Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Πατίλης Γιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Πατίλης Γιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 1 Ιουλίου 2025

Γιάννης Πατίλης - Τρία ποιήματα

ΜΕΤ’ ΕΜΠΟΔΙΩΝ

Οι προγραμματισμοί
τα συμφέροντα, ο στρατός, η συμμαχία
μπερδέψαν την αγάπη μας.
Μού λες νάτο! Καταλαβαίνω Ν.Α.Τ.Ο.
Έχουμε ραντεβού και υπεραπασχόληση,
κινώ να ’ρθώ και με στρατεύουν
έρχομαι κ’ είσαι
πολύ μεγάλη πια για μένα.

ΤΥΧΕΡΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ  

Είναι ένας άνθρωπος με το σακκάκι και το παντελόνι του.
Ένας συνηθισμένος τύπος που στέκει όρθιος μπροστά σε
μια μηχανή ρίχνοντάς της νομίσματα.
Δεκάδες κάμερες κλειστού κυκλώματος παρακολουθούν
τις κινήσεις του.
Εκατοντάδες χιλιόμετρα τηλεοπτικής μνήμης αποθηκευμένης.
Για να θυμούνται έναν άνθρωπο που χάνει.

ΜΠΟΡΩ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΜΙΛΩ ΜΑΖΙ ΣΟΥ

Τα γράμματά σου τα ’στελνες με τη βροχή
και τον αέρα.
Όταν μου χτύπαες το τζάμι έβγαινα
κατέβαινα στο δρόμο κι άκουγα.
Πως σύννεφο ήσουν που ξεκίνησες
κ’ ήρθες να κλάψεις πάνω απ’ το σπίτι μου
στην πόλη.


                                   Γιάννης Πατίλης ( 1947 - )

                                   Πηγή: «ΜΗ ΚΑΠΝΙΣΤΗΣ ΣΕ ΧΩΡΑ ΚΑΠΝΙΖΟΝΤΩΝ
                                   (ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1970 -1980)»
                                   Εκδόσεις: ύψιλον/ βιβλία-  Μάρτιος 1982 -Αθήνα

Σάββατο 21 Ιουνίου 2025

Γιάννης Πατίλης - [29]


Απ’ όλες τις λέξεις που συναντώ
Παρακολουθώ τις πιο όμορφες.
Τις πιο λεπτές, τις πιο σφιχτές
Τις πιο νέες.
Τις φαντάζομαι γυμνές, κυριολεκτικές.
Δίχως επίθετα και σαχλαμάρες.
Τις περιμένω αργά το μεσημέρι.
Όταν επιστρέφουν
Ανέμελες και ξεμοναχιασμένες.
Και τους ρίχνομαι εκεί.
Στην είσοδο της πολυκατοικίας
Ή πλάι στο περίπτερο.
Μόλις νιώσουν το τράνταγμα απ’ τα μαλλιά
Τα μάτια τους λάμπουν σαν άστρα.
Ποτέ τους δεν φωνάζουν, δεν κλαίνε.
Γιατί κι αυτές κατά βάθος
Ποθούνε το βιασμό.
Ποθούνε να ξαπλώσουν
Στο ποίημα.

Πηγή: «Ζεστό μεσημέρι», 1984, Ταξίδια στην ίδια πόλη. Ποιήματα 1970-1990, 1993.

Σάββατο 7 Ιουνίου 2025

Γιάννης Πατίλης - Ποιήματα

  ΤΩΡΑ ΕΧΩ ΑΝΟΙΞΕΙ

Τώρα έχω ανοίξει όλα τα μέτωπα
τώρα όλα βάλλουν
δος μου τα μάτια σου!
Και να τώρα πρώτος στ’ οδόφραγμα
στο κόκκινο σύννεφο του αίματος
να πρώτος!
δος την καρδιά σου!
Αλλά δες κι’ η πέτρα της φυλακής
τώρα ανεμίζει
τώρα μιας ιλαρής ματιάς την καρτερία
ανταμείβει τ’ ανδρόφονο χέρι
δος την καρδιά σου!
Και να! Ανατέλλει η Ανατροπή
κι η συζυγία των ανωμάλων γκρεμίζεται.
Φώναξε. Ψάλλε. Βάστα με.
Ψάλλε το Χαίρε!
Τώρα έχω ανοίξει όλα τα μέτωπα
τώρα όλα βάλλουν
πυκνώσου με!
(Από τη συλλογή /ενότητα «Ο μικρός και το θηρίο». [1970], σελ. 13)
***
ΑΙΓΑΙΟ 1922–2022
Μην αδικήσεις την Γεωγραφία
Να πλέει μπροστά μου βλέπω μια σανίδα
σωσίβια φορτωμένη βυθισμένη
στο κύμα τ’ αλμυρό παραδομένη
τύχη να ψάχνει άλλη και πατρίδα:
μια συμφορά που έμοιαζε μ’ ελπίδα
γιατί ήταν πάντα η θάλασσα ενωμένη,
γιατί το τραύμα πάντα θα επιμένει
που τώρα λένε το υφαλοκρηπίδα.
Χρόνια βαθιά της Γεωγραφίας η Μοίρα
δεν θέλει την μια Ακτή δίχως την Άλλη,
αφήνοντας απέθαντη μια κλήρα,
αιγαίο γραφτό στο πέλαο μπουκάλι,
Νότος, Βορράς, Ανατολή και Δύση
να πρέπει το ένα τ’ άλλο να κερδίσει.
(Από τη συλλογή /ενότητα «Σονέτα με σημαία ευκαιρίας. Εγκώμια και ψόγοι εκ του ιδιωτικού και δημόσιου βίου». [2022], σελ. 458)



