Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.2.2. Freire Paulo. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.2.2. Freire Paulo. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 1 Αυγούστου 2021

Η Κριτική Παιδαγωγική, ο Paulo Freire και η τόλμη να σκέφτεσαι με πολιτικούς όρους

 του Henry Giroux*μετάφραση, επιμέλεια: Γιώργος Καλημερίδης, Σοφία Χατζοπούλου

Σε μια εποχή, όπου η ιστορική μνήμη διαγράφεται και ο πολιτικός χαρακτήρας της εκπαίδευσης απορρίπτεται στο όνομα της αποδοχής ενός λόγου μέτρησης και ποσοτικοποίησης, είναι πολύ σημαντικό να θυμηθούμε το έργο και την κληρονομιά του Paulo Freire. Ο Paulo Freire ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς παιδαγωγούς του 20ου αιώνα. Είναι ένας από τους βασικούς θεμελιωτές της «κριτικής παιδαγωγικής» – εκείνου του εκπαιδευτικού κινήματος που καθοδηγείται τόσο από το πάθος, όσο και από την αρχή της διαμόρφωσης μαθητών που θα έχουν ελευθερία συνείδησης, θα αναγνωρίζουν τις αυταρχικές τάσεις, με ενισχυμένη τη φαντασία τους, θα συνδέουν τη γνώση με την αλήθεια και την εξουσία και θα μαθαίνουν να διαβάζουν τόσο τη λέξη, όσο και τον κόσμο ως μέρος ενός ευρύτερου αγώνα για υποκείμενα με ικανότητα αυτενέργειας για κοινωνική δικαιοσύνη και ελευθερία.

Ο Paulo έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην ανάπτυξη ενός πολύ επιτυχημένου προγράμματος γραμματισμού στη Βραζιλία, πριν φυλακιστεί από τη στρατιωτική χούντα, η οποία κατέλαβε την εξουσία το 1964, και μετέπειτα εξοριστεί από την ίδια τη χώρα του. Όταν η Βραζιλία παρείχε ξανά τη δυνατότητα της δημοκρατίας (ή έστω της αμνηστίας) το 1980, ο Freireεπέστρεψε και από εκεί και μετά έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των εκπαιδευτικών πολιτικών στη συγκεκριμένη χώρα, μέχρι τον θάνατο του, το 1997. Το πρωτοποριακό του έργο «Η Αγωγή των Καταπιεσμένων», το οποίο πούλησε πάνω από 1 εκατομμύρια αντίτυπα, επάξια τιμάται φέτος – 40 χρόνια μετά από την πρώτη αγγλική του μετάφραση – με δεδομένη την επιρροή που άσκησε σε πολλές γενιές εκπαιδευτικών τόσο στην Αμερική, όσο και στο εξωτερικό.

Από τη δεκαετία του 80 και μετά, ελάχιστοι διανοούμενοι από το εκπαιδευτικό σκηνικό της Βόρειας Αμερικής– μπορούν να συγκριθούν με τη θεωρητική συστηματικότητα, την πολιτική τόλμη και την αίσθηση ηθικής υπευθυνότητας του Freire. Παρ’ όλα αυτά, το παράδειγμά του είναι σήμερα -περισσότερο από ποτέ άλλοτε- σημαντικό: με τους θεσμούς της δημόσιας και της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης υπό την πολιορκία των νεοσυντηρητικών και νεοφιλελεύθερων δυνάμεων είναι αναγκαίο για τους εκπαιδευτικούς να αναγνωρίσουν και να εκτιμήσουν την οπτική του Freire για τη χειραφετητική και δημοκρατική δυναμική της εκπαίδευσης.

Ο Freire πίστευε ότι η εκπαίδευση, με τη γενικότερη σημασία του όρου, είναι πολιτικά καθοριζόμενη, με την έννοια ότι παρέχει στους μαθητές τις προϋποθέσεις του κριτικού αναστοχασμού, της αυτο-διαχειριζόμενης ζωής και της κριτικής αυτενέργειας. Για τον Freireη παιδαγωγική είναι καθοριστική σε μια διαμορφωτική κουλτούρα (formative culture), η οποία καθιστά δυνατή τόσο την κριτική συνείδηση, όσο και την κοινωνική δράση. H παιδαγωγική, με αυτή την έννοια, συνδέει τη μάθηση με την κοινωνική αλλαγή. Είναι ένα σχέδιο δράσης και μια πρόκληση που καλεί τους μαθητές να συσχετιστούν κριτικά με τον κόσμο, προκειμένου να επενεργήσουν σε αυτόν. Όπως έχει επισημάνει ο κοινωνιολόγος Stanley Aronowitz, η παιδαγωγική του Freire βοηθάει τους μαθητές «να κατανοήσουν εκείνες τις δυνάμεις που πρωτύτερα κυριαρχούσαν στις ζωές τους και κυρίως διαμόρφωναν τη συνείδησή τους».

Σε κάθε περίπτωση, αυτό που καθιστά σαφές ο Freire είναι ότι η παιδαγωγική δεν συνδέεται με την κατάρτιση σε τεχνικές και μεθόδους, ούτε σχετίζεται με την επιβολή και την πολιτική κατήχηση. Πράγματι, αντί να είναι μια απλή μέθοδος ή μια a priori τεχνική που πρέπει να επιβληθεί σε όλους τους μαθητές, η παιδαγωγική είναι μια πολιτική και ηθική πρακτική που παρέχει τη γνώση, τις δεξιότητες και τις κοινωνικές σχέσεις, οι οποίες παρέχουν τη δυνατότητα στους μαθητές να γίνουν ενεργοί πολίτες, διευρύνοντας και εμβαθύνοντας παράλληλα τη συμμετοχή τους στην υπόσχεση μιας ουσιαστικής δημοκρατίας.

Σύμφωνα με τον Freire, η κριτική παιδαγωγική παρέχει τα μέσα στους μαθητές να διαβάζουν, να γράφουν και να μαθαίνουν με όρους αυτενέργειας – να εμπλακούν σε μια κουλτούρα προβληματισμού, κάτι πολύ πιο σημαντικό και δύσκολο από την ικανότητα στην τυποποιημένη μάθηση και στην εφαρμογή αποκτημένων δεξιοτήτων. Κατά τον Freire η παιδαγωγική πρέπει να έχει νόημα, προκειμένου να είναι κριτική και μετασχηματιστική. Αυτό σημαίνει ότι η προσωπική εμπειρία είναι αποφασιστική προϋπόθεση, η οποία προσφέρει την ικανότητα στους μαθητές να συσχετίσουν τις δικές τους αφηγήσεις, κοινωνικές σχέσεις και ιστορίες με ό,τι πρόκειται να διδαχτούν. Επίσης παρέχει τη δυνατότητα στους μαθητές να τοποθετήσουν τους εαυτούς τους στις συγκεκριμένες συνθήκες της καθημερινής τους ζωής και την ίδια στιγμή να κατανοήσουν τα όρια που επιβάλλουν στη ζωή τους αυτές οι συνθήκες. Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, η εμπειρία γίνεται αφετηριακό σημείο και αντικείμενο έρευνας που μπορεί να επιβεβαιωθεί, να γίνει πεδίο κριτικής διερεύνησης και να χρησιμοποιηθεί ως κριτική προϋπόθεση για ευρύτερες μορφές γνώσης και κατανόησης. Αντί να αντικαταστήσει τη θεωρία, η εμπειρία με τη θεωρία δουλεύουν μαζί, για να αντικρούσουν την άποψη ότι η εμπειρία από μόνη της παρέχει κάποια αναμφίβολη αλήθεια ή πολιτική εγγύηση. Η εμπειρία είναι καθοριστική, αλλά μόνο διαμέσου της θεωρίας, του προσωπικού αναστοχασμού και της κριτικής μπορεί να αποτελέσει ένα χρήσιμο παιδαγωγικό μέσο.

Η κριτική παιδαγωγική, για τον Freire, δηλώνει έναν γραμματισμό που δεν ταυτίζεται απλά με τον χειρισμό συγκεκριμένων δεξιοτήτων, αλλά και με έναν τρόπο παρέμβασης, με έναν τρόπο μάθησης γύρω από την ανάγνωση της λέξης ως αναγκαία προϋπόθεση παρέμβασης στον κόσμο. Η κριτική σκέψη δεν ανάγεται σε ένα θεματικό αντικείμενο εξεταστικά αξιολογούμενο (test – taking) ή στην απομνημόνευση γεγονότων, αποπλαισιωμένων και χωρίς άμεση σχέση με τις υπάρχουσες συνθήκες. Αντίθετα, επιχειρεί να παρέχει έναν τρόπο σκέψης που έρχεται σε ρήξη με τη φαινομενική ουδετερότητα ή με το αναπόφευκτο της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων, αμφισβητεί τις υποθέσεις του λεγόμενου «κοινού νου», υπερβαίνει τα περιοριστικά όρια της άμεσης εμπειρίας και επιδιώκει να εμπεδώσει έναν διάλογο με την ιστορία και ένα μέλλον που δεν αναπαράγει απλά το σήμερα.

