Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Καρυωτάκης Κώστας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Καρυωτάκης Κώστας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 10 Αυγούστου 2025

Κώστας Καρυωτάκης - Το εγκώμιο της θαλάσσης

I

Η θάλασσα είναι η μόνη μου αγάπη. Γιατί έχει την όψη του ιδανικού. Και τ' όνομά της είναι ένα θαυμαστικό.

Δε θυμάμαι το πρώτο αντίκρισμά της. Χωρίς άλλο θα κατέβαινα από μια κορφή, φέρνοντας αγκαλιές λουλούδια. Παιδί ακόμα, εσκεπτόμουν το ρυθμό του φλοίσβου της. Ξαπλωμένος στην αμμουδιά, εταξίδευα με τα καράβια που περνούσαν. Ένας κόσμος γεννιόταν γύρω μου. Οι αύρες μου άγγιζαν τα μαλλιά. Άστραφτε η μέρα στο πρόσωπό μου και στα χαλίκια. Όλα μου ήταν ευπρόσδεκτα: ο ήλιος, τα λευκά σύννεφα, η μακρινή βοή της.

Αλλά η θάλασσα επειδή ήξερε, είχε αρχίσει το τραγούδι της, το τραγούδι της που δεσμεύει και παρηγορεί.

Είδα πολλά λιμάνια. Στοιβαγμένες πράσινες βάρκες επήγαιναν δώθε κείθε σαν εύθυμοι μικροί μαθητές. Κουρασμένα πλοία, με ονόματα περίεργα, εξωτικά, ύψωναν κάθε πρωί τη σκιά τους. Άνθρωποι σκεφτικοί, ώριμοι από την άλμη, ανέβαιναν σταθερά τις απότομες, κρεμαστές σκάλες. Άγρια περιστέρια ζυγίζονταν στις κεραίες.

Ύστερα ενύχτωσε. Μια κόκκινη γραμμή στον ορίζοντα, μόλις έβρισκε απάντηση στις ράχες των μεγάλων, αργών κυμάτων. Εσάλευαν σαν από κάποια μυστική, εσωτερική αιτία, και άπλωναν πλησιάζοντας, για να σπάσουν απαλά, βουβά. Όλα τ' άλλα -- ο ουρανός, τα βουνά αντίκρυ, το ανοιχτό πέλαγος -- ένα τεράστιο μαύρο παραπέτασμα.


ΙΙ

Έζησε κανείς θλιβερά πράγματα. (Σπίτια μαύρα, κλειστά. Αναιμικά, εξόριστα δέντρα του δρόμου. Η «μαντάμα» μετράει απογοητευμένη τις μάρκες της. Στην πλατεία οι λούστροι, κουρασμένοι να κάθονται, σηκώνονται και παίζουν μεταξύ τους. Ο νέος νομάρχης, με μονόκλ, επροσφώνησε τους υπαλλήλους. Δίπλα εξύπνησαν για να πάρουν το τρένο. Ποτά ανδρών 10 δρ., ποτά γυναικών 32,50 δρ.) Στον άνεμο ανοίγει ένα παράθυρο, κ' έρχεται μπροστά μας. Όλα ξεχνιούνται. Είναι εκεί, άσπιλη, απέραντη, αιώνια. Με το πλατύ της γέλιο σκεπάζει την ασχήμια της. Με τη βαθύτητά της μυκτηρίζει. Η ψυχή του εμπόρου πεθαμένη και περπατεί. Η ψυχή της κοσμικής κυρίας φορεί τα πατίνια της. Η ψυχή του ανθρώπου λούζεται στην αγνότητα της θαλάσσης. Βρίσκει η νοσταλγία μας διέξοδο και ο πόνος μας την έκφρασή του.

Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2023

Κώστας Καρυωτάκης - Το καύκαλο

 Οἱ ἄνθρωποι νομίζουνε πὼς τὰ ξέρουν ὅλα. Ἔτσι κανένας δὲ θά ῾θελε νὰ ὑποθέσει πὼς ἕνα καύκαλο μέσα στὴν ὀστεοθήκη του εἶναι κάτι παραπάνω ἀπὸ ὅ,τι πιστεύεται κοινά. Γι᾿ αὐτὸ δὲν ἔτρεμε καθόλου τὸ χέρι τοῦ παράξενου ποιητῆ ὅταν ἦρθε μία μέρα νὰ ταράξει τὸν ὕπνο τῶν αἰώνων ποὺ κοιμόμουν μέσα στὸ μαῦρο μου κασονάκι, ὄξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τοῦ νεκροταφείου.

Τὶς δυὸ μικρὲς σπηλιὲς στὴ βάση τοῦ μετώπου μου - στὴ ζωὴ τ᾿ ὄνομά τους ἦταν γλυκὸ σὰν τὸ φῶς - τὶς γιόμιζε ἡ νύχτα τοῦ ἀσυνείδητου. Κάποια ἀράχνη ἐσάλευε ἀπάνω στὸ μηλίγγι μου κ᾿ εἶχε γίνει τὸ ὄνειρό μου. Ξυπνώντας ἔξαφνα, ἔνοιωσα νὰ μὲ σηκώνουν. Σίγουρα θὰ ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ χωνευτηρίου, ἐσκέφτηκα. Μὲ τὸ δίκιο τους θὰ κουράστηκαν οἱ δικοί μου νὰ πληρώνουν τόσα χρόνια τώρα τὸ μισὸ νοῖκι ποὺ ἐξασφάλιζε τὴ θέση μου στὴν αὐλὴ τῆς ἐκκλησίας. Ἀλλὰ δὲν ἦταν αὐτό. Μ᾿ ἐτύλιξαν σὲ μίαν ἐφημερίδα, κ᾿ ὕστερα ἀπὸ λίγην ὥρα ἐβρέθηκα στὸ τραπέζι τῆς μελέτης τοῦ ποιητῆ μου, ἀπάνω σ᾿ ἕνα βιβλίο ποὺ ἔτυχε νά ῾ναι κάτι εὔθυμα τραγούδια ἀγάπης.

Στὴν ἀρχὴ μ'ἄφησαν ἥσυχο νὰ κοιτάζω ὅ,τι μποροῦσε νὰ χωρέσει στὸ στενό του κύκλο τὸ βλέμμα μου, ποὺ δὲν ἦταν βέβαια βολετὸ νὰ τὸ διευθύνω ὅπου ἤθελα. Ἀντίκρυ μου ἄσπριζε τὸ κρεβάτι. Οἱ θύμησές μου ὁλοένα ἐζωήρευαν μὲ τὸ νὰ τὸ βλέπω. Τώρα θυμόμουν καθαρὰ ἕνα κρεβάτι. Δὲν ἦταν τὸ κρεβάτι τῆς τελευταίας μου ἀρρώστειας. Γιατί τὸ ξεκουραστικὸ κρεβάτι τοῦ θανάτου δὲν τὸ θυμᾶται ἕνα καύκαλο σὰν ἐμένα παρὰ μόνο γιὰ νὰ νοσταλγήσει τὴ ζωή. Θυμόμουν, ὅμως, καθαρὰ ἕνα κρεβάτι. Ὕστερα ἐπέρασε θαμπὸ ἀπὸ τὴ μνήμη μου κάτι ἄλλο... Δὲν μπόρεσα νὰ ξεχωρίσω τί. Πάει τόσος καιρὸς ἀπὸ τότε...

Ἐκοίταζα τὸ ἡμερολόγιο στὸν τοῖχο γιὰ νὰ ἰδῶ πόσα χρόνια ἐβάστηξε ὁ ὕπνος μου, ὅταν ἔνιωσα ἀπὸ τὸ θόρυβο πὼς κάποιος ἐμπῆκε στὴν κάμαρα. Ἦταν ἕνας φίλος τοῦ ἀπαγωγέα μου. Ἦρθε καὶ στάθηκε μπροστά μου. Ὁ ποιητὴς μ᾿ ἔδειξε λέγοντας: «Νὰ σοῦ συστήσω τὸν κύριο...», κ᾿ εἶπε τ᾿ ὄνομά μου, ποὺ τό᾿ χε διαβάσει στὴν ὀστεοθήκη. Ὁ ἄλλος ὑποκλίθηκε χωρικά, ἔβγαλε τὸ καπέλο του καὶ μοῦ τὸ φόρεσε. Ἄναψε κ᾿ ἕνα τσιγάρο καὶ τὸ σφήνωσε στὰ δόντια μου. Ὕστερα ἀρχίσανε νὰ γελᾶνε. Ἐγὼ τοὺς ἐκοίταζα σοβαρά, ὅπως ταιριάζει, σ᾿ ὅσους ἔζησαν τὴ ζωή, νὰ κοιτοῦνε αὐτοὺς ποὺ θὰ τὴ ζήσουν. Δὲ μὲ πείραζε καθόλου ἕνα τέτοιο φέρσιμο, μόνε συλλογιζόμουνα τί ἁπλοϊκοὶ πού ῾ναι οἱ ἄνθρωποι νὰ νομίζουνε πὼς τὰ ξέρουν ὅλα καὶ νὰ μὴ θέλουνε ποτὲ νὰ παραδεχτοῦνε πὼς ἕνα καύκαλο μπορεῖ νά ῾ναι κάτι παραπάνω ἀπὸ ὅ,τι πιστεύεται κοινά.

Δυὸ ὁλόκληρες ὧρες ἀναγκάστηκα νὰ τοὺς ἀκούω. Τὰ λόγια τους θὰ μοῦ ῾φέρναν πικρὸ τὸ χαμόγελο στὰ χείλη. Μιλούσανε γιὰ τὶς γυναῖκες τους, γιὰ τὰ βιβλία τους, γιὰ κάθε τί, σὰ νὰ μὴν ἦταν τὸ κρανίο ἑνὸς ἀνθρώπου ὅμοιου μ᾿ αὐτοὺς ἡ μπάλα ἐκείνη τῆς φρίκης ποὺ τὴ ἤξεραν τόσο κοντά τους.

Ἐφύγανε.

