Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.3. ΖΩΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.3. ΖΩΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2025

Ζαχαρίας Παπαντωνίου - Απολογία στα ζώα


Σαν αλαργεύουν από με γεμάτοι τρόμο οι γάτοι,
θαρρώντας, που απαντήθηκαν με φοβερό διαβάτη,
ας ήταν, Θε μου, δυνατό να βγούνε απ' την απάτη.
Ο ίσκιος, που τρέχει να χαθεί παράμερα του δρόμου
μέσ' στα βαθιά μεσάνυχτα, που πάω στο φτωχικό μου,
να το 'ξερε τι ανάξιος, οπού 'μαι τέτοιου τρόμου!
Με των προγόνων τους θα ζουν τα θολωμένα φρένα,
και τρέμουνε τον άνθρωπο τα ζώα τ' αγαπημένα'
ίσως κι εγώ, σκληρό παιδί, να τά 'χω αδικημένα.
Μα τώρα, που έχω μέσα μου ελέους κι αγάπης βρύση,
πολλών ψυχών τα κρίματα μπορούσε να τα σβήσει,
στης γάτας το γουναρικό το χάδι αν γλιστρήσει...
Βουβή η αφή, μα νόημα κι υπομονή γεμάτη,
χαϊδεύοντας τη ράχη του γυρτή, απαλή χνουδάτη,
μιλεί του ζώου για την φριχτήν ανθρώπινην απάτη...


από το βιβλίο: Νεοελληνικά Αναγνώσματα Γ' Γυμνασίου, ΟΕΔΒ 1972. Το ποίημα προέρχεται από τη συλλογή: Θεία Δώρα, Εκδόσεις Εστίας, Ι. Δ. Κολλάρου, χ. χ.

Αντλήθηκε απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη

Τετάρτη 9 Ιουλίου 2025

Ε.Χ. Γονατάς - Οι αγελάδες

 Καθόμαστε σ’ ένα υπαίθριο καφενείο: πέντ’ έξι καρέκλες αραδιασμένες στην όχθη ενός μικρού ποταμιού και πιο πέρα, κάτω από ένα πλατάνι, μια παράγκα πνιγμένη στις περικοκλάδες, με την επιγραφή «Η μορφωμένη Αράχνη». Πίνομε το ούζο μας βλέποντας τις πέστροφες να πηδάνε κάθε τόσο δύο-δυo έξω απ’ το νερό, που αφρίζει σαν άσπρο στεφάνι γύρω στ’ αστραφτερά τους κεφάλια. Αμίλητοι χαιρόμαστε τη γαλήνια ομορφιά του τοπίου.

Μα δεν περνάει πολλή ώρα και τρεις βροντερές εκρήξεις στη γραμμή τραντάζουν τα ποτήρια στα τραπέζια και με ξεκουφαίνουν. Ξυπνώ από τη ρέμβη μου αναπηδώντας στην καρέκλα. Κάτι τζάμια ακούγονται να σπάνε μακριά σ’ ένα χτήμα• φωνές και βλαστήμιες εξιδανικευμένες απ’ την απόσταση ταράζουν για λίγο την ησυχία. Ύστερα πάλι σιωπή. Οι άλλοι γύρω μου —άνθρωποι του τόπου— ατάραχοι, σα να μην άκουσαν τίποτα, συνεχίζουν να ρουφάνε γουλιά-γουλιά το ούζο τους σφουγγίζοντας με το χέρι τις στάλες πού κρέμονται στα μουστάκια τους. Στα μαλλιά τους πετάνε μεγάλα δειλινά κουνούπια. Δεν κρατιέμαι και γυρίζω σ’ αυτόν που κάθεται πλάι μου. Φοράει μενεξελιά ράσα.

«Πάτερ», ρωτάω, «τι συμβαίνει; Άκουσες τις κανονιές;».

Ο παπάς πολέμαγε να σπρώξει με τα παχουλά του δάχτυλα μέσα στο φαρδομάνικό του ένα κοτόπουλο, που όλο έβγαζε το κεφάλι. Χωρίς να με κοιτάξει, μου λέει:

«Ο Θεός, τέκνον μου, τιμωρεί τους φιλάργυρους βουκόλους».

