Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Μαστοράκη Τζένη (αναφορές). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Μαστοράκη Τζένη (αναφορές). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 1 Αυγούστου 2024

Τζένη Μαστοράκη (1949-2024): Σπουδαία ποιητική φωνή του μοντερνισμού

 Απ’ όσο με θυμάμαι, πάντα ιστορίες ήθελα να λέω. Ακόμα και με ποιήματα. Ή, μάλλον, μόνο με τα ποιήματα, αφού δεν ήξερα να κάνω τίποτ’ άλλο. Στα δύο πρώτα μου βιβλία, ήμουν πολύ μικρότερη, και τις φοβήθηκα τις ιστορίες. Πάλεψα να τις κομματιάσω. Στα δύο τελευταία, δεν τα πολυκατάφερα. Οι ιστορίες αντιστάθηκαν. Πρέπει να ήμουν τυχερή. Εχω γράψει μέχρι σήμερα τα λιγότερα δυνατά. Δεν είμαι καθόλου περήφανη γι’ αυτό» [Μέγαρο Μουσικής, 2009].

Η Τζένη Μαστοράκη, για κάποιους η σημαντικότερη ποιητική φωνή του μοντερνισμού, διακριτή και διακριτική, επιδραστική και διαρκώς παρούσα, άφησε την τελευταία της πνοή χθες, Τρίτη, έπειτα από ολιγόμηνη μάχη με τον καρκίνο. Γεννήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου του 1949 και, το 1971, δημοσιεύτηκαν τα πρώτα της ποιήματα υπό τον τίτλο «Το συναξάρι της αγίας νιότης» στην περίφημη «Ποιητική Αντι-ανθολογία» του Δημήτρη Ιατρόπουλου. Ηταν τότε τελειόφοιτη του Βυζαντινής και Μεσαιωνικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ, έχοντας αποφοιτήσει με άριστα από το Γ΄ Γυμνάσιο Θηλέων Αθηνών, το 1967. «Τότε λοιπόν ξυπνάς/ και νοιώθεις σα να σούχουν κλέψει το όνειρο./ Μέσα στο σπίτι/ υπάρχει μια άδεια θέση/ μέσα στον ύπνο σου/ υπάρχει μια άδεια θέση», έγραφε τότε.

Τέσσερις συλλογές

Ακολούθησαν τέσσερις συλλογές, που όρισαν νέους προσανατολισμούς και νέα ταυτότητα για την ποίηση του 20ού αιώνα. Οι συλλογές της ήταν ικανές να την εντάξουν στις αξεπέραστες γραφίδες: «Διόδια» (Κέδρος 1972), «Το σόι» (Κέδρος 1978), «Ιστορίες για τα βαθιά» (Κέδρος 1983) και «Μ’ ένα στεφάνι φως» (Κέδρος 1989), καθώς και ποιήματα δημοσιευμένα σε έντυπα. Το 2020, της είχε απονεμηθεί το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων του υπουργείου Πολιτισμού.

Ωριμάζοντας μέσα στη δικτατορία, σε ένα σκηνικό που αναζητούσε διεξόδους και τρόπους απόδρασης από τους καταπιεστικούς θεσμούς –πολιτικούς, ατομικούς, οικογενειακούς–, η Τζένη Μαστοράκη, ειρωνική, σαρκαστική, σατιρική, βαθύτατα ρομαντική ότι τα ειωθότα και οι αξίες θα καταρρεύσουν υπό το βάρος μίας νεότητας που ενηλικιώνεται βίαια, διοχέτευε οργή και απελπισία στις λέξεις. Αλλωστε, η «γενιά του ’70» ή «της αμφισβήτησης», όρους που η ίδια σάρκαζε, μαχόταν να ενηλικιώσει την ελευθερία, να οικοδομήσει μία νέα, στιβαρή νεωτερικότητα που δεν θα σταματούσε στην πτώση της χούντας και θα προχωρούσε στο γκρέμισμα… όσων μας έφεραν ώς εδώ.

Εξάλλου, είχε έναν ορατό εχθρό στα πρώτα της ποιήματα: τη χούντα των συνταγματαρχών, για την οποία μιλούσε πάντα αλληγορικά, αποφεύγοντας στρατεύσεις και επαναστατικούς διδακτισμούς.

