Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Βαφόπουλος Γ.Θ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Βαφόπουλος Γ.Θ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 12 Αυγούστου 2025

Γ.Θ. Βαφόπουλος - Τα χάρτια


Πέρασαν τα μεσάνυχτα κ’ η νύχτα μένει λίγη

Κανείς δεν έχει φύγει

Καπνίζει η λάμπα κ’ η παρέα στο απέναντι τραπέζι

Ακόμα παίζει, παίζει…


Τ’ άδεια ποτήρια του κρασιού προσμένουν ξεχασμένα

Δύο χείλη φλογισμένα

Ποιος μέτρησε της ηδονής του ωραίου κρασιού το βάθος

Με των χαρτιών το πάθος;


«Άτιμη τύχη, ανάθεμα!» κάποιος στην άκρη βρίζει

Κ’ η λάμπα όλο καπνίζει

Έφεξε η μέρα, μα η παρέα στο απέναντι τραπέζι

Ακόμα παίζει, παίζει...

Πέμπτη 17 Ιουλίου 2025

Γ. Θ. Βαφόπουλος - Το πηγάδι


Όταν σκύβω σε τούτο το άνοιγμα
του σκοτεινού πηγαδιού,
διαπιστώνω περίτρομος
της ύπαρξής μου το δίχασμα.
Όταν με δέος αποστρέφω το πρόσωπο,
ξεμακραίνοντας απο το κρίσιμο χάσμα,
ψαύω με το ένα μου χέρι
τον μισόν εαυτό μου μονάχα.
Ξαναγυρνώ κ' η φωνή μου μισή
κατρακυλά στο πηγάδι
κ' ενσωματώνεται
με την άλλη μισή μου φωνή
σε λόγον ακέραιο.
Όμως
στον πυθμένα επιπλέει,
σ' αμετάκλητο δίχασμα,
η μιά μονάχα φιγούρα
του χωρισμένου προσώπου μου.
Ώς πότε θα γέρνω
το διχασμένο μου σώμα
στου πηγαδιού το κρηπίδωμα;
Ως πότε θ' απλώνω το χέρι βαθιά
το άλλο μου χέρι ν ' αδράξω;
Έπρεπε τάχα να φτάσω
στο χείλος αυτού του βαθιού πηγαδιού,
για ν' αρκεί μ' ένα πήδημα
να εκπορθήσω
το μυστικό της ενότητας νόημα;
Όμως μπορώ
ν' αποτολμήσω το εγχείρημα;
Ιδού το πήδημα.
Ιδού κ' η ενότητα.

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ (20ός αιώνας)
Κώστας Γ. Παπαγεωργίου
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2024

Γ. Θ. Βαφόπουλος - Τα χαρτιά


Περάσαν τα μεσάνυχτα κ' η νύχτα μένει λίγη

Κανείς δεν έχει φύγει

Καπνίζει η λάμπα κ' η παρέα στο αντικρυνο τραπέζι

Ακόμα παίζει, παίζει...


Τ' άδεια ποτηριά του κρασιού προσμένουν ξεχασμένα

Δυο χείλη φλογισμένα

Ποιος μέτρησε της ηδονής του ωραίου κρασιού το βάθος

Με των χαρτιών το πάθος;


«Άτιμη τύχη, ανάθεμα!» κάποιος στην άκρια βρίζει

Κ' η λάμπα όλο καπνίζει

Έφεξε η μέρα, μα η παρέα στο αντικρινό τραπέζι

Ακόμα παίζει, παίζει...

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2024

Γ. Θ. Βαφόπουλος - Το ανέβασμα


Από το ύψος που σ’ έχει ανεβάσει

της λευτεριάς η λαχτάρα,

μου έχεις ριγμένη

την ανεμόσκαλα τούτη.

Κι έτσι καθώς αναβαίνω

σκαλί το σκαλί,

στου γλαυκού σου υπακούοντας

του βλέμματός σου το κάλεσμα,

δίχως ίλιγγο, δίχως πόνο, δίχως λύπη,

σ’ ατενίζω με γαλήνη κατάματα,

τραγουδώντας το δικό σου τραγούδι:

το αιώνιο τραγούδι της αγάπης,

το αιώνιο τραγούδι του θανάτου.

