Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Ψαράκης Κώστας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Ψαράκης Κώστας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 10 Απριλίου 2023

Κώστας Ψαράκης - Ποιήματα

 -Πατέρα , του λέω , επιφυλακτικά , δεν ήξερα και πως θα το πάρει , μή χαλάσω την καλύτερη παρέα που ειχα ποτέ με τον Πατέρα μου , δεν τα βρίσκαμε και πολύ , ενώ τώρα , συνομήλικοι πλέον, τι ωραία που παίζαμε , σαν μικρά παιδιά ....

Πατέρα , του λέω, το ξέρεις πως εισαι πεθαμένος;
Ναί βρε Κώστα μου λέει ,κάπως θλιμμένος ή ενοχλημένος που το κατάλαβα , το ξέρω .
Μετά χαμογέλασε , προβλέποντάς με ...
-Αλλά μην μου αρχίσεις τώρα τις γνωστές ερωτήσεις ...
-Καλά του λέω και γώ , και ξυπνήσαμε χαρούμενοι.
....
ο καθένας στον κόσμο του .
-------------------------------------------------------------------------
το βορινό παράθυρο
θ ανοίξω το βορινό παράθυρο
στο αρχαίο σπίτι .
αυτό που όλο γκρεμίζεται αλλά ποτέ δεν πέφτει
και θα σταθώ εκεί ακίνητος
να βλέπω τους παππούδες στους τοίχους
να βλέπω τις κασέλες με τα μάταια κεντήματα
και την μισάνοιχτη ντουλάπα με τα ρούχα των πεθαμένων
να βλέπω τις έρημες αυλές.
Εκει θα σταθω
και θα είμαι γέρος και παιδί μαζί.
Οι πεθαμένοι κάθονται ήσυχα στις αυλές τους
μιλούν μεταξύ τους, καθαρίζουν χόρτα
κάτι ψάχνουν στις αποθήκες.
μόνο που δεν μπορείς ποτέ να δείς τα μάτια τους
γιατί αυτό θα πεί να εισαι πεθαμένος.
Στις αυλές μεγαλώνουν αργά φιλέρημες συκιές.
Πίσω από τους τοίχους μια θάλασσα.
Τα απέραντα σκοτεινά νερά του χρόνου .
----------------------------------------------------------------------
στή μητέρα μου
ποιός ειμαι εγώ; την ρωτούσα .
Ο καλός άνθρωπος μου έλεγε . Δεν με γνώριζε ,
ήθελε να φύγει λέει να πάει σπίτι της
άγνωστη από όλους , σ ένα κρύο κόσμο γεμάτο άγνωστους ανθρώπους .
ολομόναχη
Τελικά πέθανε , ήσυχα , όπως πεθαίνουν οι γέροι .
Δεν λυπήθηκα , δεν ξέρω γιατί , ήταν κι όλες αυτές οι διαδικασίες που έπρεπε να γίνουν ...
Την κηδέψαμε , πέρασαν μέρες , κι ένα βράδυ την ονειρεύτηκα
με την ζωή της ολόκληρη ένα ποτάμι που ξέφυγε από την πορεία του
και έτρεχε μάταια στό κενό
Ενα ποτάμι λύπης και μάταιης αγάπης
που με πήρε , εκεί στον ύπνο μου στα μαύρα του νερά
και έσυρα φωνή να ξυπνήσω ,να πιαστώ από κάπου
να σωθώ.
....................................................................................................
τα σταφύλια
Απόψε ονειρεύτηκα τον τάφο μου.
Ηταν κάτω από ένα δέντρο , μια παράμερη ελιά
σ ένα καταπράσινο χωράφι υψίπεδο.
Kαι στην ελιά ειχε σκαρφαλώσει ένα κλίμα αμπελιού
και την είχε γεμίσει σταφύλια.
και κάτω από το δέντρο ήταν η πλάκα
Και στην πλάκα ένας σπουδαίος στίχος!
Υπήρχε μιά αίσθηση
όπως όταν τραγουδάνε κοπέλες κάπου μακριά
σαν να είναι όλα πολύ εύθραυστα
σαν τη ζάχαρη που κρουστάλλιασε σε παλιό γλυκό πιοτό
και απρόσιτα ,
βυθισμένα στον δικό τους χρόνο
όπως οι φωτογραφίες στα παλιά σπίτια
αλλά και μια τρυφερή ματαιότητα
για τις ανώφελες προσπάθειές μας να καταννοήσομε
όπως το παιδάκι στην θάλασσα, του Ιερού Αυγουστίνου .
Κι όλα αυτά , αλλά και τόσα άλλα
ήταν γραμμένα στο στίχο στην πλάκα
σε μια γλώσσα αέρινη και θαλασσινή
με άλλες λέξεις απο τις δικές μας
τρυφερές, που δεν πληγώνουν τα νοήματα
διότι εμεις , ότι κι αν έχομε γράψει ,
κι ότι κι αν γράψομε στις γλώσσες μας
είναι ένα σφάγιο , μια καταστροφή του νοήματος
διότι οι λέξεις μας είναι σκληρές.
Πως μιλά ο άνεμος στα καλάμια ;
Τέτοιες λέξεις χρειαζόμαστε
...
αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε τα σταφύλια στην ελιά
με την αναπάντεχη οριστική δικαίωση της ομορφιάς!
Και τις κοπέλες που τραγουδούν κάπου μακριά
την τρυφερή ματαιότητα των πάντων.....
--------------------------------------------------------------------------
Τα ακρωτήρια του τέλους
Αν πάς βόρεια
και αν περάσεις τον κάμπο των ανθρώπων ,
[αυτό που λέμε πραγματικότητα]
εκει όπου ζουν τα καθημερινά ,
θα βγείς στα ακρωτήρια του τέλους.
Στους γκρεμους της μεγαλειώδους κατακρίμνησης ,
εκεί όπου ο κάμπος ,
εν αγνοία των ανθρώπων ,
ο υψίπεδος ,
διαρκως καταρρέει στην αρχαία θάλασσα ,
