Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Brassens George. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Brassens George. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2025

Antoine Pol - Οι περαστικές

 Τούτο το ποίημα θέλω ν’ αφιερώσω

Σ’ όλες τις γυναίκες π’ αγαπάμε όσο

Μιας μύχιας στιγμής τόση δα σπιθαμή,

Σ’ εκείνες που γνωρίζουμε στο ελάχιστο,

Που σαν ακολουθούν της μοίρας τ’ άπειρο,

Ποτέ ξανά δεν θα τις βρούμε στη ζωή.


Σ’ εκείνη που το βλέμμα μας θ’ αντικρίσει

Μόλις στο παραθύρι της θ’ ανεμίσει

Κι ευθύς θα χαθεί τ’ όλο χάρη της κορμί,

Μα που η σιλουέτα της η λυγερή

Η τόσο εύθραυστη και τόσο θελκτική,

Παρασύρει σ’ άνθιση αισθηματική.


Σ’ εκείνη που τα ταξίδια συντροφεύει

Με βλέμμα, σαν τοπίο που γοητεύει,

Και τη διαδρομή μας, λες θα μηδενίσει·

Σ’ εκείνη που μόνον εμείς, ίσως, νοούμε,

Και την αποβίβαση δεν συγκρατούμε,

Κι ας μην έχουμε το χέρι της κρατήσει.


Στη λεπτεπίλεπτη του βαλς χορεύτρια,

Θλιμμένη και νευρώδη σαγηνεύτρια,

Σε μια βραδιά καλέσματος σ’ αποκριά,

Που θέλησε ξενική να παραμείνει

Και ουδέποτε ξανά να παρεκκλίνει

Σ’ άλλη μια εσπερίδα με χορευτικά.*


Σ’ εκείνες που βρίσκονται είδη σε δεσμό

Και που επιζούν μες σε φόντο γκριζωπό

Στο πλευρό κάποιου άκρα διαφορετικού,

Κι έχουν, όσο περιττά τρελό κι αν φανεί,

Τη μελαγχολία αφήσει να φανεί

Ενός μέλλοντος άκρα απελπιστικού.


Στις γυναίκες τού έρωτα τις ντροπαλές,

Που να παραμείνουν επέλεξαν βουβές,

Με το δικό σας πένθος για ενδύματα·

Στις γυναίκες που προτίμησαν τη φυγή

Μακριά σας, τη μοναξιά τη θλιβερή,

Κι ανόητης έπαρσης γίναν’ τα θύματα.*


Λατρεμένες φιγούρες διακεκριμένες,

Προσδοκίες μιας ημέρας διαψευσμένες,

Θα ’στε λησμονημένες σα ’ρθει τ’ αύριο·

Και μόλις η ευτυχία μας ορίσει,

Σπάνιο θα ’ναι θαρρώ να μας θυμίσει

Τυχαίες συναντήσεις χωρίς αύριο.


Μα σαν η ζωή κυλά στη δυστυχία,

Θα σκεφτούμε μ’ αμυδρή επιθυμία

Της χαράς όλα τα συναπαντήματα,

Τα φιλιά που όντας δειλοί δεν κλέψαμε,

Τις καρδιές π’ ανάμεναν μα δε δρέψαμε,

Τα μάτια που δε γίναν’ αποκτήματα.


Τότε, σαν έρθουν της ανίας οι βραδιές,

Κι ενόσω μοναξιάς εποικούμε στιγμές

Με πλάσματα της μνήμης μας φαντάσματα,

Πενθούμε την απούσα μορφή των χειλιών

Όλων εκείνων των όμορφων γυναικών

Που δεν συγκρατήσαμε τα περάσματα.

[Πρώτη δημοσίευση της μετάφρασης στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Οι “Περαστικές” περιλαμβάνονται στη συλλογή, Émotions poétiques (1918), του Γάλλου ποιητή, Antoine François Pol (1888-1971). Το ποίημα μελοποιήθηκε κι ερμηνεύτηκε από τον Georges Brassens, το 1972. Η 4η και η 6η στροφή (*) δεν απαντώνται στις δικές του Passantes -παρά μόνον στον δίσκο, Brassens Inédits. Archives 1953-1980. Φημολογείται πως ο τραγουδοποιός επέλεξε να τις παραλείψει, για να δώσει μια πιο οικουμενική διάσταση στο ποίημα / τραγούδι.]


(Μετάφραση: Βίκυ Βασιλάτου)


Georges Brassens - Les Passantes

Fabrizio De André - Le passanti (Da una poesia di Antoine Pol)

Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2020

George Brassens - Le Gorille

                                                       George Brassens - Le Gorille 
              

 

Le gorille (Brassens)

 

C'est à travers de larges grilles
Que les femelles du canton
Contemplaient un puissant gorille,
Sans souci du qu'en-dira-t-on;
Avec impudeur, ces commères
Lorgnaient même un endroit précis
Que, rigoureusement, ma mère
M'a défendu d' nommer ici.
Gare au gorille! ...