Ἀργά, μετὰ τὰ μεσάνυχτα, ἐγύρισε μονάχος ὁ ποιητής. Δὲν ξέρω γιατί ἔνιωσα κάτι σὰν ἕνα αἴσθημα ὑπεροχῆς νὰ μὲ κυριεύει. Καθὼς ἄναβε ἡ λάμπα, τὸ χέρι του δὲν ἦταν ὅμοια σταθερὸ ὅπως ὅταν ἄνοιγε τὸ μαῦρο μου κουτί, στὸ νεκροταφεῖο. Τὸ φῶς, πέφτοντας λοξὰ ἀπάνω μου, μοῦ ῾δωσε μίαν ὄψη παράξενα ζωντανή. Τὸ κατάλαβα ἀπὸ τὴν ἔκφραση τοῦ φίλου μου αὐτό. Μὲ πῆρε στὰ χέρι του. Ἄνοιξε τὸ παράθυρο. Θὰ μὲ πετοῦσε στὸ δρόμο, ἂν δὲν ἐκάρφωνα πιὸ μαῦρο καὶ πιὸ βαθὺ τὸ βλέμμα μου στὸ μεταξὺ τῶν ματιῶν του. Μ᾿ ἄφησε στὸ πεζοῦλι τοῦ παραθύρου κ᾿ ἔκλεισε. Ὅλη τὴ νύχτα τὸν ἄκουγα νὰ στριφογυρίζει στὸ κρεβάτι. Ἂν ἐκοιμήθηκε, θά ῾κάνε πολὺ ταραγμένο ὕπνο.

Τὸ πρωὶ βρέθηκα μέσα στὴν ὀστεοθήκη μου. Χωρὶς ἄλλο θὰ μ᾿ ἔφερε στὴ θέση μου ὁ ἴδιος ἐκεῖνος τύπος μὲ τὰ παράξενα γοῦστα. Τώρα ἀκουμπῶ τὸ σαγόνι μου στοχαστικὰ στὸ κόκκαλο τοῦ χεριοῦ καὶ σκέφτομαι τὴν περιπέτειά μου. Μοῦ φαίνεται πὼς βλέπω ἀκόμα τὸ βιβλίο μὲ τὰ εὔθυμα ἐρωτικὰ τραγούδια καὶ τὸ ἡμερολόγιο μὲ τὴν τραγικὰ προχωρημένη ἡμερομηνία. Περσότερο ὅμως συλλογιέμαι τὸ κρεβάτι. Τὸ κρεβάτι μ᾿ ἔκαμε νὰ μισοθυμηθῶ μιὰ μικρὴ ἱστορία ποὺ ἐνόμιζα πὼς εἶχα κατορθώσει νὰ ξεχάσω ὁλότελα.

Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2023

Κώστας Καρυωτάκης - Ανάγκη Χρηστότητος


Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ελληνική», στο φύλλο
της 8ης Φεβρουαρίου 1928.



Είναι περίεργος ο τρόπος με τον οποίον η παρούσα
κυβέρνησις ακολουθούσα εν τούτω τας προηγηθείσας,
εννοεί ν’ αντιμετωπίσει το υπαλληλικόν ζήτημα. Ανα-
γνωρίζει αφ’ ενός την αθλίαν από οικονομικής ιδία
απόψεως κατάστασιν των δημοσίων υπαλλήλων, εξ
άλλου όμως σπεύδει να δηλώσει διά του υπουργού της
ότι αδυνατεί να λάβει οιανδήποτε μέριμναν υπέρ αυ-
τών, διότι άλλως θα εματαιούτο η ισοσκέλισις του
προϋπολογισμού. Συμπληρούντα δε την παράδοξον
ταύτην τακτικήν τα δημοσιογραφικά της όργανα, προ-
τρέπουν τους δημοσίους υπαλλήλους να επιδιώξουν
διά των νομίμων μέσων την παρά της κυβερνήσεως
αποδοχήν των, ωσάν να μην είχε προ πολλού εξαντλη-
θεί μαζί με το τελευταίον νόμιμον μέσον και η μαρτυ-
ρική αληθώς υπομονή των ανθρώπων αυτών, οι οποί-
οι, επί σειράν ετών τρεφόμενοι με υποσχέσεις και συμ-
βουλάς, ηννόησαν πλέον τώρα, ολίγον πριν η αποθά-
νουν εξ ασιτίας, ότι απλούστατα εμπαίζονται και περι-
φρονούνται.
Η κυβέρνησις, προβάλλουσα ως δικαιολογίαν της αρ-
νήσεως της να ικανοποιήσει τα υπαλληλικά αιτήματα,
την έλλειψιν επαρκών πόρων, πράττει ότι προχειρότε-
ρον δύναται να πράξει.
Θα έπραττεν όμως καλύτερον αν εμελέτα και εξεύρι-
σκε τους απαιτούμενους πόρους, έχουσα υπ’ όψιν, ότι
ούτε το ισοζύγιον του προϋπολογισμού είναι δίκαιον
να επιτευχθεί εις βάρος της τάξεως ακριβώς εκείνης,
ήτις αμέσως συνδέεται προς την υπόστασιν του κρά-
τους, ούτε αποβαίνει κατορθωτή ή έξω των βιβλίων,
εν τοις πράγμασιν επαλήθευσις ενός τοιούτου ισοζυγί-
ου δια των οργάνων καθ’ ων τούτο στρέφεται.
Οι υπάλληλοι δεν εζήτησαν την επιβολή νέων φόρων.
Φρονούν όμως ότι θα ήτο ευχερές δια της καλλιτέρας
διαθέσεως των εννέα δισεκατομμυρίων του προϋπολο-
γισμού να περισσεύσουν τα απαιτούμενα προς αύξη-
σιν των αποδοχών των 200 περίπου εκατομμύρια
δραχμών. Όχι δε διά να πείσουν τον κ. υπουργόν των
οικονομικών, όστις καλύτερον παντός άλλου γνωρίζει
τα τρωτά σημεία της πολιτικής του, αλλ’ ίνα πληροφο-
ρηθεί η κοινή γνώμη πόσον παραγνωρίζονται τα δί-
καιά των, συνέστησεν επιτροπήν, ήτις εντός ολίγων
ημερών θα θέσει υπ’ όψιν της κυβερνήσεως τα μέσα
διά των οποίων, αν ήθελε, θα αντίκρυζεν αποτελεσμα-
τικώς την δημιουργηθείσαν κατάστασιν.
Καταρτίζεται λεπτομερής πίναξ των περιττών δαπα-
νών και των δυναμένων να πραγματοποιηθώσιν άνευ
οιασδήποτε επιβαρύνσεως του λαού δια νέων εσόδων.
Ενδεικτικώς αναφέρομεν ότι ταύτα θα προήρχοντο ως
εξής:

Τα νέα έσοδα
1. Βεβαίωσις και είσπραξις πληρεστέρα των υφι-
σταμένων φόρων, των οποίων ήδη μέγα μέρος δια-
φεύγει, λόγω ιδίως της απροθυμίας των υπαλλήλων,
αμειβομένων ανεπαρκώς. Αρκεί να λεχθεί ότι κατά τα
τρία τέταρτα αι οικοδομαί μένουν αφορολόγητοι, διότι
δεν έχουν δηλωθεί, ενώ αγρίως φορολογούνται οι δη-
λωθήσαι. Η δυσαναλογία μεταξύ εμμέσων
και αμέσων φόρων (70 και 30%) είναι άλλο σημεί-
ον, επί του οποίου θα έπρεπε να επιστήσει την προ-
σοχή της η κυβέρνησις, δεδομένου ότι οι έμμεσοι
φόροι βαρύνουν τους ολιγώτερον εύπορους.
2. Περιορισμός εις το ελάχιστον των ατελειών, αι ο-
ποίαι πρέπει να δίδονται δια να προστατεύονται αι
παραγωγικαί επιχειρήσεις και όχι διά να πλουτίζουν
ορισμένοι κεφαλαιούχοι. Είναι κολοσσιαία τα διαρρέ-
οντα εκ του Δημοσίου Ταμείου ποσά, λόγω της συνε-
χούς επεκτάσεως του μέτρου τούτου και της κατα-
στρατηγήσεως του σχετικού νόμου.
3. Εφαρμογή του μονοπωλίου του καπνού. Το μονο-
πώλιον ισχύει εις τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη,
δεν καθιερώθη δε παρ’ ημίν, διότι δεν συμφέρει εις 4-
5 εκατομμυριούχους καπνεμπόρους, ενώ αντιθέτως θα
έσωζεν από την αθλιότητα πλήθος καπνεργατών και
θα ωφέλει ακόμη τους μικρότερους εμπόρους.
4. Κατάργησις των χορηγουμένων εις μεγάλην κλί-
μακα αναστολών κατά την πληρωμήν των φόρων,
αίτινες συντελούσιν εις το να χρονίζουν τα προς το
Δημόσιον χρέη και να μην πληρώνονται τελικώς οι
φόροι.
5. Συστηματική οργάνωσις της καταδιώξεως του
λαθρεμπορίου, ατελέστατα νυν διεξαγομένης.
6. Κατάργησις του ενός των δύο αστυνομικών σωμά-
των, χωροφυλακής και αστυνομίας πόλεων.
7. Ανασύστασις της Επιτροπής Προμηθειών προς
περιορισμόν της σπατάλης κατά την διενέργειαν
των προμηθειών του Δημοσίου.
8. Απόλυσις των άνευ υπηρεσιακής ανάγκης δι
κομματικούς λόγους διορισθέντων τελευταίως απει-
ραρίθμων υπαλλήλων, κατάργησις των συσταθει-
σών δια σκανδαλωδών νομοθετημάτων νέων θέσε-
ων εις διάφορα υπουργεία, αυστηρός έλεγχος των
νέων διορισμών υπό ειδικών επιτροπών εξ ανωτάτων
δημοσίων λειτουργών.
9. Εξίσωσις των αποδοχών, αφαιρουμένων των χο-
ρηγουμένων εις υπαλλήλους ορισμένων κλάδων
επιδομάτων και των εκτάκτων λόγω ιδία συμμετο-
χής εις επιτροπάς επιχορηγήσεων, ώστε να μη πλου-
τίζουν ολίγοι προνομιούχοι λαμβάνοντες δεκάδας
χιλιάδων δραχμών κατά μήνα, εις βάρος της ολότη-
τος των λιμοκτονούντων υπαλλήλων.