αργά και απρόβλεπτα
ανανεώνοντας τους γκρεμούς του•
Κι έχουν μείνει μετέωρα νησιά
π απομακρίνονται ,
απο την καταρρέουσα ακτή
και στα νησιά μοναχοί άνθρωποι
οι φύλακες του χρόνου •
[ανάβουν την νύχτα την λάμπα
που μυρίζει πετρέλαιο
ακούνε τις μακρυνές κατακρυμνήσεις ,
που τους απομακρίνει κι άλλο
από τον κάμπο των ανθρώπων ,
αυτών των ανθρώπων που αγνοούν
την ύπαρξη ετούτων των τόπων ,
ήσυχοι
με την ελευθερία της ολοκληρωτικής ήτας,
και την απέραντη ασφάλεια των νεκρών .]
Στα ακρωτήρια του τέλους ,
όπου καταρρέουν τα σώματα
όπου καταρρέει ο χρόνος ,
όπου καταρρέουν αργά οι σημασίες...
--------------------------------------------------------------------------
η φρίκη
(Στον Γιώργο Σεφέρη)
Ο άνεμος που φυσά τούτες τις μέρες
μας φέρνει από κάπου , σαν φύλλα ξερά , νεκρές πλέον επιθυμίες .
Ξεσκεπάζει τη φρίκη .
Φυσά κάτω από τις έρημες χειμωνιάτικες γέφυρες
με τον στιγμιαίο θάνατο της προσδοκίας
στο βλέμμα του μοναχικού αστέγου,
εκεί κάτω από τη γέφυρα
που ξαναγυρνά τη πλάτη σ εσένα και στο κρύο άνεμο .
Ποιός άραγε γνωρίζει τι ήλπισε ακούγοντας τα βήματά σου
(ποιος άραγε γνωρίζει ποιος νόμισε ότι έρχονταν ).
[Εδώ όμως πρέπει να σταματήσει το ποίημα
διότι αν συνεχιστεί θα συναντήσει την φρίκη
εκείνη την φρίκη που δεν αντέχω να σου περιγράψω
και εσύ δεν αντέχεις ν ακούσεις]
για την οποία λέει ο Ποιητής ότι
«δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει•
στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.»
Ας σταθούμε λοιπόν εδώ , στις σκόρπιες εικόνες
του άστεγου κάτω από την αδιάφορη και έρημη γέφυρα ,
ή του βράχου
που θρυμματίζει το κρύο κύμα
ολομόναχος , στα μετανιωμένα από τα όργια του καλοκαιριού
χειμωνιάτικα ακρογιάλια ΄
ή τις γριές μητέρες που όταν πεθαίνουν σαν απροστάτευτα παιδιά
μαζί με τις ζωντανές τους μνήμες για σένα
σ αφήνουν γυμνό , στη παγωμένη λησμονιά
αλλά ποτέ στους νέους που βρίσκουν νεκρούς
σκεπασμένους με μια κουβέρτα , στα κρύα , μοναχικά , φοιτητικά δωμάτια
σπάζοντας τις πόρτες .
Ποτέ , ποτέ , στο χαμόγελο , το τελευταίο χαμόγελο , και στο βλέμμα
το βλέμμα που θυμάσαι ότι προσπέρασες
όπως προσπέρασες κι εκείνο του άστεγου
εκεί κάτω από την γέφυρα , όταν ο άνεμος μας έφερνε σαν φύλλα ξερά
νεκρές πλέον επιθυμίες .
-------------------------------------------------------------------
Επίλογος
Αν είναι να πούμε κάτι
τώρα είναι η ώρα να μιλήσομε
Τώρα που ανασαίνουμε ελεύθεροι
από τα πάθη που μας έπνιγαν
στις θάλασσες και τ’ ακρογιάλια
που γυρίζαμε τόσα χρόνια
Αν είναι αν πούμε κάτι
τώρα θα μπορούσαμε να μιλήσομε
πριν φύγομε για τις κορφές
και μας καρφώσει αμίλητους
το φεγγάρι στο Βράχο
Όσοι γλιτώσαμε από τη λαγνεία και το θάνατο
των φεγγαριών και των ανέμων
Θρηνήσαμε Νεκρούς.
Όταν τους συναντάμε καμιά φορά εκεί στις άδειες αμμουδιές
δε μας βλέπουν
Χαμένοι στο χρόνο τους και στη λησμονιά
σα θαλάσσια ξύλα
που οι δίνες του χρόνου
πετούν στις απόκοσμες ακτές των αναμνήσεων
[Ήταν τόσο δύσκολο να νιώσομε
ότι άλλο είναι να πετάς και άλλο να πέφτεις…..]
(τις νύχτες που ονειρεύεσαι ότι πετάς
Σ’εκείνους τους θαλασσινούς γκρεμούς
Που φτιάχνεις από φως του φεγγαριού και ελευθερία
θέλω να το σκεφτείς βαθιά αυτό
ότι άλλο είναι να πετάς και άλλο να πέφτεις..)
Ο θάνατος μας δίδαξε το χρόνο
μας δίδαξε
το ποτάμι των μορφών
με τις απόκοσμες όχθες
και τις ακτές της αβάστακτης ομορφιάς
η ομορφιά μας δίδαξε τη μοναξιά
το τραγούδι των ανέμων στους έρημους τόπους
και το λουλούδι του φεγγαριού
που είναι μαζί το αύριο και το χθες
Ο χρόνος μας δίδαξε τη συμπόνια.
Τι άλλο να αισθανθεί κανείς
για τις Μορφές που φτιάχνονται για να χαθούν
στο ποτάμι των αιώνων
όπως τα πρόσωπα στα σύννεφα
που σπρώχνουν οι άνεμοι
ανακαλύψαμε στους γκρεμούς
τις όχθες του χρόνου
και στα απρόσιτα διαζώματα
τις ακτές
της αιώνιας θάλασσας
Ξαφνικά
αρχίσαμε να ζούμε τη ζωή
σαν να είναι ήδη ανάμνηση
γραμμένη στη μνήμη
αυτών που θα ζουν
αυτών που αγαπάμε
και αυτό είναι μια ελευθερία
και μια πληγή
Αγαπήσαμε την Αλήθεια.
γιατί εμείς δεν είμαστε ποιητές
απλώς κρύβομε σε περίοπτη θέση
σαν το βιολί που ακούγεται στο φαράγγι
τα λόγια που θέλομε να ακούσεις.