Μάλιστα, πριν από τις τέσσερις συλλογές, υπογράμμισε εμμέσως την έντονη επιθυμία ηθικής αναμέτρησης με την Ιστορία όταν έγραψε –πριν από το «Σόι»– βιβλίο σχετικό με τη χούντα, με τον τίτλο «Μετ’ εμποδίων», το οποίο, με την πτώση του καθεστώτος, αποφασίζει να μην εκδώσει.

Μετά τις δύο πρώτες συλλογές της, πέρασε σε μια νέα γλωσσική, συμβολική, ανυποχώρητα ρομαντική ποιητική, μετατοπίζοντας τις λέξεις της στα βάθη της διαχρονικότητας των συμβόλων που διατρέχουν την ελληνική παράδοση. Ετσι είχε αποτυπώσει «την εσωτερική και περίπλοκη περιπέτεια του ανθρώπου μέσα στον χρόνο», όπως έχει γραφτεί για την ίδια.

«Πρέπει να ήμουν τυχερή. Εχω γράψει μέχρι σήμερα τα λιγότερα δυνατά. Δεν είμαι καθόλου περήφανη γι’ αυτό» είχε πει το 2019.

Ειδικά στο opus magnum της, «Μ’ ένα στεφάνι φως», εκεί όπου συνομίλησε με τον Διονύσιο Σολωμό και τον έφερε, ως ρομαντικό συνοδοιπόρο-φάντασμα και διόλου ως εθνικό κεφάλαιο, στα δικά της, δυσθεώρητα ποιητικά μέτρα, η Τζένη Μαστοράκη «δίνει νόημα στον θάνατο όταν αποτελεί χειρονομία ρομαντικής διάλυσης σε σχέση με τον Αλλο. Η υψηλή γλώσσα του τελευταίου της βιβλίου λειτουργεί ως αντιστάθμισμα σε μια κοινωνική πτώση», όπως έχει γράψει η ποιήτρια Ευτυχία Παναγιώτου στη διδακτορική διατριβή της για την Τζένη Μαστοράκη και την Κατερίνα Γώγου. Κι όπως έχει γράψει η ίδια η Τζένη Μαστοράκη: «Εγιναν κρίματα και βάρυναν πολύ, κι ό,τι πονά, για πάντα εδώ, για πάντα μένει, κακό φιλί, για πάντα το κακό σημάδι του, παραφροσύνη δίχως γυρισμό, φοβέρα σκιάζει, μια ιερή σαρκοφαγία που εξαντλεί» [«Μ’ ένα στεφάνι φως»].

Για το έργο της έχουν δημοσιευθεί κριτικές, μελέτες και διατριβές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ενώ το έργο της, μεταφρασμένο στις κυριότερες γλώσσες της Δύσης, διδάσκεται σε πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού. Με το έργο της έχουν, μάλιστα, ασχοληθεί σημαίνοντα πρόσωπα, όπως, μεταξύ άλλων, ο Τάσος Λειβαδίτης, η Σόνια Ιλίνσκαγια, ο Δημήτρης Μαρωνίτης, ο Γ.Π. Σαββίδης, ο Ευγένιος Αρανίτσης, η νεοελληνίστρια Κάρεν βαν Ντάικ.