Κράτος και υπάλληλοι
Τινά μόνον των μέτρων τούτων αν ελάμβανεν η κυ-
βέρνησις και αν τα ελάμβανεν ειλικρινώς και μετά
παρρησίας, θα ήτο εις θέσιν να ικανοποιήσει τα υπαλ-
ληλικά αιτήματα, αλλά και να παρουσιάσει περίσσευ-
μα εις τον προϋπολογισμόν της. Αντί αυτού αρκείται
ν’ απευθύνει υποθήκας, συνιστώσα προς τους υπαλλή-
λους να υπομείνωσι μέχρι τέλους την δυστυχίαν, δια-
ποικίλλει ενίοτε τας παραινέσεις της με απειλάς και
λησμονεί ότι η πείνα είναι ο πειστικότερος των συμ-
βούλων και ότι άνθρωποι γνωρίζοντες ότι κατεδικά-
σθησαν ν’ αποθάνουν εξ ασιτίας ουδέν άλλο θα εφο-
βούντο ολιγότερον από το ν’ αποθάνουν εξ ασιτίας το
ταχύτερον.
Δεν δύνανται αφ’ εταίρου οι υπάλληλοι να λησμονή-
σουν πως επολιτεύθη το κράτος, όταν άλλη μεγάλη
τάξις οργάνων του, των οποίων αι υπηρεσίαι δεν είναι
βεβαίως σημαντικότεραι, ηξίωσαν την συμφώνως προς
τας ανάγκας της ζωής ρύθμισιν της μισθοδοσίας των.
Αι ταμειακαί δυσχέρειαι υπήρχον και τότε, η ισορρο-
πία του προϋπολογισμού θα διεκινδυνεύετο κατά τον
ίδιον ακριβώς τρόπον, αλλά, δια την καλή των τύχην,
τα όργανα εκείνα διέθετον, πλην των παρακλήσεων
και των ικεσιών, και άλλα πειστικότερα επιχειρήματα.
Και ευρέθη αμέσως τρόπος να αυξηθούν αι αποδοχαί
των, διότι εις την λογικήν του γρόνθου, και μόνον
εις αυτήν, υποχωρούν τα πάντα εν Ελλάδι.
Αλλά μήπως έπραξε τίποτε η κυβέρνησις δια να ενι-
σχύσει ηθικώς τους υπαλλήλους, δια να εξασφαλίσει
την ανεξαρτησίαν των, δια να τους απαλλάξει από τας
κομματικάς πιέσεις; Ούτε μία δραχμή δεν θ’ απητείτο
προς τούτο. Τουναντίον θα περιεστέλλοντο αι εκ των
σημερινών ατασθαλιών δαπάναι. Εν τούτοις το από
ετών καταρτιζόμενον σχέδιον νόμου «Περί καταστά-
σεως των πολιτικών υπαλλήλων της Διοικήσεως» μέ-
νει ακόμη σχέδιον νόμου και οι υπάλληλοι εξακολου-
θούν να διορίζονται, να παύονται, να μετατίθηνται, να
προάγονται, να τιμωρούνται συμφώνως με τα ορέξεις
των διαφόρων κομματαρχών. Συμβαίνει δε ώστε οι
χρηστότεροι ακριβώς και ικανότεροι εξ αυτών να
υποσκελίζονται από τους επιτηδειότερους. Τα υπη-
ρεσιακά συμβούλια κατ’ ουσίαν κατηργήθησαν, διότι
ή έγιναν τυφλά όργανα των υπουργών ή εκδίδουν
γνωματεύσεις μηδέποτε εισακουομένας. Ο υπάλλη-
λος γνωρίζει ότι η φιλοπονία και η ευσυνειδησία
εις ουδέν ωφελούν και εκλέγει την συντομοτέραν
οδόν ίνα προαχθεί και σταδιοδρομήσει. Οι υπουρ-
γοί, αναλαμβάνοντες την αρχήν, φέρουν μεθ’ εαυ-
τόν στρατιάν όλην αργοσχόλων, οι οποίοι εννοούν
να φιλοξενηθούν εις τον δεινοπαθούντα προϋπολο-
γισμόν. Οι μετέχοντες εις την κυβέρνησιν αρχηγοί
των κομμάτων διανέμουν μεταξύ των, αναλόγως
της πολιτικής των ισχύος, ωσάν να επρόκειτο περί
πατρικής των κληρονομίας, όλας τας θέσεις, από
τας των πρεσβευτών και των νομαρχών μέχρι των
θέσεων των ιερέων του Α’ Νεκροταφείου, και τας
προσφέρουν εις τους οπαδούς των εις αντάλλαγμα
αμφιβόλων υπηρεσιών.
Εις την ατμόσφαιραν αυτήν του κομματισμού και της
συναλλαγής ου χρηστοί υπάλληλου ασφυκτιούν. Από
τας υπηρεσιακάς ενεργείας εκλείπει ολονέν περισσό-
τερον η γενική τάσις, ο ανώτερος σκοπός. Τα προ-
γράμματα, αι κατευθυντήριοι γραμμαί, τα εθνικά
και ανθρώπινα ιδεώδη, προς τα οποία ητένιζον
άλλοτε οι φορείς της κρατικής εξουσίας, είναι σή-
μερον λέξεις κεναί. Τα πνεύμα της εποχής - ύλη και
βία– πληροί τους θαλάμους των υπουργείων.
Ο εις μετά τον άλλον οι ευσυνείδητοι υπάλληλοι
υποχωρούν ή υποκύπτουν εις την διαφθοράν. Επί
νέων βάσεων γίνεται η υπηρεσιακή αγωγή. Οι αφε-
λείς, όσοι επίστευσαν ότι θα εργασθούν τιμίως, με
γνώμονα το κοινό συμφέρον, σύμφωνα με τον όρκο
που έδωσαν, πληροφορούνται ότι άλλος είναι ο
προορισμός των.
Σπασμωδικαί ενέργειαι, αντιφατικαί αποφάσεις,
υπό την πίεσιν σήμερον του ενός και αύριον του
άλλου ισχυρού, ατελεύτητος σειρά χαριστικών
πράξεών, διασπάθισις του δημοσίου χρήματος, ι-
δού το σύνηθες περιεχόμενον της κρατικής επιτα-
γής.

Το καθήκον της Κυβερνήσεως
Είναι καιρός πλέον να παύσουν αι ασχήμιαι. Η κυβέρ-
νησις οφείλει να εξαρθεί εις το ύψος της αποστολής
της. Εκείνοι τους οποίους η εξέλιξις των πολιτικών
πραγμάτων έθεσε κατά τας παρούσας κρισίμους διά
το Έθνος στιγμάς επί κεφαλής των μεγάλων κλάδων
της Διοικήσεως, έχουν υποχρέωσιν να παράσχουν
εαυτούς υπόδειγμα ανιδιοτελούς δράσεως και ευγε-
νούς προσηλώσεως εις το καθήκον. Πρέπει να εννοή-
σουν οι διοικούντες τον τόπον ότι αποκλειστική
αρμοδιότης των δεν είναι η προς εξυπηρέτησιν
τούτου ή εκείνου του κόμματος καθοδήγησις του
υπαλληλικού κόσμου ως τυφλής και αμόρφου μάζης.
Αν μόνη η συνείδησις των δεν είναι ικανή να τους υπα-
γορεύσει τον όρθόν τρόπον του πολιτεύεσθαι, ας ενθυ-
μηθούν τουλάχιστον πόσον οικτρώς απέτυχεν κατά το
παρελθόν πάσα προσπάθεια, είτε ατόμων είτε ομάδων,
όταν αύτη έτεινεν εις σκοπούς ελάχιστα αγνούς, τους
οποίους η μεγάλη πλειονότης του λαού, επειδή πάντοτε,
και ανομολογήτους έτι, εγνώριζεν, ηδυνήθη τέλος να
καταδικάσει.
Αι δημοσιοϋπαλληλικαί οργανώσει, δια του αγώνος τον
οποίον ανέλαβον, αποβλέπουν μεν εις την οικονομικήν
ενίσχυσιν του υπαλλήλου, αλλ’ επιδιώκουν κυρίως την
ηθικήν εξύψωσιν αυτού, την ανόρθωσιν των υπηρε-
σιών, τον καθαρισμόν της κρατικής μηχανής από πα-
ντός ξένου και φθοροποιού στοιχείου, εις τρόπον ώστε
η απαιτηθησομένη διά την υλικήν ενίσχυσιν των υπαλ-
λήλων δαπάνη να γίνει φυσιολογικώς, άνευ ουδεμίας
επιβαρύνσεως του λαού, συγχρόνως δε, αποβαίνουσα
γόνιμος και παραγωγική, ν’ αποδοθεί πολλαπλάσιος εις
εργασίαν και εθνικόν πλούτον.
Αφού η κυβέρνησις το αγνοεί ή σκοπίμως το λησμονεί,
ας το βροντοφωνήσωμεν ημείς, οι δημόσιοι υπάλληλοι:
Δεν έχομεν ανάγκην νέων πόρων. Έχομεν ανάγκην
χρηστής διοικήσεως. Τούτο είναι το σύνθημα, το ο-
ποίον κατευθύνει ήδη τας προσπαθείας μας.


Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ελληνική», στο φύλλο
της 8ης Φεβρουαρίου 1928.

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2022

Κώστας Καρυωτάκης - Φυγή

 

Ι

Αισθάνομαι την πραγματικότητα με σωματικό πόνο. Γύρω δεν υπάρχει ατμόσφαιρα, αλλά τείχη που στενεύουν διαρκώς περισσότερο, τέλματα στα οποία βυθίζομαι ολοένα. Αναρχούμαι από τις αισθήσεις μου.


Η παραμικρότερη υπόθεση γίνεται τώρα σωστή περιπέτεια. Για να πω μια κοινή φράση, πρέπει να τη διανοηθώ σ' όλη της την έκταση, στην ιστορική της θέση, στις αιτίες και τα αποτελέσματά της. Αλγεβρικές εξισώσεις τα βήματά μου.



ΙΙ

Είμαι ο Φαίδων ριγμένος στη λάσπη. Θαυμαστό βιβλίο, που οι έννοιές του δε θα το σώσουν από τον άνεμο και τη βροχή, από τα στοιχεία και τους ανθρώπους.



ΙΙΙ

Στο χυδαίο αυτό καρναβάλι, εφόρεσα αληθινή πορφύρα, στέμμα από καθαρό, ατόφιο χρυσάφι, ύψωσα ένα σκήπτρο πάνω από τα πλήθη, κ' επήγαινα ακολουθώντας την εσωτερική μου φωνή. Έχανα τη συνείδηση του περιβάλλοντος, αλλά επήγαινα σαν υπνοβάτης, ακολουθώντας την εσωτερική μου φωνή. Οι παλιάτσοι έτρεχαν μπροστά μου ή εχόρευαν γύρω δαιμονισμένα. Εφώναζαν, εχτυπούσαν. Αλλά εγώ επήγαινα βλέποντας τα σύννεφα και ακολουθώντας την εσωτερική μου φωνή. Δυσκολότατα επροχωρούσα. Με τους αγκώνες άνοιγα τόπο, αφήνοντας πίσω μου ράκη. Αποσταμένος, ματωμένος, στάθηκα κάπου. Στον ήλιο έσπαζαν οι καγχασμοί των άλλων. Κ' ήμουν γυμνός. Γέρνοντας βαθιά, σαν τσακισμένο δέντρο, άκουσα για τελευταία φορά την εσωτερική μου φωνή.



