Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Καμπανέλλης Ιάκωβος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Καμπανέλλης Ιάκωβος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 1 Απριλίου 2025

Ιάκωβος Καμπανέλλης - Παραμύθι Χωρίς Όνομα

 …ΘΕΟΔΩΡΟΣ : Βασιλιά μου, πολύ λίγα έχω να σου πω γιατί και ο Βασιλιάς ο θείος σου πολύ λίγα είπε σε μένα! Μου έδωσε μόνο αυτό το γράμμα και το κλειδί για το κιβώτιο!

ΒΑΣΙΛΙΑΣ : Θεόδωρε, θείος μας είναι, μεγαλύτερος είναι, ας μην τον παρεξηγούμε… Πού είναι το κλειδί;

ΘΕΟΔΩΡΟΣ : Η επιθυμία του θείου σου, είναι να διαβάσεις πρώτα το γράμμα!

ΒΑΣΙΛΙΑΣ : Ό,τι θέλει ο θείος!... Αυτός ο λαμπρός συγγενής!... Δώσ’ μου το γράμμα…

(Το παίρνει απ’ τα χέρια του ΘΕΟΔΩΡΟΥ και προσπαθεί να το ανοίξει).

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ : Πρόσεξε μην το σκίσεις.

ΒΑΣΙΛΙΑΣ : Άνοιξέ το, εσύ που έχεις λεπτά χεράκια!

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ (Το παίρνει, το ανοίγει) : Τι ωραίος γραφικός χαρακτήρ!

ΦΩΝΕΣ : Άντε, λοιπόν, Μεγαλειότατε… Διάβαζε… Διάβαζε…

ΒΑΣΙΛΙΑΣ (στον ΠΡΙΓΚΙΠΑ) : Διάβασέ το εσύ, εγώ δεν…

ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ : Με τη φωνή του Βασιλέως πρέπει ν’ ακουσθεί!...

ΒΑΣΙΛΙΑΣ : Έχει στεγνώσει το στόμα μου και νιώθω ένα κόμπο εδώ να!...

ΣΠΥΡΟΣ : Δεν πειράζει… Όλοι το ίδιο έχουμε πάθει.

ΜΕΡΙΚΕΣ ΦΩΝΕΣ (Γελαστά) : Όλοι αφέντη!... Όλοι!

ΒΑΣΙΛΙΑΣ : Έτσι, ε; Γούστο έχουμε.

ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ : Προσοχή! Προσοχή! Η Αυτού Μεγαλειότης ο Βασιλεύς ομιλεί!

ΒΑΣΙΛΙΑΣ (διαβάζει δυνατά) :

             «Αγαπητέ μου ανιψιέ,

Την επιστολήν σου έλαβον και εχάρην δια την υγείαν σου καθώς και ημείς δόξα τω Θεώ υγιαίνομεν. Μα τι γίνεται με εσάς, βρε ανιψιέ; Μου ζητείς δανεικά δια δεκάτην φοράν! Αλλά τι έγινε με τα τόσα δάνεια, που σου έκαμα, δια να σωθείτε οριστικώς, καθώς μου έγραφες κάθε φορά; Τα εφάγατε και ευρίσκεσθε πάλι εις την αυτήν αθλίαν κατάστασιν; Και τι νομίζετε δια εμάς; Ότι μαζεύουμε λεφτά εις τον δρόμον; Επειδή, λοιπόν, αν σας στείλω χρήματα θα τα φάτε και αυτά και θα γίνετε χειρότεροι και θα γυρεύετε κι άλλα , εκάθισα και εσκέφτηκα τι μπορεί να σας σώσει μια και καλή δια να γλιτώσω κι εγώ κι εσείς. Νομίζω ότι βρήκα τη λύση και σου τη στέλνω μέσα σ’ ένα κιβώτιο μαζί με τις ευχές μου».

ΦΩΝΕΣ : Ζήτωωωωω!

ΒΑΣΙΛΙΑΣ : «Σε φιλώ και λοιπά και λοιπά… (στον ΘΕΟΔΩΡΟ) Άνοιξέ το!...

ΘΕΟΔΩΡΟΣ : Η επιθυμία του θείου σου, Μεγαλειότατε… είναι να τ’ ανοίξεις εσύ!

ΒΑΣΙΛΙΑΣ : Κατάλαβα!... (Παίρνει το κλειδί απ’ το χέρι του ΘΕΟΔΩΡΟΥ)

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ : Δώσ’ το του παιδιού, άσε και το παιδί να κάνει κάτι…

ΒΑΣΙΛΙΑΣ : Έλα, μπράβο, γιε μου…

(Του δίνει το κλειδί. Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ το παίρνει και με καμάρι για την εντολή πάει ν’ ανοίξει το κιβώτιο. Το ξεκλειδώνει και μόλις ανοίξει το σκέπασμα, μια γαϊδουροκεφαλή στερεωμένη σε ελατήριο τινάζεται από μέσα. Ταλαντεύεται και γκαρίζει δυνατά. Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ τρομάζει και πέφτει πίσω. Απ’ όλα τα στόματα βγαίνει μια λαχταρισμένη φωνή. Μετά από μικρή σιωπή και παγωμάρα, ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ σηκώνεται και παίρνει ένα άλλο γράμμα που κρέμεται απ’ το στόμα της γαϊδουροκεφαλής…)

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ : Κι άλλο γράμμα…

ΒΑΣΙΛΙΑΣ : Δώσε μου το!

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ : Πετάξτε το!... Περιφρονήστε τον!...

ΒΑΣΙΛΙΑΣ (Το ανοίγει με φούρια) : Γιατί κυρά μου; Θείος μας είναι, πλούσιος είναι… μπορεί να χωρατεύει… (Διαβάζει)

          «Αγαπητέ ανιψιέ…

Ο στρατός μου κι ο στόλος μου έρχονται να σε βοηθήσουν! Παραδοθείτε αμαχητί κι εγώ θα λύσω το οικονομικό σας πρόβλημα άπαξ δια παντός!

Όσο για τη στρατιωτική κατάληψη της χώρας σου από το στρατό μου, θα βρούμε μια άλλη ονομασία για να μη σας κακοφανεί!... Έρχομαι!... Σε φιλώ ο θείος σου και προστάτης σου και λοιπά και λοι…»

(Το γράμμα τού φεύγει απ’ το χέρι και πέφτει. Ο ΤΑΒΕΡΝΙΑΡΗΣ ξεσπά σε τρανταχτά γέλια, και πιάνοντας την κοιλιά του βγαίνει, ενώ οι άλλοι παρακολουθούν θλιμμένοι).

ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ : Διαλυθείτε, παρακαλώ, άλλως θα αναγκασθώ να μεταχειριστώ βίαν!...

(Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ παίρνει απ’ το χέρι τη ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ και μπαίνουν βιαστικά στο παλάτι! Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ τρέχει πίσω τους. Ο ΘΕΟΔΩΡΟΣ ακολουθεί τον ΠΡΙΓΚΙΠΑ. Ο ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ κάτι γυρεύει).

ΚΟΥΜΠΑΡΟΣ : Πάλι μονάχους μας αφήσανε!

ΣΠΥΡΟΣ : Όχι δα! Δε βλέπεις; (Ζυγώνοντας στη γαϊδουροκεφαλή). Μας την αφήσανε όλη δικιά μας!

ΦΙΛΙΠΠΟΣ : Δηλαδή τι πάει να πει αυτό, βρε παιδιά, δεν έχω ακόμα καταλάβει…

ΠΡΩΤΟΜΑΣΤΟΡΑΣ : Πόλεμος…

·       Απόσπασμα από το θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη (1921 – 2011) «Παραμύθι Χωρίς Όνομα» (πρωτοπαίχτηκε στα 1959 από τον θίασο Βασίλη Διαμαντόπουλου-Μαρίας Αλκαίου) (Εικόνα Τρίτη, έξω απ’ το Παλάτι, εκδ. «Κέδρος», 1979).

Κυριακή 30 Μαρτίου 2025

Ιάκωβος Καμπανέλλης - Μαουτχάουζεν (τρία αποσπάσματα)

 Το δράμα είναι πως ό,τι ολέθριο γίνεται αντί ν’ αποτελέσει ένα «κακό προηγούμενο προς αποφυγήν» καταντά μια άδεια για να γίνονται στο μέλλον χειρότερα.

..............................................................................................................................................................

Κι όμως, όσο πλήθαιναν τα καλά σημάδια, τόσο πιο κοντινός γινόταν ο κίνδυνος για μας. Το ομαδικό ξεπάστρεμα είχε αρχίσει από βδομάδες. Ο θάλαμος του γκαζιού και οι φούρνοι δουλεύανε μέρα και νύχτα. Κάμανε αρχή με τους άρρωστους και συνεχίσανε με κείνους που είχαν έρθει από άλλα στρατόπεδα. Οι μελλοθάνατοι περιμένανε στην ουρά τη σειρά τους. Ο διοικητής έκανε απανωτές επιθεωρήσεις, σκύλιαζε που τόσοι μελλοθάνατοι περιμένανε στην ουρά. Φώναζε ότι έπρεπε να βρεθεί τρόπος να αυξηθεί η “απόδοσις”. Ο υποδιοικητής έλεγε ότι δεν υπάρχει πια αρκετό γκάζι για να κάμει κι άλλους θαλάμους. Και το πετρέλαιο όπου να ‘ναι θα τελειώσει. Ο διοικητής σκύλιαζε χειρότερα. “Να βρείτε άλλου είδους αέριο -φώναζε- κι όσο για καύσιμα υπάρχουν βουνά από ξύλα. Εγώ δε θέλω να στερήσω τα καύσιμα απ’ τη γερμανίδα νοικοκυρά ούτε το πετρέλαιο απ’ τη πολεμική μας βιομηχανία. Αλλά δεν μπορώ να παραδεχτώ ότι είμαστε ανίκανοι να κάνουμε σωστά τη δουλειά μας”. Ο υποδιοικητής επέμενε να αποφασιστεί η εκκαθάριση με τα πολυβόλα και οι νεκροί να σκάβονται σε λάκκους που θα σκάβουν οι ίδιοι. “Γκάζι και πετρέλαιο -διαμαρτυρόταν- δεν έχω, ούτε τα μεταφορικά μέσα για να φέρω. Ενώ σφαίρες διαθέτω άφθονες”. Ο διοικητής έλεγε κοφτά πως αυτό αποκλείεται. “Δεν έχω καμιά τέτοια εντολή απ’ το Βερολίνο”. Η κουβέντα γινόταν πλάι στους μελλοθάνατους που καραδοκούσαν ν’ αρπάξουν τ’ αποτσίγαρα που έριχναν οι συνομιλητές. Ύστερα ο διοικητής σεργιάνιζε κατά μήκος του σωρού των νεκρών, που ήταν αραδιασμένοι σε απανωτές στρώσεις όπως τα ξύλα στις ξυλαποθήκες. Κουνούσε στεναχωρημένος το κεφάλι του και φώναζε: “Θα είμαστε τυχεροί αν δε φανεί κανένας Χίμλερ από δω να δει το χάλι μας”.

..................................................................................................................................................................

Οι νέοι θέλουν τους ανθρώπους να είναι μόνο δυο ειδών… Ή όπως είναι το είδωλο που πλάσανε κατ’ εικόνα και ομοίωση του εαυτού τους… Ή όπως είναι εκείνοι που περιφρονούν… Βλέπουν μόνο αυτά τα δυο είδη ανθρώπων και δεν βλέπουν όλα τ’ άλλα.

ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ “ΜΑΟΥΤΧΑΟΥΖΕΝ 1942-1945″

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2022

Κατερίνα Καμπανέλλη: «Ανακάλυψα όσα έζησε στο Μαουτχάουζεν ο πατέρας μου, αφού πέθανε»


Λατρευτή μου μπουμπούνα μου θυγάτηρ μου Κατερινάκι…». Δεν χρειάζεται, πιστεύω, άλλη απόδειξη για τη φύση και την ποιότητα της σχέσης του Ιάκωβου Καμπανέλλη (1921-2011), του «πρύτανη» της σύγχρονης εγχώριας δραματουργίας, με την μοναχοκόρη του, την φοβερή Κατερίνα, από την προσφώνηση στην κεφάτη επιστολή που της έστειλε κατά τη διάρκεια ταξιδιού της με τη μητέρα της στο Παρίσι τον Ιούλιο του 1974. Μια από τις δεκάδες απολαυστικές, αποκαλυπτικές ή… αποδεικτικές σχέσεων μιας ζωής, κρίσεων κι απορρίψεων, που ο επισκέπτης συναντά στο Μουσείο Χατζηκυριάκου Γκίκα, στην Κριεζώτου, νυν βασικό παρακλάδι του Μουσείου Μπενάκη, σε μια έκθεση που ακολουθεί μια προσεγμένη, αλλά πεπερασμένη -ναι, ήθελες κι άλλο!- ανασύνθεση της πραγματικά σύνθετης, σε ένα βαθμό αινιγματικής και αναμφίβολα πάρα πολύ ενδιαφέρουσας πνευματικής προσωπικότητας, του εύρους της (ήταν επίσης δημοσιογράφος, στιχουργός, σεναριογράφος και είχε γίνει και ακαδημαϊκός) και της προσφοράς της, υπό τον τίτλο «Στη χώρα Καμπανέλλη: Νάξος, Μαουτχάουζεν, Αθήνα». Αφορμή, η ανακήρυξη του 2022 από την Πολιτεία σε Έτος Καμπανέλλη.

Η επιστολογραφία είναι το εκθεσιακό highlight, αναμφίβολα. Υπάρχει το ιδιόχειρο γράμμα του Άγγελου Τερζάκη (στις 27 Δεκέμβρη του 1965), η επίσης χειρόγραφη επιστολή του Μίκη, στις 3 Μαρτίου του 1989, όπου ο μεγάλος συνθέτης παραδεχόταν, απευθυνόμενος στον δραματουργό, «Ποτέ άλλοτε δεν σε είδα τόσο συνεπαρμένο, ένθεο θα΄λεγα, νεανικό, όσο στο ΜΑΟΥΤΧΑΟΥΖΕΝ. Το ίδιο γίνομαι κι εγώ στο ΜΑΚΡΟΝΗΣΙ», το γράμμα του Μάριο Βίττι αλλά και του Μανώλη Αναγνωστάκη για το έργο «Βίβα Ασπασία» (το 1966), όπου σημειώνει ο ποιητής: Έτυχα Κυριακή βράδυ στο θέατρο. Συγκινήθηκα με τη συγκίνηση του κόσμου. Χάρηκα το πλούσιο γέλιο του. Καμάρωσα τις τέλειες αντιδράσεις στα σπαρταριστά υπονοούμενά σου, στους διαφανείς και τολμηρούς αναχρονισμούς σου (…). (Πρόσεξε τώρα μεταξύ μας: μην παρασυρθείς, πικραμένος και αγανακτισμένος από την αήθη μεταχείριση που σου έγινε (σ.σ.: κριτικών σε εφημερίδες) και φτάσεις στο άλλο άκρο και υποστηρίξεις δηλαδή πως το Βίβα Ασπασία είναι αριστούργημα. Δεν είναι).

Η έκθεση φιλοξενεί και την «άλλη» όψη του νομίσματος -το αντίθετο θα αποτελούσε παράλειψη: την αυθεντική επιστολή του Θεοτοκά, γενικού Διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, μέσω της οποίας πληροφορεί, με ξύλινη, αυστηρή γλώσσα δημόσιου εγγράφου εποχής, τον Καμπανέλλη ότι η Καλλιτεχνική Επιτροπή της πρώτης κρατικής σκηνής της χώρας απορρίπτει το έργο του «Απολεσθείσα Ιθάκη», που μετονομάστηκε και καθιερώθηκε ως «Οδυσσέα Γύρισε Σπίτι», με «την σύσταση όπως το επεξεργαστεί εξ νέου το έργο». Γράφτηκε στις 2 Απριλίου του 1952 και προκάλεσε σοκ στον παραλήπτη της. Τέσσερα χρόνια μετά, στάλθηκε και η δεύτερη απορριπτική επιστολή από το Εθνικό, με ημερομηνία 18 Ιανουαρίου 1956, από τον τότε διευθυντή Αιμίλιο Χουρμούζιο, για το έργο «Ο Κολοσσός της Ρόδου ή ουδετερότης» (μετέπειτα τίτλος «Ο Μπαμπάς ο πόλεμος»).

Η αποκάλυψη, παρόλα αυτά, είναι η επιστολή του Τάκη Χορν. Μέσω της οποίας ζητά από τον Καμπανέλλη να του παραχωρήσει να ανεβάσει μαζί με την Έλλη Λαμπέτη το έργο του «Νύχτες χωρίς όνειρο», τη σεζόν 1957-1958. Κανένας ωστόσο, ούτε καν η θυγατέρα του Καμπανέλλη, δεν γνωρίζει πού βρίσκεται το θεατρικό αυτό.

Η έκθεση, μια μόνο ψηφίδα από τις τιμητικές εκδηλώσεις που θα διατρέξουν το έτος Καμπανέλλη, περιλαμβάνει και προσωπικά αντικείμενα – σήμα κατατεθέν του δραματουργού και ακαδημαϊκού. Τα χαρακτηριστικά γυαλιά του, το δαχτυλίδι που δεν αποχωρίστηκε ποτέ, δίπλα στο χειρόγραφο από το έργο του «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» (1954), που βεβαίως διασκεύασε ως «Στέλλα» για το ομώνυμο κλασικό πλέον φιλμ του Κακογιάννη με τη Μελίνα. Και πάλι, ο κόσμος του, το σύμπαν του δεν ανασυντίθεται πλήρως. Κάτι λείπει…

Μια ζωή και δη μια τέτοια ζωή, δεν χωρά σε μια έκθεση, ομολογουμένως. Παρόλα αυτά, ο επισκέπτης της έκθεσης, πιστεύετε, κυρία Καμπανέλλη, θα ανακαλύψει σ’ αυτήν πράγματα για τον πατέρα σας που δεν γνώριζε; Θα μπορέσει επίσης να καταλάβει τι άνθρωπος ήταν;  Πιστεύω, θα καταλάβει. Όπως και τις σχέσεις που είχε με άλλους ανθρώπους. Είναι ένα μουσείο προσωπικοτήτων η Πινακοθήκη Γκίκα και έχουμε βάλει διάφορα στοιχεία που τον συνέδεαν με αυτές τις προσωπικότητες, είτε θετικά, είτε αρνητικά. Ο επισκέπτης θα αντιληφθεί τις σχέσεις που είχε λοιπόν με άλλους ανθρώπους.

Είναι δυσανάλογα μικρό το μέρος που είναι αφιερωμένο στη θεατρική του διαδρομή, όμως.  Γιατί δεν χωρούσε ολόκληρη. Ενδεικτικά μόνο. Όπως ενδεικτικά είναι και τα βιβλία του και όλα σε αυτή την έκθεση γιατί ο χώρος είναι μικρός.

Το πολύ ενδιαφέρον παρόλα αυτά είναι ότι ανακαλύπτουμε τη σχέση του με ανθρώπους που δεν το φανταζόμασταν καν. Καταρχάς, με τον Σπύρο Βασιλείου. Δεν ήταν γνωστό ότι είχε συνεργαστεί ο πατέρας σας, για παράδειγμα, με το θίασο της Έλσας Βεργή.  Είχανε συνεργαστεί το 1957, αν θυμάμαι καλά, στο έργο ο «Γορίλας και η Ορτανσία», που είχε ανέβει ως μονόπρακτο, στο θέατρο Βεργή. Ο Βασιλείου είχε κάνει τα σκηνικά και τα κοστούμια. Η άλλη έκπληξη είναι βεβαίως οι τρεις επιστολές που είχε λάβει από το Εθνικό Θέατρο, τη δεκαετία του ’50.

Ίσως τα σοβαρότερα ντοκουμέντα της έκθεσης. Διότι βλέπουμε μπροστά μας το σερί της απόρριψης του έργου που μεταγενέστερα τον έκανε και Ακαδημαϊκό!  Τον απέρριπταν από το Εθνικό Θεάτρο ως «ακατάλληλο για διδασκαλία στον Οργανισμόν μας». Δυο απορριπτικές επιστολές είναι από τον Γεώργιο Θεοτοκά και μια από τον Αιμίλιο Χουρμούζιο, που ήταν τότε διευθυντές του Εθνικού.

Ποια έργα απορρίφθηκαν;  Ο «Κρυφός ήλιος», η «Απωλεσθείσα Ιθάκη» (πρώτος τίτλος για το «Οδυσσέα, γύρισε σπίτι») και «Δημήτριος ο Πολιορκητής ή η Ουδετερότης» (πρώτος τίτλος του “Ο μπαμπάς ο πόλεμος”).

Εμείς σήμερα γελάμε, αλλά θα πρέπει να ήταν σοκ για τον πατέρας σας. Ισχύει;  Ήταν σοκ. Πρέπει να είχε όντως πικραθεί. Αλλά ο μπαμπάς μου ήταν ένας τύπος που δεν το έβαζε κάτω. Δεν απογοητευόταν. Με το που λάμβανε τις επιστολές έλεγε «όχι», εγώ θα συνεχίσω. Υπήρχε μεγάλη δύναμη μέσα του και συνέχιζε. Τα κατάφερε στο τέλος. Η μεγάλη του ικανοποίηση ήταν το ‘59 που επιτέλους εκπόρθισε τις θύρες του Εθνικού Θεάτρου με το έργο η «Εβδομη Μέρα της Δημιουργίας».

Το ότι ήταν άνθρωπος που δεν το έβαζε κάτω το αποδεικνύει και η εμπειρία του από το στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ποια άλλα στοιχεία της προσωπικότητάς του υπερίσχυαν πραγματικά;  Καταρχάς, ήταν ένας πολύ ήρεμος άνθρωπος. Πολύ ήρεμος και στωϊκός. Κατάλαβα αργότερα γιατί ήταν έτσι και δεν απογοητευόταν ποτέ και ήταν τόσο πεισματάρης, σε εισαγωγικά. Είχε ζήσει την εμπειρία του Μαουτχάουζεν. Κατάφερε να επιζήσει από αυτή την κόλαση. Το Μαουτχάουζεν δεν τον έκανε χαλκέντερο, τον έκανε ατσάλινο, ατσαλέντερο. Δεν ξέρω πώς να στο πω. Σαν να φορούσε πάνω του μια πανοπλία, πάνω στην οποία αντανακλώνταν όλα τα αρνητικά του χώρου του, που πάντα είχε αρνητικά, αλλά ποτέ δεν τον πτοήσανε. Γιατί δεν του χαρίστηκε τίποτα.

Είχε κι έναν ουμανισμό. Έμεινε τελευταίος στο Μαουτχάουζεν, προκειμένου να φροντίσει, να διευθετήσει την αποχώρηση των υπολοίπων συγκρατουμένων του προηγουμένως, παρότι νέος άνθρωπος, που θα ανέμενε κανείς πως θα την κοπανούσε από τους πρώτους, τρέχοντας μακριά απ’ το κολαστήριο!  Ήθελε να τους φροντίσει όλους, να γυρίσουν στην πατρίδα τους ασφαλείς και όντως έφυγε τελευταίος. Αισθανόταν ότι κάθε μέρα οι άνθρωποι αυτοί εκεί μέσα είχαν μια κοινή μοίρα. Όπως έχει πει,” με μια καμπάνα ξυπνάγαμε όλοι, με μια καμπάνα παρατασσόμασταν στην αυλή, με μια καμπάνα πηγαίναμε στη δουλειά, με μια καμπάνα γυρνάγαμε, με μια καμπάνα τρώγαμε το λιγοστό φαγάκι, αυτό που τους δίνανε, και με μια καμπάνα κοιμόμασταν”. Όλοι μαζί. Αυτή η κοινή μοίρα τον επηρέασε πολύ βαθιά. Και για αυτό τα έργα του είναι πολυπρόσωπα και για αυτό γράφει για ζητήματα που αφορούν όλο τον κόσμο. Δεν γράφει για προσωπικά προβλήματα. Γράφει για προβλήματα της κοινωνίας και της ανθρωπότητας.

Για το Μαουτχάουζεν, τις περιπέτειες που έζησε εκεί, σας μίλαγε στο σπίτι;  Ποτέ! Εμένα δεν μου μίλαγε ποτέ για όλα αυτά που έζησε. Τα ανακάλυψα σχεδόν όλα αφού πέθανε.

Όπως είπατε, δεν του χαρίστηκε τίποτα. Πάλεψε, ακόμη και για να τον ανεβάσουν εντέλει στο Εθνικό.  Ναι, αλλά ήταν από μια άποψη τυχερός, γιατί βρέθηκε πρώτος ο Αδαμάντιος Λαιμός στο δρόμο του, μεγάλη μορφή, ο οποίος τον εμπιστεύτηκε κι έκανε το πρώτο ανέβασμα έργου του. Τον «Χορό πάνω στα στάχυα». Και βέβαια είχε την πολύ μεγάλη τύχη να συναντήσει κατόπιν και τον Κουν.

Από τις προσωπικότητες με τις οποίες έχει επίσης διάλογο για χρόνια, και συνδέθηκε ιδιαίτερα, πέρα από τον Κουν, ήταν όντως η Μελίνα;  Η Μελίνα τον πίστεψε. ‘Εγραψε κι ένα έργο επάνω της. Τη «Στέλλα με τα κόκκινα γάντια». Από όταν άρχισα να καταλαβαίνω τον εαυτό μου, θυμάμαι ότι υπήρχε αυτή η πολύ στενή σχέση με τη Μελίνα και με τον Ζυλ Ντασέν. Ήταν πολύ φίλοι, έχουμε πάει σπίτι τους, έχουμε φάει, έχουμε γλεντήσει. Πρωτοχρονιές, γιορτές, πέρα από τον Κάρολο Κουν, δεν το συζητάω, και τον Μίκη Θεοδωράκη, που ήταν πολύ φίλοι, κι αυτό πέρα από τις συνεργασίες τους.

Στην έκθεση υπάρχει και μια αποκάλυψη. Οι «Νύχτες δίχως όνειρα». Είναι το έργο του Καμπανέλλη που ζητάει με επιστολή ο Χορν να το ανεβάσουν με την Λαμπέτη. Πού βρίσκεται αυτό το έργο; Γιατί δεν έχει ανεβεί ποτέ;  Είναι ένα έργο που αγνοείται! Δεν ήξερα ούτε εγώ την ύπαρξή του. Κι όταν ανακάλυψα την επιστολή, εξεπλάγην. Αναρωτήθηκα πού είναι αυτό το έργο; Εκτός κι αν είναι από τα γνωστά αλλά με πρώιμο τίτλο. Δεν μπορώ όμως να φανταστώ ποιο μπορεί να είναι.

Υπάρχει περίπτωση κι άλλα θεατρικά του να έχουν χαθεί;  Μα το «Η Γειτονιά των Αγγέλων» ήταν επίσης χαμένο έργο.

Και πώς το βρήκατε; Στη Βιβλιοθήκη Βουδούρη, στο αρχείο του Μίκη Θεοδωράκη. Γι’ αυτό σκέφτηκα μήπως στο αρχείο του Χορν υπάρχει και το «Νύχτες δίχως όνειρα».

Δεν ήταν εριστικός, νευρικός, ήταν ένας άνθρωπος ήπιος. Κάτι που είχα διαπιστώσει κι εγώ όσες φορές τον συνάντησα και συνομιλήσαμε. Παρόλα αυτά ο πατέρας σας, κυρία Καμπανέλλη, είχε παραιτηθεί από πόστα με μάλλον ηχηρό τρόπο. Πώς έφτασε μέχρι αυτού του σημείου;  Ναι, έκανε τέτοιες κινήσεις. Δυο φορές είχε παραιτηθεί.

Τη μια από το Εθνικό Θέατρο. Τι ακριβώς είχε συμβεί τότε;  Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω ακριβώς τι είχε διαμειφθεί μεταξύ του ίδιου και του Νίκου Κούρκουλου. Είχε παραιτηθεί όμως από το ΔΣ, για να διαμαρτυρηθεί επειδή το Εθνικό Θέατρο απαξίωνε το ελληνικό έργο. Κι ανέβαζε μόνο ξένα. Όταν έκανε την εισήγησή του στο ΔΣ ζήτησε να παίζονται και ελληνικά έργα. Ο Κούρκουλος του απάντησε «δεν έχεις δίκιο, δεν γίνονται αυτά». Ο μπαμπάς μου τότε, φαίνεται, εξοργίστηκε, αν θυμάμαι καλά, και σηκώθηκε κι έφυγε. Δεν ξέρω τι ακριβώς έκανε εκείνη την ημέρα. Χτύπησε το χέρι στο τραπέζι; Φώναξε; Εντάξει. Δεν ήταν κι ένας άνθρωπος νιρβάνα τελείως. Όταν θύμωνε, θύμωνε. Αλλά πολύ σπάνια. Η δεύτερη φορά που παραιτήθηκε ήταν το ‘89 από την ΕΡΤ. Όχι απ΄τη διεύθυνση ραδιοφωνίας όμως. Από το ΔΣ.

Τι είχε συμβεί;  Παραείχε γίνει ΠΑΣΟΚ, παραείχε γίνει κομματικό το κανάλι, οπότε δεν το δέχτηκε αυτό και παραιτήθηκε.

Αυτό συνέβη παρότι είχε καλή σχέση με τον Ανδρέα Παπανδρέου;  Ο Ανδρέας τον λάτρευε. Γενικά, αγαπιόντουσαν πάρα πολύ οι δυο τους. Ήταν πολύ φίλοι από πολύ παλιά. Για αυτό τον εμπιστεύτηκε τόσο πολύ στην αρχή. Και το ’81 ο πατέρας μου ήθελε πάρα πολύ να βγει ο Ανδρέας. Αλλά μετά, όπως ο περισσότερος κόσμος, απογοητεύτηκε κι αυτός. Γιατί είδε τι συνέβαινε. Και παραιτήθηκε το ‘89 απ΄την ΕΡΤ. Επίσης, κάτι που θυμάμαι είναι να συναντιόμαστε και με την οικογένεια Παπανδρέου. Με τη Μαργαρίτα, τον Γιωργάκη, τον Νίκο, τη Σοφία. Ο Αντρίκος ήτανε  μικρός, όπως κι εγώ. Είχαμε βρεθεί και στο σπίτι της Μελίνας. Θυμάμαι τον Αντρέα εκεί να χορεύει ζεϊμπέκικο.

Το χόρευε όντως τόσο καλά όσο λένε;  Ήταν πραγματικά πάρα πολύ καλός!

Ποια ήταν η ιδεολογία του πατέρα σας;  Πολιτικά;

Ναι. Και σε τι πίστευε; Ποια ήταν η σχέση του με το Θείο;  Σε σχέση με τα πολιτικά ο μπαμπάς μου ανήκε στον χώρο της ευρύτερης Αριστεράς. Ήταν εννοείται άκρως δημοκρατικός άνθρωπος, μισούσε οτιδήποτε φασιστικό, ναζιστικό κ.λ.π. Και το βροντοφώναζε σε κάθε ευκαιρία. Αλλά δεν ήθελε ποτέ να ανήκει σε ένα κόμμα.

Και δεν ανήκε ποτέ;  Όχι.

Του είχαν κάνει  πρόταση κόμματα να κατεβεί υποψήφιός τους, πάντως.  Βέβαια. Και το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ Εσωτερικού. Αλλά δεν ήθελε να κομματικοποιηθεί με τίποτα. Και πολύ καλά έκανε. Η σχέση του τώρα με το Θείο είναι πάρα πολύ παράξενη. Ο πατέρας μου αισθανόταν δέος απέναντι στα Θεία. Όμως, επειδή είχε ψυχικά τραύματα, να το πω έτσι, από τα παιδικά του χρόνια -δεν ξέρω- με τις εκκλησίες, δεν πατούσε στις εκκλησίες.  Άντε να πήγαινε καμία Ανάσταση. Και πάλι. Απέξω καθόταν.

Τι τραύματα είχε;  Όταν ήταν μικρός οι εκκλησίες στη Νάξο ήταν υποφωτισμένες, υπό το φως καντηλιών. Κι επειδή η φαντασία του πατέρα μου οργίαζε, κοιτάζοντας μέσα από τα τζάμια, δεν ξέρω τι μπορεί να έβλεπε! Ζωντανεύαν οι ‘Αγιοι; Τελοσπάντων, φοβόταν πολύ. Και θυμάμαι χαρακτηριστικά σε ένα χωριό στη Νάξο, ένα βραδάκι που είχαμε πάει, κι εγώ, που είχα πάλι μανία να πηγαίνω στις εκκλησίες, κι ήθελα να μπω σε μία, αλλά ήταν κλειστή και κοίταζα απέξω απ’ το τζάμι και του είπα «Μπαμπά, μπαμπά, έλα να δεις πόσο ωραία είναι!», μου απάντησε «Απαπαπα, δεν πλησιάζω καν». Αλλά αισθανόταν δέος απέναντι στα Θεία.

Η Νάξος παρέμεινε ισοβίως μεγάλη αγάπη του;  Ήταν από τα παιδικά του χρόνια, τα οποία συνέχισαν αναλλοίωτα να επιζούν μέσα του μέχρι το τέλος της ζωής του. Δεν τα ξέχασε ποτέ. Δεν γύρισε ποτέ την πλάτη στον τόπο. Κάθε χρόνο που πηγαίναμε και κάναμε βόλτες, πάντα μου αφηγούνταν ιστορίες. Εδώ αυτό, εκεί το άλλο. Και η Νάξος τον καθόρισε πολύ μαζί με το Μαουτχάουζεν. Για αυτό και η έκθεση λέγεται: Νάξος, Μαουτχάουζεν, Αθήνα. Στην Αθήνα έζησε σχεδόν όλη τη ζωή του. Η Νάξος και το Μαουτχάουζεν όμως είναι δυο τόποι που τον καθόρισαν ως προσωπικότητα κι ως συγγραφέα. ‘Εγραψε κι ένα ολόκληρο έργο αφιερωμένο στην παιδική του ηλικία, το «Μια συνάντηση κάπου αλλού», που έχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Το αγόρι που ονειρεύεται στις πρώτες σκηνές, είναι ο πατέρας μου.

Από τα προσωπικά του αντικείμενα προκύπτει ένας… φετιχισμός. Ήθελε να γράφει με την πένα Parker και φορούσε μέχρι τέλους το δαχτυλίδι με τη Σφήκα της Νάξου.  Ναι. Μάλιστα έφτιαξε δυο τέτοια δαχτυλίδια, ένα πιο φαρδύ και ένα πιο στενό, γιατί προς το τέλος της ζωής του είχε αδυνατήσει πολύ και παρήγγειλε ένα δεύτερο για να μπορεί να το φοράει.


Τα βιβλία ήταν πανάκριβα και δυσεύρετα όταν ήταν μικρός. Όποτε τα έβρισκε, τα ξεκοκκάλιζε. Ποιοι συγγραφείς τον καθόρισαν κι ως άνθρωπο κι ως συγγραφέα;  Το πρώτο βιβλίο που διάβασε ήταν το «Παραμύθι χωρίς όνομα» της Πηνελόπης Δέλτα.

Το οποίο του το είχε αφήσει ένα πλουσιόπαιδο στη Νάξο;  Ναι, είχε πάει διακοπές στο νησί. Επίσης, διάβαζε την Διάπλαση των Παίδων. Αλλά το «Παραμύθι» των καθόρισε. Εξ ου και έγραψε ένα ολόκληρο έργο βασισμένο σε αυτό. Από εκεί και πέρα, όταν ήρθε στην Αθήνα, γιατί στη Νάξο δεν μπορούσε να βρει βιβλία, από 12-13 ετών και μετά, πήγαινε στους βιβλιοπώλες στο κέντρο της Αθήνας και νοίκιαζε βιβλία. Είχε διαβάσει όλη την παγκόσμια λογοτεχνία κι όλη την ελληνική. Δεν μπορώ να πω ότι τον σημάδεψε κάποιος άλλος πέρα από την Πηνελόπη Δέλτα αρχικά. Από το θέατρο σίγουρα τον σημάδεψε ο Ίψεν, που τον είχε ονομάσει τον δάσκαλό του. Και ο Τσέχωφ.

Πώς έγραφε; Κλεινόταν στο γραφείο του ή ζούσε τη ζωή του και παραλλήλως έγραφε; Πώς ήταν η διαδικασία; Εύκολη, δύσκολη;  Καταρχάς, το γραφείο του δεν ήταν κλειστός χώρος. ‘Ηταν ανοικτός. Γιατί όταν πήρε το τελευταίο σπίτι που ζήσαμε από το ’72 και μετά, στην πλατεία Αμερικής, το γραφείο και το σαλόνι, όπως θυμάσαι, γιατί έχεις έρθει, ήταν ενιαίος χώρος, δεν είχε πόρτες. Που σημαίνει ότι δεν ήθελε να είναι αποκομμένος. Ήθελε να μας ακούει να υπάρχουμε. Φυσικά εμείς δεν τον ενοχλούσαμε όταν έγραφε γιατί ήταν απόλυτα απορροφημένος στο γραπτό του.

Για ώρες;  Για ώρες. Για όσο διαρκούσε η έμπνευσή του. Γιατί η έμπνευση ερχόταν και παρερχόταν. Όμως, αν υπήρχε κάποιο ζήτημα που έπρεπε να τον απασχολήσουμε, πήγαινα εγώ διστακτικά και του έλεγα «Μπαμπά!». Και τον άκουγα να λέει στα γραπτά του: «Λοιπόν, καθίστε φρόνιμα, έρχομαι σε λίγο». Οπότε διέκοπτε κι ερχόταν μέσα.

Ως πατέρας πώς ήταν;  Ήταν πάρα πολύ τρυφερός, πολύ υπομονετικός. Μου είχε μεγάλη αδυναμία. Τόσο μεγάλη που δεν μπορεί κανείς να φανταστεί πόσο! Κι εγώ του είχα τεράστια αδυναμία. Γενικά περνάγαμε πάρα πολύ ωραία μαζί. Σαν φίλοι. Κάναμε ταξίδια, εκδρομές. Δεν ήθελε να με στενοχωρεί. Κάποια φορά που πήγε στο σχολείο και μια φιλόλογος άρχισε να του λέει «Διαβάζει, γράφει, κάνει τις εργασίες της», της απάντησε: «Κυρία τάδε μου, αυτό εμένα δεν με ενδιαφέρει. Το παιδί μου είναι ευτυχισμένο; Αυτό με ενδιαφέρει». Αυτό είναι πολύ ενδεικτικό του τι ένιωθε για μένα.

Αυτό που θυμάμαι, ακολουθώντας τον σε πρεμιέρες έργων του και σε τιμητικά αφιερώματα σε όλη την Ελλάδα, είναι ότι υπήρξε πολύ ερωτευμένος με τη μητέρα σας.  Πολύ! Πάρα πολύ!

Ήταν σαν να είχαν βρει τον τρόπο να ανατροφοδοτείται και να ξαναγεννιέται ο έρωτάς τους.  Υπήρχε τεράστια αγάπη μεταξύ τους. Και βέβαια αυτό που πολλές φορές εκλείπει από τα σημερινά ζευγάρια: ο σεβασμός. Σεβόταν ο ένας τον άλλον. Η μητέρα μου τον φρόντιζε πάρα πολύ. Ήταν κολώνα. Χωρίς τη μάνα μου δεν νομίζω να μπορούσε να είχε κάνει τέτοια καριέρα. Κι ο πατέρας μου προς τη μητέρα μου είχε τεράστιο σεβασμό και αναγνώριση για όλα αυτά που πρόσφερε και σε εμένα και σε εκείνον, παρόλο που ήταν διαφορετικοί χαρακτήρες. Ήταν και η μαμά μου πολύ δυναμική, είχε άποψη. Αλλά τη σεβόταν και τη λάτρευε.

Όταν δημιουργήθηκε το Μουσείο Καμπανέλλη στη Νάξο, όλοι είπαμε «επιτέλους!». Πρόσφατα προβήκατε στην καταγγελία ότι έχει εγκαταλειφθεί στην τύχη του και ρημάζουν τα εκθέματα. Τι συμβαίνει;  Αυτό το Μουσείο με έχει στενοχωρήσει πάρα πολύ.

Τι έχει συμβεί, κυρία Καμπανέλλη; Υπό ποιο καθεστώς τελεί; Είναι δημοτικό;  Είναι του Δήμου Νάξου και Μικρών Κυκλάδων. Από την αρχή.

Το προικίσατε εσείς με τα εκθέματα;  Έδωσα πολλά προσωπικά του αντικείμενα. Ταυτότητες, διαβατήρια, χειρόγραφα. Δεν πήγα χαρτιά πολλά εκτεθειμένα. Έχω πάει φωτοτυπίες.

Για ποιο λόγο;  Αυτό το μουσείο βρίσκεται πάνω στη θάλασσα και έχει πάρα πολύ υγρασία. Δυο φορές το έχω επισκεφτεί, Φεβρουάριο και Μάρτιο μήνα. Κι είχα βρει εκθέματα με μούχλα.

Διαμαρτυρηθήκατε;  Φυσικά. Και τότε και τώρα διαμαρτυρήθηκα πάρα πολύ έντονα, μέχρι που σχεδόν απείλησα ότι θα τα πάρω τα εκθέματα και θα τα φέρω στην Αθήνα, γιατί δεν γίνεται να ρημάζουν έτσι. Μα δεν υπήρχε καν σύστημα αφύγρανσης. Δεν έχουν φροντίσει τίποτα από όλα αυτά. Τώρα επειδή είναι το Έτος Καμπανέλλη και υπάρχει και το υπουργείο από πίσω, λίγο ξυπνήσαν. Έχουν δυο κλιματιστικά μεγάλα, πύργους εντός του μουσείου. Και είπαν θα τα φτιάξουν. Γιατί ήταν χαλασμένα από το 2016, χρονιά που άνοιξε το Μουσείο!

Δηλαδή, ξεκίνησε η λειτουργία του με χαλασμένα κλιματιστικά;  Ξεκίνησε με χαλασμένα. Θα έκαναν κι αφύγρανση λειτουργώντας. Μετά πήρε ο Δήμος τρεις αφυγραντήρες τόσους δα, σαλονιού-δωματίου. Τι να κάνουν σε ένα τόσο μεγάλο χώρο. Η αφύγρανση ήταν ανεπαρκής, όπως είναι ανεπαρκής γενικά η φροντίδα του μουσείου. Εγώ που πήγα τον Φεβρουάριο, το βρήκα μέσα στη βρώμα την απίστευτη, μέσα κι έξω. Σε πλήρη εγκατάλειψη. Κι ενώ θα ανακινηθεί το θέμα λόγω του Έτους Καμπανέλλη φέτος, φοβάμαι τι θα συμβεί πάλι του χρόνου… 

Θα δούμε έργα του που δεν ανέβηκαν μέχρι σήμερα να παρουσιάζονται στη σκηνή, με την ευκαιρία του Έτους Καμπανέλλη;  Προς το παρόν, όχι. Δεν θα δούμε κάποιο άγνωστο έργο. Όμως , τον Σεπτέμβριο, κατά τη διάρκεια του Θεατρικού Αναλογίου της Σίσσυς Παπαθανασίου, θα διαβαστούν σε θεατροποιημένα αναλόγια, άγνωστα έργα του.

Ποια έργα;  «Η Αυτοκτονία» είναι ένα από αυτά.

Για το Έτος Καμπανέλλη, πέρα από την έκθεση στο Μουσείο του Χατζηκυριάκου Γκίκα, τι άλλο έχει προβλεφθεί;  Περιμένουμε, καταρχάς, έναν πολύ μεγάλο τόμο τεκμηρίωσης, που θα εκδοθεί, και δεν έχει γίνει άλλος τέτοιος μέχρι στιγμής, και για τη ζωή και για το έργο του. Θεατρικό, κινηματογραφικό, δοκίμια, τα πάντα. Τρομερή δουλειά, σε επιμέλεια Σίσσυς Παπαθανασίου. Βοήθησα με το υλικό που τους έδωσα. Έγινε μια εκδήλωση στο Παρίσι, στο Φεστιβάλ Βιβλίου, στις 22 Απριλίου, αφιερωμένη και στον πατέρα μου και στο Μαουτχάουζεν, ενώ γαλλικός εκδοτικός οίκος πρόκειται να εκδώσει τρία έργα του πατέρα μου στα γαλλικά, μεταξύ αυτών, η «Αυλή των Θαυμάτων» και το «Δείπνο». Θα πραγματοποιηθεί ακόμα μια εκδήλωση τον Ιούλιο στη Νίκαια κι ένα συνέδριο σε  διοργάνωση της Γκόντα Βαν Στιν, στο Κings College. Θα ανέβει επίσης το «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» στο Εθνικό Θέατρο, σε συνεργασία με το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα. Το είχε δουλέψει πριν από ενάμισι χρόνο, εν μέσω πανδημίας και lockdown, δεν μπόρεσε να ανέβει κι έκανε μια και μοναδική διαδικτυακή μετάδοση και είπαμε είναι κρίμα. Βρήκε τρόπο όμως και θα ανεβεί, σε σύμπραξη Εθνικού και Θεάτρου Τέχνης.

Το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας δεν θα κάνει κάτι;  Δεν με έχει πλησιάσει, όπως και κανένα ΔΗΠΕΘΕ, εκτός από της Πάτρας, που κήρυξε το 2022 ‘Ετος Καμπανέλλη στην Πάτρα κι ανεβάζει συνέχεια έργα του.

Πώς θα έβλεπε, πιστεύετε, την κατάσταση στη χώρα και στον κόσμο σήμερα;  Εγώ λέω ευτυχώς που δεν ζει. Ο μπαμπάς μου πέρασε σχεδόν έναν αιώνα της ιστορίας της Ελλάδας, με δύσκολες καταστάσεις και γεγονότα. Πέρασε έναν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πέρασε πείνα. Πέρασε κακουχίες. Στρατόπεδο Συγκέντρωσης. Αλλά είναι σίγουρο ότι θα είχε φρικάρει σήμερα. Και παρότι φρίκαρε με όλους τους πολέμους, ειδικά με αυτόν τώρα, γιατί είναι τελείως δίπλα μας και τελείως άδικος, θα είχε τρελαθεί. Γενικά, με όλα. Και με την πανδημία και με την κατάσταση στην Ελλάδα. Σίγουρα θα είχε γίνει έξαλλος.

Πώς θα αντιδρούσε, πιστεύετε, με το πογκρόμ κατά της ρωσικής λογοτεχνίας, λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία;  Αυτό είναι μια γραμμή διεθνής. Αλλά πιστεύω θα είχε εξοργιστεί. Γιατί ο μπαμπάς μου γενικά ήταν ένας πολύ δίκαιος άνθρωπος και έτερον- εκάτερον. Δεν μπορείς λόγω του πολέμου να διαγράψεις έναν πολιτισμό. Οι Ρώσοι έχουν τεράστιο πολιτισμό από όλες τις απόψεις. Είτε είναι μουσική, είτε είναι λογοτεχνία, είτε  είναι θέατρο, είτε είναι ζωγραφική. Κι ήταν πολύ πρωτοπόροι για την εποχή τους. Δεν θα το αποδεχόταν αυτό που συμβαίνει.

Τι θα θυμάστε από εκείνον πάντοτε;  Την τρυφερότητα. Ήταν πολύ τρυφερός άνθρωπος. Το χέρι του. Το χέρι του δεν θα το ξεχάσω ποτέ!

Ιωάννα Κλεφτόγιαννη

08.06.2022

Πηγή:https://popaganda.gr/people/interview/katerina-kampanelli-anakalipsa-osa-ezise-sto-maoutchaouzen-o-pateras-mou-afou-pethane/?fbclid=IwAR1bwM9AzwCsjF2SEeY-YSQKvwNJBc3VCPR6kt8QwyEWU3Rc6MgVC8OO-YY

Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2021

Για το ναζισμό. Ένα αδημοσίευτο κείμενο του Ιάκωβου Καμπανέλλη

 Το συγκλονιστικό κείμενο του Ιάκωβου Καμπανέλλη για τον ναζισμό που διάβασε η κόρη του Κατερίνα στην εκδήλωση Μνήμης για το Ολοκαύτωμα στο Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης (26/1/2020)

«Οι οπαδοί του ναζισμού έχασαν τον πόλεμο, ο ναζισμός όμως επέζησε. Κυρίως γιατί αιώνιες κοινωνικές πληγές αφέθηκαν αθεράπευτες. Ο Αδόλφος Χίτλερ ήταν το διαμόρφωμα δεκάδων χιλιάδων αφανών χιτλερίσκων διάσπαρτων σε μεγάλες και μικρές πόλεις, σε χώρους εργασίας, σε γειτονιές, σε συντροφιές, σε οικογένειες. Και ο ναζισμός δεν ήταν ιδέα ενός και μόνου διεστραμμένου εγκεφάλου. Ήταν η συμπύκνωση της νοσηρής πολιτικής αντίληψης εκατοντάδων χιλιάδων ατόμων, φορέων του μικροβίου του ρατσισμού, του εθνικισμού, της μισαλλοδοξίας, της τελικής λύσης όλων των προβλημάτων με τη βία, τη φωτιά και το τσεκούρι.
»Ο ναζισμός δεν άρχισε με τον Χίτλερ, γι' αυτό και δεν τον πήρε μαζί του, δεν εμφανίστηκε μόνο στη Γερμανία, γι' αυτό και δεν επανεμφανίζεται μόνο εκεί.
»Οι μεγάλοι πόλεμοι δεν αρχίζουν στα πεδία των μαχών, ούτε οι ολέθριες πολιτικές ιδεολογίες ξεκινούν από μαζικές συγκεντρώσεις σε πλατείες. Αρχίζουν ανύποπτα στους χώρους της καθημερινής μας ζωής, ξεκινούν ακόμη και μέσα απ' το ίδιο μας το σπίτι. Εκεί φωλιάζουν όλα.
»Γι' αυτό μόνο με την πίστη σε μια καθημερινή ζωή, που να μας χωράει όλους, απροκατάληπτη και δίκαιη προς όλους, μπορούμε έστω και καθυστερημένα να πετύχουμε αυτό που τόσο προσδοκούσαμε τον Μάιο του 1945: ένα πραγματικό ποτέ πια».
Ιάκωβος Καμπανέλης

Πηγή:https://criticeduc.blogspot.com/2020/01/blog-post_2.html?fbclid=IwAR1Ps5-mNbp0xRWs4XkaBEx1B5Zq_gjwWR8KbhSaVMD1APpUPi7GKznzmfg 

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2019

Ανθολόγιο Ιάκωβου Καμπανέλλη



Αποσπάσματα από το βιβλίο του Ιάκωβου Καμπανέλλη (02/12/1921-29/03/2011)“Από σκηνής και από πλατείας” των εκδόσεων Καστανιώτη 1990 (επιλογή Θάνου Φωσκαρίνη).

"Προσωπικά πιστεύω πως τίποτα δε γίνεται χωρίς δάσκαλο. Όπως επίσης πιστεύω πως τίποτα δε γίνεται χωρίς την ξένη βοήθεια. Το πρόβλημα είναι πώς αυτή η ξένη βοήθεια θα γίνει δεκτή χωρίς ο βοηθούμενος να μένει πάντα κάποιος που ζει με αντίγραφα και δάνεια."