Ύστερα βλέποντας πως το πουλί ησύχασε κι έπαψε να μπαινοβγαίνει στα μανίκια του, σηκώνεται και μου γνέφει να τον ακολουθήσω. Οι άλλοι ούτε μας προσέχουνε καν. Περνάμε πίσω απ’ την παράγκα του καφενείου, μέσα από ’να φράχτη με κολοκυθιές φορτωμένες πορτοκαλιά λουλούδια, μεγάλα σαν χάλκινες τρουμπέτες, και βγαίνουμε σ’ ένα απέραντο χωράφι με πολλές στέρνες. Ακούγονται ζώα πού ξεφυσάνε ρουθουνίζοντας. Πηγαίνουμε από στέρνα σε στέρνα. Είναι όλες βαθιές, χωρίς νερό, και στον πάτο γυρίζουν αγελάδες με καστανό τρίχωμα. Σκύβουν κάθε τόσο το χοντρό σβέρκο τους στα παχνιά και μασουλίζουν. Οι κοιλιές τους τεράστιες πετάγονται έξω απ’ το κορμί ολοστρόγγυλες και πρησμένες.

«Αυτές εκεί πρόσεξέ τες καλά, τώρα πού σηκώνουν την ουρά να διώξουν τις μύγες», μου λέει ο σύντροφος μου.

Κοιτάζω και βλέπω χωμένο βαθιά στον πισινό τους από ’να μεγάλο άσπρο φελλό. Λουριά περασμένα κάτω απ’ τα σκέλια και την κοιλιά και σφιχτοδεμένα στη ράχη τους, κρατάνε γερά στη θέση του το φράξιμο, που να μην μπορεί με τίποτα να το πετάξει το ζώο.

«Με το σύστημα αυτό», μου εξηγεί, «που αποκλείει στις αγελάδες να διώξουν απ’ τον οργανισμό τους τ’ ανεπιθύμητα περισσέματα της τροφής, οι βουκόλοι πιστεύουν πως θα καταφέρουν να τις παχύνουν γληγορότερα. Δεν εννοούν ν’ αφήσουν ούτε ένα σπειρί κριθάρι να βγει από μέσα τους αχώνευτο. “Είναι κι αυτό ζυγισμένο στη ζυγαριά του εμπόρου και το πληρώσαμε”, λένε, “δε μας το έδωσαν χάρισμα!” ».


Ε.Χ. Γονατάς - Οι αγελάδες – Στιγμή, 1992

Δήμητρα Ρούπα - Το βλέμμα του σκύλου είναι από τα πιο συγκινητικά πράγματα που έχω αξιωθεί

 Η εκπαιδευτικός Δήμητρα Ρούπα γράφει στο Short Stories για τις συγκινητικές αντιδράσεις των μαθητών της όταν ανήμερα της Παγκόσμιας Ημέρας Αδέσποτων Ζώων αντί για μάθημα γαλλικών επέλεξε να ανοίξει συζήτηση για τη ζωοφιλία

Παγκόσμια Ημέρα Αδέσποτων Ζώων η σημερινή κι αποφασίζω να μην κάνω γαλλικά στις τάξεις μου, αλλά συζήτηση για τη ζωοφιλία. Ο ενθουσιασμός των παιδιών μου επιβεβαιώνει ακόμη μια φορά την ανάγκη των παιδιών να συνδέουν το σχολικό περιβάλλον με το βίωμά τους ή τις επιθυμίες τους. Όπως επίσης ότι αν αλλάξεις έστω και για λίγο μια παράμετρο στο ακαδημαϊκό σπριντ, ανοίγουν μάτια και αυτιά παιδιών που ασφυκτιούν, που νιώθουν ότι δεν χωράνε στη σχολική τάξη. Έστω και για λίγο θα νιώσουν ότι κάνουμε από κοινού κάτι που τα αφορά.

Πάρα πολύ αγχωμένο παιδί, που δεν αντέχει καμία πίεση διαβάσματος και διαγωνισμάτων, μου μίλησε σήμερα για όσα έχει διαβάσει για τη θεραπευτική δράση των αλόγων σε άτομα στο φάσμα του αυτισμού. Είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό. Την κοιτούσα σαν να τη γνώρισα σήμερα.