ΙV

Και τώρα έχασα την ήρεμο ενατένιση. Πού ν' αφήσω το βάρος του εαυτού μου; Δεν μπορώ να συμφιλιωθώ με τους κήπους. Τα βουνά με ταπεινώνουν. Για να δώσω τροφή στους λογισμούς μου, παίρνω το μεγάλο, δημόσιο δρόμο. Δύο φορές δε θα ιδώ το ίδιο πράγμα. Οι χωρικοί που στέκονται απορημένοι, έχουν την άγνοια και την υγεία. Τα σπίτια τους είναι παλάτια παραμυθιού. Οι κατσίκες τους δε μηρυκάζουν σκέψεις. Χτυπώ το πόδι και φεύγω. Περπατώ ολόκληρες μέρες. Πού πηγαίνω; Όταν γυρίσω το κεφάλι, ξέρω πως θ' αντικρίσω το φάσμα του εαυτού μου.




Η «Φυγή» του Κώστα Καρυωτάκη (1896 -1928) δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Νέα Εστία» τον Ιούλιο του 1929. 

Σάββατο 21 Μαΐου 2022

Κώστας Καρυωτάκης-Το εγκώμιο της θαλάσσης


Ι

Ἡ θάλασσα εἶναι ἡ μόνη μου ἀγάπη. Γιατί ἔχει τὴν ὄψη τοῦ ἰδανικοῦ. Καὶ τ᾿ ὄνομά της εἶναι ἕνα θαυμαστικό.

Δὲ θυμᾶμαι τὸ πρῶτο ἀντίκρισμά της. Χωρὶς ἄλλο θὰ κατέβαινα ἀπὸ μία κορφή, φέρνοντας ἀγκαλιὲς λουλούδια. Παιδὶ ἀκόμα, ἐσκεπτόμουν τὸ ρυθμὸ τοῦ φλοίσβου της. Ξαπλωμένος στὴν ἀμμουδιά, ἐταξίδευα μὲ τὰ καράβια ποὺ περνοῦσαν. Ἕνας κόσμος γεννιόταν γύρω μου. Οἱ αὖρες μοῦ ἄγγιζαν τὰ μαλλιά. Ἄστραφτε ἡ μέρα στὸ πρόσωπό μου καὶ στὰ χαλίκια. Ὅλα μοῦ ἦταν εὐπρόσδεκτα: ὁ ἥλιος, τὰ λευκὰ σύννεφα, ἡ μακρινὴ βοή της.

Ἀλλὰ ἡ θάλασσα ἐπειδὴ ἤξερε, εἶχε ἀρχίσει τὸ τραγούδι της, τὸ τραγούδι της ποὺ δεσμεύει καὶ παρηγορεῖ.

Εἶδα πολλὰ λιμάνια. Στοιβαγμένες πράσινες βάρκες ἐπήγαιναν δῶθε κεῖθε σὰν εὔθυμοι μικροὶ μαθητές. Κουρασμένα πλοῖα, μὲ ὀνόματα περίεργα, ἐξωτικά, ὕψωναν κάθε πρωὶ τὴ σκιά τους. Ἄνθρωποι σκεφτικοί, ὥριμοι ἀπὸ τὴν ἅλμη, ἀνέβαιναν σταθερὰ τὶς ἀπότομες, κρεμαστὲς σκάλες. Ἄγρια περιστέρια ζυγίζονταν στὶς κεραῖες.

Ὕστερα ἐνύχτωσε. Μιὰ κόκκινη γραμμὴ στὸν ὁρίζοντα, μόλις ἔβρισκε ἀπάντηση στὶς ράχες τῶν μεγάλων, ἀργῶν κυμάτων. Ἐσάλευαν σὰν ἀπὸ κάποια μυστική, ἐσωτερικὴ αἰτία, καὶ ἅπλωναν πλησιάζοντας, γιὰ νὰ σπάσουν ἀπαλά, βουβά. Ὅλα τ᾿ ἄλλα -- ὁ οὐρανός, τὰ βουνὰ ἀντίκρυ, τὸ ἀνοιχτὸ πέλαγος -- ἕνα τεράστιο μαῦρο παραπέτασμα.

ΙΙ

Ἔζησε κανεὶς θλιβερὰ πράγματα. (Σπίτια μαῦρα, κλειστά. Ἀναιμικά, ἐξόριστα δέντρα τοῦ δρόμου. Ἡ «μαντάμα» μετράει ἀπογοητευμένη τὶς μάρκες της. Στὴν πλατεία οἱ λοῦστροι, κουρασμένοι νὰ κάθονται, σηκώνονται καὶ παίζουν μεταξύ τους. Ὁ νέος νομάρχης, μὲ μονόκλ, ἐπροσφώνησε τοὺς ὑπαλλήλους. Δίπλα ἐξύπνησαν γιὰ νὰ πάρουν τὸ τρένο. Ποτὰ ἀνδρῶν 10 δρ., ποτὰ γυναικῶν 32,50 δρ.) Στὸν ἄνεμο ἀνοίγει ἕνα παράθυρο, κ᾿ ἔρχεται μπροστά μας. Ὅλα ξεχνιοῦνται. Εἶναι ἐκεῖ, ἄσπιλη, ἀπέραντη, αἰώνια. Μὲ τὸ πλατύ της γέλιο σκεπάζει τὴν ἀσχήμια της. Μὲ τὴ βαθύτητά της μυκτηρίζει. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἐμπόρου πεθαμένη καὶ περπατεῖ. Ἡ ψυχὴ τῆς κοσμικῆς κυρίας φορεῖ τὰ πατίνια της. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου λούζεται στὴν ἁγνότητα τῆς θαλάσσης. Βρίσκει ἡ νοσταλγία μας διέξοδο καὶ ὁ πόνος μας τὴν ἔκφρασή του.

Παρασκευή 23 Απριλίου 2021

Κώστας Καρυωτάκης-Ο κήπος της Αχαριστίας


Θὰ καλλιεργήσω τὸ ὡραιότερο ἄνθος. Στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων θὰ φυτέψω τὴν Ἀχαριστία. Εὐνοϊκοὶ εἶναι οἱ καιροί, κατάλληλος ὁ τόπος. Ὁ ἄνεμος τσακίζει τὰ δέντρα. Στὴ νοσηρὴ ἀτμόσφαιρα ὀρθώνονται φίδια. Οἱ ἐγκέφαλοι, ἐργαστήρια κιβδηλοποιῶν. Τερατώδη νήπια τὰ ἔργα, ὑπάρχουν στὶς γυάλες. Καὶ μέσα σὲ δάσος ἀπὸ μάσκες, ζήτησε νὰ ζήσεις. Ἐγὼ θὰ καλλιεργήσω τὴν Ἀχαριστία.

Ὅταν ἔρθει ἡ τελευταία ἄνοιξις, ὁ κῆπος μου θά ῾ναι γεμάτος ἀπὸ θεσπέσια δείγματα τοῦ εἴδους. Τὰ σεληνοφώτιστα βράδια, μονάχος θὰ περπατῶ στοὺς καμπυλωτοὺς δρόμους, μετρώντας αὐτὰ τὰ λουλούδια. Πλησιάζοντας μὲ κλειστὰ μάτια τὴ βελούδινη, σκοτεινὴ στεφάνη τους, θὰ νιώθω στὸ ἀπρόσωπο τοὺς αἰχμηρούς των στημόνες καὶ θ᾿ ἀναπνέω τ᾿ ἄρωμά τους.

Οἱ ὧρες θὰ περνοῦν, θὰ γυρίζουν τ᾿ ἄστρα, καὶ οἱ αὖρες θὰ πνέουν, ἀλλὰ ἐγώ, γέρνοντας ὁλοένα περσότερο, θὰ θυμᾶμαι.

Θὰ θυμᾶμαι τὶς σφιγμένες γροθιές, τὰ παραπλανητικὰ χαμόγελα καὶ τὴν προδοτικὴ ἀδιαφορία.

Θὰ μένω ἀκίνητος ἡμέρες καὶ χρόνια, χωρὶς νὰ σκέπτομαι, χωρὶς νὰ βλέπω, χωρὶς νὰ ἐκφράζω τίποτε ἄλλο. Θὰ εἶμαι ὁλόκληρος μία πικρὴ ἀνάμνησις, ἕνα ἄγαλμα ποὺ γύρω του θὰ μεγαλώνουν τροπικὰ φυτά, θὰ πυκνώνουν, θὰ μπερδεύονται μεταξύ τους, θὰ κερδίζουν τὴ γῆ καὶ τὸν ἀέρα. Σιγὰ σιγὰ οἱ κλῶνοι τους θὰ περισφίγγουν τὸ λαιμό μου, θὰ πλέκονται στὰ μαλλιά μου, θὰ μὲ τυλίγουν μὲ ἀνθρώπινη περίσκεψη.

Κάτου ἀπὸ τὴ σταθερή τους ὤθηση, θὰ βυθίζομαι στὸ χῶμα.

Καὶ ὁ κῆπος μου θὰ εἶναι ὁ κῆπος τῆς Ἀχαριστίας.

Αλεξανδρινή Τέχνη, 1929

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2019

Κώστας Καρυωτάκης - Ἡ ἀποχαιρετιστήρια ἐπιστολή

Εἶναι καιρὸς νὰ φανερώσω τὴν τραγῳδία μου. Τὸ μεγαλύτερό μου ἐλάττωμα στάθηκε ἡ ἀχαλίνωτη περιέργειά μου, ἡ νοσηρὴ φαντασία καὶ ἡ προσπάθειά μου νὰ πληροφορηθῶ γιὰ ὅλες τὶς συγκινήσεις, χωρὶς τὶς περσότερες, νὰ μπορῶ νὰ τὶς αἰσθανθῶ. Τὴ χυδαία ὅμως πράξη ποὺ μοῦ ἀποδίδεται τὴ μισῶ. Ἐζήτησα μόνο τὴν ἰδεατὴ ἀτμόσφαιρά της, τὴν ἔσχατη πικρία. Οὔτε εἶμαι ὁ κατάλληλος ἄνθρωπος γιὰ τὸ ἐπάγγελμα ἐκεῖνο. Ὁλόκληρο τὸ παρελθόν μου πείθει γι᾿ αὐτό. Κάθε πραγματικότης μοῦ ἦταν ἀποκρουστική.