Για παράδειγμα, η παιδαγωγική του Freire μπορεί να περιλαμβάνει μια δυναμική αλληλεπίδραση ηχητικών, οπτικών και γραπτών κειμένων ως μέρος μιας ευρύτερης εξέτασης της ίδιας της ιστορίας ως ένα τοπίο πάλης, που θα μπορούσε να βοηθήσει τους μαθητές να κατανοήσουν καλύτερα τις εμπειρίες και τη ζωή τους στον σύγχρονο κόσμο. Αν πάρουμε την περίπτωση ενός μαθήματος ιστορίας, θα μπορούσε να περιέχει ανάγνωση και παρακολούθηση ταινιών σχετικών με την κατάργηση του φυλετικού διαχωρισμού στα σχολεία το 1950 και 1960, ως μέρος της ευρύτερης παιδαγωγικής ενασχόλησης με το κίνημα πολιτικών δικαιωμάτων και τις μαζικές διαδηλώσεις για την πρόσβαση στην εκπαίδευση και τα δικαιώματα των μαθητών στον γραμματισμό. Θα δημιουργούσε, επίσης, ευκαιρίες για να μιλήσουν οι μαθητές σχετικά με το γιατί αυτοί οι αγώνες αποτελούν εμπειρία για πολλούς νέους στη Βόρεια Αμερική ακόμη και σήμερα, ειδικά για τον οικονομικά ασθενέστερο έγχρωμο πληθυσμό, ο οποίος δεν απολαμβάνει ισότητα ευκαιριών, εξαιτίας των διακρίσεων που υπάρχουν κυρίως στο πεδίο της αγοράς, παρά στην επίσημη νομοθεσία. Θα μπορούσε να ζητηθεί από τους μαθητές να γράψουν σύντομες εργασίες πάνω στο νόημα και τη σημασία του γραμματισμού και γιατί αυτός είχε τόσο κεντρική θέση στο κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων. Οι εργασίες αυτές θα μπορούσαν να διαβαστούν σε όλη την τάξη με κάθε έναν μαθητή να αναπτύσσει τη δική του θέση και σχολιασμό, συμμετέχοντας έτσι στην κριτική συζήτηση πάνω στην ιστορία του φυλετικού αποκλεισμού και στο πώς οι ιδέες του και οι μορφές του «στοιχειώνουν» ακόμα την Αμερικανική κοινωνία, παρά την θριαμβευτική απαρχή μιας κατά τα λεγόμενα μετα-φυλετικής εποχής Obama.

Σε αυτό το παιδαγωγικό πλαίσιο, οι μαθητές μαθαίνουν πώς να επεκτείνουν τη δική τους αίσθηση αυτενέργειας, ενώ ταυτόχρονα αναγνωρίζουν ότι το να μην έχεις φωνή σημαίνει ότι δεν έχεις δύναμη. Κεντρική θέση σ’ αυτήν την παιδαγωγική έχει η μετατόπιση του βάρους από τον δάσκαλο στον μαθητή και η αποκάλυψη της σχέσης μεταξύ γνώσης, εξουσίας και δύναμης. Το ότι δίνεται η ευκαιρία στους μαθητές να θέτουν προβλήματα και να συμμετέχουν σε μια κουλτούρα αμφισβήτησης μέσα στην τάξη φέρνει στο προσκήνιο το κρίσιμο ζήτημα του ποιος έχει τον έλεγχο πάνω στη μάθηση και του πώς κατασκευάζονται συγκεκριμένες μορφές γνώσης, ταυτότητας και εξουσίας μέσα στις ιδιαίτερες συνθήκες και σχέσεις στην τάξη. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, η γνώση δεν είναι απλώς κάτι που λαμβάνεται από τους μαθητές, αλλά μετασχηματίζεται με ενεργητικό τρόπο, ως κάτι που μπορεί να γίνει αντικείμενο αμφισβήτησης και να συνδεθεί με το υποκείμενο στην κατεύθυνση της αυτενέργειας, της αυτοέκφρασης και της εκμάθησης του πώς να καθοδηγείς παρά να καθοδηγείσαι. Ταυτόχρονα οι μαθητές μαθαίνουν πώς να εμπλέκουν άλλους σε κριτικό διάλογο και πώς να έχουν την ευθύνη της γνώμης τους.

Με αυτόν τον τρόπο, η κριτική παιδαγωγική επιμένει ότι ένα από τα σημαντικά καθήκοντα του παιδαγωγού είναι να επιβεβαιώσει ότι το μέλλον σηματοδοτεί έναν κόσμο κοινωνικά πιο δίκαιο, έναν κόσμο στον οποίο η κριτική και η δυνατότητα – σε συνδυασμό με τις αξίες του λόγου, της ελευθερίας και της ισότητας – λειτουργούν για να αλλάξουν τις βάσεις πάνω στις οποίες διαμορφώνεται η ζωή. Αν και απορρίπτει την ιδέα της εκπαίδευσης ως μέσο μετάδοσης δεδομένων και δεξιοτήτων, προσκολλημένων στις τελευταίες τάσεις της αγοράς, η κριτική παιδαγωγική δεν αποτελεί συνταγή για πολιτική κατήχηση, όπως επιμένουν συχνά οι υποστηρικτές της κανονικοποίησης και των εξετάσεων. Αντιθέτως, προσφέρει στους μαθητές νέους τρόπους, για να σκεφτούν και να δράσουν δημιουργικά κι ανεξάρτητα, την ίδια στιγμή που ξεκαθαρίζει ότι το έργο του παιδαγωγού, όπως τονίζει και ο Aronowitz, «είναι να ενθαρρύνει την ανθρώπινη αυτενέργεια και όχι να την πλάθει με τον τρόπο του Πυγμαλίωνα».

Η κριτική παιδαγωγική επιμένει ότι η εκπαίδευση δεν μπορεί να είναι ουδέτερη. Είναι πάντα καθοδηγητική στην προσπάθειά της να κάνει τους μαθητές να καταλάβουν τον ευρύτερο κόσμο και τον ρόλο τους μέσα σε αυτόν. Επιπλέον, είναι αναπόφευκτα μια σκόπιμη προσπάθεια επιρροής στο πώς και τι γνώση, αξίες, επιθυμίες και ταυτότητες παράγονται μέσα στα συγκεκριμένα πλαίσια των σχολικών και κοινωνικών σχέσεων. Για τον Freire, η παιδαγωγική πάντα προϋποθέτει την ιδέα για ένα πιο ισότιμο και δίκαιο μέλλον. Ως τέτοια πρέπει πάντα να λειτουργεί σε έναν βαθμό ως μια πρόκληση που θα μεταφέρει τους μαθητές πέρα από τον κόσμο που ξέρουν, έτσι ώστε να επεκτείνει το εύρος των ανθρώπινων δυνατοτήτων και των δημοκρατικών αξιών.

Κεντρική θέση στην κριτική παιδαγωγική κατέχει η αναγνώριση ότι ο τρόπος με τον οποίο μορφώνουμε τους νέους έχει άμεση σχέση με το μέλλον που επιθυμούμε και ότι ένα τέτοιο μέλλον θα έπρεπε να προσφέρει στους μαθητές τη ζωή εκείνη που θα οδηγεί στην εμπέδωση της ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ακόμη και στους προνομιούχους τομείς της ανώτερης εκπαίδευσης, ο Freire πιστεύει ότι οι παιδαγωγοί πρέπει να αναπτύξουν αυτές τις παιδαγωγικές πρακτικές που προωθούν «την προσπάθεια να κρατηθούν ανοικτές οι ανεξάντλητες και πάντα ανεκπλήρωτες δυνατότητες του ανθρώπου, να καμφθούν όλες οι προσπάθειες απώθησης κι αποκλεισμού της περαιτέρω ανάπτυξης των ανθρώπινων δυνατοτήτων, ωθώντας την κοινωνία να συνεχίσει να αμφισβητεί τον εαυτό της, παρεμποδίζοντας τον τερματισμό ή το τέλος αυτής της αμφισβήτησης». Η ιδέα του ατελούς ανθρώπου απηχεί την ιδέα του Zygmunt Bauman, ότι δηλαδή η κοινωνία ποτέ δεν έφτασε στα όρια της δικαιοσύνης, και άρα απορρίπτεται κάθε ιδέα για το τέλος της ιστορίας, της ιδεολογίας ή του πώς φανταζόμαστε το μέλλον. Ο λόγος αυτός της κριτικής και ελπίδας είναι το κληροδότημά του, το οποίο απουσιάζει όλο και περισσότερο από τον λόγο πολλών φιλελεύθερων και συντηρητικών σχετικά με τα σύγχρονα εκπαιδευτικά προβλήματα και τους κατάλληλους δρόμους μεταρρύθμισης.

Όταν άρχισα να διδάσκω, ο Paulo Freire υπήρξε μια σημαντική επιρροή για να καταλάβω τις ευρύτερες ηθικές μου ευθύνες ως δάσκαλος. Αργότερα, το έργο του με βοήθησε να διαχειριστώ την πολυπλοκότητα της σχέσης μου με τα πανεπιστήμια ως ισχυρά και προνομιούχα ιδρύματα που φαίνονταν πολύ μακριά από την καθημερινή ζωή των εργατικών συνοικιών στις οποίες είχα μεγαλώσει.

