Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Pasolini Pier Paolo. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Pasolini Pier Paolo. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2023

Pier Paolo Pasolini - Οι στάχτες του Γκράμσι


1.

Δεν είναι του Μάη τέτοιος αέρας, ρυπαρός
που κάνει πιο σκοτεινό ακόμη
τον σκοτεινό ξένο κήπο: αυτός

που με τυφλές ξαστεριές τον θαμπώνει…
σαλιάρης, κιτρινωπός ο ουρανός απʼ τις σοφίτες
σκεπάζει τις καμπύλες του Τίβερη, ζυγώνει

στις σκουρογάλαζες του Λάτσιο βουνοκορφές.
Νεκρική στάζει μια ειρήνη, ψυχρή
και ξένη απʼ των γηραιών τοίχων τις οπές

ο Μάης. Εδώ ο κόσμος τελειώνει: σκληρή
η περασμένη δεκαετία∙ προβάλλει απʼ τα συντρίμμια
η άδολη ανάγκη της ζωής. Η σιωπή στείρα και υγρή.

Νέος, εσύ, σʼ εκείνου του Μάη τη ζέση, που η γύμνια
φώτιζε… τότε που το λάθος ήταν σημάδι ζωής
ακόμη, εσύ, με το λεπτό σου χέρι και διόλου ίδια

με τον πατέρα (λιγότερο άμυαλος και πιο υγιής)
σχεδίαζες το περίγραμμα της ιδεολογίας που ξυπνάει
(όχι, όμως, για εμάς •νεκρός εσύ, κι εμείς

νεκροί μαζί σου ∙στον υγρό ξένο κήπο δεν περνάει
κανείς) αυτή τη σιωπή. Δεν μπορείς παρά εξόριστος
να αράξεις στον τόπο αυτό: πατρικία η πλήξη σου μιλάει.

Μαραμένο και μόνο σε πλησιάζει (εσύ βουβός)
ένα χτύπημα αμονιού απʼ του Τεστάτσιο τα συνεργεία.
Δειλινό. Στα θλιβερά υπόστεγα τενεκεδόκουτα, χαμολαός,

παλιατσαρία. Ένα παιδί, μουρμουρίζοντας
του τόπου του μια γνωστή μελωδία,
κλείνει τη μέρα του. Ορίζοντας.

Τριγύρω σταματά να βρέχει.

`

2.

Δύο κόσμοι κι ανάμεσα: μια περίπου
ανακωχή. Επιλογές, αφοσιώσεις• οσμή
δεν έχουν άλλη από αυτήν του άθλιου κήπου

του αριστοκρατικού. Επίμονη πλάνη: σχισμή
μεταξύ ζωής και θανάτου. Στο χείλος
των σαρκοφάγων επιδεικνύουν τη στιγμή,

το υπόλοιπο μιας κοσμικής μοίρας συντόμως
χαραγμένης σʼ αυτές τις γκρίζες πέτρες, τις επιβλητικές.
Πάθη ξέφρενα έκαψαν το κόκκαλο των ισχυρών ώς

το μεδούλι. Βουϊζουν ειρωνείες ανέξοδες, πικρές,
σώματα παιδεραστών κι αρχόντων αποτεφρωμένα,
αλλά ποτέ εξαγνισμένα, σε τεφροδόχους κοινές.

Εδώ η σιωπή του θανάτου γίνεται ένα
με την πολιτική σιωπή ανθρώπων που
έμειναν άνθρωποι και με την πλήξη που ολοένα

αλλάζει μοιάζοντας στην πλατεία του κοιμητηρίου. Ιδού:
η πόλη ασυγκίνητη τη διώχνει σε χαμόσπιτα κι εκκλησίες
ανευλαβής μες στην ευλάβειά της –κι αλλού

χάνει τη λάμψη της. Η γη: οπωροφόρα δένδρα κι αγριάδες,
κυπαρίσσια •και μια μαύρη υγρασία λεκιάζει τα ντουβάρια
που τα ξεπλένουν έπειτα μυρωδιές από φύκια συστάδες.

Η χλόη φτωχειά κι άοσμη∙ τα βράδια
βυθίζεται μενεξεδένια μέσα της η ατμόσφαιρα
με ένα ρίγος από μέντα ή σάπιο σανό: άδεια

κι ήρεμη (από μια θλίψη πρωινή) προαναγγέλλει τη νύχτα η μέρα.
Ακατέργαστο κι αιώνιο ανάμεσα σε τούτα τα ντουβάρια
το χώμα στο οποίο στάζει άλλο ∙ μια άλλη υγρασία •και παραπέρα

ακούγονται πάλι –οικείες από γεωγραφικά πλάτη και φανάρια,
εκεί όπου τα αγγλικά άλση περικυκλώνουν λίμνες
χαμένες βαθιά μέσα στον ουρανό, μακάρια

λιβάδια που μοιάζουν με φωσφορικά σφαιριστήρια
ή με σμαράγδια: «And O ye Fountains…» – οι ευλαβείς επικλήσεις…

`

3.

Ένα κόκκινο μαντήλι, όμοιο με εκείνο
που έδεναν στο σβέρκο τους οι παρτιζάνοι.
Και πιο εκεί, στην τεφροδόχο, στην ωχρή γη, αφημένο

αλλιώς κόκκινο ένα γεράνι. Εσύ στέκεσαι
εδώ, εξόριστος, με χάρη αμείλικτη
καθόλου χριστιανική. Δίπλα σου οι άλλοι

νεκροί: Οι στάχτες του Γκράμσι… Ανεπίλυτη
δυσπιστία κι ελπίδα στο μεταξύ. Σε πλησιάζω:
κάτω απ΄ των δέντρων τον ίσκιο έτυχε, σε μια λιτή

λωρίδα γης, να βρίσκεται το πνεύμα σου το αναπαυμένο. Εικάζω
πως είναι και κάτι άλλο, πιο εκστατικό ή και πιο ταπεινό∙ μπορεί
μεθυστική συνύπαρξη θανάτου κι έρωτα. Κι από ετούτη

τη χώρα, που δεν σου ανέκοψε την ορμή,
νιώθω (στην αταραξία τούτων των τάφων) την αδικία και
(στην ακούραστη μοίρα μας) την πρόνοια: οι καιροί

σου υπαγόρευσαν τις καλύτερες σελίδες λίγο πριν
από τη δολοφονία. Ιδού ο σπόρος –τον επιβεβαιώνεις–
που δεν κατάπιε ακόμη η αρχαία κυριαρχία: των

νεκρών την ύπαρξη τη δέσμια, υπόλοιπο σκόνης
κραταιής, σε μια περιουσία που ξερνά την απέχθεια
και το μεγαλείο της στους αιώνες. Της έσχατης στιγμής

μάρτυρας ένα δαιμονισμένο τρέμουλο αμονιού που σιωπά
στραγγαλισμένο, από ύπουλη ανέχεια.
Κι εγώ εδώ, φτωχός, ντυμένος κουρέλια και ξέφτια

από εκείνα που οι φτωχοί γλυκοκοιτάζουν στις βιτρίνες. Τη βρωμιά
απομακρύνοντας των πιο έρημων δρόμων,
των καθισμάτων στα τραμ, που ξαφνιάζουν τη μέρα μου, αλλά:

σπάνια πια∙ μες στο αδιάκοπο πλέον
μαρτύριο της επιβίωσης. Κι αν τύχει τον κόσμο να αγαπήσω
θα ʼναι με έναν έρωτα σαρκικό, βίαιο και τρυφερό, μοιραίο

που έφηβος μισούσα, γιατί έκρυβε την αστή σκιά μου πίσω
από μένα τον αστό. Διχασμένος τώρα ο κόσμος, μαζί
με σένα, δεν αξίζει περιφρόνηση και μίσος

η μεριά που βλέπει προς την εξουσία; Ζει
κανείς και χωρίς τη δική σου αδιαλλαξία
όταν δεν επιλέγει. Στην αυλαία ανθίζει

της μεταπολεμικής δύσης μια νέα ιστορία:
Ζω αγαπώντας τον κόσμο που μισώ ∙ στη δική του
μιζέρια υπερόπτης και σπαταλημένος –για μία

ζοφερή διαστροφή της συνείδησης…



Pier Paolo Pasolini, Οι στάχτες του Γκράμσι, Οροπέδιο, 2016 (μετφρ: Ελένη Κοσμά)


Πηγή: ΠΟΙΕΙΝ


Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2023

Pier Paolo Pasolini - [απόσπασμα]



Είμαι ένας άνθρωπος από τα παλιά, που έχει διαβάσει τους κλασσικούς, που μάζεψε σταφύλια από τον αμπελώνα, που ονειρεύτηκε στην ανατολή και στη δύση του ηλίου πάνω από τα χωράφια.
Δεν ξέρω λοιπόν τι να τον κάνω αυτόν τον κόσμο που δημιουργήθηκε με τη βία, με την ανάγκη της παραγωγής για την κατανάλωση. Μισώ τα πάντα σε αυτόν: τη βιασύνη, τον θόρυβο, τη χυδαιότητα, τον αριβισμό.
Είμαι ένας άνθρωπος που προτιμά να χάνει παρά να κερδίζει με ανέντιμους και αδίστακτους τρόπους. Και το ωραίο είναι ότι έχω το θράσος να υπερασπίζομαι αυτό το “λάθος”, να το θεωρώ σχεδόν αρετή.