Και η ίδια, ασφαλώς, έχει τιμήσει, με πρωτότυπα κείμενα, ποιητές και ποιήτριες όπως οι Σολωμός, Καρυωτάκης, Βάρναλης, Ρίτσος, Αναγνωστάκης, Αλεξάνδρου, Γιάννης Κοντός, Ρένα Χατζηδάκη. Για τον Γιάννη Κοντό, που με τον Χριστόφορο Λιοντάκη αποτελούσαν μία μαγική τριάδα ζωής, είχε γράψει: «Μ’ αρέσει που ρισκάρει ποιητικά. Ρισκάρει να είναι ο εαυτός του. Δεν έχει προδώσει ποτέ τον αναγνώστη του. Δεν έχει προδώσει ποτέ τα φαντάσματά του». Για τον Καρυωτάκη: «Χρόνια φοβόμουν και τις ρίμες του, κι εκείνη τη φωτογραφία της χωροφυλακής, την τελευταία. Οχι το βλέμμα του, έτσι κι αλλιώς μισό. Προπάντων το ψαθάκι, καρφωμένο κάτω. Μ’ ένα σκοπό. Προσκέφαλο». Για τον Σολωμό, με τον οποίο είχε, έτσι κι αλλιώς, μια δική της σχέση: «Ο Κόμης Διονύσιος Σολωμός είναι ένα λυπημένο φάντασμα. Ηρθε και με βρήκε κάποια χρόνια πριν, εκεί που μετρούσα τα δικά μου φαντάσματα, κι ήταν η πρώτη φορά που τον άκουγα τόσο καθαρά. Ούτε σάλπιγγες είχε ούτε Χαίρε πια. Εσερνε πίσω του μονάχα τον αντίλαλο του Κάτω Κόσμου, μια λύπη απέραντη. (Και δεν υπάρχει στον κόσμο τίποτα πιο δυνατό από τη λύπη των φαντασμάτων)».

Στα κείμενα αυτά, όπως έχει σημειωθεί στο σκεπτικό της βράνευσής της από το υπουργείο Πολιτισμού, «διαφαίνεται η άρρηκτη σχέση γραφής και ανάγνωσης και η βιωματική εμπλοκή της με τη γλώσσα, την ιστορία και τη λογοτεχνία».

Τετράγλωσση ως ήταν –αγγλικά, γερμανικά, ισπανικά, ιταλικά– παρέδωσε πολυσυζητημένες μεταφράσεις που «έχουν αποτελέσει σημεία αναφοράς για τη γλωσσική τους διαύγεια και ακρίβεια και για το ξεχωριστό τους αισθητικό αποτύπωμα». Το μεταφραστικό της έργο περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, Κανέτι, Σάλιντζερ, Κάρσον Μακ Κάλερς, Ε.Α. Πόου, Χάρολντ Πίντερ, Σάρα Κέιν, Αδελφούς Γκριμ, Απτον Σινκλέρ, Λιούις Κάρολ, Χάινριχ Μπελ, Χάινριχ φον Κλάιστ, Λόρκα, Θερβάντες, Μαρξ κ.ά. Εχει βραβευτεί διεθνώς για τις μεταφράσεις της, ενώ οι μεταφορές θεατρικών έργων στα ελληνικά έχουν παρασταθεί, μεταξύ άλλων, στο θέατρο της Οδού Κυκλάδων του Λευτέρη Βογιατζή και στο Εθνικό Θέατρο.

Η Τζένη Μαστοράκη παρέμενε στη δική της ησυχία. Στο σπίτι της Κυψέλης με όλες τις εκδόσεις του «Δράκουλα» του Μπραμ Στόκερ, με τις βυζαντινές εικόνες που της χάριζαν το βάθος των αιώνων, με τα φυτά και τα τσιγάρα της. Μακριά από δημόσιες εμφανίσεις, ζούσε στον πλανήτη των φίλων της, γενναιόδωρη και μεγάθυμη, σαρκαστική και αυτοσαρκαστική, χάριζε ό,τι της ζητείτο, μια πανταχού παρούσα χείρα βοηθείας, μια «μάνα όλων»… «Αυτά να μείνουν από τους αρχαίους καημούς. Τους έρωτες», έγραψε.

Τα ποιήματα, οι μεταφράσεις, τα λόγια της, όλα θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν σαν να γράφτηκαν μόλις σήμερα και σαν να είναι έτοιμα να γραφτούν και αύριο.

«Και στα λινά μιας παραδείσου, του ψιθύριζε, ήσουν καλός, και δεν ακούς, και μη λυπάσαι, όνειρο ήταν και περνά, μη σκιάζεσαι, εκεί που νυχτοπερπατείς σε ξένους ύπνους».