Συνάντησα τον Paulo στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ακριβώς μετά την ένσταση του προέδρου John Silber σχετικά με την μονιμότητά μου ως καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Βοστόνης. Ο Paulo εκφώνησε μια ομιλία στο Πανεπιστήμιο της Μασσαχουσέτης, στο Amherst και ήρθε στο σπίτι μου στη Βοστόνη για φαγητό. Δεδομένης της φήμης του Pauloως δυνατού διανοούμενου, θυμάμαι ότι αρχικά έμεινα άναυδος με τη βαθιά του μετριοφροσύνη. Θυμάμαι ότι με χαιρέτησε τόσο εγκάρδια και ειλικρινά, που αμέσως αισθάνθηκα άνετα μαζί του. Ήμουν σε πολύ δύσκολη θέση, αφού μου αρνήθηκαν τη μόνιμη θέση στο Πανεπιστήμιο και δεν είχα ιδέα τι μου επιφύλασσε το μέλλον. Εκείνη τη νύχτα ξεκίνησε μια φιλία που διήρκησε μέχρι το θάνατο του Paulo. Είμαι σίγουρος ότι αν δεν ήταν ο Paulo Freire και o Donaldo Macebo – γλωσσολόγος, μεταφραστής και φίλος του Paulo και δικός μου – μπορεί να μην είχα παραμείνει στο χώρο της εκπαίδευσης. Το πάθος τους για την εκπαίδευση και η βαθιά ταπεινοφροσύνη τους με έπεισε ότι η διδασκαλία δεν είναι μια δουλειά σαν όλες τις άλλες, αλλά ένας σημαντικός χώρος αγώνα, όπου τελικά ό,τι ρίσκο κι αν πάρεις το αξίζει.

Ήρθα αντιμέτωπος με πολλούς διανοούμενους στην ακαδημαϊκή μου καριέρα, αλλά ο Pauloήταν ιδιαίτερα γενναιόδωρος, πρόθυμος να βοηθήσει τους νεότερους διανοούμενους να εκδώσουν την δουλειά τους ή να δώσει συστατικές επιστολές και γενικά πρόσφερε όσο περισσότερο γινόταν από τον εαυτό του στην υπηρεσία των άλλων. Οι αρχές του 1980 σηματοδότησαν μια ενθουσιώδη περίοδο στις Σπουδές στην Εκπαίδευση στις Ηνωμένες Πολιτείες και ο Paulo βρισκόταν πραγματικά στο επίκεντρο. Μαζί ξεκινήσαμε τη σειρά Κριτική Παιδαγωγική και Κουλτούρα με τις εκδόσεις Bergin & Garvey Publishers, η οποία ανέδειξε τη δουλειά πάνω από 60 νέων συγγραφέων, πολλοί από τους οποίους εξελίχθηκαν σε πρόσωπα σημαντικής επιρροής στο πανεπιστήμιο. Ο Jim Bergin έγινε ο εκδότης του Paulo στην Αμερική. Ο Donaldo έγινε ο μεταφραστής του και συνεργάστηκαν στην από κοινού έκδοση πολλών βιβλίων. Ο Ira Shor επίσης έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στη διάδοση του έργου του Paulo κι έγραψε αρκετά εξαιρετικά βιβλία ενοποιώντας τη θεωρία με την πράξη ως μέρος της αντίληψης του Paulo για την κριτική παιδαγωγική. Μαζί κι εμείς δουλέψαμε ακούραστα, για να κυκλοφορήσει η δουλειά του Paulo, πάντα με την ελπίδα να τον προσκαλέσουμε πίσω στην Αμερική, έτσι ώστε να συναντηθούμε, να μιλήσουμε, να πιούμε καλό κρασί και να βαθύνουμε την αφοσίωσή μας στην κριτική παιδαγωγική που μας είχε σημαδέψει όλους με διαφορετικό τρόπο.

Ο Paulo πέρασε τη ζωή του με την πεποίθηση ότι αξίζει να αγωνιστεί κανείς για τα ριζοσπαστικά στοιχεία της δημοκρατίας, ότι η κριτική παιδαγωγική είναι ένα βασικό στοιχείο για την προοδευτική κοινωνική αλλαγή και ότι το πώς σκεφτόμαστε για την πολιτική συνδέεται άμεσα με το πώς συνειδητοποιούμε τον κόσμο, την εξουσία και την ηθική ζωή που προσδοκούμε να ζήσουμε. Από πολλές απόψεις, ο Paulo ενσωμάτωνε τη σημαντική αλλά συχνά προβληματική σχέση μεταξύ ιδιωτικού/προσωπικού και δημόσιου/πολιτικού. Η ζωή του ήταν μια μαρτυρία όχι μόνο στην πίστη του στις αρχές της δημοκρατίας, αλλά και στην ιδέα ότι η ζωή μας πρέπει να έρθει όσο γίνεται πιο κοντά στη δημιουργία των κοινωνικών εκείνων σχέσεων και εμπειριών που ανταποκρίνονται σε ένα πιο ανθρώπινο και δημοκρατικό μέλλον. Την ίδια στιγμή, όμως, ο Paulo ποτέ δεν ηθικολογούσε για την πολιτική. Ποτέ δεν επικαλέστηκε την ηθικολογία, ούτε υποβίβασε το πολιτικό στο προσωπικό, όταν μιλούσε για τα κοινωνικά ζητήματα. Τα ιδιωτικά προβλήματα πρέπει πάντα να γίνονται κατανοητά σε σχέση με τα ευρύτερα δημόσια ζητήματα. Για παράδειγμα, ο Paulo ποτέ δεν απέδωσε την έλλειψη στέγης, τη φτώχεια και την ανεργία στην ηθική εξαθλίωση των υποκειμένων, στην τεμπελιά, στην αδιαφορία ή στην έλλειψη προσωπικής ευθύνης. Αντιθέτως, αντιμετώπιζε τέτοια ζητήματα ως σύνθετα συστημικά προβλήματα που δημιουργούνται από οικονομικές και πολιτικές δομές, που παράγουν μαζικά μεγάλη ανισότητα, πόνο και απόγνωση – ως κοινωνικά προβλήματα των οποίων τα αίτια και η επίλυσή τους βρίσκονται πέρα από τις περιορισμένες δυνατότητες του ατόμου. Η πίστη του σε μια ουσιαστική δημοκρατία καθώς και η βαθιά εμπιστοσύνη του στην ικανότητα των ανθρώπων να αντιστέκονται στο βάρος των καταπιεστικών θεσμών και ιδεολογιών, μετουσιώθηκε σε ένα πνεύμα αγώνα που ενισχύθηκε και από τις δικές του ζοφερές εμπειρίες φυλάκισης και εξορίας και από τη βαθιά του πίστη ότι η εκπαίδευση και η ελπίδα είναι οι όροι της κοινωνικής πράξης και της πολιτικής αλλαγής.

Έχοντας επίγνωση ότι πολλές σύγχρονες εκδοχές ελπίδας βρίσκονται στη Disneyland, ο Paulo αποζητούσε με πάθος να επανακτήσουμε και να επαναδιατυπώσουμε την ελπίδα μέσω, όπως έλεγε ο ίδιος, «της κατανόησης της ιστορίας ως μια δυνατότητα και όχι ως ντετερμινισμό». Η ελπίδα είναι πράξη ηθικής φαντασίας που δίνει στους μαθητές την ικανότητα να σκεφτούν διαφορετικά και άρα να δράσουν διαφορετικά.

Ο Paulo δεν πρόσφερε συνταγές για εκείνους που ψάχνουν άμεσες θεωρητικές και πολιτικές λύσεις. Συχνά με εντυπωσίαζε το πόσο υπομονετικός ήταν πάντα με εκείνους που του ζητούσαν έτοιμες απαντήσεις σε προβλήματα που έθεταν σχετικά με την εκπαίδευση. Άνθρωποι που δεν συνειδητοποιούσαν ότι οι απαιτήσεις τους υπονόμευαν την ίδια την επιμονή του Paulo στην άποψη ότι η κριτική παιδαγωγική καθορίζεται από το πλαίσιό της και πρέπει να προσεγγίζεται ως ένα έργο ατομικού και κοινωνικού μετασχηματισμού – το οποίο δεν θα μπορούσε ποτέ να υποβαθμιστεί σε μια απλή μέθοδο. Το πλαίσιο είχε σημασία για τον Paulo. Τον απασχολούσε το πώς το πλαίσιο καθόριζε με διακριτούς τρόπους τις σχέσεις μεταξύ γνώσης, γλώσσας, καθημερινής ζωής και τους μηχανισμούς της εξουσίας. Κάθε παιδαγωγική που αυτοαποκαλείται παιδαγωγική του Freire πρέπει να αναγνωρίσει αυτή τη βασική αρχή ότι η σύγχρονη γνώση εξαρτάται από τα ιδιαίτερα ιστορικά πλαίσια και τις πολιτικές δυνάμεις.

Για παράδειγμα, κάθε τάξη θα επηρεαστεί από τις διαφορετικές εμπειρίες που κουβαλούν μαζί τους οι μαθητές, τα μέσα που είναι διαθέσιμα προς χρήση στην τάξη, τις σχέσεις της διοίκησης και πώς αυτές επιβάλλονται πάνω στις σχέσεις δασκάλου-μαθητή, την εξουσία που ασκείται από τη διοίκηση σχετικά με τα όρια της αυτονομίας του δασκάλου και τον θεωρητικό και πολιτικό λόγο που χρησιμοποιείται από τους δασκάλους, για να διαβάσουν και να πλαισιώσουν τις απαντήσεις τους στις διαφοροποιημένες ιστορικές, οικονομικές και πολιτισμικές δυνάμεις που αντανακλώνται μέσα στον διάλογο στην τάξη. Κάθε κατανόηση του έργου και των πρακτικών πουχαρακτηρίζουν την κριτική παιδαγωγική πρέπει να ξεκινάει με την αναγνώριση των δυνάμεων που λειτουργούν στο πλαίσιο με το οποίο έρχονται αντιμέτωποι οι παιδαγωγοί και τα σχολεία καθημερινά. Η παιδαγωγική, σε αυτήν την περίπτωση, αναζητά απαντήσεις στο πώς συνδέεται η μάθηση με την πραγμάτωση των δυνατοτήτων για κοινωνικό αυτοκαθορισμό, όχι έξω αλλά μέσα στους θεσμούς και τις κοινωνικές σχέσεις, μέσα στις οποίες διαμορφώνονται και διεκδικούνται οι επιθυμίες, η αυτενέργεια και οι ταυτότητες. Ο ρόλος της εκπαίδευσης στη σύνδεση της αλήθειας με τον λόγο, της μάθησης με την κοινωνική δικαιοσύνη και της γνώσης με την υποκειμενικότητα και την κοινωνία είναι σύνθετος και απαιτεί την άρνηση από την πλευρά των δασκάλων, μαθητών και γονιών να ξεχωρίσουν την εκπαίδευση από την πολιτική και τα ζητήματα κοινωνικής ευθύνης.

