Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Γεράνης Στέλιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Γεράνης Στέλιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 8 Μαΐου 2025

Στέλιος Γεράνης - Η πρώτη αρχή της θεραπείας μου


Η σ ι ω π η: η πρώτη αρχή

της θεραπείας μου. Κ' ύστερα ο λόγος

μοναχός

στο σκοτεινό του θάλαμο. Κ' ύστερα η λέξη

αναδυόμενη

απ' την αόρατη φωλιά της.


Λέξη και λόγος

σα μικρά σπουργίτια φοβισμένα

να ισοζυγιάζονται στους κλώνους μου

έτοιμα να πετάξουν.


Κ' εσύ, οκνέ μου γείτονα, τι περιμένεις

τι ζητάς; Ξύπνα πρωί, ένα χάραμα

και στήσε ξόβεργες διπλές

στο μυστικό μου δάσος.



*Το ποίημα είναι από τη συλλογή του Στέλιου Γεράνη "Παθολογία" (1960). Αντλήθηκε ωστόσο από τη συγκεντρωτική έκδοση "Στέλιος Γεράνης, Σαράντα χρόνια ποίηση και δράση (1944 - 1984)" της Εταιρίας Γραμμάτων και Τεχνών Πειραιά (1985). 


Αναδημοσίευση από: https://vkountzakis.blogspot.com/search/label/%CE%A3%CF%84%CE%AD%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CF%82%20%CE%93%CE%B5%CF%81%CE%AC%CE%BD%CE%B7%CF%82

Σάββατο 5 Απριλίου 2025

Στέλιος Γεράνης - Μετανάστευση


                                    Έλεγα να φύγω. Έλεγα να βγω

                                    απ’ το μαύρο δάσος που με περιζώνει.

                                    Μα παντού υπάρχει τόση ξενιτιά

                                    που η καρδιά παγώνει.


                                    Έτσι θα τυλίξω την υγρή σιωπή

                                     κάτω απ’ το παλτό μου

                                    και χωρίς σινιάλα, πόζες, σκηνικά

                                    θα μεταναστεύσω πια στον εαυτό μου.


                                    Στέλιος Γεράνης (1920 -1993 )

                                    Πηγή:  ΠΟΙΗΣΗ Α΄1943- 1960

                                    ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΣΟΚΟΛΗ- 1998

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2024

Στέλιος Γεράνης - Μεταμορφώσεις


Σ’ αυτό το δωμάτιο με την εγκλωβισμένη ασφυξία·

σ’ αυτό το κρύο τραπέζι με τις ανοιχτές πληγές·

ανάμεσα σε παράπονα κρεμασμένα στους τοίχους

(ατέλειωτα παράπονα που δεν τα ήπιε ο χρόνος)·

με το δικό μου πρόσωπο σ’ αυτό εδώ το εντάφιο δώμα

να βουλιάζει και ν’ ανεβαίνει στην επιφάνεια·

απ’ αυτό το δωμάτιο που αρχίζει ο πρωινός μου καημός

(ηχώ περιπλανώμενη σε ακατοίκητες εκτάσεις),

που επιστρέφει σ’ αυτό σαν αντίλαλος θλιβερής νυχτωδίας·

σ’ αυτό το δωμάτιο που ξύπνησα κάποτε εραστής,

σ’ αυτό το πάτωμα που τρίζει και μου θυμίζει

(όλο μου θυμίζει τα έλλιπή μου υπάρχοντα

τα παμπάλαια αμαρτήματα που με ακολουθούν παντού),

θα επιμένω συνεχώς και θα μεταμορφώνομαι

ώσπου να γίνω μία μικρή,

λυπημένη

τοιχογραφία.


Στέλιος Γεράνης, Ποίηση Α' 1943-1960. Εκδόσεις Σοκόλη. 

Στέλιος Γεράνης - Υψικάμινος

 Σ' άκουγα να μου μιλάς για τα διυλιστήρια -

όχι βεβαίως αυτά των πετρελαίων

μα εκείνα τ' άλλα -

να εργάζονται νυχθημερόν

για τους δειλούς και τους ακάθαρτους

για όλους εμάς

που ένας βαρύς 

αγέρας

μας θολώνει.


Κι εγώ

ο δειλός κι ακάθαρτος

σε μια μου καθαρή στιγμή

τόλμησα να ρωτήσω: Άραγε

θ' αποκτήσουμε κι εμείς μιαν υψικάμινο

γι ' αυτές τις ακατέργαστες

μέσα μας

πρώτες ύλες;


Στέλιος Γεράνης, Ποίηση -  β' τόμος

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2024

Στέλιος Γεράνης - Η ερημιά του Ιωάννη

 Στέκονταν στις επιγραφές και θαύμαζε το 'Σία''.

Αχ, έλεγε, κ' έψαχνε να βρει το μολύβι του, αχ

να μπορούσα κι εγώ να προσθέσω ένα «Σία»

στη δική μου επιγραφή: Iωάννης και Σία.

Τι ωραίο που θάταν - μονολογούσε

κι άρχισε να σχεδιάζει στον τοίχο

με όρθια κεφαλαία: IΩΑΝΝΗΣ ΚΑΙ ΣΙΑ.


Έκανε μερικά βήματα πίσω

κι άρχισε να θαυμάζει το υπέροχο «Σία» του

σαν ένα σώμα αληθινό

που ταίριαξε τόσο όμορφα

πλάι στην ερημιά του ΙΩΑΝΝΗΣ.


Πηγή: Αντλήθηκε απ' το προφίλ του ποιητή Χάρη Μελιτά.

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2024

Στέλιος Γεράνης - Ομολογία ενοχής


Χωρίς να υπάρχει στα χαρτιά μια καταδίκη εις θάνατον
περιπλανιέμαι σαν φυγόδικος από την πρώτη μου στιγμή.

Όλοι μου λεν πως είμαι αθώος
γιατί σπανίως εννοούν τα πάμπολλά μου εγκλήματα.
Πως είμαι δήμιος, ασφαλώς, δεν το πιστεύουν.
Μα εγώ φοβάμαι. Γιατί· καλώς γνωρίζω
πόσες ωραίες μου πράξεις καρατόμησα·
πόσες φορές κλάδεψα τους βλαστούς μου·
πόσες φορές συναντήθηκα με τον άλλο μου δαίμονα
κι έστριψα
στη μικρή
σκοτεινή
πάροδο.

Όλοι μου λεν πως είμαι αθώος
γιατί δεν βλέπουν
τα κρεμασμένα
στους τοίχους
ομοιώματα·
τα συνετά και δίκαια έργα μου δεν βλέπουν
έτσι καθώς περνούν σκυφτά
τις πύλες των φερέτρων μου.

Όταν χτυπάει ο άνεμος την πόρτα μου
τρομάζω: Τώρα —λέω— έρχονται να με συλλάβουν·
έρχονται να με υποχρεώσουν και πάλι ν’ αρνηθώ·
να πω: Ουκ οίδα τον άνθρωπο.
Αυτόν που εντός μου κατοικεί
δεν τον γνωρίζω.