Από το προφίλ της Μαρίας Σ. Σύρρου
.......................................................................................................................................................................
Κοιτάζω τα ρούχα μας Τα πεταμένα βιαστικά πριν τον έρωτα Τι φύρδην μίγδην, τι ανακάτωμα Σαν τα ρούχα των άτυχων Που τους στήναν στα σκοπευτήρια Ή τους στοιβάζαν στους θαλάμους αερίων Τι τύχη καλή μου Που θα τα ξαναξεχωρίσουμε με τα χέρια μας Θα τα φορέσουμε στα κορμιά μας και θα φύγουμε Κι ας ήταν πότε να μην ξαναβρεθούμε

......................................................................................................................................................................
Απορία

Και τόσα χρόνια που περπάτησα στη γη
και είδα δρόμους σκοτεινούς
και δρόμους φωτεινούς
αναρωτιέμαι
αν ζει κάτι από μας αληθινά
ή αν απλώς 
εξέχουμε απ’ το χώμα.
...................................................................................................................................................................
Τι να προτιμήσω;
Το φως του ήλιου;
Ή το φως της αγάπης;
Το ένα σου δείχνει τα μεγάλα κύματα.
Το άλλο σε βοηθά να χαθείς μαζί τους.
Το σπασμένο είναι πιο ανθεκτικό (Ποιήματα 1970–2022), Εκδόσεις Ύψιλον / Βιβλία 2023.

Τετάρτη 28 Μαΐου 2025

Γιάννης Πατίλης - [άτιτλο]


ΔΕΝ ΞΕΡΩ τον κόσμο
Πριν απ' την πτώση του. 
Ξέρω μόνο την πτώση.
Γι' αυτό καθημερινώς την εορτάζω. 
Ιδίως τα μεγάλα φωτεινά μεσημέρια. 
Όταν κάθομαι στις ερημωμένες πλατείες 
Και χαιδεύω με τα μάτια μου 
Αυτά τα θρύμματα.
Τις απτότατες αποδείξεις
Της ζωής μου.
(Αφού ζωή είναι αυτό
Που θρυμματίζεται.)

Ζεστό μεσημέρι

Κυριακή 27 Απριλίου 2025

Γιάννης Πατίλης - Mηδέν - μηδέν

Κυριακή βράδυ...
Φτιαχτό πάλι το ματς -
κ' ένα σωρό να τρέχουν
να γυρεύουν
πίσω την ψυχή τους.

Πηγή: Μη καπνιστής σε χώρα καπνιζόντων, Ποιήματα 1970-1980.

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2025

Γιάννης Πατίλης - Τρία ποιήματα

 ΖΕΣΤΟ μεσημέρι

Κάνεις να περνάνε απαρατήρητα

Πράγματα που δίχως εσένα

Θα μοιάζανε συνταραχτικά.

Πέρασα δίπλα τους. ΄Εφυγα. Ταξίδεψα.

Πήγα μακριά μέσα στην ίδια πόλη,

απομακρύνθηκα απ' ό,τι λαχταρούσα

να συναντήσω.

Τυλιγμένος στην καφετιά μαντόρλα του νέφους.

Με το μυαλό μου γεμάτο σάρκα δροσερή

Που τίποτα δεν εννοούσε να καταλάβει.

Είναι η απόσταση που φέρνει τις συναντήσεις.

Κι ο άνθρωπος πάντα αγαπά

Αυτό που λιγότερο καταλαβαίνει.

Γιατί αυτό που καταλαβαίνει

Είναι λιγότερο από τον άνθρωπο.

