Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Baudelaire Charles. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Baudelaire Charles. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 18 Αυγούστου 2025

Charles Baudelaire - Επιγραφή για ένα βιβλίο καταδικασμένο

 Αναγνώστη ειρηνικέ και βουκολικέ,

Συγκρατημένε κι αφελή άνθρωπε του καλού,

Πέταξε αυτό το κρόνιο βιβλίο,

Τ’ οργιακό και μελαγχολικό.


Αν δεν έκανες τη ρητορική σου

Στο Σατανά, το δόλιο πρύτανη,

Πέταξέ το! δε θα καταλάβεις τίποτε

Ή, θα με νομίσεις υστερικό.


Αλλά αν, χωρίς ν’ αφεθείς στη γοητεία,

Το βλέμμα σου ξέρει να βυθίζεται στα βάραθρα,

Διάβασέ με, για να μάθεις να μ’ αγαπάς˙


Ψυχή περίεργη που υποφέρεις

Και πορεύεσαι αναζητώντας τον παράδεισό σου,

Λυπήσου με !… αν όχι, σε καταριέμαι!


Μετάφραση: Δέσπω Καρούσου

Τρίτη 27 Μαΐου 2025

Charles Baudelaire - Η Κλάρα η πουτάνα


Χτυπάει βαριά των άστρων την καμπάνα

Με τα ξανθά της -σείστρο- αποχτενίδια

Στα βρώμικα γερμένη τα στρωσίδια

Η Κλάρα η ετοιμοθάνατη πουτάνα.


Κι είναι η ώρα πέντε παρά κάτι

Ώρα π’ ανοίγει του Θεού το μάτι.


Θεέ των πόρνων παίρνε όποιον πεθαίνει

Χωρίς ποτέ του πρίμο αέρα νά ‘βρει

Τη νύχτα ακόμα στην αχλή τη μαύρη

Πριχού να δει στη φέξη πού πααίνει.


μετ. Άρης Δικταίος

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2025

Charles Baudelaire - Μεθύστε

 


                                                  Διάφανα Κρίνα - Μεθύστε

Μεθύστε


Πρέπει να 'σαι πάντα μεθυσμένος.

Εκεί είναι όλη η ιστορία: είναι το μοναδικό πρόβλημα.

Για να μη νιώθετε το φριχτό φορτίο του Χρόνου

που σπάζει τους ώμους σας και σας γέρνει στη γη,

πρέπει να μεθάτε αδιάκοπα. 

Αλλά με τι;

Με κρασί, με ποίηση ή με αρετή, όπως σας αρέσει.

Αλλά μεθύστε.


Και αν μερικές φορές, στα σκαλιά ενός παλατιού,

στο πράσινο χορτάρι ενός χαντακιού,

μέσα στη σκυθρωπή μοναξιά της κάμαράς σας ξυπνάτε, 

με το μεθύσι κιόλα ελαττωμένο η χαμένο.

Ρωτήστε τον αέρα, το κύμα, το άστρο, το πουλί, το ρολόι,

το κάθε τι που φεύγει, το κάθε τι που βογκά,

το κάθε τι που κυλά, το κάθε τι που τραγουδά.

Ρωτήστε τι ώρα είναι.

Και ο αέρας, το κύμα, το άστρο, το πουλί, το ρολόι,

θα σας απαντήσουν:


Είναι η ώρα να μεθύσετε!


Για να μην είσαστε οι βασανισμένοι σκλάβοι του Χρόνου.

Μεθύστε, μεθύστε χωρίς διακοπή!


Με κρασί, με ποίηση ή με αρετή.

Όπως σας αρέσει.

......................................................................................................................................................................

Μεθύστε


Πρέπει να είσαστε συνέχεια μεθυσμένοι. Όλα είναι εκεί : αυτό είναι το μοναδικό θέμα . Για να μην αισθάνεσθε το φριχτό βάρος του Χρόνου που συντρίβει τους ώμους σας και σας γέρνει προς τη γη, πρέπει να μεθάτε χωρίς σταματημό.
Αλλά με τι ; Με κρασί , με ποίηση ή με αρετή , με ό,τι σας κάνει κέφι. Όμως μεθύστε.
Και αν καμιά φορά στα σκαλοπάτια ενός μεγάλου παλατιού, πάνω στο πράσινο χορτάρι μιας τάφρου, μέσα στη σκυθρωπή μοναξιά του δωματίου σας, ξυπνήσετε και το μεθύσι έχει ήδη εξαφανιστεί, ρωτήστε τον άνεμο, το κύμα, το άστρο, το πουλί ,το ρολόι, όλα αυτά που φεύγουν, όλα αυτά που βογκούν, όλα αυτά που κυλούν, όλα αυτά που τραγουδούν, όλα αυτά που μιλούν, ρωτήστε τι ώρα είναι …και ο άνεμος, το κύμα, το άστρο, το πουλί, το ρολόι, θα σας απαντήσουν: –είναι η ώρα για να μεθύσετε ! Για να μην είστε πια οι σκλάβοι οι μαρτυρικοί του Χρόνου, μεθύστε… μεθύστε χωρίς σταματημό ! Με κρασί, με ποίηση ή με αρετή, με ό,τι σας κάνει κέφι.
.

Μετάφραση : Κώστας Ριτσώνης

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2025

Charles Baudelaire - Σε κάποια πολύ εύθυμη

 Η κεφαλή σου, η κίνηση, η θωριά σου,

είν’ όμορφα ως τοπίο εαρινό

Παίζει το γέλιο μέσ’ τα μάγουλα σου

σα δροσαγέρι σε λαμπρό ουρανό!


Στο διάβα σου οι βαρύθυμοι διαβατές

στέκουν, θαμπώνονται απ’ την τόση υγεία,

που σα φωταύγεια ξεπηδά απ τις πλάτες

κι απ τα λευκά σου μπράτσα τα γυμνά!


Τ’ ανοιχτά χρώματα κ’ η ποικιλία που

να ’χει θες κάθε σου φορεσιά,

φέρνουν στων ποιητών τη φαντασία

λουλουδινου χορού τη ζωγραφιά.


