Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Τουρκία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Τουρκία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2025

Nâzım Hikmet - Ποιήματα

 


                        Στους Δεκαπέντε Συντρόφους

Δε χύνουν δάκρυ
         μάτια που συνηθίσαν να βλέπουνε φωτιές
δε σκύβουν το κεφάλι οι μαχητές
                            κρατάν ψηλά τ' αστέρι
                                                          με περηφάνεια
δεν έχουμε καιρό να κλαίμε τους συντρόφους
                            το τρομερό σας όμως κάλεσμα
                                                        μες στη ψυχή μας
                            κι οι δεκαπέντε σας καρδιές
                                    θε να χτυπάνε
                                                    μαζί μας
                            το σιγανό σας βόγγισμα
                                                       σαν προσκλητήρι
χτυπά στ' αφτιά μας
                                  σαν τον αντίλαλο βροντής.

           Στάχτη θα γίνεις κόσμε γερασμένε
                          σου 'ναι γραφτός ο δρόμος
                                                        της συντριβής
           και δε μπορείς να μας λυγίσεις
                                σκοτώνοντας τ' αδέρφια μας της μάχης
και να το ξέρεις
              θα βγούμε νικητές
                                κι ας είναι βαριές μας
                                                         οι θυσίες.

Μαύρη εσύ θάλασσα γαλήνεψε
                                                  τα κύματά σου
και θα 'ρθει η μέρα η ποθητή
                       η μέρα της ειρήνης
                                                 της λευτεριάς σου
                                                                   ω ναι θα 'ρθει            
                       η μέρα που θ' αρπάξουμε τις λόγχες
                          που μες στο αίμα το δικό μας
                                                                  έχουνε βαφτεί.
                                                                                                  1921

           Κλαίουσα Ιτιά

Κυλούσε το νερό
και στον καθρέφτη του γιαλίζονταν ιτιές
τα πλούσια τα μαλλιά τους λούζαν λυγερές.
Και τα σπαθιά τ' αστραφτερά τους
χτυπώντας στους κορμούς
καλπάζαν κατακόκκινοι μες στους δρυμούς
καλπάζαν προς τη δύση
μεθύσι!...

Και τότε ξάφνου
σα το πουλί το λαβωμένο
το πληγωμένο
στο φτερό του
γκρεμίστηκ' ένας καβαλάρης
απ' τ' άλογό του.

Δε σκλήρισε
τους άλλους που 'φευγαν δε ζήτησε
τα βουρκωμένα μάτια του εγύρισε
μονάχα για να δει
τα πέταλα που λάμπαν.
Το ποδοβολητό εσβούσε μες στη φύση
και τ' άλογα εχάνονταν στη δύση!

Καμαρωτοί εσείς καβαλαρέοι
Ω κόκκινοι κι αστραφτεροί καβαλαρέοι
καβαλαρέοι φτερωτοί
καμαρωτοί
ωραίοι!...
Μ' ίδιες φτερούγες πέταξη η ζωή που ρέει!

Ο φλοίσβος του νερού σταμάτησε
εχάθη
οι ίσκιοι εβυθίστηκαν στου σκοταδιού τα βάθη
τα χρώματα σβηστήκαν
στα μάτια του τα πένθιμα
τα πέπλα κατεβήκαν
και της ιτιάς η φυλλωσιά
χαϊδεύει τα μαλλιά του!

Μη κλαις ιτιά μου θλιβερά
και μη βαριοστενάζεις
πάν' απ' τα σκοτεινά νερά
το δάκρυ μη σταλάζεις
Ω μη στενάζεις
με σφάζεις.
                                               1925

Για Τα Τραγούδια Μου

Δεν έχω πήγασο με σέλαν αργυρή
ούτε και πόρους
-όπως τους λεν'- αδήλους
δεν έχω μήτε γη
μια σπιθαμή
μονάχα ένα ποτηράκι μέλι
σα να 'ναι φλόγα λαμπερή.

Αυτό είναι το βιος μου
κι είναι και για τους φίλους
κι ενάντια σ' όλους τους εχθρούς
εντός μου
φυλάγω αυτόν τον πλούτο μου
ένα ποτήρι μέλι

Υπομονή, συντρόφοι, υπομονή
και θα 'ρθει μέρα η τρανή
ναι θα 'ρθει!
-Σ' αυτούς που 'χουν το μέλι θε να 'ρθει
η μέλισα η μια
απ' τη Βαγδάτη.
                                                      1935

Η Χώρα Αυτή Είναι Δική Μας

Η χώρα αυτή π' ορμά απ' την Ασία με καλπασμό
και που προβάλλει
τ' ώριο κεφάλι
σαν το πουλάρι
γεμάτο χάρη
προς της Μεσόγειος το νερό
η χώρ' αυτή είναι δική μας
με ματωμένους τους καρπούς
δόντια σφιγμένα
πόδια γυμνά.

Σα μεταξένιο τούτη η γη μας
είναι χαλί μας
τούτη η γη μας
η κόλασή μας
τουτ' η παράδεισο
είναι δική μας.

Η θέλησή μας
τώρα τρανεύει
να 'ναι δική μας
παντοτινά
να ζούμε λεύτεροι σα δέντρα
σα τα δεντρά του ίδιου δάσου
αδερφωμένα
αγκαλιαστά.
                                                1948

Αυτό Είναι Όλο

ζω στη φεγγοβολή
που προχωράει
ολόγιομα τα χέρια μου
με πόθους
κι ο κόσμος είναι όμορφος πολύ
μοσκοβολάει.

Τα μάτια μου λιμπίστηκαν
τα δέντρα
τα δέντρα που γιόμισαν ελπίδες
και ντύθηκαν τη πράσινη στολή
το λιόχαρο δρομάκι προχωράει
σ' ολόδροσο χαλί
κι απ' το φεγγίτη με καλεί
στις πράσινες νησίδες.

Κι ούτε μυρίζομαι τα φάρμακα
τ' αναρρωτήριο πια δε βρωμάει
-θ' ανοίξουν τα γαρούφαλα
η ώρα η καλή-

Τι τάχα αν είσαι φυλακή;
Να μη λυγάς!
αυτό είν' όλο.
Δεν είναι άλλη συμβουλή.
                                                          1948

Δε Μας Αφήνουν Να Τραγουδάμε

Δε μας αφήνουν Ρόμπσον να τραγουδάμε
δε μας αφήνουν καναρίνι
που 'χεις φτερά αητού
μαύρε αδερφέ μου
δόντια που έχεις
μαργαριτάρια
δε μας αφήνουν να ψηλώσουμε φωνή.

Φοβούνται Ρόμπσον
φοβούνται την αυγή,
ν' ακούσουνε φοβούνται
και ν' αγγίσουν
φοβούνται ν' αγαπήσουν
φοβούνται ν' αγαπήσουνε σαν τον Φερχάτ
(Αλήθεια θα 'χετε κι εσείς έναν Φερχάτ
οι νέγροι πως να τονε λένε Ρόμπσον;)

Φοβούνται τα γεννήματα
τη γης
το γάργαρο νερό φοβούνται της πηγής
φοβούνται
να θυμούνται
και τις χαρές τους
το χέρι ενός φίλου δεν έσφιξε ποτέ τους
το χέρι τους
ζεστό
σαν το πουλί
χωρίς να θέλει σκόντα
προμήθειες
η κάποια αναβολή
στη πλερωμή.

Φοβούνται την ελπίδα
φοβούνται Ρόμπσον να ελπίσουν
φοβούνται καναρίνι
που 'χεις φτερά αητού
φοβούνται τα τραγούδια μας
μη τους τσακίσουν.
                                                      Οχτώβρης 1949

Ο 'Ανθρωπος Με Το Γαρύφαλο

Έχω πάνω στο τραπέζι μου
τη φωτογραφία του ανθρώπου
με τ' άσπρο γαρούφαλο
που τον τουφέκισαν
στο μισοσκόταδο
πριν την αυγή
κάτω απ' το φως των προβολέων.

Στο δεξί του χέρι
κρατά ένα γαρούφαλο
που 'ναι σα μια φούχτα φως
από την ελληνική θάλασσα
τα μάτια του τα τολμηρά
τα παιδικά
κοιτάζουν άδολα
κάτω απ' τα βαριά μαύρα τους φρύδια
έτσι άδολα
όπως ανεβαίνει το τραγούδι
σα δίνουν τον όρκο τους
οι κομμουνιστές.

Τα δόντια του είναι κάτασπρα
ο Μπελογιάννης γελά
και το γαρούφαλο στο χέρι του
είναι σαν το λόγο που 'πε στους ανθρώπους
τη μέρα της λεβεντιάς
τη μέρα της ντροπής.