Και δεν αξίζει να το αγαπά.


***


ΠΡΑΓΜΑΤΑ κυβερνημένα

Από το φως και τον αέρα.

Ριζωμένα στο φως.

Κι όμως ρευστά

Μες στο ζεστό αίσθημά τους.

Και στη σιωπή.

Στήνω αυτί στο μανταλάκι.

Περνά η μούσα του μεσημεριού

Μες στο λεπτό αεράκι.

Γύρω μου άδειες καρέκλες.

Και στο σκοινί

Κουνιούνται ελαφρά οι εφημερίδες.

Δεν κυβερνάνε πιά οι κυβερνήσεις.

Κυβέρνηση έχουνε το φως

Κι οι πέντε αισθήσεις.

Η γλυκιά τρέλλα που κυβερνάει

Το μυαλό.


***


Ω ΓΗ της Αττικής

Αγαπώ τις πολυκατοικίες σου πιό πολύ

απ' τον Παρθενώνα.

Χωρίς αυτές ούτε που θα σας είχα δει

άσπρες ζεστές κολόνες από δάκρυα.

Είμαι ερωτευμένος

Κι αυτό

Δεν έχει καμιά σημασία.

Κι είμαι χαρούμενος

Για την αποτυχία όλων των σημασιών.

Κι είμαι ανέτοιμος

Βαθύτατα ανέτοιμος για όλα.


Πηγή: https://www.authors.gr/article.php?id=250

Γιάννης Πατίλης - Ποιήματα


ΤΟ ΞΕΡΩ

 

Πολλά τα βάσανά σου

το ξέρω

κ’ έγγισα ο ίδιος

τις πληγές

που σου ανοίξαν μ’ επιμέλεια

κ’ εκείνο το καρφί

που σου αφήσανε στο στήθος

για να ’χει κάπου

ν’ ακουμπά τη λύπη της

η μάνα σου.

ΤΟ ΥΠΕΡΑΣΤΙΚΟ

 

Τώρα πολύ μακρυά

φιλέρημος τραγουδιστής

σ’ έναν έρημο κόσμο

που ο Θεός του

την όγδοη μέρα εγκατέλειψε.

(Ο ΜΙΚΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΘΗΡΙΟ, 1970)

 

ΤΗ ΝΥΧΤΑ

 

Τη νύχτα έφτασα στη θάλασσα,

 

Ήταν βουβή και πάνω της τ’ αστέρια·

τ’ αμέτρητα κι ολόλαμπρα επίθετά της.

(ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΚΑΡΠΩΝ, 1977)

 

Ζεστό μεσημέρι

Κάνεις να περνάνε απαρατήρητα

Πράγματα που δίχως εσένα

Θα μοιάζανε συνταραχτικά.

Πέρασα δίπλα τους. Έφυγα. Ταξίδεψα.

Πήγα μακρυά μέσα στην ίδια πόλη.

Απομακρύνθηκα απ’ ό,τι λαχταρούσα

να συναντήσω.

Τυλιγμένος στην καφετιά μαντόρλα του νέφους.

Με το μυαλό μου γεμάτο σάρκα δροσερή

Που τίποτα δεν εννοούσε να καταλάβει.

Είναι η απόσταση που φέρνει τις συναντήσεις.

Κι ο άνθρωπος πάντα αγαπά

Αυτό που λιγότερο καταλαβαίνει.

Γιατί αυτό που καταλαβαίνει

Είναι λιγότερο από τον άνθρωπο

Και δεν αξίζει να το αγαπά.

 

*

 

Δεν ξέρω τον κόσμο

Πριν απ’ την πτώση του.

Ξέρω μόνο την πτώση.

Γι’ αυτό καθημερινώς την εορτάζω.

Ιδίως τα μεγάλα φωτεινά μεσημέρια.

Όταν κάθομαι στις ερημωμένες πλατείες

Και χαϊδεύω με τα μάτια μου

Αυτά τα θρύμματα.

Τις απτότατες αποδείξεις

Της ζωής μου.

(Αφού ζωή είναι αυτό

Που θρυμματίζεται.)

 

*

 

Τι τεράστια ανωνυμία ο θάνατος.

(Και τι Μνήμη,

Θεέ μου!

Κ α ν έ ν α

Δεν ξεχνάει!)

 

*

 

Έρωτα

Δεν είσαι τίποτ’ άλλο

Από την άγνοια

Αυτού που λαχταράει.

Αρρώστησα.

Γνώρισα την άγνοια

Και σε λαχτάρησα.

Ακόμα και τη μέρα

Αγρύπνησα.