Πηγή: Η Προσφορά και τα Αναστάσιμα (1948)

Αναδημοσίευση από: https://thepoetsiloved.wordpress.com/category/%CE%B2%CE%AF%CE%BA%CF%85-%CF%80%CE%B1%CF%80%CE%B1%CF%80%CF%81%CE%BF%CE%B4%CF%81%CF%8C%CE%BC%CE%BF%CF%85/%CE%B7-%CE%B1%CE%BD%CE%B8%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1-%CE%BC%CE%BF%CF%85-%CE%BF%CE%B9-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%B7%CF%84%CE%AD%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B8%CE%B5%CF%83%CF%83%CE%B1%CE%BB%CE%BF/%CE%B2%CE%B1%CF%86%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%BF%CF%82/page/2/

Τετάρτη 21 Ιουνίου 2023

Γ. Θ. Βαφόπουλος - Υστερόγραφο δεύτερο


Ξέχασα κάτι να σας πω και για τις λέξεις.
Έτσι καθώς απερίσκεπτα παίζουμε μαζί τους,
είναι σάμπως ν’ ανακατεύουμε μια τράπουλα.
Η Ποίηση δεν οικοδομείται μοναχά με λέξεις.
Ούτε κι οι πύργοι στήνονται με τραπουλόχαρτα.
Αντί λοιπόν να ψήνουμε ομελέτες με τις λέξεις,
θα ’ταν σοφότερο να τις ταξιθετούσαμε
σα φαντάρους κατ’ αυστηρή αλφαβητική σειρά.
Επί τέλους, κάποτε και τα λεξικά χρειάζονται,
τιμητές λεκτικών τεράτων που ατακτούνε.
Φυσικά, θα μας πούνε και «ξεπερασμένους»,
αν κάτι λέγαμε και για συντακτικό ή γραμματική,
γι’ αυτά τα σκωληκόβρωτα έντυπα του παρελθόντος.
Ας μένουν ξεχασμένα στη μαθητική μας σάκα,
άχρηστες βακτηρίες του παραπαίοντος Λόγου.

Αύγουστος 1987
Πηγή: Γ. Θ. Βαφόπουλος, Άπαντα τα ποιητικά, Θεσσαλονίκη, εκδ. παρατηρητής, 1990.

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2022

Γ.Θ. Βαφόπουλος - Από τα νέα σατιρικά γυμνάσματα



11

Τώρα όλα στην Ελλάδα έχουν αλλάξει.
Οι ξενοκίνητοι έλειψαν προδότες.
Τα παλιά ρούβλια εγίνηκαν στην πράξη
δολάρια, για τους γνήσιους πατριώτες.

Κι ας σχίζονται, μες στο Πολυτεχνείο,
οι αλήτες, δήθεν για Δημοκρατία,
ενώ συνωμοτούν στο καφενείο,
για να φέρουν μια νέα Λαοκρατία.

Της «Νέας Ελλήνων Τάξεως» παίδες ίτε,
με το στιλέτο πάντα γρηγορείτε.

33

Παιδιά του Μετσοβίου Πολυτεχνείου,
της λευτεριάς ανοίξατε τη στράτα.
Είστε ο Ιερός Λόχος του Δραγατσανίου,
που ’χε κι εκείνος τα δικά σας νιάτα.

Σας φέρνουν οι δειλοί άνθινα στεφάνια
και κροκοδείλια τώρα χύνουν δάκρυα
εκείνοι, που προσμέναν στην αφάνεια
«ευκαιρίες», ζαρωμένοι σε μιαν άκρια.

Των μεγάλων τα όπλα η υποκρισία.
Το δικό σας προνόμιον η θυσία.


Πηγή:"Τα Νέα Σατιρικά Γυμνάσματα",1975

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2022

Γ.Θ. Βαφόπουλος - Δύση στο Θερμαϊκό


Τον ήλιο δες, Λυδία, πώς γέρνει ανάμεσα
στων καταρτιών το δάσος, π' αργοτρέμοντας,
τις άπειρες κορφές σαλεύει μ' έκσταση
στο θαύμα μπρος, που φλέγεται, της δύσης.
'Α, πόσο είναι μεθυστικό το λίκνισμα
των καραβιών που απλώνουνε στη θάλασσα
το ρίγος των μακρών σκιών που πάλλονται
σαν κόμη εξαίσια, οι αύρες π' ανεμίζουν.
Τον κύκλο δες, Λυδία, π' αστράφτει πύρινος,
στων καταρτιών μπλεγμένος στο κυμάτισμα,
σαν πορφυρή καρδιά πελώριου γίγαντος,
που ένας μεγάλος πόθος τη φλογίζει.

Τα ρόδα της Μυρτάλης, 1931

Άπαντα τα ποιητικά, Παρατηρητής 1990.

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2022

Γ.Θ. Βαφόπουλος - Τα πορτραίτα


Απ'το εργαστήρι μου στείλαν και φέτος,
ιστορημένο με χρώματα,
του εαυτού μου
το τελευταίον ομοίωμα.

Όμορφο τω όντι πορτραίτο.
Ύφος που δείχνει κατάκτηση
ένα βήμα σταθερά προς το θάνατο.

Τώρα χρειάζεται
να το κρεμάσω και τούτο
δίπλα στ'άλλα πορτραίτα.
Δίπλα
στα πρωτινά μου ομοιώματα.

Στον τοίχον αυτόν όπως είναι,
στην ίδια σειρά κρεμασμένα,
πόσο μοιάζουνε το ένα με το άλλο.
Όπως μοιάζει ένα φύλλο με φύλλο,
όπως μοιάζει ένα μάτι με μάτι.