Πιερ Πάολο Παζολίνι

Κυριακή 20 Αυγούστου 2023

Pier Paolo Pasolini - «Ρωμαϊκές Νύχτες»

 ΞΥΠΝΑΩ ΚΑΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ ΚΑΙΝΕ…

Ξυπνάω και τα μάτια μου καίνε.
Η εφηβεία πέθανε μέσα στα γένια μου
Που μεγάλωσαν καθώς κοιμόμουν,
Στην απίσχναση του σαρκίου μου, αποτυπώνεται
Στο λιωμένο φως που καίει στα μάτια μου.
Καταλήγω λοιπόν, στη βουβή πυρκαγιά
Μιας νεότητας που την ζάλισε η αιωνιότητα.
Έτσι καίγομαι, και δεν αξίζει σκέφτομαι,
Να είναι διαφορετικά τα πράγματα:
Να επιβάλλω όρια στην αταξία.
Με παρασύρει ολοένα και πιο αδύναμο
Με ένα αποστεωμένο παιδικό προσωπείο
Προς μια ήσυχη και παλαβή τάξη,
Το βάρος της μέρας που έχασα
Μέσα σε ώρες βουβής ευθυμίας, και στιγμές
Ανείπωτου τρόμου…

Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ
Στη Μαρία Κάλλας

Αυτό που χάθηκε ήταν ουράνιο
Κι η άρρωστη ψυχή, αγία.
Το τίποτα ήταν αέρας που άλλαζε ανεξήγητα
Κατεύθυνση, έχοντας απόλυτη επίγνωση
Των διαφορετικών προορισμών του.
Στο τίποτα που προχωρούσε
Εμπνευσμένο στα ψηλά
Ανήσυχο σαν χείμαρρος στα χαμηλά
Αυτό που το ενδιέφερε ήταν μία και μόνο ιστορία
Που κατά κάποιο τρόπο είχε αρχίσει
Κι έπρεπε να συνεχισθεί: η δικιά σου.
Ποιος με φώναξε εκεί;
Κάθε πρωί ξανάρχιζε η τραγωδία της ύπαρξης,
Πίσω από τα πατζούρια, πρώτα κλειστά κι αργότερα
Ανοικτά, όπως στην Εκκλησία.
Λες και ο θείος αέρας φυσούσε ανώφελα
Ή μόνο και μόνο για τους αυτόπτες μάρτυρες-
Μετά οι συνήθειες, αυτές οι αδελφές της τραγωδίας-
Η θάλασσα κι ο αέρας εξυμνήθηκαν δεόντως από εμάς-
Το δικό σου “esse est percipi” συναντούσε ανυπέρβλητα
Εμπόδια, και κάθε σου νίκη ήταν μια περιορισμένη νίκη,
Κι έπρεπε να αρχίσεις πάλι από την αρχή, αμέσως,
Σαν ένα λουλούδι που χρειάζεται συνέχεια νερό.
Όμως εγώ Μαρία, δεν είμαι το αδελφάκι κανενός.
Επιτελώ άλλες προδιαγραφές, που δεν γνωρίζω.
Όχι εκείνη της αδελφοσύνης,
Αυτής τουλάχιστον που γίνεται συνεργός και συνένοχη,
Και υποθάλπει πότε την υποταγή, πότε την ηρωική
Ασυνειδησία των ανθρώπων. Αδέλφια δικά σου είναι,
Οι άνθρωποι, όπως και να το κάνουμε, όχι δικά μου.
Κι Εσύ, πανικόβλητη αφού το ήξερες και αυτό,
Πως θα τα έχανες όλα τα αδέλφια σου,
Αυτοσχεδιάζεις πλέον να γίνεις η μάνα του εαυτού σου.
Επιτρέπεις στην κόρη σου να είναι βασίλισσα,
Να ανοιγοκλείνει τα πατζούρια όπως σε μια ιεροτελεστία
Που γίνεται αποδεκτή από τους καλεσμένους,
Το υπηρετικό προσωπικό, τους απομακρυσμένους θεατές.
Κι όμως, αυτό, αυτό το κοριτσάκι,
Αισθάνεται πως έχασε τα πάντα αν για μια
Έστω στιγμή δεν θα το πρόσεχε κανείς.
Αχ! Ο άνεμος δεν φυσάει πάνω σε ακίνητα νησιά,
Πάνω από τη φρίκη της ανυπαρξίας φυσάει τʼ αγέρι
Ο θεός αέρας
Δεν σε γιατρεύει, παρά μόνο σε αρρωσταίνει πιο πολύ.
Προσπαθείς να πιάσεις αυτό το κοριτσάκι,
Ούτε μια μέρα, ούτε μια ώρα, ούτε μια στιγμή
Δεν σταματάν οι απεγνωσμένες σου προσπάθειες
Να το ξαναφέρεις κοντά σου:
Επειδή έτσι ακούραστα επιμένεις
Μου ανάβεις την επιθυμία να σε φιλήσω.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΑΣΜΑ

Τα μάγουλά τους ήταν δροσερά και τρυφερά
Κι ίσως να τους τα είχαν φιλήσει για πρώτη φορά.
Αν τους έβλεπες τις πλάτες, όταν τις γύριζαν
Για να επιστρέψουν στο νεανική αγέλη, έδειχναν μεγαλύτεροι,
Με τα παλτά ριγμένα πάνω σε καλοκαιρινά παντελόνια.
Η φτώχεια τους έκανε να ξεχνάνε πως είναι βαρυχειμωνιά.
Οι γάμπες στραβές κι οι γιακάδες ξηλωμένοι, ίδιοι
Με τους μεγαλύτερους αδελφούς τους, κι ήδη απαξιωμένους
Πολίτες. Αυτοί ωστόσο θα παραμείνουν για κανά δυο χρονάκια
Εκτός συναγωνισμού. Τίποτα δεν μπορεί να σε προσβάλλει,
Σε όποιον δεν μπορείς να τον αποτιμήσεις. Όσο και να το κάνουν
Με τόση, απίστευτη φυσικότητα, άλλο τόσο προσφέρονται στη ζωή.
Και η ζωή με τη σειρά της τους αποζητάει. Φαίνονται και είναι έτοιμοι!
Ανταποδίδουν τα φιλιά, γεύονται το καινούριο.
Φεύγουν μετά, ατσαλάκωτοι όπως ήρθαν.
Επειδή όμως εμπιστεύονται απόλυτα αυτή τη ζωή
Που τους αγαπάει όλους,
Δίνουν όρκους γεμάτους ειλικρίνεια, υπόσχονται
Ένα προσεχές μέλλον γεμάτο αγκαλιές αν όχι και φιλιά.
Ποιος θα κάνει την επανάσταση-αν είναι να γίνει-
Εκτός από αυτά τα παιδιά; Πέστε το: είναι
Έτοιμα,
Όλα με τον ίδιο τρόπο, έτσι όπως σε αγκαλιάζουν,
Έτσι όπως σε φιλούν, με την ίδια μυρωδιά στα μάγουλα.
Το πιστεύω τους όμως δεν θα θριαμβεύσει στον κόσμο.
Ο κόσμος το έχει ήδη καταδικάσει στην αφάνεια.

ΗΤΑΝ ΩΣΤΟΣΟ Η ΙΤΑΛΙΑ ΓΥΜΝΗ ΚΑΙ ΠΛΗΘΩΡΙΚΗ

Στη Ρώμη, απʼ το ʼ50 μέχρι σήμερα, Αύγουστος του 1966,
Δεν έκανα τίποτα άλλο παρά να υποφέρω και να δουλεύω ασταμάτητα.
Παρέδωσα μαθήματα, μετά από εκείνο το έτος της ανεργίας
Και του τέλους της ζωής,
Σε ένα ιδιωτικό παρασχολείο, για είκοσι και επτά δολάρια το μήνα.
Ο πατέρας μου εν τω μεταξύ
Μας είχε ξαναβρεί
Και δεν μιλήσαμε ποτέ για τη φυγή μας, τη δικιά μου και της μάνας.
Ήταν μια φυσιολογική ετεροχρονισμένη μετακόμιση.
Κατοικήσαμε ένα σπίτι χωρίς σκεπή και άβαφο,
Ένα σπίτι για άπορους, στην ύστατη περιφέρεια κοντά στις φυλακές.
Είχε δέκα χούφτες σκόνη το Καλοκαίρι και λάσπη απύθμενη το Χειμώνα-
Ήταν ωστόσο η Ιταλία, η Ιταλία γυμνή και πληθωρική,
Με τα αγοράκια της, τις γυναίκες της
Με τα αρώματά της από γιασεμιά και φτωχές μανέστρες,
Τα δειλινά στις καλαμιές του ποταμού Ανιένε,
Τους σωρούς των σκουπιδιών, κι εγώ από την άλλη
Είχα απείραχτα τα όνειρά μου για την ποίηση.
Όλα μπορούσαν να βρουν μια λύση μέσα στην ποίηση.
Πίστευα πως η Ιταλία, η εξιστόρησή της και το πεπρωμένο της
Εξαρτιόταν από όσα θα έγραφα εγώ,
Με στίχους βουτηγμένους στην ζωντανή πραγματικότητα,
Χωρίς νοσταλγίες, βγαλμένους από τον ιδρώτα μου.
Δεν μετρούσε πως κάποιες μέρες, δεν είχα ούτε τάλιρο
Για να πάω να με ξυρίσει ο κουρέας,
Το οικονομικό προφίλ μου, τρελό και άστατο,
Ήταν εκείνη την εποχή, όσο κι αν φαίνεται παράξενο,
Όμοιο με εκείνο των ανθρώπων της φτωχογειτονιάς:
Ήμασταν θα έλεγα αδελφοί, ή τουλάχιστον ίσοι-
Γιʼ αυτό πιστεύω πως τους κατάλαβα πολύ…