Απ’ όλα τα πλάσματα

Μόνον εσύ–

Και λίγα φαρμακεία–

Διανυκτερεύεις.

Αλλά για σένα, Έρωτα,

Φάρμακο δεν βρήκα

Κανένα.

 

*

 

Τι να προτιμήσω;

Το φως του ήλιου ή το φως της αγάπης;

Το ένα σου δείχνει τα μεγάλα κύματα.

Το άλλο σε βοηθά να χαθείς μαζί τους.

 

(ΖΕΣΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ, 1984)

 

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΔΕΝ ΣΤΑΜΑΤΑ ΠΟΤΕ

 

Είναι ανάποδη η εποχή κι ωστόσο

Καθώς τα νερά σ’ ένα πλοίο

που βυθίζεται

Η ομορφιά εισβάλλει από παντού

Οι στίχοι

Φτωχά ψίχουλα πάνω στο χαρτί

Μπορούν να θρέψουν τους κουρασμένους

και τους νηστικούς

Μπορούν να σχίσουν τα βουνά

να περάσουν τη θάλασσα

Να κατεβούν απ’ τον ουρανό

στα υψωμένα ποτήρια

στα τρυφερά μέλη

Η καρδιά μας εξέχει

Σαν τ’ αυτιά του λαγού πίσω

Απ’ τη φτέρη

Οι πυροβολισμοί τη γεννάνε

Η αδιαφορία την τρέφει

Η παγωνιά τη ζεσταίνει

Κόκκινη τρυφερή

Πληθαίνουν οι μελαγχολικοί κι ωστόσο

Το τραγούδι δεν σταματά ποτέ.

 

ΟΜΟΡΦΗ ΛΥΡΑ

μνήμη Μήτσου Παπανικολάου

 

Καθώς αέρας

Πέτρες που έχτισε ο άνεμος

Το στάχυ θ’ ΄αντέξει;

Το φύλλο οτυ καλαμποκιού;

Η μέρα περνά

Με τους μεγάλους καθρέφτες της σιγής στα φτερά της

Πάνω από τα έρημα μέρη του Καλοκαιριού

Παίρνει τα λίγα αγκάθια

Τις πέτρες χαϊδεύει

Αυτές που έχτισε ο άνεμος

Καθώς ταξιδεύει

Ενώ απ’ τα ψηλά βουνά κατεβαίνει

Σκοτεινός Χειμώνας

Ζητώντας ταυτότητες

 

(ΓΡΑΦΕΩΣ ΚΑΤΟΠΤΡΟΝ, 1989)

 

 

 

 

ΑΚΤΗ ΚΑΛΛΙΜΑΣΙΩΤΗ

 

1.

 

Ένα ξυπόλητο παιδί δεν τραγουδάει

κρατάει ένα μικρό πανέρι με λουλούδια

και πάντα στο προσφέρει σιωπηλό

Δεν θά ’θελε μαζί σου να γεράσει

και μάλιστα σ’ αυτή την ίδια καφετέρια

Οι γέροι έχουν ένα βαθύ κρεββάτι μες στο στόμα

στον τραπεζίτη πάνω φέγγει ένα ωχρό αμπαζούρ

κι η γλώσσα μπαινοβγαίενι ακατάπαυστα

καθώς στο ράφι τα κιτρινισμένα λεξικά

 

 

9.

 

Και πάλι στο καφενεδάκι απέναντι

τον κόσμο αφήνοντας ξανά στη μέση

βιβλίο που του σκίσαν ένα φύλλο

Από της μέρας το ποτάμι σύρθηκε έξω

για να το δει για λίγο πλάι να κυλά

Γερή κατεβασιά στ’ αλήθεια

σαν να ’σπασαν του Χρόνου τα νερά

και σέρνουν στο λιμάνι τ’ αυτοκίνητα

θορύβους μπερδεμένους με διαβάτες

θάλαττα θάλαττα που δεν φωνάζουν πια

Σ’ αυτό το χώρο νιώθει αγέννητος πολύ

παρέα μ’ όλους τους εξ αναβολής

Εδώ την πόρτα δεν πρόκειται κανείς

να την ανοίξει καλώντας τον

με τ’ όνομά του

(ΑΚΤΗ ΚΑΛΛΙΜΑΣΙΩΤΗ, και άλλα ποιήματα, 2009)

 

ΑΝΑΧΩΡΗΣΕΙΣ

 