Αντλήθηκαν απ' το προφίλ του ποιητή

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2022

Κώστας Ψαράκης-Το βορινό παράθυρο

Θ' ανοίξω το βορινό παράθυρο

στο αρχαίο σπίτι .

αυτό που όλο γκρεμίζεται αλλά ποτέ δεν πέφτει 

και θα σταθώ εκεί ακίνητος

να βλέπω τους παππούδες στους τοίχους 

να βλέπω τις κασέλες με τα μάταια κεντήματα

και την μισάνοιχτη ντουλάπα με τα ρούχα των πεθαμένων 

να βλέπω τις έρημες αυλές.

Εκεί θα σταθώ

και θα είμαι γέρος και παιδί μαζί.

Οι πεθαμένοι κάθονται ήσυχα στις αυλές τους 

μιλούν μεταξύ τους, καθαρίζουν  χόρτα 

κάτι ψάχνουν στις αποθήκες.

μόνο που δεν μπορείς ποτέ να δείς τα μάτια τους

γιατί αυτό θα πεί να είσαι πεθαμένος.

Στις αυλές μεγαλώνουν αργά φιλέρημες συκιές.

Πίσω από τους τοίχους μια θάλασσα.

Τα απέραντα σκοτεινά νερά του χρόνου .

Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2021

Κώστας Ψαράκης - ελευθερία


Ισως η κούραση, ίσως η νυχτερινή ομίχλη
καθώς επέστρεφα στο σπίτι μου
από τους γνωστούς δρόμους
που κάθε τους δέντρο, κάθε στροφή
ειναι φορτωμένη πια τις ίδιες σκέψεις
τα ίδια συναισθήματα
ξαφνικά
αισθάνθηκα οτι δε ξέρω που είμαι .
Εκείνη την ελάχιστη στιγμή
μέχρι να γίνουν πάλι όλα γνώριμα
έζησα μια απέραντη ελευθερία.

Τετάρτη 7 Απριλίου 2021

Κώστας Ψαράκης-Ροντιόν Ρομάνοβιτς Ρασκόλνικωφ


Θά ρθω στο φοιτητικό σου δωμάτιο
με τα πεταμένα ρούχα και τα βιβλία
που δεν διαβάζεις πιά.
Θ ανοίξω τα παράθυρα , θ ανάψω το τζάκι
θα μαγειρέψω το φαγητό που σ άρεσε από παλιά
και θα γεμίσω τα ποτήρια κρασί
κόκκινο σαν το αίμα.
Κι όταν δω στα μάτια σου
εκείνα τ άστρα π αγαπώ
θα σ αγκαλιάσω , γιέ μου
και θα φύγω.
Και στην εξώπορτα ,όπου παραμονεύει
εκείνος ο δαιμόνιος
Πορφύριος Πετρόβιτς
θα τον βουτήξω απ το γιακά
και θα του το πώ να το νιώσει
Ιδού εγω. Ο φονιάς!

Κυριακή 21 Μαρτίου 2021

Κώστας Ψαράκης-ώσπερ πελεκάν

 

Όπου είμαι σ εκείνο το παλιό το χωριουδάκι
κι είμαι σ ένα σπίτι με καμάρες ή και σε κάτι κήπους
κι είναι να συμβούν πράγματα
κι είναι γνωστό και θλιβερό το τέλος αυτής της ιστορίας.
Αλλά δεν πρέπει λέει να το γνωρίζομε αυτό το τέλος
μα πρέπει να έχομε εκείνη τη παιδική χαρά.
Κι είναι αυτό το νόημα τόσο πολύ μακρινό
που μούδωσε τόση χαρά η ξεχασμένη γεύση του .
Και πιο πολύ όπου κάτω απ αυτό το νόημα
είναι θαμμένα πλήθος άλλα νοήματα και άλλοι λογισμοί
όπου τα πλάκωνε τούτος ο λογισμός.
κι είναι και ένα ποίημα που ξεκινά έτσι

Πως είναι στις ωραίες ιστορίες
όπου οι πράξεις των ανθρώπων έχουν νόημα,
έτσι φαντάζονται οι άνθρωποι αιτίες
για ότι τους συμβεί πέρα απ τα γνώριμα

διότι παρατήρησα ότι οι άνθρωποι διηγούνται σαν ιστορίες
εκείνα τα σημεία της ζωής τους που δεν κατανοούν…

δηλαδή τα διηγούνται έτσι ώστε να βγαίνει ένα νόημα.

….και σκέφτηκα τον ποιητή όπου έχει
ολάκερο το νόημα του ποιήματος στο νου του δίχως λέξεις
και σκέφτηκα πόσο πλανούνται οι άνθρωποι που νομίζουν
ότι ο ποιητής γυρεύει λέξεις για να βάλει το νόημα τούτο μέσα στις λέξεις…..

και λέει ο ποιητής των Αρρήτων όπου γράφει τη μεγάλη Γεωμετρία των Παθών.
……..

Διότι ο ποιητής το νόημα , το θέλει πάντα να ναι
έτσι γυμνό κι ολόκληρο, ελεύθερο από λέξεις
Οι λέξεις είναι που ορμούν στο νόημα απάνω
όπως οι μύγες στο φαί και τα όρνεα στο κρέας
και ο ποιητής όσο μπορεί τις διώχνει να μη κάτσουν

……..

κι είναι το ποίημα
το πτώμα του νοήματος που έλαμπε στον νού του
και λυπάται , όπως λυπάται ο αμαρτωλός μετά την αμαρτία
διότι έχει ηδονή ετούτος ο θάνατος του νοήματος
έχει και θυσία

«ώσπερ πελεκάν»
που λένε τα ιερά βιβλία


Κώστας Ψαράκης, Από τη συλλογή: ώσπερ πελεκάν

Κυριακή 7 Μαρτίου 2021

Κώστας Ψαράκης-η θλίψη


η θλίψη είναι σεμνή και ντροπαλή
και κάπως ύπουλη θα μπορούσαμε να πούμε.
Κρύβεται στα αγαπημένα
όπως σε κάποιες αναπάντεχες παλιές φωτογραφίες , ανάμεσα στα τακτοποιημένα ρούχα
ή μας κοιτά σαν τα κλειδιά ενός άλλου σπιτιού που ποτέ δεν θα ξαναπάμε
ξεχασμένα σε κοινή θέα
ή σαν την κούκλα που μισοσκέπασαν τα χόρτα της αυλής
Σε μαχαιρώνει απότομα , όταν δεν το περιμένεις
και ξανακρύβεται
σαν την οχιά .