ΚΟΠΙΑΖΩ ΟΛΗΜΕΡΙΣ

Κοπιάζω ολημερίς σαν το καλογεράκι
Τη νύχτα μπουρδελότσαρκες σαν γάτος
Αλανιάρης…Παπά μου αν ανταμώσουμε,
Άγιο να με κράξεις. Είμαι μαλθακός
Μπροστά στο ψεύδος και την απάτη.
Μέσα από το φακό της μηχανής
Κοιτάζω τους δήμιους να παρελαύνουν.
Με κατακρεουργούν κι εγώ παρατηρώ
Τον εαυτό μου με ψυχραιμία παθολογοανατόμου.
Φαίνομαι γεμάτος θυμό και μίσος,
Κι έπειτα στρώνομαι και γράφω
Περίτεχνα ερωτικά στιχάκια. Καταγράφω
Την πονηριά σαν φυσικό φαινόμενο,
Λες και προσωπικώς εμένα δεν με αφορά.
Λυπάμαι τους νεαρούς φασίστες,
Και στους γέρους, τους οποίους θεωρώ
Μια μορφή επάρατης νόσου, αντιτάσσω
Μόνο τη βία της λογικής. Περαστικός
Σαν το πουλάκι που πετώντας όλα τα
Καταγράφει κι έπειτα τα κουβαλάει
Μαζί του στην πτήση του
Και στη συνείδησή του, στον ουρανό
Που τίποτα δεν μας το συγχωράει.

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

Ενήλικας; Ποτέ-ποτέ όπως η ύπαρξη
Που δεν ηλικιώνεται- παραμένει πάντα άγουρη,
Από απαστράπτον σε απαστράπτον πρωινό-
Δεν μπορώ παρά να μείνω πιστός
Στην υπέροχη μονοτονία αυτού του μυστηρίου.
Να γιατί στην ευτυχία
Ποτέ δεν παραδόθηκα-να γιατί
Μέσα στην αγωνία για τις ενοχές μου
Δεν έφτασα ποτέ στη μεταμέλεια.
Ίσος, πάντα ίσος με το ανέκφραστο,
Στην απαρχή αυτού που είμαι.

ΡΩΜΑΪΚΗ ΝΥΧΤΑ

Για που το έβαλες νυχτιάτικα στη Ρώμη,
Σε δρόμους, όπου με τρόλεϊ και τραμ ο κόσμος
Επιστρέφει; Βιαστικός, ανυπόμονος
Λες και σε περιμένει εξοντωτική εργασία,
Απʼ την οποία οι άλλοι τυχαίνει και γυρίζουν;
Είναι ακριβώς το απόδειπνο, όταν ο αέρας
Μυρίζει ζεστή οικογενειακή απελπισία,
Που ξεχειλίζει σε χίλιες κατσαρόλες, σε μεγάλους
Ηλεκτροδοτημένους δρόμους, και σε άλλους
Όπου πιο ευδιάκριτα λάμπουν τα αστέρια.
Στο μικροαστικό προάστιο, βασιλεύει η γαλήνη
Που ικανοποιεί ενδόμυχα τον καθένα,
Και τον παραδίδει στην ελεεινή ευτυχία
Που εύχεται να τον καλύπτει όλες τις νύχτες
Της ύπαρξής του. Αχ! αν είσαι διαφορετικός
-μέσα σε έναν επίσης ένοχο κόσμο-σημαίνει
Πως δεν είσαι αθώος…Τράβα, κατέβα, γλίστρησε
Στο σκοτεινό στρόβιλο που βγάζει Τραστέβερε:
Ιδού, ακίνητη και αναστατωμένη, λες και βγήκε
Από τη λάσπη άλλων αιώνων-έτοιμη να παραδοθεί
Σε όποιον μπορεί να απολαύσει άλλη μια μέρα,
Που την ξέκλεψε από τον θάνατο και την οδύνη-
Έχεις στα πόδια σου μπροστά όλη τη Ρώμη…

Κατεβαίνω από το Πόντε Γκαριμπάλντι,
Χαϊδεύοντας με τα ακροδάχτυλα την κουπαστή
Τη φθαρμένη επιφάνεια της πέτρας, σκληρή
Μες τη ζεστή αποφορά που τρυφερά η νύχτα
Αντανακλάει προς τα ψηλά πλατάνια. Διαφάνειες
Μιας μισοσβησμένης σεκάνς, στην απέναντι όχθη,
Γεμίζουν τον ξασπρουλιάρη ουρανό, μελανά
Και τετράγωνα τα ρετιρέ των πολυκατοικιών.
Κοιτάζω, βαδίζοντας πάνω στο γυαλιστερό
Σαν κόκαλο πλακόστρωτο, θα έλεγα οσφραίνομαι
Πεζός και μεθυσμένος-διάτρητος από γερασμένα
Αστέρια και μουσικά παράθυρα-
Τη μεγάλη, οικεία συνοικία:
Το μαύρο, υγρό Καλοκαίρι την επιχρυσώνει,
Με τις αναθυμιάσεις που φέρνει ο αέρας
Από τους λόφους του Λάτσιο, καλύπτοντας
Με χρυσόσκονη σιδηροτροχιές και προσόψεις.

Και πως ευωδιάζει, μέσα στην αποπνικτική
Ζέστη που γίνεται χώρος κι αυτή, διάστημα,
Αυτό το διάζωμα: από το Πόντε Σουμπλίσιο
Ως το Τζανίκολο, η βρώμα ανακατεύεται με την έκσταση
Της ζωής που δεν είναι ζωή. Μιαρά σημάδια
Που άφησαν μεθύστακες των γεφυριών,
Αρχαίες πουτάνες, ορδές ανυπότακτων νεολαίων:
Μιάσματα ανθρωπιάς, ανθρωπινώς μεταδιδόμενα,
Παραμένουν εκεί να μαρτυρούν, βιαίως και σιωπηλώς,
Αυτούς τους ανθρώπους τα χαμηλά τους κι αθώα
Ένστικτα, τους μίζερους απώτερους σκοπούς τους.

ΠΡΟΣ ΤΑ ΛΟΥΤΡΑ ΤΟΥ ΚΑΡΑΚΑΛΛΑ

Τραβούν στα Λουτρά του Καρακάλλα
Πιτσιρικάδες, φιλαράκια, καβαλικεύοντας
Τις Ρούμι, τις Ντουκάτι, με αρρενωπή αιδώ
Κι αρσενική χυδαιότητα, στις ζεστές
Πτυχές των παντελονιών τους πότε κρύβοντας,
Αδιάφορα και πότε αποκαλύπτοντας
Το μυστικό της στύσης τους…
Με τα μαλλιά στον άνεμο, τα ζωηρόχρωμα
Νεανικά μπλουζάκια σχίζουν στα δυο
Τη νύχτα, σε ένα ασταμάτητο καρουσέλ,
Κουρσεύουν τη νύχτα,
Απόλυτοι κυρίαρχοι της νύχτας…

Τραβάει για τα Λουτρά του Καρακάλλα,
Με προτεταμένο στήθος όπως ροβολούσε
Στις γενέτειρες πλαγιές των Απεννίνων, στους κατσικόδρομους
Με τις αιώνιες σβουνιές των ζωντανών, τα διάσπαρτα
Ιερά κόκαλα των προγόνων του – ξεπάρθενο
Κάτω από τη μάγκικη σκονισμένη τραγιάσκα
Με τα χέρια βαθειά χωμένα στις τσέπες-
Το βοσκόπουλο που ξενιτεύτηκε
Εντεκάχρονο και τώρα κουτσαβάκη καμαρωτό
Απέκτησε των Ρωμαίων το χαμόγελο
Αν και μυρίζει ακόμα μαϊντανό,
Λάδι και συκόμελο…

Τραβάει για τα Λουτρά του Καρακάλλα,
Ο γέρο-πατερφαμίλιας, άνεργος πια,
Αφού το αδυσώπητο κρασί Φρασκάτι
Κτήνος τον κατέστησε, μακάριο κρετίνο,
Και το σασί του έγινε παλιοσίδερα
Του έσπασε τα κόκαλα στο τρακαρισμένο του
Κορμί: τα ρούχα του ένα σακί,
Που κουβαλά μια κυρτωμένη πλάτη
Δυο γάμπες σίγουρα, γεμάτες αποστήματα,
Τα μπατζάκια να ανεμίζουν κάτω απʼ το
Παραγεμισμένο φύλλα εφημερίδων σακάκι,
Με το χαμόγελο στο πρόσωπο. Κάτω
Από τα σαγόνια τα οστά μασάν κουβέντες,
Κροταλίζουνε. Μιλάει μόνος. Σταματάει,
Πετάει μακριά την ξεχασμένη γόπα,
Σκελετός όπου όσα απομένουν νιάτα
Τρεμολάμπουν σαν φλόγα σε καντήλι:
Δεν μπορεί να πεθάνει όποιος δεν γεννήθηκε.