ΚΑΡΕΝ ΒΑΝ ΝΤΑΪΚ*
Μια γλωσσική γενναιοδωρία

Ζω με τα λόγια της Τζένης κάθε μέρα. Και ζω με τα λόγια άλλων που ζουν με τα ποιήματα και τις μεταφρασεις της, που δεν μπορούν να ζουν χωρίς το «Σόι,» τα «Διόδια», τις «Ιστορίες για τα βαθιά», το «Μ’ ένα στεφάνι φως» και τις δυο μεταφράσεις της του «Φύλακα στη Σίκαλη» του Σάλιντζερ.

Με καθοδηγούσε. Η λογοτεχνία στην Ελλάδα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς εκείνη.

Οταν είχα κάνει την ανθολογία νέων ποιητών «Μέτρα Λιτότητας», η Τζένη Μαστοράκη με καθοδηγούσε, μέσα από αυτούς που ήταν ήδη καθορισμένοι, σε αυτούς που βρίσκονταν μόνο στα μικρά περιοδικά και στο διαδίκτυο, σε αυτούς εκτός συνόρων που έγραφαν στα ελληνικά. Η ελληνική ποίηση μέσα και έξω από την Ελλάδα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς εκείνη.

Το πρωί, μιλούσα με έναν φίλο μου ποιητή, τον Μεχμέτ Γιασίν, από αυτούς που γράφει στα ελληνικά, αλλά ζει αλλού. Δεν μπορούσα να εξηγήσω αυτό που ήθελα να βάλω σε λέξεις. Μου είπε να το γράψω σαν να μ’ ακούει μια άλλη, από την άποψη μιας που καταλαβαίνει. Και αμέσως εγώ άκουσα τον στίχο από τις «Ιστορίες για τα βαθιά»: «Και προπάντων να τον συμπαθείς». Το έκανα θηλυκό. «Και προπάντων να τη συμπαθείς».

Ετσι έγραψα αυτό που ήθελα. Η Τζένη μάς μαθαίνει τι σημαίνει να συμπαθείς τους άλλους, να μεταφράζεις τους άλλους από τις πιο σκοτεινές ιστορίες τους για τα βαθιά μέχρι τις πιο φωτεινές. Να μη μείνουμε ποτέ σε ένα στρώμα γλώσσας, αίσθησης ή ιστορίας, να περνάμε ανάμεσά τους – μετέωρα.

Βρήκα λοιπόν τον τίτλο για ένα ποίημα που είχα γράψει για εκείνη. Μου είχε πει ότι ο τίτλος πρέπει να σε πάει αλλού, να μην είναι ήδη κάτι που λέει το ποίημα. Αυτό είναι, λοιπόν, το ποίημα «Μετέωρα» σε μετάφραση της ποιήτριας Αννας Γρίβα:

Χαμηλώνεις μετέωρα
σαν το γεράκι
με τα νύχια σου προτεταμένα
έτοιμη ν’ αδράξεις τη λεία σου –
Πώς το ξέρεις;

Κάποια κακοτυχία σε φέρνει ώς εδώ
να χυμήξεις
για να γευτείς τη σάρκα,
την αργή αποσύνθεση
της ψυχής μου.
Μετέωρα χαμηλώνεις –
Πώς το ξέρεις; 

Αυτό συμβαίνει με την Τζένη. Η ίδια και ποίησή της είναι μια γλωσσική γενναιοδωρία.

* Η κ. Κάρεν βαν Ντάικ είναι καθηγήτρια Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας στην έδρα «Κίμων Α. Δούκας» στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης.

ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ*
Μην ξεχάσεις να ταΐσεις τα πουλιά

Τζένη μου αγαπημένη
Ούτε κι εσύ το θέλησες – γι’ αυτό ας πούμε άλλο ένα παραμύθι, από εκείνα που ξορκίζουν το κακό. Για τον ποιητή που «κουβαλάει την πόρτα στην πλάτη και σωπαίνει», τη Σεχραζάντ που «ξέρασε δηλητήριο τα παραμύθια», τον Γενναίο Ράπτη που «άμα θύμωνε μίλαγε με στιχάκια», για τους «αυτόπτες μάρτυρες» και τους «ψευδομανείς», «τους αυτόχειρες που έγραφαν». Εσύ το ξέρεις πιο καλά από όλους, οι ιστορίες κρατάνε χρόνια, αλλάζουν χέρια και λέγονται «για να κρατηθούμε ξάγρυπνοι».