Όλοι μου λεν πως είμαι αθώος
και πως μπορώ ησύχως ν’ αναπαύομαι·
να περπατώ ανενόχλητος στους δρόμους·
για τους κοινούς κακούργους με απέχθεια να μιλώ
και ν’ αποσύρομαι χωρίς
την εντροπή του ενόχου.

Μα εγώ δεν αναπαύομαι. Τις νύχτες
με κυκλώνουν οι σκιές. Άγρια φαντάσματα
καραδοκούν πίσω απ’ τις πόρτες μου.
Και δεν μπορώ να είμαι ο διαυγής·
ο καθαρός και αμόλυντος δεν είμαι·
κι ας μην υπάρχει στα χαρτιά
μια καταδίκη
εις θάνατον.


Πηγή: Σπύρος Κοκκίνης, Ανθολογία Νεοελληνικής Ποίησης, Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας 2000.

Σάββατο 11 Μαΐου 2024

Στέλιος Γεράνης - Άξιος ο μισθός σου Θεόφιλε


Μεγάλη ασκήμια αυτός ο κόσμος, Θεόφιλε

και σωστά μας τον έπλασες απελέκητο μέσα στις

ζωγραφιές σου.  Φτηνοδουλιά είν' ο άνθρωπος του Θεού

και μάλιστα της κακιάς ώρας.  Και να σκεφτείς

πως είχε τόσα πολύτιμα μέταλλα ο φιλάργυρος

κι από τσιγκουνιά μάς έπλασε με τις λάσπες.

Άξιος ο μισθός σου φτωχέ αδερφέ μου Θεόφιλε

που κατάργησες την προοπτική απ' τις λάσπες.

Τρίτη 16 Απριλίου 2024

Στέλιος Γεράνης - Ορθογραφία


Δεν σου ταιριάζει το όμικρον

Είναι στοιχείο κλειστό.Εγώ θέλω

να πέσεις

στην αγκαλιά μου

με το ωμέγα.



Ωμέγα να γίνουν τα χείλη σου.

Ωμέγα να γίνουν τα χέρια σου.

Ωμέγα να γίνει το σώμα σου

να σπουδάσω ορθογραφία.


Στέλιος Γεράνης

Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2023

Στέλιος Γεράνης - Το παιχνίδι και η συνέχεια

 «Το 'κανες πάλι το θαύμα σου» — λέω στον εαυτό μου

και θυμάμαι τη μάνα μου που με μάλωνε

όταν έσπαγα νεροπότηρα στην κουζίνα

ή όταν τσάκιζα το κεφάλι μου

στον πετροπόλεμο της γειτονιάς.


Τώρα ο πετροπόλεμος άλλαξε στρατόπεδο.

Εγκαταστάθηκε σε απέραντο γήπεδο

κ' έγιναν πέτρες οι λέξεις στα χέρια μου  — 

αχ, κι όσες φορές βρίσκω τον στόχο μου

λέω και ξαναλέω

εκείνη την όμορφη φράση της μάνας μου: 


 «το 'κανες πάλι το θαύμα σου, βρε παλιόπαιδο».


Πηγή: η παθολογία και τα μικρά μου θαύματα μαζί με τις θανάσιμες αμαρτίες, Πειραιάς: Εκδόσεις Θερμοπύλες χ.χ., σ. 77.



Τετάρτη 22 Μαρτίου 2023

Στέλιος Γεράνης - Χωρίς εσένα ποίηση


Είμαι γυμνός!. Μαζεψέ με στα διάφανα χέρια σου
κι άρχισε ξανά να με ντύνεις.
Λιγοστεύω απ' τις ληστείες. Ο χρόνος
σαν άρπαγας δολοφόνος
ρουφαει το κρασί απ' τα χείλη μου.
Και οι άλλοι γύρω μου, χαίρονται
να με βλέπουν γυμνό και τρισάθλιο
να ταΐζω τους κλέφτες.

Εσύ, όμως, ποτέ δε με λήστεψες.
Πάλευες και παλεύεις διαρκώς να με ντύσεις.
Έχεις κάτι περίεργους καρπούς στο κελάρι σου
που χαμηλώνουν την παγωνιά
κι ανεβάζουν τη δίψα.
Ω, χωρίς εσένα θα λιγόστευα επικίνδυνα · 
δε θα μπορούσα να συντηρήσω
ουτε μια
δροσερή λέξη
στα χείλη μου.

Στέλιος Γεράνης (1920-1993)
Ποιητική ανθολογία της νέας ελληνικής γενιάς, Εκδόσεις Άγκυρα.

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2022

Για τον Νίκο Γκάτσο

 Γράφει ο Στέλιος Γεράνης για τον Νίκο Γκάτσο:

Σε μια δραματική, για τη χώρα μας περίοδο, το 1943, τότε που τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής θέριζαν, με τη ναζιστική τους βαρβαρότητα, τους σκλαβωμένους πατριώτες μας, έκανε την εμφάνιση του το συνθετικό ποίημα «Αμοργός» του Νίκου Γκάτσου, που προκάλεσε αμηχανία στους οπαδούς της «νοηματικής αλληλουχίας» και ξάφνιασμα στους ειδοποιημένους αναγνώστες που είχαν βιώσει τον υπερρεαλισμό από τους πρώτους διδάξαντες, Εμπειρικό, Ελύτη, Εγγονόπουλο, της γενιάς του '30. Για το «ποιητικό φαινόμενο» που λέγεται Γκάτσος, θα γράψει ο Ελύτης: «Ξαναφέρνει στην αισθητική του εικοστού αιώνα το επικολυρικό ύφος και την εντέλεια του ρυθμού της, που έρχεται να θυμίσει πόσο δύσκολο πράγμα είναι ο σωστός ελεύθερος στίχος και πόση -παράλληλα- πεζολογία έχει παρελάσει ως τώρα από τα προϊόντα του νόθου μοντερνισμού». Και σε ένα αφιέρωμα για τον ποιητή της «Αμοργού» (περιοδικό «Η λέξη», τεύχος 52, Φλεβάρης '86) θα συμπληρώσει ο Ελύτης πως ο Νίκος Γκάτσος είχε φτάσει στην Αθήνα στα δεκαοχτώ του από την Ασέα της Αρκαδίας, ανεξήγητα πανέτοιμος. Με πλήρη εξάρτυση: με τους Έλιοτ και τους Λόρκα, τους Κάφκα και τους Σαρτρ. Χώρια βέβαια τη δημοτική παράδοση που, αυτή, κυκλοφορούσε στο αίμα του και αναπηδούσε πίσω από κάθε του κρίση, κάθε του αντίδραση, αρκεί να πατούσες το κουμπί στην κατάλληλη στιγμή». Η μαγεία του Γκάτσου είχε συνδεθεί, σε δύσκολους καιρούς, «με τις υπόγειες φλέβες που διατρέχανε την παράδοση και που ανεβάζανε στην επιφάνεια εικόνες ομαδικού υποσυνείδητου, Μωραΐτικες, Νησιώτικες, Μακεδονικές, που τα χρώματα τους δεν ξεβάψανε ως τα σήμερα». Ο Γκάτσος γνώριζε την ποίηση ως τα πιο απόκρυφα σημεία της, όσο ελάχιστοι στην πνευματική μας ζωή.
Η ελληνική του συνείδηση και η ευρωπαϊκή του κουλτούρα τον κατέταξαν ανάμεσα στους δάσκαλους τόσο της ποιητικής Τέχνης όσο και της Τέχνης του θεάτρου. Ξαναδιαβάζοντας σήμερα τη μοναδική «Αμοργό» του, απολαμβάνεις ένα μαέστρο που διευθύνει τη λυρική συναυλία των λέξεων με αξεπέραστη δεξιοτεχνία. Ο μοντέρνος ήχος βγαίνει ακέραιος από τους στίχους του, χωρίς να 'χει χάσει τίποτα από την πρώτη δροσιά του. Υπήρξε, όπως θα σημειώσει ο εκδότης του «Ίκαρου» και ποιητής Νίκος Καρύδης: «Ένας Ευρωπαίος Μανιάτης, ένας υπερρεαλιστής πριν από τον υπερρεαλισμό». Το «υπόγειο και πορώδες» υποσυνείδητο του έφερνε στην επιφάνεια την έκπληξη και το θαύμα. Διέθετε, κατά τον Ανδρέα Καραντώνη, το πιο πλούσιο, ίσως, από γλωσσική άποψη, υποσυνείδητο ανάμεσα στους υπερρεαλιστές της γενιάς του '30. Τη σωστή κρίση του Καραντώνη θα την αναγνωρίσει και ο Ελύτης, γράφοντας στο αφιέρωμα της «Λέξης»: «Εμείς τη δημοτική γλώσσα και την παράδοση τις εκμάθαμε. Σιγά σιγά και με πολύν κόπο. Εκείνος τις βρήκε μέσα του, έτοιμες, μαζί με τα τραγούδια των προγόνων του, τις αφομοίωσε μαζί με το γάλα της μητρός του που θα 'λεγε ο Σολωμός. Ακόμα και στους στίχους που για βιοποριστικούς λόγους έγραφε (αλλά και γιατί προτιμότερη βρίσκει την ταπεινή Τέχνη που λειτουργεί παρά την υψηλή που σκονίζεται στα ράφια) οι αρετές του περνάνε τις περισσότερες φορές, σχεδόν ατόφιες, μείον τη διαφορετική κλίμακα. Και θα μου επιτραπεί», συνεχίζει ο Ελύτης, «να υποστηρίξω πως μερικοί στίχοι απ' αυτούς που έγραψε για τη "Μυθολογία" του Μάνου Χατζιδάκι, για τους "Δροσουλίτες" του Χριστόδουλου Χάλαρη και για το "Ρεμπέτικο" του Σταύρου Ξαρχάκου, ξεπερνούν κατά πολύ μερικά μεγαλεπήβολα σύγχρονα ποιητικά μας έργα και διδάσκουν τι πάει να πει αρρενωπότητα της δημοτικής παράδοσης, οργανική λειτουργία της ομοιοκαταληξίας, ήθος της ελληνικής». Γιατί ο Γκάτσος δεν είχε μόνο την «ορθή αίσθηση του ποιητικού» αλλά και την «ορθή αίσθηση της γλώσσας».
Η «Αμοργός» ήταν ένα αυθόρμητο ξέσπασμα συσσωρευμένου εσωτερικού πλούτου. Μια εκκένωση του υποσυνείδητου που άδειασε στο χαρτί κατά αυτόματο τρόπο, σαν υπερφορτισμένη ηλεκτρική μπαταρία. Ο Γκάτσος άσκησε άμεση επίδραση κυρίως στους νέους, που πρωτοδοκίμαζαν τους μοντέρνους εκφραστικούς τρόπους, χωρίς να αφήσει επιγόνους. Η γραφή του παρέμεινε ανεπανάληπτη, όπως του Κάλβου και του Καβάφη. Όσοι επεδίωξαν κάτι παρόμοιο απέτυχαν οικτρά. Ήταν ο μοναδικός υπερρεαλιστής που πρώτος ανέμιξε τα ευεργετικά στοιχεία της αυτόματης γραφής με το δημοτικό μας τραγούδι. Και κάτι αξιοσημείωτο: μέσα από την κρυπτική του γραφή ξεφυτρώνει η αντίσταση του ποιητή στη ναζιστική βία. Ένας μύχιος κοχλασμός, στη ροή του ποιήματος, αποκαλύπτει τη «μέθη της ράτσας»» με τον ελληνικό της δυναμισμό, κατά «τρόπο μικτό αλλά νόμιμο», όπως θα έλεγε και ο Διονύσιος Σολωμός.
Για να δούμε πόσο μας γοητεύει το «παράδοξο δέσιμο» της υπερρεαλιστικής εικόνας με το ρυθμό του δημοτικού μας τραγουδιού, αρκεί να παραθέσουμε δεκάξι στίχους, όπου ούτε ο λογικός συνειρμός υστερεί, ούτε η νοηματική αλληλουχία θυσιάζεται:
(....) / Στου πικραμένου την αυλή το μάτι έχει στερέψει / Έχει παγώσει το μυαλό κι έχει η καρδιά πετρώσει / Κρέμονται σάρκες βατραχιών στα δόντια της αράχνης / Σκούζουν ακρίδες νηστικές σε βρικολάκων πόδια. / Στου πικραμένου την αυλή βγαίνει χορτάρι μαύρο / Μόνο ένα βράδυ του Μαγιού πέρασε ένας αγέρας / Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου / Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης. / Κι αν θα διψάσεις για νερό θα στίψουμε ένα σύνεφο / Κι αν θα πεινάσεις για ψωμί θα σφάξουμε ένα αηδόνι / Μόνο καρτερεί μια στιγμή ν' ανοίξει ο πικραπήγανος / Ν' αστράψει ο μαύρος ουρανός να λουλουδίσει ο φλόμος. / Μα ήταν αγέρας κι έφυγε κορυδαλλός κι εχάθη / Ήταν του Μάη το πρόσωπο του φεγγαριού η ασπράδα / Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου / Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης. / (...)
