιών και τότε σκέφτομαι μπορεί κάποιος δικός μου αγαπημένος να χαμογελάει κρυφά.

Το ψάρι που φοβόταν το νερό

Ζούσε κάποτε ένα ψάρι που ο εφιάλτης του ήταν το νερό.
Τις νύχτες έγδερνε τα λέπια του μ’ ένα βαθύ του φόβου του ξυράφι κι
έτσι γδαρμένο και μες στα αίματα, όταν κυμάτιζε ήρεμα σκαρφάλωνε
στο όριο τ’ ουρανού του, εκεί που άσκοπα φλυαρούσε ο
παφλασμός, και κλαίγοντας όλο παρακαλούσε: «Ουρανέ μου
κάνε με πουλί, δώσ’ μου φτερά από τον αφρό σου, καλύτερα ο
αέρας, το στεγνό νερό, παρά ο υγρός βυθός σου».


Αναδημοσίευση από: https://echorama.gr/%CE%BA%CF%8E%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%82-%CE%B3-%CF%80%CE%B1%CF%80%CE%B1%CE%B3%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%B3%CE%AF%CE%BF%CF%85/

Κυριακή 9 Μαΐου 2021

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου- Ιχνογραφία

 

Σάκης Μπουλάς & Γιώργος Μεράντζας - Ιχνογραφία

Μέρος Πρώτο

Πες τους μη ρίξουν φόλα στο σκυλί
δεν θα κερδίσουν
φτάνει ν’ ανοίξεις τα παντζούρια το πρωί
κι ακούς των πεθαμένων το έγια μόλα
ή ακούς την πολιτεία να σηκώνεται
αφήνοντας κενό ένα σχήμα στο σεντόνι

Γι’ αυτό ρωτάω να πεις για το σκυλί
από χαρά να πέθανε ή πίκρα
χρόνια που πρόσμενε και πήγανε χαράμι
να φτάσει ο Ξένος απ’ την Τροία

Πες τους μη ρίξουν φόλα στο σκυλί δεν θα κερδίσουν
φτάνει ν’ ανοίξεις τα παντζούρια το πρωί
κι ακούς των πεθαμένων το έγια μόλα

κι όμως που γνώριζε τους δρόμους του σπιτιού του
σημάδια απ’ το κορμί της Πηνελόπης
κι όμως που γνώριζε τους δρόμους του σπιτιού του
σημάδια απ’ το κορμί της Πηνελόπης

Πες τους μη ρίξουν φόλα στο σκυλί δεν θα κερδίσουν
φτάνει ν’ ανοίξεις τα παντζούρια το πρωί
κι ακούς των πεθαμένων το έγια μόλα

Γιατί δεν είναι ο νους για να θυμάται
Ούτε η μνήμη, ούτε η μνήμη, που κλοτσάει τον πεθαμένο
Μέχρι μετέωρα να κινείται το σκουλήκι
Άλλο μη βρίσκοντας τροφή από κρέας
Ούτε έχει ο θάνατος ποδάρια να στεριώσει
Και δε θυμάται ακόμα το όνομά του
Που έχουν συνήθειο και του δίνουν οι άνθρωποι
Φτέρνα για να κατέχει δρόμους
Μάτια να κρίνει το σωστό και το άδικο.

Πες τους μη ρίξουν φόλα στο σκυλί δεν θα κερδίσουν
φτάνει ν’ ανοίξεις τα παντζούρια το πρωί
κι ακούς των πεθαμένων το έγια μόλα

Μέρος Δεύτερο

Τώρα
δεν έχει χέρια να μαζέψουν την ελιά

Μα τον μηχανισμό ποιος τον κατέχει;

Γιατί σαν τ’ άλογα που χλιμιντρίζουν
τον κίνδυνο να φτάνει νοιώθοντας
όμοια της κάμαράς μου τα έπιπλα
μετακινούνται αλαφιασμένα
και παίρνουν θέσεις ασυνάρτητες

Γιατί σαν τ’ άλογα που χλιμιντρίζουν
τον κίνδυνο να φτάνει νοιώθοντας
όμοια της κάμαράς μου τα έπιπλα
μετακινούνται αλαφιασμένα
και παίρνουν θέσεις ασυνάρτητες

Ξάπλα στο φαλακρό τοπίο του έρωτα
με την αιχμή του μαχαιριού μου τραβηγμένη
απ’ την αιχμή του
καθώς ο ήλιος στάζει στο μυαλό
κι η τρέλα χασμουριέται, κι η τρέλα χασμουριέται
πίσω απ’ την πρόφαση της σκέψης
κι ο ίσκιος γίνεται κηλίδα κάτω από το τέλμα
και βαριανασαίνει.