Παιδιά που δεν κράτησαν ποτέ μια σημείωση στο μάθημα έβγαλαν χαρτιά. Με αφορμή την Ημέρα Αδέσποτων Ζώων έγραψαν ιστορίες με ζώα. Στο σχόλασμα παιδί με μαθησιακές δυσκολίες με περιμένει να βγω από την καγκελόπορτα κρατώντας το σκυλί του για να το δω. Άλλο παιδί βουρκώνει όταν θυμάται έναν σκύλο που έχασε και με ρωτάει αν τα δικά μου είναι «όρθια». Δεν ήθελε να πει τη λέξη «πεθαμένα». Μιλάμε για μεγατόνους ενσυναίσθησης και αντίληψης της δύναμης της γλώσσας.

Μου δίνουν σημειώματα που γράφουν: «Για να έχεις ένα κατοικίδιο πρέπει να μπαίνεις στη σκέψη του», «Η γιαγιά του Δημήτρη άφησε να φύγει το καναρίνι του. Από τότε ο Δημήτρης τη βρίζει από μέσα του». «Αν θέλουμε να αποκτήσουμε κατοικίδιο, προτιμότερο είναι να υιοθετήσουμε ένα αντί να αγοράσουμε, γιατί οι ψυχές δεν αγοράζονται». «Η Λουλού είναι αδελφή μου». «Θα ήθελα ένα λυκόσκυλο αλλά δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος. Οπότε ό,τι σκυλί και να βρω στον δρόμο αν μπορώ θα το πάρω». «Άμα δεν είχα κατοικίδιο τώρα, δεν θα είχα φτάσει ως εδώ. Τώρα που έχω νιώθω πολύ όμορφα. Μου φτιάχνει πάντα τη διάθεση».

Κι άλλα: «Εύχομαι να πάρω κάποτε έναν σκύλο για να μην είμαι με το κινητό στο χέρι», «Μην αγοράζεις από κάποιο pet shop, απλά πήγαινε και πάρε ένα ζωάκι από τη φιλοζωική», «Τα σκυλιά σου κάνουν συντροφιά και παρέα όταν είσαι μόνος/η» (ναι, έβαλε και τα δυο γένη το παιδί), «Πιστεύω πως πρέπει να βοηθάμε τα αδέσποτα όσο μπορούμε, γιατί αν μπορούσαν να φροντίσουν τον εαυτό τους θα το έκαναν εδώ και χρόνια». Κι άλλα κι άλλα, πολλά. Είμαι εδώ και κάθομαι τώρα πνιγμένη σε χαρτιά και χαρτάκια και σχεδιάκια.

Ναι, δεν είναι εύκολο να έχεις ζώα. Κάποιες φορές θα χάσεις ταξίδια, άλλες θα χάσεις τον ύπνο σου. Θα σε παρατήσουν άνθρωποι, θα έρθει μια στιγμή που δεν θα έχεις λεφτά να πάρεις καφέ απέξω. Θα σκέφτεσαι μήπως έχεις εγκλωβιστεί σε μια λούπα από τρίχες, σκατά και σάλια. Και θα σκέφτεσαι αν αξίζει η επιλογή. Και αμέσως μετά θα σου βαράει η καμπάνα στο κεφάλι που σου θυμίζει ότι αν δεν αξίζει το διαρκές μάθημα αγάπης, αφοσίωσης και ευθύνης, δεν ξέρω τι άλλο αξίζει.

Το βλέμμα το σκύλου είναι από τα πιο συγκινητικά πράγματα που έχω αξιωθεί. Ελπίζω να έχω μάθει με τα χρόνια να κοιτώ, μια στο τόσο, έτσι κι εγώ.

Πηγή: https://shortstories.gr/short/to-vlemma-tou-skylou-einai-apo-ta-pio-sygkinitika-pragmata-pou-echo-axiothei/

Πέμπτη 20 Μαρτίου 2025

Αργύρης Χιόνης | Όντα και μη όντα (Λαγός)

 Ο λαγός γεννιέται μ' ανοιχτά τα μάτια και χοροπηδάει μόλις γεννηθεί, όχι από τη χαρά του που 'ρθε σ' αυτόν τον κόσμο, αλλά γιατί, μέσα στα κύτταρά του, είναι γραμμένος ήδη ο κίνδυνος κι ο τρόμος. Ο λαγός γεννιέται έτοιμος να το βάλει στα πόδια. Ο λαγός είναι κάτι όπως ο λαός, μ' ένα γάμμα ανάμεσα στο άλφα και το όμικρον. Η έκφραση "έγινε λαγός" θα μπορούσε κάλλιστα να είναι "έγινε λαός". Οι λαϊκοί άνθρωποι είναι κι αυτοί αδιάκοπα έτοιμοι να τρέξουν για να γλιτώσουν απ' τον κυνηγό τους, την αυταρχική ή ανόητη ή, ακόμη, αυταρχική και ανόητη εξουσία.