Κώστας Ψαράκης-Χάρακας

Γεννήθηκα στο χωριό κάτω από το αρχαίο βράχο.
Το χειμώνα ταΐζαμε με κλεμμένο γάλα
παρατημένα γαϊδουράκια με τεράστια μάτια
τα βρίσκαμε στους ποταμούς.
Ψοφούσαν πάντα χωρίς παράπονο
σα το Παππού που θα πεθάνει έτσι κ’ αλλιώς.
Το καλοκαίρι σκοτώναμε όρνεα
μεθυσμένοι από τη ζέστη και το αίμα
Τα μεσημέρια κολυμπούσαμε
σε στέρνες σκοτεινές με πράσινα νερά
τις νύχτες ακούγαμε τους σκύλους
που γαύγιζαν τον άνεμο
που κατέβαινε από τα βουνά.
και το χρόνο που χύνονταν σα αίμα
στους δρόμους του φεγγαριού
Κάποιος είπε πως μια νύχτα
την είδε γυμνή
και παραλίγο να τον σκοτώσομε με τις πέτρες
Είχε και γραφομηχανή.
Έμενε στη γειτονιά μου
Μια μέρα με φώναξε με τ’ όνομά μου
τρεις νύχτες το ίδιο όνειρο
να με φιλά στο στόμα
σε μια άδεια στέρνα
η γραφομηχανή να γράφει μόνη της
τα λόγια της αβάσταχτης ομορφιάς
Χάθηκε κ αυτή και η γραφομηχανή
χάθηκαν και τα λόγια

**

χθές , στο καφενείο στο Χάρακα ,
με τους καπετάνιους στους τοίχους
και τους πεθαμένους λυράρηδες
κατά την δεκάτη νυχτερινή
ηρθε
ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.

Κάθισε μόνος με τη πλάτη στον τοίχο
σ ενα τραπεζάκι σε μια άκρη.
Ήμασταν εμεις που λέγαμε για τα μνημόνια ,
αυτός, σιωπηλός
και μια παρέα αγροφύλακες
πιο πέρα .
Τον κεράσαμε κρασί
-εμεις πίναμε ρακές-
και τα μεσάνυκτα σηκώθηκε να φύγει .
Τον ξεπροβοδίσαμε
και στο σκοτεινό χωριό ,
το πλακωμένο απο τη καινούργια φτώχεια
ενας ενας του φιλήσαμε το χέρι.
έφυγε και στα σύννεφα
αρμένισε ενα καινούργιο φεγγάρι.

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2020

Κώστας Ψαράκης - Μορφές του Χρόνου

Στον Γιάννη Τσίγκρα


Σας βλέπω απ' τη φωτογραφία

να με θυμάστε πού και πού

και να μιλάτε μ’ απορία

για τους κατοίκους του ουρανού


Όταν φωτίζει το φεγγάρι

τις παγωμένες κορυφές

σας συντροφεύω στα όνειρά σας

μέσα στου χρόνου τις μορφές


Όταν φυσάνε οι ανέμοι

και μαστιγώνει η βροχή

είναι η δική σας νοσταλγία

που με τραβά ξανά στη Γη


Σας βλέπω απ’ τη φωτογραφία

να μεγαλώνετε αργά

στο χρόνο που σας ταξιδεύει

στα σκοτεινά του τα νερά…


Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2020

Κώστας Ψαράκης-Στα μικρά νεκροταφεία

 

Πως είναι στις ωραίες ιστορίες

όπου οι πράξεις των ανθρώπων έχουν νόημα,

έτσι φαντάζονται οι άνθρωποι αιτίες

για ότι τους συμβεί πέρα απ τα γνώριμα


κι είν’ οι παράξενές τους ιστορίες

αιτία για πιοτό ως το ξημέρωμα

άλλη μια νύχτα , που θα ξεψυχήσει

όταν την βρει του ήλιου το μαχαίρωμα


Σε τούτα τα μικρά νεκροταφεία

που θάβομε τους γέρους πατεράδες μας…

Κάθε φορά πιο γέροι και πιο λίγοι

κάθε φορά μ αραιωμένες τις τετράδες μας


σα το φεγγάρι που λειαίνει τις γωνίες

και μας πονά όπως του χρόνου το μαχαίρωμα

όσο διηγούμαστε τις ιστορίες

τοσο πληθιαίνει του τυχαίου το φανέρωμα


με τους γερόντους στα νεκροταφεία

-συγχωρεμένες να ναι οι αμαρτίες τους-

Θα καταλήξουν κ οι δικές μας ιστορίες

Με αξεδιάλυτες για πάντα τις αιτίες τους….


Πηγή: Αντλήθηκε απ' το προφίλ του ποιητή

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2020

Κώστας Ψαράκης-Ερημία



καμιά φορά έγραφα ποιήματα
για να διασώσω κάποιους σκιώδεις λογισμούς
όπως το ρυάκι που επιμένει στον λόγο του .
Είχα αγαπήσει την ερημία .
Τώρα μ αγάπησε κι αυτή.

[Ονειρεύτηκα τον Ποιητή
που κοίταζε τα χαλάσματα
και πιο πολύ ένα τοίχο φτιαγμένο από πέτρες όπου εχάλασε
και ήρθε στ όνειρό του ο άλλος Ποιητής και του λέει
-έτσι είναι και το ποίημα , σαν τον τοίχο , οπού έχει πέτρες μεγάλες, λίγες ,και πέτρες πολλές μικρές. Και οι μεγάλες πέτρες είναι το νόημα και οι μικρές αυτό που κάνει τα νοήματα να ταιριάζουν…
Και απόμεινα να κοιτάζω τον τοίχο .]