Βλέπω το μάτι του νεκρού
κόκκινο απ’ την αγρύπνια του ύπνου
και τ’ όνειρο με οσμή καμένης σάρκας

κι άντρας λεβέντης ανέβηκε στον άμβωνα πως θα μιλήσει και διάκρινες στο στόμα του μπαμπάκι· αυτό που βάζουνε στους πεθαμένους κίτρινο από τσιγάρο και πάνω στις άκρες το μπαμπάκι στάλες αίμα που έζεχνε σκουλήκι και φλέβα μαύρη που έλεγες βαλσαμωμένη το σκοτάδι. Λοιπόν και άρχισε

η φλόγα
σάρκα της φωτιάς
άμα αποχτήσει συνείδηση
του οστού της
θα λυπηθεί το ξύλο

Θα παγώσει.

Κι ο ποιητής
κολλάει στη λαβωμένη λέξη
ρουφάει το σκοτωμένο αίμα
βδέλλα

Κι ο ποιητής
κολλάει στη λαβωμένη λέξη
ρουφάει το σκοτωμένο αίμα
βδέλλα

Κι ο ποιητής.

Γλώσσα μου χωρισμένη
παραλίγο γλίστρησαν τα βήματά μου

Καθένα κι άλλο φως τον δυναστεύει

Κι ένας απ' το πλήθος που άκουγε του σβούριξε μαχαίρι μεθυσμένο

Γλώσσα μου χωρισμένη
παραλίγο γλίστρησαν τα βήματά μου

Όχι αίμα
μα απ' τον ίλιγγο
διασχίζοντας
να βρει το σπλάχνο

Όχι αίμα
όχι αίμα
όχι αίμα
και το πουλί που ήτανε στον άμβωνα
όχι αίμα
με ανοιγμένα τα φτερά για ν’ ακουμπάει το ευαγγέλιο πέταξε ξαφνικά κι είπαν μερικοί είναι η ψυχή του σκοτωμένου. Κι αυτός με το μαχαίρι
όχι αίμα
στο λαιμό και με πληγές που άνοιξαν παλιές της Αλβανίας κι ακόμα πιο παλιές θαλασσινές
και σιγά μουγκρίζοντας διέσχισε το πλήθος

Γλώσσα μου χωρισμένη
παραλίγο γλίστρησαν, γλίστρησαν, τα βήματά μου

και πάνω στον αητό αργά ξεψύχησε. Κι αφού τον σπάραξαν βρήκανε την καρδιά του σκουριασμένη αγάπη τα χείλια σάπια  από σιωπή και πήραν να τον θάψουνε και φτιάξανε πομπή κι ενώ όλοι πήγαιναν στον ίδιο τάφο καθένας άλλον είχε για νεκρό του.

Γλώσσα μου χωρισμένη
παραλίγο γλίστρησαν, γλίστρησαν, τα βήματά μου

Γλώσσα μου χωρισμένη
παραλίγο γλίστρησαν, γλίστρησαν, τα βήματά μου

όχι αίμα
μα απ' τον ίλιγγο του άδειου
διασχίζοντας

να βρει το σπλάχνο


Γλώσσα μου χωρισμένη
παραλίγο γλίστρησαν τα βήματά μου

και το πουλί, και το πουλί που ήτανε στον άμβωνα με ανοιγμένα τα φτερά για ν’ ακουμπάει το ευαγγέλιο πέταξε ξαφνικά κι είπαν μερικοί είναι η ψυχή του σκοτωμένου.

Γλώσσα μου χωρισμένη
παραλίγο γλίστρησαν, γλίστρησαν, τα βήματά μου

Γλώσσα μου χωρισμένη
παραλίγο γλίστρησαν, γλίστρησαν, τα βήματά μου
 του έτους  σε στίχους  και σύνθεση  από το album .

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου-Ωραία ξεκίνησε η μέρα

 Ωραία ξεκίνησε η μέρα

μόνο μη μ' άγγιζε στο τρόλλεϋ

ο τυφλός και η τρελή

με τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες αγίων

σε πόζες καθημερινές όπως

στην κάμαρα στο μπάνιο στο παράθυρο

ή να χαζεύουνε σαρακοστή

μπρος σε βιτρίνες κρεοπωλείων.


Ωραία ξεκίνησε η μέρα

αν και δεν ήτανε καθόλου ειδυλλιακή

του γαλατά η κάτασπρη υλακή

και των μεταλλικών κυπέλων του ο κρότος

που έκοβε σα σπαθί στα δυο 

το σκότος.