Όμως αν η σειρά τους δενόταν σε κύκλο
και σμίγαν το πρώτο με το τελευταίο,
μεταξύ τους θα μοιάζαν λιγότερο
απ'όσο το λίκνο
με το φέρετρο.

Προσπαθώ να μετρήσω και πάλι
τα πορτραίτα μου,
όπως την κάθε χρονιά.

Αλλά τάχα τι νόημα
μπορεί να'χει το μέτρημα;
Θα'ναι ακριβώς όσα πέρσι συν ένα.

Μάλλον πρέπει
τα γυμνά να μετρήσω καρφιά,
που στην ίδια σειρά περιμένουν
το αμετάκλητο κρέμασμα
των μελλούμενων
ομοιωμάτων μου.

Όμως και τούτο το μέτρημα
δε βλέπω να'χει
νόημα κανένα.

Σιδερένια κλειδιά του θανάτου,
Σφίγγες,
με μειδίαμα μετάλλινο.

Με τα δάχτυλα παίζω σαν άρπα
πάνω σε τούτες
τις σκληρές σιδερένιες χορδές.
Παίζω,
προσπαθώντας να βρω
σε ποιο τάχα καρφί
θα σταματήσει το κρέμασμα.
Σε ποιον αναρτήρα
θα κρεμαστεί
το δίχως συνέχεια πορτραίτο.

Πηγή: Το δάπεδο και άλλα ποιήματα (1949-1951)

Γ.Θ. Βαφόπουλος - Τρία Ποιήματα


ΘΕΙΑ ΤΙΜΩΡΙΑ
Εσείς, που ανόητα απλώνετε τα δάχτυλά σας στην ιερή
τη λύρα, ανάξιοι στιχουργοί, πιο αναίσθητοι απ’ την πέτρα,
δε θα το νιώσετε ποτές, του Φοίβου η τιμωρία σκληρή
πως κρύβεται για σας στην εκδικήτρα του φαρέτρα;
Το πνεύμα αστόχαστα του αρχαίου θεού εξοργίζετε, μωροί!
Για έπαθλον άξιο θα ’χετε την περιφρόνηση όλοι.
Εδώ, που αντήχησαν της αρμονίας οι μουσικοί χοροί,
εκπορνευτές του ιδανικού, βάρβαρη έχετε σκόλη.
Τα ρόδα της Μυρτάλης (1931)
Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Πολιτεία βυθισμένη στη νύχτα.
Κοιμητήρι μ' επάλληλους
πολυόροφους τάφους νεκρών,
που ροχαλίζουν.
Πόσοι τάχα μπορούν ν' ακούσουν,
στο βαρύ τους ροχάλισμα,
της περιπόλου τα βήματα;
Εφτά στρατιώτες περνούνε.
Εφτά στρατιώτες σημαίνουν
τις καρδιές των νεκρών,
που δεν έχουν ακόμα πεθάνει.
Ο πρώτος είμαι εγώ.
Ο δεύτερος πάλιν εγώ.
Το ίδιο κι' ο τρίτος κι' ο τέταρτος.
Κι' ο πέμπτος κι' ο έκτος κι' ο έβδομος.
Με δεκατέσσαρα πόδια βαδίζω,
με δεκατέσσαρα χέρια κρατώ
τα εφτά τουφέκια,
που μπορούν να ραγίσουν
των κοιμισμένων το τύμπανο.
Ένας σ' εφτά θώρακες μέσα.
Ένας μ' εφτά ζώνες ζωσμένος.
Περιφέρομαι τούτη τη νύχτα,
σαν πολύποδο έντομο,
πάνω στο ιδρωμένο πρόσωπο
της Πολιτείας, που ροχαλίζει.
Περιφέρομαι,
γαργαλώντας τη στο ρουθούνι,
γαργαλώντας
την κοιμισμένη της συνείδηση.
Το δάπεδο και άλλα ποιήματα (1951)
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
[Από την ενότητα Υστερόγραφα (1985-1988)]
Ξέχασα κάτι να σας πω και για τις λέξεις.
Έτσι καθώς απερίσκεπτα παίζουμε μαζί τους,
είναι σάμπως ν' ανακατεύουμε μια τράπουλα.
Η Ποίηση δεν οικοδομείται μοναχά με λέξεις.
Ούτε κ' οι πύργοι στήνονται με τραπουλόχαρτα.
Αντί λοιπόν να ψήνουμε ομελέτες με τις λέξεις,
θάταν σοφότερο να τις ταξιθετούσαμε
σα φαντάρους κατ' αυστηρή αλφαβητική σειρά.
Επί τέλους, κάποτε και τα λεξικά χρειάζονται,
τιμητές λεκτικών τεράτων που ατακτούνε.
Φυσικά, θα μας πούνε και «ξεπερασμένους»,
αν κάτι λέγαμε και για συντακτικό ή γραμματική,
γι' αυτά τα σκωληκόβρωτα έντυπα του παρελθόντος.
Ας μένουν ξεχασμένα στη μαθητική μας σάκα,
άχρηστες βακτηρίες του παραπαίοντος Λόγου.
Αύγουστος 1987
Από τη συγκεντρωτική έκδοση Άπαντα τα ποιητικά (1990)