Κάθε σου παρδαλότρελο φουστάνι

το παρδαλό σου μοιάζει το μυαλό·

θεότρελη που μ’ έχεις ξετρελάνει,

σε μισώ τόσο όσο και σ’ αγαπώ!


Κάποτε μέσα σ’ ένα ωραίο κήπο

την ατονία μου σέρνοντας βαριά,

ένιωσα σα μιας ειρωνείας χτύπο

να μου ξεσκίζει ο ήλιος την καρδιά.


Κ’ η άνοιξη, τα πράσινα της πλούτη

μου ταπείνωσαν τόσο την ψυχή,

ξεδικήθηκα σ’ ένα άνθος τούτη

της φύσης την αυθάδεια τη σκληρή!

 

Το ίδιο θα ’θελα μια νύχτα τώρα

στου ωραίου σου κορμιού τους θησαυρούς,

όταν των ηδονών σημαίνει η ώρα

άναντρα να συρθώ, σιγά σ’ αυτούς;


τη σάρκα σου τη χαρωπή να τιμωρήσω,

να σου μαράνω των στηθιών σου τη δροσιά,

και τον κατάπληχτο λαγώνα σου να σκίσω,

ν’ ανοίξω πάνω μια πληγή πλατειά, βαθειά,


κι ω γλύκα που τρομάρας φέρνει ζάλη!

μέσα στα χείλη τα καινούρια αυτά,

πιο λαμπερά στο χρώμα και στα κάλλη,

να χύσω το φαρμάκι μου, κυρά!


μετάφραση: Γιώργος Σημηριώτης

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2025

Charles Baudelaire-Οι μεταμορφώσεις της αιματορουφήχτρας

 Les Métamorphoses du vampire

La femme cependant, de sa bouche de fraise,

En se tordant ainsi qu’un serpent sur la braise,

Et pétrissant ses seins sur le fer de son busc,

Laissait couler ces mots tout imprégnés de musc:


— «Moi, j’ai la lèvre humide, et je sais la science

De perdre au fond d’un lit l’antique conscience.

Je sèche tous les pleurs sur mes seins triomphants,

Et fais rire les vieux du rire des enfants.


Je remplace, pour qui me voit nue et sans voiles,

La lune, le soleil, le ciel et les étoiles!

Je suis, mon cher savant, si docte aux voluptés,

Lorsque j’étouffe un homme en mes bras redoutés,


Ou lorsque j’abandonne aux morsures mon buste,

Timide et libertine, et fragile et robuste,

Que sur ces matelas qui se pâment d’émoi,

Les anges impuissants se damneraient pour moi!»


Quand elle eut de mes os sucé toute la moelle,

Et que languissamment je me tournai vers elle

Pour lui rendre un baiser d’amour, je ne vis plus

Qu’une outre aux flancs gluants, toute pleine de pus!


Je fermai les deux yeux, dans ma froide épouvante,

Et quand je les rouvris à la clarté vivante,

À mes côtés, au lieu du mannequin puissant

Qui semblait avoir fait provision de sang,


Tremblaient confusément des débris de squelette,

Qui d’eux-mêmes rendaient le cri d’une girouette

Ou d’une enseigne, au bout d’une tringle de fer,

Que balance le vent pendant les nuits d’hiver.


Οι μεταμορφώσεις της αιματορουφήχτρας


Τότε η γυναίκα με τ’ αβρά χείλη τα φραουλένια

σα φίδι από σε κάρβουνα άναφτα στριφογυρνώντας,

και μέσα στο στηθόδεσμο τα στήθια της ζουλώντας,

άφινε τέτοια να κυλούν λόγια μοσχομελένια:


-«Έχω τα χείλη εγώ υγρά, και ξέρω τρόπους, κάτι

που σβήνει θύμησες παλιές μέσ’ το βαθύ κρεβάτι.

Στεγνώνω όλα τα δάκρυα στα ορθά μου στήθια πάνω,

και να γελούνε σαν παιδιά τους γέρους εγώ κάνω.


Κ’ έχω γι’ αυτόν που θα με δει ολόγυμνη, τη χάρη.

να γίνουμαι ήλιος κι ουρανός κι αστέρια και φεγγάρι!

Και τόση, αγαπητέ σοφέ, γλύκα και τέχνη βάζω,

άντρα στα βελουδένια μου μπράτσα σαν αγκαλιάζω.


ή σα μου δίνουν δαγκωνιές στα στήθη μου τα ωραία, που

ντροπαλή κι αδιάντροπη, αδύναμη ή γενναία,

πάνω σ’ αυτά τα στρώματα τα ποθοπλανταγμένα,

θα ’κανα να κολάζουνται κ’ οι Άγγελοι για μένα!»


Και το μεδούλι ως βύζαξεν όλο απ’ τα κόκκαλά μου.

και λαγγεμένος έστρεψα σ’ εκείνη τη ματιά νευρόσπαστο

που σειόταν

και λες πως αίμα μέσα του πολύ προμηθευόταν.


κάτι ξεσκλείδια σκελετού τρέμανε τιποτένια,

που τρίζανε στριγγά καθώς ανεμοδούρα, μόνα,

ήσαν ταμπέλα κρεμαστή σε βέργα σιδερένια

που την κουνούν οι αγέριδες στις νύχτες του χειμώνα.


μετάφραση: Γιώργος Σημηριώτης

[έχει παραλείψει μία στροφή]


Θάνος Ανεστόπουλος - Οι μεταμορφώσεις της αιματορουφήχτρας (Σαρλ Μπωντλαίρ) (19-11-2013)

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2024

Charles Baudelaire - Τρία ποιήματα

 Ο Εχθρός

Μια καταιγίδα η νιότη μου ήταν σκοτεινιασμένη,

που τήνε σκίζει εδώ κι εκεί φωτός αναλαμπή•

στον κήπο μου οι νεροποντές τη γύμνια έχουν σπαρμένη,

και του έχουν μείνει λιγοστοί ροδόχρωμοι καρποί.