Μπορώ να πω ωραία ξεκίνησε η μέρα

διέκρινα μάλιστα και σπέρματα

στο αντικρυνό που λιάζονταν σεντόνι

μόνο μην έκοβε στα δυό την καλημέρα μου

ο κρεμασμένος

απ' το απέναντι μπαλκόνι.


Τόση ομορφιά που μου είναι δύσκολο να πω

στο φως του ήλιου η πρωινή εφημερίδα

αν ήτανε μια λίμνη από το αίμα μου

ή μαύρη του τυπογραφείου κηλίδα.


Το Οικογενειακό δέντρο

Παρασκευή 7 Μαΐου 2021

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου-Οι ηλικίες μου


Κάθονται εδώ και με κοιτάζουν σιωπηλά
Και σαν να με λυπούνται όπως με βλέπουν
Έτσι αμίλητες οι ηλικίες μου όλες
Γλύφοντας κι από ένα βρώμικο πανί η καθεμιά
στων ημερών της βουτηγμένο τις οσμές
Πώς με κοιτάζουν έτσι σιωπηλά και σαν
Να με λυπούνται αλλά στα μάτια δείχνουν να πεινούν
Γιατ' είναι αλήθεια πέρασε η ώρα και καιρός
Για τάισμα σκοταδιού απ' αυτό που φούσκωσε
Κάτω από τα σκεπάσματα τα παγωμένα
Έλα λοιπόν πικρή ηλικία του άρρωστου παιδιού
Σακατεμένη του ξεμαλλιασμένου εφήβου
Του άντρα που ταξίδεψε με τα σπασμένα μου κουπιά
Και τώρα σέρνεται ορφανός στους πέντε δρόμους.

Ποιήματα, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2004.

Τετάρτη 5 Μαΐου 2021

Κώστας Παπαγεωργίου-[άτιτλο]



Κάθε πρωί ένα φίδι πυρετός θ' ανοίξει δρόμο
Η βρύση το άδειο φτύνοντας
Μετά νερό γυαλί κρεουργεί το πρόσωπο

Στάζει αλάτι ο ήλιος δίψα τρίζει
Και σκληρά χαμογελούν τώρα οι πνιγμένοι
Μόλις προφταίνω να κλαδέψω τα κλαδιά
Που έχουν φυτρώσει στα έπιπλα
Έξω γαβγίζει ο θάνατος το κατοικίδιο ζώο
Βήχας λερώνει τα φτερά χαλάει το αίμα.

Κ.Γ. Παπαγεωργίου, Κατω στον υπνο

Τρίτη 4 Μαΐου 2021

Kώστας Γ. Παπαγεωργίου - Το μαύρο κουτί

Στην πόρτα στέκομαι άναυδος σαν έτοιμος να βγω και 

πράγματι έτσι - θα έβγαινα μα στέκομαι σαν άναυδος 

και ακίνητος. Γιατί 'ναι η μάνα μου σκυμμένη εμπρός 

μου εκεί, ράβοντας στο κατάλευκο πουκάμισό μου που φοράω 

ένα κουμπί προσεχτικά μη με πληγώσει όπως 

κρατάει σε απόσταση ελάχιστη απ' το στήθος μου το 

ρούχο. Αλλά είναι μαύρο το κουμπί κι αυτή το ράβει 

τόσο φυσικά, μπορεί επειδή δεν πρόσεξε το χρώμα του

το αταίριαστο με το λευκό. Και ράβοντας σκυμμένη 

εμπρός μου εκεί χωρίς να με κοιτάξει με ρωτά "ποιον 

ράβω εδώ;" - δυο τρεις φορές· όμως γιατί δεν απαντώ

ξαναρωτάει μόλις υψώνοντας το βλέμμα της μηχανικά

κατά το πρόσωπό μου μια στιγμή "ποιον ράβω εδώ;" 

- χωρίς ωστόσο πάλι να με δει. Οπότε εγώ με λύπη 

αλλά μεγάλη, ίσως γιατί λυπόμουν κιόλας για το χρώ-

μα του κουμπιού - το μαύρο αυτό - της λέω "έναν 

νεκρό". " Έναν νεκρό", της ξαναλέω με βούρκωμα στα

μάτια όπως την έβλεπα σκυμένη εμπρός μου εκεί να 

ράβει κι αυτή κλαίγοντας "μην ξαναπείς νεκρός", όλο 

έλεγε και με παρακαλούσε. 

 

      Το μαύρο κουμπί, Κέδρος, 2006 

Διαβάστε περισσότερα: https://poets.gr/el/poihtes/papageorgiou-g-kostas/771-to-mayro-koumpi/1978-to-mayro-koumpi