Αργύρης Χιόνης, Όντα και μη όντα, εκδόσεις Κίχλη

Πέμπτη 11 Μαΐου 2023

Νίκος Καρούζος - Αγαθόνοια


Τα γαϊδούρια συγγενικά μου σε όλα.

στατικά πλάσματα στην ερημιά τους

με τις ώρες ακίνητα στην ύπαιθρη λευτεριά τους.

καρτερία και νήπια τρυφερότητα στα μενεξελιά

μάτια. η ολόσωμη μεταφυσική.

Τα γαϊδούρια πολλαπλάσια μηδαμινής ευτυχίας.


Λογική μεγάλου σχήματος

Παρασκευή 14 Απριλίου 2023

Αργύρης Χιόνης - Ψάρια


Α΄
Τα ψάρια τραγουδούν τραγούδια που κανένας δεν ακούει, ούτε τα ψάρια τα ίδια. Ανοίγουνε τα στόματά τους κι η μουσική που πάει να βγει επιστρέφει μέσα τους σπρωγμένη απ’ το νερό. Τα ψάρια καταπίνουν το τραγούδι τους αδιάκοπα. Η κοιλιά τους είναι ένας κλειστός, μουσικός θάλαμος. Γι’ αυτό κι όταν τσιμπούν τ’ αγκίστρι δεν είναι από λαιμαργία, όπως πιστεύουνε οι άνθρωποι, αλλά γιατί ελπίζουν ότι θα μπορέσει ν’ ακουστεί, επιτέλους, η φωνή τους έξω απ’ το νερό. Αντί γι’ αυτό πεθαίνουν από ασφυξία, σπαρταρώντας. Για όσους όμως ξέρουν, για τους πιο αγνούς ψαράδες, ετούτο το σπαρτάρισμά τους είναι γεμάτο μουσική.
Β΄
Ο πόνος των ψαριών είναι βουβός, γι’ αυτό ακόμα και οι πιο ζωόφιλοι δε διστάζουν να σκοτώσουν ψάρια ή να τα φάνε. Ακόμα και οι χορτοφάγοι τρώνε ψάρια κάποτε.
Αντίθετα, τα ζώα ουρλιάζουν και θρηνούν και με το κόκκινο ζεστό τους αίμα σε αποθαρρύνουν και να τα σκοτώσεις και το νόστιμο, μισοψημένο κρέας τους να φας.
Αχ, πόση βουβή, πνιγμένη οδύνη υπάρχει κάτω απ’ τη μαγιονέζα που σκεπάζει τον τραγικά σιωπηλό ροφό.
Γ΄
Όπως πηδούν τα ψάρια έξω απ’ το δίχτυ του ψαρά – ασημένιες λάμψεις ελευθερίας μες στο σκοτάδι – έτσι πηδάει κι η ψυχή μου, μια ζωή, έξω απ’ το δίχτυ το θανάσιμο της λογικής και ξαναπέφτει, αστραφτερή κι ελεύθερη, στη θάλασσα της τρέλας.
Δ΄
Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό. Το μικρό ψάρι τρώει το μικρότερο. Το μικρότερο τρώει το ελάχιστο και το ελάχιστο, κάποτε, τρώει το μεγάλο, νεκρό.
Ε΄
Τα ζώα με δέχονται, έχουμε το ίδιο ζεστό κόκκινο αίμα, την ίδια ανάγκη για στοργή κι αφοσίωση. Τα ψάρια όμως; Πώς να εισχωρήσω στον κόσμο τους, αυτό το ρευστό, κρύο κρύσταλλο; Αδύνατο να τα ξεγελάσω, παριστάνοντας το αμφίβιο μ’ αυτή τη μάσκα και τούτο το σωλήνα, λώρο που με δένει με τον έξω κόσμο, το δικό μου. Δε γίνεσαι ψάρι μόνο επειδή έμαθες να κολυμπάς.

Πηγή: Λεκτικά τοπία, Καστανιώτης, 1982.

Παρασκευή 27 Αυγούστου 2021

Γιάννης Ρίτσος-Ο Ντικ

Ο Ντικ - Δημητριάδη, Μπουλάς


Η πέτρα σταυρωμένη απ’ τον άνεμο
ο άνεμος, η σιγαλιά,
δεν ακούγεται τίποτα
μόνο το καρδιοχτύπι της πέτρας
κι πέτρα της καρδιάς που δουλεύεται
με το θυμό και με τον πόνο
βαριά, σιγά και σταθερά

Μπόλικη πέτρα
μπόλικη καρδιά
να χτίσουμε τις αυριανές μας φάμπρικες
τα λαϊκά μέγαρα
τα κόκκινα στάδια
και το μεγάλο μνημείο των Ηρώων της Επανάστασης

Να μην ξεχάσουμε και το μνημείο του Ντικ
ναι, ναι, του σκύλου μας του Ντικ
της ομάδας του Μούδρου
που τον σκοτώσαν οι χωροφυλάκοι
γιατί αγάπαγε πολύ τους εξόριστους

Να μην ξεχάσουμε, σύντροφοι, τον Ντικ
το φίλο μας τον Ντικ
που γαύγιζε τις νύχτες στην αυλόπορτα άντικρυ στη θάλασσα
κι αποκοιμιόταν τα χαράματα
στα γυμνά πόδια της Λευτεριάς
με τη χρυσόμυγα του αυγερινού
πάνω στο στυλωμένο αυτί του

Τώρα ο Ντικ κοιμάται στη Λήμνο
δείχνοντας πάντα το ζερβί του δόντι

Μπορεί μεθαύριο να τον ακούσουμε πάλι
να γαυγίζει χαρούμενος σε μια διαδήλωση
περνοδιαβαίνοντας κάτου απ’ τις σημαίες μας
έχοντας κρεμασμένη στο ζερβί του δόντι
μια μικρή πινακίδα «κάτω οι τύραννοι»

Ήταν καλός ο Ντικ

Καντάτα για τη Μακρόνησο

Παρασκευή 12 Απριλίου 2019

Κ.Π. Καβάφης – Τα άλογα του Αχιλλέως





Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,
        που ήταν τόσο ανδρείος, και δυνατός, και νέος,
        άρχισαν τ’ άλογα να κλαίνε του Αχιλλέως·
        η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε
        για του θανάτου αυτό το έργον που θωρούσε.
Τίναζαν τα κεφάλια των και τες μακρυές χαίτες κουνούσαν,
        την γη χτυπούσαν με τα πόδια, και θρηνούσαν
τον Πάτροκλο που ενοιώθανε άψυχο — αφανισμένο —
μια σάρκα τώρα ποταπή — το πνεύμα του χαμένο —
                ανυπεράσπιστο — χωρίς πνοή —
εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμένο απ’ την ζωή.
 
                Τα δάκρυα είδε ο Ζευς των αθανάτων
        αλόγων και λυπήθη. «Στου Πηλέως τον γάμο»
        είπε «δεν έπρεπ’ έτσι άσκεπτα να κάμω·
        καλλίτερα να μην σας δίναμε, άλογά μου
        δυστυχισμένα! Τι γυρεύατ’ εκεί χάμου
στην άθλια ανθρωπότητα πούναι το παίγνιον της μοίρας.
        Σεις που ουδέ ο θάνατος φυλάγει, ουδέ το γήρας
      πρόσκαιρες συμφορές σας τυραννούν. Στα βάσανά των
      σας έμπλεξαν οι άνθρωποι.»— Όμως τα δάκρυά των
                για του θανάτου την παντοτινή
      την συμφοράν εχύνανε τα δυο τα ζώα τα ευγενή.
 
την συμφοράν εχύνανε τα δυό τα ζώα τα ευγενή.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
[1897]

Επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη. Τα Ποιήματα, Τ. Α’ 1897 - 1918, Ίκαρος 1963