Η ευθύνη δεν σημαίνει ότι αποσύρομαι από την πολιτική, αλλά ότι ουσιαστικά ενστερνίζομαι τη σημασία της πολιτικής σκέψης και δράσης ως μέρος ενός δημοκρατικού σχεδίου, στο οποίο η παιδαγωγική γίνεται το πρώτο μέλημα που θα δημιουργήσει αυτή την κουλτούρα και τους φορείς που θα κάνουν δυνατό τον εκδημοκρατισμό.

Ο Paulo επίσης αναγνώριζε την σημασία της κατανόησης αυτών των ιδιαίτερων, τοπικών πλαισίων σε σχέση με τις ευρύτερες παγκόσμιες και διεθνείς δυνάμεις. Το να γίνει το παιδαγωγικό περισσότερο πολιτικό σημαίνει να προχωράς πέρα από την εξιδανίκευση των τοπικών νοοτροπιών προς την ανάπτυξη μιας πρακτικής που φέρνει στο προσκήνιο «την εξουσία, την ιστορία, τη μνήμη, τη σχετική ανάλυση, τη δικαιοσύνη (όχι μόνο την εκπροσώπηση) και την ηθική ως ζητήματα κεντρικά στους διεθνείς δημοκρατικούς αγώνες». Η κουλτούρα και η πολιτική συμπληρώνουν η μία την άλλη με τρόπους που απευθύνονται σε ιστορίες, των οποίων η παρουσία και η απουσία πρέπει να εξιστορηθεί ως μέρος του ευρύτερου αγώνα για δημοκρατικές αξίες, σχέσεις και μορφές αυτενέργειας. Αναγνώριζε, επίσης, ότι μέσα από τη σύνθετη παραγωγή εμπειριών στα πλαίσια πολυεπίπεδων μορφών εξουσίας και κουλτούρας, οι άνθρωποι αναγνωρίζουν, διηγούνται και μεταλλάσσουν τη θέση τους στον κόσμο. Ο Paulo αμφισβήτησε τον διαχωρισμό των πολιτισμικών εμπειριών από την πολιτική, την παιδαγωγική και την ίδια την εξουσία, αλλά δεν έκανε το λάθος πολλών συγχρόνων του να συνδυάσει την πολιτισμική εμπειρία με μια περιορισμένη ιδέα της πολιτικής ταυτοτήτων. Ενώ είχε μια βαθιά πίστη στην ικανότητα των απλών ανθρώπων να διαμορφώνουν την ιστορία και το δικό τους πεπρωμένο, αρνήθηκε να εξιδανικεύσει τα άτομα και τις κουλτούρες που βρίσκονταν υπό καταπιεστικές κοινωνικές συνθήκες. Φυσικά, αναγνώριζε ότι η εξουσία ευνοεί συγκεκριμένες μορφές πολιτισμικού κεφαλαίου – συγκεκριμένους τρόπους ομιλίας, ζωής, ύπαρξης και πράξης μέσα στον κόσμο – αλλά δεν πίστευε ότι οι υποτελείς ή οι καταπιεσμένες κουλτούρες είναι απαλλαγμένες από την επιρροή των καταπιεστικών ιδεολογικών και θεσμικών σχέσεων εξουσίας. Συνεπώς, η κουλτούρα – ως βασική παιδαγωγική δύναμη που επηρεάζει ευρύτερες κοινωνικές δομές καθώς, επίσης, και τη διαμόρφωση ταυτοτήτων στις πιο ιδιωτικές σφαίρες – θα μπορούσε να θεωρηθεί ως τίποτα λιγότερο από έναν χώρο πάλης και εξουσίας στη σύγχρονη κοινωνία.

Για τους κριτικούς παιδαγωγούς, η εμπειρία είναι βασικό στοιχείο διδασκαλίας και μάθησης, αλλά ο διαφορετικός σχηματισμός της μεταξύ διαφορετικών ομάδων δεν εγγυάται την αλήθεια. Όπως δήλωσα προηγουμένως, είναι οι ίδιες οι εμπειρίες που πρέπει να γίνουν αντικείμενο ανάλυσης. Το πώς οι μαθητές βιώνουν τον κόσμο και μιλούν για αυτήν την εμπειρία τους, αποτελεί πάντα μια λειτουργία ασυνείδητων και συνειδητών δεσμεύσεων, μια λειτουργία πολιτικής, και πρόσβασης στις πολλαπλές γλώσσες και γραμματισμούς – έτσι η εμπειρία πρέπει να κάνει μια παράκαμψη μέσω της θεωρίας ως αντικείμενο αναστοχασμού, κριτικής και δυνατότητας. Συνεπώς, όχι μόνο η ιστορία και η εμπειρία αποτελούν συχνά αμφισβητούμενους χώρους πάλης, αλλά και η θεωρία και η γλώσσα που αποδίδουν νόημα στην καθημερινή ζωή και πολιτική κατεύθυνση στην πράξη πρέπει επίσης να υπόκεινται συνεχώς στην κριτική σκέψη. Ο Paulo επανειλημμένα αμφισβήτησε ως ψευδή κάθε προσπάθεια να αναπαράγουμε το δίπολο της θεωρίας ενάντια στην πολιτική. Εξέφραζε έναν βαθύ σεβασμό για το έργο της θεωρίας και τη συνεισφορά της, αλλά ποτέ δεν τη θεοποίησε. Όταν μιλούσε για τον Freud, τον Fromm ή τον Marx, μπορούσες να νιώσεις το πάθος του για τις ιδέες. Παρ’ όλα αυτά ποτέ δεν είδε τη θεωρία ως αυτοσκοπό. Ήταν πάντα μια πηγή η αξία της οποίας βρισκόταν στην κατανόηση, στην κριτική ενασχόληση και στον μετασχηματισμό του κόσμου ως μέρος ενός μεγαλύτερου σχεδίου ελευθερίας και δικαιοσύνης.

Πάντα σε εγρήγορση όσον αφορά τον ατομικό και συλλογικό πόνο, ο Paulo απέρριψε τον ρόλο του απομονωμένου διανοούμενου που αγωνίζεται μόνος σαν ένας υπαρξιστής ήρωας. Πίστευε ότι οι διανοούμενοι πρέπει να ανταποκριθούν στο κάλεσμα, για να κάνουν το παιδαγωγικό πιο πολιτικό, σε μια συνεχόμενη προσπάθεια να διαμορφώσουν αυτές τις συμμαχίες, σχέσεις και κοινωνικά κινήματα ικανά να κινητοποιήσουν μια πραγματική δύναμη και να προωθήσουν την ουσιαστική κοινωνική αλλαγή. Η πολιτική δεν έχει μόνο το νόημα της μετάφρασης, της εκπροσώπησης και του διαλόγου. Για να είναι αποτελεσματική, πρέπει να δημιουργεί τις συνθήκες, ώστε να γίνουν οι άνθρωποι κριτικοί, ενεργοί φορείς, έτοιμοι να ανταποκριθούν στον δημοκρατικό δημόσιο βίο. Ο Paulo κατανοούσε βαθιά ότι η δημοκρατία απειλείται από ένα ισχυρό στρατιωτικό-βιομηχανικό σύστημα, από την άνοδο των ακραίων ομάδων και την αυξημένη δύναμη του κράτους καταστολής. Επίσης, αναγνώριζε την παιδαγωγική δύναμη μιας επιχειρηματικής και στρατιωτικοποιημένης κουλτούρας η οποία διαβρώνει το δημοκρατικό, ηθικό υπόβαθρο των πολιτών να σκεφτούν πέρα από την κοινή λογική της επίσημης εξουσίας και τη ρητορική μίσους των ακροδεξιών μέσων ενημέρωσης. Ο Paulo πίστευε ότι η δημοκρατία δεν μπορούσε να έχει διάρκεια χωρίς τη διαμορφωτική κουλτούρα που την καθιστούσε δυνατή. Εκπαιδευτικοί χώροι μέσα στα σχολεία και στην ευρύτερη κουλτούρα αποτελούν πολύ σημαντικούς τόπους συνάντησης, μέσω των οποίων επιβεβαιώνονται οι δημόσιες αξίες, υποστηρίζεται η κριτική ιδιότητα του πολίτη και ενδυναμώνεται η αντίσταση απέναντι σε εκείνους που αρνούνται τις χειραφετητικές λειτουργίες της διδασκαλίας και της μάθησης.

Σε μια εποχή που τα ιδρύματα της δημόσιας ανώτερης εκπαίδευσης έχουν συνδεθεί με τον ανταγωνισμό της αγοράς, τη συμμόρφωση, την αποδυνάμωση, και τις σκληρές μορφές τιμωρίας, είναι πιο σημαντικό από ποτέ άλλοτε να γίνει γνωστή η συνεισφορά και η κληρονομιά του έργου του Paulo Freire.

OHenryAGiroux είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο McMaster του Καναδά.