Έχει ειπωθεί πως η «Αμοργός» δεν είναι μονάχα, σε κάποια στρώματα, «ένα ποίημα του θανάτου και της φασματικής ζωής». Είναι κι ένα «ποίημα του έρωτα που ολοκληρώνεται σε μια μοντέρνα εκδοχή ρομαντισμού, της καλύτερης ποιότητας». Ο ερωτικός λόγος του Γκάτσου είναι αποσταγμένος, χωρίς λυρικές διαχύσεις. Έχει το σφριγηλό εκείνο πάθος που κάνει το συναίσθημα να λούζεται στο φως και να μας συναρπάζει με το χορευτικό του ρυθμό. Παραθέτω ένα απόσπασμα από αυτή την πτυχή του ποιήματος:
(...) / Έτσι κοιμάται ολόγυμνη μέσα στις άσπρες κερασιές μια τρυφερή μου αγάπη / Ένα κορίτσι αμάραντο σα μυγδαλιάς κλωνάρι / Με το κεφάλι στον αγκώνα της γερτό και την παλάμη πάνω στο φλουρί της / Πάνω στην πρωινή του θαλπωρή όταν σιγά σιγά σαν τον κλέφτη / Από το παραθύρι της άνοιξης μπαίνει ο αυγερινός να την ξυπνήσει. / (...) / Τι να μου κάμει η σταλαγματιά που λάμπει στο μέτωπο σου; / Το ξέρω πάνω στα χείλια σου έγραψε ο κεραυνός τ' όνομα του / Το ξέρω μέσα στα μάτια σου έχτισε ένας αητός τη φωλιά του / Μα εδώ στην όχτη την υγρή μόνο ένας δρόμος υπάρχει / Μόνο ένας δρόμος απατηλός και πρέπει να τον περάσεις / Πρέπει στο αίμα να βουτηχτείς πριν ο καιρός σε προφτάσει / Και να διαβείς αντίπερα να ξαναβρείς τους συντρόφους σου / Άνθη πουλιά ελάφια / Να βρεις μιαν άλλη θάλασσα μιαν άλλη απαλοσύνη / (...) / Γιατί κι εσύ θα 'χεις χαθεί κι η ομορφιά σου θα 'χει γεράσει / Μέσα στους κλώνους της λυγαριάς βλέπω το παιδικό σου πουκάμισο να στεγνώνει / Πάρ' το σημαία της ζωής να σαβανώνεις το θάνατο / (...)
Παρένθεση:
Πολλές συζητήσεις, θετικές και αρνητικές, προκάλεσε κάποτε το δοκίμιο του Οδυσσέα Ελύτη «Ανοιχτά χαρτιά (Τέχνη, Τύχη, Τόλμη, 1935)» που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νέα Γράμματα» τον Ιανουάριο του 1944. Μ' αυτό το δοκίμιο της νεότητας του, επιχειρούσε ο ποιητής να ερμηνεύσει τις κινητήριες δυνάμεις της αυτόματης γραφής, που «φανερώθηκε κάτω από τη σημαία του αποχαλινωμένου υποσυνείδητου», στην πρόθεση της οποίας κρύβεται μια «γνήσια επαναστατικότητα πνευματικής καταγωγής», ώστε να δώσει στην έμφυτη ορμή του ποιητή την ικανότητα «να πατήσει εκεί που κανείς άλλος δεν πάτησε». Το σημαντικό είναι πως αυτό το μαχητικό δοκίμιο έδωσε το έναυσμα να ανταλλαγούν επιστολές ουσιαστικής διερεύνησης του προβλήματος ανάμεσα στον Κωνσταντίνο Τσάτσο και τον Οδυσσέα Ελύτη, που δημοσιεύτηκαν στο ίδιο περιοδικό το Μάρτιο του 1944. Ο φιλόσοφος και ποιητής Τσάτσος ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, πως «το προϊόν της αυτόματης γραφής, από μόνο το λόγο ότι είναι αυτόματο, δεν γίνεται ποίημα, θα ελεγχθεί από κάποιο συνειδητό κριτήριο που κατέχει κάθε καλλιτέχνης μέσα του (…). Για να 'ναι όμως ποιητικό (αυτό το προϊόν) πρέπει ν' απαρτίζει μια νοηματική αλληλουχία (...). Το έργο τέχνης, θα συμπληρώσει ο φιλόσοφος, γίνεται μέσα σε μια σύνθεση υλικών ηχητικών ή λεκτικών στοιχείων που μας προσφέρει ο αισθητός κόσμος».
Ο Ελύτης, στην απάντηση του προς τον φιλόσοφο, δεν θα υπερασπιστεί με το αρχικό του πάθος την αυτόματη γραφή, απ' την οποία, θα τονίσει, μακρύναμε, αλλά θα επιδιώξει να αναπτύξει εκείνο «το κάτι που grosso modo χωρίζει τον παλιό ποιητικό τρόπο έκφρασης από τον καινούργιο». Και σ' αυτή την ανάπτυξη οι συλλογισμοί του ποιητή παρουσιάζουν ανάλογο ενδιαφέρον με τους θεωρητικούς συλλογισμούς του φιλόσοφου. Βέβαια, η αυτόματη γραφή των ντανταϊστών που την κληρονόμησε και τη μεταποίησε ο υπερρεαλισμός, ήταν ένα κίνημα νέων ανθρώπων που το 1919, μετά τη λήξη του πολέμου, βγήκαν ψυχικά τραυματισμένοι και θέλησαν να αντιδράσουν στις τρέχουσες ηθικές, πνευματικές, κοινωνικές και αισθητικές εκείνες αξίες, που δεν κατόρθωσαν να καλυτερέψουν την ανθρωπότητα και να καλλιεργήσουν μια σταθερή προοπτική, όπως δυστυχώς συμβαίνει και στις μέρες μας ύστερα από τόσες εκατόμβες θυσιών.
Τέλος, σε μια έρευνα του περιοδικού «Καλλιτεχνικά Νέα» της εποχής, δόθηκαν απαντήσεις, από έναν αριθμό άξιων ποιητών και κριτικών, θετικές αλλά και «εχθρικές απέναντι στους νέους κόσμους της ποίησης», που άνοιγε η υπερρεαλιστική επανάσταση. Σήμερα, που αυτή η μοντέρνα γραφή ανανέωσε τους εκφραστικούς τρόπους, αξίζει να παραθέσουμε τη συνηγορία του Νικηφόρου Βρεττάκου, που έφυγε από κοντά μας τον Αύγουστο του 1991, δηλαδή ένα χρόνο πριν απ' τον θάνατο του ποιητή της «Αμοργού».
Σημείωσε τότε ο ποιητής: «Ποτέ δεν έγινε ένα βήμα προς την πρόοδο χωρίς να προηγηθεί σκληρή πάλη με την αντίδραση, τη βασανιστική αυτή μοίρα της ανθρωπότητας (...). Το κίνημα του υπερρεαλισμού έχει βυθισμένες τις ρίζες του στην πραγματικότητα κι οι πηγές του είναι συγκινητικά ηθικές. Πολλοί ξαφνιαστήκανε βλέποντας τον στις ακρότητες και τις υπερβολές του μα οι μυημένοι της τέχνης δεν θορυβηθήκανε εξασκημένοι όπως ήτανε να διακρίνουν εκείνο που λάμπει κάτω απ' οποιαδήποτε μορφή. Ο υπερρεαλισμός δεν επεδίωξε κι αυτός παρά να εκφράσει τη μία, την αιώνια τέχνη, με εκφραστικά μέσα που της επέτρεπαν να εκδηλωθεί πιο άνετα, και χωρίς να χάσει τίποτε από την αγνότητα της και τη λάμψη της». Ένας απ' τους πιο σοβαρούς αρνητές της πνευματικής αξίας της «Αμοργού» υπήρξε ο ποιητής και δοκιμιογράφος της Θεσσαλονίκης Γιώργος Θέμελης, που έγραψε στο βιβλίο του «Η νεότερη