Εἶχα τὸν ἴλιγγο τοῦ κινδύνου. Καὶ τὸν κίνδυνο ποὺ ἦρθε τὸν δέχομαι μὲ πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω γιὰ ὅσους, καθὼς ἐγώ, δὲν ἔβλεπαν κανένα ἰδανικὸ στὴ ζωή τους, ἔμειναν πάντα ἕρμαια τῶν δισταγμῶν τους, ἢ ἐθεώρησαν τὴν ὕπαρξή τους παιχνίδι χωρὶς οὐσία. Τοὺς βλέπω νὰ ἔρχονται ὁλοένα περισσότεροι μαζὶ μὲ τοὺς αἰῶνες. Σ᾿ αὐτοὺς ἀπευθύνομαι.

Ἀφοῦ ἐδοκίμασα ὅλες τὶς χαρές !!! εἶμαι ἕτοιμος γιὰ ἕναν ἀτιμωτικὸ θάνατο. Λυποῦμαι τοὺς δυστυχισμένους γονεῖς μου, λυποῦμαι τὰ ἀδέλφια μου. Ἀλλὰ φεύγω μὲ τὸ μέτωπο ψηλά. Ἤμουν ἄρρωστος.

Σᾶς παρακαλῶ νὰ τηλεγραφήσετε, γιὰ νὰ προδιαθέσῃ τὴν οἰκογένειά μου, στὸ θεῖο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, ὁδὸς Μονῆς Προδρόμου, πάροδος Ἀριστοτέλους, Ἀθήνας.

Κ.Γ.Κ.

[Υ.Γ.] Καὶ γιὰ ν᾿ ἀλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω ὅσους ξέρουν κολύμπι νὰ μὴν ἐπιχειρήσουνε ποτὲ νὰ αὐτοκτονήσουν διὰ θαλάσσης. Ὅλη νύχτα ἀπόψε ἐπὶ δέκα ὧρες, ἐδερνόμουν μὲ τὰ κύματα. Ἤπια ἄφθονο νερό, ἀλλὰ κάθε τόσο, χωρὶς νὰ καταλάβω πῶς, τὸ στόμα μου ἀνέβαινε στὴν ἐπιφάνεια. Ὠρισμένως, κάποτε, ὅταν μοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία, θὰ γράψω τὶς ἐντυπώσεις ἑνὸς πνιγμένου.

Κ.Γ.Κ.

Πηγή:http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/kwstas_karywtakhs/

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2019

Κώστας Καρυωτάκης- Τρεις μεγάλες χάρες


Ὄμορφος κόσμος, ἠθικός, ἀγγελικὰ πλασμένος!
Δ. Σολωμός

Ι. ΚΑΛΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ
Εἶναι ἕνας ἀγαθὸς γεροντάκος. Ἔπειτα ἀπὸ τριάντα χρόνων ὑπηρεσία, ἔχει νὰ διατρέξει ὅλους τοὺς βαθμούς. Γραφεὺς στὸ πρωτόκολλο.

Πάντα ἔκανε τὴ δουλειά του εὐσυνείδητα, σχεδὸν μὲ κέφι. Σκυμμένος ἀπὸ τὸ πρωὶ ὡς τὸ βράδυ στὸ παρθενικὸ βιβλίο του, περνοῦσε τοὺς ἀριθμοὺς καὶ ἀντέγραφε τὶς περιλήψεις. Κάποτε, μετὰ τὴν καταχώριση ἑνὸς εἰσερχομένου ἢ ἑνὸς ἐξερχομένου, ἐτράβαγε μιὰ γραμμὴ ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὴν τελευταία στήλη καὶ προχωροῦσε πρὸς τὸ περιθώριο, ἔτσι σὰν ἀπόπειρα φυγῆς. Αὐτὴ ἡ οὐρὰ δὲν εἶχε θέση ἐκειμέσα, ὅμως τὴν τραβοῦσε βιαστικά, μὲ πεῖσμα, θέλοντας νὰ ἐκφράσει τὸν ἑαυτό του. Ἂν ἔσκυβε κανεὶς πάνω στὴν ἁπλὴ καὶ ἴσια γραμμούλα, θὰ διάβαζε τὴν ἱστορία τοῦ καλοῦ ὑπαλλήλου.

Νέος ἀκόμη, μπαίνοντας στὴν ὑπηρεσία, ἐχαιρέτησε μὲ συγκαταβατικὸ χαμόγελο τοὺς συναδέλφους του. Ἔτυχε νὰ καθίσει σ᾿ αὐτὴν τὴν καρέκλα. Κ᾿ ἔμεινε ἐκεῖ. Ἦρθαν ἄλλοι ἀργότερα, ἔφυγαν, ἐπέθαναν. Αὐτὸς ἔμεινε ἐκεῖ. Οἱ προϊστάμενοί του τὸν θεωροῦσαν ἀπαραίτητο. Εἶχε ἀποκτήσει μία φοβερή, μοιραία εἰδικότητα.

Ἐλάχιστα πρακτικὸς ἄνθρωπος. Τίμιος, ἰδεολόγος. Μ᾿ ὅλη τὴ φτωχική του ἐμφάνιση, εἶχε ἀξιώσεις εὐπατρίδου. Ἕνα πρωί, ἐπειδὴ ὁ Διευθυντής του τοῦ μίλησε κάπως φιλικότερα, ἐπῆρε τὸ θάρρος, τοῦ ἀπάντησε στὸν ἑνικό, ἐγέλασε μάλιστα ἀνοιχτόκαρδα καὶ τὸν χτύπησε στὸν ὦμο. Ὁ κύριος Διευθυντὴς τότε, μ᾿ ἕνα παγωμένο βλέμμα, τὸν ἐκάρφωσε πάλι στὴ θέση του. Κ᾿ ἔμεινε ἐκεῖ.

Τώρα, βγαίνοντας κάθε βράδυ ἀπὸ τὸ γραφεῖο, παίρνοντας τὸν παραλιακὸ δρόμο, βιαστικὸς βιαστικός, γυρίζοντας δαιμονισμένα τὸ μπαστούνι του μὲ τὴν ὡραία, νικέλινη λαβή, γράφει κύκλους μέσα στὸ ἄπειρο. Καὶ μέσα στοὺς κύκλους τὰ σημεῖα τοῦ ἀπείρου. Ὅταν περάσει τὰ τελευταῖα σπίτια, θ᾿ ἀφήσει πάντα νὰ ξεφύγει ψηλὰ μὲ ὁρμὴ τὸ μπαστούνι του, ἔτσι σὰν ἀπόπειρα λυτρωμοῦ.

Μετὰ τὸν περίπατο τρυπώνει σὲ μία ταβέρνα. Κάθεται μόνος, ἀντίκρυ στὰ μεγάλα, φρεσκοβαμμένα βαρέλια. Ὅλα ἔχουν γραμμένο πάνω ἀπ᾿ τὴν κάνουλα, μὲ παχιά, μαῦρα γράμματα, τ᾿ ὄνομά τους: Πηνειός, Γάγγης, Μισσισσιππῆς, Τάρταρος. Κοιτάζει ἐκστατικὸς μπροστά του. Τὸ τέταρτο ποτηράκι γίνεται ποταμόπλοιο, μὲ τὸ ὁποῖο ταξιδεύει σὲ θαυμάσιους, ἄγνωστους κόσμους. Ἀπὸ τὰ πυκνὰ δέντρα, πίθηκοι σκύβουν καὶ τὸν χαιρετᾶνε. Εἶναι εὐτυχής.

II. ΕΝΑΣ ΠΡΑΚΤΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ

Δὲν ξέρω τί φοροῦσε στὸ κεφάλι. Τὰ ροῦχα της δὲν εἶχαν οὔτε σχῆμα οὔτε χρῶμα. Ἐμπῆκε στὸ γραφεῖο κρατώντας στὴν ἀγκαλιὰ δυὸ παιδιὰ καὶ σέρνοντας τέσσερα. Καθένα ἔκλαιγε ἢ ἐφώναζε μὲ ἰδιαίτερο τρόπο. Ἄλλο τραβοῦσε τὸ φουστάνι της, ἄλλο τὰ μαλλιά της. Ἕνα ἀγόρι ὡς τριῶν χρονῶν ἔτρεμε μὲ κάτι παράξενα ἀναφιλητά, χωρὶς νὰ κλαίει. Ὅλα μαζὶ -- φριχτὴ συμφωνία -- ἐκοίταζαν τὴ μητέρα τους ὅπως οἱ μουσικοὶ τὸ μαέστρο. Αὐτὴ ὅμως εἶχε ξεχάσει τὴν παρτιτούρα της σ᾿ ἕνα κομψὸ γραφειάκι ἀπὸ acajou.

Στάθηκε μπροστά μας μὲ ὀρθάνοιχτα μάτια. Κάτι σὰν ψεύτικο γέλιο, μιὰ γκριμάτσα οἴκτου πρὸς τὸν ἑαυτό της, ἐξηγοῦσε τὰ λόγια της. Ἦταν Ἀρμένισσα. Ὁ ἄντρας της ἐπέθανε σ᾿ ἕνα χωριό, κ᾿ ἦρθε ἀπὸ κεῖ ζητώντας ψωμὶ γιὰ τὰ παιδιά της. Τώρα παρακαλοῦσε νὰ στεγασθεῖ. Κάποιος ποὺ ἤξερε τὴ γλῶσσα της τῆς εἶπε ὅτι δὲν ὑπῆρχε πουθενὰ θέσις. Καὶ καθὼς δὲν ἤθελε νὰ καταλάβει, τὴν ἔβγαλαν ἔξω στὸ διάδρομο. Ἔμεινε ξαπλωμένη μὲ τὰ παιδιά της ὡς τὸ μεσημέρι. Τὴν ἄλλη μέρα, ἡ ἴδια ἱστορία. Ἦρθε πολλὲς φορὲς ἀκόμη.