Να, το χινόπωρο άγγιξα των ιδεών, κι ακόμα

το φτιάρι και το δίκρανο θα πάρω μια φορά,

κι απ’ την πλημμυρισμένη γη, μαζεύοντας το χώμα,

θα κλειώ τις τρύπες που άνοιξαν σαν τάφους τα νερά.


Κι οι νέοι ανθοί του ονείρου μου, ποιος ξέρει αν βρούνε πάλι

στο χώμα αυτό που πλύθηκε σαν άμμο στ’ ακρογιάλι

κρύφια τροφή να πάρουνε, δύναμη κι ευωδιά.


Ω, αλίμονο, ω αλίμονο, τη ζωήν ο Χρόνος κλέβει

κι ολοένα ο Σκοτεινός Εχθρός, που τρώει μας την καρδιά,

απ’ το αίμα που εμείς χάνουμε ορθώνεται κι αντρειεύει!


Ο Δον Ζουάν στον Άδη

Όταν κατέβη ο Δον Ζουάν στη λίμνη του Άδη κάτου,

και τα πορθμεία στο Χάροντα είχε πληρώσει πια,

ένας ζητιάνος ζοφερός κι άγριος στη ματιά του

στα χέρια του εκδικητικά παίρνει τα δυο κουπιά.


Τ’ανοιχτά δείχνουν ρούχα τους, το κρεμαστό τους στήθος

γυναίκες τριγυρίζοντας κατ’ απ’ το σκοτεινό

στερέωμα, και – σαν από θύματα εκούσια πλήθος –

ξοπίσω του ένα μούγγρισμα σέρνουνε μακρινό.


Ο Σγαναρέλος, είρωνας, ζητάει τα δάνειά του

κι ο Δον Λουί σηκώνοντας χέρι γεροντικό

έδειχνε σ’ όλους τους νεκρούς που γύριζαν κει κάτου

το γιο, που χλεύασε το μέτωπό του το λευκό.


Κατ’ απ’ το πένθος της η ισχνή Ελβίρα ανατριχιάζει,

πλάι στον άπιστο άντρα της και τον αγαπητό,

κι ένα στερνό χαμόγελο σα να γυρεύει μοιάζει,

που ν’χει τη γλυκύτητα του πρώτου όρκου αυτό.


Ένας πετρένιος άνθρωπος, ολόρθος στη στολή του

μπρος στο τιμόνι στέκουνταν κι έκοβε το νερό•

μα ο ήρωας ατάραχος, γυρμένος στο σπαθί του

στα γύρω του ακατάδεκτος, κοιτούσε τον αφρό.


Η ραγισμένη καμπάνα

Είναι μια γλύκα, μια πικρή, στις νύχτες τις χειμερινές:

Κοντά στα ξύλα της φωτιάς που τρίζοντας καπνίζουν,

ν’ακούς αγάλι νά’ρχονται οι ανάμνησες οι μακρινές

στους ήχους που τα σήμαντρα τραγουδιστά σκορπίζουν.


Καλότυχο το σήμαντρο με τον ανόθευτο χαλκό

που, μ’όλα του τα γηρατειά, βαστάει καλά η λαλιά του,


και ρίχνει γύρω του πιστά τον ήχο το θρησκευτικό,

σα στρατιώτης γέροντας, άγρυπνος στη σκοπιά του.


Κι η ραϊσμένη μου ψυχή, σαν από πλήξη σκιάζει,

σκορπίζει τα τραγούδια της στον κρύο αέρα της νυχτός,


μα ο ήχος της απλώνεται αδύνατος κι αποσβηστός.


Και με το ρόγχο τον πυκνό ενός λαβωμένου μοιάζει

που, κάτω από σωρό νεκρών και πλάι σε λίμνη μ’ αίματα,

λησμονημένος ξεψυχά μες στα χαροπαλέματα.


Μετάφραση: Μήτσος Παπανικολάου


Πηγή: https://edromos.gr/me-ochima-tin-poiisi-sarl-mpontlair-1821-1867-4/

Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2024

Charles Baudelaire - Τα παράθυρα


Εκείνος που κοιτάζει έξω μέσα από ένα ανοιχτό παράθυρο, ποτέ δεν βλέπει τόσα όσα εκείνος που ένα κλειστό παράθυρο κοιτάζει. Τίποτα πιο βαθύ, πιο μυστηριακό, πιο μεστό, πιο ερεβώδες, πιο εκθαμβωτικό από ένα παράθυρο που φωτίζει ένα κερί. Όσα βλέπουμε κάτω απ’ το φως του ήλιου είναι λιγότερο ενδιαφέροντα απ’ όσα ξετυλίγονται πίσω από ένα τζάμι.
Μέσα σ’ αυτή την τρύπα μαύρη ή φωτεινή υπάρχει ζωή, ονειρεύεται η ζωή, υποφέρει η ζωή.
Πέρα απ’ τις στέγες των σπιτιών που κυματίζουν, διακρίνω μιαν ώριμη γυναίκα, γεμάτη ήδη με ρυτίδες, φτωχή, πάντα σκυμμένη πάνω από κατιτί. Ποτέ δεν βγαίνει έξω. Από το πρόσωπο της, από τα ρούχα της, από τις κινήσεις της, με πολύ λίγα πράγματα, ξανάφτιαξα την ιστορία  αυτής της γυναίκας, ή μάλλον το μύθο της. Που και που τη διηγούμαι στον εαυτό μου και κλαίω.
Με ένα φτωχό γέρο θα μπορούσα να κάνω το ίδιο, να ξαναφτιάξω τη δική του ιστορία με την ίδια ευκολία.
Κοιμάμαι γεμάτος περηφάνια που έζησα και υπέφερα μέσα από κάποιους άλλους.
Ίσως μου πείτε: «Είσαι σίγουρος πως αυτή η ιστορία είναι αληθινή;» Τι σημασία έχει ποιά είναι η πραγματικότητα τοποθετημένη έξω από εμένα, αν με βοήθησε να ζήσω, να αισθανθώ ότι υπάρχω κι ότι είμαι αυτό που είμαι;

  (Μικρά ποιήματα σε πρόζα, 1869)
μετ. Βασιλεία Πλαστήρα

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024

Charles Baudelaire - Ο Αυτοτιμωρούμενος

 Να σε χτυπήσω διχως οργή

Δίχως μίσος, σα χασάπης,

σαν το Μωυσή το βράχο!