Αυτή η φωτογραφία
βγήκε στο δικαστήριο
ύστερ' απ' τη θανατική καταδίκη.
                                                                Απρίλης 1952

 https://www.peri-grafis.net/ergo.php?id=913

Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2025

Nâzım Hikmet - Πέντε ποιήματα


21 ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ 1945
Ο γιος μας άρρωστος,
ο πατέρας του στη φυλακή,
το σκοτισμένο κεφάλι στα κουρασμένα χέρια σου,
η μοίρα όλου του κόσμου είναι και δική μας…
Οι άνθρωποι οδηγούν τους ανθρώπους σε καλύτερες μέρες.
Ο γιος μας θα γιάνει,
ο πατέρας του θα βγει απ’ τη φυλακή,
θα γελάσει πάλι το χρυσάφι των ματιών σου,
η μοίρα όλου του κόσμου είναι και δική μας…
22 ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ 1945
Διαβάζω βιβλία:
μέσα τους βρίσκω εσένα,
ακούω τραγούδια:
μέσα τους εσύ.
Κάθομαι να φάω το ψωμί μου:
εσύ κάθεσαι αντίκρυ μου,
δουλεύω:
αντίκρυ μου εσύ.
Εσύ, που είσαι «παντού και πάντα» κοντά μου,
δεν μπορώ να σου μιλήσω,
τη φωνή σου δεν μπορώ ν’ ακούσω,
εσύ ’σαι η γυναίκα μου, χήρα μου οχτώ χρόνια…
24 ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ 1945
Η πιο ωραία θάλασσα:
αυτή που ακόμα δεν ταξιδέψαμε.
Το πιο ωραίο παιδί:
ακόμα δε μεγάλωσε.
Οι πιο ωραίες μέρες μας:
αυτές που ακόμα δε ζήσαμε.
Κι ο πιο ωραίος λόγος που θέλω να σου πω:
αυτός που ακόμα δε σου είπα…
30 ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ 1945
Είναι ωραίο να σε σκέφτομαι,
γεμάτος ελπίδα,
είναι σα ν’ ακούω το πιο ωραίο τραγούδι απ’ την πιο ωραία
φωνή του κόσμου.
Μα εμένα η ελπίδα πια δε μου φτάνει,
εγώ δε θέλω ν’ ακούω πια τραγούδια
θέλω να τραγουδήσω…
12 ΝΟΕΜΒΡΗ 1945
Φύσηξαν οι τελευταίοι νοτιάδες
ζεστοί κι ανταριασμένοι σαν αίμα που χύνεται απ’ τις φλέβες.
Αφουγκράζομαι τον αγέρα:
έπεσε ο σφυγμός.
Τ’ Ουλουντάγ χιονισμένες οι κορφές,
και στ’ οροπέδιο του Κιρεζλί γλυκές και θαυμαστές,
πάνω στα κόκκινα καστανόφυλλα κοιμούνται οι αρκούδες.
Οι λεύκες γδύνονται στον κάμπο.
Οι μεταξοσκώληκες όπου να ’ναι θα μπουν στο κουκούλι τους.
Το φθινόπωρο όπου να ’ναι τελειώνει,
κ’ η γης θα κοιμηθεί σε λίγο τον καρπερό της ύπνο.
Κι εμείς θα περάσουμε ακόμα ένα χειμώνα
μέσα στη μεγάλη οργή μας
και με τη ζεστασιά απ’ τη φωτιά
της άγιας μας ελπίδας…
Μετάφραση: Πέτρος Μάρκαρης
Από τη συλλογή "Τα ποιήματα των 9-10 μ.μ."

Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2025

Ναζίμ Χικμέτ -Το τελευταίο μου ίσως γράμμα στον Μεχμέτ

 Μη ζεις σ’ αυτήν εδώ τη γη
σαν ένοικος
ή στη φύση
σαν παραθεριστής
ζήσε σ’ αυτόν τον κόσμο
σαν να ήταν το σπίτι του πατέρα σου
πίστεψε στο στάρι, στη θάλασσα, στη γη
αλλά κυρίως στον άνθρωπο. 


Ποίημα του Τούρκου ποιητή Ναζίμ Χικμέτ. Παρατίθεται στο βιβλίο του Nuccio Ordine «Οι κλασικοί

στη ζωή μας», σε μετάφραση της Μαρίας Σπυριδοπούλου, από τις εκδόσεις Άγρα, 2016, σ. 111

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2024

Çiğdem Sezer - Δύο Ποιήματα

 Όταν περάσει η Βροχή

θα φύγουμε όταν περάσει η βροχή

στην ίδια θάλασσα θα κάνουμε έρωτα

στο ίδιο όνειρο θα κολυμπήσουμε

περίμενε

να περάσει η βροχή

Είναι η βροχή της καλοσύνης

ας βρέξει

φέρνει ανοιχτές θάλασσες, και κοντινά μπλε

τί να είναι η καλοσύνη που λένε

νομίζεις;

είναι το να μπει στο σπίτι μας η βροχή

Εμείς δεν είχαμε ποτέ ένα σπίτι από βροχή

ακούς είπα “εμείς”

σαν δυο ορφανούς που χάνονται ο ένας μες’ τον άλλον

Δεν είναι και βουνό αλλά πως γκρεμίζεται

και μπαίνει στο έρημο πηγάδι μου

και μες το βαθύ σκοτάδι

μια κατάμαυρη θάλασσα διείσδυσε στο αίμα μου

μέσα μου ένας κομματιασμένος ουρανός

εγώ είμαι και μπογιά και πινέλο και καμβάς

ποίος βάφει την μνήμη στο χρώμα της θύμησης;

φωτιά είναι δίκια μου

στάχτη είναι δίκια μου

το ντουμάνι είμαι εγώ

τί είναι αυτό που καίγεται μέσα μου;

Είπα ότι το κοντινό μπλε φέρνει θάλασσες

τελειώνοντας την μοναξιά.

Μου είπε ότι αυτή που αποκαλώ ως βροχή

είναι ορφανή του ουρανού

Έσπασε το κλαδί μέσα μου

μια απ ‘ τις θάλασσες ναυάγησε στο καραβάκι μου

δεν υπάρχει βροχή

δεν υπάρχει ουρανός

μου απόμεινε μόνο

πνίγομαι σαν τα πουλιά

της καλοσύνης

Είπα θα φυσήξει άσχημα η θάλασσα.

Μου είπε όλοι είμαστε ορφανοί του κάποιου άλλου

σε ποιον θα πάμε;

Εμείς δεν είχαμε ποτέ ένα σπίτι από βροχή

ακούς είπα “εμείς”

εμείς δυο πληγές που κλείνονται ο ένας στον άλλον



Το Κλειδί

Έχει φορέσει τον κόσμο στην πλάτη της

από μασίφ πίκρα είναι το παλτό της

Τώρα τα μάτια της είναι ακριβώς σαν τα

πουλιά που είναι έτοιμα να πετάξουν

όταν κτυπάνε στο τοίχο ασταμάτητα

Η γυναίκα τοποθέτησε το φτερούγισμα μέσα της…

Αν ανάσαινε

θα ζεσταινόταν το κρύσταλλο της καρδιάς της

Δεν έχει υπονοούμενα

λάθος η ορθογραφία

στις αρχαιότερες ιστορίες

παλιές λέξεις στις μέσα τσέπες της

γίνονται δυο κουμπιά από τακούνια

όποτε ακουμπάνε στις παλάμες της

δεν είμαι εγώ, δεν είμαι εγώ

πριν καιρό έφυγα απ’ τα σπίτια σας

ήταν νύχτα, ήμουν μέσα μου, δεν φανερώθηκα σε κανέναν

μπήκαν-βγήκαν ζωγράφοι

καλλιγραφίστες και πολλά βιβλία

ορκίζομαι δεν άνθησα σε κανέναν

Ένας άνδρας έσπασε το κλειδί μου

ένα παιδί πήρε το κλειδί μου

και ένα κοριτσάκι με κοίταξε σαν τη παραμονή

Ορκίζομαι … Όχι εγώ αλλά τα σύννεφα άναψαν την φωτιά

τα σύννεφα που έχουν μπει από το ανοιχτό παράθυρο σαν

τις λησμονιές

Άφησαν ένα ουρανό μες την μέση του στρωμένου τραπεζιού

Μετά βροχή

μετά πουλιά

λέξεις σαν τα δέντρα

Ποιος να σωζόταν πρώτα από την πυρκαγιά;

Η γυναίκα έβγαλε το παλτό της

έμεινε σαν ένα χρυσό κλειδί από μασίφ πίκρα.


μτφρ. από τα Τουρκικά: Σ.κι.Α.

Πηγή: https://www.poiein.gr/2013/01/26/idem-sezer/


Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2024

Orhan Veli Kanik - Έξι ποιήματα

 Ωραίες μέρες

Aυτές οι ωραίες μέρες με κατέστρεψαν.
Mια τέτοια μέρα παραιτήθηκα
από τη δουλειά μου στο «Eυαγές Ίδρυμα».
Mια τέτοια μέρα άρχισα το κάπνισμα.
Mια τέτοια μέρα ερωτεύτηκα.
Mια τέτοια μέρα ξέχασα
να φέρω αλάτι και ψωμί στο σπίτι.
Mια τέτοια μέρα επιδεινώθηκε η κατάστασή μου
κι άρχισα να γράφω στίχους.
Aυτές οι ωραίες μέρες με κατέστρεψαν.

***

Ο φίλος μου ο Σάμπρι

Ο φίλος μου ο Σάμπρι
πάντα μού πιάνει κουβέντα
τη νύχτα στον δρόμο –
πάντα είναι «τύφλα».
Μου λέει:
«Άργησα για το σπίτι»,
και πάντα κρατάει δύο φραντζόλες ψωμί
κάτω απ’ τη μασχάλη.

Δωρεάν

Ζούμε δωρεάν∙
τ’ οξυγόνο είναι δωρεάν∙ τα σύννεφα, επίσης.
Λόφοι, κοιλάδες: δωρεάν∙
βροχή και λάσπη: δωρεάν.
Το αμάξωμα του αυτοκινήτου,
η είσοδος στον κινηματογράφο,
οι βιτρίνες, όλα είναι δωρεάν∙
δυστυχώς, δεν ισχύει το ίδιο για το ψωμί και το τυρί.
Όμως, το θαλασσινό νερό είναι δωρεάν∙
η ελευθερία κοστίζει τη ζωή σου,
μα η σκλαβιά είναι δωρεάν∙
ζούμε δωρεάν,
δ ω ρ ε ά ν.

***

Γαρύφαλλο

Έχετε δίκιο.
Δέκα χιλιάδες νεκροί στη Βαρσοβία
δεν κάνουν
ένα γαρύφαλλο
με
κόκκινα χείλη.