Πηγή: https://www.facebook.com/andreas.s.karakokkinos/posts/pfbid02qRMR8oWdz94V3BtBjz6vyVZmNezcn8KbRoq2Y44Nbn3E6VGkdVwHRRQG81pExD4Fl

Τρίτη 15 Μαρτίου 2022

Γ. Θ. Βαφόπουλος, Πολυκατοικία



«Πολιτεία βυθισμένη στη νύχτα. Κοιμητήρι
μ’ αλλεπάλληλους πολυώροφους τάφους
νεκρών, που ροχαλίζουν.»

Η Πολιτεία, «Το δάπεδο»

Στην πολυκατοικία μας τούτη, οι δικοί μας νεκροί
δε ροχαλίζουν μονάχα. Έχουν το προνόμιο
ν’ ανασταίνονται, ν’ αγαπούν και να πεθαίνουν πάλι.

Το βράδυ ανεβαίνουν με το ασανσέρ, όπως οι δίκαιοι
ανέρχονται, για να κριθούν ενώπιον του Κυρίου.
Και το πρωί κατεβαίνουν και πηγαίνουν να καούν
στο κρεματόριο του καζανιού της κεντρικής θερμάνσεως.

Να γιατί η πολυκατοικία μας βαριά μυρίζει:
Είναι η αποφορά από το μαγειρείο
του καθημερινού θανάτου. Όχι του άλλου.
Εκείνος αναδίνει εξαίσιον άρωμα.

Από τη συλλογή Η μεγάλη νύχτα και το παράθυρο (1959)
[Ενότητα Η μεγάλη νύχτα και το παράθυρο]
Πηγή: Γ. Θ. Βαφόπουλος, Άπαντα τα ποιητικά (Θεσσαλονίκη, εκδ. παρατηρητής, 1990)

Αναδημοσίευση από:
https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=6786.30

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2022

Γ.Θ. Βαφόπουλος-Άουσβιτς. Ελεγείο σε μια ξανθή κοτσίδα

Λεν πώς τους πύργους της Σκωτίας τη νύχτα
τα φαντάσματα των παλιών καιρών πλανιούνται.
Όμως τώρα, καθώς με ανταριασμένο πνεύμα,
στο στρατόπεδο αυτό της φρίκης περιφέρομαι,
αντιλαμβάνομαι πως στους δικούς μας τους καιρούς
τα φαντάσματα περπατούνε και τη μέρα.
Μικρή Ραχήλ, αν το δικό σου φάντασμα
δεν μπορεί να το ιδεί κανείς απʼ όλους τούτους
τους αργόσχολους γυρολόγους, που γεμίζουν
με την ανία τους τα μουσεία του κόσμου,
εγώ, μονάχα εγώ έχω το βαρύ προνόμιο,
βυθισμένος στην έκστασή μου, νʼ αντικρύζω
την οπτασία σου, στην απαίσια αυτή βιτρίνα,
όπου μαζί στοιβάζονται πόνος και φρίκη.
Γιατί μονάχα εγώ, σʼ ευφρόσυνες παλιές ημέρες,
που τώρα ανάμνηση πικρή έχουν γίνει μέσα μου,
τη θέρμη της θωπείας μου είχα μεταγγίσει
πάνω στην πλούσια χρυσαφένια κόμη σου.
Μικρή Ραχήλ, να ʽναι άραγε τα μάτια μου,
που δεν μπορούν να ιδούνε τα δικά σου μάτια,
έτσι καθώς σʼ αχλύν οδύνης κολυμπούνε;
Αλλά τότε, πώς βλέπουν τα ίδια τούτα μάτια,
μέσʼ απʼ την ίδια αχλύ, στην ίδια αυτή βιτρίνα,
τη χρυσαφένια κόμη σου, απλωμένη επάνω
σε φριχτούς σωρούς άλλων γυναικείων βοστρύχων;
Αλίμονο, πρέπει να το δεχθώ: Τα μάτια σου
εξατμισθήκαν στου κρεματορίου τη φλόγα.
Σμίξαν με τους ατμούς άλλων πολλών ματιών,
που είχαν κάποτε πλανηθεί μες στʼ όνειρο.
Δύναμη μυστική με σπρώχνει τώρα να συντρίψω
το κρυστάλλινο φράγμα, μπρός σʼ αυτό το ανίδεο πλήθος,
που να βλέπει μπορεί μονάχα γυναικών βοστρύχους,
δίχως την άλλη καν να υποψιάζεται ύπαρξή τους.
Μα εγώ, που αισθάνομαι έντονα την παρουσία σου,
όχι πια με τη λάμψη των αλλοτινών ματιών σου,
αλλά με το φωσφορισμό της οπτασίας σου μόνο,
την ξανθή σου κοτσίδα θέλω νʼ ανασύρω
μέσα από τούτο το φριχτό μακάβριο στοίβαγμα,
για να μην ξαναβάλω, με την ίδια θέρμη,
μικρή Ραχήλ, στο κουρεμένο σου κεφάλι.
Αλλά οι στριγγές φωνές του πλήθους, που δε βλέπει
παρά μονάχα αυτό στα μάτια του που φαίνεται,
την οπτασία σου αρπάξαν απʼ τη έκστασή μου.
Κι άφησαν στη βιτρίνα την ξανθή κοτσίδα σου
να διαλαλεί, με τη δική της τώρα γλώσσα,
πόσο μεγάλος είναι ο πόνος των ανθρώπων,
πόσο είναι ανίερο το άγος της γενοκτονίας.
Τώρα στοχάζομαι πως πάντοτε δεν είναι
ακάνθινος ο στέφανος του μαρτυρίου.
Μπορεί και με ξανθές κοτσίδες να πλεχθεί
απʼ τις μικρές Ραχήλ όλου του κόσμου.