Τραβάνε στα Λουτρά του Καρακάλλα…

ΤΡΑΒΑΩ ΚΙ ΕΓΩ…

Τραβάω κι εγώ για τα Λουτρά του Καρακάλλα,
Και σκέφτομαι-με κείνο το παλιό, το υπέροχο
Προτέρημα της σκέψης…
(Υπάρχει ακόμη κάποιος θεός μέσα μου
Που σκέφτεται, ένας θεός παιδόμορφος,
Αδύναμος και σαστισμένος: αλλά,
Με τόσο ανθρώπινη φωνή που μοιάζει
Με τραγούδι.) Αχ! και να ʼβγαινα
Απʼ αυτή τη μίζερη φυλακή! Να ελευθερωνόμουν
Από το άγχος που προσδίδει ομορφιά
Σε αυτές τις αρχαίες νύχτες!


Μετάφραση: Σωτήρης Παστάκας

Αναδημοσίευση από: ΠΟΙΕΙΝ

Κυριακή 18 Ιουνίου 2023

Pier Paolo Pasolini - Mαίριλυν


Από τον κόσμο τον αρχαίο και από τον κόσμο τον μελλοντικό
Απέμεινε μονάχα η ομορφιά, κι εσύ,
Φτωχή, μικρή αδελφούλα,
Αυτή που τρέχει πίσω από τους μεγαλύτερούς της αδελφούς,
Κλαίει και γελά μαζί τους, για να τους μιμηθεί,
Εσύ μικρή αδελφούλα,
Έφερες αυτή την ομορφιά επάνω σου ταπεινά,
Και η κοριτσίστικη λαϊκή ψυχή σου,
Δεν ήξερε ποτέ της πως την έχει,
Αλλιώς, δεν θα ήταν ομορφιά.
Ο κόσμος σού την έμαθε
Κι έτσι η ομορφιά σου έγινε δική του.
Από τον φοβερό αρχαίο κόσμο
Και από τον φοβερό μελλοντικό,
Έχει απομείνει μόνο μια ομορφιά, κι εσύ
Την έφερες μέσα σου σαν υπάκουο χαμόγελο
Η υπακοή απαιτεί πολλά δάκρυα να καταπιείς
Η γενναιοδωρία προς τους άλλους,
Πολλά βλέμματα χαρούμενα,
Ζητούν το έλεος σου.
Κι έτσι, έφυγες και πήρες μαζί σου την ομορφιά.
Εξαφανίστηκες, σαν να ήσουνα χρυσόσκονη.
Από τον ανόητο αρχαίο κόσμο και από τον άγριο τον μελλοντικό,
Απέμεινε μόνο μια ομορφιά που δεν ντρεπόταν
Να δείχνει τα μικρά κοριτσίστικα στήθη της,
Την τόσο εύκολα γυμνωμένη κοιλίτσα.
Γι’ αυτό ήταν ομορφιά, εκείνη η ομορφιά
Που έχουν τα γλυκά κορίτσια του δικού σου κόσμου,
Τα κορίτσια των εμπόρων,
Οι εστεμμένες στους διαγωνισμούς του Μαϊάμι ή του Λονδίνου.
Εξαφανίστηκες, σαν χρυσή περιστερά.
Ο κόσμος σού την έμαθε,
Κι έτσι η ομορφιά σου δεν ήταν πια ομορφιά.
Αλλά εσύ συνέχιζες να είσαι ένα παιδί,
Ανόητο όπως η Αρχαιότητα, σκληρό όπως το μέλλον,
Κι ανάμεσα στην ομορφιά σου την στοιχειωμένη από την εξουσία,
Μπήκε του παρόντος όλη η σκληρότητα και η βλακεία.
Την έφερες πάντα μέσα σου, σαν ένα χαμόγελο ανάμεσα στα δάκρυα,
Ασελγή από παθητικότητα, άσεμνα από υπακοή.
Εξαφανίστηκες, σαν μια λευκόχρυση περιστερά.
Η ομορφιά σου επέζησε του αρχαίου κόσμου,
Διεκδικήθηκε από τον μελλοντικό, στοιχειωμένη
Από τον παρόντα κόσμο, έγινε θανάσιμο Κακό.
Τώρα, οι μεγάλοι αδελφοί επιστρέφουν τελικά,
Σταματούν για λίγο τα καταραμένα τους αστεία,
Βγαίνουν από την αδυσώπητή τους διασκέδαση,
Και αναρωτιούνται: «Είναι δυνατόν η Μαίριλυν,
Η μικρή μας Μαίριλυν να μας έδειξε το δρόμο;»
Τώρα είσαι εσύ, η πρώτη, εσύ η μικρότερη αδελφή,
Αυτή που δεν μετρά καθόλου, φτωχή μικρή, με το χαμόγελό σου,
Είσαι η πρώτη, πέρα από τις πύλες του κόσμου
Του εγκαταλελειμμένου στην θανάσιμή του μοίρα.

Μετάφραση: Ιωάννα Αβραμίδου

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2022

Pier Paolo Pasolini - Στους Έλληνες φοιτητές του Πολυτεχνείου, με μια ανάσα, Νοέμβρης του 1973


Το φασισμό εγώ τον έζησα στη χώρα μου, τον ξέρω.
Βασάνιζε, φυλάκιζε· σκότωνε μόνο το κορμί
Μα πάντα έμενε το αθάνατο σιτάρι του λάου μου... Όμως
έρχεται ο καιρός (στη χώρα μου ήδη έχει φτάσει)
που θα γνωρίσουμε τις μαύρες εξουσίες των ανθρώπων της "κουλτούρας",
πού ’ναι οι σημερινοί Αντιφασίστες και
είναι οι Πλέον Γνήσιοι Φασίστες...
Αυτοί σκοτώνουν τις ψυχές
και τις ρουφάνε προς το κέντρο σα βρικόλακες
αφήνοντας τα σώματα σκιές.

Μετάφραση: Γιάννης Υφαντής

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2022

Pier Paolo Pasolini - [Τη θέλησα τη μοναξιά μου]



Τη θέλησα τη μοναξιά μου
αναγάπητος είμαι, ενώ, βάρβαρος
ή βαθιά συντηρητικός, ο κόσμος σφύζει,
σφύζει από αγάπη…
μα εγώ είμ’ εδώ, μονάχος σαν ζωντανό
χωρίς όνομα: αναφιέρωτος,
δεν ανήκω σε κανέναν,
ελεύθερος, με μια ελευθερία που μ’ έχει σακατέψει.
Μετάφραση: Ευαγγελία Πολύμου
Πηγή: Πρωτοπόροι Ιταλοί Ποιητές, εκδόσεις: 24 γράμματα, 2022.

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2022

Pier Paolo Pasolini - Τρία ποιήματα

                                                Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ


έτσι, που όλη χάνεται
κι όλη πάνω μου θα ξαναπέσει…
Ήρθα από μακριά
από το άγνωστο, σχεδόν στην καρδιά
στον χρόνο, σχεδόν αισθάνομαι ήδη
τον τρόμο εκείνου που πεθαίνει…

Κι είναι ανέγγιχτη ακόμα η ζωή μου.
Ακόμα την ονειρεύομαι, την χάνω.
Από άγνωστο σε άγνωστο είναι ατέλειωτη
η φυγή στον χρόνο της νεότητας
σ’ έναν άκτιστο χρόνο που σκορπίζει
στις μέρες που έζησα στο όνειρο.
Στο όνειρο που ο αγνός το νομίζει
για παιχνίδι με το κακό και την συγχώρεση.

Ήρθα αγνός στη ζωή.
Όσο περισσότερο αμάρτησα, τόσο πιο άδολος
κι άφοβος έπαιξα την παρτίδα.
Χαμένη ή κερδισμένη, άλλο τόσο επιμένω.

***

ΣΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΗ ΣΗΜΑΙΑ

Γι’ αυτόν που γνωρίζει μόνο το χρώμα σου, σημαία κόκκινη
πρέπει να υπάρχεις πραγματικά, γιατί κι εκείνος υπάρχει:
αυτός που ήταν καλυμμένος από καύκαλα είναι καλυμμένος με πληγές,
ο ξωμάχος γίνεται ζητιάνος
ο ναπολιτάνος καλαβρέζος, ο καλαβρέζος αφρικανός
ο αναλφάβητος αγελάδα ή σκύλος.
Αυτός που λίγο γνώρισε το χρώμα σου, σημαία κόκκινη
πρόκειται να μη σ’ αναγνωρίζει πια ακόμα και με τις αισθήσεις:
εσύ που καυχιέσαι για τόσες δόξες αστικές και εργατικές
ξανάγινες ένα κουρέλι και σ’ ανεμίζει ο πιο φτωχός.