Σεπτέμβριος, 1939

***

Κακοποιός

(Όπου ο Αδολφος Xίτλερ αποφασίζει ν’ αφιερωθεί
ολοκληρωτικά στη λογοτεχνία).

Γράφω ποιήματα εδώ και χρόνια.
Kαι τι μ’ αυτό;
Aπό σήμερα είμαι τσαντάκιας.

Oι άλλοι κλέφτες; Θα τους περιποιηθώ:
από σήμερα
θα ζουν άνεργοι στo βουνό.

Θα τους πηγαίνω ψωμί να τρώνε
κι αυτοί θα γράφουν ποιήματα.
Aς μείνει μία θέση κενή
στον κόσμο της λογοτεχνίας.

Σεπτέμβριος, 1939

***

Αντίο

O δρόμος μου είναι άσφαλτος
ο δρόμος μου είναι χώμα
ο δρόμος μου είναι ουρανός
ο δρόμος μου είναι πλατεία
και οι σκέψεις μου!

Έρωτας, βροχή,
η μηχανή του λεωφορείου,
ο θυρωρός του ξενοδοχείου…
κι εγώ μουρμουρίζω έναν στίχο
σαν να τρώω μια μπουκιά ζεστό φαΐ.

O ταχυδρόμος, ο μπάτσος κι ο αλήτης
παν κι έρχονται ακόμη.
Mόνο ο Nιχάζι,
ο βενιαμίν του Σουλεϊμάν Eφέντι,
κάθεται στο καφενείο.

Aκούει τα νέα στο ραδιόφωνο και αναρωτιέται:
«Θα ’χουμε πόλεμο;»
«Θα ψοφήσουμε απ’ την πείνα;»

Πιθανώς ήδη γνωρίζει
πως σύντομα θα φύγει για το μέτωπο.

*Από τη συλλογή “Ο δρόμος μου είναι πλατεία”, εκδόσεις Βακχικόν, 2011. Μετάφραση: Μιχάλης Παπαντωνόπουλος.

Μετάφραση:https://tokoskino.me/2016/08/25/orhan-veli-kanik-%CE%AD%CE%BE%CE%B9-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1/

Σάββατο 20 Ιουλίου 2024

Nâzım Hikmet - Ποιήματα

Για τη ζωή


Η ζωή δεν είναι παίξε-γέλασε

Πρέπει να τηνε πάρεις σοβαρά

Τόσο μα τόσο σοβαρά

Που έτσι, να πούμε, ακουμπισμένος σʼ έναν τοίχο

με τα χέρια σου δεμένα

Ή μέσα στʼ αργαστήρι

Με λευκή μπλούζα και μεγάλα ματογυάλια

Θε να πεθάνεις, για να ζήσουνε οι άνθρωποι,

Οι άνθρωποι που ποτέ δε θα ʽχεις δει το πρόσωπό τους

και θα πεθάνεις ξέροντας καλά

Πως τίποτα πιο ωραίο, πως τίποτα πιο αληθινό απʼ τη ζωή δεν είναι.


Κλαίουσα Ιτιά

Κυλούσε το νερό
και στον καθρέφτη του γιαλίζονταν ιτιές
τα πλούσια τα μαλλιά τους λούζαν λυγερές.
Και τα σπαθιά τʼ αστραφτερά τους
χτυπώντας στους κορμούς
καλπάζαν κατακόκκινοι μες στους δρυμούς
καλπάζαν προς τη δύση
μεθύσι!…Και τότε ξάφνου
σα το πουλί το λαβωμένο
το πληγωμένο
στο φτερό του
γκρεμίστηκʼ ένας καβαλάρης
απʼ τʼ άλογό του. Δε σκλήρισε
τους άλλους που ʽφευγαν δε ζήτησε
τα βουρκωμένα μάτια του εγύρισε
μονάχα για να δει
τα πέταλα που λάμπαν.
Το ποδοβολητό εσβούσε μες στη φύση
και τʼ άλογα εχάνονταν στη δύση! Καμαρωτοί εσείς καβαλαρέοι
Ω κόκκινοι κι αστραφτεροί καβαλαρέοι
καβαλαρέοι φτερωτοί
καμαρωτοί
ωραίοι!…
Μʼ ίδιες φτερούγες πέταξη η ζωή που ρέει! Ο φλοίσβος του νερού σταμάτησε
εχάθη
οι ίσκιοι εβυθίστηκαν στου σκοταδιού τα βάθη
τα χρώματα σβηστήκαν
στα μάτια του τα πένθιμα
τα πέπλα κατεβήκαν
και της ιτιάς η φυλλωσιά
χαϊδεύει τα μαλλιά του! Μη κλαις ιτιά μου θλιβερά
και μη βαριοστενάζεις
πάνʼ απʼ τα σκοτεινά νερά
το δάκρυ μη σταλάζεις
Ω μη στενάζεις
με σφάζεις.

Ο Ανθρωπος Με Το Γαρύφαλο

Έχω πάνω στο τραπέζι μου
τη φωτογραφία του ανθρώπου
με τʼ άσπρο γαρούφαλο
που τον τουφέκισαν
στο μισοσκόταδο
πριν την αυγή
κάτω απʼ το φως των προβολέων.Στο δεξί του χέρι
κρατά ένα γαρούφαλο
που ʽναι σα μια φούχτα φως
από την ελληνική θάλασσα
τα μάτια του τα τολμηρά
τα παιδικά
κοιτάζουν άδολα
κάτω απʼ τα βαριά μαύρα τους φρύδια
έτσι άδολα
όπως ανεβαίνει το τραγούδι
σα δίνουν τον όρκο τους
οι κομμουνιστές. Τα δόντια του είναι κάτασπρα
ο Μπελογιάννης γελά
και το γαρούφαλο στο χέρι του
είναι σαν το λόγο που ʽπε στους ανθρώπους
τη μέρα της λεβεντιάς
τη μέρα της ντροπής.
Αυτή η φωτογραφία
βγήκε στο δικαστήριο
ύστερʼ απʼ τη θανατική καταδίκη.

Αυτό Είναι Όλo
ζω στη φεγγοβολή
που προχωράει
ολόγιομα τα χέρια μου
με πόθους
κι ο κόσμος είναι όμορφος πολύ
μοσκοβολάει.Τα μάτια μου λιμπίστηκαν
τα δέντρα
τα δέντρα που γιόμισαν ελπίδες
και ντύθηκαν τη πράσινη στολή
το λιόχαρο δρομάκι προχωράει
σʼ ολόδροσο χαλί
κι απʼ το φεγγίτη με καλεί
στις πράσινες νησίδες.Κι ούτε μυρίζομαι τα φάρμακα
τʼ αναρρωτήριο πια δε βρωμάει
-θʼ ανοίξουν τα γαρούφαλα
η ώρα η καλή-Τι τάχα αν είσαι φυλακή;
Να μη λυγάς!
αυτό είνʼ όλο.
Δεν είναι άλλη συμβουλή.

Για Τα Τραγούδια Μου

Δεν έχω πήγασο με σέλαν αργυρή
ούτε και πόρους
-όπως τους λενʼ- αδήλους
δεν έχω μήτε γη
μια σπιθαμή
μονάχα ένα ποτηράκι μέλι
σα να ʽναι φλόγα λαμπερή. Αυτό είναι το βιος μου
κι είναι και για τους φίλους
κι ενάντια σʼ όλους τους εχθρούς
εντός μου
φυλάγω αυτόν τον πλούτο μου
ένα ποτήρι μέλι Υπομονή, συντρόφοι, υπομονή
και θα ʽρθει μέρα η τρανή
ναι θα ʽρθει!
-Σʼ αυτούς που ʽχουν το μέλι θε να ʽρθει
η μέλισα η μια
απʼ τη Βαγδάτη.


Από το βιβλίο «ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ, ποιήματα (εκλογή από έργο του)», εκδόσεις ΜΟΣΧΟΣ. (Ανατύπωση από την έκδοση του 1953, από το «Εκδοτικό Νέα Ελλάδα»). Δεν αναφέρεται ο μεταφραστής.


Πηγή: https://www.poiein.gr/2008/02/16/iaaessi-eeiyo-1901-1963-dhyioa-dhiethiaoa/



Τρίτη 4 Ιουνίου 2024

Μαρία Δημητριάδη - Χιονίζει μες στη νύχτα


Μαρία Δημητριάδη - Χιονίζει μες στη νύχτα



Χιονίζει μες στη νύχτα

Κι εσύ στέκεις μπροστά

Στην πύλη της Μαδρίτης

Αντίκρυ σου έχεις

Μια στρατιά ολάκερη από πολιτείες

Μια στρατιά που σκοτώνει

Ό,τι πιο ωραίο έχουμε

Την ελπίδα, τα παιδιά, τη λευτεριά, την νοσταλγία


Χιονίζει μες στη νύχτα

Απόψε θα κρυώνουνε

Τα μουσκεμένα πόδια σου

Χιονίζει και τώρα

Που σε σκέφτομαι

Την ίδια τούτη την στιγμή

Μπορεί μια σφαίρα εκεί να σε σκοτώνει

Και τότε

Μήτε χιόνι πια μήτε άνεμος

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2024

Nâzım Hikmet - Ποιήματα

 Επιστολές και Ποιήματα (1942 – 1946)

ΧΙΙΙ
Λίγα γαρούφαλλα απομένουν στις γλάστρες
Στον κάμπο θα ‘χουν κιόλας οργώσει τη γης
Ρίχνουν το σπόρο
Έχουν μαζέψει τις ελιές.
Όλα ετοιμάζονται για το χειμώνα
Σκάβουν για να φυτέψουν τα βλαστάρια της άνοιξης.