ποίηση μας» το 1963: «Η "Αμοργός" είναι "όνειρο" που διαλύεται και δε μένει τίποτα για τη διάρκεια, γιατί απουσιάζει το όραμα το απώτερο, δηλαδή η ενέργεια και η συμμετοχή του πνεύματος, που εκπορεύεται απ' το υποκείμενο. Απουσιάζει το πνεύμα γιατί απουσιάζει το πρόσωπο, καταποντισμένο μέσα στη σκοτεινή υποσυνείδητη νύχτα της "ράτσας", που κείτεται και κοιμάται μέσα μας ως υπόγειο ρεύμα. Λείπει επίσης, αυτό που η κριτική λέει πως υπάρχει: "ένα αίσθημα μεταφυσικό"». Και θα αναρωτηθεί ο Θέμελης: «Πώς είναι δυνατό να υπάρχει ένα τέτοιο στοιχείο καθαρώς πνευματικό; Αν υπήρχε "αίσθημα μεταφυσικό", το ποίημα θα ξεπερνούσε την ύλη του, θα ήταν ακριβώς εκείνο που δεν είναι τώρα. Εκτός αν με το "αίσθημα μεταφυσικό" κάτι άλλο εννοείται απ' ό,τι διατυπώνεται, απ' ό,τι σημαίνει η λέξη "μεταφυσικό". Λείπει, για τούτο το ποίημα, μένει όνειρο φευγαλέο, χωρίς πνεύμα». Κλείνει η παρένθεση. Το κατόρθωμα του Γκάτσου με την «Αμοργό» ήταν το αρμονικό δέσιμο της δημοτικής παράδοσης με τα ευεργετικά στοιχεία του υπερρεαλισμού που συνθέτουν ευρηματικές εκφράσεις και δίνουν στο στίχο πρωτοτυπία, δροσιά και ρωμαλεότητα, πράγματα δηλαδή που μπορούν να κερδίσουν και τον πιο αρνητικό αναγνώστη.
Κι εδώ αξίζει να αναφερθούμε σε δύο ποιήματα που συμπληρώνουν την «Αμοργό» και δεν έχουν σχολιαστεί από την κριτική. Το πρώτο ποίημα έχει τίτλο «Ο ιππότης κι ο θάνατος» και το δεύτερο «Ελεγείο» απ' τους στίχους του οποίου εκφράζεται η θλίψη του ποιητή για το χαμό ενός παλικαριού που «πέρασε απ' τη ζωή σαν ένα δάκρυ της θάλασσας/σα λαμπηδόνα καλοκαιριού και στερνοβρόχι του Μάη». Το πρώτο «Ο ιππότης και ο θάνατος» έχει κάτω από τον τίτλο σε παρένθεση μια αινιγματική ημερομηνία: (1513) και μότο αφιέρωση στο μεγάλο Γερμανό ζωγράφο Ντύρερ, στη γλώσσα του. Αυτά τα στοιχεία μας οδήγησαν να εξιχνιάσουμε και να βρούμε πως ο τίτλος του ποιήματος είναι παρμένος από μια χαλκογραφία του Ντύρερ με την επιγραφή «Ο ιππότης, ο θάνατος κι ο δαίμονας» που η σχεδίαση της, μαζί με άλλες δύο, χρονολογείται το 1513. Ο Γκάτσος περιόρισε τον τίτλο του ποιήματος στα δύο συνθετικά, τον ιππότη και τον θάνατο που εκείνη τη στιγμή ικανοποιούσαν τις διαθέσεις του. Θαυμαστής του Ντύρερ ο Γκάτσος βλέπει τον σιδερόφρακτο ιππότη με το αυστηρό πρόσωπο πάνω σ' ένα πολεμικό άλογο περιστοιχιζόμενο από αποκρουστικές μορφές του θανάτου, να προχωρεί αποφασιστικά προς το θρίαμβο της αρετής εναντίον όλων. Και τον φαντάζεται «να ταξιδεύει στα χρόνια, με του Ακρίτα τ' άλογο και το κοντάρι του Αη-Γιωργιού» λέγοντας του:
Μπορώ να βάλω κοντά σου / Μια νεραντζιά στου φεγγαριού τους χιονισμένους κάμπους... / Μπορώ να βάλω λιβάδια / Νερά που κάποτε πότισαν τα κρίνα της Γερμανίας / Κι αυτά τα σίδερα που φορείς μπορώ να σου τα στολίσω / Μ' ένα κλωνί βασιλικό κι ένα ματσάκι δυόσμο / Με του Πλαπούτα τ' άρματα και του Νικηταρά τις πάλες. / Μα εγώ που είδα τους απογόνους σου σαν πουλιά / Να σκίζουν μιαν ανοιξιάτικη αυγή τον ουρανό της πατρίδας μου / Κι είδα τα κυπαρίσσια του Μοριά να σωπαίνουν / Εκεί στον κάμπο του Αναπλιού / Μπροστά στην πρόθυμη αγκαλιά του πληγωμένου πελάγου / Όπου οι αιώνες πάλευαν με τους σταυρούς της παλληκαριάς / Θα βάλω τώρα κοντά σου / Τα πικραμένα μάτια ενός παιδιού / Και τα κλεισμένα βλέφαρα / Μέσα στη λάσπη και το αίμα της Ολλανδίας. / Αυτός ο μαύρος τόπος θα πρασινίσει κάποτε. / Το σιδερένιο χέρι του Γκετς θ' αναποδογυρίσει τ' αμάξια / Θα τα φορτώσει θημωνιές από κριθάρι και σίκαλη / Και μες στους σκοτεινούς δρυμούς με τις νεκρές αγάπες / Εκεί που πέτρωσε ο καιρός ένα παρθένο φύλλο / Στα στήθια που σιγότρεμε μια δακρυσμένη τριανταφυλλιά / Θα λάμπει ένα άστρο σιωπηλό σαν ανοιξιάτικη μαργαρίτα. / (...) / Ώσπου και πάλι στις σπηλιές των ποταμών ν' αντηχήσουν / Βαριά σφυριά της υπομονής / Όχι για δαχτυλίδια και σπαθιά / Αλλά για κλαδευτήρια κι αλέτρια.
Μ' αυτή τη σχετικά κρυπτική γραφή, ο Έλληνας ποιητής έρχεται να εκφράσει την αντίσταση του στους κατακτητές απογόνους του ιππότη και να οραματιστεί έναν κόσμο ειρήνης, που τα πολεμικά όπλα θα γινούν κλαδευτήρια κι αλέτρια. Για την αυθόρμητη, σε μια νύχτα, γένεση της «Αμοργού», ταιριάζει ο στίχος του Σολωμού απ' τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους»: «Άστραψε φως και γνώρισεν ο νιος τον εαυτό του».
Για τον μεταφραστή και τον στιχουργό:
Ο Νίκος Γκάτσος έκανε την εμφάνιση του στην καλλιτεχνική ζωή της Αθήνας, με τη θεατρική μετάφραση του «Ματωμένου γάμου» του Λόρκα, που προκάλεσε εντύπωση στους θεατρικούς κύκλους της εποχής. Πρώτος που εξέφρασε τον ενθουσιασμό του ήταν ο Κάρολος Κουν: «Αν -θα πει- μας είχε ενθουσιάσει η μετάφραση του "Ματωμένου γάμου" είναι γιατί, πολύ άμεση και πολύ ποιητική καθώς ήταν, άφηνε ν' ακουστεί ένας λόγος καθαρής ποίησης, που δεν έμοιαζε με μετάφραση, τόσο αυτούσια δημιουργημένος ήταν». Και θα συμπληρώσει: «Η συμβολή του Νίκου Γκάτσου πάνω μου υπήρξε αποφασιστική, γι' αυτό δεν ήταν πρόσκαιρη, αλλά κράτησε και σήμερα ακόμα υπάρχει ο Γκάτσος μέσα μου» (περιοδικό «Η λέξη» Φεβ. 1986). Για το στιχουργό Γκάτσο, που το τραγούδι του έγινε κύρια βιοποριστική πράξη, χωρίς να προδώσει την ποιότητα, θα μιλήσει ο Μάνος Χατζιδάκις, σε συνέντευξη του στο ίδιο περιοδικό και θα πει: «Πολλοί συγκαταλέγουν τον Γκάτσο ανάμεσα σ' όλους εκείνους, που γράφουν στίχους. Όμως, αυτός δεν έχει σχέση με τους άλλους. Ο ένας ξεκινάει απ' την ποίηση, οι άλλοι ξεκινάνε απ' τους στίχους και προσπαθούν να πλησιάσουν