***

ΣΤΟ ΕΘΝΟΣ ΜΟΥ

Ούτε λαός αραβικός, ούτε λαός βαλκανικός, ούτε λαός αρχαίος
μα έθνος ζωντανό, έθνος ευρωπαϊκό:
και τι είσαι; Γη των δούλων, των πεινασμένων, των διεφθαρμένων ηγετών
δουλοπάροικων, νομαρχών αντιδραστικών,
δικηγορίσκων πασαλειμμένοι με μπριγιαντίνη και πόδια βρώμικα
φιλελεύθερων λειτουργών, θρασίμια όπως οι φαρισαίοι θείοι,
ένα στρατόπεδο, ένα εργαστήρι, μια ελεύθερη παραλία, ένα πορνείο!
Εκατομμύρια μικροαστών, όπως τα εκατομμύρια των γουρουνιών
βόσκουν σπρώχνοντας κάτω από τα άθικτα αρχοντικά
ανάμεσα στις ξεβαμμένες πια αποικιακές κατοικίες, όπως οι εκκλησίες.
Ακριβώς επειδή υπήρξες, δεν υπάρχεις πια,
ακριβώς επειδή ήσουν συνείδηση τώρα είσαι ασυνείδητη.
Και μόνο επειδή είσαι καθολική, δεν μπορείς να σκεφτείς
πως το δικό σου κακό είναι κάθε κακό: ενοχή κάθε κακού.
Βούλιαξε στην ωραία σου θάλασσα, κι ελευθέρωσε τον κόσμο.

………………………………………………………………….

Το ποίημα «Πειρασμός», περιλαμβάνεται στα άπαντα του Pasolini Bestemia (Poesie Disperse σελ. 1657).

Τα ποιήματα «Στην κόκκινη σημαία» και «Στο έθνος μου» ανήκουν στην συλλογή La religione del mio tempo, 1961.

Το δίτομο έργο των απάντων του P.P. Pasolini, με γενικό τίτλο Bestemmia, μου παραχωρήθηκε από το Istituto Italiano di Cultura di Atene.

Μετάφραση: Κωνσταντίνος Μούσσας

Πηγή: https://frear.gr/?p=14369

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2022

Pier Paolo Pasolini - Πέντε Ποιήματα

 Θραύσμα θανάτου

Προέρχομαι από σένα και σε σένα επιστρέφω
συναίσθημα με το φως γεννημένο, με το κρύο
βαφτισμένο όταν το κλάμα ήταν χαρά
απ’ τον Πιέρ Πάολο αναγνωρισμένο
στην αρχή μιας φρενήρους εποποιίας
περπάτησα στο φως της ιστορίας
μα ανέκαθεν ήταν ηρωική η ύπαρξή μου
σκέψη βαθιά, κάτω από την υπεροχή σου.
Έπηξε στο αυλάκι του αφρού που άφηνε το φως σου
στις άγριες εκμυστηρεύσεις
της φλόγας σου, κάθε πράξη αληθινή
του κόσμου, της ιστορίας
εκείνης. Και μέσα της επαληθευόταν ολόκληρη
χανόταν η ζωή για να ξαναβρεθεί:
και ήταν η ζωή αληθινή μόνο αν ήταν όμορφη…

Πρώτα η μανία της εξομολόγησης,
έπειτα της διαφάνειας η μανία
γεννιόταν από σένα, υποκριτικό και σκοτεινό
συναίσθημα! Και τώρα
ας μου κατηγορούν κάθε μου πάθος,
ας με αμαυρώνουν, άμορφο ας με λένε, ακάθαρτο,
προδότη, μανιακό, ερασιτέχνη.
Εσύ με απομονώνεις και σιγουριά για τη ζωή μου δίνεις.
Κι αν είμαι στην πυρά, το πύρινο χαρτί θα παίξω
και θα κερδίσω, αυτά τα λίγα αγαθά,
τα πάμπολλα, κερδίζω την ατέλειωτη
την θλιβερή συμπόνοια
που κάνει φίλη μου την δίκαιη οργή:
μπορώ να το πετύχω, γιατί υπέφερα πολύ!

Σε σένα επιστρέφω, όπως γυρίζει
στον τόπο του ο μετανάστης και τον ανακαλύπτει πάλι:
περιουσία έκανα (πνευματική)
και είμαι ευτυχής, έτσι όπως ήμουν άλλοτε
χωρίς κανόνες.
Με τον μαύρο θυμό της ποίησης στο στήθος.
Με το τρελό γήρας του νέου.
Άλλοτε η χαρά σου μπερδευόταν
με τον τρόμο, πράγματι, και τώρα
σχεδόν με μιαν άλλη χαρά
χλωμή, στεγνή: το πάθος μου διαψεύσθηκε.
Τώρα σε φοβάμαι αληθινά,
γιατί είσαι κοντά μου, τμήμα
της οργής μου, της πείνας μου της σκοτεινής,
του άγχους που έχει ένα νέο πλάσμα.

Είμαι υγιής, όπως εσύ το θέλησες,
η νεύρωση κοντά μου διακλαδώνεται,
η εξάντληση μ’ έχει στεγνώσει αλλά
δεν με κατέχει. Γελάει στο πλευρό μου
το τελευταίο φως της νιότης.
Όλα όσα επιθύμησα τα έχω
τώρα πια
έφτασα μάλιστα κι ακόμα παραπέρα
από κάποιες ελπίδες που είχε ο κόσμος
άδειος, να ’σαι εδώ, είσαι μέσα μου,
γεμίζεις τον χρόνο μου και τον καιρό.
Υπήρξα λογικός, υπήρξα
και παράλογος. Μέχρι τα βάθη.
Και τώρα… αχ, βουβάθηκε η έρημος
από τον άνεμο, από τον μεγαλειώδη, άσπιλο
ήλιο της Αφρικής που τον κόσμο φωτίζει.

Ω Αφρική! Μοναδική μου
λύση εναλλακτική.

~.~

Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς

Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς
Δεν υπήρξα γελοίος σ’ όλη μου τη ζωή
Είχα πάντα στα μάτια ένα πέπλο ειρωνείας
Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς
ιδού ένα τέκνο δικό σου που είναι πατήρ επί της γης
Κι επί της γης δεν αμύνεται πλέον
Αν εσύ το ανακρίνεις, είναι έτοιμο να σου απαντήσει
Είναι ομιλητικό. Όπως όλοι αυτοί που πρόσφατα
έζησαν κάποια δυστυχία κι έχουν συνηθίσει στην δυστυχία.
Έχει μάλιστα ανάγκη να μιλάει, τόσο που σου μιλάει
ακόμα κι όταν δεν τον ανακρίνεις.
Πόση καλή ανατροφή που πήγε στράφι!
Δεν υπήρξα αγενής στην ζωή μου ούτε μία φορά.
Ήμουν αποτραβηγμένος και ήξερα να σωπαίνω.
Για ν’ αμύνομαι είχα εκτός από την ειρωνεία, και την σιωπή.

Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς
έγινα πατέρας και το γκρίζο των απογυμνωμένων δέντρων
που δεν έχουν πια καρπούς
το γκρίζο των εκλείψεων απ’ το δικό σου χέρι πάντα με προστάτευε.

Με προστάτευε απ’ το σκάνδαλο, απ’ το να κοροϊδεύουν οι άλλοι
την χαμένη μου δύναμη.
Όντως, Θεέ μου, δεν έχω δημιουργήσει ποτέ το παραμικρό σκάνδαλο.
Με προστάτευαν όσα κατείχα και η εμπειρία του να κατέχω
με καθιστούσε είρωνα, σιωπηλό
και εν τέλει άτρωτο σαν τον πατέρα μου.
Τώρα εσύ με εγκατέλειψες.
Αχ, αχ, ξέρω τι είδα στο όνειρό μου
εκείνο το καταραμένο απόγευμα! Είδα στον ύπνο μου Εσένα.
Να γιατί άλλαξε η ζωή μου.

Άρα λοιπόν, αφού έχω Εσένα
πώς να φερθώ ως προς τον φόβο του γελοίου;
Τα μάτια μου έχουν γίνει δυο ανόητα, γυμνά λαμπιόνια
της ερήμου και της εξαθλίωσής μου.

Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς!
Τι να την κάνω την καλή ανατροφή μου;
Θα φλυαρώ μαζί Σου σαν γριά ή σαν φτωχός εργάτης
από την επαρχία, που νοιώθει σχεδόν γυμνός με την επίγνωση
ότι βγάζει δυο δεκάρες και τις δίνει αμέσως στη γυναίκα του
–κι ο ίδιος μένει πάμπτωχος, σαν παιδί, παρά τους γκρίζους κροτάφους του
και τα φαρδιά γκρίζα παντελόνια που φοράνε οι γέροι…

Θα φλυαρώ χωρίς αιδώ όπως οι έσχατοι που τόσο Σου είναι αγαπητοί.
Νοιώθεις ικανοποίηση; Σου εκμυστηρεύομαι τον πόνο μου και αναμένω
την απάντησή σου σαν γάτος εξαθλιωμένος και καλός που περιμένει
ψίχουλα κάτω από το τραπέζι. Σε κοιτάζω, καρφώνω το βλέμμα μου
σαν παιδί αποβλακωμένο, χωρίς αξιοπρέπεια.