Πρωί και κρύο φως απ’ το ψυγείο με τ’ αναψυκτικά

και ώρα δέκα αναχώρηση απ’ τον διάδρομο τον πρώτο

κατάσαρκα για Λάρισα φορώντας μαύρα υλικά

που κάνουνε την ομορφιά σου να ραγίζει

Παιδί μάνα πατέρας μορφή αγαπημένη

το σώμα πάντα θα πονάει στο χωρισμό

Δεν είν’ η θλίψη στο Σώμα το Αστυνομικό

από τον θάνατο στον Τύρναβο του συναδέλφου

μα του οχτάχρονου παιδιού που το μαθαίνει στο σχολειό

Δεν πάει κάτω η Μαύρη Τρύπα που την ύπαρξη ρουφάει

το κάθισμα το άδειο που για λίγο την αύρα σου κρατά

το μάτια μου τα μάτια που δεν θα ξαναδούν

 

 

ΣΤΗ ΜΑΝΤΡΑ ΠΛΑΙ

 

Μεσημέρι με κρύο μα ήλιος δυνατός

κι η μάντρα πλάι στο γκρεμίδι ό,τι πρέπει

να φορτωθεί το τσάι σου μαζί με το κονιάκ

Μέσα μου σκάει ανεξήγητη χαρά

σαν να ’ρθε και με χάιδεψ’ από πίσω

ξανθειά θεά που μόνο εγώ τη βλέπω

Εχθρούς κακούς και φτώχεια ψυχοφθόρα

δεν φοβάται όποιος μ’ ορμή και τώρα

καταβρέχει το σοβά

στεγνά κρατώντας ακόμη τα παπούτσια

 

(ΑΠΟΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΑΛΚΟΟΛ, και άλλα ποιήματα, 2012)

 

Πηγή: https://www.oanagnostis.gr/en-archi-ine-i-piisi/

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2025

Γιάννης Πατίλης - [3]


Δεν βλέπω γιατί να φύγω.
Να πάω πού;
Πού θα βρω τόσα ερείπια.
Τόσα κομμάτια του ολόκληρου.
Καλύτερα εδώ.
Ανάμεσα στα ερείπια του χθες
Και σ’ αυτά που έρχονται.
Μόνος. Σ’ αυτούς τους άδειους δρόμους.
Ένας οποιοσδήποτε.
Που περπατάει
Παραπατάει
Κοιτάει
Το μακάριο φως του ήλιου.
Το μακάβριο.

Ζεστό μεσημέρι

Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2025

Γιάννης Πατίλης - Εσωτερικώς και εξωτερικώς


Εσωτερικώς ανήκουμε στον ουρανό
Εξωτερικώς μένουμε στον Κορυδαλλό
Εσωτερικώς περπατάμε πάνω στο νερό
Εξωτερικώς υπαγόμαστε στα υποβρύχια
Εσωτερικώς σταυρωνόμαστε στο μεσαίο σταυρό
Εξωτερικώς διαρρηγνύουμε τα ιμάτιά μας.
Εσωτερικώς εξομολογιόμαστε εξωτερικώς
Εξωτερικώς μετανοούμε εσωτερικώς
Εσωτερικώς και εν μέρει εξωτερικώς
Με μηχανάκι εξωτερικώς
Με φτερά αγγέλων εσωτερικώς
Δραστήριοι καλαθοσφαιριστές εξωτερικώς
Ένα είκοσι εσωτερικώς
Εσωτερικόφρονες και Εξωτερικόφρονες
Εσωτερικοφανείς και εξωτερικόφρονες
Ελευθεροπαράφρονες εσωτερικοεξωτερικώς
Άνθρωποι των Ιμαλαΐων εξωτερικώς
Εσωτερικώς τα Ιμαλάια τα ίδια.
Γιάννης Πατίλης ( 1947 )
Πηγή: ΜΗ ΚΑΠΝΙΣΤΗΣ ΣΕ ΧΩΡΑ ΚΑΠΝΙΖΟΝΤΩΝ: ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1970 -1980
Εκδόσεις: ύψιλον/βιβλία- Μάρτιος 1982 -Αθήνα

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2024

Γιάννης Πατίλης -Μπορώ ακόμα και μιλώ μαζί σου

 

Τα γράμματά σου τα 'στελνες με τη βροχή

και τον αέρα!...

Όταν μου χτύπαες το τζάμι έβγαινα

κατέβαινα στο δρόμο κι άκουγα:

πως σύννεφο ήσουν που ξεκίνησες

κι ήρθες να κλάψεις πάνω απ' το σπίτι μου

στην πόλη...