Θα κάνω απ' το βλέφαρό σου


Για να ποτίσω τη Σαχάρα μου

Ν'αναβλύσουν του πόνου τα ύδατα.

Ο πόθος μου. θρεμμένος μ' ελπίδα,

Στ' αλμυρά δάκρυά σου θα επιπλεύσει


Σαν πλοίο που στο πέλαγος ξανοίγεται,

Και στην καρδιά μου, που θα μεθύσουν

Οι προσφιλείς σου λυγμοί, θ' αντηχήσουν

Σαν τύμπανο που έφοδο χτυπά!


Μήπως δεν είμαι μια παράφωνη συγχορδία

Μες στη θεία συμφωνία,

Χάρις στην αδηφάγο Ειρωνεία

Που με κινεί και με δαγκώνει;


Είναι μες στη φωνή μου, τη βροντόλαλη!

Είναι όλο μου το αίμα. τούτο το μαύρο φαρμάκι!

Είμαι ο δυσοίωνος καθρέφτης

Όπου κοιτάζεται η Μέγαιρα!


Είμαι η πληγή και το μαχαίρι!

Είμαι το χαστούκι και το μάγουλο!

Είμαι τα μέλη κι ο τροχός,

Και το θύμα και ο δήμιος!


Είμαι της καρδιάς μου ο βρικόλακας,

-Ένας απ' αυτούς τους μεγάλους εγκαταλειμμένους,

Στο αιώνιο γέλιο καταδικασμένους,

Που δεν μπορούν πια να χαμογελάσουν.


Μετάφραση: Δέσπω Καρούσου


Τρίτη 16 Ιουλίου 2024

Charles Baudelaire - Άβελ και Κάιν


Φυλή του Άβελ, τρώγε, πίνε και κοιμήσου
ο Θεός σ’ εσένα γλυκά χαμογελά!
Φυλή του Κάιν, μες στη λάσπη σου κυλήσου
και ψόφα μέσα στην κακομοιριά.
Φυλή του Άβελ, το θυμίαμά σου ευφραίνει
των Σεραφείμ τη μύτη εκεί ψηλά!
Φυλή του Κάιν, η αγωνία που σε βαραίνει,
θε να τελειώσει εδώ καμιά φορά;
Φυλή του Άβελ, κοίτα: τα σπαρτά σου εσένα,
τα ζώα σου, πάν’ όλα κατ’ ευχή.
Φυλή του Κάιν, στ’ άντερά σου, λυσσασμένα
η πείνα ουρλιάζει, ως γέρικο σκυλί.
Φυλή του Άβελ, ζέσταινε συ την κοιλιά σου
στο τζάκι σου το πατριαρχικό.
Φυλή του Κάιν, σαν τσακάλι στη σπηλιά σου,
τρεμούλιαζε απ’ το κρύο το φριχτό!
Φυλή του Άβελ, ερωτεύου, γεννοβόλα!
Και το πουγκί σου όμοια γεννοβολά.
Φυλή του Κάιν, στην καρδιά σου φλόγα είν’ όλα,
μα απ’ τους μεγάλους πειρασμούς, μακριά!
Φυλή του Άβελ, όλο πλήθαινε βοσκίζεις,
σαν πάνω στο σανίδωμα οι κοριοί!
Φυλή του Κάιν, σ’ έρμους δρόμους που γυρίζεις,
σέρνε τη φαμελιά σου που θρηνεί.
——————————————————
Φυλή του Άβελ, το ψοφίμι το δικό σου,
θε να λιπάνει σαν κοπριά τη γη!
Φυλή του Κάιν, η δουλειά που ’χεις εμπρός σου,
για ’σε δεν έχει ακόμα τελειωθεί.
Φυλή του Άβελ, να ποια είναι η ντροπή σου:
το σίδερο έχει απ’ το κοντάρι νικηθεί!
Φυλή του Κάιν, ως τα ουράνια ας φτάσει η οργή σου
κι ας ρίξει το Θεό κάτω στη γη!
Κάρολος Μπωντλαίρ. μετάφραση Γιώργης Σημηριώτης

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2024

Charles Baudelaire - Κολασμένες γυναίκες


Ωσάν κοπάδι σκεφτικό γερμένες στο ακρογιάλι,
Τα μάτια στους θαλασσινούς ορίζοντες γυρνούν
Κι αγγίζοντας με χέρια και με πόδια η μια την άλλη
Από γλυκά λαγγέματα, σύγκρια πικρά, ριγούν
Κάποιες με τις καρδιές γεμάτες με εξομολογήσεις που αγαπούνε
Μακρές, στα βάθη των δασών, στον ήχο των ρυακιών,
Τα παιδικά λόγια, δειλά, τα ερωτικά λαλούνε
Το νέο το φλούδι των μικρών σκαλίζοντας δεντρών.
Άλλες, σαν καλογριές, βαριά, γαλήνια, περπατάνε
Ανάμεσα σε βράχους, μ’ οπτασίες ολομεστούς,
Ο Άγιος Αντώνιος που είδε σαν την λάβρα ν’ αναβράνε
Τους πορφυρούς των πειρασμών του ολόγυμνους μαστούς
Στων ρετσινοχειμάρων τις πυρές ανταύγειες, στα βάθη,
Στων παγανών αντρών, των κοίλων, τη σιγή,
Βοηθός να δράμεις σε καλούν, με πυρετώδη πάθη,
Βάκχε, των τύψεων των παλιών γλυκέ γαληνευτή!
Κι άλλες, όπου τα στήθη τους τα φυλαχτά αγαπούνε,
Που κρύβοντας, κάτω από τα φορέματά τους τα μακρά,
Ένα μαστίγιο μες στα μαύρα δάση , συγκερνούνε
Αφρίσματα της ηδονής και πόνων βογκητά.
Ω δαίμονες, ώ τέρατα, ώ μάρτυρες και παρθένες,
Ω της πραγματικότητας αρνήτες θαυμαστές,
Ω σεις γητεύτρες του άπειρου, μαινάδες και ιερωμένες,
Μια από τα δάκρυα ξέχειλες και μια από τις κραυγές,
Εσάς που ακολούθησε η ψυχή μου μέχρι την κόλασή σας,
Οσο κι αν σας πονώ, σας αγαπώ, αδελφές πικρές,
Για τους βουβούς σας πόνους, την δίψα την αμέρωτή σας,
Για τις μεγάλες σας γεμάτες έρωτα καρδιές!
Μετάφραση Κλέων Παράσχος
Εκδόσεις Γαβριηλίδης