Η καλή φήμη, αχ, αχ!
Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς,
τι να την κάνω την καλή φήμη και τη μοίρα
–που έμοιαζαν ένα με το σώμα μου και τα χαρακτηριστικά μου–
του να μην αφήνω επ’ ουδενί τον κόσμο να μιλάει για μένα;
Τι να τον κάνω αυτόν τον άνθρωπο
που έχει θωρακιστεί τόσο καλά απέναντι στα απρόοπτα;

~.~

Επέστρεφα χωρίς εσένα

Επέστρεφα χωρίς εσένα, σαν μεθυσμένος
αδυνατούσα να είμαι μόνος τα βράδια
όταν διαλύονται τα κουρασμένα νέφη
μέσα στο αβέβαιο σκοτάδι.
Χίλιες φορές υπήρξα έτσι μόνος
στην ζωή μου, χίλιες ολόιδιες βραδιές
έκρυψαν απ’ τα μάτια μου τα όρη, το γρασίδι
την εξοχή, τα σύννεφα.
Μόνος τη μέρα κι έπειτα μες στη σιωπή
κάθε μοιραίας νύχτας. Και τώρα μεθυσμένος
χωρίς εσένα επιστρέφω, έχοντας στο πλευρό μου
μονάχα την σκιά μου.
Χίλιες φορές θα είσαι μακριά μου
και ύστερα για πάντα. Δεν ξέρω πώς να σταματήσω
την αγωνία που στο στήθος μου ανεβαίνει.
Είμαι μόνος.

~.~

Ικεσία προς την μητέρα μου

Είναι δύσκολο να πω με τα λόγια ενός γιού αυτό που στην καρδιά μου ελάχιστα
με γιο μοιάζει.
Είσαι η μόνη στον κόσμο που ξέρει την καρδιά μου, όπως ήταν ανέκαθεν, πριν από
κάθε άλλη αγάπη.
Γι’ αυτό πρέπει να σου πω ό,τι είναι φρικτό να γνωρίζεις:
μέσα στην χάρη σου γεννιέται η αγωνία μου.
Είσαι αναντικατάστατη. Γι’ αυτό είναι καταδικασμένη στην μοναξιά
η ζωή που μου έδωσες.
Κι εγώ δεν θέλω να είμαι μόνος. Έχω μι’ ατέλειωτη πείνα για αγάπη,
για αγάπη σωμάτων χωρίς ψυχές.
Γιατί η ψυχή είναι εντός σου, είσαι εσύ, αλλά εσύ
είσαι η μητέρα μου κι η αγάπη σου είναι η σκλαβιά μου:
πέρασα την παιδική μου ηλικία υποδουλωμένος σ’ αυτή την αίσθηση
του υψηλού, του αθεράπευτου, του τεράστιου καθήκοντος.
Ήταν ο μόνος τρόπος να νοιώσω την ζωή,
η μόνη απόχρωση, το μόνο σχήμα: τώρα τελείωσε.
Επιβιώνουμε: και είναι η σύγχυση μιας ζωής
που ξαναγεννιέται εκτός της λογικής.
Σε ικετεύω, αχ, σε ικετεύω: μην θελήσεις να πεθάνεις.
Είμαι εδώ μόνος μου, μόνος μαζί σου, σ’ έναν μελλοντικό Απρίλη…

~.~

Οι Θέρμες του Καρακάλλα

Πηγαίνουν προς τις Θέρμες του Καρακάλλα
νεαροί φίλοι καβάλα σε Ρούμι
ή σε Ντουκάτι, με αρρενωπή
αιδώ και αρρενωπή ξεδιαντροπιά
στις ζεστές πιέτες των παντελονιών
κρύβοντας αδιάφορα ή αποκαλύπτοντας
το μυστικό της στύσης τους…
Με τα κυματιστά μαλλιά, με χρώματα νεανικά
στα πουλόβερ τους, σκίζουν τη νύχτα
σε ένα παράλογο λούνα παρκ, εισβάλουν στη νύχτα,
υπέροχοι αφέντες της νύχτας…

Πηγαίνει προς τις Θέρμες του Καρακάλλα,
με ψηλά τον θώρακα, όπως στην πατρίδα του
στις πλαγιές των Απεννίνων, μέσα σε λειμώνες
που έχουν γνωρίσει κοπάδια εδώ και αιώνες
και την ευλαβή τέφρα από τις χώρες των Βερβέρων
–ήδη μιαρός κάτω απ’ τον πονηρό, τον σκονισμένο του μπερέ,
με τα χέρια στις τσέπες– ο βοσκός που μετανάστευσε
στα έντεκά του χρόνια, και τώρα εδώ,
μπερμπάντης χαρωπός
με ρύζι της Ρώμης, ακόμα ζεστό
με φασκόμηλο, σύκα και ελιές…

Πηγαίνει προς τις Θέρμες του Καρακάλλα,
ο γέρος οικογενειάρχης, άνεργος,
που το δυνατό Φρασκάτι, το κρασί, τον έχει καταντήσει
άγριο ζώο ή απλώς ευτυχισμένο
με το σασί κομματιασμένο, σκουριασμένο, στο σώμα το κατεστραμμένο

που αγκομαχά: τα ρούχα, ένας σάκκος
καλύπτει μια ράχη λίγο καμπουριασμένη
δυο πόδια που θα ’χουν σίγουρα φουσκάλες
το φαρδύ παντελόνι κυματίζει
κάτω απ’ τις τσέπες του σακακιού
τις γεμάτες με βρώμικα χαρτιά.
Το πρόσωπο είναι γελαστό: κάτω από το σαγόνι
τα κόκκαλα μασουλάνε τις λέξεις και τρίζουν.
Μιλάει μόνος του, έπειτα στέκεται, στρίβει τη γόπα του τσιγάρου,
το λείψανο στο οποίο όλη η νιότη του έχει μείνει
ανθισμένη, σαν μια πυρά μέσα σ’ ένα καζάνι ή σε κουβά:
πώς να πεθάνει όποιος δεν γεννήθηκε ποτέ;

Πηγαίνουν προς τις Θέρμες του Καρακάλλα.

PIER PAOLO PASOLINI
Μετάφραση Λητώ Σεϊζάνη


Πηγή: https://neoplanodion.gr/2022/08/18/pier-paolo-pasolini-poiemata/?fbclid=IwAR1yPpNxDZmPU-YOwvzwOPaEnfcFXik1fiRe3n6enkxqOozxkwls91oYmGs

Πέμπτη 14 Απριλίου 2022

Πιερ Πάολο Παζολίνι-[Ελευθερία]



Ελευθερία.Μετά από πολύ σκέψη κατάλαβα ότι αυτή η μυστηριώδης λέξη, στο πιο βαθύ της νόημα, τελικά δεν σημαίνει τίποτα άλλο παρά… την ελευθερία να επιλέγω το θάνατο. Κι αυτό είναι αναμφίβολα σκανδαλώδες, επειδή το να ζω είναι μία υποχρέωση… Ακόμα και η φύση συμμερίζεται αυτή την άποψη: και για να μας δεσμεύσει με τη ζωή, μας εφοδιάζει με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Εκτός αν… η φύση είναι διφορούμενη: Αφού στην πραγματικότητα μας εξοπλίζει και με το αντίθετο ένστικτο, εκείνο της παρόρμησης του θανάτου (Todestrieb). Η σύγκρουση που προκύπτει δεν είναι αντίφαση –όπως πρόθυμα θα συμπέραινε το ορθολογιστικό και διαλεκτικό μας πνεύμα-, αλλά μία αντίθεση, η οποία έχει την ίδια περιορισμένη ικανότητα τόσο για ανάπτυξη όσο και για αισιόδοξες συνθέσεις. Λαμβάνει χώρα στο βυθό της ψυχής μας, εκεί όπου η συνείδησή μας, όπως είναι γνωστό, δεν εισχωρεί. Οι συγγραφείς όμως έχουν την υποχρέωση, όσο αυτό είναι μέσα στις δυνάμεις τους, να διακηρύξουν και να διασαφηνίσουν τη σύγκρουση αυτή. Διαθέτουν την απαραίτητη έλλειψη τακτ και είναι αρκετά ατίθασοι ώστε με κάποιο τρόπο να αποκαλύψουν αυτή την παρόρμηση του θανάτου, αποφεύγοντας τους κανόνες της αυτοσυντήρησης: ή, πιο απλά, μη ικανοποιώντας πια το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Η ελευθερία λοιπόν είναι μία αυτοκαταστροφική απόπειρα δολοφονίας του συντηρητισμού. Η ελευθερία δεν μπορεί να διακηρυχθεί παρά μόνο διαμέσου ενός μικρού ή μεγάλου μαρτυρίου. Και κάθε μάρτυρας βασανίζει τον εαυτό του μέσω του δικού του συντηρητικού δημίου.

