Σου διάλεξα μεταξωτό
που υφαίνουνε στο μοναστήρι
χέρια από χάδι στερημένα
όταν πατάς τον ύπνο μου
ν΄ακούω το θρόισμά του
κι΄όταν γλιστράς σε άλλα όνειρα
σαν φίδι
ν΄αφήνεις το πουκάμισο
μαρτύριο.
Ακούω ήχους να θερίζουν
Στο χιόνι περπατούσε.
Μαύρο παλτό.
Κλειστό πουλόβερ
τους λυγμούς ρουφούσε στον ψηλό λαιμό του
Πιο κει
ξυπόλητο παιδί
έξω από το καφενείο
δίπλωνε τα κρυοπαγήματα.
Χωρίς κουβέντα
του δίνει τα παπούτσια.
Και λάμπει
ολόκληρη η φορεσιά του.
Γιώργος Γάββαρης, Το δέντρο με τις λέξεις, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ 2016.