Τρίτη 9 Απριλίου 2024

Charles Baudelaire - Στη μία μετά τα μεσάνυχτα

Επιτέλους! Μόνος! Δεν ακούγεται πια παρά ο ήχος από τις λιγοστές αργοπορημένες και κατάκοπες άμαξες στο βάθος της νύχτας. Για μερικές ώρες θ’ αξιωθούμε τη σιωπή, και ίσως τη γαλήνη. Επιτέλους! Η τυραννίδα του ανθρώπινου προσώπου εξαφανίζεται και δεν έχω πια να υποφέρω παρά μονάχα από τον εαυτό μου.
Επιτέλους! Είμαι επιτέλους ελεύθερος ν’ αφεθώ σ’ ένα λουτρό σκοτάδια! Πρώτα-πρώτα διπλοκλειδώνω την κλειδωνιά. Μου φαίνεται πως αυτή η επιπρόσθετη στροφή του κλειδιού θα επαυξήσει τη μοναξιά μου και θα ενισχύσει τα οδοφράγματα που με χωρίζουνε πραγματικά από τον κόσμο.
Ζωή φρικτή! Πόλη φρικτή! Ας ανακεφαλαιώσουμε, λοιπόν, την αποψινή μέρα: έχοντας δει μερικούς ανθρώπους των γραμμάτων, εκ των οποίων ο ένας με ρώτησε εάν θα μπορούσε άραγε να επισκεφτεί κανείς την Ρωσία δια ξηράς (προφανώς θεωρούσε πως επρόκειτο για νησί)· έχοντας φιλονικήσει γενναιόδωρα με τον διευθυντή κάποιας επιθεώρησης, ο οποίος σε κάθε αντίρρηση ανταπαντούσε: «Ακούστε, κύριε μου, εδώ είμαστε έντιμοι άνθρωποι» αφήνοντας να εννοηθεί πως οι συντάκτες όλων των υπολοίπων δεν είναι παρά κανάγιες· έχοντας χαιρετήσει καμιά εικοσαριά άτομα εκ των οποίων δεν γνώριζα τουλάχιστον τα δεκαπέντε· έχοντας διανείμει ισάριθμες χειραψίες κι ετούτο δίχως να έχω καν φροντίσει ν’ αγοράσω γάντια· έχοντας ανέβει, κατά τη διάρκεια μιας νεροποντής, εν μέρει για να σκοτώσω το χρόνο μου, στο δώμα μιας πόρνης που με παρακάλεσε να τη σχεδιάσω με την περιβολή της Αφροδίτης· έχοντας περάσει από έναν διευθυντή θεάτρου, ο οποίος μου είπε δίνοντάς μου τα παπούτσια στο χέρι: «Καλά θα κάνατε ν’ απευθυνθείτε στον Ζ. …είναι ο πιο βαρύς, ο πιο ηλίθιος κι ο πιο δημοφιλής από τους συγγραφείς μου, όλο και κάτι θα κερδίσετε από τη γνωριμία μαζί του. Δείτε τον κι έπειτα ξαναμιλάμε αν είναι» και ο οποίος εν συνεχεία με εκθείασε (γιατί άραγε;) για διάφορες πρόστυχες πράξεις που ουδέποτε διέπραξα και αποσιώπησε άλλες που με χαρά διέπραξα, κακούργημα φανφαρονισμού, έγκλημα εναντίον του ανθρώπινου σεβασμού· έχοντας αρνηθεί σ’ έναν φίλο μια εύκολη εξυπηρέτηση κι έχοντας δώσει συστατική επιστολή σ’ ένα υποκείμενο ολωσδιόλου γελοίο· ουφ! Εντάξει, τέλειωσε πια;
Δυσαρεστημένος απ’ όλους και κυρίως από τον εαυτό μου, θα ήθελα να μ’ αποζημιώσω και να μεθύσω λιγάκι μέσα στη μοναξιά και στη σιωπή της νύχτας. Ψυχές εκείνων που αγάπησα, ψυχές εκείνων που τραγούδησα, δώστε μου δύναμη, στηρίχτε με, πάρτε από πάνω μου το ψέμα και τις διαφθείρουσες του κόσμου αναθυμιάσεις· κι εσύ Κύριε και Θεέ μου! κάνε να γράψω δυο στίχους τουλάχιστον της προκοπής, δύο μονάχα στίχους, ώστε ν’ αποδείξω στον εαυτό μου πως δεν είμαι ο τελευταίος των τελευταίων, ο έσχατος μες στους ανθρώπους, πως δεν είμαι ακόμα χειρότερος κι από εκείνους που τόσο φρικτά καταφρονώ!
(Μετάφραση: Ζ. Δ. Αϊναλής)