Κι εγώ γεμάτος απ’ την απουσία σου
Φορτωμένος με την ανυπομονησία μεγάλων ταξιδιών
Περιμένω σαν αγκυροβολημένο φορτηγό μέσα στην Προύσα.


ΧVI
Γνωρίζουμε κι οι δυο, καλή μου,
Μας το μάθανε
Να πεινάμε, να διψάμε
Να τσακιζόμαστε απ’ την κούραση
Να ζούμε χωρισμένοι.
Δεν καταντήσαμε ακόμη να σκοτώνουμε.
Δε μας έλαχε ακόμα να πεθάνουμε.
Γνωρίζουμε κι οι δυο, καλή μου,
Μπορούμε και στους άλλους να το μάθουμε
Να πολεμάν για τους ανθρώπους μας
Και ν’ αγαπάνε κάθε μέρα λίγο πιο πολύ
Και ν’ αγαπάνε κάθε μέρα λίγο πιο καλά.


XXII
Τι όμορφο που ‘ναι να σε συλλογιέμαι
Μεσ’ από τους θορύβους του θανάτου και της νίκης
Να συλλογιέμαι εσένανε μεσ’ απ’ τη φυλακή
Κι έχοντας περασμένα τα σαράντα.
Τι όμορφο που ‘ναι να σε συλλογιέμαι.
Να το ‘να χέρι σου σ’ ένα ύφασμα γαλάζιο ξεχασμένο
Και να μες στα μαλλιά σου
Η ραθυμιά η περήφανη της Ιστανμπούλ της γης μου
Σαν ένας άλλος άνθρωπος μέσα σε μένα
Είναι η ευτυχία να σ’ αγαπώ.

Τι όμορφο που ‘ναι να σε συλλογιέμαι
Να γράφω όλο για σένα
Να σε κοιτάζω πλαγιασμένος έτσι ανάσκελα
Μες στο κελί μου
Μια λέξη που ‘χες πει την τάδε μέρα
Στο τάδε μέρος, όχι η λέξη η ίδια
Μα αυτός ο τρόπος που είχε, μέσα της να κλείνει όλο τον κόσμο.

Τι όμορφο που ‘ναι να σε συλλογιέμαι
Για σένα θα σκαλίσω ακόμη τόσα πράματα
Θα φτιάξω ένα μικρό κουτί, ένα δαχτυλίδι
Θα υφάνω τρεις οργιές μετάξι
Και ξαφνικά
Πετιέμαι ορθός
Τρέχοντας να χουφτώσω του παραθυριού τα κάγκελα
Και να φωνάξω στο γαλάζιον ουρανό της λευτεριάς
Όλα μου τα τραγούδια που ‘γραψα για σένα.

Τι όμορφο που ‘ναι να σε συλλογιέμαι
Μεσ’ από τους θορύβους του θανάτου και της νίκης
Να συλλογιέμαι εσένανε μεσ’ απ’ τη φυλακή
Κι έχοντας περασμένα τα σαράντα.


ΤΟ ΠΙΟ ΠΑΡΑΔΟΞΟ ΑΠ’ ΟΛΑ ΤΑ ΠΛΑΣΜΑΤΑ
Σαν το σκορπιό είσαι, αδερφέ μου,
σαν το σκορπιό
μέσα σε μια μεγάλη νύχτα τρόμου.
Σαν το σπουργίτι είσαι, αδερφέ μου,
σαν το σπουργίτι
μέσα στις μικροσκοπικές σκοτούρες του.
Έχ, σαν το στρείδι είσαι, αδερφέ μου,
σαν το στρείδι
το σφαλιγμένο και ήσυχο.
Τι τρομερός που ‘σαι, αδερφέ μου,
σα στόμιο σβησμένου ηφαίστειου.
Κι ένας δεν είσαι, αλίμονο,
δεν είσαι πέντε
δεν είσαι μήτε και μιλιούνια.
Σαν πρόβατο είσαι, ώ αδερφέ μου.
Όταν ο μπόγιας, το τομάρι σου ντυμένος,
όταν σηκώνει το ραβδί του ο μπόγιας,
βιάζεσαι να χωθείς μες στο κοπάδι
και τρέχοντας τραβάς για το σφαγείο,
τρέχοντας, κι από πάνου με καμάρι.
Είσαι το πιο παράδοξο πλάσμα του κόσμου,
πιότερο ακόμα κι απ’ το ψάρι
που ζει μέσα στη θάλασσα χωρίς ναν τη γνωρίζει.
Κι αν είναι εδώ στη γης τόση μιζέρια
είναι από σένανε, αδερφέ μου,
Αν είμαστε έτσι πεινασμένοι κι έτσι τσακισμένοι
Αν είμαστε γδαρμένοι ως το μεδούλι
και πατημένοι σαν τσαμπιά να δώσουμε όλο το κρασί μας,
Τάχα θα πω πως είναι από δικό σου φταίξιμο; – όχι,
Όμως και συ, αδερφέ μου, φταις καμπόσο.


ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Εγώ είμαι, εγώ είμαι που χτυπάω την πόρτα σας
Εδώ ή αλλού, χτυπάω όλες τις πόρτες
Ώ, μην τρομάζετε καθόλου που ‘μαι αθώρητη
Κανένας μια νεκρή δεν μπορεί να ίδει.

Εδώ και δέκα χρόνια εδώ καθόμουνα
Στη Χιροσίμα ο θάνατος με βρήκε
Κι είμαι παιδί, τα εφτά δεν τα καλόκλεισα,
Μα τα νεκρά παιδιά δε μεγαλώνουν.

Πήραν πρώτα φωτιά οι μακριές πλεξούδες μου
Μου καήκανε τα χέρια και τα μάτια
Όλη μου μια φουχτίτσα στάχτη απόμεινα
Την πήρε ο άνεμος κι αυτή σ’ ένα ουρανό συγνεφιασμένο.

Ώ, μη θαρρείτε πως ζητάω για μένα τίποτα,
Κανείς εμένα δε μπορεί να με γλυκάνει
Τι το παιδί που σαν κομμάτι εφημερίδα κάηκε
Δε μπορεί πια τις καραμέλες σας να φάει.

Εγώ είμαι που χτυπάω την πόρτα σας, ακούστε με,
Φιλέψτε με μονάχα την υπογραφή σας
Έτσι που τα παιδάκια πια να μη σκοτώνονται
Και να μπορούν να τρώνε καραμέλες.

ΠΗΓΗ: Ναζίμ Χικμέτ – Ποιήματα, Απόδοση και Πρόλογος: Γιάννης Ρίτσος | Εκδόσεις Κέδρος, 2016

Nazim Hikmet - [X]



Μέσα σ’ αυτή τη νύχτα τη χινοπωριάτικη

Ολόγιομος είμαι απ’ τα λόγια σου,

Λόγια αιώνια σαν το χρόνο, σαν την ύλη

Λόγια βαριά σαν το χέρι

Λόγια σπιθοβόλα σαν τ’ άστρα.

Απ’ την καρδιά σου, απ’ το μυαλό σου, απ’ τη σάρκα σου

Τα λόγια σου με φτάνουν

Τα λόγια σου κατάφορτα από σένα,

Τα λόγια σου, μητέρα,

Τα λόγια σου, γυναίκα,

Τα λόγια σου, φίλη.

Ήταν θλιμένα, ήταν πικρά

Ήταν χαρούμενα, κατάφορτα από ελπίδα,

Ήταν γενναία και ηρωικά

Τα λόγια σου ήταν άνθρωποι.


Πηγή: Επιστολές και Ποιήματα, 1942-1946

 Απόδοση: Γιάννης Ρίτσος, 1970

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2024

Nazim Hikmet - [άτιτλο]

 

Όταν σκάσει σαν ένα άσπρο γαρίφαλλο ο πυρήνας
όταν περπατήσει το φως στα περβόλια του ατόμου
όχι μόνο οι περίεργοι, ολάκερη η ανθρωπότητα
θα σεριανάει τον εαυτό της στον καθρέφτη της ποίησης.
Δεκέμβρης 1959
Ο νεκρός της πλατείας Μπεγιαζίτ, εκδ. Τζιαμπίρης Πυραμίδα, μτφ. Τάσος Ιορδάνογλου, 1997

Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2023

Nazim Hikmet - [άτιτλο]

         

Τα τραγούδια των ανθρώπων είναι πιο όμορφα απ' τους ίδιους

                                                              πιο βαριά από ελπίδα

                                                              πιο λυπημένα

                                                              πιο διαρκή.


Πιότερο απ' τους ανθρώπους τα τραγούδια τους αγάπησα.

Χωρίς ανθρώπους μπόρεσα να ζήσω,

                                                          όμως ποτέ χωρίς τραγούδια.

μου 'τυχε να απιστήσω κάποτε

                                                 στην πολυαγαπημένη μου

                       όμως ποτέ μου στο τραγούδι που τραγούδησα γι' αυτήν.

ούτε ποτέ και τα τραγούδια μ' απατήσανε.


Όποια κι αν είναι η γλώσσα τους

                  πάντοτε τα τραγούδια τα κατάλαβα.


Σ' αυτό τον κόσμο τίποτα

απ' όσα μπόρεσα να πιω

και να γευτώ

απ' όσες χώρες γνώρισα

απ' όσα μπόρεσα ν' αγγίξω

και να νιώσω

                                     τίποτα, τίποτα

δε μ' έκανε έτσι ευτυχισμένο

                                     όσο τα τραγούδια



Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος

Nazim Hikmet - Ταξιδεύοντας


Ανοίγουμε τις πόρτες

κλείνουμε τις πόρτες,

δρασκελάμε τις πόρτες

και στο τέρμα του μοναδικού μας ταξιδιού

                                                              μήτε πολιτεία

                                                                                μήτε και λιμάνι.