Πηγή: Σελιδοδείκτης

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2020

Paulo Freire - Δέκα επιστολές προς εκείνους που τολμούν να διδάσκουν

 


… Απέναντι στην ελεγχόμενη συχνά γραφειοκρατική διεκπεραίωση των διδακτικών μας καθηκόντων οι παιδαγωγικές αντιλήψεις του PAULO FREIRE όχι μόνο συνεισφέρουν στον προβληματισμό για το ρόλο της εκπαίδευσης και του εκπαιδευτικού στη σύγχρονη κοινωνία, αλλά και αποκαλύπτουν τις πραγματικές τους δυνατότητες. Μιλάμε για μια απελευθερωτική παιδαγωγική πράξη, που κάνει τον άνθρωπο περισσότερο άνθρωπο και ανοίγει δρόμους προς την ελευθερία, προς μια πιο δίκαιη και δημοκρατική κοινωνία..

1. Από την πρώτη επιστολή: Διαβάζοντας τη λέξη διαβάζουμε τον κόσμο!

• Διδασκαλία = ανάγνωση, αναζήτηση

• Διδάσκω πραγματικά = παίρνω κριτική θέση στη διαδικασία της ανακάλυψης

• Μελετώ = αποκαλύπτω

• Διδασκαλία = όχι απλή μεταφορά γνώσης αλλά κριτικός τρόπος κατανόησης και αντίληψης της ανάγνωσης της λέξης και του κόσμου, του κειμένου και του πλαισίου του

• Ο δάσκαλος διαθέτει τα βασικά εργαλεία (όπως ο χτίστης) στη δουλειά του

• Η κατανόηση είναι μια κατεργασία που προϋποθέτει τη συνέργεια δασκάλου μαθητή και τη σωστή χρήση των απαιτούμενων εργαλείων

• Η γνώση θα πρέπει να προβάλλεται ως διαδικασία απαραίτητη για κάτι

• Μετά πρέπει να μάθουμε πώς να μαθαίνουμε

• Αυτό προϋποθέτει αγάπη για τη γνώση

• Η μελέτη πηγή απόλαυσης και χαράς: ασφαλής δείκτης μιας φιλόδοξης εκπαίδευσης!

• Μια κριτική ανάγνωση των κειμένων και του κόσμου έχει να κάνει με αλλαγές που συντελούνται εντός τους.

2. Δεύτερη επιστολή: Μην αφήνεις να σε παραλύει ο φόβος για ό,τι σε δυσκολεύει!

• Παρακίνησε τους μαθητές σου να θέσουν σε κίνηση τη φαντασία, την περιέργεια και την κριτική σκέψη τους μπροστά σε κάθε εμπόδιο

• Ενθάρρυνέ τους να βλέπουν το κάθε εμπόδιο ως μια νέα πρόκληση

3. Τρίτη επιστολή: Αγάπησε με πάθος τη διδασκαλία σου!

• Με τη διδασκαλία συμβάλλεις στη σταδιακή αλλαγή των μαθητών

• Δίνεις νόημα στην παρουσία τους στον κόσμο

• Με τη μετάδοση της γνώσης πολεμάς κάθε αυθαιρεσία και κάθε αλαζονεία

4. Τέταρτη επιστολή: Τα προσόντα του προοδευτικού δασκάλου

• Η ταπεινοφροσύνη (συνδυασμένη με αυτοπεποίθηση, αυτοσεβασμό και σεβασμό για τους άλλους): Κανείς δεν τα ξέρει όλα. Κανείς δεν τα αγνοεί όλα. Όλοι ξέρουμε κάτι. Όλοι αγνοούμε κάτι!

• Να είσαι πάντα έτοιμος να διδάξεις και να διδαχθείς

• Κάθε αυταρχισμός οδηγεί στην άκριτη συμμόρφωση και σημαίνει ασέβεια για τα πλάσματα –τους μαθητές μου- που μου έχουν εμπιστευτεί

• Πλάι στην ταπεινοφροσύνη πρέπει να βρίσκεται η αγάπη στους μαθητές και στην πράξη της διδασκαλίας

• Πρόκειται για ένα είδος εξοπλισμένης αγάπης χωρίς την οποία οι δάσκαλοι δεν θα μπορούσαν ν’ αντέξουν την κρατική και κοινωνική αδικία και περιφρόνηση.

• Η μαχητική αυτή αγάπη με οπλίζει με θάρρος να αγαπήσω το όραμά μου και να αγωνιστώ γι’ αυτό.

• Μια άλλη αρετή είναι η ανεκτικότητα. Χωρίς αυτήν δεν είναι εφικτό κανένα παιδαγωγικό έργο. Καμιά δημοκρατική εμπειρία. Καμιά προοδευτική εκπαιδευτική πράξη. Είμαι ανεκτικός δεν σημαίνει ότι συναινώ στο μη εφικτό. Δεν συγκαλύπτω την αυθάδεια. Ανεκτικότητα είναι η αρετή που μας μαθαίνει να ζούμε με το διαφορετικό. Μας διδάσκει να μαθαίνουμε απ’ αυτό και να το σεβόμαστε.

• Όμως προσοχή: κανένας δεν μπορεί να διδαχθεί την ανεκτικότητα σ’ ένα περιβάλλον ανευθυνότητας που δεν παράγει δημοκρατία! Η πράξη της ανοχής προϋποθέτει περιβάλλον στο οποίο μπορούν να τίθενται όρια και αρχές σεβαστές.

• Η αποφασιστικότητα: η λήψη αποφάσεων προϋποθέτει την ελευθερία. Η λήψη αποφάσεων είναι συχνά ρήξη. Πρέπει όμως να απέχει από την αυθαιρεσία. Η χαλαρότητα είναι χειρότερη από την κατάχρηση εξουσίας.

• Το ιδανικό: παίρνουμε αποφάσεις μαζί με τους μαθητές μας, αφού αναλύσουμε το πρόβλημα. Άλλες φορές η απόφαση που πρέπει να ληφθεί ανήκει στο πεδίο αρμοδιότητας του εκπαιδευτικού.

• Η αναποφασιστικότητα φανερώνει έλλειψη αυτοπεποίθησης. Αλλά η αυτοπεποίθηση είναι απαραίτητη για όποιον έχει αναλάβει ευθύνες όπως να διοικεί μια τάξη.

• Ο προοδευτικός εκπαιδευτικός βιώνει διαρκώς την ένταση μεταξύ υπομονής και ανυπομονησίας. Στην ισορροπία αυτή εντάσσεται και η λεκτική φειδώ. Να μην χάνουμε τον έλεγχο των λόγων μας. Να μην υπερβαίνουμε τα όρια του συνετού αλλά και ενεργητικού λόγου. Ο λόγος του υπομονετικού είναι πάντα κόσμιος. Ο καλοσυνάτος λόγος μπορεί να γεννήσει την ψευδαίσθηση ότι όλα επιτρέπονται. Ο νευρικός και ανεξέλεγκτος λόγος καταλήγει σε ασυνέπεια και ανευθυνότητα. Δεν αρκεί να αγαπάς. Πρέπει να ξέρεις πώς να αγαπάς.

• Ο εκπαιδευτικός πρέπει να υπερασπίζεται τη χαρά της ζωής, να προσφέρει ολοκληρωτικά τον εαυτό του στη ζωή! Να συμβάλλει στη δημιουργία ενός χαρούμενου και ευτυχισμένου σχολείου. Να εργάζεται για ένα σχολείο- περιπέτεια, ένα σχολείο που πάει μπροστά, που δεν φοβάται να ριψοκινδυνεύει, που απορρίπτει τη στασιμότητα. Που μιλά, που συμμετέχει, δημιουργεί, αγαπά, φαντάζεται, αγκαλιάζει με πάθος και λέει ναι στη ζωή. Που δεν αφήνεται στη μοιρολατρική παραίτηση «και τι μπορώ να κάνω»;

• Δεν υπάρχει ζωή και πρόοδος και εξέλιξη χωρίς αγώνα και σύγκρουση!

• Υπέρτατο, τέλος, χρέος του εκπαιδευτικού είναι να υπερασπίζεται τα δικαιώματά του: το δικαίωμα της ελευθερίας στη διδασκαλία, της κριτικής, το δικαίωμα των καλύτερων συνθηκών άσκησης του εκπαιδευτικού του έργου, το δικαίωμα να επιμορφώνεται και να αμείβεται σωστά. Το δικαίωμα να γίνονται σεβαστά από την πολιτεία τα δικαιώματά του!

5. Πέμπτη επιστολή: Η πρώτη μέρα στο Σχολείο.

• Ο εκπαιδευτικός δεν είναι άτρωτος. Είναι άνθρωπος, όπως και ο μαθητής. Μειονέκτημα για τον εκπαιδευτικό δεν είναι η ανασφάλεια και ο φόβος, αλλά η αδυναμία του να αγωνιστεί να ξεπεράσει το φόβο. Ο φόβος της πρώτης μέρας είναι απολύτως φυσιολογικός. Η ενδεδειγμένη στάση: ειλικρίνεια! Το καλύτερο είναι να πούμε στους μαθητές μας πώς νιώθουμε τη συγκεκριμένη στιγμή, δείχνοντας πως είμαστε άνθρωποι κι έχουμε όρια.

• Όταν αντιμετωπίζουμε το φόβο, κάνουμε το πρώτο βήμα να τον μετατρέψουμε σε θάρρος.