Charles Baudelaire - Η εξομολόγηση του καλλιτέχνη


Πόσο αισθητό είναι το τέλος των ημερών του φθινοπώρου! Αχ! διαπεραστικό μέχρι τα κόκαλα! κι αυτό, γιατί υπάρχουν μερικοί γλυκύτατοι αισθησιασμοί που η αοριστία τους δεν αποκλείει την ένταση, κι η αιχμή του Απείρου, είναι η πιο κοφτερή.
Είναι μεγάλη η γλυκύτητα, όταν πνίγεις το βλέμμα σου στην απεραντοσύνη τ’ ουρανού και της θάλασσας! Μοναξιά, σιωπή, ασύγκριτη αγνότητα του γαλανού! ένα μικρό πανί που τρεμοπαίζει στον ορίζοντα και που με το μικρό του μέγεθος στην απομόνωσή του, μιμείται την αγιάτρευτή μου ύπαρξη, μονότονη μελωδία της φουσκοθαλασσιάς· όλ’ αυτά σκέφτονται ανάμεσά μου, ή σκέφτομαι εγώ ανάμεσά τους (γιατί μέσα στο μεγαλείο του ρεμβασμού το εγώ χάνεται γρήγορα!) σκέφτονται λέω, μουσικά και γραφικά όμως, χωρίς σοφίσματα, χωρίς συλλογισμούς, χωρίς συμπεράσματα.
Παρ’ όλα αυτά, αυτές οι σκέψεις, είτε δικές μου είναι, είτε αντανάκλαση είναι των πραγμάτων γίνονται γρήγορα πολύ έντονες. Η ενέργεια μέσα από την ηδονή γεννά μια στενοχώρια κι ένα θετικό βασάνισμα. Τα κλονισμένα νεύρα μου, μπορούν να δώσουν μονάχα κλαψούρικους και πονεμένους καρπούς.
Και τώρα, το βάθος τ’ ουρανού μ’ αφήνει κατάπληκτο. Η διαύγειά του μ’ εξοργίζει. Η ευαισθησία της θάλασσας, η ακινησία του θεάματος, μ’ επαναστατούν… Αχ! πρέπει πάντα να υποφέρει κανείς ή ν’ αποφεύγει αιώνια το ωραίο; Φύση, ανελέητη μάγισσα, θριαμβευτική μου αντίπαλος, άφησέ με! Σταμάτα να δοκιμάζεις τους πόθους και την υπερηφάνεια μου! Η μελέτη του ωραίου είναι μια μονομαχία, που κάνει τον καλλιτέχνη να φωνάζει από φόβο πριν ακόμα νικηθεί.
(Μετάφραση: Ιωάννα Ευσταθιάδη-Λάππα)

Charles Baudelaire - Αποφθέγματα


1. "‘Η πιο ωραία πονηριά του διαβόλου είναι να μας πείσει ότι δεν υπάρχει’."

2. "‘Αγάπη: η ανάγκη να φύγεις από τον εαυτό σου’."

3. "‘Δεν μπορώ να συλλάβω κάποιο τύπο ομορφιάς, στον οποίο δεν υπάρχει μελαγχολία’."

4. "‘Το κακό γίνεται πάντα χωρίς προσπάθεια, φυσικά, μοιραία. Το καλό είναι πάντα αποτέλεσμα κάποιας τεχνικής".

5. "‘Είναι πιο εύκολο να πιστέψεις στον Θεό και πιο δύσκολο να τον αγαπήσεις. Είναι πιο εύκολο να αγαπήσεις το Διάβολο και πιο δύσκολο να τον πιστέψεις."

6. "Ας είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι στον κοινό άνθρωπο, 

στην κοινή λογική, στο συναίσθημα, στην έμπνευση και στο προφανές."

7. "Το ξέφρενο πάθος για την Τέχνη είναι μια γάγγραινα που καταβροχθίζει όλα τα άλλα."

8. " Όταν ο ποιητής κυνηγάει έναν ηθικό σκοπό, περιορίζει την ποιητική του δύναμη."

9. "‘Έχω περισσότερες αναμνήσεις από όσες αν ήμουν χιλίων ετών."

10. "Να είσαι πάντα ποιητής, ακόμα και στον πεζό λόγο."

11. "Τι είναι η τέχνη; Πορνεία."


Πηγή: https://www.facebook.com/christos.toumanidis.9/posts/pfbid07D5KP4jzF34rkB7UZ9sCmUgbB4GDq1ZDkRc3YTExP7RtanfQS9BzKGPVcjsNY3nbl

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2024

Charles Baudelaire - Ο αυτοτιμωρούμενος



Δεν θάχω μίσος, αλλά ούτε δισταγμό,

Θα σε συντρίψω και θυμό δεν θάχω,

Όπως ο Μωϋσής που άνοιξε το βράχο!

Απ’ το δικό σου το λυγμό,



Θα ξεπηδήσουν της οδύνης οι πηγές

Και μ’ αυτές την έρημό μου θα ποτίσω.

Έτσι θάρρος πάλι θα αντλήσω

Από τα δικά σου δάκρυα και τις οιμωγές.



Στη συμφορά σου θ’ ανοιχτώ όπως σε πέλαγο

Θα με τραβούν οι κοπετοί σου όπως τα κύματα

Και θ’ αντηχούνε μέσα μου τα αισθήματα

Όπως οι σάλπιγγες σε μάχης σάλαγο!



Σαν παράφωνος , το ξέρω, δίχως να το θέλω,

Καταστρέφω την ουράνια συμφωνία,

Φταίει άραγε γι’ αυτό η Ειρωνεία

Που μου τρώει μέρα-νύχτα το μυαλό;



Έχει γίνει τώρα πια με τη φωνή μου ένα!

Με φαρμάκωσε παντού και ματώνω δηλητήριο!

Κάθε αυγή μου ένα μαρτύριο

Μέδουσα που με κοιτάζει με τα μάτια παγωμένα.



Είμαι η πληγή και το μαχαίρι!

Είμαι το χαστούκι και το μάγουλο μαζί,

Ο τροχός που το κορμί μου κομματιάζει,

Είμαι θύμα και του δήμιου το χέρι!



Είμαι το βαμπίρ που το αίμα της καρδιάς μου πίνει,

-Αλλά είναι τόσοι γύρω σαν κι εμένα

Δικασμένοι να γελάνε στον αιώνα

Κι ούτε για χαμόγελο να μην είναι ικανοί!



ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΑΣΣΟΣ

Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2023

Charles Baudelaire - Συνομιλία


Causerie

Vous êtes un beau ciel d'automne, clair et rose!
Mais la tristesse en moi monte comme la mer,
Et laisse, en refluant, sur ma lèvre morose
Le souvenir cuisant de son limon amer.