(Οκτώβριος 1978)

Οι προγραμματισμένοι στο χαμό: ποιήματα Θεσσαλονικέων ποιητών για την καταστροφή των Εβραίων της Θεσσαλονίκης: επιλογή,Επιμέλεια: Ντίνος Χριστιανόπουλος, Εκδ. Διαγωνίου 1990.

Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2021

Γ. Θ. Βαφόπουλος-Γεύση θανάτου



Να μελετάς το θάνατο μες στα βιβλία,
είναι μια άσκηση σπουδής σε σεμινάριο.
Να μετράς τα χτυπήματά του στους κροτάφους των ανθρώπων,
άλλο δεν κάνεις παρά μια πράξη αριθμητικής.

Ο θάνατος δεν υπάρχει μήτε στους πολέμους,
μήτε στο δηλητήριο, μήτε στα στιλέτα.
Μήτε στους βραδινούς θαλάμους των νοσοκομείων.
Υπάρχει μες στην αναμμένη θρυαλλίδα,
που στα δικά σου μονάχα μυστικά κανάλια,
μ’ αργό βήμα προχωρεί, απ’ την πρώτη εκείνη μέρα.

Αν να αισθανθείς μπορέσεις τούτο το περπάτημα,
θα ’χεις τη χάρη της μόνης γεύσης του θανάτου.
Αλλά την έκρηξη δε θα την αισθανθείς.
Γιατί θα ’βλεπες τότε, αυτό που λένε θάνατο
να φορεί το δικό σου πρόσωπο στο πρόσωπό του.

Από τη συλλογή Επιθανάτια και σάτιρες (1966)

Πηγή: Γ. Θ. Βαφόπουλος, Άπαντα τα ποιητικά, Ενότητα: Επιθανάτια (Θεσσαλονίκη, εκδ. παρατηρητής, 1990).

Αναδημοσίευση από: https://www.translatum.gr/forum/index.php/topic,6786.msg111172.html#msg111172

Σάββατο 21 Αυγούστου 2021

Γ. Θ. Βαφόπουλος- "Στον ίδιο ρυθμό"

 





3

Σε περιμένω ακόμα κι’ ας το ξέρω πως δε θάρθεις.

Την ώρα αυτή, από μια παλιά συνήθεια, πάντα σκύβω,
φυλλομετρώντας άσκοπα κάνα τυχαίο βιβλίο.

Μα ενώ καλά το ξέρω πως δε θα ξανάρθεις πίσω,
μου αρέσει στον εαυτό μου να υποβάλλω την ιδέα,
πως, κινημένη απ’ την παλιά συνήθεια, θάρθεις πάλι.

Με την ελπίδα της αναμονής στο παραθύρι
σιμώνω κ’ εξετάζω τους διαβάτες που περνούνε.

Μα εσύ το ξέρω πως δε θα φανείς ξανά στο δρόμο.




7

Ήσυχα, απλά χωρίσαμε μιαν ήρεμη απλή νύχτα.

Τ’ ωχρό λειψό φεγγάρι απάνω από την κεφαλή σου
άπλωνε λάμψη εκστατική, του εξαγνισμού στεφάνι.

Όμως γυναίκα αγέρωχη, της αμαρτίας η φλόγα
πράσινη λάμψη ανάδινε απ’ την κόρη των ματιών σου
κι’ ο σαρκασμός σερνότανε λευκός στα ωχρά σου χείλη.