• Από την πρώτη μέρα ο εκπαιδευτικός κατανοεί και σέβεται τις προτιμήσεις των μαθητών του, τον τρόπο που μιλούν, που αντιδρούν… Είναι όλα μέρος της πολιτισμικής τους ταυτότητας, από την οποία δεν λείπει και το στοιχείο της κοινωνικής τάξης. Ο εκπαιδευτικός παρατηρεί και καταγράφει. Μελετά και ξαναμελετά όσα καταγράφει. Βοηθά την τάξη να κατανοήσει τον εαυτό της ως κείμενο.

• Από την ώρα αυτή ο εκπαιδευτικός θεμελιώνει μια σχέση σεβασμού και αφοσίωσης με την τάξη. Δεν περιορίζεται στη μηχανιστική διεκπεραίωση της ύλης. Κατανοεί το περιβάλλον του μαθητή και μπορεί να εξηγήσει την τραγική πολλές φορές ύπαρξη πολλών μη προνομιούχων μαθητών (που δεν βλέπουν όνειρα, μόνο εφιάλτες).

• Χρειαζόμαστε λοιπόν τον επαγγελματικά ικανό και ευαίσθητο δάσκαλο. Όχι απλώς μια μητέρα που κανακεύει. Ο δάσκαλος αυτός δεν φοβάται την τρυφερότητα, δεν είναι κλειστός απέναντι στις συναισθηματικές ανάγκες των ανθρώπων που του έχουν εμπιστευθεί. Δεν είναι άδειος από ζωή και αισθήματα. Κυριαρχείται από την αγάπη. Δεν μπορεί να διδάσκει την ύλη του σαν να μην υπάρχει τίποτε άλλο στον κόσμο.

• Από την πρώτη μέρα στην τάξη ο δάσκαλος πρέπει να δείξει στους μαθητές του τη σημασία της φαντασίας για τη ζωή! Να τονίσει το δικαίωμα που έχουν να φαντάζονται, να ονειρεύονται και να αγωνίζονται για τα όνειρά τους!

6. Έκτη επιστολή: Η σχέση με τους μαθητές: θεμελιώδης, περίπλοκη και δύσκολη!

• Βάση: ο συγκροτημένος και συνεπής λόγος. Η λογοδοσία.

• Οι μαθητές πρέπει να μάθουν: 1. ότι είναι θεμιτό ν’ αλλάζει κανείς θέση, όταν αλλάζουν τα δεδομένα, 2. να αναζητούν τους λόγους που τους έκαναν ν’ αλλάξουν

• Μόλις οι εκπαιδευτικοί αρχίσουν τη διαδικασία της λογοδοσίας, σιγά-σιγά θ’ αρχίσουν να κάνουν το ίδιο και οι μαθητές.

• Τι μπορεί να πει όμως κανείς για το δάσκαλο που διδάσκει και απαιτεί συνέπεια, είναι όμως ο ίδιος ασυνεπής;

• Ο δάσκαλος έχει πολλά να διδάξει στα παιδιά, πέρα από τη διδακτέα ύλη

• Οι μαθητές δοκιμάζουν συχνά τον δάσκαλο. Ο δάσκαλος πρέπει να δεχτεί ότι κάποιος μπορεί να τον αμφισβητήσει.

• Είναι δικαίωμα του μαθητή να αμφισβητεί και να εκφράζει δημόσια την αμφιβολία του. Είναι καθήκον του δασκάλου να αποδεικνύει κάθε στιγμή την αλήθεια των λόγων του. Και να ελέγχει την αστήρικτη κριτική.

• Ο δάσκαλος οφείλει να είναι ταπεινός. Να δέχεται ότι δεν είμαστε τέλειοι ούτε αλάθητοι.

• Εξαιρετικά ωφέλιμο: ν’ αφιερώνουμε λίγο χρόνο κάθε δυο μέρες και να καταγράφουμε με τους μαθητές μας αναλυτικά και κριτικά τη γλώσσα και την πρακτική μας. Στιγμές που μας κέντρισαν θετικά ή αρνητικά. Μαθαίνουμε έτσι να παρατηρούμε, να αναλύουμε και εδραιώνουμε μια ειλικρινή συνεργασία.

7. Έβδομη επιστολή: Από το μιλάω στους μαθητές μου, στο μιλάω με τους μαθητές μου!

• Τήρηση κανόνων – αποστασιοποίηση από το «όλα επιτρέπνται» που ενισχύει τον αυταρχισμό

• Η έλλειψη πειθαρχίας δυναμώνει το φόβο απέναντι στην ελευθερία

• Ο δημοκρατικός δάσκαλος δεν υιοθετεί την απειθαρχία, την ασυνέπεια, το «άς το έτσι για να δούμε τι θα συμβεί»

• Μιλώντας στους μαθητές και με τους μαθητές συμβάλλουμε στη διαμόρφωση υπεύθυνων και με κριτική σκέψη πολιτών.

• Η δημοκρατία, όπως κάθε όραμα, δεν φτιάχνεται με διακηρύξεις αλλά με περίσκεψη και καλλιέργεια. Δεν είναι ο λόγος μου που δηλώνει ότι είμαι δημοκράτης, ότι δεν είμαι ρατσιστής, αλλά οι πράξεις μου. Οι πράξεις μου μαρτυρούν αν είμαι πιστός στο λόγο μου.

8. Όγδοη επιστολή: Πολιτισμική ταυτότητα και παιδεία

• Είμαστε προγραμματισμένοι να μαθαίνουμε. Η μάθηση και η αναζήτηση αποτελούν μέρος της ύπαρξής μας στον κόσμο.

• Είμαστε προορισμένοι να δημιουργούμε πολιτισμό. Η παιδεία είναι η κατεξοχήν πολιτισμική έκφραση. Είναι η περηφάνια του ανθρώπου γι’ αυτό που αποκτά, πέρα απ’ αυτό που κληρονομεί.

• Η γνήσια παιδεία αντιμάχεται την ισχυρή μας τάση να θεωρούμε ότι αυτό που είναι διαφορετικό από μας είναι κατώτερο.

9. Ένατη επιστολή: ανάμεσα στο θεωρητικό και στο πραγματικό πλαίσιο

• Είμαστε τα μόνα όντα με την ικανότητα να είμαστε ταυτόχρονα και τα αντικείμενα και τα υποκείμενα των σχέσεων που συνυφαίνουμε με τους άλλους.

• Δημιουργούμε την ιστορία κι αυτή μας δημιουργεί και μας ξαναδημιουργεί

• Ξεκινώντας από ένα αναγκαίο θεωρητικό πλαίσιο, πρέπει να αποστασιοποιούμαστε ταυτόχρονα απ’ αυτό και να σκεφτόμαστε την πράξη. Είναι αδύνατο να διδάξω την ύλη χωρίς να γνωρίζω πώς σκέφτονται οι μαθητές μου στο πλαίσιο της καθημερινής τους ζωής. Χωρίς να γνωρίζω τι ξέρουν ανεξάρτητα από το σχολείο, ώστε να τους βοηθήσω να γνωρίσουν καλύτερα αυτά που ήδη ξέρουν και να τους διδάξω αυτά που δεν ξέρουν.

10. Δέκατη επιστολή: και πάλι για το ζήτημα της πειθαρχίας

• Μας λείπει η πειθαρχία στο σπίτι, στο σχολείο, στο δρόμο, στην κυκλοφορία. Η ανομία και η έλλειψη ευθύνης είναι ασέβεια για τον άλλο. Ασέβεια για τη δημοκρατία, αφού μόνο με την υπευθυνότητα πολεμάμε την αδικία και την ανευθυνότητα του συστήματος.

• Χωρίς πειθαρχία δεν δημιουργεί κανείς πνευματικό έργο. Ποια είναι όμως η υγιής πειθαρχία; Πως θα βρούμε την ισορρόπηση ανάμεσα στην εξουσία και την ελευθερία, πώς θα ξεπεράσουμε μικρόψυχες πολιτικές, πώς θα πούμε όχι στα ατομικιστικά συμφέροντα και πώς θ’ αφήσουμε στην άκρη τις αυταπάτες του σχολαστικού παιδαγωγού; Απαιτώντας ηθικές αρχές πώς θα απομακρυνθούμε από την ασχήμια του πουριτανισμού και θα στοχεύσουμε στην ομορφιά και στην καθαρότητα; Δεχόμενοι την επιστημονική υπευθυνότητα, πώς θα απορρίψουμε τις στρεβλώσεις του επιστημονισμού;

• Στους σκοπούς αυτούς πρέπει να αφοσιωθούμε και όχι στη μονοδιάστατη λογική της μετάδοσης γνώσεων στους μαθητές.

• Μόνο εφόσον οι μαθητές γίνουν σκεπτόμενα υποκείμενα και αναγνωρίσουν ότι είναι εξίσου σκεπτόμενα υποκείμενα με τους δασκάλους, είναι δυνατόν να γίνουν παραγωγικά υποκείμενα του νοήματος ή της γνώσης του αντικειμένου. Στη διαλεκτική αυτή κίνηση η διδασκαλία και η μάθηση γίνονται γνώση και εκ νέου γνώση. Οι μαθητές γνωρίζουν αυτό που δεν γνώριζαν και οι δάσκαλοι κατακτούν εκ νέου αυτό που γνώριζαν ήδη.

• Ναι, ονειρεύομαι, επειδή ως ιστορική οντότητα αν δεν ονειρεύομαι, δεν μπορώ να είμαι οντότητα.