«Πολύ αργά μέσα στη νύχτα», θα φτάσει κι ο Θείος Ιούλιος σφυρίζοντας με ένα σβηστό φανάρι.

Και ταξιδεύεις, εσύ με ολόφωτο χλωρό Στεφάνι, «λόγια φρενήρη ανάβοντας» – «παραμύθι ξενικό». Σε αυτή την ανηφόρα δεν έχει μαύρους λάκκους, θαλασσινές αβύσσους, σπαράγματα σολωμικά. Εκεί που πας δεν θα ‘χει κοσμοχαλασμό και φονικά αγγίγματα. Αυτά τα έζησες ώς τα σπλάχνα. Σε εκείνα τα ψηλά κι απάτητα, θα βρεις τους ακριβούς σου φίλους.

Εσύ το ξέρεις πιο καλά από όλους, οι ιστορίες κρατάνε χρόνια, αλλάζουν χέρια και λέγονται «για να κρατηθούμε ξάγρυπνοι».

ΥΓ.: Θαύμα μου, όταν διασχίσεις τον ελληνικό ουρανό, μην ξεχάσεις να ταΐσεις τα πουλιά της Κυψέλης, έχουν ανέβει ήδη και σε περιμένουν. Κι όταν φτάσεις στα πέρατα του κόσμου, στην πιο γαλήνια αγκαλιά, στείλε και σ’ εμένα ένα γράμμα. Δεν θα τρομάξω. (Δεν θα έχει πια κατάγματα, κι ο Πνιγαλίων, ο δαίμων του ύπνου, έχει εγκαταλείψει.) Μέσα μου θα αγρυπνά η σπουδαία ποιήτρια.

* Η κ. Ευτυχία Παναγιώτου είναι ποιήτρια, διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας.

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΝΤΟΥΝΙΑ*
Το ρίγος της μεγάλης ποίησης

Οταν διάβασα τα «Διόδια» της Τζένης Μαστοράκη, ήμουν φοιτήτρια στη Φιλοσοφική Αθηνών στα χρόνια της δικτατορίας και θυμάμαι τον βαθύ συγκλονισμό και τον θαυμασμό που μου προκάλεσαν. Είπα μέσα μου. Αν ήταν να γίνω ποιήτρια θα ήθελα να γράψω σαν αυτήν. Και ακόμα: ποτέ δεν θα καταφέρω να γράψω σαν και αυτήν…

Ολα τα επόμενα βιβλία της ήταν για μένα μια αναγνωστική εμπειρία τόσο ισχυρή, που ένιωθα σχεδόν ότι η επαφή με τα ποιήματά της καθαρίζει την μέσα μου όραση.

Αυτός ο συνδυασμός απίστευτης πειθαρχίας και υψηλής ανθοφορίας της γλώσσας, η συναρπαστική αφήγηση, ο ψιλοδουλεμένος λυρισμός, η υγρασία του συναισθήματος πίσω από μια αυστηρή ενδοσκόπηση, το σώμα και τα πάθη του, τα πρόσωπα που περνούν πότε στους σκιερούς και πότε στους φωτεινούς τόπους των ποιημάτων της, τα πολύτιμα ριζώματα μιας ποιητικής παράδοσης που ταυτόχρονα την αγκαλιάζει αλλά και την ανανεώνει τολμηρά, ο μοναδικός δικός της τρόπος να παντρεύει το προσωπικό με το κοινωνικό, την ιστορικότητα με το άχρονο, τους μύθους με το τώρα, όλα αυτά –και πολλά ακόμα– είναι στοιχεία ενός έργου που έχει τη σφραγίδα της δωρεάς και της Ασκησης…

Συνδυασμός απίστευτης πειθαρχίας και υψηλής ανθοφορίας της γλώσσας, ο ψιλοδουλεμένος λυρισμός, η υγρασία του συναισθήματος.

Με λίγα λόγια: διαβάζοντας την Τζένη Μαστοράκη ένιωθα και πάντα θα νιώθω το ρίγος της μεγάλης ποίησης.