Στο σκοτεινό πλακόστρωτο τα βήματά σου ηχήσαν,
χωρίς μια τύψη μαύρη στην ψυχή σου να ξυπνήσουν.

Έτσι στερνά χωρίσαμε μιαν ήρεμη απλή νύχτα.




8

Μια νύχτα αγρύπνιας πέρασα, πλάι στα θλιμμένα ρόδα.

Η ανάμνησή σου, που άλλοτε τόσο γλυκειά μού εστάθη,
βάραινε εντός μου σαν το μύρο των θλιμμένων ρόδων.

Ήχοι σβησμένοι εφτάνανε απ’ της πολιτείας το βάθος
και, σαν τοξότες μυθικοί, βέλη βουερά τοξεύαν,
να διώξουν την ανάμνηση, που πλάι μου φτερουγούσε.

Τα ρόδα εσκύβανε χλωμά, σε λήθαργο υπνωσμένα,
μα η ανάμνησή σου επίμονα μεθούσε απ’ τ’ άρωμά τους.

Μια νύχτα σκοτεινή νοσταλγικά σ’ αναπολούσα.




10

Τη μουσική φωνή της πια δε θα την ξανακούσω.

Το ευγενικό χαμόγελο, σα φύλλο που ριγούσε
πάνω στα χείλη της, δε θα δονήσει την ψυχή μου.

Όμως μια ελπίδα αστόχαστη με βασανίζει πάντα,
στ’ όνειρο μιας αναμονής μάταιης λικνίζοντάς με,
πως θα ξυπνήσουν την ηχώ πάλι τα βήματά της.

Κι’ ακόμα σα να αισθάνομαι, στου ονείρου μου το βύθος,
τ’ άυλα της δάχτυλα απαλά να εγγίζουν την ψυχή μου.

Μα ένα όνειρο απατηλό πόσο μπορεί να ζήσει;


11

Στη μοναξιά μου πάντοτε θυμούμαι εσέ, Μυρτάλη.

Εψές, που με βαρειά καρδιά έφυγα απ’ το καφενείο,
και βρέθηκα ολομόναχος, θυμήθηκα εσέ πάλι.

Γιατί, γιατί στο πέρασμα του χρόνου όλα ν’ αλλάζουν,
να φεύγουν τα γεράματα και νάρχονται τα νιάτα,
κι’ ο μέγας κύκλος της ζωής να μένει πάντα ο ίδιος;

Σ’ αναλογίζομαι και κλαίω τους έρωτες, Μυρτάλη,
που πέθαναν κι’ αυτούς που ζουν κ’ εκειούς που θάρθουν αύριο.

Μυρτάλη, ο κύκλος της ζωής είναι ο ίδιος πάντα, ο ίδιος.



Τα ρόδα της Μυρτάλης» (1931) (ενότητα: «Στον ίδιο ρυθμό»)
Πηγή: «Γ. Θ. Βαφόπουλος , Άπαντα τα ποιητικά, εκδ. Παρατηρητής 1990.
Το πορτραίτο του ποιητή φιλοτέχνησε ο Πολύκλειτος Ρέγκος

Πηγή: https://ppirinas.blogspot.com/2016/04/blog-post_19.html

Πέμπτη 8 Ιουλίου 2021

Γ.Θ. Βαφόπουλος-Η ζυγαριά


Στη μια πλάστιγγα βάλε τον ήλιο˙
βάλε τη θάλασσα˙βάλε το τραγούδι.
Στοίβαξε όλα τα νησιά του Αιγαίου,
με τα κοχύλια των ευτυχισμένων ποιητών.
Τι άλλο μένει; Ο έρωτας. Βάλε, λοιπόν,
στην κορφή, πάνω απ’ όλα, και τον έρωτα.

Όμως η πυραμίδα τούτη της χαράς
κατακόρυφα θα μπορούσε να υψωθεί,
αν στην άλλη πλάστιγγα ακουμπούσαν
ένα μικρό αντικείμενο νοσοκομείου.

Η μεγάλη νύχτα και το παράθυρο, 1959 στο: Άπαντα τα ποιητικά, 1990.

Δευτέρα 12 Απριλίου 2021

Γιώργος Βαφόπουλος-Αξιοπρέπεια


Πονείς; Στον όχλο ανάξιο είναι τον πόνο σου, ποιητή, να λες.
Στην αγορά το ανθρώπινο κοπάδι όταν ουρλιάζει,
κι ακούς μύριες στριγκές φωνές από βαρβαρικές φυλές,
σκύψε βαθιά στον πόνο σου, ποιητή, που σε σπαράζει.
Τον όχλο η τύφλα και της κτηνωδίας το πάθος οδηγεί.
Αλύγιστος, σαν περιφρόνηση χάλκινη, πέρνα.
Των ταπεινών ο χλευασμός του τραγουδιού σου είναι πηγή,
που γάργαρη αναβρύζει από του πόνου σου τη στέρνα.
Από τη συλλογή «Τα ρόδα της Μυρτάλης» του Γιώργου Βαφόπουλου (1931)

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

Γιώργος Βαφόπουλος, "Απόφαση"

Ό,τι είχανε να πούνε το είπανε.