Το τραίνο εκτροχιάζεται

το πλοίο ναυαγεί

τ' αεροπλάνο συντρίβεται.

Ένα μονάχα επισκεπτήριο στον πάγο χαραγμένο.

                           Αν είχα δικαίωμα εκλογής

                                     να ξαναρχίσω ή όχι τούτο το ταξίδι

                                            θα το ξανάρχιζα.

Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος


Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2023

Çiğdem Sezer, Δύο Ποιήματα

 Όταν περάσει η Βροχή

θα φύγουμε όταν περάσει η βροχή

στην ίδια θάλασσα θα κάνουμε έρωτα

στο ίδιο όνειρο θα κολυμπήσουμε

περίμενε

να περάσει η βροχή

Είναι η βροχή της καλοσύνης

ας βρέξει

φέρνει ανοιχτές θάλασσες, και κοντινά μπλε

τί να είναι η καλοσύνη που λένε

νομίζεις;

είναι το να μπει στο σπίτι μας η βροχή

Εμείς δεν είχαμε ποτέ ένα σπίτι από βροχή

ακούς είπα “εμείς”

σαν δυο ορφανούς που χάνονται ο ένας μες’ τον άλλον

Δεν είναι και βουνό αλλά πως γκρεμίζεται

και μπαίνει στο έρημο πηγάδι μου

και μες το βαθύ σκοτάδι

μια κατάμαυρη θάλασσα διείσδυσε στο αίμα μου

μέσα μου ένας κομματιασμένος ουρανός

εγώ είμαι και μπογιά και πινέλο και καμβάς

ποίος βάφει την μνήμη στο χρώμα της θύμησης;

φωτιά είναι δίκια μου

στάχτη είναι δίκια μου

το ντουμάνι είμαι εγώ

τί είναι αυτό που καίγεται μέσα μου;

Είπα ότι το κοντινό μπλε φέρνει θάλασσες

τελειώνοντας την μοναξιά.

Μου είπε ότι αυτή που αποκαλώ ως βροχή

είναι ορφανή του ουρανού

Έσπασε το κλαδί μέσα μου

μια απ ‘ τις θάλασσες ναυάγησε στο καραβάκι μου

δεν υπάρχει βροχή

δεν υπάρχει ουρανός

μου απόμεινε μόνο

πνίγομαι σαν τα πουλιά

της καλοσύνης

Είπα θα φυσήξει άσχημα η θάλασσα.

Μου είπε όλοι είμαστε ορφανοί του κάποιου άλλου

σε ποιον θα πάμε;

Εμείς δεν είχαμε ποτέ ένα σπίτι από βροχή

ακούς είπα “εμείς”

εμείς δυο πληγές που κλείνονται ο ένας στον άλλον

*

Το Κλειδί

Έχει φορέσει τον κόσμο στην πλάτη της

από μασίφ πίκρα είναι το παλτό της

Τώρα τα μάτια της είναι ακριβώς σαν τα

πουλιά που είναι έτοιμα να πετάξουν

όταν κτυπάνε στο τοίχο ασταμάτητα

Η γυναίκα τοποθέτησε το φτερούγισμα μέσα της…

Αν ανάσαινε

θα ζεσταινόταν το κρύσταλλο της καρδιάς της

Δεν έχει υπονοούμενα

λάθος η ορθογραφία

στις αρχαιότερες ιστορίες

παλιές λέξεις στις μέσα τσέπες της

γίνονται δυο κουμπιά από τακούνια

όποτε ακουμπάνε στις παλάμες της

δεν είμαι εγώ, δεν είμαι εγώ

πριν καιρό έφυγα απ’ τα σπίτια σας

ήταν νύχτα, ήμουν μέσα μου, δεν φανερώθηκα σε κανέναν

μπήκαν-βγήκαν ζωγράφοι

καλλιγραφίστες και πολλά βιβλία

ορκίζομαι δεν άνθησα σε κανέναν

Ένας άνδρας έσπασε το κλειδί μου

ένα παιδί πήρε το κλειδί μου

και ένα κοριτσάκι με κοίταξε σαν τη παραμονή

Ορκίζομαι … Όχι εγώ αλλά τα σύννεφα άναψαν την φωτιά

τα σύννεφα που έχουν μπει από το ανοιχτό παράθυρο σαν

τις λησμονιές

Άφησαν ένα ουρανό μες την μέση του στρωμένου τραπεζιού

Μετά βροχή

μετά πουλιά

λέξεις σαν τα δέντρα

Ποιος να σωζόταν πρώτα από την πυρκαγιά;

Η γυναίκα έβγαλε το παλτό της

έμεινε σαν ένα χρυσό κλειδί από μασίφ πίκρα.


Μετάφραση:  από τα Τουρκικά: Σ.κι.Α.

Πηγή: https://www.poiein.gr/

Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2023

Nazim Hikmet - [άτιτλο]



Δεν περιγράφεται -λένε- της Σταμπούλ η δυστυχία,
η πείνα -λένε- θερίζει τον κόσμο,
το χτικιό -λένε- θεριεύει.
Μια στάλα κοριτσόπουλα -λένε-μέσα στα ερείπια, στα θεωρεία των κινηματογράφων...
Μαύρα μηνύματα έρχονται απ' τη μακρινή μου πολιτεία,
την πολιτεία με τους τίμιους, τους δουλευτάδες τους φτωχούς ανθρώπους,
την αληθινή μου Σταμπούλ,
αυτή που'ναι το σπίτι σου, αγαπημένη,
την πολιτεία που κουβαλάω πάντα
στην πλάτη μου, μέσα στο δισάκι μου,
σαν του παιδιού τον πόνο στην καρδιά μου,
σαν τ' όραμά σου στα μάτια μου
όπου κι αν με σύρουν, σ' όποια φυλακή κι αν με κλείσουν.
 
Ναζίμ Χικμέτ, Τα ποιήματα των 9-10 μ.μ.. Μτφρ.: Πέτρος Μάρκαρης, Θεμέλιο, 1983

Κυριακή 20 Αυγούστου 2023

Nazim Hikmet - Χλιαροί και παλλόμενοι



Χλιαροί και παλλόμενοι
σαν το αίμα που πηδάει από μια φλέβα
αρχίσαν να φυσάν οι άνεμοι.
Ακούω τους ανέμους
Αργοπορεί ο σφυγμός
Στις κορφές του Ουλουντζά θα χιονίσει
Και κει ψηλά οι αρκούδες
Μεγαλόπρεπες κι εξαίσιες θα κοιμούνται
Πάνου στα κόκκινα φύλλα των καστανιών.
Στην πεδιάδα γυμνώνουνται οι λεύκες.
Όπου να `ναι θα κλειστούνε τα μεταξοσκούληκα
Όπου να `ναι θα τελειώσει το χινόπωρο
Όπου να `ναι κι η γη θα ξαναμπεί
μέσα στου τοκετού τον ύπνο.
Κι εμείς θα περάσουμε ακόμη ένα χειμώνα
Ζεσταίνοντας τα χέρια μας στη φωτιά της μεγάλης οργής μας
Και της αγίας ελπίδας μας


μετφρ.: Γιάννης Ρίτσος
Μάνος Λοΐζος - Χλιαροί και παλλόμενοι

Σάββατο 5 Αυγούστου 2023

Orhan Veli Kanik - Αποχωρισμός


Στεκόμουν κι έβλεπα τη βάρκα να μακραίνει.
Δεν μπορούσα να πηδήξω στο νερό.
Είναι γλυκιά η ζωή
και δεδομένου ότι είμαι άντρας,
δεν μπορούσα ούτε να κλάψω.
Ορχάν Βελί Κανίκ ("Ο δρόμος μου είναι πλατεία")
[μετάφραση: Μ.Παπαντωνόπουλος, Γ. Μπλάνας]

Τετάρτη 26 Ιουλίου 2023

Orhan Veli Kanik - Ποιήματα

 ΕΓΩ Ο ΟΡΧΑΝ ΒΕΛΗ

Εγώ ο Orhan Veli,
διάσημος δημιουργός του ποιήματος
«Αναπαύου εν ειρήνη, Suleyman Effendi»,
άκουσα πως αδημονείτε
να μάθετε όσα περισσότερα μπορείτε
για την προσωπική ζωή μου.
Λοιπόν, ακούστε: πρώτα-πρώτα,
είμαι άνθρωπος κι αυτό σημαίνει
πως δεν είμαι ζώο τσίρκου ή κάτι τέτοιο.
Έχω μύτη και αυτιά
αν και όχι ιδιαίτερα γερά.
Ζω σε σπίτι
και δουλεύω.
Δεν φτάνω ως τον ουρανό
ούτε κουβαλάω στις πλάτες
καμιά μεγάλη προφητεία.
Δεν είμαι ευγενικός
σαν τον Γεώργιο της Αγγλίας,
ούτε αριστοκρατικός όπως ο τωρινός
σταβλάρχης του Celal Bayar.
Μου αρέσει το σπανάκι
Τρελαίνομαι για τα τυροπιττάκια.
Δεν πολυασχολούμαι
με τα οικονομικά.
Στην πραγματικότητα καθόλου.
Οι καλύτεροί μου φίλοι
είναι ο Oktay Rifat και ο Melih Cevdet.
Βεβαίως έχω μια σχέση
και μάλιστα πολύ σοβαρή
αλλά δεν μπορώ νʼ αποκαλύψω τʼ όνομά της.
Ας το βρούνε οι κριτικοί.
Συνήθως με απασχολούν
πράγματα ασήμαντα, αλλά μόνο
στα μεσοδιαστήματα
των σοβαρών ενασχολήσεών μου.
Δεν ξέρω τι άλλο να προσθέσω.
Ίσως έχω επιπλέον κάποιες χιλιάδες
συνήθειες, μα σε τι θα ωφελούσε
η ακριβής καταγραφή τους;
Μοιάζουν τόσο πολύ με τις άλλες
και τόσο πολύ μεταξύ τους.

ΠΟΣΟΤΙΚΟ
Με τρελαίνουν οι όμορφες γυναίκες
το ίδιο κι οι εργατικές.
Όμως οι όμορφες εργατικές γυναίκες
με ξετρελαίνουν στην κυριολεξία.

ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΜΟΥ
Αν υπήρχαν κι άλλα δέντρα
στη γειτονιά μας, προφανώς θα σʼ αγαπούσα
λίγο πιο λίγο.
Όμως αν ήξερες κουτσό θα σʼ αγαπούσα
πολύ πιο πολύ.
Όμορφο δέντρο μου,
ελπίζω όταν πεθάνεις
να έχουμε πάει σε άλλη γειτονιά.

Ο ΛΟΦΟΣ
Στην άλλη ζωή, αν όταν κλείνουν
τα εργοστάσια, το απόγευμα,
ο δρόμος για το σπίτι
δεν έχει
τόση λασπουριά,
ο θάνατος
δε θα ʼναι
ούτε κατά διάνοια
τρομαχτικός.

ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ
Θα πεθάνω χωρίς νʼ αφήσω πίσω μου εξηγήσεις.
Μόνο μια σταγόνα αίμα
στην άκρη των χειλιών μου.
Όσοι δεν με γνώριζαν θα πουν:
«Ερωτική απογοήτευση, το δίχως άλλο!»
Όσοι με γνώριζαν:
«Λυτρώθηκε απʼ τη φτώχεια
κι από τα βάσανά του!»
Η αλήθεια θα βρίσκεται, όπως πάντα,
αλλού.

ΟΝΕΙΡΟ
Χθες το βράδυ ονειρεύτηκα
πως πέθανε η μητέρα μου.
Ξύπνησα κλαίγοντας.
Θυμήθηκα εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό,
που κρατούσα ένα μπαλόνι
και ξαφνικά μου έφυγε απʼ τα χέρια
κι εγώ έμεινα εκεί,
να το κοιτάζω νʼ ανεβαίνει αργά στον ουρανό
και να κλαίω.

ΔΕΝΤΡΟ
Πέταξα μια πέτρα στο δέντρο.
Δεν το χτύπησα.
Δεν χτύπησα τίποτε.
Το δέντρο έφαγε την πέτρα μου.
Το δέντρο έφαγε την πέτρα μου.
Θέλω την πέτρα μου.

Σʼ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΘΕΕ ΜΟΥ
Κάποιος είναι στο σπίτι.
Σʼ ευχαριστώ, Θεέ μου!
Ακούω ανάσες.
Ακούω βήματα.
Σʼ ευχαριστώ, Θεέ μου!.

ΕΤΣΙ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ
Το σπίτι είχε ένα σκύλο
πολύ μαλλιαρό.
Τον φώναζαν Chinchon
και πέθανε.
Το σπίτι είχε και μια γάτα, την Mavish
και χάθηκε.
Το κορίτσι του σπιτιού παντρεύτηκε.
Έγιναν τόσα γλυκόπικρα πράγματα
τη χρονιά που πέρασε.
Ναι, τόσα και τόσα.
Μα τι να κάνεις; Έτσι είναι!
Έτσι είναι πάντα η ζωή!

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ I
Απʼ το παράθυρό του,
έβλεπε τις στέγες των άλλων σπιτιών
και στο βάθος το λιμάνι.
Τις Κυριακές χτυπούσαν οι καμπάνες.
Ασταμάτητα.
Τα βράδια, μες στον ύπνο του,
άκουγε το σφύριγμα του τρένου.
Πάντα στις μία ακριβώς.
Με τον καιρό, ερωτεύτηκε ένα κορίτσι
που έμενε στην άκρη του δρόμου.
Παρόλα αυτά,
έφυγε και πήγε σ άλλη πόλη.

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ II
Τώρα δεν βλέπει δέντρα
απʼ το παράθυρό του.
Βρέχει ασταμάτητα
όλη τη μέρα πάνω από το κανάλι.
Το φεγγάρι συνεχίζει να βγαίνει τα βράδια
και στην πλατεία, κάθε Τρίτη,
έχει Λαϊκή.
Όμως αυτός,
θες η εξορία, θες τα λεφτά,
θες ένα γράμμα,
σκέφτεται πάντα κάτι άλλο.

ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΟΝ OKTAY

I.
Άγκυρα, 12/8/37
9 μ.μ.
Γράφω το πρώτο γράμμα
αυτού του τρομερού χειμώνα
σʼ ένα Ουγγρικό εστιατόριο.
Καλέ μου Oktay,
όλης της νύχτας οι μπεκρήδες
σε χαιρετούν.

II.
Άγκυρα, 12/10/37
2:30 μ.μ.
Αυτή τη στιγμή βρέχει ακατάσχετα έξω
και τα σύννεφα σκορπίζουν στον καθρέφτη.
Τον τελευταίο καιρό,
ο Melih κι εγώ είμαστε ερωτευμένοι με το ίδιο κορίτσι.

III.
Άγκυρα, 1/1/38
10 π.μ.
Τέρμα τα λεφτά.
Ψάχνω για δουλειά.
Δε γίνεται τίποτε.
Αν δεν ήμουν ερωτευμένος,
ίσως να μην περίμενα τη μέρα
που θα μου δοθεί η ευκαιρία να πεθάνω
για χάρη της ανθρωπότητας.

ΕΠΙΤΑΦΕΙΟ
Οι κάλοι του τον πέθαιναν μια ολόκληρη ζωή.
Ακόμη κι η ασχήμια του
ποτέ δεν τον ενόχλησε έτσι.
Αν όμως δεν τον στένευε εκείνο το παπούτσι,
δεν πρόκειται να έπιανε τʼ όνομα του Θεού
στο στόμα του. Άλλη αμαρτία δεν είχε.
Αναπαύου εν ειρήνη, Suleyman Effendi!

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ
Μα, πού πήγαν τα μάτια μου;
Τα πήρε ο Διάολος, δεν βρήκε
να τα πουλήσει και τα επέστρεψε.
Πού πήγαν τα μάτια μου, ρε;

ΤΟ ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΜΟΥ ΧΕΡΙ
Μέθυσα
και σε σκεπτόμουν,
αριστερό μου χέρι,
άβολο χέρι μου,
φτωχό μου χέρι.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Κάλλιστα θα μπορούσα
να είμαι ένα χρυσόψαρο
μες στο μπουκάλι
του κρασιού.

ΕΠΙΤΑΦΕΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
To «Να ζει κανείς ή να μη ζει»
δεν τον απασχολούσε.
Ένα βράδυ, έπεσε για ύπνο
και δεν ξύπνησε ποτέ.
Ήρθαν, τον πήραν, τον έπλυναν,
τον διάβασαν, τον έθαψαν.
Αν μάθαιναν οι πιστωτές το θάνατό του,
θα έσβηναν οπωσδήποτε τα χρέη του.
Όσο γιʼ αυτά που του χρωστούσαν…
Ποιος να χρωστάει και τι, σʼ ένα φτωχό;

ΕΠΙΤΑΦΕΙΟ ΤΡΙΤΟ
Έβαλαν το τουφέκι του στο ντουλάπι.
Έδωσαν τον ιματισμό του σε κάποιον άλλον.
Τώρα πια, ούτε ψίχουλα στο γυλιό του,
ούτε σημάδια χειλιών στην καραβάνα του.
Μόνο ένας άνεμος που φυσάει,
όλο φυσάει και δε φέρνει
τʼ όνομά του, ούτε όνομα άλλο κανένα.
Τώρα, μονάχα εκείνο το δίστιχο που χάραξε
πάνω απʼ το τζάκι του καφενείου:
«Δώρο Θεού ο θάνατος
που δε χωρίζει αγάπη!»

ΠΕΡΙ ΜΟΥΣΤΑΡΔΑΣ
Τι ανόητος που ήμουν!
Τόσος καιρός
και να μην καταλάβω
την κοινωνική
σημασία
της μουστάρδας!
«Κανείς δεν μπορεί
να ζήσει
χωρίς μουστάρδα»,
έλεγε και ξανάλεγε ο Abidin
σʼ αυτούς που ασχολούνται
με την ουσία των πραγμάτων.
Όχι πως είναι σοβαρό,
αλλά ας δώσει ο Θεός
να μη τη στερηθούμε!

ΑΥΤΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΡΕΛΑΙΝΕΙ ΑΝΘΡΩΠΟ
Τι μεσάνυχτα κι αυτά! Πώς σωπαίνουν
οι λόφοι φεγγαρόλουστοι. Τι άρωμα!
Και ξαφνικά, τα δέντρα ανθίζουν!

ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΛΕΝΕ ΨΕΜΑΤΑ
Μην ακούς, παλτό μου, μην ακούς
τι λένε τα πουλιά.
Εσύ είσαι ο καλός ο σύμβουλός μου.
Μην ακούς! Τα πουλιά
κάθε Άνοιξη λένε το ίδιο ψέμα.
Μην τʼ ακούς, παλτό μου, αγνόησέ τα!