Πηγή:https://www.facebook.com/search/top/?q=%CF%80%CE%BF%CF%85%20%CE%BA%CE%BF%CE%AF%CF%84%CE%B1%CE%B6%CE%B5%20%CF%84%CE%B1%20%CF%87%CE%B1%CE%BB%CE%AC%CF%83%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1&epa=SEARCH_BOX

Σάββατο 1 Ιουνίου 2019

Κώστας Ψαράκης-Vendetta


Ανάψαμε φωτιές στις κορφές
να μαθευτεί το φονικό.
Καθίσαμε στη αυλή
και περιμέναμε….
Ήρθαν οι πεθαμένοι
τους ξεσήκωσε το αίμα
καθίσανε στα πεζούλια σειρές σειρές
κοιτάζανε τα καινούργια σπίτια
τα μικρά παιδιά..
ήταν ανήσυχοι
περιμένανε να κάμομε το χρέος μας.
Τους κοιτάζαμε και μείς
ακούγαμε το άνεμο
που κατέβαινε από τα φαράγγια
το κλάμα των γυναικών
ήρθε κι ο σκοτωμένος
σαστισμένος από το θάνατο
δεν ήξερε με ποιους να πάει.
Φύγαμε
βγήκαμε ψηλά
στης νύχτας
τις κορφές
στα μονοπάτια του χρόνου
αρχαίες γέφυρες στο χάος
να βρούμε τη συμπόνια που χρειάζεται
για να σκοτώσομε
///////////////////////
Όταν πέθαινες
είδα στα μάτια σου μια θάλασσα.
Μετά τους δυό αετούς που χανότανε στη κορφή
και το μικρό σου γιό.
Εσύ τι έβλεπες στα μάτια μου
όταν σε σκότωνα;

Σάββατο 4 Μαΐου 2019

Κώστας Ψαράκης- οι Άνεμοι της Άνοιξης

(στον Knut Hamsun)

Φυσούν πάλι οι παράξενοι άνεμοι της Άνοιξης.
Περνούν χαμηλά και ξεριζώνουν από τα χώματα το Χειμώνα
Περνούν χαμηλά και γδέρνουν τη καρδιά μας.

Θέλω να βάλω τα σίδερα στη φωτιά
Θέλω να βγω τη νύχτα
να κυνηγήσω τα αγρίμια μου στα ορεινά μονοπάτια
ξυπόλητος
εκεί που την είχα βρει κάποτε χαμένη
πεσμένη στα τέσσερα , ξυπόλητη, γυμνή
Είχε λυσσάξει και δάγκωνε
απαρηγόρητη
Οι άνεμοι γδύσανε τη καρδιά της και πονούσε.
……………
Σκέφτομαι τα σίδερα και τη φωτιά
σκέφτομαι τα αγρίμια
κ ύστερα πάλι...
φυσούν οι άνεμοι της άνοιξης
μα φυσούν χαμηλά
δε ταράζουν τα αγέρωχα σύννεφα

Δε φοβάμαι πια την Άνοιξη
φοβάμαι την ανάμνησή της.

Πέμπτη 25 Απριλίου 2019

Κώστας Ψαράκης-η σιωπή


η σιωπή

θυμάσαι τη απρόσιτη σιωπή
που Τον περιέβαλε ως ιμάτιον
μέσα στη μεγάλη βουή τού πλήθους
που λυσσομανούσε γύρω του σαν θάλασσα ;

Τί είτανε αυτή η μανία , τί τους ειχε πιάσει
αυτή η μαύρη ηδονή
να βάλουν επιτέλους τα χέρια τους στο Απροσπέλαστο ....

Η ελευθερία του θηρίου
και η μεγάλη ηδονη του τιποτένιου
να ειναι κάτι καταστρέφοντας
το Απρόσιτο

Ψάχναμε τα μάτια του
να του πούμε οτι .. τί να του πούμε ;
οτι μας περιμένει ενα μικρό παιδί στο σπίτι
κι η μάνα του , αλλιώς ...
τι αλλιώς;
ψάχναμε τα μάτια του ,
δειλοί και κακομοίρηδες

οτι Κύριε συχώρεσέ μας
δεν έχομε ψυχή να σταθούμε δίπλα σου
Κύριε σ εγκαταλείπομε ανυπεράσπιστο στο πλήθος
που δε γνωρίζει τι ποιεί

Εμεις όμως Κύριε που γνωρίζομε
οχι μόνο σ εγκαταλείπομε
αλλά πάνω στο Σταυρό σου φορτώνομε
και την ενοχή της προδοσίας μας

Δευτέρα 8 Απριλίου 2019

Κώστας Ψαράκης - ο βιολιστής



Κάτω από την θροϊζουσα καρυδιά της αυλής
προχωρημένη νύχτα
έπαιζε στο βιολί , ένα αλλόκοτο άκουσμα.

Tι παίζεις τον ρώτησα .
Τον φόβο μου είπε.

Το σπίτι αρμένιζε ανοικτά μες τη νύχτα
και τρίζαν τα κατάρτια του
κατάπλωρα στα Αστερούσια,
κι αυτό, ήταν για κάποιο λόγο ηρωικό.

Μέσα στο σπίτι , που ταξίδευε στην νύχτα
οι άνθρωποί του , ταξίδευαν κι αυτοί στο χρόνο τους
κι αυτό ήταν για κάποιο λόγο λυπηρό .

Άλλαξε η μελωδία κάτω από τη θροΐζουσα καρυδιά.
Αυτή τη μουσική την γνωρίζω σκέφτηκα
είναι ο τόπος.

Τα σπίτια έχουν τόπους
όπως μια φλέβα στο λαιμό μιας γυναίκας
που έχουν άλλο χρόνο , δικό τους
ένα χρόνο επιστροφής , ξανά και ξανά στο ίδιο συναίσθημα
τόσο εύθραυστο , που κάθε φορά που το ζεις είναι ένα θαύμα .

Αυτό σ΄ αρέσει πιο πολύ ,μου λέει,
αλλά δεν ξέρεις τι χάνεις που δεν αφήνεσαι στον φόβο.

Ήρθαν απ τον κάμπο δυο καβαλάρηδες με τρία άλογα
κι έφυγε .