[πηγή: Γιάννης Πατίλης, Μη καπνιστής σε χώρα καπνιζόντων (Ποιήματα 1970-1980). Με σχέδια του Δημήτρη Γέρου, Ύψιλον/Βιβλία, Αθήνα 1982, σ. 73

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2024

Γιάννης Πατίλης - Η πόλη


Πόσο που μ' έβλαψε
το κλίμα
αυτής της πόλης.
Λέει ο γιατρός...
μα ό,τι να κάνεις
κάθε μέρα συναντάς
την κυλιόμενη απελπισία
της Ομόνοιας
και τα ικετήρια
βλέμματα των κιναίδων
στα ουρητήρια
που σε ρωτούν
διαρκώς την ώρα.

Τα συντριβάνια
είναι μια πρόκληση
μια προδιάθεση
να σκέφτεσαι
λοξά!
Μωρ' καλαματιανούλα μου
φαρμάκωστον το γέρο
και πάρτου τ' αυτοκίνητο
να βγούμε στο σιργιάνι
να πιάσουμε στα Φάληρα
και στο Πασαλιμάνι.

Το ξέρω
πάει καιρός
που κατελήφθησαν
τα δυτικά προάστια...
Πως Κρήτες
και Αρκάδιοι πληθυσμοί
περιφέρονται από Ταύρου
έως Κορυδαλλού
και από Κολοκυνθού
έως Θησείου...
Πως κάθε Κυριακή
λυμαίνονται τις πολυθρόνες
και τα παγκάκια
του Ζαππείου
σηκώνοντας σύννεφα
την πασατεμπόσκονη
στο διάβα τους...
Και ξέρω ακόμη
πως τούτοι
οι νεοβάρβαροι
κατατρομοκρατήσαν
τους μεταξύ Τσακάλωφ και Αναγνωστοπούλου ιθαγενείς
που οχυρωθήκαν για καλά
στ' απρόσιτα ρετιρέ τους
και στην εξαίσια έπαρση
που τους χαρίζει
η γάτα που έχουν
στο σκουπιδοτενεκέ τους
κάθε που «πιάνουν»
το «εκατό»!

Λοιπόν
δεν μοιάζει περίεργο καθόλου
πώς
τούτες τις μέρες
με πιάνει αόριστη
μια θλίψη
σα σκέφτουμαι την Τροχαία
και την Υπηρεσία Αναζητήσεων
τη μέρα που θα πεθάνουν
όλοι ξαφνικά
σ’ αυτή την πόλη… Και πώς μεγαλώνει
στ’ αλήθεια η θλίψη μου
στη σκέψη εκείνων
που θ’ αφήσουν
τη στερνή τους
την πνοή
στον καμπινέ τους
χωρίς να έχουν
κάποιον κοντά
να τους τραβήξει —χαιρετιστήρια—
για τελευταία φορά
το καζανάκι!

Αλλοίμονο!
Πόσο που μ’ έβλαψε το κλίμα
αυτής της πόλης…
Μα πάλι υποθέτω
πως ε! δε θα ’μαστε
και τόσο μάζα,
τόσο χονδροειδείς.
Υπάρχει πάντα ανάμεσά μας
—υποθέτω—
μία λεπτή
απόφυση του ωραίου
μια ευγενικιά προδιάθεση
για τη μοναδικότητα…
Και ποιος
δε θα ’θελε στ’ αλήθεια
να είναι —έστω και
για μια Κυριακή—
ο μοναδικός
δεκατριάρης!...

Α! Και να ήμουν!
θα ’παιρνα την
ταχεία του Βορριά
και τότε ποιος πια
στη Νάουσα γλυκό κρασί
στη Βέρροια μαυρομάτες
—γύριζε γοργά—
και στ’ έρημο το Κόλινδρο
κοντούλες και γιομάτες!...

Ω!

Από τη συλλογή Ο μικρός και το θηρίο (1970)

[πηγή: Γιάννης Πατίλης, Ταξίδια στην ίδια πόλη. [Ποιήματα 1970-1990], Ύψιλον/Βιβλία, Αθήνα 1993, σ. 13-16]


Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2024

Γιάννης Πατίλης - III ποιήματα

 (I)

ΘΑ ‘ΡΘΩ ΚΑΘΕΤΩΣ
Σκοτάδι απόψε
κι ο δρόμος που μου δείξανε
χαράδρα ατέλειωτη.

Είναι μια λύση να τραβάς από ψηλά
απ’ τις ταράτσες.
Κάτου δεν ξέρεις
τι μπορεί να σου κυλήσει
άνθρωπος θα ΄ναι, είδηση…

Τέλος είπαν πως «κάτου» θα λογαριαστούνε
δώσαν τα σχέδια –
μα τούτη η περιπλάνηση με κούρασε.
Βαρέθηκα τα οριζοντίως
αυτή την ειρωνική συνύπαρξη,
την ευθυγράμμιση.
Λοιπόν θα στρίψω
θα ‘ρθω καθέτως
καθέτως στην πόρτα σας
στην καρδιά σας
σα σφαίρα, σαν είδηση…
Καθέτως.