— Ta main se glisse en vain sur mon sein qui se pâme;
Ce qu'elle cherche, amie, est un lieu saccagé
Par la griffe et la dent féroce de la femme.
Ne cherchez plus mon coeur; les bêtes l'ont mangé.

Mon coeur est un palais flétri par la cohue;
On s'y soûle, on s'y tue, on s'y prend aux cheveux!
— Un parfum nage autour de votre gorge nue!...

Ô Beauté, dur fléau des âmes, tu le veux!
Avec tes yeux de feu, brillants comme des fêtes,
Calcine ces lambeaux qu'ont épargnés les bêtes!   

Charles Baudelaire
..................................................................................

Συνομιλία


Είσαι όμορφη σα ρόδινο του φθινοπώρου δείλι!
μα η λύπη ως κύμα μέσα μου φουσκώνει σκοτεινό,
κι αφήνει σαν πισωδρομά στ’ αράθυμά μου χείλη,
της θύμησης της πιο πικρής τον κατασταλαγμό.

– Μάταια γλυστρά το χέρι σου στου στήθους μου τα ψύχη·
καλή μου, εκείνο που ζητάει ρημάδι εγίνη πια,
απ’ της γυναίκας τ’ άγριο το δόντι και το νύχι.
Μη την καρδιά μου ψάχνεις πια, τη φάγαν τα θεριά.

Είν’ η καρδιά μου ανάκτορο απ’ όχλους ρημαγμένο·
μεθούν εκεί, σκοτώνονται, τραβιούνται απ’ τα μαλλιά!
–Μ’ από το στήθος σου άρωμα βγαίνει, το γυμνωμένο!..

Ω των ψυχών κακιά πληγή! το θες κ’ εσύ Ομορφιά!
με τα λαμπρά, τα φλογερά σου μάτια ως φωταψία,
και τα ρημάδια αυτά που άφησαν τα θηρία!

Μετάφραση: Γιώργος Σημηριώτης

Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2023

Charles Baudelaire - Ο εύθυμος νεκρός

 

Σε χώμα λιπαρό, παχύ, σαλίγκαρους γεμάτο
Θα σκάψω ο ίδιος το βαθύ κι ευρύχωρό μου μνήμα
τα γέρικά μου κόκαλα θ’ απλώσω ως τον πάτο
και θα λουστώ στην ξεγνοιασιά σαν κήτος μες στο κύμα.
Τις διαθήκες ‘γώ μισώ, μισώ και θρήνους λάβρους
παρά να ιδώ των ζωντανών τα δάκρυα να με κλάψουν
κάλλιο να κράξω πρόσχαρος τους κόρακες τους γαύρους
τριγύρω στο κουφάρι μου γλέντι αψύ ν’ ανάψουν.
Σκουλήκια! σύντροφοι τεφροί χωρίς αυτιά και μάτια
μπαίνει νεκρός καλόκαρδος στα γκρίζα σας παλάτια
φιλόσοφοι ευωχητές, τρελά παιδιά της σήψης
μέσα λοιπόν στα ερείπια μου τρυγάτε δίχως τύψεις
και πείτε μου αν απόμεινε πια βάσανο να πάθει
το νεκρό τούτο στους νεκρούς παλιόκορμο που εχάθη.
Σαρλ Μπωντλαίρ

μετάφραση Γ. Σημηριώτης)

Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2023

Charles Baudelaire - ΙΙΙ. Ανύψωση


Πάνω από βουρκάρια, πάνω από λαγκαδιές
Από βουνά και δάση, σύννεφα, θάλασσες,
Κι από τον ήλιο πιο μακριά κι απ’ τους αιθέρες
Πιο πέρα κι απ’ των κοσμικών σφαιρών τις εσχατιές,
Πνεύμα μου εσύ υψώνεσαι με τόση ευκολία
Σαν τον καλό κολυμβητή, που εκστατικός το κύμα σχίζει
Ολόχαρος μες τη βαθειά τη θάλασσα που γαλανίζει
Μ’ ανείπωτη αρρενωπή κι ατόφια ευδαιμονία.
Φτερούγισε και ξέφυγε τη νέκρα που βαλτώνει˙
Τράβα ψηλά να εξαγνιστείς στον καθαρό ουρανό
Και πιες σαν κύπελλο αγνό με νέκταρ θεϊκό
Το φως το λαγαρό, που τα λαμπρά διαστήματα πληρώνει.
Και από τα βάσανα, μεγάλα λυπηρά φορτία
Που βάρυναν της ύπαρξης την καταχνιά
Ευτυχισμένος που μπορεί με ρωμαλέο φτερό ξανά
Να υψωθεί στα γαληνά κι ολόφωτα πεδία˙
Που οι σκέψεις του, σάμπως κορυδαλλοί,
Στον πρωινό ουρανό υψώνονται λευτερωμένες,
- Που πάνω απ' τη ζωή πετά, κι αβίαστα καταλαβαίνει
Των λουλουδιών, των σιωπηλών πραγμάτων τη φωνή!
Τα άνθη του κακού
μτφρ. Μαριάννα Γ. Παπουτσοπούλου, Κάρολος Μπωντλαίρ, Τα άνθη του κακού, Κουκούτσι 2019
ΙΙΙ. ÉLEVATION

Au-dessus des étangs, au-dessus des vallées,
Des montagnes, des bois, des nuages, des mers,
Par delà le soleil, par delà les éthers,
Par delà les confins des sphères étoilées,
Mon esprit, tu te meus avec agilité,
Et, comme un bon nageur qui se pâme dans l'onde,
Tu sillonnes gaiement l'immensité profonde
Avec une indicible et mâle volupté.
Envole-toi bien loin de ces miasmes morbides;
Va te purifier dans l'air supérieur,
Et bois, comme une pure et divine liqueur,
Le feu clair qui remplit les espaces limpides.
Derrière les ennuis et les vastes chagrins
Qui chargent de leur poids l'existence brumeuse,
Heureux celui qui peut d'une aile vigoureuse
S'élancer vers les champs lumineux et sereins;
Celui dont les pensers, comme des alouettes,
Vers les cieux le matin prennent un libre essor,
— Qui plane sur la vie, et comprend sans effort
Le langage des fleurs et des choses muettes!

Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2023

Charles Baudelaire -Μεταθανάτια τύψη



Όταν, ω σκοτεινή ομορφιά, κλειστά θα ’χεις τα μάτια
στο μνήμα με τ’ ολόμαυρο το μάρμαρο φτιασμένο,
κι όταν αντί για κλίνη σου χρυσή και για παλάτια
την κρύπτη θα ’χεις την υγρή, το λάκκο το σκαμμένο

όταν η πλάκα, σφίγγοντας τα στήθια τα δειλά σου
και τα πλευρά σου που στ’ αβρά τα πούπουλα λυγούνε,
δε θε ν’ αφήνει να χτυπά και να ποθεί η καρδιά σου,
ούτε σ’ ερώτων ραντεβού τα πόδια να πετούνε,

ο τάφος τότε που σ’ αυτόν θ’ ανοίξω την ψυχή,
–γιατί θα νιώσει πάντοτε ο τάφος τον ποιητή,–
σ’ αυτές τις άσωστες νυχτιές που ο ύπνος θα σου λείψει,

θε να σου πει «τι κέρδισες, εταίρα αστοχημένη,
που δεν εγνώρισες αυτό που κλαιν οι πεθαμένοι;»
– και το σκουλήκι θα σου τρώει τη σάρκα σα τύψη

μετάφραση: Γιώργος Σημηριώτης

Σάββατο 7 Οκτωβρίου 2023

Charles Baudelaire - XCIII. Σε μια περαστική (1860)



Η λεωφόρος ούρλιαζε, ξεκούφαινε ο χαλασμός της.
Ξάφνου, ψηλή, λεπτή, σε βαθύ πένθος, πόνο μεγαλοπρεπή,
Πέρασε μια γυναίκα, που με χειρονομία λαμπρή
Κομψά ανασήκωνε τον κεντητό ποδόγυρό της`
Ευκίνητη κι ευγενική, με γάμπα αγαλματένια μυθική.
Κι εγώ, να πίνω από ‘κείνη γαντζωμένος με μανία,
Μέσα στο μάτι της, γαλάζιο απαλό ή σπέρμα καταιγίδας,
Τη γλύκα που θαμπώνει και τη φονική ηδονή .
Μια λάμψη ...κι έπειτα η νύχτα ! - Φευγάτη ομορφιά
Όπου το βλέμμα σου μ’έκαμε αιφνίδια να γεννηθώ ξανά,
Δεν θα σε ξαναδώ παρά μονάχα στον αιώνα ;
Αλλού, πολύ μακριά από δω! Πολύ αργά! Ποτέ ίσως!
Αφού δεν ξέρεις καν που πάω, κι εγώ για πού η δική σου η φυγή
Ω, πως θα σ’είχα αγαπήσει, ω, που τό γνώριζες εσύ!
μτφρ. Μαριάννα Παπουτσοπούλου
Τα άνθη του κακού, Ενότητα: «ΙΙ. Παρισινές εικόνες»
À une passante
La rue assourdissante autour de moi hurlait.
Longue, mince, en grand deuil, douleur majestueuse,
Une femme passa, d'une main fastueuse
Soulevant, balançant le feston et l'ourlet;
Agile et noble, avec sa jambe de statue.
Moi, je buvais, crispé comme un extravagant,
Dans son oeil, ciel livide où germe l'ouragan,
La douceur qui fascine et le plaisir qui tue.
Un éclair... puis la nuit! - fugitive beauté
Dont le regard m'a fait soudainement renaître,
Ne te verrai-je plus que dans l'éternité?
Ailleurs, bien loin d'ici! trop tard! jamais peut-être!
Car j'ignore où tu fuis, tu ne sais où je vais,
Ô toi que j'eusse aimée, ô toi qui le savais!

Charles Baudelaire - LXVI. Οι γάτοι (1847)



Οι εραστές οι φλογεροί κι οι αυστηροί σοφοί
Εξ ίσου αγαπούν σαν φτάσουνε στην ωριμότητά τους,
Γάτους μεγάλους τρυφερούς, καμάρι του σπιτιού,
Που ευαίσθητοι είναι όσο κι αραχτοί.
Φίλοι των απολαύσεων μα και της επιστήμης,
Όλο γυρεύουν τη σιωπή, τη φρίκη στα σκοτάδια `
Τέλεια για το Έρεβος θα γίνονταν κοράκια,
Αν το καμάρι επέτρεπε πίστη υπαλληλική .
Σα διαλογίζονται στάσεις υιοθετούν αρχοντικές,
Όμοια με τις ξαπλωμένες μες την έρημο μεγάλες σφίγγες
Που μοιάζουν σ’ όνειρα ατέλειωτα χωμένες να κοιμούνται .
Τα γόνιμα νεφρά τους ειν’ γεμάτα σπίθες μαγικές,
Και σαν την άμμο τη λεπτή ψήγματα χρυσαφένια,
Αστροφεγγιά απροσδιόριστη στις κόρες τους τις μυστικές.
μτφρ. Μ.Παπουτσοπούλου

Ενότητα: «Ι. Μελαγχολία και Ιδεώδες», Τα άνθη του Κακού
Les Chats
Les amoureux fervents et les savants austères
Aiment également, dans leur mûre saison,
Les chats puissants et doux, orgueil de la maison,
Qui comme eux sont frileux et comme eux sédentaires.
Amis de la science et de la volupté
Ils cherchent le silence et l'horreur des ténèbres;
L'Erèbe les eût pris pour ses coursiers funèbres,
S'ils pouvaient au servage incliner leur fierté.
Ils prennent en songeant les nobles attitudes
Des grands sphinx allongés au fond des solitudes,
Qui semblent s'endormir dans un rêve sans fin;
Leurs reins féconds sont pleins d'étincelles magiques,
Et des parcelles d'or, ainsi qu'un sable fin,
Etoilent vaguement leurs prunelles mystiques.