ένα ποίημα από τη συλλογή "το κενό" που ο Κ.Ψ. έχει αφιερώσει στον Miyiamoto Musashi

Πηγή:https://www.facebook.com/photo.php?fbid=10219040032814739&set=a.1471687195151&type=3&theater

Σάββατο 30 Μαρτίου 2019

Κώστας Ψαράκης-Ποιήματα

Ονείρου Τόποι
Στα όνειρά μας ,υπάρχουν αφενός ο ονειρικός μας εαυτός,
( αυτός που ονειρευόμαστε ότι είμαστε)
αφετέρου η πραγματικότητα μέσα στην οποία αυτός κινείται .
Το ονειρικό μας εγώ συχνά τείνομε να το αγνοούμε και ενθυμούμενοι το όνειρο ,
δίδομε έμφαση στην «πραγματικότητα» στην οποία ο ονειρικός μας εαυτός κινήθηκε,
μολονότι ,αυτό που είμεθα στο όνειρό μας ,
είναι σαφώς κάτι άλλο από τον εαυτό μας και απέχει από αυτόν ,
όσο απέχει η πραγματικότητα του ονείρου από την δική μας πραγματικότητα.
Ονειρεύομαι για παράδειγμα ότι «είμαι παιδί» και «μπορώ να πετώ» άρα ζω την πραγματικότητα του ονείρου σαν «Πήτερ Παν» μολονότι δε χάνω ούτε στιγμή την αίσθηση της ταυτότητάς μου , όσο κι αν αυτό που είμαι στο όνειρό μου απέχει από αυτό που είμαι στη πραγματικότητα.
Όπως λοιπόν εγώ «κινούμαι» στην εξωτερική πραγματικότητα του μάταιου τούτου κόσμου έτσι και ένα πολύ κοντά στον εαυτό μου κομμάτι
(τόσο κοντά που να διατηρεί την αίσθηση της ταυτότητας )
κινείται σε μια πραγματικότητα εσωτερική
(που είναι όντως «πραγματικότητα» με την έννοια ότι αντιστέκεται στις επιθυμίες μου ) ,
η οποία όμως είναι κομμάτι του εαυτού μου , καθώς εγώ το δημιουργώ στο εκάστοτε όνειρο.
Αν ονομάσομε κάθε τέτοια «ονειρική πραγματικότητα «ονείρου τόπο» θα μπορούσαμε άραγε να ελπίζομε σε ένα χάρτη ονειρικό , όπου αυτοί οι διάφοροι τόποι θα είχαν τη σχετική τους θέση;
Η με άλλα λόγια όπως οι διάφοροι τόποι της εξωτερικής πραγματικότητας
δημιουργούν ένα ενιαίο χάρτη στον οποίο εντάσσονται με ένα λογικό τρόπο ,
και ορίζουν ένα συγκεκριμένο ενιαίο χώρο με διάφορες επιμέρους τοποθεσίες ,
όπου υπάρχουν εκεί και περιμένουν την επίσκεψή μας
(επί ματαίω ίσως όπως οι γκρεμοί των Αστερουσίων π.χ. )
ή την καθημερινή μας παρουσία (όπως ο χώρος εργασίας μας)
έτσι και οι ονειρικοί τόποι οργανώνονται σε ένα ενιαίο χώρο με επιμέρους τόπους
με διαφορετική ίσως επισκεψιμότητα
ή παραμένουν ασύμβατες και ακοινώνητες επιμέρους πραγματικότητες ,
σκηνικά μιας χρήσης , για τις ανάγκες του εκάστοτε ονείρου;
.......................................................................................................................................................................
Ονειρεύτηκα
τέσσερεις εαυτούς ταυτόχρονα
ο ένας σε μια ταβέρνα να τον ερωτεύεται μια γυμνή χορεύτρια
ο άλλος στις άκρες μιας πόλης σε κάτι παράξενες στοές
με την τρομακτική αίσθηση του αδυσώπητου χρόνου
ο τρίτος σε έρημους τόπους να ακούει το τραγούδι των ανέμων
και ο τέταρτος εγώ
απαρηγόρητος
που όλα αυτά που θα χαθούν
στους καταρράκτες των ονείρων.
Προηγουμένως , η ερώτηση ήταν αν η ταβέρνα ,
οι παράξενες στοές στις άκρες της πόλης , και οι έρημοι τόποι του ονείρου
είναι σκηνικά μιας χρήσης για τις ανάγκες του ονείρου,
ή, τόποι μιας εσωτερικής πραγματικότητας
μέσα στην οποία κινείται το ονειρικό μας εγώ.
Αυτή την ερώτηση την έθεσα στον εαυτό μου πολύ νωρίς
και η απάντηση ,
μια χαρτογράφηση ( του δικού μου ονειρικού χώρου )
ήταν η διπλωματική μου εργασία (φοιτητής των Μαθηματικών(!!!) στη Πάτρα)
στον καθηγητή Αλέξανδρο Κοσμόπουλο ,
καθηγητή που μας δίδασκε παιδαγωγικά,
μια εργασία που ξάφνιασε και αυτόν και μένα
και που νομίζω ότι η όποια αξία της
ήταν η παρουσίαση της αίσθησης
και όχι της ιδέας που ειχα και έχω
για το ομοιομορφισμό
ανάμεσα στην εξωτερική
και την εσωτερική πραγματικότητα.
Ότι είμαστε ας πούμε σαν ένα τεράστιο διαστημόπλοιο στο απέραντο σύμπαν
του έξω κόσμου,
με το οποίο κινδυνεύομε στις χαράδρες των άστρων,
και τις νύκτες ,
όταν καταφέρομε να το προσγειώσαμε στο κρεβάτι μας ,
ξεκινούν απίστευτες περιπέτειες στο χαώδες εσσωτερικό του .
Αυτός ο ομοιομορφισμός του μέσα με το έξω
ειναι κάποιες φορές έντονος όπως φαίνεται π.χ εδώ
.......................................................................................................................................................................
Το φώς ως ιμάτιον
Έρχονται στο χωριό για το Πάσχα
Έρχονται από την Αθήνα , από τη Γερμανία ,κάποιος από το Βόλο….
Κυρίως από την Αθήνα.
Όσοι έχουν φέρει ακριβό αμάξι
παρκάρουν στη πλατεία .
Κατεβαίνουν δήθεν αδιάφοροι ,
επιτέλους δικαιωμένοι.