* Η κ. Χριστίνα Ντουνιά είναι ομότιμη καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.


Πηγή:https://www.kathimerini.gr/culture/563152042/tzeni-mastoraki-1949-2024-spoydaia-poiitiki-foni-toy-monternismoy/

Τζένη Μαστοράκη - [Από τη «Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας»]

 «Τα Διόδια είμαι εγώ είκοσι δυο χρονών. Μ’ έχω σ’ ένα ντοσιέ και με κρατώ σφιχτά. Νοέμβριο του ’71 κοντοστέκομαι έξω απ’ τον Κέδρο της στοάς. Θέλω ένα βιβλίο όσο τίποτα στον κόσμο. Είναι σχεδόν ηρωική η εποχή: τα Κείμενα (Δεκαοχτώ και Νέα), η Συνέχεια. Κι έχω μια ανάγκη να φωνάξω δυνατά.

Της Νανάς τής έχει πει για μένα ο Νίκος Γερμανάκος. Δεν ξέρω τι. Ίσως να είπανε και για το τηλεοπτικό επώνυμό μου. Τη βλέπω από το τζάμι. Είναι ωραία κυρία, αρχοντική. Δειλιάζω, μα δεν κάνω πίσω. Μπαίνω, της λέω πως έχω ένα βιβλίο, ή κάτι τέτοιο. Σχεδόν ψιθυριστά. Και η Νανά λέει απλά, θα το διαβάσω, θα το δείξω και αλλού, κι αν είναι καλοποιήματο, θα σου το βγάλω. Πρώτη φορά την άκουγα αυτή τη λέξη, «καλοποιήματο».
Ήταν η εποχή που όλα γίνονταν απλά. Σαν να ’ταν ανοιχτοί οι ουρανοί. Πέρασαν μέρες, δε θυμάμαι πόσες, και η Νανά μού τηλεφώνησε. Το βιβλίο θα το ’βγαζε, τo ’χε διαβάσει ο Ρίτσος κι ήθελε να με γνωρίσει.
Απ’ τη συνάντηση –με πήρε η Νανά ένα βράδυ και με πήγε− θυμάμαι λεπτομέρειες ανάκατες: το κρύο, τη βροχή, το χτυποκάρδι, ένα σινάχι που είχα κι έσκαγα και δεν μπορούσα να ανασάνω, τον Ρίτσο που ήθελε να του διαβάσω, κι εγώ ντράπηκα και διάβασα όπως όπως, κι ύστερα πάλι τον Ρίτσο που μου διάβαζε τα ποιήματά μου φωναχτά και πώς ντρεπόμουν πάλι.
Κάποια στιγμή με ρώτησε αν είχα τίτλο. Δίστασα, είπα όχι. Τη λέξη «διόδια» την πήρε μόνος του από έναν στίχο και το βάφτισε επιτόπου. Τα μονολεκτικά ήταν στη μόδα τότε. Τον δικό μου τίτλο –που τον είχα, και δεν τόλμησα να του τον πω– δεν άντεξα να τον απαρνηθώ οριστικά. Είναι κρυμμένος μέσα στο βιβλίο και λέει: «Πώς τετραγώνισα / τους κύκλους των ονείρων μου / σε σχήμα φωταγωγού / συνοικιακής πολυκατοικίας». Μ’ αυτόν τον τίτλο, ίσως όλα να διαβάζονταν αλλιώς.
Η λέξη «διόδια» είχε πάντως άλλη σιγουριά. Ώσπου να τελειώσουν οι διορθώσεις τη συνήθισα, σκέφτηκα και το εξώφυλλο. Δυο μήνες μάζευα τα εισιτήρια των λεωφορείων για να πετύχω ένα που δε θα ’ταν στραβοκομμένο ή βρώμικο –δεν ήταν κι εύκολο αυτό. Η φίλη μου η Ρένα Καπιτσαλά το ’στησε και το σφράγισε ωραία ωραία με τον τίτλο, κατακόκκινο.