(Ο Μικρός και το Θηρίο, 1970)

ο ο ο

(II)
ΖΕΣΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ
[7]
ΤΟ ΞΑΝΑΣΚΕΦΤΗΚΑ πλάι
Σ’ αυτό το σπασμένο μάρμαρο
Το περικυκλωμένο από τις πολυκατοικίες.
Λίγα δέντρα, δυο τρεις γλάστρες
Ένα μικρό κιγκλίδωμα.
Το φως έπεφτε λοξά
Στη βιτρίνα του φαρμακείου.
Όχι, δεν πρέπει ν’ ανακατευτώ
Τις καθημερινές μου αφαιρέσεις
Με την ανυπαρξία.
Το ξανασκέφτηκα κάποτε
Παρατηρώντας τα πράσινα νερά
Του Ερύμανθου.
Το ξανασκέφτομαι τώρα
Κοιτάζοντας τον κόκκινο σταυρό
Του φαρμακείου.
Σ’ αυτήν την άδεια πλατεία.
Πλάι στο μάρμαρο που μου ψιθύριζε:
Ας τα όλα!
Το σπασμένο
Είναι πιο ανθεκτικό.

(Ζεστό Μεσημέρι, 1984)

ο ο ο

(III)
ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ
Να γινόταν να χαθώ
Καθώς χάνονται όλοι όσοι μαζεύουνε λουλούδια
Έτσι συλλογιζότανε καθώς
Περνούσε τα φανάρια της Ομόνοιας
για να κατέβει
Όχι στον Άδη (ακόμη)
Αλλά στις σκάλες τις ακίνητες της Ομονοίας
Της Άνοιξης ένας κόκκος να γινόμουν
Που καταδέχτηκε
Ως και τις σκονισμένες τέντες της Κεραμεικού
Έλεγε καθώς έπαιρνε
Από τη νέα κοπέλα μια προκήρυξη
Που φώναζε τους εργαζόμενους στο ύφασμα
Σε μια ακόμη εικοσιτετράωρη απεργία
Νάχα εικοσιτέσσερις ώρες
Απόλυτης ζωής
Χαϊδεύοντας τον σφριγηλό μαστό
Τούτης της μέρας
Που με ουράνια βία κατασκήνωσε
Στα μάτια
Σκεφτόταν καθώς πέρναγε σκυφτός
Πλάι στη φλογέρα
Που συνόδευε το κασετόφωνο
Ενός τυφλού στολισμένου με λαχεία
Αν είχα λίγη τύχη ένα φως
Από αυτό που κατοικεί μέσα στο άλλο
Καθώς τώρα τις σκάλες παίρνω
Για τ’ απάνω
Παιδί παρθένο πάλι να χαθώ
Καθώς χαθήκανε όλοι όσοι μαζεύανε λουλούδια
Και μία φορά ακόμη να βρεθώ
Πάνω στο χώμα.

(Γραφέως Κάτοπτρον, 1989) 

ΠΗΓΗ: Γενιά του ’70, Σύγχρονη Βιβλιοθήκη, Εκδόσεις ΟΜΒΡΟΣ, Αθήνα 2001

Αναδημοσίευση από:https://exitirion.wordpress.com/2019/04/30/giannis-patilis-3poems/