Πηγή: https://www.bibliotheque.gr/article/8053

Σάββατο 28 Αυγούστου 2021

Pier Paolo Pasolini-Μόνο με την άρνηση προκόβεις


Η άρνηση αποτελούσε ανέκαθεν συμπεριφορά ουσιώδη. Οι άγιοι, οι ερημίτες, αλλά ακόμα και οι διανοούμενοι: οι λίγοι, τέλος πάντων, που έγραψαν ιστορία, είναι όσοι είπαν όχι – δεν είναι οι αυλικοί και οι βοηθοί των καρδιναλίων. Αλλά για να λειτουργήσει η άρνηση, πρέπει να είναι μεγάλη, όχι μικρή· πρέπει να είναι συνολική, όχι απλώς στο τάδε ή στο δείνα σημείο· πρέπει να είναι «παράλογη» και να μη την αντέχει η κοινή λογική.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Τετάρτη 16 Ιουνίου 2021

Pier Paolo Pasolini-[άτιτλο]



Χωρίς εσένα επέστρεφα, σαν μεθυσμένος,
δεν μπορώ πλέον να είμαι μόνος το βράδυ
όταν τα κουρασμένα σύννεφα εξαφανίζονται
στο αβέβαιο σκοτάδι.
Χίλιες φορές ήμουν τόσο μόνος
σε όλη μου τη ζωή, και χίλιες όμοιες βραδιές
το γρασίδι και τα βουνά κρύβουν απ’ τα μάτια μου
την εξοχή, τα σύννεφα.
Μόνος ολημερίς, κι ύστερα μέσα στη σιωπή
της μοιραίας βραδιάς. Και τώρα, μεθυσμένος,
επιστρέφω χωρίς εσένα και στο πλευρό μου
υπάρχει μόνο ο ίσκιος μου.
Και θα μου λείψεις χιλιάδες φορές,
και μετά για πάντα. Δεν μπορώ να φρενάρω
αυτή την αγωνία που ανεβαίνει στο στήθος.
Να είμαι μόνος.
Πιέρ Πάολο Παζολίνι - ΡΩΜΑΪΚΕΣ ΝΥΧΤΕΣ
Μετάφραση - Επιλεγόμενα: Σωτήρης Παστάκας
κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bibliotheque

Σάββατο 6 Μαρτίου 2021

Pier Paolo Pasolini - Κοινωνικό άσμα


Τα μάγουλά τους ήταν δροσερά και τρυφερά

Κι ίσως να τους τα είχαν φιλήσει για πρώτη φορά.

Αν τους έβλεπες τις πλάτες, όταν τις γύριζαν

Για να επιστρέψουν στο νεανική αγέλη, έδειχναν μεγαλύτεροι,

Με τα παλτά ριγμένα πάνω σε καλοκαιρινά παντελόνια.

Η φτώχεια τους έκανε να ξεχνάνε πως είναι βαρυχειμωνιά.

Οι γάμπες στραβές κι οι γιακάδες ξηλωμένοι, ίδιοι

Με τους μεγαλύτερους αδελφούς τους, κι ήδη απαξιωμένους

Πολίτες. Αυτοί ωστόσο θα παραμείνουν για κανά δυο χρονάκια

Εκτός συναγωνισμού. Τίποτα δεν μπορεί να σε προσβάλλει,

Σε όποιον δεν μπορείς να τον αποτιμήσεις. Όσο και να το κάνουν

Με τόση, απίστευτη φυσικότητα, άλλο τόσο προσφέρονται στη ζωή.

Και η ζωή με τη σειρά της τους αποζητάει. Φαίνονται και είναι έτοιμοι!

Ανταποδίδουν τα φιλιά, γεύονται το καινούριο.

Φεύγουν μετά, ατσαλάκωτοι όπως ήρθαν.

Επειδή όμως εμπιστεύονται απόλυτα αυτή τη ζωή

Που τους αγαπάει όλους,

Δίνουν όρκους γεμάτους ειλικρίνεια, υπόσχονται

Ένα προσεχές μέλλον γεμάτο αγκαλιές αν όχι και φιλιά.

Ποιος θα κάνει την επανάσταση-αν είναι να γίνει-

Εκτός από αυτά τα παιδιά; Πέστε το: είναι

Έτοιμα,

Όλα με τον ίδιο τρόπο, έτσι όπως σε αγκαλιάζουν,

Έτσι όπως σε φιλούν, με την ίδια μυρωδιά στα μάγουλα.

Το πιστεύω τους όμως δεν θα θριαμβεύσει στον κόσμο.

Ο κόσμος το έχει ήδη καταδικάσει στην αφάνεια.


Πηγές: Ατέχνως

& https://el.wikipedia.org

Έρευνα-σκέψεις: Αγγελική Καραπάνου

Pier Paolo Pasolini - Μια απελπισμένη ζωντάνια


[VIII]

«Ήρθα στον κόσμο την εποχή
Της Αναλογικής.
Δούλεψα
Σ’ αυτό τον τομέα σαν μαθητευόμενος.
Ύστερα ήρθε η Αντίσταση
Κι εγώ
Αγωνίστηκα με τα όπλα της ποίησης.
Αποκατέστησα τη Λογική, και ήμουνα
Ένας πολιτικός ποιητής.
Τώρα είναι η εποχή
Της Ψυχαγωγικής.
Μπορώ να γράφω μόνο προφητεύοντας
Συνεπαρμένος με τη Μουσική
Από περίσσεμα σπόρου ή συμπόνιας».

«Αν τώρα επιβιώνει η Αναλογική
Κι έχει περάσει η μόδα της Λογικής
(μαζί κι η δικιά μου:
Κανείς δε μου ζητά πια ποίηση), υπάρχει
Η Ψυχαγωγική
(εις πείσμα της Δημαγωγίας
Που πάντα είναι περισσότερο κυρία
Της καταστάσεως).
Γι’ αυτό
Μπορώ να γράφω για Θέματα και Θρήνους
Ακόμη και Προφητείες
Σαν πολιτικός ποιητής, α, ναι, πάντα!».

«Όσο για το μέλλον, άκου:
Οι γιοι σου οι φασίστες
Θ’ απλώσουνε πανιά
Για τους κόσμους της Νέας Προϊστορίας.
Εγώ θα στέκομαι εκεί,
Σαν κάποιος που ονειρεύεται το χαμό του
Στις όχθες της θάλασσας
Απ’ όπου ξεκινά η ζωή.
Μόνος, ή σχεδόν μόνος, στην παλιά παραλία
Ανάμεσα σε χαλάσματα αρχαίων κοινωνιών,
Τη Ραβέννα
Την Όστια, ή την Βομβάη – είναι το ίδιο –
Με θεούς που ξεφλουδίζουν, προβλήματα παλιά
Όπως η πάλη των τάξεων –
Που
Διαλύονται…
Σαν ένας παρτιζάνος
Που πέθανε πριν το Μάη του ‘45
Θ’ αρχίσω σιγά σιγά ν’ αποσυντίθεμαι
Μέσα στο εκτυφλωτικό φως αυτής της θάλασσας,
Ποιητής και πολίτης ξεχασμένος».

ΙΧ

(επίλογος)
«Ω Θεέ μου, μα τότε τι έχετε στο ενεργητικό σας;…»
«Εγώ; – (ένα τραύλισμα, ο άθλιος δεν πήρα το ηρεμιστικό,
Τρέμει η φωνή μου σαν άρρωστου παιδιού) –
Εγώ; Μια απελπισμένη ζωντάνια».

Από τη συλλογή “Ποίηση σε σχήμα τριαντάφυλλου”, Εκδόσεις Τυπωθήτω.

Mετάφραση: Ανδρέας Ριζιώτης

Pier Paolo Pasolini-Προφητεία

 





Στον Ζαν -Πωλ Σάρτρ που μου διηγήθηκε
την ιστορία του Αλή με τα Γαλάζια Μάτια .