Tout à coup, la prison bien close,
Où vivait le bel animal,
S'ouvre on ne sait pourquoi (je suppose
Qu'on avait dû la fermer mal);
Le singe, en sortant de sa cage,
Dit: «C'est aujourd'hui que j' le perds!»
Il parlait de son pucelage,
Vous aviez deviné, j'espère!
Gare au gorille! ...

L' patron de la ménagerie
Criait, éperdu: «Nom de nom!
C'est assommant, car le gorille
N'a jamais connu de guenon!»
Dès que la féminine engeance
Sut que le singe était puceau,
Au lieu de profiter d' la chance,
Elle fit feu des deux fuseaux!
Gare au gorille! ...

Celles-là même qui, naguère,
Le couvaient d'un oeil décidé,
Fuirent, prouvant qu'ell's n'avaient guère
De la suite dans les idé's;
D'autant plus vaine était leur crainte,
Que le gorille est un luron
Supérieur à l'homm' dans l'étreinte,
Bien des femmes vous le diront!
Gare au gorille! ...

Tout le monde se précipite
Hors d'atteinte du singe en rut,
Sauf une vieille décrépite
Et un jeune juge en bois brut.
Voyant que toutes se dérobent,
Le quadrumane accéléra
Son dandinement vers les robes
De la vieille et du magistrat!
Gare au gorille! ...

«Bah! soupirait la centenaire,
Qu'on pût encore me désirer,
Ce serait extraordinaire,
Et, pour tout dire, inespéré!»
Le juge pensait, impassible:
«Qu'on me prenn' pour une guenon
C'est complètement impossible... »
La suite lui prouva que non!
Gare au gorille! ...

Supposez qu'un de vous puisse être
Comme le singe, obligé de
Violer un juge ou une ancêtre,
Lequel choisirait-il des deux?
Qu'une alternative pareille,
Un de ces quatre jours, m'échoie,
C'est, j'en suis convaincu, la vieille
Qui sera l'objet de mon choix!
Gare au gorille! ...

Mais, par malheur, si le gorille
Aux jeux de l'amour vaut son prix,
On sait qu'en revanche il ne brille
Ni par le goût, ni par l'esprit.
Lors, au lieu d'opter pour la vieille,
Comme aurait fait n'importe qui,
Il saisit le juge à l'oreille
Et l'entraîna dans un maquis!
Gare au gorille! ...

La suite serait délectable,
Malheureusement, je ne peux
Pas la dire, et c'est regrettable
Ça nous aurait fait rire un peu;
Car le juge, au moment suprême
Criait «Maman!», pleurait beaucoup
Comme l'homme auquel, le jour même,
Il avait fait trancher le cou
Gare au gorille! ...

 

 

Ο γορίλας (απόδοση Βαρβέρη)

 

Της γειτονιάς μας οι κυράδες

Μέσ’ απ' τις γρίλιες τους μοναχές

Σ’ έναν γορίλα γεροδεμένο

Όλο και ρίχνουν κλεφτές ματιές.

Χωρίς ντροπή σ' ορισμένο σημείο

Το βλέμμα ρίχνουνε το πονηρό

Σ' ένα σημείο, που η μαμά μου

-τι κρίμα! Δε μου επιτρέπει να σας το πω!

Προσοχή στο γορίλα!

 

Και ξάφνου ανοίγει διάπλατη ως πέρα

Η κλειστή πόρτα της φυλακής

Λάθος μεγάλο κι έτσι μ' αέρα

Τελείως αμέριμνος πανευτυχής

Βγαίνει ό γορίλας απ' τη φωλιά του

«Τη χάνω απόψε» βγάζει φωνή

Μα ναι, μιλούσε για την παρθενιά του

Θα το μαντέψατε κι ας σας πονεί.

Προσοχή στο γορίλα!

 

Το αφεντικό που σε σκέψεις μπήκε

Έλεγε: «Θα ’τανε φοβερό

Γιατί ο γορίλας μου μέχρι τώρα

Ποτέ δεν πήγε με θηλυκό».

Κι ο γυναικόκοσμος της γειτονιάς μου

Αν και μπορούσε να ωφεληθεί

Από γορίλα παρθένο και νέο

Στα πόδια το ’βαλε για να κρυφτεί.

Προσοχή στο γορίλα!

 

Κι εκείνες ακόμη που πριν από λίγο

Μ’ απόφαση ρίχνανε κλεφτές ματιές

Φεύγανε φεύγανε όλο μακριά του

Κι ας είχαν κάνει σκέψεις γλυκές

Φόβος ανόητος γιατί ο γορίλας

Έχει μια φήμη συμποσιαστή

Μίλια μπροστά μας στις περιπτύξεις

Όσες δοκίμασαν έχουν πειστεί.

Προσοχή στο γορίλα!

 

Ο κόσμος φεύγει και φεύγει ακόμα

Εκτός πεδίου βολής γορίλα

Νιος δικαστής και μια γριά καρακάξα

Μείνανε μόνο: «Πω, πω τι νίλα!»

Λέει το ζώο κι επιταχύνει

«Κάποιον θα τύχω κάποιος θα μείνει»

Μ’ όλη του τρέχει τη γρηγοράδα

Στο δικαστή μας και στη φοράδα.

Προσοχή στο γορίλα!