Απρίλιο του ’72, παραμονές του Πάσχα, μου τηλεφώνησε η Νανά πως είχε τα πρώτα αντίτυπα από το βιβλιοδετείο και να κατεβώ. Πλέοντας έκανα τη διαδρομή. Αυτό το «πλέοντας» δεν το ένιωσα ποτέ ξανά. Θυμάμαι όμως σαν και τώρα τι θα πει να περπατάς τριάντα πόντους πάνω από την άσφαλτο. Τόσο αθώα ήμουν. Τόσο αθώα κι η εποχή. Όπως ποτέ ξανά.
Στο σπίτι μου, όταν γύρισα με το βιβλίο και το ’δειξα, έγινε χαμός. Έπεσε να πεθάνει η μάνα μου πως πάει, γίναμε ρεζίλι, είχε και την καρδιά της, τρόμαξα. Η γιαγιά μου δεν πολυκαταλάβαινε τι είχε γίνει, κι έκλαιγε που ήταν έτσι χάλια η μάνα μου. Θυμήθηκαν κι οι δυο τους ιστορίες, για έναν που τρελάθηκε απ’ τα πολλά βιβλία, για έναν άλλο που τον τρέλαναν τα ποιήματα. Ποτέ δε μου τις είπανε ολόκληρες. Τα τρομερά τα ’λεγαν πάντα τηλεγραφικά.
Αυτή είναι η ιδιωτική ιστορία του βιβλίου. Για τη δημόσια, τι να λέω τώρα. Ήταν μια αγκαλιά ο Κέδρος τότε. Κι έξω απ’ τον Κέδρο, όλα μια αγκαλιά. Δεν έχει νόημα ν’ απαριθμώ μεγάλους συγγραφείς που αγαπούσα και που τους γνώρισα από κοντά και που μ’ αγάπησαν κι εκείνοι. Ήταν αληθινές αγάπες και πολύτιμες, όμως άλλο προέχει να εξηγήσω:
Όλα τα υπέροχα που έγιναν, ήταν της εποχής. Μόνο της εποχής. Και πρώτα πρώτα η γενναιοδωρία των ανθρώπων.
Έπειτα, κι η δική μου ανάγκη να φωνάξω δυνατά. Μ’ ένα βιβλίο, που θα ήταν πράξη πολιτική. (Μην παρεξηγηθώ: Πράξη πολιτική ήταν κάθε βιβλίο τότε. Καμιά δικτατορία δεν απείλησαν τα αθώα μου τα Διόδια. Προκάλεσαν ωστόσο, λόγω Κέδρου προπαντός, «εξακριβώσεις» στην ασφάλεια και διάφορα ψιλοτραβήγματα, που μ’ έκαναν να νιώθω ηρωικά, εγώ, μια ανέξοδη αριστερή κατά τα άλλα.)
Τέλος, της εποχής ήταν κι η δύναμη των ποιημάτων. Γιατί τα ποιήματα άλλαζαν τον κόσμο τότε. Όπως άλλαζαν και τη ζωή σου. Μέσα σε μια στιγμή.
Με κάτι τέτοια άλλαξε κι εμένα η ζωή μου. Έγινα σχεδόν δημόσιο πρόσωπο. Αυτό σημαίνει πως στα ιδιωτικά έγινα ακόμα πιο ιδιωτική. Στο σπίτι μου δεν ξαναείπαμε κουβέντα για τα ποιήματα, κάναμε σαν να μην υπάρχουν. Λίγο αργότερα, το ’78, λογόκρινα Το σόι στο μη παρέκει. Φοβόμουν μήπως γίνει κάτι και το μάθει η μάνα μου, μην το διαβάσει, δεν το άντεχα. Στα δυο επόμενα βιβλία δεν χρειάστηκε. Ώσπου να βγουν οι Ιστορίες, ήταν πια αλλού, το ’χε ξεχάσει. Κι εμένα με αναγνώριζε με δυσκολία. Έφυγε πέντε χρόνια πριν απ’ το Στεφάνι. Στο μεταξύ, ο κόσμος είχε αλλάξει. Άλλαξα κι εγώ. Με τα βιβλία, με τα ποιήματα, μου έμεινε μια ανεξήγητη ενοχή. Τις ιστορίες μ’ εκείνους που τρελάθηκαν δεν τις ξανάκουσα από τότε»
[Από τη «Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας»]