Έχουν μια έξαψη και ένα κάπως παιδικό θρίαμβο…
όπως χτυπάνε τη πόρτα
και κάθονται στις παλιές καρέκλες
ψάχνοντας στα μάτια μας
την πληρωμή της ξενιτιάς…
Μετά από λίγο ξεχνιούνται
Κοιτάζουν τους ευκαλύπτους, τον αρχαίο βράχο ,
τους γερόντους που ζουν ακόμα , αναλίωτοι , χαμένοι στο χρόνο τους
τις ίδιες φωτογραφίες στους τοίχους
με τους πεθαμένους λυράρηδες
και τους καπετάνιους
τις γριές που αγωνίζονται τοίχο τοίχο τον ανήφορο και το θάνατο
Ερχεται και η νύχτα
ακούνε τους σκύλους που γαυγίζουν μακριά
νιώθουν στη καρδιά τους
τη λεπίδα του φεγγαριού…
μπαίνουν στα όνειρά τους
γιατί αυτοί είναι οι τόποι των ονείρων τους.
Τους κερνούμε ρακές, τους προσέχομε
Όταν ακουστεί το νυχτοπούλι
Φεύγουν απαρηγόρητοι και μεθυσμένοι.
Σταματούν κάποιες στιγμές απότομα
Έτοιμοι να δεχτούν την αποκάλυψη
που αισθάνονται να γεννιέται μέσα τους.
Αυτό το τεράστιο νόημα που όλο έρχεται να ξεσπάσει σα κύμα
και ποτέ δε φτάνει
Αυτό που θα τα ξεκαθαρίσει όλα αυτά δια μιάς
τα όνειρα, τους γέρους ,τα σοκάκια ,τις μυστικές στοές στην αποθήκη,
το αίμα που χύθηκε μια Άνοιξη
εκείνο το κορίτσι που γελούσε κάποτε στο ήλιο
αυτή την αυλή που δεν είναι πια ακριβώς αυλή
είναι και ένα συναίσθημα
και τα σχέδια των ίσκιων των ευκαλύπτων στο φως του φεγγαριού
που είναι πλέον σκέψεις.
σκέψεις μέσα σε σκέψεις
τόποι της μεθυσμένης τους ψυχής
όπως το κοιμητήρι
που έμπαινε στη θάλασσα
και βρέχανε τα κύματα
τους πρώτους τάφους…
Η νύχτα είναι λίγο δύσκολη απόψε
με το Άνοιξη να διαπερνά σιγά σιγά τους ανέμους
Η νύχτα είναι πάντα δύσκολη στις δίνες του Χρόνου
Αύριο θα τους κεράσομε καφέ.
Τους αγαπάμε.
………....................................................................................................................................................
Από τότε που άρχισα να γράφω ,τίποτε άλλο δεν κάνω από το να προσπαθώ να περιγράψω με την ακατάλληλη των ανθρώπων γλώσσα ,τα εσσωτερικά τοπία , που σιγά σιγά κατάντησε να τα ζώ και ξυπνητός.
Ακατάλληλη διότι ειναι φτιαγμένη να περιγράφει τον μάταιο τούτο κόσμο και πως να μιλήσεις για τον άλλον μ αυτήν .....
όπως τα
μετέωρα
Οπου έψαχνα μια λέξη να ονομάσω αυτές τις σύνθετες οντότητες
από σκέψεις και δομές σκέψεων, συναισθήματα και πρότυπα συναισθημάτων
ανθρώπους πεθαμένους ή ζωντανούς , τόπους , αντικείμενα υπαρκτά ή ανύπαρκτα ...
και πράγματα που έγιναν ή θα συμβούν στη ζωή ή τα όνειρα
και δεν έβρισκα
αλλά ήταν εκεί , διακριτά , σαν βράχοι μετέωροι και ανάμεσά τους στενά περάσματα .
Καμιά φορά χάνονται , κι άλλοτε ειναι πολλοί μαζύ στο πέρασμα της ζωής ,και πώς να περάσω
όπου ο καθένας απ αυτους ειναι ένας κόσμος και μια αιωνιότητα
Οπου πέρνω την απόφαση και πατώ τις κορφές τους και περνώ
κι αν πέσω έπεσα
και τότε γίνεται ο κίνδυνος και το ύψος και το άγγιγμά τους και η εναλλαγή των αγγιγμάτων
ένα πράγμα μέσα μου που ουτε γι αυτό έχω όνομα
και που θα τη βρούμε αυτή τη γλώσσα σαν αυτή που λέω εδώ
................................................................................................................................................................
τα σταφύλια
Απόψε ονειρεύτηκα τον τάφο μου.
Ηταν κάτω από ένα δέντρο , μια παράμερη ελιά
σ ένα καταπράσινο χωράφι υψίπεδο.
Kαι στην ελιά ειχε σκαρφαλώσει ένα κλίμα αμπελιού
και την είχε γεμίσει σταφύλια.
και κάτω από το δέντρο ήταν η πλάκα
Και στη πλάκα ένας σπουδαίος στίχος.
Υπήρχε μιά αίσθηση
όπως όταν τραγουδάνε κοπέλες κάπου μακριά
σαν να είναι όλα πολύ εύθραυστα
σα τη ζάχαρη που κρουστάλλιασε σε παλιό γλυκό πιοτό.
και απρόσιτα ,βυθισμένα στον δικό τους χρόνο όπως οι φωτογραφίες στα παλιά σπίτια
αλλά και μια τρυφερή ματαιότητα
για τις ανώφελες προσπάθειές μας να καταννοήσομε
όπως το παιδάκι στην θάλασσα, του Ιερού Αυγουστίνου .
κι όλα αυτά , αλλά και τόσα άλλα
ήταν γραμμένα στο στίχο στην πλάκα
σε μια γλώσσα αέρινη και θαλασσινή
με άλλες λέξεις απο τις δικές μας
τρυφερές, που δεν πληγώνουν τα νοήματα
διότι εμεις , ότι κι αν έχομε γράψει ,
κι ότι κι αν γράψομε στις γλώσσες μας
είναι ένα σφάγιο , μια καταστροφή του νοήματος
διότι οι λέξεις μας είναι σκληρές.
Πως μιλά ο άνεμος στα καλάμια ;
Τέτοιες λέξεις χρειαζόμαστε
...
αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε τα σταφύλια στην ελιά
με την αναπάντεχη οριστική δικαίωση της ομορφιάς.
Και τις κοπέλες που τραγουδούν κάπου μακριά
την τρυφερή ματαιότητα των πάντων.