Ἐπιτέλους τὴν ἔριξαν σὲ μία ἀποθήκη. Τριάντα οἰκογένειες προσφύγων ποὺ ἔμεναν ἐκειμέσα εἶχαν χωρίσει τὰ νοικοκυριά τους πρόχειρα, μὲ φανταστικοὺς τοίχους. Μπόγοι, κασέλες, κουβέρτες ἁπλωμένες, ξύλα βαλμένα στὴ γραμμή, ἐσχημάτιζαν τετράγωνα, τὰ μαχητικὰ τετράγωνα τῆς τελευταίας ἀμύνης. Σ᾿ αὐτὲς τὶς φωλιὲς ἀκινητοῦσαν ἢ ἐσάλευαν πένθιμα σκιὲς ἀνθρώπων. Τρεῖς τρεῖς, πέντε πέντε, σκορπισμένοι ἀνάμεσα σὲ ρυπαρὰ ροῦχα καὶ ὑπολείμματα ἐπίπλων, ἦταν σὰ νὰ ψιθύριζαν παραμύθια ἢ νὰ προσπαθοῦσαν σιγὰ ν᾿ ἀποτινάξουν τὸ σκοτάδι.

Τώρα ἡ ἀποθήκη φωτίζεται ἀπὸ ἕνα κερί. Κάποιο δέμα τυλιγμένο μὲ καθαρὸ ἄσπρο πανὶ ἔχει τοποθετηθεῖ προσεκτικά, κάθετα πρὸς τὸν τοῖχο, χάμου. Εἶναι τὸ μικρότερο ἀπὸ τὰ ἕξι παιδιὰ τῆς Ἀρμένισσας, ποὺ πέθανε λίγες ὧρες μετὰ τὴν ἐγκατάστασή τους. Τ᾿ ἀδέλφια του παίζουν ἔξω στὸν ἥλιο. Ἡ μητέρα, ξαλαφρωμένη, παραστέκει γιὰ τελευταία φορὰ τὸ μωρό της. Οἱ ἄλλες γυναῖκες τὴ μακαρίζουν, γιατί θὰ μπορέσει ἀπὸ αὔριο νὰ πιάσει δουλειά. Εἶναι σχεδὸν εὐτυχής. Καὶ ὁ νεκρὸς ἀκόμη περιμένει μὲ τόση ἀξιοπρέπεια...

ΙΙΙ. ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ BOVARY

Στὴ μέση τῆς γιορτῆς προχωροῦσε ἀργά. Καθὼς ὅλοι βιάζονταν γύρω της, ἦταν σὰν ἕνα μαῦρο στίγμα σὲ πανὶ κινηματογράφου. Συντροφιὲς ἀπὸ νέους περνοῦσαν. Ἄλλοι τὴν ἔβλεπαν κ᾿ ἐξακολουθοῦσαν τὸ δρόμο τους, ἄλλοι τῆς ἐσφύριζαν ἕνα κομπλιμέντο, ἄλλοι τῆς ἔλεγαν διστακτικὰ μιὰ φράση περιμένοντας ἀπάντηση. Ὅπου ὁ συνωστισμὸς ἦταν μεγαλύτερος, ἡ τόλμη ἐλευθερώνοταν καὶ δὲν ἀρκοῦσαν τὰ λόγια. Κάποιος ἐστάθηκε γελώντας μπροστά της, πρόσωπο μὲ πρόσωπο, ὥρα πολλή. Ναῦτες ἐπέρασαν δίπλα, κι ὅλοι ἐπρόσεξαν νὰ τὴν σπρώξουν. Κάτι σκοτεινοὶ τύποι τὴν ἀκολουθοῦσαν βῆμα πρὸς βῆμα.

Ἔνιωθε τὸν ἑαυτό της κέντρο ὅλου αὐτοῦ τοῦ πλανόδιου ἐρωτισμοῦ. Χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει ἐπηρεαζόταν ἀπὸ τὴν ἄγρια θέληση τόσων ἀνδρῶν. Ἐκνευρισμένη ἀκόμη ἀπὸ τὸν θόρυβο, τὴ ζέστη καὶ τὴν προσπάθεια νὰ προχωρεῖ, στάθηκε σ᾿ ἕνα κύκλο ἀνθρώπων. Σὲ λίγο κάποιος ἦρθε σιμά της. Δὲν τὸν ἔβλεπε, αἰσθανόταν ὅμως νὰ σφίγγεται ὁλοένα πάνω της. Ἔπεφτε ἀπότομα, ὕστερα ἔμενε ἀκίνητος, ὕστερα πάλι πλησίαζε, ἀκριβῶς ὅπως ὁ λεπτοδείχτης, στὰ μεγάλα ρολόγια τοῦ δρόμου, προχωρεῖ μὲ ἀραιὰ πηδήματα πρὸς τὸν ὡροδείχτη. Τὸ σῶμα της τώρα, ποὺ τὸ προστάτευε μόλις ἕνα λεπτὸ φόρεμα, ἦταν ὁλόκληρο πάνω στὸ δικό του. Μουδιασμένη, ἐκμηδενισμένη, ἔκλεισε τὰ μάτια, κ᾿ ἔγειρε ἐλαφρά. Αὐτὸς τότε, ἀρπάζοντας μὲ βία τὸ χέρι της, τῆς μίλησε. Ἐγύρισε καὶ τὸν εἶδε. Ἀλήτης. Κόκκινο, ζαρωμένο πρόσωπο, μάτια ἀναμμένα, γένια πυρρά. Τὰ ροῦχα του, ξεβαμμένα, εἶχαν ἕνα κοκκινωπὸ χρῶμα. Ἔσκυψε τὸ κεφάλι της κοκκινίζοντας. Ἦταν λοιπὸν ὁ Ἔρως;

Ἐσυνέχισε τὸ δρόμο της χωρὶς ν᾿ ἀπαντήσει. Τὴν ἔσπρωχνε μέσα στὸ πλῆθος. Ὅταν ἀπομακρύνθηκαν στάθηκε καὶ τοῦ εἶπε νὰ τὴν ὁδηγήσει ὅπου ἤθελε. Αὐτὴ θὰ τὸν ἀκολουθοῦσε σὲ μικρὴ ἀπόσταση. Ἐκοίταξε δύσπιστος, ἀλλὰ ἐπροχώρησε. Ἔφτασαν σὲ δρόμους ἐρημικούς. Ἐβγήκαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Τώρα περπατοῦσαν δίπλα σ᾿ ἕνα φράχτη. Ἦταν πανσέληνος. Ἡ εὐωδιὰ τῶν κήπων ἐγέμιζε τὰ στήθη της. Μέσα στὴ σιωπὴ ἀκούονταν οἱ γρῦλοι καὶ τὰ γρήγορα βήματα τῶν δυὸ ἀνθρώπων. Ἐγύριζε καὶ τὴν ἔβλεπε συχνά. Τὸ πρόσωπό του φωτιζόταν ἀπὸ τὸ φεγγάρι, παίρνοντας μία ξένη ἔκφραση. Καὶ ἡ σιλουέτα του, μὲ τὰ παλιά, σχισμένα ροῦχα, καθὼς ἐπήγαινε κουτσαίνοντας λίγο, εἶχε κάποιον ἀλλιώτικο, βιβλικὸ χαρακτῆρα. Ἔφταναν σ᾿ ἕνα δάσος. «Ἐδῶ» εἶπε ὁ ἄντρας βραχνά.

Ἀπὸ τὰ μάτια της ἐπέρασαν τὴν ἴδια στιγμὴ εἰκόνες παιδικῶν ἀναμνήσεων. Οἱ χαλκομανίες μὲ τὰ ξανθὰ ἀγγελούδια ποὺ κρατοῦσαν γιρλάντες ἀπὸ τριαντάφυλλα καὶ χαμογελοῦσαν, φυλακισμένα στὰ φύλλα ἑνὸς βιβλίου. Οἱ βασίλισσες καὶ οἱ ἱππότες τῶν παραμυθιῶν. Τὸ μὼβ φορεματάκι τῆς πρώτης κούκλας. Ὁ θάνατος τοῦ ἀδελφοῦ της...Ὕστερα, ὅταν μεγάλωσε, τὰ χρόνια ποὺ πέρασε μονάχη μὲ τὴν μητέρα της. Ἔχανε κανεὶς τὸν ἀριθμό τους μέσα σ᾿ ἕνα σκοτεινὸ δωμάτιο. Καὶ οἱ ἐνοικιαστές. Ἔχανε κανεὶς τὴ σειρά τους...

Ὁ ἄλλος ἦταν εὐτυχής. Σὰν πρᾶγμα ἀφέθηκε στὰ χέρια του. Τὴν ἔσχισε σὰ χαρτὶ καὶ τὴν πέταξε χάμου μὲ θυμὸ ἀσυγκράτητο, μὲ τὴν πρωτόγονη ὁρμὴ τῆς διψασμένης του νιότης. Στὶς ἀκούσιες καὶ ἄτονες ἀρνήσεις της, στὶς σβησμένες λέξεις ποὺ ἐπρόφερε ὄχι ἡ ἴδια ἀλὰ τὸ φῦλο της, στὴν ἔνστικτο ὑποχώρηση τῆς σάρκας της, αὐτὸς εἶχε ν᾿ ἀντιτάξει βλαστήμιες καὶ βρισιές, ποὺ ἐσκέπαζαν, ἐξιλέωναν μὲ χυδαιότητα ὅλες τὶς ἄσεμνες κινήσεις του. Σκληρό, παγωμένο τὸ στόμα του, μὲ μιὰ ἀποπνικτικὴ ἀνάσα, ἀληθινὴ πληγῆ, ἐσφράγιζε αἱματηρά τους ὤμους, τὰ χείλη, τὸ ἁγνὸ μέτωπο. Εἶχε τὴν ἐντύπωση ὅτι κάπου ἀλλοῦ συνέβαινε αὐτὴ ἡ φριχτὴ ἱστορία, κ᾿ ἔκλεισε τὰ μάτια της.

Ἐπέρασαν ὦρες. Ἡ αὐγὴ ἔσκυβε στὸ ἴνδαλμά της. Τὸ πελιδνὸ σῶμα τῆς γυναίκας ἔλαμπε σὰν ἄστρο διαρκῶς περσότερο. Μέσα στὰ δάκρυά της ἐκοίταξε γύρω ἔκπληκτη. Ἐζήτησε νὰ ντυθεῖ. Δὲν ἤθελε νὰ τὴν ἀφήσει. Τῆς μιλοῦσε τώρα μὲ τρυφερότητα. Ὕστερα ἄρχισε νὰ τραγουδάει. Τῆς εἶπε κάτι σὰν ἀστεῖο. Τέλος σηκώθηκε καί, χωρὶς λόγο, ἐπήδηξε τρεῖς φορὲς ὅσο μποροῦσε πιὸ ψηλά, ξεφωνίζοντας ἀσυνάρτητες λέξεις. Σὲ λίγη ὥρα τὴν ἀγκάλιασε πάλι. Ἦταν εὐτυχής.