την ποίηση, αλλά παραμένουν στιχουργοί. Ενώ ο Γκάτσος, παρόλο που στιχουργεί για να κάνει ένα τραγούδι, παραμένει πάντα ποιητής. Και στις μεγαλύτερες του στιγμές στο τραγούδι, φτιάχνει αριστουργήματα. Όπως λόγου χάρη αυτά που έγραψε για τη δική μου "Μυθολογία". Δεν θα μπορούσε ποτέ κανένας στιχουργός να διανοηθεί και να γράψει τέτοια ποιητικά κείμενα για τραγούδι. Το ίδιο έγινε και στα "Παράλογα" με κείνο το θαυμάσιο φινάλε, την "Ελλαδογραφία", που είναι σαν κλασικό κείμενο». Πρόκειται για ένα πεζό δυόμισι σελίδων, γραμμένο στην καθαρεύουσα, που θυμίζει λίγο τη γραφή του Εμπειρίκου και αναφέρεται στην ιστορία της Αθήνας από τους πελασγικούς χρόνους ως τα σήμερα, διανθισμένο με εμβόλιμα ολιγόστιχα τραγουδιστικά στάσιμα. Ύστερα ήρθαν οι «Δροσουλίτες» του Χριστόδουλου Χαλαρή και τα τραγούδια στο «Ρεμπέτικο» του Ξαρχάκου. Τους τελευταίους μήνες του '92 κυκλοφόρησε ένας ογκώδης τόμος με τα μελοποιημένα και μη τραγούδια και ποιήματα του Γκάτσου, που είναι χωρισμένος σε είκοσι ενότητες με γενικό τίτλο ένα δίστιχο: «Φύσα αεράκι φύσα με - μη χαμηλώνεις ίσαμε» (Ίκαρος, 1992). Αυτόν τον τόμο με τις 280 σελίδες τον είχε επιμεληθεί ο ίδιος ο ποιητής, μα πεθαίνοντας το Μάιο του ίδιου χρόνου δεν μπόρεσε να τον χαρεί στα χέρια του και να πει, όπως ο Καρυωτάκης στις «Σάτιρες» του: «Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος / πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου». Σ' αυτή την «ταπεινή τέχνη» έδωσε πρωτάκουστες διαστάσεις ο Γκάτσος. Η συνεργασία του με εκλεκτούς συνθέτες ανέβασε την ποιότητα του λαϊκού τραγουδιού.
Έπλασε στίχους πάνω σε δοσμένα και μη μουσικά μοτίβα, που η δημοτική μας παράδοση, με τους νέους ρυθμούς και τις ευρηματικές ομοιοκαταληξίες, απέκτησε καινούργια λάμψη. Διαβάζοντας ή ακούγοντας τα τραγούδια του νιώθεις, πως εκεί έπρεπε να φτάσει ο εκφραστικός του πλούτος. Συνειδητοποίησε πως μετά τη μοναδική «Αμοργό», υπήρχε -κίνδυνος να πέσει στην επανάληψη. Και προτίμησε να αλλάξει ρότα. Να διαθέσει τα ανεξάντλητα αποθέματα του στην άμεση επικοινωνία με τη λαϊκή ψυχή, δίνοντας μας ό,τι έχει ανάγκη ο σημερινός άνθρωπος για να ξαλαφρώσει. Μέσα από τα 160 ποιήματα-τραγούδια της συλλογής «Φύσα αεράκι φύσα με» περνούν χαρακτηριστικές στιγμές από την ελληνική μυθολογία, το δημοτικό τραγούδι, την Ιστορία, αρχαία, βυζαντινή και νεότερη, ακόμα και τη χριστιανική τελετουργία, όπως λόγου χάρη η ενότητα «Μέρες Επιταφίου» και ο σύγχρονος βίος μας, που ευφραίνουν και ανακουφίζουν την ψυχή μας. Παραθέτω τρία πεντάστιχα, από τα επτά του ποιήματος «Τραγούδι του παλιού καιρού» αφιερωμένου στον Γιώργο Σεφέρη:
Αλλάζουν οι καιροί περνάν τα χρόνια / του κόσμου το ποτάμι είναι θολό / μα εγώ θα βγω στου ονείρου τα μπαλκόνια / για να σε ιδώ σκυμμένο στον πηλό / καράβια να κεντάς και χελιδόνια.
Το πέλαγο πικρό κι η γη μας λίγη / και το νερό στα σύννεφα ακριβό / το κυπαρίσσι η γύμνια το τυλίγει / το χόρτο καίει τη στάχτη του βουβό / κι ατέλειωτο του ήλιου το κυνήγι.
Κι ήρθες εσύ και σκάλισες μια κρήνη / για τον παλιό του πόντου ναυαγό / που χάθηκε μα η μνήμη του έχει μείνει / κοχύλι λαμπερό στην Αμοργό / και βότσαλο αρμυρό στην Σαντορίνη.
Κι απ' τη δροσιά που σάλεψε στη φτέρη / πήρα κι εγώ το δάκρυ μιάς ροδιάς / για να μπορώ σε τούτο το δεφτέρι / καημούς να συλλαβίζω της καρδιάς / με του παραμυθιού το πρώτο αστέρι.
Μα τώρα που η Μεγάλη φτάνει Τρίτη / κι Ανάσταση θ' αργήσει να φανεί / θέλω να πας στη Μάνη και στην Κρήτη / με συντροφιά σου εκεί παντοτινή / το λύκο, τον αητό και τον αστρίτη.
Κι άμα θα δεις κρυφά στο μέτωπο σου / να λάμπει μια απαλή μαρμαρυγή / τ' αλλοτινό πεφτάστερο σηκώσου / να ζωντανέψεις πάλι μια πηγή / που καρτερεί στο βράχο το δικό σου.
Αλλάζουν οι καιροί περνάν τα χρόνια / του κόσμου το ποτάμι είναι θολό / μα εγώ θα βγω στου ονείρου τα μπαλκόνια / για να σε ιδώ σκυμμένο στον πηλό / καράβια να κεντάς και χελιδόνια.
Έργο ζωής έγινε το τραγούδι για τον Γκάτσο και το δούλεψε με πάθος ως την τελευταία πνοή του, όσο κανείς άλλος στιχουργός στις μέρες μας, με εξασφαλισμένη διάρκεια μέσα στον ελληνικό αλλά και στον παγκόσμιο χρόνο.
************
Ο Γκάτσος επηρέασε εμένα, όχι εγώ τον Γκάτσο. Εγώ ήμουν ο μαθητής. Είχα την τύχη να εισπράξω πολύτιμα μαθήματα, ιδίως σε μια περίοδο, μετά την απελευθέρωση, που οι συνομήλικοί του φίλοι έφυγαν στην Ευρώπη, και οι δικοί μου πάλι το ίδιο, και μείναμε οι δυο μας στο πατάρι του Λουμίδη ή του Πικαντίλλυ να μιλάμε. Ο Γκάτσος μπορεί να δέχτηκε πληροφορίες από μένα, αλλά όχι επιρροή. Και να σας πω μεταξύ των σπουδαίων μαθημάτων ένα παράδειγμα: όταν σε ηλικία εικοσιπέντε ετών έγραψα για την Μαρίκα Κοτοπούλη μουσική για την Ορέστεια, είχα κάνει και δυο θαυμάσια μέρη για τις Χοηφόρες, λόγω των οποίων απολάμβανα μεγάλο θρίαμβο εις τον κύκλο των ειδικών. Είχε επισημανθεί η σημασία τους, η δε Μαρίκα με λάτρευε εν ονόματι των δύο αυτών μεγάλων στιγμών. Όταν λοιπόν ήρθε και τ’ άκουσε ο Γκάτσος, γύρισε και μου έκανε ένα αυστηρότατο μάθημα: ότι αυτά είναι θαυμάσια, αλλά για τον Ευριπίδη κι όχι για τον Αισχύλο. Μου δίδαξε ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο ιερατικό στοιχείο του Αισχύλου – το οποίο αγνοούσα – και στο ύφος του Ευριπίδη, του πιο σύγχρονου από τους τρεις τραγικούς.
Μάνος Χατζιδάκις, "Ο Νίκος Γκάτσος – ένας πολύ αυστηρός φίλος" / από συνομιλία με τον Αντώνη Φωστιέρη και τον Θανάση Νιάρχο / Περιοδικό Η ΛΕΞΗ τεύχος 52, Φεβρουάριος 1986.