• Ονειρεύομαι, γιατί ο στόχος μου είναι ψηλός: να συμβάλω στη δημιουργία του ελεύθερου πολίτη, όπως τον οραματίστηκε ο Αριστοτέλης, και η ιδιότητα του πολίτη προϋποθέτει πειθαρχία και ελευθερία. Η ιδιότητα του πολίτη δεν αποκτιέται τυχαία. Είναι μια διεργασία που ποτέ δεν τελειώνει και που πάντα πρέπει ν’ αγωνιζόμαστε γι’ αυτήν. Ονειρεύομαι, γιατί κάθε δημοκρατική εκπαίδευση είναι εκπαίδευση για την ιδιότητα του πολίτη. Του υπεύθυνου, του έντιμου, του συνεπούς και γι’ αυτό ευτυχισμένου πολίτη! Ο σεβασμός στους μαθητές μου προκύπτει από τη λογοδοσία μου στο ζήτημα της προσφοράς μου στην ιδιότητα του πολίτη.

 Paulo Freire, Δέκα επιστολές προς εκείνους που τολμούν να διδάσκουν, μτφρ.: Τάσος Λιάμπας, εκδόσεις Επίκεντρο.



ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ο Paulo Regulus Neves Freire γεννήθηκε στο Recife, του Pernambuco της Βραζιλίας στις 19 Σεπτεμβρίου του 1921. Πέθανε στις 2 Μαίου το 1997. Εξαιτίας των οικονομικών προβλημάτων που δημιουργήθηκαν από την παγκόσμια οικονομική κατάρρευση του 1929, η οικογένεια του Freire αναγκάστηκε να φύγει από το Recife. Εγκαταστάθηκαν στο Jaboatao όπου ο Paulo πέρασε μεγάλο μέρος της παιδικής του ζωής και της εφηβείας του. Στο Jaboatao, ξεκίνησε να ενδιαφέρεται για τον κόσμο γύρω του.

Ο Freire επέστρεψε στο Recife να παρακολουθήσει το γυμνάσιο. Ο πατέρας του Freire πέθανε το 1934, όταν ο ίδιος ήταν δεκατριών. Το 1943 ξεκίνησε τη Νομική Σχολή, το 1944 παντρεύτηκε την Elza Maia Costa Oliveira, δασκάλα πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ξεκίνησε να κάνει την πρακτική του στη Νομική, αλλά σταμάτησε πριν ξεκινήσει την υπεράσπιση του πρώτου του πελάτη. Όπως ο ίδιος δήλωσε «Από τη στιγμή που παντρεύτηκα ξεκίνησα να ενδιαφέρομαι για τα προβλήματα της εκπαίδευσης με ένα συστηματικό τρόπο».

Ο Freire υποστηρίζει πολύ έντονα ότι η οικειότητά του με το μαρξισμό δεν τον απομάκρυνε ποτέ από το Χριστό: «Δεν κατάλαβα ποτέ πώς να συμφιλιώσω την πίστη μου στο Χριστό με την εκμετάλλευση άλλων ανθρώπινων όντων, ή να συμφιλιώσω την αγάπη μου για το Χριστό με τις φυλετικές και εθνικές διακρίσεις. Για τον ίδιο λόγο, δεν θα μπορούσα ποτέ να συμφιλιώσω την ομιλία απελευθέρωσης του αριστερού με τη μεροληπτική πρακτική του αριστερού όσον αφορά στις εθνικότητες, τα δύο φύλα, και τις κοινωνικές τάξεις. Τι συγκλονιστική αντίφαση να είναι κάποιος συγχρόνως αριστερός και ρατσιστής!» Το 1946, αναλαμβάνει ως διευθυντής του υπουργείου Παιδείας του Pernambuco και του πολιτισμού του SESI (η κοινωνική υπηρεσία της βιομηχανίας). Στην Παιδαγωγική της Ελπίδας, ο Freire αναλύει τη σημασία των δέκα χρόνων του στο SESI, μία εμπειρία που του παρείχε την εμπειρική βάση για τη διδακτορική του διατριβή (1959) και το πρώτο του βιβλίο, Η Εκπαίδευση ως Άσκηση Ελευθερίας, μία δουλειά που τελείωσε και εξέδωσε στα πρώτα χρόνια της εξορίας του στη Χιλή (1965). Το 1957 ο Paulo διορίστηκε στο «SESI’s Pernambuco Regional Chapter’s Division of Research and Planning» και άρχισε να ταξιδεύει Βορειοανατολικά ως σύμβουλος σε άλλα προγράμματα του SESI. Ήταν επίσης ιδρυτικό μέλος του Ινστιτούτου Capibaribe στην Recife, το οποίο παραμένει ένα γνωστό (ιδιωτικό) σχολείο όσον αφορά στη δέσμευση για μια υψηλού επιπέδου επιστημονική και ηθική εκπαίδευση και δημοκρατική θέση. Ήταν ακόμη μέλος του Εκπαιδευτικού Συμβουλευτικού Διοικητικού Συμβουλίου της Recife. Το 1959 διορίστηκε Καθηγητής Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Εκπαίδευσης στη Σχολή Καλών Τεχνών. Το 1961 έγινε Διευθυντής του τμήματος Πολιτισμού και Αναψυχής της πόλης στο τμήμα Πολιτισμού και Αρχαιότητας της Recife. Το 1963 έγινε ένα από τα δεκαπέντε «Πρωτοπόρα Μέλη Συμβουλίου» που διαλέχτηκαν από τον Κυβερνήτη Miguel Arraes να προεδρεύσουν σε θέματα εκπαίδευσης και πολιτισμού στο Pernambuco.

Εκτός από την ακαδημαϊκή και θεσμική ζωή του, ο Freire συμμετείχε στα κινήματα για την εκπαίδευση στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Τα πιο σημαντικά από αυτά τα κινήματα ήταν τα εξής: «Movement for Popular Culture (MCP) in Recife», «the Cultural Extension Service (SEC) at the University of Recife» και «the Bare feet can also learn to read» «Campaign in the neighboring state of Rio Grande do Norte» όπου ο Freire είχε την ευκαιρία να δοκιμάσει για πρώτη φορά τη μέθοδό του με 300 καλλιεργητές ζαχαροκάλαμου στο χωριό Angicos το 1963. Όταν το πείραμα ολοκληρώθηκε με επιτυχία, τον κάλεσε ο Πρόεδρος Joao Belchior Goulart να εφαρμόσει μία εθνική εκστρατεία βασικής εκπαίδευσης. Το πρόγραμμα στόχευε να κάνει 5 εκατομμύρια ενήλικες εγγράμματους και πολιτικά προοδευτικούς μέσα στον πρώτο χρόνο. Σύμφωνα με τον τότε εθνικό νόμο, οι ενήλικες μπορούσαν να ψηφίσουν μόνο αν ήταν λειτουργικά εγγράμματοι σε κάποιο βαθμό. Για χρόνια αυτός ο περιορισμός λειτουργούσε στο Βραζιλιάνικο εκλογικό σύστημα υπέρ της ηγεμονικής ολιγαρχίας. Τώρα οι φεουδάρχες απειλούνταν από την πιθανότητα οι αγρότες να οργανώνονταν σε ενώσεις, να γίνονταν εγγράμματοι και έτσι να αυξηθούν οι ομάδες των ψηφοφόρων. Το coup d’etat της 31ης Μαρτίου 1964 επέβαλε το στρατιωτικό νόμο, ο οποίος διήρκεσε πάνω από 20 χρόνια. Ο Freire συλλήφθηκε δύο φορές και φυλακίστηκε στην Olinda και στην Recife για πάνω από δύο μήνες πριν να λάβει πολιτικό άσυλο στην Βολιβιανή πρεσβεία στο Ρίο και να μεταβεί στο La Paz όπου το υψόμετρο και η πολιτική αβεβαιότητα χειροτέρεψαν την υγεία του και έφυγε μέσα σ’ ένα μήνα για το Santiago, στη Χιλή.

Στα δεκαέξι σχεδόν χρόνια εξορίας, ο Freire έμεινε σε τρία μέρη: στο Santiago (1964-69) όπου δούλεψε ως εκπαιδευτικός ενηλίκων για δύο οργανισμούς που ασχολούνταν με την αγροτική ανάπτυξη, στο Cambridge, Massachusetts (1969-70) όπου δίδαξε για δέκα μήνες στο Harvard και στη Geneva, Switzerland (1970-79) όπου δούλεψε και ταξίδεψε υπό την αιγίδα του παγκόσμιου Συμβουλίου των εκκλησιών ως πρεσβευτής της βασικής εκπαίδευσης στον τρίτο κόσμο. Με αυτήν την ιδιότητα, ταξίδεψε τον κόσμο, μιλώντας για τις ιδέες και την εμπειρία του και συμμετέχοντας σε σεμινάρια, διασκέψεις, συνέδρια και συμβάλλοντας σε επαναστατικές κυβερνήσεις στην Αφρική, την Κεντρική Αμερική και την Καραϊβική.

Ο Freire επέστρεψε στην Βραζιλία το 1980 με το όνειρο να ξαναδουλέψει μετά την απουσία δεκαέξι χρόνων. Του προσφέρθηκε θέση καθηγητή στο Catholic University of Sao Paulo (PUC) και στο State University of Campinas (UNICAMP).