Πηγή:http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/kwstas_karywtakhs/06_home.htm

Κυριακή 7 Απριλίου 2019

Κ. Γ. Καρυωτάκης- Ονειροπόλος



Ι


Δὲν ἤξερε ἂν ἦταν μικρόβιο ἢ ἀόρατος κακοποιός, ἢ ἀκόμη τίποτε ἄλλο. Ἐπίστευε ὅμως ὅτι ὁ Χρόνος ὑπῆρχε στὸ διάστημα. Εἶχε ἀρκετὲς ἀποδείξεις.

Κάποτε, σ᾿ ἕνα μακρινὸ ταξίδι του, τὸ βαπόρι πέρασε ἀπὸ τὸ λιμάνι μιᾶς ἐπαρχιακῆς πόλεως ὅπου εἶχε ζήσει μικρός. Ἐβγῆκε ἔξω, θέλοντας νὰ θυμηθεῖ τὴν παιδική του ζωή. Ἦταν Κυριακή. Στὴν πλατεία ἡ μπάντα ἔπαιζε κάποια ἰταλικὴ ὄπερα. Ὁ κόσμος ἔκανε βόλτες ἢ καθόταν στὸ καφενεῖο. Τὰ παιδιά, ὅσα δὲν ἔτρεχαν, παρακολουθοῦσαν τὶς κινήσεις τοῦ ἀρχιμουσικοῦ. Μιὰ μακαριότης ἐπλανᾶτο πάνω σ᾿ ὅλα.

Εἶδε τὸ πατρικό του σπίτι. Τὸν κῆπο. Τὴν ταράτσα, ποὺ ἀνέβαινε γιὰ νὰ ἁπλώσει τοὺς ἀετούς, ἢ γιὰ νὰ κηρύξει πετροπόλεμο, δένοντας βιαστικὰ βιαστικὰ χάρτινες σημαιοῦλες.

Τίποτε δὲν ἄλλαξε. Οἱ καρέκλες τοῦ ζαχαροπλαστείου σὲ τρεῖς σειρές, ὅπως καὶ τότε. Ἀκόμα καὶ ἡ πλάκα ποὺ πατοῦσε ἦταν ἴδια. Ὅλα ἦταν τὰ ἴδια. Μόνο ποὺ εἶχαν μικρύνει. Εἶχαν ἀπελπιστικὰ μικρύνει. Εἶχαν χάσει τὸ ἕνα τρίτο του ὄγκου τους. Ἀλλὰ αὐτὸ ἔγινε συμμετρικά, κ᾿ ἔτσι οἱ ἄνθρωποι ποὺ κάθονταν ἀκίνητοι καὶ σιωπηλοί, σὰν ἀπόντες, γύρω στὰ μαρμάρινα τραπέζια, καὶ τὰ κορίτσια, πιὸ πέρα, μὲ τὶς φωτεινὲς γραμμὲς τῆς σιλουέτας τους, ὑψωμένες παράλληλα πρὸς τὸ νερὸ τοῦ ἀναβρυτηρίου, καὶ οἱ δυὸ γέροι, σ᾿ ἕνα μπαλκόνι, μὲ τὶς θαμπές, ἀμφίβολες γραμμές, τῶν χαρακτηριστικῶν τους, καὶ οἱ μουσικοί, καὶ ὁ ἀρχιμουσικὸς ἀκόμα, ποὺ ἐνόμιζε ὅτι κρατοῦσε μὲ τὴ μπαγκέτα του τὸ Χρόνο, δὲν εἶχαν τίποτε ἀντιληφθεῖ. Ὁ Χρόνος ὅμως ἐδούλευε ἐλεύθερα ἀνάμεσά τους, τρώγοντας κάθε στιγμὴ κάτι ἀπὸ τὴ φτωχή τους ὕπαρξη.

Ἔμεινε ἐκεῖ ἀρκετὴ ὥρα, ἀφηρημένος, σὰ νὰ περίμενε τοὺς μικρούς του φίλους. Γιὰ νὰ συνέλθει χρειάστηκε ἕνα στριγγὸ σφύριγμα. Τὸ καράβι ἔφευγε.

ΙΙ
Ὕστερα θυμόταν ἕναν χορὸ μεταμφιεσμένων. Ὑποχρεωτικὸ ἔνδυμα ὁρισμένης ἐποχῆς. Κυρίες, μὲ μεταξωτὰ ρὸζ ἢ οὐρανιὰ κρινολίνα, μὲ πουδραρισμένα μαλλιά, μὲ πράσινες καὶ χρυσὲς περοῦκες, ἔπεφταν ἡμίγυμνες, γεμάτες ἐμπιστοσύνη, στὰ χέρια τῶν δουκῶν - χρηματομεσιτῶν καὶ μαρκησίων - καπνεμπόρων. Ἐσφίγγονταν τόσο, ποὺ τὰ μέτωπά τους ἀκουμποῦσαν κάποτε στὰ χείλη τῶν καβαλιέρων καὶ ἡ στεφάνη τοῦ κρινολίνου ἀνασηκωνόταν.

Παραμερίζοντας ὅλοι, ἐσχημάτιζαν ἕνα κύκλο στὸ κέντρο τῆς αἰθούσης, καὶ τέσσερα ζεύγη, τὰ πιὸ ἐξαϋλωμένα, ἄρχισαν νὰ χορεύουν μενουέτο. Ἡ παραίσθησις ἦταν πλήρης. Τὸ κομμάτι θὰ περιεῖχε βέβαια δυὸ τρεῖς μαγικὲς νότες, ποὺ ἐπαναλαμβάνονταν σὲ κάθε φράση, καὶ οἱ νότες αὐτὲς δημιουργοῦσαν τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς περασμένης ἐποχῆς, συνεχῆ, κρυστάλλινη. Τὰ μικρά, γρήγορα βήματα, οἱ κομψὲς ὑποκλίσεις, τὰ νοσταλγικὰ βλέμματα, τὰ γεμάτα συγκρατημένο ἐρωτισμὸ χαμόγελα, περίεργες ἐστάμπες ποὺ εἶχαν διατηρηθεῖ ἄθικτες στὴν προθήκη ἑνὸς μουσείου.

Ἔπειτα ἔγινε τὸ πιὸ ἀπροσδόκητο. Οἱ χορευτὲς ἔχασαν τὸ λογαριασμό τους. Ἐνῷ ἔπρεπε νὰ ὑπολογίσουν ἀκριβῶς πόσα χρόνια εἶχαν ὑποχωρήσει πρὸς τὸ παρελθόν, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ ξαναγυρίσουν καὶ νά ῾βροῦν τὴν προσωπικότητά τους, ἔβλεπε κανεὶς πὼς εἶχαν γελαστεῖ. Ἀνεπανόρθωτα γελαστεῖ. Ἑκατὸ ὁλόκληρα χρόνια ἐπροχώρησαν, χωρὶς βέβαια νὰ τὸ ὑποπτευθοῦνε. Παρακολουθοῦσε τώρα τὶς κινήσεις τους. Οἱ τέσσερις γυναῖκες σκελετοί, θανάσιμα κομψοί, ἐπήγαιναν πρὸς τοὺς ἀντρικούς, κ᾿ ἔπειτα ἐπέστρεφαν μὲ μελαγχολικὴ χάρη, σὰ ν᾿ ἀναγνώριζαν τὸ λάθος τους. Οἱ καβαλιέροι σταματοῦσαν, καὶ τὸ κρανίο τους ἐβάραινε τὴ γῆ, ἐνῷ ψηλά, μὲ ἡλεκτρικὰ γράμματα ποὺ ἄναβαν κι ἔσβηναν, ἦταν γραμμένο: ΑΠΟΚΡΕΩ 2027.

ΙΙΙ
Ἄλλοτε συνέβαινε κάτι περίεργο. Ἀκούγοντας μία φράση ἢ παρακολουθώντας ἕνα ἀσήμαντο γεγονός, εἶχε τὴν ἐντύπωση ὅτι τὸ πρᾶγμα αὐτὸ ἔγινε ἢ ἐλέχθηκε προηγουμένως, ἄγνωστο σὲ ποιὸ μέρος καὶ πότε ἀκριβῶς, καὶ ὅτι τώρα ἐπαναλαμβάνεται κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο. Τοῦ φαινόταν πολὺ παράξενο. Μπορεῖ τὴν πρώτη φορὰ νὰ ἦταν ὄνειρο. Ὁλοφάνερο ὅμως ὅτι τώρα ἢ τότε κάποιος ἤθελε νὰ παίξει μαζί του.

Συνήθως αὐτὸ γινόταν μὲ τὴν ὁμιλία πάνω στὰ κοινότερα θέματα. Ζητοῦσε λ.χ. νὰ πληροφορηθεῖ γιὰ ἕνα δρόμο ποὺ δὲν ἤξερε. Ὁ ἄνθρωπος τὸν ὁποῖον εἶχε ρωτήσει τὸν κοίταζε γιὰ μία στιγμὴ χωρὶς ν᾿ ἀπαντήσει, κ᾿ ἔπειτα ἔβγαζε τὸ καπέλο του κ᾿ ἐσκούπιζε τὸ μέτωπό του. Τὸν ρωτοῦσε πάλι, ἀλλὰ συγχρόνως σὰν ἀστραπὴ περνοῦσε ἀπὸ τὸ νοῦ του ἢ σκέψις ὅτι αὐτὴ ἡ μικρὴ ἱστορία εἶχε ξαναγίνει. Ἡ πληροφορία ποὺ ζήτησε, ἡ σιωπὴ τοῦ ἄλλου, ἡ δεύτερη ἐρώτησή του, ὅλα, ὅλα ἀπαράλλαχτα. Ἔπειτα, συνεχίζοντας τὴ σκέψη του, ἔλεγε μέσα του: «Νὰ ἰδεῖς ποὺ τώρα θ᾿ ἀκούσω: -Δὲν ξέρω, ἀλλὰ νομίζω μετὰ τὶς γραμμὲς τοῦ τρὰμ ποὺ θὰ συναντήσετε-». «Δὲν ξέρω, ἀλλὰ μετὰ τὶς γραμμὲς ποὺ θὰ συναντήσετε», ἀπαντοῦσε ὁ ἄγνωστος σὰν ἠχὼ τῆς σκέψεώς του, κ᾿ ἔφευγε βιαστικά, σκυμμένος, πνίγοντας ἕνα γέλιο.