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2022

Στέλιος Γεράνης - Ο ιπτάμενος δίσκος


«Δεν μπορώ να πιστέψω – έλεγε

πως είναι δυνατόν άνθρωποι να βασανίζουν ανθρώπους».


«Μα από που μας ήρθε αυτός – ρωτούσαν

οι συνδαιτυμόνες – μήπως είναι ιπτάμενος δίσκος

που δεν έχει ακόμα προσγειωθεί;»


«Μην παραξενεύεστε – είπε ο γεροντότερος

ο άνθρωπος αυτός είναι μάλλον φυτό.

Έχει πολύ πράσινο η φωνή του. Μας φέρνει

το δάσος, θυμίζει πουλιά, έχει

μέσα στα μάτια του το ζεστό καλοκαίρι.

Μην τον φορτώνετε με τις μνήμες σας.

Δε βλέπετε πόσο μας λείπει ένας αθώος;

Ας τον αφήσουμε στις περιπλανήσεις του.


Μας χρειάζεται – άλλωστε – ένας άνθρωπος

να πιστεύει πως δεν είναι ποτέ δυνατόν

άνθρωποι να βασανίζουν ανθρώπους».


Στέλιος Γεράνης, Τα μικρά μου θαύματα, 1974.

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2022

Στέλιος Γεράνης - Απογύμνωση

Τα πάντα με γυμνώνουν γύρω μου·
(άλλοτε ιδέες να με γεννούν
και τώρα
να με σφάζουν)
άνεμοι γνέθουν διαρκώς την άγρια μοναξιά μου
οι λύπες μου στον αργαλειό
κλώθουνε τ' άσπρο σάβανο
μαύρες σκιές
δένονται κόμπο
στο λαιμό μου·
η τρικυμία ανέβηκε στα μάτια μου!
Απογυμνώθηκες, ψυχή μου, απογυμνώθηκες!
Όλες οι ελευθερίες σου
έπεσαν
ματωμένες·
κι ούτε τον καθαρό ουρανό
μπορείς να δεις
ούτε την κολασμένη γη σου
να κοιτάξεις.
Απογυμνώθηκες, ψυχή μου, απογυμνώθηκες!

 ένας ψαλμός αιμόφυρτος, Αθήνα 1969

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2022

Στέλιος Γεράνης - Η άλλη ομορφιά


Κλείσε την πόρτα σου, Μαρία. Βλέπω να σκοτεινιάζει.
Μπαίνει το μεσοχείμωνο και θα μας πνίξει η παγωνιά.
Στάζουν απελπισίες τα μάτια σου. Φόρεσε, τουλάχιστον
εκείνη την κίτρινη λυπημένη ζακέτα της μάνας σου
κι έλα να περάσουμε τον υγρό διάδρομο. Έπεσες πάλι
στις σφαγές των ανέμων, σα νιφάδα χιονιού.
Σε βλέπω λευκή και τρομάζω. Κλάψε, Μαρία.
Άλλη ομορφιά απ' τον έρωτα νομίζω δε μας έμεινε.