Το 1988, το κόμμα των εργατών, στου οποίου την ίδρυση ο Freire είχε βοηθήσει, κέρδισε τις δημοτικές εκλογές στο Sao Paulo. Του πρότειναν να αναλάβει τη θέση του Δημοτικού Γραμματέα Εκπαίδευσης στην κυβέρνηση του Mayor Luiza Erundina. Μετά από δύο εξαντλητικές χρονιές που προσπάθησε να εφαρμόσει ένα νέο εκπαιδευτικό μοντέλο στα σχολεία της πόλης, στα οποία φοιτούσαν σχεδόν ένα εκατομμύριο παιδιά, διοικούσε ένα καινούριο πρόγραμμα για την εκπαίδευση ενηλίκων. Παρότι η εκπαίδευση ενηλίκων είχε αφεθεί στις μη κυβερνητικές οργανώσεις, βασιζόταν στη μεθοδολογική φιλοσοφία του. Ο ίδιος εκείνη την περίοδο αποφάσισε να μεταφέρει τις αρμοδιότητές του σε μία ομάδα συνεργατών του και αυτός να ασχοληθεί με τη διδασκαλία και τη συγγραφή. Πέθανε, όπως και έζησε, δεσμευμένος σε ακατάπαυστη διανοητική εργασία και εμπνευσμένος από την προσπάθεια των βραζιλιάνων ανθρώπων για μία δίκαιη και τη δημοκρατική κυβέρνηση.

https://freirepaulo.wordpress.com/ergasia/about/

Κυριακή 3 Μαρτίου 2019

Τα προσόντα ενός προοδευτικού δασκάλου, από τον Paulo Freire


Αποτέλεσμα εικόνας για paulo freire
Paulo Freire, 19/9/1921-2/5/1997)

Προσόντα αναγκαία για μια προοδευτική εκπαιδευτική πράξη από τον εξαιρετικό Paulo Freire.


Θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ότι τα προσόντα για τα οποία θα μιλήσω, τα οποία θεωρώ απαραίτητα για τον προοδευτικό δάσκαλο, είναι προσόντα που αποκτώνται σταδιακά, μέσα από την καθημερινή πρακτική.

Επιπλέον, αναπτύσσονται μέσα από την πρακτική, παράλληλα με την πολιτική απόφαση ότι ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι εξαιρετικής σημασίας. Έτσι, τα προσόντα για τα οποία θα μιλήσω δεν μπορούμε να τα έχουμε εκ γενετής ούτε μπορούν να μας δοθούν με διάταγμα ή ως δώρο.

Επίσης, η σειρά με την οποία τα παρουσιάζω εδώ δεν αφορά την αξία τους. Είναι όλα εξίσου αναγκαία για μια προοδευτική εκπαιδευτική πράξη.

Θα αρχίσω με την ταπεινοφροσύνη, χωρία να υπονοείται με κανένα τρόπο η έλλειψη αυτοσεβασμού, η μοιρολατρία ή η δειλία. Αντίθετα, η ταπεινοφροσύνη προϋποθέτει θάρρος, αυτοπεποίθηση, αυτοσεβασμό και σεβασμό για τους άλλους.

Η ταπεινοφροσύνη μας βοηθά να καταλάβουμε μια προφανή αλήθεια: κανείς δεν τα ξέρει όλα. Κανείς δεν τα αγνοεί όλα. Όλοι ξέρουμε κάτι. Όλοι αγνοούμε κάτι. Κάποιος χωρίς ταπεινοφροσύνη δεν μπορεί καν να ακούσει με σεβασμό εκείνους που θεωρεί πολύ κατώτερους του δικού του επιπέδου ικανοτήτων.

Μια από τις ελλείψεις που μπορεί να έχει ο εκπαιδευτικός είναι η ανικανότητα να παίρνει αποφάσεις. Μια τέτοια αναποφαστικότητα εκλαμβάνεται από τους μαθητές είτε ως ηθική αδυναμία είτε ως επαγγελματική ανικανότητα. Οι δημοκρατικοί εκπαιδευτικοί δεν πρέπει να ακυρώνουν τον εαυτό τους στο όνομα της δημοκρατικότητάς τους.

Αντίθετα, μολονότι δεν μπορούν να πάρουν την αποκλειστική ευθύνη για τη ζωή των μαθητών τους, δεν πρέπει στο όνομα της δημοκρατίας να αποφύγουν την ευθύνη της λήψης αποφάσεων. Παράλληλα, δεν πρέπει να αυθαιρετούν στις αποφάσεις τους.

Μολονότι αναγνωρίζω ότι αυτές οι σκέψεις περί προσόντων είναι ανολοκλήρωτες, θα ήθελα επίσης να αναφέρω με συντομία τη χαρά της ζωής, που τη θεωρώ θεμελιώδη αρετή για τη δημοκρατική εκπαιδευτική πρακτική.

Είτε είμαστε πρόθυμοι να ξεπεράσουμε παραλείψεις ή ασυνέπειες είτε όχι, με ταπεινοφροσύνη, με στοργική αγάπη, με θάρρος, ανοχή, ικανότητα, αποφαστικότητα, υπομονή – ανυπομονησία και λεκτική φειδώ, συμβάλλουμε στη δημιουργία ενός ευτυχισμένου, χαρούμενου σχολείου.

Εργαζόμαστε για ένα σχολείο – περιπέτεια, ένα σχολείο που πάει μπροστά, που δεν φοβάται να ριψοκινδυνεύει, που απορρίπτει τη στασιμότητα. Είναι ένα σχολείο που σκέφτεται, συμμετέχει, δημιουργεί, μιλά, αγαπά, φαντάζεται, αγκαλιάζει με πάθος και λέει ναι στη ζωή. Δεν είναι ένα σχολείο που σιωπά και παραιτείται.

Πράγματι, ο εύκολος τρόπος να αντιμετωπίσουμε τα εμπόδια που ορθώνονται από την κυβερνητική περιφρόνηση και την αυθαιρεσία των αντιδημοκρατικών αρχών είναι η μοιρολατρική παραίτηση, στην οποία πολλοί από εμας καταφεύγουμε.

«Και τι μπορώ να κάνω; Είτε με αποκαλούν δάσκαλο είτε στοργική μητέρα, εγώ πάλι είμαι κακοπληρωμένος, αγνοημένος και παραμελημένος. Ας είναι, λοιπόν». Στην πραγματικότητα αυτή είναι η πιο βολική θέση, αλλά είναι και η θέση αυτού που παραιτείται από τον αγώνα, που παραιτείται από την ιστορία.

Είναι η θέση εκείνων που αποκηρύσσουν τη σύγκρουση, η έλλειψη της οποίας υπονομεύει την αξιοπρέπεια της ζωής. Δεν μπορεί να υπάρξει ζωή ή ανθρώπινη ύπαρξη χωρίς αγώνα και σύγκρουση. Η σύγκρουση ενυπάρχει στη συνείδησή μας.

Αν αρνηθούμε τη σύγκρουση παραβλέπουμε τις πιο θεμελιακές όψεις της φυσικής και της κοινωνικής μας εμπειρίας. Προσπαθώντας να αποφύγουμε τη σύγκρουση, συντηρούμε το στάτους κβο.

Δεν βλέπω, συνεπώς, άλλη εναλλακτική λύση για τους εκπαιδευτικούς από την ενότητα μέσα στην ποικιλομορφία των ενδιαφερόντων τους για να υπερασπίσουν τα δικαιώματά τους. Αυτά τα δικαιώματα περιλαμβάνουν το δικαίωμα της ελευθερίας στη διδασκαλία, το δικαίωμα να λένε τη γνώμη τους.

Το δικαίωμα για καλύτερες συνθήκες στην άσκηση του παιδαγωγικού τους έργου, το δικαίωμα να παίρνουν πληρωμένες ετήσιες άδειες για επιμόρφωση, το δικαίωμα να είναι συγκροτημένοι.

Το δικαίωμα να κρίνουν τις αρχές χωρίς το φόβο αντίποινων (που συνεπάγεται το καθήκον να κρίνουμε ειλικρινά). Το δικαίωμα στο καθήκον να είναι σοβαροί και σαφείς και να μην ψεύδονται για να επιβιώσουν.

Πρέπει να αγωνιζόμαστε ώστε αυτά τα δικαιώματα όχι μόνο να αναγνωριστούν, αλλά και να γίνουν σεβαστά και να εφαρμοστούν. Κάποιες φορές μπορεί να χρειαστεί να αγωνιστούμε στο πλευρό των συνδικαλιστικών οργανώσεων κι άλλες φορές εναντίον τους, αν η ηγεσία τους είναι σεχταριστική, είτε είναι αριστερή είτε δεξιά.

Άλλες φορές πάλι μπορεί να πρέπει να αγωνιστούμε ως προοδευτική διοίκηση ενάντια στην οργισμένη αντίδραση της συντήρησης, των προσηλωμένων στις παραδόσεις και εναντίον των νεοφιλελεύθερων που βλέπουν τον εαυτό τους ως το απαύγασμα της ιστορίας.


Οι προοδευτικοί εκπαιδευτικοί πρέπει να πείσουν τον εαυτό τους ότι δεν είναι μόνο δάσκαλοι – κάτι τέτοιο δεν ευσταθεί – δεν είναι μόνο ειδικοί της διδασκαλίας. Είμαστε πολιτικοί αγωνιστές, επειδή είμαστε δάσκαλοι.

Η δουλειά μας δεν τελειώνει στη διδασκαλία των μαθηματικών, της γεωγραφίας, του συντακτικού, της ιστορίας. Η δουλειά μας είναι να διδάξουμε αυτά τα πράγματα με σοβαρότητα και επιδεξιότητα, αλλά και να συμμετέχουμε, να αφιερωθούμε στον αγώνα για να νικηθεί η κοινωνική αδικία.



Αποσπάσματα από το βιβλίο του Paulo Freire «Δέκα Επιστολές προς εκείνους που τολμούν να διδάσκουν» εκδ. Επίκεντρο, Αθήνα, 2006



Edouard Vuillard - Τhe Window