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2024

Γιάννης Πατίλης - Ποιήματα

 Ψωμί της κάθε μέρας

Μνήμη σημαίνει να ξεχνάς τους ορισμούς
λέξη σημαίνει πλέξη με το άλεκτο
βλέπω σημαίνει λείπω απ' τ' ορατό
Απείραχτο άσε το Κεφάλαιο του Κόσμου
και ζήσε από τους τόκους
Μέσα στο σάλο των γνωστών πραγμάτων
γίνε εσύ και πάλι το Σημείο Μηδέν
και βγάλε το ψωμί της κάθε μέρας
*
Αποδρομή του αλκοόλ
«και εάν μη ίδω // προ της Ελλάδος του ιερού /
χορώ συμπεπλεγμένας / Ελευθερίαν και Μούσας /
θάνατον θέλω – Ανδρέας Κάλβος, “Ελπίς πατρίδος”»
Σε βρήκα μέσα στο χαμό
με δανεικό παλτό κοιμόσουνα
σ’ ένα παγκάκι μνήμες απ’ το μέλλον
κι έκανε κρύο Λονδίνου τοξικό
Δεν ξέρω αν ο Θεός μιλά ελληνικά
το σίγουρο είναι πως οι Έλληνες εδώ
διαρκώς θα τα μιλάνε όλο πιο λίγο
Αν πάλι θα μιλάνε
Γείρε λιγάκι από το στρώμα σου να δεις
σκουπίδια που ξεσέρνει πλάι
ο άνεμος της αλλαγής
μποτίλιες που οι γενναίοι
της αρπαχτής αδειάσαν
Και πάλι όσο μπορείς γερά κρατήσου
γιατί αρχίζει η αποδρομή του αλκοόλ
η υποδόρειος φρικίαση και η νάρκη
οι εφιάλτες απ’ την έφοδο του άδειου
Τους είδα εγώ στον ύπνο μου προχτές
τον Βενιζέλο με τον Μπακαλάκο
-Ελευθερίαν και Μούσας-
χορώ συμπεπλεγμένους
κάτω απ’ τα κυπαρίσσια της Σταδίου
στη Δύση αναμέλποντας ωδάς
en th twn nyn Ellhnwn dialektw
Ελλάδα Hellas της Νέας Εποχής
μια φαντασίωσις ήσουν νεωτερική
που σε ξεγέννησαν για δοκιμή
τρεις ναυαρχίδες
Για να σε μεγαλώσει ανάδελφος διαφθορά
Η αλληλοεπιχώρησις των σοσιαλιστών
με τα λαμόγια
Το συναμφότερον Οικογενείας και Βουλής
Λονδίνο χίλια οχτακόσια δέκα και εννιά
Ανδρέα Κάλβου Ιωαννίδου
ΕΛΠΙΣ. ΠΑΤΡΙΔΟΣ.
τι τίτλος σύγχρονος θεέ μου
τι απελπιστικά
αιώνες δύο πριν
προφητικός
Dimmer εποχή
Κάτι έχει αλλάξει
στης ζωής μας το ρυθμό
που παίρνει χρόνια να το αντιληφθείς
ώστε η πρώτη του φορά να 'χει χαθεί
στο παρελθόν
που είδες αυτοκίνητο
πρώτη φορά να τ' οδηγεί γυναίκα
η πρώτη φορά που ακούστηκε του νεσκαφέ η γουλιά
η πρώτη μυρωδιά απ' τον γαλλικό
κι η πρώτη που σ' αυτήν εδώ την πόλη
μπήκε στον Ηλεκτρικό
στο πλαστικό πίνοντας τον φραπέ
Κάτι στο φως έχει αλλάξει
κάτι στους διακόπτες
γιατί δεν λέμε πια νταμπλάς και συγκοπή
που με μια κίνηση κοφτή επέβαλλαν σκοτάδι
όπως όταν γυρίζεις το κουμπί
να βγεις από το σπίτι βράδυ
καθώς απλώνεται διαρκώς
των dimmer η εποχή
ρέοντος φωτισμού
μηχανισμοί εσωτερικοί
το φως σταδιακά ελαττώνουν
και όλο από λίγο χάνεις κάτι
μάτια αυτιά νεφρά καρδιά μυαλά
ενώ πληθαίνει γύρω σου
ο ξένος πληθυσμός
που από το χέρι στοργικά
σιγά-σιγά
θα σ' οδηγήσει πάλι πίσω
στο σκοτάδι
χωρίς ποσώς κι αυτό
ν' αντιληφθείς
*
Αναχωρήσεις
Πρωί και κρύο φως απ' το ψυγείο με τ' αναψυκτικά
και ώρα δέκα αναχώρηση απ' τον διάδρομο τον πρώτο
κατάσαρκα για Λάρισα φορώντας μαύρα υλικά
που κάνουνε την ομορφιά σου να ραγίζει
Παιδί μάνα πατέρας μορφή αγαπημένη
το σώμα πάντα θα πονάει στο χωρισμό
Δεν είν' η θλίψη στο Σώμα το Αστυνομικό
από τον θάνατο στον Τύρναβο του συναδέλφου
μα του οχτάχρονου παιδιού που το μαθαίνει στο σχολειό
Δεν πάει κάτω η Μαύρη Τρύπα που την ύπαρξη ρουφάει
το κάθισμα το άδειο που για λίγο την αύρα σου κρατά
τα μάτια μου τα μάτια σου που δεν θα ξαναδούν
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΙΛΗΣ
Αποδρομή του αλκοόλ
ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ύψιλον / βιβλία 2012

Αντλήθηκαν απ' το προφίλ του Γιώργου Αλπογιάννη