΄Ηταν στον κόσμο ένας γιος
και μια μέρα πήγε στην Καλαβρία :
ήταν καλοκαίρι και ήσαν
αδειανά τα χαμόσπιτα ,
καινούργια , σαν από ζαχαρωτό ψωμί ,
από παραμύθια με νεράιδες στο χρώμα
των περιττωμάτων . Αδειανά . Σαν χοιροστάσια χωρίς χοίρους ,
στο κέντρο κήπων χωρίς πρασινάδα χωραφιών χωρίς χώμα ,
καναλιών χωρίς νερό . Καλλιεργημένες από φεγγάρι οι πεδιάδες .
Βλαστάρια μεγαλωμένα μέσα από στόματα σκελετών . ΄Ο άνεμος
απ' το Ιόνιο ανακάτευε άχυρα μαύρα
όπως στα όνειρα τα προφητικά :
και η σελήνη , στο χρώμα των περιττωμάτων  ,
καλλιεργούσε χωράφια
που ποτέ δεν αγάπησε το καλοκαίρι .
Και ήταν η εποχή του γιου
που τούτη η αγάπη μπορούσε
ν' αρχίσει , και δεν άρχισε .
Ο γιος είχε μάτια
από καμένο άχυρο , μάτια
χωρίς φόβο , και τα είδε όλα
όσα ήταν στραβά : τίποτε
δε γνώριζε από γεωργία ,
από μεταρρυθμίσεις , από τους
συνδικαλιστικούς αγώνες , από Κοινωφελή Ιδρύματα ,
αυτός . Είχε όμως εκείνα τα μάτια .
Η τραγική σελήνη του κατάφωτου ήλιου
ήταν εκεί , για να καλλιεργήσει
εκείνα τα πέντε , εκείνα τα είκοσι χιλιάδες
εκτάρια σπαρμένα με νεραιδόσπιτα
της εποχής της τηλεόρασης ,
χοιροστάσια από ζαχαρωτό ψωμί , για μιαν
αξιοπρέπεια  ιμιτασιόν , από τον κόσμο των αφεντικών .
Μα δεν μπορεί κανείς να ζήσει εκεί . Αχ , για πόσον καιρό
ακόμα ο εργάτης του Μιλάνου θα αγωνιστεί
με τόσο μεγαλείο για το μισθό του ?
Τα καμένα μάτια του γιου ,
στο φεγγαρόφωτο , μέσα στα τραγικά εκτάρια ,
βλέπουν αυτό που δεν γνωρίζει ο απόμακρος
αδελφός του Βορρά . ΄Ηταν η εποχή
που μια νέα χριστιανοσύνη
περιόριζε στο ημίφως τον κόσμο
του κεφαλαίου : μια ιστορία τελείωνε
σ' ένα σούρουπο όπου συνέβαιναν
τα γεγονότα , στον τελειωμό και στη γέννηση
γνωστά και άγνωστα . ΄Ομως ο γιος
έτρεμε από θυμό την ημέρα
της δικής του ιστορίας : τον καιρό
που ο Καλαβρέζος χωριάτης
τα γνώριζε όλα , για τα χημικά λιπάσματα ,
για τους συνδικαλιστικούς αγώνες , για τα καμώματα
των Κοινωφελών Ιδρυμάτων , για τη
Δημαγωγία του κράτους
και για το Κομμουνιστικό Κόμμα ...;
...; κι έτσι είχε εγκαταλείψει
τα χαμόσπιτά του τα καινούργια
σα χοιροστάσια δίχως χοίρους ,
σε ξέφωτα στο χρώμα των περιττωμάτων ,
κάτω από στρογγυλές βουνοκορφούλες
με θέα προς το προφητικό Ιόνιο .
Τρεις χιλιετίες εξαφανίστηκαν
όχι τρεις αιώνες , όχι τρία χρόνια , και ξανά στον μολυσμένο
με ελονοσία αέρα
πλανιόταν η αναμονή των Ελλήνων αποίκων .
΄Αχ , για πόσο ακόμη , εργάτη του Μιλάνου ,
θα αγωνίζεσαι μόνο για το μισθό ?
Δεν βλέπεις πως ετούτοι εδώ θα σε λατρέψουν ?
Σχεδόν σαν ένα αφεντικό .
Θα σου ' φερναν απάνω ,
από την αρχαία τους περιοχή ,
φρούτα και ζώα , τα σκοτεινά τους
φετίχ , να τα καταθέσουν
με περηφάνια τελετουργική
στις καμαρούλες  σου του 1900 ,
ανάμεσα στο ψυγείο και την τηλεόραση ,
γοητευμένοι από τη θεοτητά σου ,
Εσύ , των Επιτροπών Διοίκησης ,
εσύ , της Συνομοσπονδίας των εργατών , θεότητα σύμμαχος ,
στον θαυμαστό ήλιο του Βορρά .
Στη Γη τους με τις
φυλές τις διαφορετικές , η σελήνη καλλιεργεί
μιαν εξοχή που εσύ
μάταια τους προμήθεψες .
Στη Γη τους με τα Κατοικίδια
Ζώα , η σελήνη είναι η δασκάλα των ψυχών που εσύ
έχεις μάταια εκσυγχρονίσει . ΄Α , μα ο γιος γνωρίζει :
η χάρη της γνώσης
είναι ένας άνεμος που αλλάζει κατεύθυνση , στον ουρανό .
΄Ισως τώρα φυσάει από την Αφρική
κι εσύ αφουγκράζεσαι αυτό που από τη χάρη ο γιος γνωρίζει .
( ΄Αν δε χαμογελάει είναι γιατί η ελπίδα γι' αυτόν
δεν ήταν το φως , παρά η λογική .
Και το φως του αισθήματος
της Αφρικής , που αναπάντεχα
σκουπίζει στη Καλαβρία , ας είναι
ένα σημάδι χωρίς νόημα , που αξίζει
για το μέλλον ! ) . Να :
εσύ θα πάψεις να αγωνίζεσαι
για το μισθό και θα οπλίσεις
το χέρι των Καλαβρέζων .
Ο Αλή με τα Γαλάζια Μάτια ,
ένας από τους τόσους γιους των γιων ,
θα κατέβεί από το Αλγέρι , πάνω σε καράβια
με πανιά ή με κουπιά . Θα είναι
μαζί του χιλιάδες άνθρωποι
μικρόσωμοι και με τα μάτια
των φτωχών σκύλων των πατεράδων
πάνω στις βάρκες τις φτιαγμένες στα Βασίλεια της Πείνας .
Θα φέρουν μαζί  τους τα μωρά ,
το ψωμί και το τυρί , στα λαδόχαρτα της Δευτέρας του Πάσχα .
Θα φέρουν τις γιαγιάδες και τα γαιδούρια ,
πάνω στις τριήρεις τις κλεμένες στα αποικιακά λιμάνια .
Θα ξεμπαρκάρουν στον Κρότωνα , στο Πάλμι ,
κατά εκατομμύρια , ντυμένοι με ασιατικά
κουρέλια και με αμερικάνικα πουκάμισα .
Μεμιάς οι Καλαβρέζοι θα πουν ,
όπως αλήτες σε αλήτες :
<< Να οι παλιοί αδελφοί ,
με τους γιους και με το ψωμί και το τυρί ! >>
Από τον Κρότωνα και το Πάλμι θ' ανεβούν
στη Νεάπολη , κι από κει στη Βαρκελώνη ,
στη Θεσσαλονίκη και στη Μασσαλία ,
στις Πολιτείες της Διαφθοράς .
Ψυχές και άγγελοι , ποντίκια και ψείρες ,
με σπέρμα της Αρχαίας Ι στορίας ,
θα πετάξουν μπροστά στους νέγρους .
Αυτοί πάντα ταπεινοί
αυτοί πάντα αδύναμοι
αυτοί πάντα φοβισμένοι
αυτοί πάντα κατώτεροι
αυτοί πάντα ένοχοι
αυτοί πάντα υπήκοοι
αυτοί πάντα μικροί ,
αυτοί , που δε θέλησαν ποτέ να γνωρίσουν ,
αυτοί που είχαν μάτια μόνο για να παρακαλούν ,
αυτοί που έζησαν σα δολοφόνοι κάτω από τη γη ,
αυτοί που έζησαν σα ληστές ,
στο βάθος της θάλασσας , αυτοί που έζησαν σαν τρελοί
στη μέση τ' ουρανού ,
αυτοί που φτιάξανε
νόμους έξω από το νόμο ,
αυτοί που προσαρμόστηκαν
σ' έναν κόσμο κάτω από το κόσμο
αυτοί που πίστεψαν
σ' έναν Θεό δούλο του Θεού ,
αυτοί που τραγούδησαν
στις σφαγές των βασιλιάδων ,
αυτοί που χάρεψαν
στους πολέμους των αστών ,
αυτοί που προσευχήθηκαν
στους εργατικούς αγώνες ...;
...;καταθέτοντας την τιμιότητα
των χωριάτικων θρησκειών ,
ξεχνώντας την τιμή
του υποκόσμου ,
προδίνοντας την ειλικρίνεια
των βαρβαρικών λαών ,
πίσω από τους δικούς τους Αλή με τα Γαλάζια
Μάτια  -  θα βγουν κάτω απ' τη γη για να ληστέψουν -
θ' ανέβουν από το βάθος της θάλασσας για να σκοτώσουν -
θα κατέβουν από τα ύψη τ' ουρανού
για ν' αρπάξουν -  και για να μάθουν στους συντρόφους
εργάτες τη χαρά της ζωής -
για να μάθουν στους αστούς
τη χαρά της ελευθερίας -
για να μάθουν στους χριστιανούς
τη χαρά του θανάτου
-  θα καταστρέψουν τη Ρώμη
και πάνω στα ερείπιά της
θα καταθέσουν το σπόρο
της Αρχαίας  Ιστορίας .
΄Υστερα με τον Πάπα και με κάθε άγιο μυστήριο
θα πάνε σαν τους τσιγγάνους
τον ανήφορο προς τη Δύση και με τον Βορρά
με τις κόκκινες σημαίες
του Τρότσκι να κυματίζουν ...

Μετάφραση :  Ανδρέας Ριζιώτης