 

«Ποιος θα μπορούσε να με ποθήσει!»

Σκέφτεται ατάραχη η γριά φοράδα

«Του έρωτα οι πύλες έχουν πια κλείσει

Πάει καιρός πού ήμουν σουσουράδα!».

Κι ο δικαστής μας σκέφτεται μόνος:

«Τελείως αδύνατο να με νομίσει

Τούτος εδώ για θηλυκό γορίλα».

Μα παίζουν πάντοτε ρόλο τα φύλα;

Προσοχή στο γορίλα!

 

Κι ας υποθέσουμε πως από σας κάποιος

Σαν τον γορίλα μας θα ’πρεπε να...

Το δικαστή ή τη γριά φοράδα

Θα ’παιρνε απόφαση στο τέλος να...;

Τέτοιο ένα δίλημμα σε μένα ωστόσο

Μια μέρα αν τύχαινε τ’ ομολογώ

Στην εκατόχρονη γριά φοράδα

Δε θα ’χα αντίρρηση ευθύς να ενδώσω.

Προσοχή στο γορίλα!

 

Δυστυχώς όμως αν κι ο γορίλας

Στα ερωτικά του έχει ένα ρεύμα

Το ξέρουν όλοι, δεν τον διακρίνει

Το καλό γούστο το λεπτό πνεύμα.

Κι αντί όπως θα ’κανες εσύ κι εγώ

Την εκατόχρονη να προτιμήσει

Το δικαστή μας από τ’ αυτί του

Τράβηξε απόμερα να τον τιμήσει.

Προσοχή στο γορίλα!

 

Αν το μπορούσα να συνεχίσω

Όλοι θα γέλαγαν μα δεν μπορώ.

Ο δικαστής μας την ύστατη ώρα

Κλαίγοντας φώναζε: «Μαμά, πονώ!».

Φώναζε φώναζε ίδια μ’ εκείνον

Που μόλις χθες είχε αποφασίσει

Σα δικαστής αυστηρός με το νόμο

τη γκιλοτίνα ψηλά να τον στήσει.

Προσοχή στο γορίλα!

                                Πηγή: https://www.sarantakos.com/language/par-gorilla1.html


                                             Χρήστος Θηβαίος-Ο γορίλας (μετάφραση του ιδίου)


Georges Brassens-Οι μαλάκες



Σαν είναι νέοι και σκάνε μύτη, απ' τις φάκες, από το σπίτι

βρίζουν, καπνίζουν και βλαστημάνε, στα καφενεία κωλοβαράνε.


Φρέσκοι μαλάκες, νέοι κι ωραίοι, ζητάνε δόξα, γυρεύουν κλέη

γέροι μαλάκες, ανοίξτε δρόμο, τώρα οι νέοι, έχουν το λόγο.


Όμως εγώ που ισορροπώ κι είμαι στη μέση

έχω ένα μήνυμα λίγο σκληρό, που δεν θ’ αρέσει:


Δεν παίζει ο χρόνος κανένα ρόλο, για τον μαλάκα που κάνει σόλο

είτε εικοσάρης, είτε ογδοντάρης, ένας μαλάκας είναι μαλάκας.


Νέοι αθώοι, γέροι με πείρα, μ’ άδειο κεφάλι, με σκέψη στείρα

μη μου τσακώνεστε, μη μου λυπάστε, όλοι με βούλα, μαλάκες θα 'στε.


Όμως εγώ που ισορροπώ κι είμαι στη μέση

έχω ένα μήνυμα πιο θετικό, θα σας αρέσει:


Πάρτε τα πλοία, τ’ αεροπλάνα, διακοπές κάντε για πάντα

τσάμπα κρασί, φαΐ και ξάπλες, τσάμπα γυναίκες που θέλουν βλάκες.


Πληρώνω εγώ και κάτι φίλοι, μ’ ό,τι λεφτά μας έχουν μείνει

κι αν δεν μας βγαίνουν τα έξοδά μας , θα δανειστούμε για τη χαρά μας.


Μόνοι στην πόλη, δίχως μαλάκες θα είναι ωραία

καλό κρασί, πέντ’-έξι φίλοι και λίγη θέα.


Μα η χαρά μας, δεν πιάνει τόπο, γιατί οι μαλάκες έχουν τον τρόπο

Από τη στάχτη ξαναγεννιούνται κι όλους εμάς δεν μας λυπούνται.


Δεν παίζει ο χρόνος κανένα ρόλο, για τον μαλάκα που κάνει σόλο,

είτε εικοσάρης, είτε ογδοντάρης, ένας μαλάκας, είναι μαλάκας.


Λίγο κι εγώ ανησυχώ μήπως τους μοιάσω

αν το τραγούδι μου το συνεχίσω και σας κουράσω.


 Georges Brassens | 22 Οκτωβρίου 1921 - 29 Οκτωβρίου 1981 |

| Ο Γορίλας | μτφρ.: Γιάννης Βαρβέρης | εκδόσεις Ύψιλον |



                                            Georges Brassens - Le temps ne fait rien à l’affaire



                                            Θεοδώρος Αναστασίου-Οι μαλάκες