Απρίλιος του 19, Ευγένεια, μονοκατοικία, είχα ξαναπάει κάμποσες φορές, παλιός ζαχαροπλάστης στην Αλεξάνδρεια, ογδονταφεύγα αλλά κινητό, τάμπλετ, Άμαζον, είχε πάθος με τα πουλιά και παράγγελνε εγκυκλοπαίδειες και λευκώματα..
Όποτε πήγαινα μου 'πιανε κουβέντα - μίλαγε τρεις τέσσερις γλώσσες και καμιά φορά ρέταρε κι άρχιζε στα ξαφνικά να τραγουδάει κάτι γαλλικά, κάτι ιταλικά, όπερα μπορεί, ποιος ξέρει.
Έπιασε μια μέρα και μου 'πε όλη την ιστορία - ορφανός, πείνα, φτώχεια, παραγιός στο καλύτερο ζαχαροπλαστείο της Αλεξάνδρειας, ύστερα ήρθε κι άνοιξε δικό του μαγαζί στην Άνδρο - η Άνδρος έχει τα καλύτερα λεμόνια στον κόσμο κι εγώ έφτιαχνα το καλύτερο γλυκό λεμονάκι στον κόσμο, άμα βρω καμιά φορά λεμόνια ανδριώτικα θα σου φτιάξω να δοκιμάσεις, αυτά τώρα που 'χουνε εδώ είναι τίγκα στο λίπασμα, δηλητήρια και το μέγα έλεος - έφτιαξε το μαγαζί στην Άνδρο κι έκανε λεφτά, τα μισά τού τα 'φαγε η πρώτη του γυναίκα, τ' άλλα μισά η δεύτερη, είχε έναν γιο απ' την καθεμιά, και τώρα στα τελευταία είχανε κάνει κολεγιά και θέλανε να τον βγάλουνε από το σπίτι να το κάνουν ερμπιενμπί.
Την τελευταία φορά τον βρήκα στην αυλή, ψάθινη καρέκλα, σκυφτός, οι αγκώνες στα γόνατα, το κεφάλι στα χέρια, έκλαιγε κι έτριβε τα μάτια του σα μωρό, τα γυαλιά,
μου λέει - είχε κάτι γυαλιά σα μάσκα, όταν τα 'βγαζε ήταν σαν να 'βγαινε μαζί όλο το πρόσωπό του - τα πάτησα το πρωί και σπάσανε, και τώρα τι θα κάνω, σπάτσα γυαλιά σπάτσα ζωή, πώς θα διαβάζω τώρα, τους πήρα τηλέφωνο, ελάτε βρε να βοηθήσετε τον ανήμπορο τον πατέρα σας, ο ένας ούτε που το σήκωσε, ο άλλος έχω δουλειά τώρα, θα σε πάρω μετά.
Έκλαιγε κι έκλαιγε, τι να κάνω, πήρα τα γυαλιά και πετάχτηκα μέχρι την Αργυρώ πέρα στη Βενιζέλου, σος της λέω, το και το, τα σουλούπωσε λίγο, γύρισα και του τα 'δωσα, τώρα έκλαψε αλλιώς, μου 'πε διάφορα, σηκώθηκε σε μια στιγμή να μου φιλήσει τα χέρια, μπορεί και να μην έχω ξαναντραπεί τόσο στη ζωή μου, μου 'κανε εντύπωση, κι από πριν δηλαδή, που ήταν πεντακάθαρος και φορούσε άρωμα καλό, μου 'δειξε το βιβλίο που του 'χα πάει - τα πουλιά της Αιγύπτου, τόμος ολόκληρος με λαδί σκληρό εξώφυλλο - ύστερα έφυγα.
Κι ύστερα, κείνη τη μέρα, πέρασα να δω αν ήταν εντάξει, λες και ήξερα, και βλέπω απέξω καμιά δεκαριά μαζεμένους, μαύρα, κλαμένοι, ορθάνοιχτες οι πόρτες, λέω να μπω να μην μπω, μπήκα.
Τον είχανε βάλει στο τραπέζι, ήτανε ένας παπάς κι άλλοι δυο-τρεις, ρώτησα, στον ύπνο του σαν πουλάκι ο καημένος, αγκαλιά με τα βιβλία, ξαναρώτησα, τους ειδοποιήσαμε, είπανε θα 'ρθουνε αλλά ποιος τους ξέρει.
Στάθηκα σε μια μεριά κι ύστερα είδα πάνω στον μπουφέ τα γυαλιά, τα πήρα, τα καθάρισα και πήγα κοντά, κοιταχτήκαμε με τους άλλους, κανείς δεν είπε τίποτα, έσκυψα και του τα 'βαλα, προσεχτικά, του 'βαλα και τα πουλιά της Αιγύπτου στα χέρια, να τα 'χει παρέα εκεί που πάει.
Χρήστος Οικονόμου, Πες της, Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