Πρέπει να είσαστε συνέχεια μεθυσμένοι. Όλα είναι εκεί : αυτό είναι το μοναδικό θέμα . Για να μην αισθάνεσθε το φριχτό βάρος του Χρόνου που συντρίβει τους ώμους σας και σας γέρνει προς τη γη, πρέπει να μεθάτε χωρίς σταματημό.
Αλλά με τι ; Με κρασί , με ποίηση ή με αρετή , με ό,τι σας κάνει κέφι. Όμως μεθύστε.
Και αν καμιά φορά στα σκαλοπάτια ενός μεγάλου παλατιού, πάνω στο πράσινο χορτάρι μιας τάφρου, μέσα στη σκυθρωπή μοναξιά του δωματίου σας, ξυπνήσετε και το μεθύσι έχει ήδη εξαφανιστεί, ρωτήστε τον άνεμο, το κύμα, το άστρο, το πουλί ,το ρολόι, όλα αυτά που φεύγουν, όλα αυτά που βογκούν, όλα αυτά που κυλούν, όλα αυτά που τραγουδούν, όλα αυτά που μιλούν, ρωτήστε τι ώρα είναι …και ο άνεμος, το κύμα, το άστρο, το πουλί, το ρολόι, θα σας απαντήσουν: –είναι η ώρα για να μεθύσετε ! Για να μην είστε πια οι σκλάβοι οι μαρτυρικοί του Χρόνου, μεθύστε… μεθύστε χωρίς σταματημό ! Με κρασί, με ποίηση ή με αρετή, με ό,τι σας κάνει κέφι.
Εκείνος που κοιτάζει έξω μέσα από ένα ανοιχτό παράθυρο, ποτέ δεν βλέπει τόσα όσα εκείνος που ένα κλειστό παράθυρο κοιτάζει. Τίποτα πιο βαθύ, πιο μυστηριακό, πιο μεστό, πιο ερεβώδες, πιο εκθαμβωτικό από ένα παράθυρο που φωτίζει ένα κερί. Όσα βλέπουμε κάτω απ’ το φως του ήλιου είναι λιγότερο ενδιαφέροντα απ’ όσα ξετυλίγονται πίσω από ένα τζάμι.
Μέσα σ’ αυτή την τρύπα μαύρη ή φωτεινή υπάρχει ζωή, ονειρεύεται η ζωή, υποφέρει η ζωή.
Πέρα απ’ τις στέγες των σπιτιών που κυματίζουν, διακρίνω μιαν ώριμη γυναίκα, γεμάτη ήδη με ρυτίδες, φτωχή, πάντα σκυμμένη πάνω από κατιτί. Ποτέ δεν βγαίνει έξω. Από το πρόσωπο της, από τα ρούχα της, από τις κινήσεις της, με πολύ λίγα πράγματα, ξανάφτιαξα την ιστορία αυτής της γυναίκας, ή μάλλον το μύθο της. Που και που τη διηγούμαι στον εαυτό μου και κλαίω.
Με ένα φτωχό γέρο θα μπορούσα να κάνω το ίδιο, να ξαναφτιάξω τη δική του ιστορία με την ίδια ευκολία.
Κοιμάμαι γεμάτος περηφάνια που έζησα και υπέφερα μέσα από κάποιους άλλους.
Ίσως μου πείτε: «Είσαι σίγουρος πως αυτή η ιστορία είναι αληθινή;» Τι σημασία έχει ποιά είναι η πραγματικότητα τοποθετημένη έξω από εμένα, αν με βοήθησε να ζήσω, να αισθανθώ ότι υπάρχω κι ότι είμαι αυτό που είμαι;
(Μικρά ποιήματα σε πρόζα, 1869) μετ. Βασιλεία Πλαστήρα
Επιτέλους! Μόνος! Δεν ακούγεται πια παρά ο ήχος από τις λιγοστές αργοπορημένες και κατάκοπες άμαξες στο βάθος της νύχτας. Για μερικές ώρες θ’ αξιωθούμε τη σιωπή, και ίσως τη γαλήνη. Επιτέλους! Η τυραννίδα του ανθρώπινου προσώπου εξαφανίζεται και δεν έχω πια να υποφέρω παρά μονάχα από τον εαυτό μου.
Επιτέλους! Είμαι επιτέλους ελεύθερος ν’ αφεθώ σ’ ένα λουτρό σκοτάδια! Πρώτα-πρώτα διπλοκλειδώνω την κλειδωνιά. Μου φαίνεται πως αυτή η επιπρόσθετη στροφή του κλειδιού θα επαυξήσει τη μοναξιά μου και θα ενισχύσει τα οδοφράγματα που με χωρίζουνε πραγματικά από τον κόσμο.