~

Έχω την αδυναμία να θέλω να με καταλαβαίνουν όλοι.
~
Δεν άρχισα να γράφω θέατρο γιατί άκουσα μια μυστική φωνή να μου λέει πως είμαι ταγμένος γι' αυτή την αποστολή. Πριν επιχειρήσω να γίνω θεατρικός συγγραφέας ήθελα να γίνω ηθοποιός. Δεν το κατάφερα κι η αποτυχία μου αυτή με ανάγκασε να πιάσω χαρτί και μολύβι. Ήταν πιο πολύ μια εκδίκηση παρά ο,τιδήποτε άλλο.
~
(...) με τους θεατρικούς χαρακτήρες μου βοήθησα, χάρη στον καθολικό τους προβληματισμό, να μετατεθεί το νεοελληνικό θεατρικό έργο από την προπολεμική ηθογραφία στο μεταπολεμικό δράμα.
~
Θα έλεγα πως ο Έλληνας δεν έχει εφοδιαστεί ή δεν έχει συμφιλιωθεί με την ιδέα να μαθαίνει. Και όχι προς Θεού για να το παρακάνει, αλλά για να αποκτά όσες γνώσεις χρειάζονται για μια πληρέστερη αυτογνωσία και αυτοπροστασία. Προσωπικά πιστεύω πως αν οι Έλληνες ήξεραν καλά τον τόπο τους. την ιστορία τους, τον πολιτισμό και τον χαρακτήρα τους, θα ήταν πολύ λιγότερο εκτεθειμένοι στις κάθε λογής ξενηλασίες.
~
Στο θέατρο, από την πρώτη σχεδόν στιγμή, βλέπεις έναν θίασο και είναι στην πορεία της δημιουργικής διαδικασίας που τα πράγματα ολοκληρώνονται σχεδόν απόλυτα, έτσι ώστε στην φάση που κάθεσαι να γράψεις δεν γράφεις, σου υπαγορεύουν τα ίδια τα πρόσωπα τι θα γράψεις. Είναι δηλαδή σαν ν' απομαγνητοφωνείς ένα θεατρικό έργο. Ή σα να κάθεσαι να καταγράφεις μια παράσταση που βλέπεις.
~
Για μένα η πιο ωραία ώρα του θεάτρου και η πιο δημιουργική, η πιο ουτοπική θα έλεγα, είναι οι δοκιμές, οι πρόβες. Και εννοώ οι προχωρημένες πρόβες, όπου πραγματικά συντελείται το θαύμα του θεάτρου.
~
Το θέατρο δεν είναι μια έντεχνη αναπαράσταση της εξωτερικής πραγματικότητας, είναι κυρίως μια παράσταση της εσωτερικής [πραγματικότητας].
~
Νομίζω ότι το θέατρο χρωστά τη συνεχιζόμενη παρουσία του, δυναμική μάλιστα παγκόσμια στον ευτυχώς συνεχιζόμενο ανθρωποκεντρισμό μας, ο οποίος στο θέατρο είναι ανέκαθεν, κυρίαρχο στοιχείο, λόγος υπάρξεως. Αφού η σκηνή είναι κατεξοχήν χώρος όπου ο άνθρωπος αναζητά αυτό που είναι ή θα μπορούσε να είναι.
~
Δεν ξέρω αν καταφέρω να διατυπώσω αυτό που θέλω να πω και που είναι η σκέψη, η αυτάρεσκη, έστω φαντασιοπληξία, ότι ψυχικά συγκατοικούμε με τους προγόνους μας. Ότι είμαστε φυσικά «γέννημα» των γονιών μας, «θρέμμα» του τρόπου ζωής της κοινωνίας που ζούμε, της εικόνας του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά, και μιας μνήμης χωρίς λήθη, που μας τη μετέδωσαν τα φυλετικά μας γονίδια φέρνοντάς την, ας πούμε, από τα χρόνια που ο Κούρος στο Φλεριό έσπασε το πόδι του πριν φτάσει στον προορισμό του.
~
Η πορεία του θεάτρου είναι πορεία παράλληλη με τη ζωή μας. Η αγωνιστικότητα της δεκαετίας του ’50 και του ’60 συνέπεσε με την ηλικία μας, αλλά συνέπεσε και με την αγωνιστικότητα ολόκληρης της κοινωνίας, ήταν μία διαμαρτυρία, που μετατρεπότανε σε αγωνιστικότητα. Όταν όμως μεγαλώνει ο άνθρωπος η θητεία του στην αγωνιστικότητα, «συμπληρώνεται», μοιραία γίνεται στοχαστικότερος, εγωκεντρικός – το λέω με κάποια φαντασία στην έννοια της λέξης- έρχεται πια η ώρα που δεν κρίνει την κοινωνία μόνο, αλλά και τον εαυτό του. Έτσι στο θέατρο μπαίνει και η αυτοβιογραφία και η αυτοκριτική του και μέσα απ’ αυτές περνούν σαν αυτοκριτική πια τα «έξω» συντελούμενα και φαινόμενα.
Πιστεύω ότι με αυτήν την κάποια εσωστρέφεια γίνεται κανείς αυστηρότερος με τα πράγματα και τον εαυτό του. Τα έργα της ωριμότητας είναι ένα ειλικρινέστερο κοίταγμα, ο δημιουργός γίνεται πιο ουσιαστικός δέκτης. Ταυτόχρονα, επειδή με τον καιρό η κοινωνία μεγαλώνει, η επικοινωνία χάνεται, η μοναξιά γίνεται εντονότερη, πολλές φορές αισθάνεται κανείς ότι ζει σε μία κοινωνία εχθρική, χαμένος και απροστάτευτος από τη μορφή που παίρνει η πόλη και η ζωή.
~

Πηγή:

Ιάκωβος Καμπανέλλης - Κείμενο για τον φασισμό

Είμαι ένας από τους επιζήσαντες κρατούμενους στο SS στρατόπεδο συγκεντρώσεως και εξοντώσεως του Μαουτχάουζεν. Ένας από εκείνους που τον Μάιο του 1945 κλαίγοντας και ελπίζοντας εφώναζαν ποτέ πια! Ήταν τότε που οι οπαδοί του ναζισμού έχασαν τον πόλεμο.

Ο ναζισμός όμως επέζησε. Κυρίως γιατί αιώνιες κοινωνικές πληγές αφέθηκαν αθεράπευτες. Και μένουν ακόμα! Και επιπλέον, γιατί η αντικομμουνιστική υστερία έκαμε τον ναζισμό να ξεχνιέται, και κάποτε και να αθωώνεται.

Μετά από 48 χρόνια αυτό που θέλω να φωνάξω είναι πάλι:

Φίλοι μου, θυμηθείτε: ο Αδόλφος Χίτλερ δεν έπεσε απ’ το διάστημα. Ούτε ήταν ένας και μόνος. Ήταν το διαμόρφωμα δεκάδων χιλιάδων αφανών χιτλερίσκων στη Γερμανία και την Αυστρία. Και όχι μόνο εκεί. Χιτλερίσκων διάσπαρτων σε μεγάλες και μικρές πόλεις, σε χώρους εργασίας, σε γειτονιές, σε συντροφιές, σε οικογένειες.

Και ο ναζισμός δεν ήταν ιδέα ενός και μόνου διεστραμμένου εγκεφάλου. Ήταν η συμπύκνωση της νοσηρής πολιτικής αντίληψης εκατοντάδων χιλιάδων ατόμων, φορέων του μικροβίου του ρατσισμού, του εθνικισμού, της μισαλλοδοξίας, της τελικής λύσης όλων των προβλημάτων με τη βία, τη φωτιά και το τσεκούρι.

Ο ναζισμός δεν άρχισε με τον Χίτλερ, γι’ αυτό και δεν τον πήρε μαζί του, δεν εμφανίστηκε μόνο στη Γερμανία, γι’ αυτό και δεν επανεμφανίζεται μόνο εκεί. Αλλά παντού όπου ουσιαστικά κοινωνικά προβλήματα τον τρέφουν. Και ο κίνδυνος τώρα δεν είναι η εμφάνιση ενός νέου Χίτλερ και η σπορά ενός άλλου μεγάλου πολέμου. Ο κίνδυνος είναι η αδιαφορία για τα αίτια που αναγεννούν τον ναζισμό και εν συνεχεία η απάθεια και η ανοχή για ένα φαινόμενο που μπορεί να εξελιχθεί σε μαζική διανοητική μόλυνση.

Οι μεγάλοι πόλεμοι δεν αρχίζουν στα πεδία των μαχών, ούτε οι ολέθριες πολιτικές ιδεολογίες ξεκινούν από μαζικές συγκεντρώσεις. Αρχίζουν ανύποπτα στους χώρους της καθημερινής μας ζωής, ξεκινούν ακόμη και μέσα απ’ το ίδιο μας το σπίτι. Εκεί φωλιάζουν όλα. Γι’ αυτό μόνο με την πίστη σε μια καθημερινή ζωή, που να μας χωράει όλους, απροκατάληπτη και δίκαιη προς όλους μπορούμε έστω και καθυστερημένα να πετύχουμε αυτό που τόσο προσδοκούσαμε τον Μάιο του 1945: ένα πραγματικό ποτέ πια.

| Κείμενο του Ιάκωβου Καμπανέλλη που έγραψε το 1993 και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Η Αυγή λίγο μετά τον θάνατό του |

Σάββατο 30 Μαρτίου 2019

Αποσπάσματα από το Μεγάλο μας Τσίρκο (1973) του Ι. Καμπανέλλη

Αποτέλεσμα εικόνας για το μεγαλο μας τσιρκο


ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΑΣ ΤΣΙΡΚΟ (1973) ΤΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗ (διασκευή αποσπασμάτων)

Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΟΥ ΟΘΩΝΑ
ΡΩΜΙΑΚΙ: Εεεε, ψηλέ, πού είσαι...;
ΡΩΜΙΟΣ: Μη μ’ ενοχλείς, έχω ένα πρόβλημα πολύ σοβαρό!
 ΡΩΜΙΑΚΙ: Θα το λύσουμε, τόσος κόσμος είμαστε δω.
ΡΩΜΙΟΣ: Ας το πούμε πρώτα μεταξύ μας.
ΡΩΜΙΑΚΙ: Λέγε...!
ΡΩΜΙΟΣ: Είδες το πρόγραμμα του έργου;
ΡΩΜΙΑΚΙ: Δε μου δώσανε πρόγραμμα.
ΡΩΜΙΟΣ: Ξέρεις ποια ιστορία έχει σειρά;
ΡΩΜΙΑΚΙ: Όχι! ΡΩΜΙΟΣ: Το Εικοσιένα!
ΡΩΜΙΑΚΙ: Εύκολο πράμα! Απ’ το δημοτικό σχολειό τα μαθαίνουμε όλα νεράκι.
ΡΩΜΙΟΣ: (θυμωμένος) Αμ δεν τα μαθαίνουμε!
 ΡΩΜΙΑΚΙ: Και τι σε νοιάζει εσένα, δάσκαλος είσαι; Θεατρίνος είσαι!
ΡΩΜΙΟΣ: Και τι μ’ αυτό;
ΡΩΜΙΑΚΙ: Εδώ είναι θέατρο, δεν είναι σχολειό! Ο κόσμος ήρθε να διασκεδάσει, μάθημα ιστορίας θα του κάνουμε;
ΡΩΜΙΟΣ: Αν θες να γίνεις καλός θεατρίνος, μάθε να σκέφτεσαι πιο υπεύθυνα!
ΡΩΜΙΑΚΙ: Εγώ ή εσύ;
ΡΩΜΙΟΣ: Θες να ρωτήσουμε τους θεατές ποιος απ’ τους δυο μας έχει δίκιο;
ΡΩΜΙΑΚΙ: Οι θεατές πληρώσανε για να ακούσουνε τι λέμε, όχι για να μας πούνε τι θα λέμε. Αλλιώς κάθονταν σπίτι τους και γράφανε ένα δικό τους έργο! Άντε λέγε...
ΡΩΜΙΟΣ: Τι να λέω...;
ΡΩΜΙΑΚΙ: Για το Εικοσιένα.
ΡΩΜΙΟΣ: (εκνευρίζεται) Βρε μπουμπούνα, έτσι εύκολο το ’χεις να μιλήσει κανείς για το ποιοι ήταν οι πραγματικοί ελευθερωτές αυτού του τόπου και τι απογίνανε;
ΡΩΜΙΑΚΙ: (στους θεατές) Αυτός είναι εντελώς αστοιχείωτος. (στο ΡΩΜΙΟ) Άσε με, βρε παιδάκι μου, να τα πω εγώ που τα ξέρω. Λοιπόν, Κυρίες και Κύριοι, εκείνα τα χρόνια η Ελλάδα ήταν πολύ σκλαβωμένη και ήρθε ο εγγλέζικος στόλος, ήρθε ο γαλλικός στόλος, ήρθε ο ρώσικος στόλος και πολεμήσανε τους Τούρκους και κατασκοτωθήκανε οι άνθρωποι και έτσι μας βοηθήσανε και ελευθερωθήκαμε.
 ΡΩΜΙΟΣ: (σαν να γρυλίζει) Μάλιστα!
ΡΩΜΙΑΚI: Κι από τότε όλοι αυτοί γίνανε προστάτες μας και σύμμαχοί μας και ήρθανε κι άλλοι ύστερα και Αυστριακοί και Ιερά Συμμαχία κι έχουμε πάντα πρώτης τάξεως συμμάχους και μας έχουνε γύρω γύρω το στόλο τους και δεν μπορεί να μας πειράξει κανένας!
ΡΩΜΙΟΣ: (άγρια) Σταμάτα!
ΡΩΜΙΑΚΙ: Γιατί, καλέ; Σε πειράζει η γυμνή αλήθεια;
ΡΩΜΙΟΣ: Ποια αλήθεια, βρε ξόανο; Όλοι αυτοί, ξέρεις για ποιο λόγο ήρθαν εδώ πέρα;
ΡΩΜΙΑΚΙ: Το ξέρω και το είπα!
ΡΩΜΙΟΣ: Για να βάλουνε πόδι στον τόπο. Οι Τούρκοι θα φεύγανε που θα φεύγανε και το πρόβλημα των προκομμένων που είπες ήτανε ποιος θα ’ναι το επόμενο αφεντικό.
ΡΩΜΙΑΚΙ: Είσαι αχάριστος με τους μεγάλους μας συμμάχους, που μόνο καλό έχουμε δει από δαύτους! Αίσχος!
ΡΩΜΙΟΣ: Σκασίλα μου! Για να μη σου πω και για τους κοτσαμπάσηδες, που επειδή ήτανε χειρότεροι απ’ τους μπέηδες και επειδή τρέμανε που ο επαναστατημένος λαός θα τους θέριζε, γίνανε  ένα με τις μεγάλες δυνάμεις για να τη γλιτώσουνε.
ΡΩΜΙΑΚΙ: Ψηλέ, από ψυχιατρείο βγήκες ή από καμιά φυλακή;
ΡΩΜΙΟΣ: Εγώ από φυλακή;
ΡΩΜΙΑΚΙ: Ξέρω ’γώ; Γιατί έτσι που τα λες εμένα κάτι μου θυμίζει.
ΡΩΜΙΟΣ: Κι, αυτό σου θυμίζει;
ΡΩΜΙΑΚΙ: Κι αυτό.
ΡΩΜΙΟΣ: ((στους θεατές) Με τέτοια μνήμη, θα μου ανοίξει φάκελο, δεν τη γλιτώνω, (στο ρωμιάκι) Άκου δω, σκασίλα μου για το τι άλλο σου θυμίζει, εγώ μιλούσα αποκλειστικά για το Εικοσιένα!
ΡΩΜΙΑΚΙ: Ωραία, ας πούμε για το Εικοσιένα.
ΡΩΜΙΟΣ: Δόξα τω Θεώ.
ΡΩΜΙΑΚΙ : Και πώς ν’ αρχίσουμε;
ΡΩΜΙΟΣ: Από πιο παλιά..
ΡΩΜΙΑΚΙ: Δηλαδή...;
ΡΩΜΙΟΣ: Άκου:
Ο πλούσιος έχει τα φλωριά έχει ο φτωχός τα γλέντια.
Άλλοι παινάνε τον πασά και άλλοι το βεζύρη
μα ’γώ παινάω το σπαθί το τουρκοματωμένο,
το ’χει καμάρι η λεβεντιά κι ο κλέφτης περηφάνια.
 ΡΩΜΙΑΚΙ: Κατάλαβα... Να πω κι εγώ ένα;
ΡΩΜΙΟΣ: Ξέρεις;
ΡΩΜΙΑΚΙ:
«Πώς λάμπει ο ήλιος στα βουνά, στους κάμπους το φεγγάρι;
Έτσι έτσι έλαμπε κι η Λιάκαινα στα τούρκικα τα χέρια.
Πέντε αρβανίτες την κρατούν και δέκα την ξετάζουν,
κι ένα μικρό μπεόπουλο κρυφά την κουβεντιάζει.
—Λιάκαινα, δεν παντρεύεσαι, δεν παίρνεις Τούρκον άντρα,
να σ’ αρματώσει στο φλωρί, μες στο μαργαριτάρι;
—Κάλλιο να δω το αίμα μου τη γης να κοκκινίσει
παρά να ιδώ τα μάτια μου Τούρκος να τα φιλήσει»...
Σου άρεσε...;
ΡΩΜΙΟΣ: ΓΙολύ.
ΡΩΜΙΑΚΙ: (με πολλή συγκίνηση) Κι εμένα...!
ΡΩΜΙΟΣ: Έλα τώρα, μη στενοχωριέσαι! Τώρα τα παλιά βάσανα τελειώσανε, ήρθε ο Καποδίστριας!
ΡΩΜΙΑΚΙ: Ααα...!
ΡΩΜΙΟΣ: Πάει ο Καποδίστριας... Τώρα έρχεται ο Όθωνας!
ΡΩΜΙΑΚΙ: (όλο χαρά) Ο ΌΘωνας και η Αμαλία μας!
ΡΩΜΙΟΣ: Μόνο ο Όθωνας, η Αμαλία μας θά ’ρθει αργότερα.
ΡΩΜΙΑΚΙ: Έτσι μπράβο, να χουμε κι εμείς ένα δικό μας βασιλιά, να μην περιμένουμε όλο από τους ξένους! Γιατί άμα δεν έχεις νύχια να ξυστείς …..
Καλά δε λέω;
ΡΩΜΙΟΣ: Σοφά, μόνο που κι αυτόν οι ξένοι μάς τα διάλεξαν...!
ΡΩΜΙΑΚΙ: Ε, άσ’ τους να διαλέγουνε, ξέρουν αυτοί έχουνε πείρα οι άνθρωποι...
ΡΩΜΙΟΣ: Έλα, πάμε τώρα... Πω, πω, πω, τι κόσμο! μαζεύεται για την υποδοχή του Όθωνα...! Κ είναι όλοι δακρυσμένοι απ’ τη συγκίνηση...
ΡΩΜΙΑΚΙ: Μήπως εγώ δεν κλαίω από χαρά...;
ΡΩΜΙΟΣ: Μάλιστα...
(.Στη σκηνή της υποδοχής του Όθωνα ακούγεται το παρακάτω τραγούδι που το λένε ο ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ κι ο λαός του έργου.)
ΑΝΑΠΛΙ
Τρία καράβια φέρανε ξανθό κρασί στ’ Ανάπλι.
Καράβια δώστε μου ξανθό κρασί να ξεδιψάσω.
Φέρε την κούπα τη χρυσή και τ αργυρό λαγήνι.
Πίνω απ’ την κούπα τη χρυσή και μέθυσεν η κούπα.
 Απ’ το λαγήνι ξεδιψώ, μεθάει και το λαγήνι.
Γνέφω του Ήλιου του καλού να πιει να ξεδιψάσει.
Πίνει κι ο Ήλιος ο καλός, ζαλίζεται και πέφτει.
Πάω στο λιβάδι για χορό, χορεύει το λιβάδι.
Κι ένα πουλί, μικρό πουλί, κρυφολαλεί και λέει:
Στη γης αδειάστε το κρασί και σπάστε το λαγήνι,
 να δροσιστεί κι η Κλεφτουριά που ξάπλωσε στα χόρτα,
χωρίς χεράκια για να πιει, πόδια για να χορέψει!
(Από την εσωτερική σκηνή αρχίζει να περνά λαός καί να πηγαίνει προς την εξωτερική σκηνή. Το πέρασμα αυτό είναι ένα πανηγύρι χαράς. Οι καπετάνιοι φορούν τις καλές τους φορεσιές. Τ’ άρματά τους είναι γυαλισμένα. Ανάμεσα στο λαό, οργανοπαίχτες και παλικάρια που πηγαίνουν για την υποδοχή του βασιλιά χορεύοντας καθ’ οδόν.
Όργανα και τραγούδια ακούγονται κι από άλλες μεριές σαν από παράλληλους δρόμους που οδηγούν στο ίδιο μέρος. Περνούν επίσης κάποιοι που φορούν τα ευρωπαϊκά της εποχής κι έχουν και κάποια παράσημα στο στήθος. Περνούν ακόμη Αγγλογάλλοι αξιωματικοί με φανταχτερές στολές. Ένας καπετάνιος που είναι μεθυσμένος και παραπατά. Ένας άλλος με ευρωπαϊκά που είναι αισθητά γελοίος. Ένας γέροντας και μια γερόντισσα ακολουθούν καθυστερημένοι. Ένας παπάς με αγιαστούρα.
Όταν η αίσθηση από το γιορταστικό αυτό πέρασμα ολοκληρωθεί και το πλήθος συγκεντρωθεί στην εξωτερική σκηνή, τα όργανα και τα τραγούδια σκεπάζονται από χαιρετιστήριες κανονιές και ιαχές. Όταν κι αυτά κορυφωθούν, ακολουθεί μια μικρή παύση αναμονής... και την παύση ακολουθεί ένας χείμαρρος από ομιλίες στα γερμανικά. Περνά απ’ όλα τα μεγάφωνα και κυκλώνει την αίθουσα. Ταυτόχρονα το πλήθος στρέφει αργά το κεφάλι με θαυμασμό και προσδοκίες προς την εσωτερική σκηνή, όπου oι Βαυαροί αξιωματούχοι στήνουν ένα ομοίωμα, τον Όθωνα. Στο στήσιμο παραστέκουν οι πρέσβεις των δυνάμεων.
Από τους καλεσμένους στο παλάτι ελάχιστοι είναι που εκπροσωπούν τους παλιούς πολεμιστές. Όσο για το λαό, αυτός έχει κρατηθεί απέξω.
Ακούγονται εμβατήρια από τις συμμαχικές στρατιωτικές μπάντες. Το πλήθος παρα-κολουθεί πάντα με την ίδια έκσταση. Όταν το στήσιμο του Όθωνα ολοκληρωθεί, ο με-θυσμένος καπετάνιος ξεβγαίνει μερικά βήματα μπροστά και λέει φωναχτά...)
Α' ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Ε, βασιλέα... θεία χάρη θέλησε να μας δυναμώσει και να μας σώσει από την τυραννίαν του Σουλτάνου. Και σήμερα αξιωθήκαμεν να απολάψομεν τον βασιλέα μας. Εμείς έχομεν χρέος να σε ακούμεν και να σε φυλάμεν με την ζωήν μας και η μεγαλειότης σου βάλε τη δικαιοσύνη σου εις τα δεινά μας.

οι Πρέσβεις προχωρούν στο προσκήνιo και λένε τραγουδιστά σαν τενόροι τη όπερας.)
ΑΓΓΛΟΣ: Αγγλίααααα
 ΓΑΛΛΟΣ: Γαλλίααααα
ΡΩΣΟΣ: Ρωσίααααα
 ΑΥΣΤΡΙΑΚΟΣ: Αυστρίααααα
ΑΓΓΛΟΣ: Διπλωματία
ΓΑΛΛΟΣ: Ραδιουργία
ΡΩΣΟΣ: Μηχανορραφία
 ΑΥΣΤΡΙΑΚΟΣ: Ιερά Συμμαχία
Στη διάρκεια αυτή κατεβαίνουν και φωταγωγούν την εσωτερική σκηνή μεγάλοι πολυέλαιοί Τα λαϊκά όργανα αντικαθιστά μουσική για χορούς της εποχής. Γυναίκες με κρινολίνα εμφα- νίζονται. Οι αξιωματούχοι που περιστοίχιζαν τον Όθωνα κι οι άλλοι επίσημοι καλούν τις ντάμες κι αρχίζουν να χορεύουν. Κάπου στέκουν μόνο καπετάνιοι και κοιτάζουν τους χορευτές. Ο λαός βουβά, αρχίζει να φεύγει.
Καθώς όμως φεύγει, αφήνει πίσω -σαν σημάδια- καπετάνιους και παλικάρια. Έτσι, όταν οι πολλοί έχουν φύγει πια, έχουν μείνει κατά μήκος του «δρόμου» έξι-οχτώ απ’ αυτούς. Στέκουν σκόρπια και μάλλον συλλογισμένοι. Ο μεθυσμένος καπετάνιος κι ένας άλλος στέκουν κοντά στην κεντρική σκηνή.
Από το παλάτι βγαίνουν ένας ΒΑΥΑΡΟΣ αξιωματούχος κι ένας Έλληνας ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ντυμένος φράγκικα. Χαιρετούν με κούνημα του κεφαλιού τους δυο ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΥΣ κι έρχονται στην κεντρική σκηνή. Οι δυο ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΙ τούς παρακολουθούν με το βλέμμα.
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ νεύει στον Α' ΚΑΠΕΤΑΝΙΟ να πάει κοντά τους. Οι ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΙ όμως δεν καταλαβαίνουν και ρωτάνε με νόημα «εγώ;» Αυτός με τα φράγκικα δείχνει ποιον απ’ τους δυο εννοεί προσθέτοντας το σήμα «έλα εδώ!». Οι ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΙ όμως πάλι τα μπερδεύουν και κινούν κι οι δυο κατά κει. Ο άλλος τους νεύει «όχι, λάθος»... «εσύ ο από δω, κόπιασε!». Ο Α' ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ, απορημένος και κοιτάζοντας μια το σύντροφό του μια αυτούς που τον καλούν, τους πλησιάζει...
Μόλις αρχίσει η κουβέντα, η μουσική στις δυο άλλες σκηνές σταματά κι ο χορός συνεχίζεται στα βουβά.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Είμεθα απεσταλμένοι του βασιλέως!
(Ο ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ ξεσπά σ’ ανοιχτόκαρδο γέλιο, στρέφει προς το παλάτι και φωνάζει)
Α'ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Δεν πειράζει, γιε μου! Σήμερα είμαστε ούλοι μεθυσμένοι από χαρά. Μέσα στην παραζάλη ούλοι κάνομε λάθη! Μιλημένα συχωρεμένα!...
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Άκουσέ μας τώρα...
Α'ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Τι ν’ ακούσω;...
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Ο βασιλέας ερωτά τι χάρη θέλεις να σου κάμει;
Α'ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: ...Ρωτάει εμένα;
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Τι χάρη θέλεις απ’ τη μεγαλειότητά του;
Α'ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: ...Τι πάει να πει χάρη;
γραμματέας: Εύνοια.
Α'ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: ...Τι πάει να πει εύνοια;
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Ρουσφέτι.
Α ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: ...Ρουσφέτι; Γιατί να μου κάνει ρουσφέτι;
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Γιατί να μη σου κάνει;
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: ...Σε ποιον άλλον θα κάνει;
 ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Εσένα μου ’πε να ρωτήσω!
 ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: ...Και γιατί μονάχα εμένα;
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Θα ’χει το λόγο του!
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: ...Και όλοι οι άλλοι;
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Άσε τους άλλους, καπετάνιο!
ΚΑΠΕΤΑΝΙ0Σ: (άγρια) Δε μου τα λες καλά, γραμματικέ!
(Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ κάτι λέει στ’ αυτί τον ΒΑΥΑΡΟΥ.)
ΒΑΥΑΡΟΣ: Ντας ιστ ντοχ κάινε αντβόρτ! (τώρα λέει κι αυτός κάτι στ’ αντί τον γραμματέα)
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: (στον καπετανιο) Θέλεις νά ’ρθεις στο παλάτι να χορέψουμε;
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: (σταυροκοπιέται έκπληκτος) Εμείς περιμέναμε το βασιλέα να ’ρθεί να χορέψει το δικό μας χορό, όχι εμείς τον εδικό του.
(Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ κάτι λέει στ’ αντί τον βαυαρού. Κινούν κι οι δυο βιαστικά για την εσωτερική σκηνή ενώ ταυτόχρονα η μουσική ξανακούγεται.
Οι ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΙ στο δρόμο ανταλλάσσουν ματιές ως τη στιγμή που απ’ το παλάτι ξαναβγαίνουν ο βαυαρός κι ο γραμματέας μ’ άλλους μαζί - τόσους ώστε ν’ αντιστοιχούν από ένας σε κάθε καπετάνιο. Όταν αυλικοί σταθούν απέναντι στους συνομιλητές τους, η μουσική σταματά κι όσοι απόμειναν στο παλάτι χορεύουν πάλι στα βουβά. Ο διάλογος που ακολουθεί λέγεται ομαδικά ανάμεσα σε ΑΥΛΙΚΟΥΣ και ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΥΣ.)
ΑΥΛΙΚΟΣ: Είμαι απεσταλμένος του βασιλέως.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Ο Θεός να του δίνει χρόνια.
ΑΥΛΙΚΟΣ: Ο βασιλέας ξέρει πόσες θυσίες έκαμες για την πατρίδα.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Όλοι το ίδιο εκάναμε.
 ΑΥΛΙΚΟΣ: Εκείνος μου είπε για σένα.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Όλοι αγωνιστήκαμε για ελευθερία.
 ΑΥΛΙΚΟΣ: Τι χάρη θέλεις να σου κάμει;
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Τι θα πει χάρη;...
ΑΥΛΙΚΟΣ: Αυτό να πω στο βασιλιά;
Α ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Να πεις στο βασιλέα και στους συμβούλους του ότι καμιά χάρη ατομική δε θέλω. Ότι τώρα που οι θυσίες κι οι αγώνες των Ελλήνων ανθίσανε, τον καρπό θέμε να τον χαρούμεν όλοι μαζί. Ότι όλοι μαζί αγωνιστήκαμε και τα βραβεία της ελευθερίας δεν πρέπει να τα κάμει ρουσφέτι.
ΑΥΛΙΚΟΣ: Α δεν είσαι συ, θα ’ναι άλλος.
Α'ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Ας είναι άλλος, εγώ να μην είμαι!
(Οι γραμματικοί αρχίζουν να τρέχουν σαν κουρδισμένοι πάνω κάτω στο δρόμο, αλλάζουνε συνομιλητή και ξαναρχίζουν.)
ΑΥΛΙΚΟΣ: Μπορεί ο βασιλιάς να σου ’χει εμπιστοσύνη;
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Αυτό ας το σκεφτεί ο ίδιος!
ΑΥΛΙΚΟΣ: Ό,τι σου πω μπορεί να μείνει μεταξύ μας;
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Ο βασιλέας μού το ζητά ή εσύ;
ΑΥΛΙΚΟΣ: Εκείνος, εμείς είμεθα η φωνή του.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Και τι θέλει;
ΑΥΛΙΚΟΣ: Μάθε λοιπόν ότι είσαι στον κατάλογο!
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Ποιον κατάλογο;
ΑΥΛΙΚΟΣ: Κι από τους πρώτους μάλιστα επάνω επάνω!
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Και τι θα πει που είμαι στον κατάλογο;
ΑΥΛΙΚΟΣ: Όλα τα δάχτυλα του χεριού είναι ίδια;
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Όχι.
ΑΥΛΙΚΟΣ: Αν δεν το νιώσετε αυτό, χαθήκαμε.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Τι δηλαδή να νιώσουμε;
ΑΥΛΙΚΟΣ: Πρέπει να ξεχωρίσετε οι καλύτεροι!
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Θα γίνει αδικία μεγάλη!
ΑΥΛΙΚΟΣ: Τα πράματα είναι απλά, καπετάνιο.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Όλοι ήταν άξιοι, όλοι αγωνιστήκανε!...
ΑΥΛΙΚΟΣ: Τώρα δε θέμε παλικάρια! Τα παλικάρια χωρίς όπλα είναι άχρηστα.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Τι λες, ρε γραμματέα...
ΑΥΛΙΚΟΣ: Για να μην πω και τα χειρότερα.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Ποια δηλαδή;...
ΑΥΛΙΚΟΣ: Τώρα θέμε μυαλά! Κράτος! Οργάνωση! Διοίκηση.
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Ποιος λέει όχι;...
ΑΥΛΙΚΟΣ: Τώρα το πρόβλημα είναι, καπετάνιο, πώς να τους πάρουμε τα όπλα! Πώς να μην έχουμε πια παλικάρια!
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Εεε;...
ΑΥΛΙΚΟΣ: Και μόνο εσύ μπορείς να το πετύχεις! Αλλιώς θα σφάξουμε ο ένας τον άλλο!
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Θεός φυλάξοι!
ΑΥΛΙΚΟΣ: Ο βασιλιάς χρειάζεται έμπιστους δικούς του ανθρώπους, μυαλωμένους, άξιους, πατριώτες, τίμιους, ικανούς, γενναίους...
ο Α ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ βουτά τον αυλικό που του μιλά απ’ το λαιμό και πάει να τον πνίξει.)
ΑΥΛΙΚΟΣ: Βοήθεια!
(Η μουσική σταματά. Απ ’ το παλάτι, στρέφουν όλοι να κοιτάξουν έξω. Ο Α' ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ ρίχνει χάμω τον ΑΥΛΙΚΟ. Πανικόβλητος κι αυτός κι οι άλλοι αυλικοί καταφεύγουν τρέ- χοντας στο παλάτι. Στο δρόμο μένουν μόνο οι καπετάνιοι. Ο Α' ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ οργώνει σαν μανιασμένος το δρόμο και φωνάζει...)
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Όλοι μαζί Έλληνες!... Αυτοί πάνε να μας διαλύσουνε... Αυτοί δεν ήρθανε να μας κυβερνήσουνε με δικαιοσύνη αλλά με τη διχόνοια... Κι όταν μας βοηθούσανε να λευτερωθούμε άλλα είχανε στο νου τους!... Μας δώσανε όπλα να λευτερωθούμε μα τώρα που λευτερωθήκαμε δε μας θένε ελεύτερους... Μας φοβούνται ελεύτερους! Τι έχουνε κατά νου και μας φοβούνται;...
(Σκοτάδι.)
(…)













ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ (ΑΛΛΗ ΣΚΗΝΗ)
Το ΡΩΜΙΑΚΙ περνά τυχαία και ξαφνιάζεται όταν ακούει...
ΑΓΑΛΜΑ: Ε, συ!...
[Το ΡΩΜΙΑΚΙ ψάχνει να δει ποιος μίλησε.)
ΑΓΑΛΜΑ: Έι ...εσένα μιλάω!...
[Το ΡΩΜΙΑΚΙ συνεχίζει να ψάχνει.)
ΑΓΑΛΜΑ: Από δω γύρνα...
[Το ΡΩΜΙΑΚΙ καταλαβαίνει πως η φωνή είν’ απ’ το άγαλμα και παγώνει.)
ΑΓΑΛΜΑ: Θα μου κάνεις μια χάρη;...
ΡΩΜΙΑΚΙ: Αμ... αμ... η... ο...
ΑΓΑΛΜΑ: Κουφάλαλο είσαι, βρε κακόμοιρο;...
ΡΩΜΙΑΚΙ: Όι... άι... ηηη
 ΑΓΑΛΜΑ: Τότε γιατί δε μου αποκρίνεσαι;
ΡΩΜΙΑΚΙ: Μι... μι... μι... μιλάς;
ΑΓΑΛΜΑ: Εγώ μιλώ, εσύ τι έχεις και δε μιλάς;
 ΡΩΜΙΑΚΙ: Μπο-μπο... μπορείς;
ΑΓΑΛΜΑ: Τώρα μπορώ! Άλλοτε δεν μπορούσα...
 ΡΩΜΙΑΚΙ: Μα... μα... μα... είσαι...
ΑΓΑΛΜΑ: Δίκιο έχεις. Δε μοιάζω και πολύ έτσι που με καταντήσανε αλλά, αν με καλοπροσέξεις, εγώ είμαι... ο γερο-Κολοκοτρώνης. Το λοιπόν, θα μου κάνεις μια χάρη;...
ΡΩΜΙΑΚΙ: Τι... τι... τι χάρη;...
ΑΓΑΛΜΑ: Θα μου ξύσεις λίγο την πλάτη; Έχω μια φαγούρα που μ’ έχει τρελάνει!...
ΡΩΜΙΑΚΙ: Την πλάτη;...
ΑΓΑΛΜΑ: Ναι, μπράβο! Έτσι που μου ’βαλε τα χέρια αυτός ο μαγκούφης ούτε να ξυστώ δεν μπορώ...
(Το ρωμιακι πάει από πίσω για να του ξύσει την πλάτη.)
ΡΩΜΙΑΚΙ: Εδώ;
ΑΓΑΛΜΑ: Ναι, μπράβο... Αααααα. Αααααααααα. Την
ευχή μου να ’χεις... Και πιο πάνω λιγάκι... Αα- ααααα. Έτσι λοιπόν που μου ξεράνανε το χέρι το μόνο όφελος είναι που δείχνω το Πανεπιστήμιο... Εσύ που ’σαι ακόμα μικρή να μου το θυμηθείς... αυτό το παλάτι μια μέρα θα φάει το άλλο. Αααααα! Ξύσε και δεξιά μια στάλα... Έτσι... Και αριστερά λιγάκι. Έτσι μπράβο. Μόνο που δεν έχω τίποτα να σε φιλέψω.
ΡΩΜΙΑΚΙ: Φτά... φτά... φτά... φτάνει;
ΑΓΑΛΜΑ: Άντε ευχαριστώ και άμα περνάς απ’ εδώ να με θυμάσαι.
(Το ρωμιακι φεύγει έντρομο τρέχοντας και πέφτει πάνω στο ΡΩΜΙΟ που έρχεται από την εξωτερική σκηνή.)
ΡΩΜΙΑΚΙ: Έλα γρήγορα... (τον τραβάει)
ΡΩΜΙΟΣ: Τι τρέχει;
ΡΩΜΙΑΚΙ: Μιλάει...
ΡΩΜΙΟΣ: Ποιος μιλάει;
ΡΩΜΙΑΚΙ: Δε με πιστεύεις;
 ΡΩΜΙΟΣ: Πού με πας;
ΡΩΜΙΑΚΙ:Ό... το... (τον έχει φέρει κοντά στο άγαλμα:) Μιλάει!...
ΡΩΜΙΟΣ: (ευχαριστημένος) Σοβαρά; (απλώνει το χέρι ψηλά και κάνει χειραψία με το άγαλμα) Τα σέβη μου, στρατηγέ, τι μου κάνετε;
ΑΓΑΛΜΑ: Καλώς τονε, εσύ τι μου κάνεις;
 ΡΩΜΙΟΣ: Ας τα λέμε καλά! Τι νέα έχουμε;
ΑΓΑΛΜΑ: Εγώ τι νέα να ’χω; Κάθομαι δω και φιλοσοφώ.
ΡΩΜΙΑΚΙ: (στο ρωμιό) Σε ξέρει;
ΡΩΜΙΟΣ: Είναι πολύ ωραία θέση εδώ, είναι πέρασμα.
ΑΓΑΛΜΑ: Ωραία είναι, δε λέω, κουτσοί στραβοί από δώ περνάνε! Αλλά ώσπου να συνηθίσω, -εννοώ ως άγαλμα- χρειάστηκα γαϊδουρινή υπομονή.
ΡΩΜΙΟΣ: Σοβαρά; Εγώ πάλι νόμιζα ότι θα είναι πολύ ευχάριστο.
ΑΓΑΛΜΑ: Ξέρεις τι μπούρδες ακούω όλη μέρα, το τι γέλιο κάνω δε βάνει ο νους σας. (γελάει)
ΡΩΜΙΟΣ: Χα, χα, χα, το φαντάζομαι!
ΡΩΜΙΑΚΙ: (τραβάει πιο δυνατά το σακάκι τον ρωμιού) Καλέ, από πού σε ξέρει;
ΑΓΑΛΜΑ: Εκείνον τον Καραϊσκάκη τον κάνανε άγαλμα;
ΡΩΜΙΟΣ: Νομίζω...
ΑΓΑΛΜΑ: Θα τον κάνανε, δεν μπορεί, όλους θα μας κάνουνε, δε θα τη γλιτώσει κανένας μας.
ΡΩΜΙΑΚΙ: Τον κάνανε, εγώ το ’χω δει το άγαλμα.
ΑΓΑΛΜΑ: Εδώ κοντά είναι;
ΡΩΜΙΑΚΙ: Δε θυμάμαι.
ΑΓΑΛΜΑ: Ε και να μπορούσε νά ’ρθει εδώ πλάι ή να μπορούσα να πάω εγώ κοντά του, τι γέλιο θακάναμε! Άκου να δείς. Όσο ζούσαμε δεν μπορώ να πω ότι τα πηγαίναμε τέλεια. Όμως τέτοιον γενναίο και χωρατατζή δεν είχαμε δεύτερο. Όχι, δεν είχαμε. Κι αν ήμασταν τώρα παρέα εδωνά, κάτι μπορούσαμε να σκαρώσουμε.
ΡΩΜΙΑΚΙ: Να πάω να ψάξω να βρω πού είναι;
ΑΓΑΛΜΑ: Εσύ μου ’ξυσες την πλάτη πρωτύτερα;
ΡΩΜΙΑΚΙ: Να την ξαναξύσω;
ΑΛΜΑ: Όχι... για πήγαινε στάσου πιο κει κι άμα δεις να ρχεται κανένας μίλησέ μας!
ΡΩΜΙΑΚΙ: Όποιος και να ’ναι;
ΑΓΑΛΜΑ: Όποιος και να ’ναι ...(το ρωμιακι πάει, εκεί καί κρατάει τσίλιες• το άγαλμα λέει στο ρωμιό) Άκου δω τώρα εσύ που είσαι άντρας... Δεν τα πάτε καλά, καθόλου καλά...
ΡΩΜΙΟΣ: Το ξέρω!
ΑΓΑΛΜΑ: Θα το χάσετε το Σύνταγμα... θα σας το φάνε οι ίδιοι που σας το υπογράψανε...
ΡΩΜΙΟΣ: Όχι δα, στρατηγέ μου!
ΑΓΑΛΜΑ: Βρε, άκου που σου λέω. Γιατί λες πάψανε να γιορτάζουνε την 3η Σεπτεμβρίου! Το πάνε λάου λάου.
ΡΩΜΙΟΣ: Και τι λες να κάνουμε, καπετάνιο;
ΑΓΑΛΜΑ: Προς ώρας μού κάνεις εσύ μια μικρή χάρη;
ΡΩΜΙΟΣ: Όσες θέλεις!...
ΑΓΑΛΜΑ: Να μου κατεβάσεις το χέρι... Έχω πιαστεί έτσι που μου το παλούκωσε αυτός ο κερατάς.
ΡΩΜΙΟΣ: Ευχαρίστως! Μικρή, έλα δώ...! (ευχαριστημένος) Θα του κατεβάσουμε το χέρι!
ΡΩΜΙΑΚΙ: Κύριε στρατηγέ, συμφωνείτε που θέλει σας κατεβάσει το χέρι;
ΑΓΑΛΜΑ: Εγώ του το είπα...
ΡΩΜΙΑΚΙ: Άμα του το είπατε σεις εντάξει. Γιατί αυτός -εσείς δεν τον ξέρετε καλά- όλο πρωτοβουλίες είναι ώσπου να βρούμε κανέναν μπελά.
ΑΓΑΛΜΑ: Βρε Έλληνες, δυο είστε και διαφωνείτε;
ΡΩΜΙΟΣ: Πιάσε γερά το στρατηγό από τη μέση και βάστα κόντρα!
ΡΩΜΙΑΚΙ: (αγκαλιάζει το ΑΓΑΛΜΑ απ’ τη μέση) Καλά είν’ έτσι;
ΡΩΜΙΟΣ: Ωραία. Στρατηγέ, κατεβάζω!
 ΑΓΑΛΜΑ: Δώσ’ του! Κι άλλο! Κι άλλο... Έλα λίγο ακόμα... Δόξα σοι ο Θεός! κουνάει ευχαριστημένος το χέρι του σαν για να το ξεμουδιάσει)
 ΡΩΜΙΑΚΙ: Και το άλλο.
ΑΓΑΛΜΑ: Το ζερβό;
ΡΩΜΙΑΚΙ: Μια και αρχίσαμε... Τι ένα τι δύο!
ΡΩΜΙΟΣ: (στο ρωμιάκι) Ξαναπιάσε!
ΑΓΑΛΜΑ: Άντε μπράβο...
(Το ρωμιακι ξαναπιάνει, ο ΡΩΜΙΟΣ ετοιμάζεται να κινήσει το αριστερό χέρι.)
ΡΩΜΙΟΣ: Στρατηγέ, τραβάω!... 
ΑΓΑΛΜΑ: Τράβα και μη σε νοιάζει!... Πιο δυνατά!... Ακόμα... Ντιπ μου το ξέρανε ο κερατάς!... Τράβα!... Έτσι μπράβο. (κουνάει ευχαριστημένος και τα δυο χέρια) Τι ωραίο που είναι να χεις τα χέρια σου λυτά!
ΡΩΜΙΑΚΙ: Κύριε Κολοκοτρώνη, έτσι γελαστός είσαστε πάντα;
ΑΓΑΛΜΑ: Λίγο πολύ. Αλλά αφότου πέθανα το παράκανα... Και μάλιστα με τα περασμένα ξεραίνομαι στα γέλια!...
ΡΩΜΙΑΚΙ: Περνάτε ωραία δηλαδή;
ΑΓΑΛΜΑ: Άκου να δεις. Άλλοτε τα ζούσα, τώρα τα σκέφτομαι. Άμα τα ζεις πονάς, άμα τα σκέφτεσαι γελάς.
ΡΩΜΙΑΚΙ: Αυτός μου είπε ότι σας δικάσανε για προδοσία, αλήθεια είναι;
ΑΓΑΛΜΑ: Το κρύβουνε;...
PQMIAKI: Όχι... αλλά ως φαίνεται δεν το πολυλένε κιόλας! Και δε μου λέτε, γελούσατε και τότε;
ΑΓΑΛΜΑ: Λιγάκι...
PΩMIAKI: Εσείς όμως, κύριε Κολοκοτρώνη, άμα είπανε «εις θάνατο διά προδοσία», δε φαρμακωθήκατε;
ΆΓΑΛΜΑ: Όχι. Χαμογέλασα κι είπα «μνήσθητί μου, Κύριε»... Με το άλλο δε γέλασα... με κείνο φαρμακώθηκα.
ΡΩΜΙΑΚΙ: Με ποιο;
ΑΓΑΛΜΑ: Που μου δώσανε χάρη.
ΡΩΜΙΑΚΙ: Ευτυχώς!
ΡΩΜΙΑΚΙ: Κι ύστερα...
ΑΓΑΛΜΑ: Και που λες, ύστερα μου κάνανε κι ένα γλέντι στο παλάτι για να με τιμήσουνε... Με βάνει ο βασιλιάς να καθίσω πλάι του... σε μια στιγμή λέει του διερμηνέα να με ρωτήσει... «Ποια τιμή και ανταμοιβή θέλω κι ό,τι να ’ναι θα μου τις δώσει». Λες και θα τις έβγανε από τη δική του κασέλα... Κοιτάζω ένα γύρο το παλάτι... (χωρίς να το συνειδητοποιήσει ότι τα πόδια του έχουν ελευθερωθεί τα κινεί, κατεβαίνει απ’ το βάθρο και συνεχίζει την αφήγηση, ενώ ο ρωμιός και το ρωμιάκι βλέπουν πιο πολύ παρά ακούνε) Βλέπω την αλεπού το γραμματέα της Δικαιοσύνης που μου ’χε σκαρώσει την κατηγορία...Ήταν άσπρος σαν τον εγγλέζικο χασέ. Τον λυπήθηκα... Βλέπω τους εχτρούς μου του Βουλευτικού... Σφιγγόντανε σαν να πάθανε κόψιμο... Βλέπω τους Μπαβαρέζους μες στα λούσα τους... Ψευτοκάνανε τους ευχαριστημένους... Γυρίζω στο βασιλιά... Μύριζε κολώνιες... Λέω από μέσα μου «άι σιχτίρ»... Λέω με τη φωνή μου... Τι θέλω; Πες στα βιολιά να μου παίξουν ένα κλέφτικο, (ακούγεται χαμηλά ένα κλαρίνο σε κλέφτικο σκοπό) Άντε πηγαίνετε τώρα γιατί έχω να ετοιμαστώ γι’ αύριο.
ΡΩΜΙΟΣ: Αύριο; Τι θα γίνει αύριο;...
ΑΓΑΛΜΑ: Αύριο ξημερώνει πάλι 25 του Μάρτη... Θα ’ρθουνε με στεφάνια και τούμπανα... Εγώ θα ’μαι κει πάνω σαν άγαλμα... Και σαν έρθει η στιγμή να βγει μπροστά ο μαγκούφης που θα βγάλει το λόγο... «Στάσου!»... θα του πω... (Κάθε χρόνο το λόγο τον εβγάνατε εσείς!... Φέτος θα τον βγάλουμε μεις... Και πρώτα πρώτα εσύ, κύριε ρήτορα, της ημέρας... Ελόγου σου δεν είσαι που ’ριξες φυλακή το Νικηταρά;... Κρύψε τα χαρτιά σου!... Για ακούτε, βρε τωρινοί 'Ελληνες... Άμα σας φέρνουνε για παράδειγμα εμάς τους πεθαμένους, μάθετε να ξεχωρίζετε με ποια πονηριά σάς το λένε... Κι άμα σας λένε για την ελευθερία που πολεμήσαμε, να τη βλέπετε πρώτα αν έχει τέσσερα μάτια. Δυο μάτια για να βλέπει τον Τούρκο και δυο πίσω, να βλέπει εκείνον που θέλει να φύγει ο Τούρκος για να γινεί αφέντης ατός του! Προσέχετε, Έλληνες κι αν θέτε στα  αλήθεια να τιμήσετε εμάς τους παλιούς, μη μας τηράτε πλέον. Κάμετε το δικό σας δρόμο, πάτε μπροστά και λησμονήστε μας! Εμάς το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε και δε μοιάζει με το δικό σας. Μη σας λένε πως εμείς, αγράμματοι, μ ένα ξεροκόμματο και με την πίστη στο Χριστο κάναμε θάματα!... Πού σαι, ορέ Καραϊσκάκη. να τα πεις καλύτερα!...
«Εμείς επολεμήσαμε για να ’χετε σεις τα γράμματα και το ψωμί που δεν είχαμε και να μη χρειάζεστε θάματα για να ζήσετε ζωή ανθρωπινή... Έι, Παπαφλέσσα, σήκω κι έλα βοήθα. Αφήστε το δικό μας αγώνα και κοιτάτε το δικό σας... Πού είναι η 3η του Σεπτέμβρη;... Πού είναι το Σύνταγμά σας;... Ο Σεπτέμβρης είναι παιδί του Μάρτη κι εσείς παιδιά δικά μας.
Οι πεθαμένοι με τα πεθαμένα κι οι ζωντανοί με τα ζωντανά... Εμείς τι άλλο να θέμε;... Πού είσαι, Καρα'ί'σκο!... Φλέσσα!... Αντρούτσο... Έμπα μπροστά, γερο-Πλαπούτα... Άι μπράβο... παίξτε μας ένα τσάμικο...»
(Το κλαρίνο δυναμώνει και χορεύει για λίγο μοναχικά στο φως που χαμηλώνει.)

ΤΕΛΟΣ


Αποτέλεσμα εικόνας για ιακωβος καμπανελλης

Ιάκωβος Καμπανέλλης (2 Δεκεμβρίου 1921 - 29 Μαρτίου 2011)

Edouard Vuillard - Τhe Window