Ποίηση Β', Σοκόλης 1998

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2022

Στέλιος Γεράνης-Στην άλλη γη του ονείρου


Μη χτυπάτε την πόρτα μου.
Δεν είμαι ο σύνοικος που ως χτες καλημερίζατε.
Την ξενητειά της πολιτείας σας φόρτωσα στο δισάκι μου
και φευγω. Πάω να ξεριζώσω
έναν αρχαίο πόλεμο απ' την καρδιά μου.
Πάω να βρω ενα δικό μου καλοκαίρι
να μη χρωστάω τη ζεστασιά μου στους τυφλούς.

Αυτή η πανάρχαιη συννεφιά που κατοικεί στα σπίτια σας
κοντεύει να με καταπιή. Μη, λοιπόν,μπήτε!
Τώρα που πήρα την απόφαση ειμαι λιγώτερο δειλός.
Άλλωστε «θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία!»
Γι' αυτό αν με δείτε το πρωί ν' ανοίγω τα παράθυρα
μην πλανηθήτε. Μπορεί να κατοικώ στο ίδιο σπίτι
μα εγώ την άλλην μουσική
την άλλην αίσθηση καλώ·
εγώ στον άλλον έρωτα στρέφω το προσωπό μου.

Σας επιστρέφω τα χαμόγελα
και τις φθαρμένες καλημέρες σας
(άνευ αξίας αντικείμενα που με είχανε γυμνωσει).
Μόνο την πίκρα που με πότισαν τα πράγματα
δεν είμαι ακόμα έτοιμος να σας την επιστρέψω.
Αν είστε, απλώς οι φίλοι μου· αν είστε οι συγγενείς
πείτε στον αστυνόμο σας να γράψει στα δελτία του:
«Στέλιος Γεράνης: πρόσωπον αγνώστου διαμονής»

Κ' εγω θα μπω ανεπαίσθητα στην άλλη γη του ονείρου.
Στελιος. Γερανης(1920-1993)

Παθολογία, 1960

Κυριακή 29 Μαΐου 2022

Στέλιος Γεράνης-Ο πυροβολισμός


Μιλούσαμε για όμορφα πράγματα κι είχαν αγάπη
όλες οι φωνές. Όχι, δεν ήταν το κρασί –
θα μπορούσα να πω πως ήμασταν από πριν
μεθυσμένοι. Ακόμα κι έναν άγνωστο – που κρυφάκουγε
είχε αρχίσει να τον τυλίγει η ζεστασιά μας.
 
Αν τον κερδίσουμε κι αυτόν – συλλογίστηκα
πρέπει αμέσως ν’ αρχίσει η λειτουργία. Λίγο ακόμα
και η αρμονία θα γέμιζε τη ζωή μας.
Έβλεπα τα μάτια τους έτοιμα να δεχτούνε
την αποκάλυψη
 
όταν
 
ακούστηκε στο δρόμο ο πρώτος πυροβολισμός
που μας τίναξε όλους
μέσα στον σπασμένο καθρέφτη.

Από την ανθολογία: «Η ελληνική ποίηση», 5ος τόμος – Η
πρώτη μεταπολεμική γενιά (επιμ.: Αλέξανδρος Αργυρίου, εκδ. Σοκόλη, 2000).

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2022

Στέλιος Γεράνης-Αποτροπή εγκλήματος


Να τη σκοτώσω; Και τι όμορφη – Θεέ μου – που είναι γυμνή –
Σαν ανατολή στο κρεβάτι μου. Όταν
Σηκώνω το μαχαίρι και πέφτει ο ήλιος
Στο μέταλλο
Εγώ ξεχνιέμαι και θαυμάζω τις λάμψεις.
(Η Νεοελληνική ερωτική ποίηση. Τα ομορφότερα κείμενα, Ανθολόγηση: Ευγένιος Αρανίτσης, ΙΙ, 2010, σ. 330)

Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2022

Στέλιος Γεράνης-Έμαθα τώρα να ταξιδεύω

Έμαθα τώρα να ταξιδεύω σε δύσκολες

Θάλασσες.

Να βαδίζω γυμνός κι αλησμόνητος

και να γεμίζω τους δρόμους.

Ν’ ανοίγω ευθείες να περάσει το φως

να σταματώ, ξαφνικά, στο Νησί σου

με τα μάτια μου στ’ άνοιχτά

και στ’απέραντα


Εκεί που η ποίηση

τινάζεται σαν απρόσμενη αστραπή

και καρφώνεται

σαν πυράκανθος

στα μαλλιά σου.


Πηγή: https://anemourion.blogspot.com/2017/03/1920-1993.html


Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2021

Στέλιος Γεράνης- Ένας περίεργος επισκέπτης κυκλοφορεί κάθε βράδι στον ύπνο μου.


Ένας περίεργος επισκέπτης κυκλοφορεί κάθε βράδι στον ύπνο μου.
Βηματίζει απαλά στην καρδιά μου
και με ξυπνάει.
Σηκώνομαι και κλειδώνω την πόρτα μου,
φράζω με μαύρες λύπες τις χαραμάδες των παραθυριών.
Μα ο περίεργος επισκέπτης γλιστράει.
Ξαναμπαίνει στον κήπο μου απ’ άλλες πόρτες μυστικές.
Γεμίζει ένα άσπρο ποτήρι με χρώματα και το πίνει.
Μια μικρή στάλα πέφτει στα μάτια μου και με ξυπνάει.
Πρέπει να μπω-μου λέει-πρέπει να μπω
να ζεσταθείς.
Έχουν αρχίσει να πέφτουν τα λευκά περιστέρια στην πόρτα σου.
Λίγο ακόμα και δε θα υπάρχουν φωλιές. 

Πηγή: Στέλιος Γεράνης, Ποίηση. Τόμος Α΄1943-1960, Τόμος Β΄ 1960-1991/ εισαγωγή και φιλολογική επιμέλεια Θεοδόσης Πυλαρινός/ εκδ. Σοκόλη, 1998.

Παρασκευή 14 Μαΐου 2021

Στέλιος Γεράνης-Ανθρώπινη επιείκεια


Ίσως δεν ξέρουν. Ίσως δεν έμαθαν ακόμα να μετρούν.

Μα εγώ θα πάσχω για την άδικη πενία τους.
Θα γίνω ακόμα, αν χρειαστεί, ένας πλανόδιος ποιητής
επιμένοντας να μετρήσουν‧ να επιδοθούν επιμένοντας
γράφοντας σε χοντρά χαρτιά στίχους και προκηρύξεις
χαράζοντας σε επιγραφές το «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους»
ηχογραφώντας τη φωνή μου σε ροδοπέταλα:
Μια φωνή, που θα την εννοήσουν κάποτε
όπως εγώ καταλαβαίνω σήμερα
πόσο είναι δύσκολο
να γίνω γέφυρα
για να περάσουν.

Στέλιος Γεράνης, «Παθολογία», 1960