Δεν είχαν άλλο τίποτε να πούνε.

Καθένας όμως μ' επιμέλειαν έκρυψε

κάποιες σκηνές και κάποια γεγονότα,

που ίσως να ματαιώναν την απόφαση.


Εδώσανε τα χέρια τους μ' αδιαφορία

– έτσι τουλάχιστο η όψη τους το έδειχνε –

και χωριστήκανε. Όμως καταβαίνοντας

τη σκάλα Εκείνη δάκρυσε άθελα,

κ' Εκείνος, μόνος πια σαν έμεινε,

ανάλυσε τον πόνο που έκρυβε

σ' ωραία δακρύων μαργαριτάρια.


______

Τα ρόδα της Μυρτάλης (1931)

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2019

Γ. Θ. Βαφόπουλος, Ο σκαντζόχοιρος




Σ’ είχα ξεχάσει, μικρό περίφοβο πλάσμα,
όταν μέσα στη μόνωση και στη σιωπή μου,
του σκύλου την αδελφοσύνη επικαλούμουν
κι ενέδιδα στην παρουσία της Έλεν Κέλλερ.

Η αγάπη κι ο φόβος γεννήθηκαν την ίδιαν ώρα.
Κι ενώ τούτη εντός σου ολόκληρο σε περιτρέχει,
καθώς ποτάμι, σε κανάλια που μοιράζεται,
εκείνος, το καταφύγιό της ασφαλίζοντας,
έκτισε πάνω σου κάστρο: Πλήθος λογχοφόροι
αγρυπνούνε στις βίγλες και παραμονεύουν.

Στο φράχτη αυτόν ακουμπισμένος, σε χαϊδεύω,
μικρό, ανυποψίαστο σκεύος της αγάπης.
Όμως δε μ’ αισθάνεσαι. Με νοείς μονάχα.
Ή, μάλλον, την ασφάλειά σου νοείς. Για τούτο
οι λογχοφόροι σου κοιμήθηκαν στις βίγλες τους.

Να μπω μέσα σου η μόνωση με βοηθεί,
δίχως να το αισθανθείς, για να δεχθώ του φόβου
το μέγα δίδαγμα: Να σώσω την αγάπη μου.

Αδελφέ μου, πόσες φορές μου δάνεισες
την πανοπλία σου τούτη∙ πόσες φορές
οι λόγχες σου στο πετσί μου πάνω φύτρωσαν,
όταν ο φόβος πια μέσα μου τρομαγμένος
την προστασία ζητούσε της αγάπης.

Από τη συλλογή Η μεγάλη νύχτα και το παράθυρο (1959) [Ενότητα Η μεγάλη νύχτα και το παράθυρο] του Γιώργου Βαφόπουλου.

Πηγή: Γ. Θ. Βαφόπουλος, Άπαντα τα ποιητικά (Θεσσαλονίκη, εκδ. παρατηρητής, 1990)

Αναδημοσίευση από:https://thepoetsiloved.wordpress.com/2017/10/14/george-vafopoulos-o-skantzohoiros-%CE%B3-%CE%B8-%CE%B2%CE%B1%CF%86%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82-%CE%BF-%CF%83%CE%BA%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B6%CF%8C%CF%87%CE%BF%CE%B9%CF%81%CE%BF%CF%82/

Γιώργος Βαφόπουλος-Εν αρχή η ενδόμυχος Πρόθεση

Εν αρχή η ενδόμυχος Πρόθεση
ήτανε να ΄μαι μονάχος.
Του εαυτού μου περίβλεπτο ομοίωμα,
Αλλά η απ΄αρχής προϋπάρχουσα
μυστική των εγκάτων Φωνή
στην πολλαπλή της αντήχηση
την αφανή μου υπαινίχθηκε
παρουσία των Άλλων.


Γιώργος Βαφόπουλος "Προσφορά", 1948.

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2019

Γιώργος Βαφόπουλος -Ο μεγάλος κώνος

Ας δεχθούμε πως η δομή του κόσμου
είν’ ένας κώνος, που απ’ τη βάση ώς την κορφή του
διατρέχεται από μια γραμμή σπειροειδή.

Ο άνθρωπος του οιδιπόδειου αινίγματος
ξεκινά την αυγή, πάνω στ’ αχνάρια της γραμμής,
με τα τέσσερα πόδια. Στα μισά του δρόμου
στυλώνεται στα δυο του, για να ιδεί κατάματα
τον ήλιο του λαμπρού μεσημεριού.
Και το βράδυ φθάνει στην κορφή του κώνου,
σέρνοντας τώρα το τρίτο του ποδάρι,
έτοιμος ν’ αντικρίσει τη μεγάλη δύση.

