«Τα Διόδια είμαι εγώ είκοσι δυο χρονών. Μ’ έχω σ’ ένα ντοσιέ και με κρατώ σφιχτά. Νοέμβριο του ’71 κοντοστέκομαι έξω απ’ τον Κέδρο της στοάς. Θέλω ένα βιβλίο όσο τίποτα στον κόσμο. Είναι σχεδόν ηρωική η εποχή: τα Κείμενα (Δεκαοχτώ και Νέα), η Συνέχεια. Κι έχω μια ανάγκη να φωνάξω δυνατά.
Της Νανάς τής έχει πει για μένα ο Νίκος Γερμανάκος. Δεν ξέρω τι. Ίσως να είπανε και για το τηλεοπτικό επώνυμό μου. Τη βλέπω από το τζάμι. Είναι ωραία κυρία, αρχοντική. Δειλιάζω, μα δεν κάνω πίσω. Μπαίνω, της λέω πως έχω ένα βιβλίο, ή κάτι τέτοιο. Σχεδόν ψιθυριστά. Και η Νανά λέει απλά, θα το διαβάσω, θα το δείξω και αλλού, κι αν είναι καλοποιήματο, θα σου το βγάλω. Πρώτη φορά την άκουγα αυτή τη λέξη, «καλοποιήματο».
Ήταν η εποχή που όλα γίνονταν απλά. Σαν να ’ταν ανοιχτοί οι ουρανοί. Πέρασαν μέρες, δε θυμάμαι πόσες, και η Νανά μού τηλεφώνησε. Το βιβλίο θα το ’βγαζε, τo ’χε διαβάσει ο Ρίτσος κι ήθελε να με γνωρίσει.
Απ’ τη συνάντηση –με πήρε η Νανά ένα βράδυ και με πήγε− θυμάμαι λεπτομέρειες ανάκατες: το κρύο, τη βροχή, το χτυποκάρδι, ένα σινάχι που είχα κι έσκαγα και δεν μπορούσα να ανασάνω, τον Ρίτσο που ήθελε να του διαβάσω, κι εγώ ντράπηκα και διάβασα όπως όπως, κι ύστερα πάλι τον Ρίτσο που μου διάβαζε τα ποιήματά μου φωναχτά και πώς ντρεπόμουν πάλι.
Κάποια στιγμή με ρώτησε αν είχα τίτλο. Δίστασα, είπα όχι. Τη λέξη «διόδια» την πήρε μόνος του από έναν στίχο και το βάφτισε επιτόπου. Τα μονολεκτικά ήταν στη μόδα τότε. Τον δικό μου τίτλο –που τον είχα, και δεν τόλμησα να του τον πω– δεν άντεξα να τον απαρνηθώ οριστικά. Είναι κρυμμένος μέσα στο βιβλίο και λέει: «Πώς τετραγώνισα / τους κύκλους των ονείρων μου / σε σχήμα φωταγωγού / συνοικιακής πολυκατοικίας». Μ’ αυτόν τον τίτλο, ίσως όλα να διαβάζονταν αλλιώς.
Η λέξη «διόδια» είχε πάντως άλλη σιγουριά. Ώσπου να τελειώσουν οι διορθώσεις τη συνήθισα, σκέφτηκα και το εξώφυλλο. Δυο μήνες μάζευα τα εισιτήρια των λεωφορείων για να πετύχω ένα που δε θα ’ταν στραβοκομμένο ή βρώμικο –δεν ήταν κι εύκολο αυτό. Η φίλη μου η Ρένα Καπιτσαλά το ’στησε και το σφράγισε ωραία ωραία με τον τίτλο, κατακόκκινο.
Απρίλιο του ’72, παραμονές του Πάσχα, μου τηλεφώνησε η Νανά πως είχε τα πρώτα αντίτυπα από το βιβλιοδετείο και να κατεβώ. Πλέοντας έκανα τη διαδρομή. Αυτό το «πλέοντας» δεν το ένιωσα ποτέ ξανά. Θυμάμαι όμως σαν και τώρα τι θα πει να περπατάς τριάντα πόντους πάνω από την άσφαλτο. Τόσο αθώα ήμουν. Τόσο αθώα κι η εποχή. Όπως ποτέ ξανά.