Η ΓΟΡΓΟΝΑ
Σαν να ʼχε βγει απʼ τη θάλασσα εκείνη τη στιγμή,
θάλασσα χείλη και μαλλιά μοσχοβολούσαν,
ως το πρωί, κυμάτιζαν μια θάλασσα τα στήθη.
Ήξερα πως ήτανε φτωχή,
μα δεν μπορείς να κουβεντιάζεις
συνέχεια για τη φτώχεια.
Τραγούδια αγάπης μου ψιθύριζε στο αυτί.
Ποιος ξέρει τι έμαθε,
τι πέρασε μια ολόκληρη ζωή
παλεύοντας τη θάλασσα,
μπαλώνοντας και ρίχνοντας,
μαζεύοντας τα δίχτυα,
για να τσιμπούν τα της χέρια
τα χέρια μου σαν ψάρια.
Τη νύχτα εκείνη γνώρισα,
μέσα στα δυο της μάτια,
πώς ανατέλλει η τρικυμία στα βαθιά.
Μου έμαθαν κύμα τα μαλλιά της
και πνίγηκα στη θύελλα των ονείρων.

ΤΟ ΚΟΥΔΟΥΝΙ
Εμείς, οι υπάλληλοι του δημοσίου,
εννέα, δώδεκα και πέντε ακριβώς,
υπάρχουμε ανάμεσά σας,
βαδίζουμε στους ίδιους δρόμους.
Έτσι μας έφτιαξε ο Πανάγαθος Θεός.
Να περιμένουμε ένα κουδούνι
στο τέλος κάθε μέρας
και μιαν επιταγή
στο τέλος κάθε μήνα.

ΠΟΙΗΜΑ ΜΕ ΟΥΡΑ
Δεν πρόκειται νʼ ανταμωθούμε.
Οι δρόμοι μας δεν τέμνονται.
Εσύ ανήκεις στο χασάπη
κι εγώ είμαι αλητόγατος.
Τρως από τσίγκινη ταΐστρα
κι εγώ απʼ του λιονταριού το στόμα.
Ονειρεύεσαι αγάπες κι ονειρεύομαι κοκάλες.
Όμως, δεν πήρες, φίλε μου, το δρόμο τον καλό.
Για πόσο ακόμη θα κουνάς
τη δύστυχη ουρά σου,
κάθε που φέρνει φωτεινή τη μέρα ο Θεός;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Όλο για πείνα μιλάς·
άρα είσαι κομμουνιστής!
Γιʼ αυτό έκαψες τα σπίτια.
Εκείνο στην Ινσταμπούλ
και το άλλο, στην Άγκυρα…
Είσαι γουρούνι!

ΠΟΙΗΜΑ ΜΕ ΨΥΛΛΟΥΣ
Τι φασαρία είναι αυτή;
Δεν είναι ο κόσμος όπως είχες φανταστεί.
Λέμε τα προβλήματά μας σʼ όποιον να ʼναι
κι αυτοί αν δεν ακούσουν όπλα δεν ξυπνάνε.
Άλλοι είναι σοβαρά απασχολημένοι
κι άλλοι ρακένδυτοι και ξεπαπουτσωμένοι.
Όλοι έχουνε το στόμα, τη μύτη και τʼ αυτιά τους,
αλλά οι περισσότεροι τρέμουν και τη σκιά τους.
Κάποιοι αφήνουν στον Προφήτη
την ψυχή τους
και κάποιοι καμαρώνουνε
μεσʼ στο χρυσό κλουβί τους.
Άλλοι εκπονούν τʼ απομνημονεύματά τους
κι άλλοι χρωστάνε περιουσίες στο μάγειρά τους.
Αυτοί έχουν όπλο το σπαθί
κι εκείνοι τη γραμματική.
Τέλος, κάποιοι πίνουν και πηδάνε
όλη νύχτα κι όμως μια χαρά ξυπνάνε.
Κάπως έτσι η όλη φάση έχει γίνει:
ο ελέφαντας τον ψύλλο καταπίνει.
Σʼ ένα σπίτι αν κατοικούν
εφτά νομάτοι
αρκεί ένα ποντίκι,
να μη μπορούν να κλείσουν μάτι.
Για να μην πολυλογούμε,
είναι κάπως μπερδεμένο:
Ο πλούσιος το φτωχό
πάντα τον έχει στριμωγμένο.
Γράψαμε ένα γράμμα στο Θεό,
μα χάθηκε μεσʼ στο σκουπιδαριό.

ΨΑΡΑΔΕΣ
Οι ψαράδες μας
δεν τραγουδάνε όλοι μαζί,
όπως στα βιβλία.

ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΟΥ ΚΟΡΙΤΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΡΑΦΤΗ
Ονειρεύεται έναν γαμπρό γερό σαν ταύρο,
με αποδοχές της τάξεως των 100 λιρών.
Παντρεύονται και φεύγουν για την πόλη.
Τα γράμματα έρχονται στη διεύθυνσή της:
Συνοικισμός «Το Όνειρο», Ισόγειο.
Το διαμέρισμα είναι σαν κουτί.
Δεν ξενοπλένει πια
ούτε καθαρίζει τζάμια.
Όσο για τα πιάτα,
αυτά, βέβαια, της ανήκουν.
Τα παιδιά τους ανθίζουν σαν λουλούδια.
Πήραν κι ένα μεταχειρισμένο αμάξι.
Τα πηγαίνει στο Kizilay Park κάθε πρωί
κι ο μικρός Yilmaz παίζει στην άμμο
όπως όλου του κόσμου τα παιδιά.
Το καλύτερο όνειρο του ράφτη
είναι ένα λουτρό.
Βρίσκεται ξαπλωμένος στις μαρμάρινες πλάκες.
Οι υπάλληλοι στέκονται στη σειρά.
Ο ένας του ρίχνει νερό
κι ο άλλος τον σαπουνίζει.
Ο τρίτος περιμένει κρατώντας το σφουγγάρι.
Καθώς μπαίνουν μέσα οι επόμενοι πελάτες,
ο ράφτης αποχωρεί,
σαν αγνό παρθένο μπαμπάκι.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ALI RIZA ΚΑΙ ΤΟΥ AHMED
Τι παράξενη ιστορία κι αυτή!
Ο Ali Riza και ο Ahmed!
Ο ένας ζει στο χωριό
κι ο άλλος στην πόλη.
Κάθε πρωί,
ο Ali Riza πηγαίνει
απʼ το χωριό στην πόλη
κι ο Ahmed
από την πόλη
στο χωριό.

MAHMUD, Ο ΤΕΜΠΕΛΗΣ
Δουλεύω και παραδουλεύω: βάφω
τον ουρανό πρωί-πρωί,
την ώρα που κοιμάστε.
Ξυπνάτε και τον βλέπετε γαλάζιο.
Η θάλασσα ξηλώνεται συχνά.
Ποιος νομίζετε την ράβει;
Ύστερα χαζεύω λίγο, από δω και από κει.
Κι αυτό δουλειά μου είναι.
Σκέφτομαι ένα κεφάλι μεσʼ στο κεφάλι μου.
Σκέφτομαι ένα στομάχι μεσʼ στο στομάχι μου.
Σκέφτομαι ένα πόδι μεσʼ στο πόδι μου.
Δεν ξέρω τι διάολο άλλο να κάνω.

ΤΟ ΚΥΜΑ

Ι.
Αν κάτσω, μπορώ να σκεφτώ
πώς θα ήμουν πραγματικά ευτυχισμένος:
δε χρειάζομαι μολύβι και χαρτί,
μόνο ένα τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλά μου.
Μπαίνω στο γαλάζιο
του πίνακα που κρέμεται στον τοίχο.
Μπαίνω. Η θάλασσα με παίρνει,
με τραβάει, με παγιδεύει ο κόσμος.
Πλανιέται κάτι στον αέρα
που μοιάζει με αλκοόλ.
Με τρελαίνει, με συνθλίβει.
Μπορώ νʼ αναγνωρίσω ένα ψέμα όταν το δω.
Είναι ψέμα πως έγινα βάρκα.
Το κρύο νερό στα πλευρά μου είναι ψέμα,
ψέμα ο άνεμος στο φάρο
κι η βενζινάκατος που αγκομαχάει
τις τελευταίες βδομάδες…
Τέλος πάντων,
μπορώ ακόμη νʼ απολαύσω,
να περάσω μερικές όμορφες μέρες
σʼ αυτό το γαλάζιο,
σαν καρπουζόφλουδα που πλέει στο νερό,
σαν αντανάκλαση ενός δέντρου στον ουρανό,
σαν την πρωινή ομίχλη που τυλίγει τις δαμασκηνιές,
σαν την ομίχλη, το πούσι, την αγάπη, τʼ αρώματα…

II.
Ούτε μολύβι ούτε χαρτί
μπορούν να μου χαρίσουν
την ευτυχία. Το ξαναλέω,
είναι βλακεία
που δεν έγινα καράβι.
Πρέπει να βρίσκομαι συνέχεια
κάπου συγκεκριμένα
κι όχι σαν καρπουζόφλουδα
ούτε σαν φως, ομίχλη, η πούσι…
Σαν άνθρωπος οφείλω να υπάρχω.

«LULU, MY LULU»
Θα ήθελα να είχα φίλους νέγρους
με άγνωστα, περίεργα ονόματα και να σαλπάρω
μαζί τους από τη Μαδαγασκάρη
για της Κίνας τα λιμάνια.
Θα ήθελα να στέκω στο κατάστρωμα μαζί τους
και να κοιτώ τʼ αστέρια, τραγουδώντας
«Lulu, my Lulu» κάθε βράδυ.
Εύχομαι να συναντήσω
κανέναν τέτοιο
στο Παρίσι
κάποια μέρα.

ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ
Στεκόμουν κι έβλεπα τη βάρκα να μακραίνει.
Δεν μπορούσα να πηδήξω στο νερό. Είναι γλυκιά η ζωή
και δεδομένου ότι είμαι άντρας, δεν μπορούσα ούτε να κλάψω.

ΠΑΝΕ ΤΑ ΝΙΑΤΑ ΜΟΥ
Που πήγε εκείνη η παλιά μελαγχολία
κι αυτό το μέσα κλάμα,
που τραγουδούσε χίμαιρες, πού πήγε;
Τώρα είμαι, απλά, ο θόρυβος που υπάρχω.
Σήμερα σε μια γιορτή, αύριο στο σινεμά,
κι αν βαρεθώ, στο καφενείο.
Κι αν βαρεθώ να βαρεθώ, στο πάρκο.
Εξωραΐζω τον έρωτά μου με ποιήματα.
Πηγαίνουμε εκδρομές:
μια συλλογή στα γόνατά μας
χορεύει σαν παιδί. Πού πήγε;
Πού πήγε εκείνη η παλιά μελαγχολία;

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ
Δεν ξέρουν τίποτε.
Όσοι δεν έζησαν μονάχοι,
δεν ξέρουν πως παγώνει η σιωπή,
πώς είναι νʼ ανοίγεις κουβέντα
ολομόναχος, να βγαίνεις
στον καθρέφτη αργά τη νύχτα,
διψασμένος για…ψυχές.
Δεν ξέρουν τίποτε.

ΑΠΛΑ
Αν τελειώσει αυτή η μάχη
και δεν ξαναπεινάσω
και δεν ξανακουραστώ
και δεν ξανακατουρήσω
και δεν ξανακοιμηθώ,
πείτε,
απλά:
«Μπαμ
και κάτω!»

ΠΟΙΗΜΑ ΑΣΤΡΑΦΤΕΡΟ
Ο ήλιος με ξύπνησε ένα πρωί
κι έγινα φύλλα και πουλιά.
Άστραφτα μεσʼ στην ανοιξιάτικη δροσιά.
Έγινα φύλλα και πουλιά.
Τα χέρια μου, τα πόδια μου
φτερούγιζαν, ανθοκοπούσαν.
Έγινα φύλλα και πουλιά.
Πουλιά
και φύλλα.

ΟΛΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ
Όλα δικά σας, φίλοι μου,
όλα δικά σας.
Η νύχτα και η μέρα,
ο ήλιος, το φεγγάρι,
τα φύλλα
στο φως του φεγγαριού,
οι πίκρες που είναι σαν τα φύλλα
και οι σκέψεις που σαλεύουν σαν τα φύλλα.
Όλης της γης το πράσινο κάτω απʼ τον ήλιο,
κίτρινο το φθινόπωρο – και τα γαρίφαλα επίσης.
Ένα χέρι που αγγίζει
το σώμα.
Η ζεστασιά,
η θαλπωρή,
να γέρνεις μαζί.
Δικοί σας οι χαιρετισμοί,
τα κατάρτια που χορεύουν στο λιμάνι,
τα ονόματα των ημερών
και των μηνών.
Δικές σας οι βαμμένες βάρκες,
τα πόδια του ταχυδρόμου,
τα χέρια του ο ράφτη.
Δικές σας οι σφαίρες που έπεσαν απʼ έξω,
τα νεκροταφεία,
οι τάφοι,
οι φυλακές, οι χειροπέδες, οι κρεμάλες…
Όλα δικά σας, φίλοι μου,
όλα δικά σας.

galatabrieg.jpg

Η ΓΕΦΥΡΑ ΤΟΥ ΓΑΛΑΤΑ
Γέρνω στην κουπαστή
της γέφυρας και σας απολαμβάνω.
Άλλοι τραβάτε κουπί μουρμουρίζοντας,
κι άλλοι μαζεύετε όστρακα στις σημαδούρες.
Κάποιοι κρατάτε το τιμόνι στις μαούνες
και κάποιοι μαϊνάρετε τα παλαμάρια.
Μερικοί πετάτε σαν πουλιά – και ποιητές –
και μερικοί αχνοφέγγετε σαν ψάρια στο νερό.
Αυτοί λικνίζεστε σαν βάρκες κι εκείνοι σαν φελλοί.
Άλλοι είστε σύννεφα και άλλοι
ατμόπλοια που τρυπώνουν, με σβησμένες μηχανές,
κάτω απʼ τη γέφυρα, σαν κωλοπαίδια.
Κάποιοι φυσάτε και ξεφυσάτε σαν μπουρούδες
και κάποιοι απλώνεστε σαν την καπνιά.
Όμως όλοι ανεξαιρέτως, δίνετε τη μάχη της ζωής.
Μα, είμαι ο μόνος ηδονιστής ανάμεσά σας;
Δεν πειράζει. Κάποια μέρα
θα γράψω ένα ποίημα για σας,
θα πιάσω μερικά λεφτά
και θα κερδίσω επιτέλους το ψωμί μου.

ΤΟΠΙΑ
Το φεγγάρι ξεπροβάλει από τη στέγη
του τελευταίου σπιτιού.
Ο δρόμος ξυπνάει και μουρμουρίζει νύχτα.
Έβαλε ψύχρα
κι από πέρα καταφτάνει
η θάλασσα αρωματισμένη…
Πάντως, στα τοπία τα καταφέρνω!

ΤΟΠΙΟ
Σπίτια, μάντρες, μαγαζιά.
Κάρβουνο.
Καζάνια.
Θάλασσα.
Βενζινάκατοι, ατμόπλοια, μαούνες.

Ο ΟΔΗΓΟΣ ΤΟΥ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟΥ
Κοιτάζει πάντα μπροστά.
Δεν καπνίζει.
Έχει χαθεί
από καιρό.

ΠΑΡΕΛΑΣΗ ΕΡΩΤΩΝ
Η πρώτη ήταν εκείνο το λεπτό, κοκαλιάρικο κορίτσι…
Μου φαίνεται πως τώρα είναι παντρεμένη με κάποιον έμπορο.
Αναρωτιέμαι αν πάχυνε καθόλου.
Ακόμη καίγομαι για να την ξαναδώ.
Δεν είναι εύκολο πράγμα η πρώτη αγάπη.
[………………………] ανεβαίνει
[…………………….] στεκόμαστε στη μέση του δρόμου
[……………………..] ακόμη κι αν
[………..] γεμίσαμε τους τοίχους με τα ονόματά μας,
[………………………] στη φωτιά.
Η Τρίτη ήταν η Δις Munevver,
μεγαλύτερη από μένα.
Της έγραφα και πέταγα
τα γράμματα στον κήπο της.
Τα διάβαζε και έσκαγε απʼ τα γέλια.
Τα θυμάμαι ακόμη
και ντρέπομαι, σαν να ʼταν τώρα.
Η τέταρτη ήταν άγρια.
Μου έλεγε προστυχιές.
Μια μέρα γδύθηκε μπροστά μου.
Τα χρόνια πέρασαν,
μα δεν μπορώ να την ξεχάσω.
Κατοίκησε πολύ βαθιά τα όνειρά μου.

Ας προσπεράσουμε την Πέμπτη
κι ας έρθουμε στην έκτη.
την έλεγαν Nurunnisa.
Όμορφη,
μελαχρινή μου,
αγάπη μου, λατρεία μου,
Nurunnisa!
Η έβδομη ήταν η Aliye, αστή από καταγωγή,
μα δεν την εκτιμούσα.
Όπως όλες οι αστές,
ασχολιόταν συνεχώς με γούνες και σκουλαρίκια.
Η όγδοη ήταν πάνω κάτω τα ίδια σκατά.
Εμπιστεύεσαι τη γυναίκα ενός άλλου,
μα όταν θελήσεις να φτάσεις ως το τέλος,
αρχίζουνε τα ψέματα και οι καυγάδες.
Το ψέμα είχε γίνει δεύτερη φύση της.
Την ένατη την έλεγαν Ayten.
Χόρευε το χορό της κοιλιάς σε κάποιο μπαρ.
Όσο εργαζόταν ήταν σκλάβα του καθένα,
μα μόλις τέλειωνε, μπορούσε
να κοιμηθεί με όποιον της άρεσε.
Η δέκατη φάνηκε έξυπνη
και με παράτησε.
Δεν έκανε άσχημα.
Ο έρωτας είναι δουλειά για πλούσιους,
τεμπέληδες κι ανέργους.
Αν δυο καρδιές αγαπηθούν
ο κόσμος μοιάζει ωραίος κι αληθινός.
Αλλά δυο σώματα γυμνά
ανήκουν στην μπανιέρα.
Η δωδέκατη έκανε καριέρα.
Τι άλλο να έκανε;
Ήταν φτιαγμένη για άντρα σαδιστή.
Την έλεγαν Luxandra.
Τα βράδια ερχόταν στο δωμάτιό μου
κι έμενε μέχρι το πρωί.
Έπινε κονιάκ και μεθούσε.
Ξυπνούσε απʼ τʼ άγρια χαράματα
κι έφευγε για τη δουλειά.
Ας έρθουμε τώρα στην τελευταία.
Έπεσα πάνω της
σαν να μην είχα αγαπήσει άλλη γυναίκα.
Δεν ήταν μόνο θηλυκό. Ήταν προσωπικότητα.
Τέρμα οι βλακείες με τις ευγένειες,
το επίπεδο ζωής, την απληστία
και τα διαμαντικά.
«Αν είμαστε ελεύθεροι» μου είπε.
«Αν είμαστε το ίδιο» της είπα.
Ήξερε νʼ αγαπάει
και ήξερε να ζει.

[Το ποίημα βρέθηκε ημιτελές, μετά το θάνατό του, τυλιγμένο σε μιαν οδοντόβουρτσα.]


Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας
Πηγή: ΠΟΙΕΙΝ