Ζωή φρικτή! Πόλη φρικτή! Ας ανακεφαλαιώσουμε, λοιπόν, την αποψινή μέρα: έχοντας δει μερικούς ανθρώπους των γραμμάτων, εκ των οποίων ο ένας με ρώτησε εάν θα μπορούσε άραγε να επισκεφτεί κανείς την Ρωσία δια ξηράς (προφανώς θεωρούσε πως επρόκειτο για νησί)· έχοντας φιλονικήσει γενναιόδωρα με τον διευθυντή κάποιας επιθεώρησης, ο οποίος σε κάθε αντίρρηση ανταπαντούσε: «Ακούστε, κύριε μου, εδώ είμαστε έντιμοι άνθρωποι» αφήνοντας να εννοηθεί πως οι συντάκτες όλων των υπολοίπων δεν είναι παρά κανάγιες· έχοντας χαιρετήσει καμιά εικοσαριά άτομα εκ των οποίων δεν γνώριζα τουλάχιστον τα δεκαπέντε· έχοντας διανείμει ισάριθμες χειραψίες κι ετούτο δίχως να έχω καν φροντίσει ν’ αγοράσω γάντια· έχοντας ανέβει, κατά τη διάρκεια μιας νεροποντής, εν μέρει για να σκοτώσω το χρόνο μου, στο δώμα μιας πόρνης που με παρακάλεσε να τη σχεδιάσω με την περιβολή της Αφροδίτης· έχοντας περάσει από έναν διευθυντή θεάτρου, ο οποίος μου είπε δίνοντάς μου τα παπούτσια στο χέρι: «Καλά θα κάνατε ν’ απευθυνθείτε στον Ζ. …είναι ο πιο βαρύς, ο πιο ηλίθιος κι ο πιο δημοφιλής από τους συγγραφείς μου, όλο και κάτι θα κερδίσετε από τη γνωριμία μαζί του. Δείτε τον κι έπειτα ξαναμιλάμε αν είναι» και ο οποίος εν συνεχεία με εκθείασε (γιατί άραγε;) για διάφορες πρόστυχες πράξεις που ουδέποτε διέπραξα και αποσιώπησε άλλες που με χαρά διέπραξα, κακούργημα φανφαρονισμού, έγκλημα εναντίον του ανθρώπινου σεβασμού· έχοντας αρνηθεί σ’ έναν φίλο μια εύκολη εξυπηρέτηση κι έχοντας δώσει συστατική επιστολή σ’ ένα υποκείμενο ολωσδιόλου γελοίο· ουφ! Εντάξει, τέλειωσε πια;
Δυσαρεστημένος απ’ όλους και κυρίως από τον εαυτό μου, θα ήθελα να μ’ αποζημιώσω και να μεθύσω λιγάκι μέσα στη μοναξιά και στη σιωπή της νύχτας. Ψυχές εκείνων που αγάπησα, ψυχές εκείνων που τραγούδησα, δώστε μου δύναμη, στηρίχτε με, πάρτε από πάνω μου το ψέμα και τις διαφθείρουσες του κόσμου αναθυμιάσεις· κι εσύ Κύριε και Θεέ μου! κάνε να γράψω δυο στίχους τουλάχιστον της προκοπής, δύο μονάχα στίχους, ώστε ν’ αποδείξω στον εαυτό μου πως δεν είμαι ο τελευταίος των τελευταίων, ο έσχατος μες στους ανθρώπους, πως δεν είμαι ακόμα χειρότερος κι από εκείνους που τόσο φρικτά καταφρονώ!
Πόσο αισθητό είναι το τέλος των ημερών του φθινοπώρου! Αχ! διαπεραστικό μέχρι τα κόκαλα! κι αυτό, γιατί υπάρχουν μερικοί γλυκύτατοι αισθησιασμοί που η αοριστία τους δεν αποκλείει την ένταση, κι η αιχμή του Απείρου, είναι η πιο κοφτερή.
Είναι μεγάλη η γλυκύτητα, όταν πνίγεις το βλέμμα σου στην απεραντοσύνη τ’ ουρανού και της θάλασσας! Μοναξιά, σιωπή, ασύγκριτη αγνότητα του γαλανού! ένα μικρό πανί που τρεμοπαίζει στον ορίζοντα και που με το μικρό του μέγεθος στην απομόνωσή του, μιμείται την αγιάτρευτή μου ύπαρξη, μονότονη μελωδία της φουσκοθαλασσιάς· όλ’ αυτά σκέφτονται ανάμεσά μου, ή σκέφτομαι εγώ ανάμεσά τους (γιατί μέσα στο μεγαλείο του ρεμβασμού το εγώ χάνεται γρήγορα!) σκέφτονται λέω, μουσικά και γραφικά όμως, χωρίς σοφίσματα, χωρίς συλλογισμούς, χωρίς συμπεράσματα.