Αλλ’ έμεινε ατελής του αινίγματος η λύση.
Παραλείφθηκε η εκδοχή της τελευταίας
οριζοντιώσεως. Κι ακόμα η αλληγορία
του λίκνου και του φέρετρου, που ήσαν δεμένα
στις δυο άκρες της σπειροειδούς γραμμής του κώνου.

Ο κόσμος θα μπορούσε να ’ναι κι ένας κύβος,
σαν εκείνον του Καίσαρος, που «ερρίφθη» στο Ρουβίκωνα.
Κι ακόμα θα μπορούσε να ’ναι κι ένας κύκλος,
όμοιος με το αλώνι του Διγενή Ακρίτα.

Το σχήμα του στερνά ο καθείς ανακαλύπτει,
κατά τον κόσμο που στη φύση του ταιριάζει.

Είναι άνθρωποι τετράγωνοι, ίσιοι ή τεθλασμένοι,
που βολεύονται μέσα στο περίγραμμά τους.
Κι είναι άλλοι πρηνείς και πεπλατυσμένοι,
που αρκούνται «μετριοφρόνως» σε μια τάβλα.

Όμως, εγώ επιμένω στου μεγάλου κώνου
το πολυσήμαντο σχήμα, όπου σ’ έναν κύκλο
αλλεπαλλήλων ενιαυτών, τα βήματά μου
οδηγηθήκαν με περίσκεψη προς την κορφή του,
ανάμεσ’ απ’ άνθη, πέτρες και σκιές θανάτου.

Στέκομαι τώρα στο στερνό σκαλί της σπείρας
κι αναμετρώ τα στάδια της μακράς πορείας μου.
Θα ’ναι μάταιο το χέρι μου να υψώσω,
αφού δε βλέπω να μου απλώνεται άλλο χέρι.

Όσοι γνωρίζανε πως στην κορφή του κώνου
του υποχθονίου πυρός έχασκε ο αρχαίος κρατήρας,
ήδη μπορούνε να εξηγήσουν την προτίμησή μου
προς το υπερούσιο σχήμα του μεγάλου κώνου.

Καθώς πια δεν υπάρχει ανάληψη στους ουρανούς,
μου αρκεί το έσχατο πήδημα του Εμπεδοκλέους.

Γιώργος Βαφόπουλος. 1977. Τα επιγενόμενα. Θεσσαλονίκη. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιώργος Βαφόπουλος. 1990. Άπαντα τα ποιητικά. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής.

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2019

Γιώργος Βαφόπουλος, "Το δάπεδο"

Άσπρα και μαύρα πλακάκια,

σ΄εναλλασσόμενη τάξη,

την επαφή των βημάτων μου δέχονται.



Στο διορισμένο μου δάπεδο τούτο

παίζω σαν ένα παιδί,

προσπαθώντας μονάχα

στις λευκές να πατώ επιφάνειες.



Δύσκολη άσκηση, ακροβασία περίτεχνη.



Κάποτε χάνω του σώματος

την ισορροπία.

Κάποτε χάνω του πνεύματος τον υπολογισμό.



Και μπερδεύεται τότε

των βημάτων μου η τάξη.

Και πλανημένο το πέλμα μου,

παραπατάει στα μαύρα πλακάκια.



Πρέπει πάλι ν' αρχίσω

απ' την αρχή το παιχνίδι.

Πρέπει ν' ασκήσω το πνεύμα μου

στην τέλεια ακροβασία.



Όμως αρχίζοντας πάλι και πάλι,

το αποσταμένο μου πνεύμα

περιδινείται σε ιλίγγου στροβίλισμα.



Και του δαπέδου ο ακίνητος δίσκος

περιστρέφεται μ' ένταση.

Και των χρωμάτων συγχέεται

η εναλλασσόμενη τάξη.



Των αισθήσεων σύγχυση.



Κι όπως ένα παιδί,

που του χαλούν το παιχνίδι,

κι όπως ένα παιδί,

που η υπομονή του εξαντλείται,

τρέχω με πείσμα,

τσαλαπατώντας

του δαπέδου την τάξη.

Με το πέλμα σκουπίζω

τις γραμμές που χωρίζουν

τα λευκά και τα μαύρα πλακάκια.



Και ξαπλώνομαι χάμου,

με βουρκωμένο το πνεύμα μου,

και ραντίζω με δάκρυα

τη συντριμμένη μου πίστη.



Πόσο με κούρασε η επίμονη άσκηση.

Όμως τώρα πια βλέπω

φανερά τι σημαίνει

του δαπέδου το γύρισμα.



Τώρα βλέπω το νόημα

της συνουσίας των χρωμάτων.



Από τη συλλογή "Το δάπεδο και άλλα ποιήματα" (1951)



Από Palmografos.com: Palmografos.com - Γεωργίου Βαφόπουλου, "Το δάπεδο"