IV
Ἐμελέτησε. Ἐπούλησε κάποιο σπίτι ποὺ εἶχε, καὶ ἀγόρασε χημικὰ ὄργανα. Κλεισμένος ὁλημέρα σ᾿ ἕνα ὑπόγειο, ἔκανε σειρὲς πειραμάτων, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὰ πιὸ ἁπλὰ καὶ τολμώντας τὰ ἀδύνατα. Ἀνέλυε τὶς οὐσίες, ἤλεγχε τοὺς τύπους ποὺ παραδέχτηκε ἡ ἐπιστήμη. Προσπαθοῦσε νὰ βρεῖ ἕνα λάθος στὰ δεδομένα της, κι ἀπὸ τὸ λάθος αὐτὸ νὰ βγάλει τὸ νέο στοιχεῖο. Μέσα στὸ ὑδρογόνο ἢ τὸ ὀξυγόνο, μποροῦσε νὰ ὑπάρχει, σὲ μικρὴ βέβαια ἀναλογία, ὁ Χρόνος. Δὲν ἀποθαρρυνόταν. Γεμάτος χαρὰ ἐπανελάμβανε τὸ πείραμα ποὺ ἀπέτυχε.

Παρακολουθοῦσε τὴ ζωὴ ἀπὸ τὴν ἐφημερίδα. Χαμογελοῦσε πονηρὰ στὴ σκέψη ὅτι κανένας δὲν τὸν παρακολουθεῖ τὸν ἴδιο. Ὅλοι, σκυμμένοι στὶς δουλίτσες τους, συλλογιζόταν μόνο πὼς νὰ τὰ βολέψουν. Ὅταν ὅμως θὰ τελειοποιοῦσε τὴν ἐφεύρεσή του καὶ θὰ περιόριζε τὸ Χρόνο μέσα σ᾿ ἕνα γυαλὶ τοῦ ἐργαστηρίου του, νὰ ἰδοῦμε τοὺς μεγαλόσχημους κυρίους ποὺ γέμισαν τὸν κόσμο μὲ σαπουνόφουσκες. Νὰ ἰδοῦμε τί θὰ γίνουν οἱ τόκοι καὶ τὰ ἐπιτόκια τοῦ ἀπέναντι τοκογλύφου. Νὰ ἰδοῦμε μὲ ποιὰ ἡμερομηνία θὰ βγάζουν τὶς ἐφημερίδες τους.

                                                                      V
Τώρα ἡ ἱστορία αὐτὴ ἔχει τελειώσει. Στὸ ἀπομονωτήριο τοῦ ἀσύλου ποὺ βρίσκεται, ἡ νύχτα καὶ ἡ μέρα τοῦ εἶναι τὸ ἴδιο ἀδιάφορες. Ἂν μπαίνει ἀπὸ τὸ φεγγίτη λίγο φῶς, τὸ κοιτάζει γιὰ μία στιγμὴ κ᾿ ἔπειτα τὸ ἐπιστρέφει μὲ ὅλη του τὴν καρδιά. Βλέπει τὸ φωτεινὸ ἐκεῖνο τετραγωνάκι, δειγματολόγιο σὲ σχῆμα βιβλίου, ν᾿ ἀλλάζει χρώματα, σὰ νὰ τὸ φυλλομετρᾷ τὸ ἀόρατο χέρι τοῦ Θεοῦ. Ρόζ, μπλέ, πράσινο, μώβ... Αὐτὸς ὅμως προτιμᾷ τὸ βελούδινο μαῦρο ποὺ προεκτείνεται στὸ δωμάτιο ὅταν νυχτώσει.

Ἔτσι περνοῦνε οἱ ὧρες, ἔτσι περνοῦνε οἱ μέρες κάθε εὐτυχισμένου ὀνειροπόλου. Μένει ὁλομόναχος, ἀκίνητος μέσα στοὺς τέσσερες τοίχους, σὰν παλιὰ λιθογραφία στὴν κορνίζα της. Ἔχει τὸ συναίσθημα ὅτι ἐπραγματοποίησε τὸ μεγάλο σκοπὸ τῆς ζωῆς του. Τίποτε δὲν ἀλλάζει ἀπὸ ὅσα τὸν περιστοιχίζουν. Καὶ ὁ Χρόνος δὲν ὑπάρχει.
* Τὸ πεζὸ αὐτὸ τοῦ Καρυωτάκη γράφτηκε τὸ 1927.

Πηγή:http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/kwstas_karywtakhs/06_index.htm

Τετάρτη 3 Απριλίου 2019

Κ. Γ. Καρυωτάκης, Κάθαρσις

Βέβαια. Έπρεπε να σκύψω μπροστά στον ένα και, χαϊδεύοντας ηδονικά το μαύρο σεβιότ* —παφ, παφ, παφ, παφ—, «έχετε λίγη σκόνη» να ειπώ, «κύριε Άλφα».

Ύστερα έπρεπε να περιμένω στη γωνία, κι όταν αντίκριζα την κοιλιά του άλλου, αφού θα 'χα επί τόσα χρόνια παρακολουθήσει τα αισθήματα και το σφυγμό της, να σκύψω άλλη μια φορά και να ψιθυρίσω εμπιστευτικά: «Αχ, αυτός ο Άλφα, κύριε Βήτα...».

Έπρεπε, πίσω από τα γυαλιά του Γάμμα, να καραδοκώ την ιλαρή ματιά του. Αν μου την εχάριζε, να ξεδιπλώσω το καλύτερο χαμόγελό μου και να τη δεχτώ όπως σε μανδύα ιππότου ένα βασιλικό βρέφος. Αν όμως αργούσε, να σκύψω για τρίτη φορά γεμάτος συντριβή και ν' αρθρώσω: «Δούλος σας, κύριε μου».

Αλλά πρώτα πρώτα έπρεπε να μείνω στη σπείρα του Δέλτα. Εκεί η ληστεία γινόταν υπό λαμπρούς, διεθνείς οιωνούς, μέσα σε πολυτελή γραφεία. Στην αρχή, δε θα υπήρχα. Κρυμμένος πίσω από τον κοντόπαχο τμηματάρχη μου, θα οσφραινόμουν. Θα είχα τρόπους λεπτούς, αέρινους. Θα εμάθαινα τη συνθηματική τους γλώσσα. Η ψαύσις του αριστερού μέρους της χωρίστρας θα εσήμαινε: «πεντακόσιες χιλιάδες». Ένα επίμονο τίναγμα της στάχτης του πούρου θα έλεγε: «σύμφωνος». Θα εκέρδιζα την εμπιστοσύνη όλων. Και μια μέρα, ακουμπώντας στο κρύσταλλο του τραπεζιού μου, θα έγραφα εγώ την απάντηση: «Ο αυτόνομος οργανισμός μας, κύριε Εισαγγελεύ...».

Έπρεπε να σκύψω, να σκύψω, να σκύψω. Τόσο που η μύτη μου να ενωθεί με τη φτέρνα μου. Έτσι βολικά κουλουριασμένος, να κυλώ και να φθάσω.

Κανάγιες!*

Το ψωμί της εξορίας με τρέφει. Κουρούνες χτυπούν τα τζάμια της κάμαράς μου. Και σε βασανισμένα στήθη χωρικών βλέπω να δυναμώνει η πνοή που θα σας σαρώσει.

Σήμερα επήρα τα κλειδιά κι ανέβηκα στο ενετικό φρούριο. Επέρασα τρεις πόρτες, τρία πανύψηλα κιτρινωπά τείχη, με ριγμένες επάλξεις. Όταν βρέθηκα μέσα στον εσωτερικό, τρίτο κύκλο, έχασα τα ίχνη σας. Κοιτάζοντας από τις πολεμίστρες, χαμηλά, τη θάλασσα, την πεδιάδα, τα βουνά, ένιωθα τον εαυτό μου ασφαλή. Εμπήκα σ' ερειπωμένους στρατώνες, σε κρύπτες όπου είχαν φυτρώσει συκιές και ροδιές. Εφώναζα στην ερημιά. Επερπάτησα ολόκληρες ώρες σπάζοντας μεγάλα, ξερά χόρτα. Αγκάθια κι αέρας δυνατός κολλούσαν στα ρούχα μου. Με ήβρε η νύχτα...



σεβιότ: μάλλινο σκοτσέζικο ύφασμα.

κανάγιας: πρόστυχος άνθρωπος, κάθαρμα.


Πηγή: Κ.Γ. Κα­ρυω­τα­κης, Ποι­η­μα­τα και πε­ζα, Επι­με­λεια Γ. Π. Σαββίδης, Αθήνα: Ερμής 1975.


Κ. Γ. Καρυωτάκης-Κάθαρσις

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2019

Κ. Γ. Καρυωτάκης - Η τελευταία




Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ*

(Είναι εδώ; Είναι εκεί; Εφυγε; Θα' ρθει; Πού είναι; Η τελευταία;)

Α! Το δάσος πέρα. Ενα τραπεζάκι κάτω από τ' απόμερο πεύκο. Και η νύχτα που ερχόταν σιγά σιγά για να μην τη νιώσουμε. Η βοή του βραδινού ανέμου στα κλαδιά. Τα λόγια που έλειπαν. Τα χέρια ωχρά. Τα μάτια και τ' αστέρια. Μεσάνυχτα. Τίποτε απ' όλα δεν είχε ειπωθεί.

(Ψέματα; Ψέματα; Παιχνίδι φιλαρέσκειας; Περιέργεια; Εγωισμός;)

Κι άλλοτε η θάλασσα. Τα πλοία που έφευγαν στον ορίζοντα παίρνοντας τα όνειρά μας. Ο φλοίσβος μα τις υποσχέσεις του. Εκεί πάνω στο βράχο τ' άφθονα και ανεξήγητα δάκρυα. Η μοναξιά στο απέραντο. Τα φιλιά. Η ψυχή...

(Τίποτε; Τίποτε; Παιδικότητες; Ρομαντισμός; Αυταπάτη;)

Aλλες φορές η αυγή αναπάντεχη και προδοτική. Από δρομάκια το κουραστικό γύρισμα. Οι πρώτοι θόρυβοι της ημέρας. Η γλυκιά μεταμέλεια στο πρόσωπο που φωτιζόταν ολοένα. Το χαίρε...

(Eφυγε; Δε θα' ρθει πια; Τελευταία;)


*Από αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στην Μαρία Πολυδούρη -- η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα. Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922.