Παρ’ όλα αυτά, αυτές οι σκέψεις, είτε δικές μου είναι, είτε αντανάκλαση είναι των πραγμάτων γίνονται γρήγορα πολύ έντονες. Η ενέργεια μέσα από την ηδονή γεννά μια στενοχώρια κι ένα θετικό βασάνισμα. Τα κλονισμένα νεύρα μου, μπορούν να δώσουν μονάχα κλαψούρικους και πονεμένους καρπούς.
Και τώρα, το βάθος τ’ ουρανού μ’ αφήνει κατάπληκτο. Η διαύγειά του μ’ εξοργίζει. Η ευαισθησία της θάλασσας, η ακινησία του θεάματος, μ’ επαναστατούν… Αχ! πρέπει πάντα να υποφέρει κανείς ή ν’ αποφεύγει αιώνια το ωραίο; Φύση, ανελέητη μάγισσα, θριαμβευτική μου αντίπαλος, άφησέ με! Σταμάτα να δοκιμάζεις τους πόθους και την υπερηφάνεια μου! Η μελέτη του ωραίου είναι μια μονομαχία, που κάνει τον καλλιτέχνη να φωνάζει από φόβο πριν ακόμα νικηθεί.
1. "‘Η πιο ωραία πονηριά του διαβόλου είναι να μας πείσει ότι δεν υπάρχει’."
2. "‘Αγάπη: η ανάγκη να φύγεις από τον εαυτό σου’."
3. "‘Δεν μπορώ να συλλάβω κάποιο τύπο ομορφιάς, στον οποίο δεν υπάρχει μελαγχολία’."
4. "‘Το κακό γίνεται πάντα χωρίς προσπάθεια, φυσικά, μοιραία. Το καλό είναι πάντα αποτέλεσμα κάποιας τεχνικής".
5. "‘Είναι πιο εύκολο να πιστέψεις στον Θεό και πιο δύσκολο να τον αγαπήσεις. Είναι πιο εύκολο να αγαπήσεις το Διάβολο και πιο δύσκολο να τον πιστέψεις."
6. "Ας είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι στον κοινό άνθρωπο,
στην κοινή λογική, στο συναίσθημα, στην έμπνευση και στο προφανές."
7. "Το ξέφρενο πάθος για την Τέχνη είναι μια γάγγραινα που καταβροχθίζει όλα τα άλλα."
8. " Όταν ο ποιητής κυνηγάει έναν ηθικό σκοπό, περιορίζει την ποιητική του δύναμη."
9. "‘Έχω περισσότερες αναμνήσεις από όσες αν ήμουν χιλίων ετών."
10. "Να είσαι πάντα ποιητής, ακόμα και στον πεζό λόγο."
Vous êtes un beau ciel d'automne, clair et rose! Mais la tristesse en moi monte comme la mer, Et laisse, en refluant, sur ma lèvre morose Le souvenir cuisant de son limon amer.
— Ta main se glisse en vain sur mon sein qui se pâme; Ce qu'elle cherche, amie, est un lieu saccagé Par la griffe et la dent féroce de la femme. Ne cherchez plus mon coeur; les bêtes l'ont mangé.
Mon coeur est un palais flétri par la cohue; On s'y soûle, on s'y tue, on s'y prend aux cheveux! — Un parfum nage autour de votre gorge nue!...
Ô Beauté, dur fléau des âmes, tu le veux! Avec tes yeux de feu, brillants comme des fêtes, Calcine ces lambeaux qu'ont épargnés les bêtes!
Όταν, ω σκοτεινή ομορφιά, κλειστά θα ’χεις τα μάτια στο μνήμα με τ’ ολόμαυρο το μάρμαρο φτιασμένο, κι όταν αντί για κλίνη σου χρυσή και για παλάτια την κρύπτη θα ’χεις την υγρή, το λάκκο το σκαμμένο
όταν η πλάκα, σφίγγοντας τα στήθια τα δειλά σου και τα πλευρά σου που στ’ αβρά τα πούπουλα λυγούνε, δε θε ν’ αφήνει να χτυπά και να ποθεί η καρδιά σου, ούτε σ’ ερώτων ραντεβού τα πόδια να πετούνε,
ο τάφος τότε που σ’ αυτόν θ’ ανοίξω την ψυχή, –γιατί θα νιώσει πάντοτε ο τάφος τον ποιητή,– σ’ αυτές τις άσωστες νυχτιές που ο ύπνος θα σου λείψει,
θε να σου πει «τι κέρδισες, εταίρα αστοχημένη, που δεν εγνώρισες αυτό που κλαιν οι πεθαμένοι;» – και το σκουλήκι θα σου τρώει τη σάρκα σα τύψη