Κώστας Ψαράκης

Σάββατο 16 Μαρτίου 2019

Κώστας Ψαράκης-γυναίκες


όπως αυτή που σε σαϊτεύει
σαν ελάφι που χάνεται ανάμεσα σε δέντρα σκοτεινά
ή εκείνη που στέκει δίπλα στο μοναχικό δέντρο
το καταμεσήμερο
τη σύντροφο των ανέμων
των ανέμων που ανεβάζουν ψηλά τα όρνεα πάνω απ τα όρη
κι αλλάζουν το χρώμα της θάλασσας-που πάντα θάλασσα ειναι-
.....
Κι εγώ
που πίνω νύχτα στην αυλή
μέχρι να γίνει το σπίτι καράβι
και να σαλπάρει αυτόνομο στα σκοτεινά νερά
απ όπου θ ανυψωθεί σαν αναπάντεχος πίδακας
η μοναχική του μαντολίνου μουσική
με την τελευταία νότα την οριστική και αμετάκλητη σαν το θάνατο
ή σαν την απόφαση του θανάτου
να είναι εσύ
που γεράσαμε μαζί χωρίς ποτέ να πούμε μια λέξη .
Με την τελευταία νότα να είναι ένα οργισμένο δέντρο
οργισμένο με την ξερολιθιά του κοιμητηρίου
που το κρατά μακριά απ τους αγαπημένους του νεκρούς
και μια ηχώ ενός αδυσώπητου καλοκαιριού
γεμάτο ξερά χόρτα χρυσά και διψασμένους ανήφορους
που τόσο ελπίσαμε πως θα μας βγάλουν –λέει-
στις μυστικές υψίπεδες στέρνες με τα πράσινα νερά.
γυναίκες .
Κι αλήθεια πως γίνεται αυτές οι γυναίκες να έχουν τόση κατανόηση
τόση , που κανείς να μην τις κατανοεί ;
Οπως τις τεράστιες σπηλιές με τις αναπάντεχες εισόδους
τόσο αναπάντεχες , όσο και το δειλό τους χαμόγελο
που όσο πάει με πληγώνει πιο πολύ
όπως η ομορφιά σ εκείνες τις ερημιές των Αστερουσίων
που γυρίζω ολομόναχος…

Πηγή:https://www.facebook.com/psarokostas/posts/10218818004424168

Τρίτη 5 Μαρτίου 2019

Κώστας Ψαράκης- ο ξένος



Eζησα τη ζωή μου όπως o μόνος ξένος
σε επαρχιακό καφενείο
όπου όλοι οι άλλοι γνωρίζονται μεταξύ τους
και τον κοιτάζουν με περιέργεια και επιφύλαξη .

Μόνο οι γυναίκες , κάποιες γυναίκες , θα του φέρουν το κέρασμα
και θα του χαμογελάσουν
διότι νιώθουν την ίδια ξενιτιά μέσα στην οικειότητα των άλλων .

Έζησα την ζωή μου με την μάταιη ολοκληρωτική επίγνωση του ετοιμοθάνατου
που δεν υπάρχει τρόπος ,πλέον,να την μοιραστεί.

Εζησα τη ζωή μου σε παράξενους τόπους με λοξό φως
και αρχαίο χρόνο
παρατηρώντας τις τεράστιες σκιές των ασήμαντων πράξεών μου
στους άσπρους βράχους .

Κώστας Ψαράκης 

Πηγή: https://www.facebook.com/psarokostas/posts/10218782703061656

Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2019

Κὠστας Ψαράκης-Τα σταφύλια

τα σταφύλια
Απόψε ονειρεύτηκα τον τάφο μου.
Ηταν κάτω από ένα δέντρο , μια παράμερη ελιά
σ ένα καταπράσινο χωράφι υψίπεδο.
Kαι στην ελιά ειχε σκαρφαλώσει ένα κλίμα αμπελιού
και την είχε γεμίσει σταφύλια.
και κάτω από το δέντρο ήταν η πλάκα
Και στη πλάκα ένας σπουδαίος στίχος.
Υπήρχε μιά αίσθηση
όπως όταν τραγουδάνε κοπέλες κάπου μακριά
σαν να είναι όλα πολύ εύθραυστα
σα τη ζάχαρη που κρουστάλλιασε σε παλιό γλυκό πιοτό.
και απρόσιτα ,
βυθισμένα στον δικό τους χρόνο όπως οι φωτογραφίες στα παλιά σπίτια
αλλά και μια τρυφερή ματαιότητα
για τις ανώφελες προσπάθειές μας να καταννοήσομε
όπως το παιδάκι στην θάλασσα, του Ιερού Αυγουστίνου .
Κι όλα αυτά , αλλά και τόσα άλλα
ήταν γραμμένα στο στίχο στην πλάκα
σε μια γλώσσα αέρινη και θαλασσινή
με άλλες λέξεις απο τις δικές μας
τρυφερές, που δεν πληγώνουν τα νοήματα
διότι εμεις , ότι κι αν έχομε γράψει ,
κι ότι κι αν γράψομε στις γλώσσες μας
είναι ένα σφάγιο , μια καταστροφή του νοήματος
διότι οι λέξεις μας είναι σκληρές.
Πως μιλά ο άνεμος στα καλάμια ;
Τέτοιες λέξεις χρειαζόμαστε
...
αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε τα σταφύλια στην ελιά
με την αναπάντεχη οριστική δικαίωση της ομορφιάς.
Και τις κοπέλες που τραγουδούν κάπου μακριά
την τρυφερή ματαιότητα των πάντων.
Κώστας Ψαράκης
Αντλήθηκε από το προφίλ του ποιητή στο fb