Στο σπίτι μου, όταν γύρισα με το βιβλίο και το ’δειξα, έγινε χαμός. Έπεσε να πεθάνει η μάνα μου πως πάει, γίναμε ρεζίλι, είχε και την καρδιά της, τρόμαξα. Η γιαγιά μου δεν πολυκαταλάβαινε τι είχε γίνει, κι έκλαιγε που ήταν έτσι χάλια η μάνα μου. Θυμήθηκαν κι οι δυο τους ιστορίες, για έναν που τρελάθηκε απ’ τα πολλά βιβλία, για έναν άλλο που τον τρέλαναν τα ποιήματα. Ποτέ δε μου τις είπανε ολόκληρες. Τα τρομερά τα ’λεγαν πάντα τηλεγραφικά.
Αυτή είναι η ιδιωτική ιστορία του βιβλίου. Για τη δημόσια, τι να λέω τώρα. Ήταν μια αγκαλιά ο Κέδρος τότε. Κι έξω απ’ τον Κέδρο, όλα μια αγκαλιά. Δεν έχει νόημα ν’ απαριθμώ μεγάλους συγγραφείς που αγαπούσα και που τους γνώρισα από κοντά και που μ’ αγάπησαν κι εκείνοι. Ήταν αληθινές αγάπες και πολύτιμες, όμως άλλο προέχει να εξηγήσω:
Όλα τα υπέροχα που έγιναν, ήταν της εποχής. Μόνο της εποχής. Και πρώτα πρώτα η γενναιοδωρία των ανθρώπων.
Έπειτα, κι η δική μου ανάγκη να φωνάξω δυνατά. Μ’ ένα βιβλίο, που θα ήταν πράξη πολιτική. (Μην παρεξηγηθώ: Πράξη πολιτική ήταν κάθε βιβλίο τότε. Καμιά δικτατορία δεν απείλησαν τα αθώα μου τα Διόδια. Προκάλεσαν ωστόσο, λόγω Κέδρου προπαντός, «εξακριβώσεις» στην ασφάλεια και διάφορα ψιλοτραβήγματα, που μ’ έκαναν να νιώθω ηρωικά, εγώ, μια ανέξοδη αριστερή κατά τα άλλα.)
Τέλος, της εποχής ήταν κι η δύναμη των ποιημάτων. Γιατί τα ποιήματα άλλαζαν τον κόσμο τότε. Όπως άλλαζαν και τη ζωή σου. Μέσα σε μια στιγμή.
Με κάτι τέτοια άλλαξε κι εμένα η ζωή μου. Έγινα σχεδόν δημόσιο πρόσωπο. Αυτό σημαίνει πως στα ιδιωτικά έγινα ακόμα πιο ιδιωτική. Στο σπίτι μου δεν ξαναείπαμε κουβέντα για τα ποιήματα, κάναμε σαν να μην υπάρχουν. Λίγο αργότερα, το ’78, λογόκρινα Το σόι στο μη παρέκει. Φοβόμουν μήπως γίνει κάτι και το μάθει η μάνα μου, μην το διαβάσει, δεν το άντεχα. Στα δυο επόμενα βιβλία δεν χρειάστηκε. Ώσπου να βγουν οι Ιστορίες, ήταν πια αλλού, το ’χε ξεχάσει. Κι εμένα με αναγνώριζε με δυσκολία. Έφυγε πέντε χρόνια πριν απ’ το Στεφάνι. Στο μεταξύ, ο κόσμος είχε αλλάξει. Άλλαξα κι εγώ. Με τα βιβλία, με τα ποιήματα, μου έμεινε μια ανεξήγητη ενοχή. Τις ιστορίες μ’ εκείνους που τρελάθηκαν δεν τις ξανάκουσα από τότε»
[Από τη «Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας»]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου