Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Σουρούνης Αντώνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Σουρούνης Αντώνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 12 Ιουλίου 2025

Αντώνης Σουρούνης- Ξενοφοβία


Εισαγωγικό σημείωμα

Το διήγημα που ακολουθεί ανήκει στη συλλογή Κυριακάτικες ιστορίες (2002). Ο συγγραφέας, μετανάστης για χρόνια στη Γερμανία, γνωρίζει πολύ καλά τη μορφολογία αλλά και τις συνιστώσες του φαινομένου της μετανάστευσης.

Το σήμα κατατεθέν του πατέρα μου ήταν πάντα το χοντρό του μουστάκι. Στη δεκαετία του ’50, όταν πήγε στη Γερμανία να δουλέψει, μετά από λίγο καιρό ο προϊστάμενος στο εργοστάσιο του είπε: «Ή τη δουλειά ή το μουστάκι. Διάλεξε ποιο από τα δύο θες να χάσεις». Την εποχή εκείνη υπήρχαν πολύ λίγοι ξένοι κι ακόμα λιγότεροι ξένοι με μουστάκι. Όταν θέλησε να μάθει το λόγο, του είπαν ότι οι Γερμανοί συνάδελφοι τον βλέπουν και τρομάζουν. Ο πατέρας μου ήξερε καλά τι θα πει τρόμος. Είχε ζήσει τη σφαγή της Σμύρνης, είχε ζήσει το αλβανικό μέτωπο, τον Εμφύλιο, τη φτώχια, την ανεργία, δεν ήθελε λοιπόν να τρομάζει τους ανθρώπους. Το ξύρισε. Τώρα όμως τρόμαξε ο ίδιος και σ’ ένα μήνα το ξανάφησε. «Ας με διώξουν», είπε. «Δε θα μου λεν οι Γερμανοί πώς να ξυρίζομαι».

Δεν τον έδιωξαν, γιατί είχαν προλάβει να δούνε όλοι πως δίχως εκείνες τις τρίχες ήταν κι αυτός ένας συνηθισμένος άνθρωπος σαν τους ίδιους και δεν υπήρχε λόγος να τον φοβούνται. Είχαμε προλάβει όμως κι εμείς να διαπιστώσουμε γιατί οι γείτονές μας Γερμανοί δεν καλημέριζαν την καλημέρα μας. Μας φοβούνταν. Εμείς φοβόμασταν αυτούς κι αυτοί εμάς. Όταν μπαίναμε στο μπακάλικο να ψωνίσουμε, ο μπακάλης βιαζόταν να ξεμπερδεύει μαζί μας κι αν τύχαινε κανένας γείτονας να ’ρχεται από απέναντι, άλλαζε καλού κακού πεζοδρόμιο. Οι ποσότητες τροφίμων που αγοράζαμε τον είχαν τρομάξει και το είχε διαδώσει παντού. Άλλωστε μας έβλεπαν όλοι που γυρίζαμε στο σπίτι καταφορτωμένοι. Αφού πεινούσαμε τόσο, γιατί να μη φάμε και άνθρωπο; Πού ξέρανε με τι τρεφόμασταν εκεί απ’ όπου ήρθαμε; Δυο βήματα παρακάτω ήταν η Αφρική, μπορεί κι ένα βήμα. Γιατί λοιπόν να μην καταβροχθίζουμε κι ανθρώπους; Εδώ που τα λέμε, ίσως και να το κάναμε αν δεν είχαμε τη δουλειά μας και δε χορταίναμε απ’ αυτήν.

Ο δρόμος όπου έμεναν οι γονείς μου ήταν ένας εργατικός δρόμος, όπου σπάνια συναντούσες άνθρωπο. Ολημερίς βρίσκονταν κλεισμένοι στα εργοστάσια, ολοβραδίς μπρος στην τηλεόραση κι ολονυχτίς κοιμούνταν. Όποιος έκανε κάτι έξω απ’ αυτά ήταν ύποπτος. Οι συμπατριώτες μας που έρχονταν από μακριά να γιορτάσουμε τις άγιες μέρες τους τρόμαζαν και τους πανικόβαλλαν. Παρακολουθούσαν πίσω από τις κουρτίνες τα αυτοκίνητα που κατέφθαναν γεμάτα οικογένειες, ταψιά και τεντζερέδες και δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι συμβαίνει. Για κείνους ήταν άγριες μέρες και δεν ησύχαζαν ώσπου ν’ ακούσουν τ’ αυτοκίνητα να φεύγουν. Ρωτούσαν το σπιτονοικοκύρη μήπως υπήρχε καμιά κρυφή ταβέρνα μες στο σπίτι του και ποιος πληρώνει όλα τούτα τα φαγιά. Εκείνος φοβόταν πιο πολύ απ’ όλους, γιατί είχε καταντήσει να ’ναι ξένος μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Μόνο η δική του οικογένεια ήταν γερμανική κι ούτε ήξερε μέχρι πότε θα εξακολουθούσε να ’ναι. Μέσα στο αχούρι του ζούσαν άλλες δύο οικογένειες αλλοδαπών, μια ιταλική και μια ακόμα ελληνική. Οι μόνοι γκάσταρ μπάιτερ[1] σ’ ολόκληρη την περιοχή. Όλοι αυτοί ανεβοκατέβαιναν τις σάπιες σκάλες που χρησιμοποιούσαν η γυναίκα του και τα παιδιά του, μπαινόβγαιναν στο ίδιο αποχωρητήριο της αυλής με ξεκούμπωτα πουκάμισα και λυμένα ζωνάρια και ανοιγόκλειναν την ίδια πόρτα, που πίσω της ποτέ δεν ήξερες τι σε περιμένει.

Τα ’λεγε όλα αυτά στους γείτονες όταν τον κατηγορούσαν πως έφερε μες στα πόδια τους αγριωπούς και πεινασμένους ανθρώπους για μια χούφτα μάρκα. Προσπαθούσε να τους πείσει ότι τα κεφαλάκια και τα έντερα που έβλεπαν να κουβαλάνε οι νοικάρηδές του προέρχονταν από αρνάκια που αγόραζαν κανονικά από τα σφαγεία και όχι από σφαγμένους Γερμανούς. Το σπίτι του βρωμοκοπούσε σκόρδο χωρίς να το βάζει στο στόμα του. Όπως κι εκείνοι, μισούσε το σκόρδο κι όμως ήταν αναγκασμένος ν’ ανέχεται την μπόχα του, για να μπορεί ν’ αγοράζει τα λουκάνικα που τόσο αγαπούσε. Η κόρη του αγάπησε το σκόρδο επειδή προηγουμένως αγάπησε τον Έλληνα που το ’τρωγε. Όταν περνάω από την Κολονία, πηγαίνω και τους βλέπω. «Το καλοκαίρι θα ’ρθω στην Ελλάδα», μου λέει κάθε φορά ο παλιός μου σπιτονοικοκύρης. «Ο εγγονός μου μού μαθαίνει ελληνικά». Ποτέ δεν ήρθε. Και γιατί να ’ρθει άλλωστε; Η Ελλάδα πήγε κοντά του.

Αντώνης Σουρούνης, Κυριακάτικες ιστορίες, Εκδ. Καστανιώτη, 2002.

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2025

Αντώνης Σουρούνης - Όταν αγκαλιάζω τον πατέρα μου


Θυμάμαι πριν τρία χρόνια, όταν καβατζάριζα τα πενήντα, ζούσα από καιρό μόνος σ' ένα μέρος κοντά στη θάλασσα κι ένιωθα κι ο ίδιος λίγο σαν πλεούμενο. Τι είδους πλεούμενο δεν ήξερα, ήξερα όμως ότι χρειάζομαι κάμποσα μερεμέτια και λίγο ματσακόνι. Πάντα μου πίστευα πως θα έκλεινα τα πενήντα μου χρόνια ανάμεσα σε πενήντα φίλους και να που είχα βρεθεί ολομόναχος. Τουλάχιστον έφτασα τα πενήντα κι αυτό ήταν κάτι. Κάτι; Για μένα ήταν πάρα πολύ. Την εποχή εκείνη είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ τη γλύκα της ζωής πέρα από την έξαψη και τον ξέφρενο ρυθμό της. 

Μέσα στο σπίτι υπήρχε ένα άσπρο χρησιμοποιημένο κερί, παρατημένο ίσως από κάποιον προηγούμενο νοικάρη. Το έβαλα στο ποτήρι και το άναψα. Κοιτώντας τη θάλασσα μπροστά μου έκανα μια ευχή και το έσβησα. Είχα όμως κι άλλες δυο τρεις ευχές, το άναψα λοιπόν, κι άλλες δυο τρεις φορές και το σβησα. Είδα πάλι τη θάλασσα κι άκουγα το κύμα της σαν ήρεμη ανάσα την ώρα που κοιμόταν. Σκέφτηκα τι ευχή είχα ακόμα να κάνω και έκπληκτος διαπίστωσα πως δεν είχα άλλες. Είχαν σχεδόν όλες πραγματοποιηθεί. Τότε άρχισα να τις θυμάμαι μία μία και ν' ανάβω το κερί στην ανάμνησή τους. Ίσως ήταν παραπάνω από πενήντα, αλλά εγώ όταν συμπλήρωσα τα χρόνια μου, σταμάτησα ευγνώμων γι' αυτό τον μισό αιώνα που είχα ζήσει.

Μέσα απ' όλα τα χρόνια μου, απ' όλες τις δουλειές μου, απ' όλους τους τόπους και τους ανθρώπους που είχα γνωρίσει, μέσα απ' όλες τις φιλίες μου και τους έρωτές μου, αναδυόταν συνέχεια όχι η μορφή αλλά το σουλούπι του πατέρα μου. Για χρόνια ολόκληρα συναντιόμασταν σαν άγνωστοι, τόσο άγνωστοι, ώστε να με ρωτάει κάθε φορά τι δουλειά κάνω. Κι εγώ να γίνομαι ακόμα πιο άγνωστος, αναφέροντας κάθε φορά και μια άλλη. Κι εδώ όμως ήμουν τυχερός, γιατί ο πατέρας μου επέζησε των επαγγελμάτων μου και είχαμε το χρόνο να γνωριστούμε. Σίγουρα δεν είμαι πια το πλεούμενο που βολόδερνε πάνω στο κύμα. Ο πατέρας μου μού χάρισε τις δυο άγκυρες και μπορώ, όταν βλέπω τα σκούρα, να τις φουντάρω περιμένοντας τον καιρό να καταλαγιάσει. Ο ίδιος είναι πλέον ένα σκαρί που δεν του επιτρέπεται ν' ανοίγεται σ' ανοιχτές θάλασσες. Τα ταξίδια του περιορίζονται σήμερα μέχρι το Καπάνι και ως το καφενείο.

Όταν τον αγκαλιάζω, νιώθω όλες τις φουρτούνες που πέρασε κι όλα τα κύματα που τον χτύπησαν για να φτάσει μέχρις εδώ και να συναντήσει το γιο του. Αισθάνομαι αυτό το κορμί τόσο δικό μου, που είμαι έτοιμος να μπω μέσα του και να συνεχίσω να ζω και για τους δυο μας. Είμαι βέβαιος ότι η εποχή που άρχισα να σταθεροποιούμαι πάνω στη γη συμπίπτει με την εποχή που άρχισε να μου χαρίζει την κατανόησή του ο πατέρας μου.

Αν ο κάθε άνθρωπος έρχεται στον κόσμο για να πραγματοποιήσει την αποστολή του -ή τουλάχιστον να προσπαθήσει γι' αυτό- τότε εγώ έχω ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μου. Πάντως πρέπει να βρίσκομαι σε καλό σημείο. Πριν λίγες μέρες, ενώ καθόμουν στην αυλή του σπιτιού μου, ήρθε και κάθισε δίπλα απ' το πόδι μου ένα σπουργίτι. Έμεινε για ώρα εκεί αγγίζοντας το παπούτσι μου και χωρίς να δείχνει τον παραμικρό φόβο. Ποτέ μου δεν μπορούσα να φανταστώ πως θα ερχόταν μια μέρα που δε θα με φοβόταν ένα σπουργίτι και θα στεκόταν πλάι μου κάνοντάς μου παρέα.

Το αφήγημα του Αντώνη Σουρούνη που φιλοξενεί η στήλη είναι από το βιβλίο του «Μισόν αιώνα άνθρωπος». Εκδόσεις Καστανιώτη 1996, επανέκδοση 2007.

Πηγή:https://www.andro.gr/empneusi/antonis-sourounis-and-his-father/ 

Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2023

Άντώνης Σουρούνης - Το μονοπάτι στη θάλασσα (απόσπασμα)

 [...] «Μας είπανε Σουρούνηδες όταν κάψαν τα σπίτια μας και βγήκαμε στην προσφυγιά», είπε ο μπαμπάς μου κι έβγαινε καπνός από το στόμα του, σα να καιγότανε ακόμα. «Αυτό θα πει “σουρούνης”, ο πρόσφυγας, ο αλήτης, αυτός που δεν έχει κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι του, αυτός που σέρνεται και υποφέρει». Ξαφνικά όλα γύρω μου έγιναν μαύρα, κατράμι. [...] Γίνεται να είσαι κύριος και αλήτης μαζί; Γίνεται το μικρό σου όνομα να είναι από τον Μεγάλο Αντώνιο και το μεγάλο σου από ένα φουκαρά που δέρνεται σαν σκουλήκι στο δρόμο; Με το πρώτο σου καλός και άγιος και με το άλλο σου καμένος, καημένος κι αλήτης; [...] Φταίω εγώ τώρα αν γίνω στ’ αλήθεια μισός Τούρκος και μισός Έλληνας; Φταίω εγώ αν γίνω ο μισός σφάχτης και ο μισός σφαγμένος; Αν γίνω ο μισός καλός κι ο μισός κακός; Ο μισός άσπρος κι ο μισός μαύρος; Ο μισός μαύρος κι ο μισός κόκκινος; Ο μισός να οδηγεί τους παππούδες και τον μισό να τον οδηγούν οι παππούδες; Ο μισός να θέλει να πάει μπρος κι ο μισός πίσω; Ο μισός να έρχεται και ο μισός να φεύγει; Ο μισός ν’ αγαπάει κι ο μισός να μισεί; Ο μισός να θέλει και ο μισός να τον θέλουν; Ο μισός να κρατάει χαντζάρα κι ο μισός κοντυλοφόρο; Ο μισός να ζεύει και ο μισός να ζεύεται; Ο μισός να περιμένει και τον μισό να τον περιμένουν; Ο μισός να λέει «ναι» και ο μισός να λέει «όχι»; Ο μισός να θέλει γράμματα και ο μισός να θέλει πράματα; Ο μισός πιστός και ο μισός άπιστος; Φταίω εγώ τώρα, γαμώ το σόι μου, αν γίνω ο μισός άγιος κι ο μισός αλήτης; [...]

 Το μονοπάτι στη θάλασσα

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2022

Αντώνης Σουρούνης- Αποσπάσματα από συνέντευξη στην Αναστασία Λαμπρία



» Το συγγραφιλίκι δεν έχει καμία σχέση με την παιδεία. Με την παιδεία έχουν σχέση όσοι ασχολούνται με τις επιστήμες. Ο συγγραφέας δεν έχει ανάγκη από παιδεία, το ‘χει μέσα του. Εγώ πιστεύω ότι έρχεσαι έτσι στον κόσμο, γεννημένος συγγραφέας, τέρμα, τελείωσε. Μπορεί να μη μάθεις ποτέ σου γράμματα, αλλά να κάθεσαι να γράφεις, να γράφεις κι όταν πια καταλάβεις ότι ανήκεις σ' αυτό το είδος ανθρώπου τότε μπορείς να ανοίξεις κανένα βιβλίο να διαβάσεις, μπορεί να πας και σε κανένα σχολείο να μάθεις. Είναι η φύση. Όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται με ένα δάχτυλο που τους δείχνει, αυτός είναι εκεί, αυτός εδώ. Με ένα σήμα. Και θα το κατορθώσει, εκτός κι αν φοβηθεί και πάει αλλού. Αλλά εγώ πιστεύω πώς όλοι οι άνθρωποι είμαστε ταγμένοι για να επιτελέσουμε ένα συγκεκριμένο έργο. Αυτοί που θαυμάζουμε μετά από χρόνια και λέμε μπράβο είναι αυτοί που ακολούθησαν το μέσα τους.

»Όταν μας διάβασε αυτό το χρονογράφημα ο δάσκαλος στο σχολείο, πρώτη φορά άκουγα κάτι τέτοιο. Είπα θα κάνω αυτήν τη δουλειά, θα γράφω τέτοια πράγματα. Ο πατέρας μου δεν είχε τελειώσει το δημοτικό και είχε έρθει πιτσιρικάς από τη Σμύρνη, διάβαζε πολλά αστυνομικά και τη «Μάσκα», κάθε εβδομάδα. Κι εγώ είχα γοητευθεί με όλους τους ήρωες και πόσο καλό ‘κάναν στον κόσμο, πόσο δίκαιοι ήταν και έλεγα έτσι θα γίνω κι εγώ. Ή θα γίνω Άγιος, σαν τον ήρωα που μοίραζε τα λεφτά από δω κι από κει ή θα γράφω για τον Άγιο.

»Τα υλικά τα δικά μου ήταν ότι έπρεπε να κάνω αυτό που σκεφτόμουν, δεν έπρεπε να ακολουθήσω ούτε συμβουλές ούτε καθηγητές. Αυτό. Και τι ήταν αυτό; Πρώτα απ' όλα τα ταξίδια . Έπρεπε να ταξιδέψω, δεν μ' ένοιαζε πού και πώς και τι. Δεν μ' ένοιαζε τι λεφτά θα πάρω και τι σπίτια θα αγοράσω, που δεν έχω αγοράσει ποτέ κανένα σπίτι. Έπρεπε να κάνω αυτό τον κύκλο, ολόκληρο. Δεν ήταν για να αποκτήσω εμπειρίες, δεν το ‘χα καθόλου στο κεφάλι μου. Όταν ταξιδεύεις και κάνεις εκατό δουλειές στον πλανήτη, πάς από δω, πας από κει, αποκτάς τόσο πολλές εικόνες και εμπειρίες, δεν έχεις το σημειωματάριο και γράφεις τι είπε ο διπλανός σου αλλά όταν πας στο σπίτι σου, στην πατρίδα σου, τότε γράφεις.

»Όλα μου τα βιβλία στην Ελλάδα τα έγραψα, κανένα δεν έχω γράψει εκτός Ελλάδας. Όταν μετά από πέντε ή δέκα ή είκοσι χρόνια κάθεσαι να γράψεις, ή και πενήντα χρόνια, όπως συνέβη με Το μονοπάτι στη θάλασσα,έρχονται όλα αυτά από μέσα σου κατευθείαν και σου λένε «γράψε μας».

»Το Μονοπάτιείναι το τελευταίο και μαζί είναι η πιο παλιά υπόθεση της ζωής μου, που ξεκινάω από νεογέννητος. Ούτε ήξερα ότι θα έγραφα κάποτε αυτό το βιβλίο, ούτε ήθελα. Η ουσία και το μεγαλείο είναι ότι έρχονται μόνα τους. Έρχεται και σου λέει «Ξύπνα και γράψε με». Στον Γκας τον γκάνγκστερ, ήταν μιλλένιουμ και πήγα με τη φίλη μου στην Ύδρα και μόλις γιορτάσαμε, την άλλη μέρα, της λέω, σε παρακαλώ φύγε, θέλω να γράψω. Τι θα γράψεις; Δεν ξέρω. Εννιά μέρες δεν άγγιζα τίποτα. Δεν μπορούσα να γράψω, ξυπνούσα μία, δύο η ώρα το πρωί, καθόμουν στο τραπέζι και δεν έγραφα τίποτα. Ξανακοιμόμουν πάλι. Ξανά πάλι τα ίδια την άλλη μέρα. Και ξαφνικά ήρθε όλο το βιβλίο και βγήκε από μέσα μου, έκατσα και το ‘γραψα όλο σε 69 μέρες ή μάλλον νύχτες.

»Σε μαγεία μέσα ζούσα, αν μου πεις τώρα πώς έγινε δεν ξέρω να σου πω. Και όσο διαρκεί αυτό καμία σχέση δεν έχω με τα έξω. Εγώ ζούσα μέσα σε μια ψαράδικη ταβέρνα στην Ύδρα, από κάτω είναι το μαγαζί όπου σύχναζαν ψαράδες και το Σαββατοκύριακο έρχονταν Αθηναίοι. Κι από πάνω κοιμόμουν εγώ. Τρεις η ώρα το πρωί κατέβαιναν οι ψαράδες για ψάρεμα και λέγανε στη Χριστίνα την ταβερνιάρισσα «στο μαγαζί σου μέσα υπάρχει ένα στοιχειό». Αυτός ήμουν εγώ. Όταν έγραφα και γελούσα ακουγόταν έξω. Κι όταν έκλαιγα πάλι ακουγόταν.

»Οι λέξεις: Όταν κάθομαι να γράψω γράφω λέξεις που δεν τις ξέρω. Δεν τις έχω ακούσει ποτέ. Κι ανοίγω το λεξικό να δω, είν' αυτή η σωστή λέξη; Κι είναι αυτή η λέξη. Καμία άλλη, μόνο αυτή. Είναι σαν να τις έχω ξαναπεί κάποτε στη ζωή μου, σε άλλη ζωή ίσως. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που μου λες ότι λείπουν τα επίθετα, δεν ξέρω τι είναι αυτό. Γράφω κατεβατά ολόκληρα, τελειώνει η φράση, η εικόνα, έρχεται η εικόνα και οι λέξεις βγαίνουν μετά, κατευθείαν.

»Δεν στήνω εγώ τα πρόσωπα, δεν στήνω τίποτα. Μόνοι τους παίρνουν θέση. Αλήθεια σου λέω. Εγώ είμαι ο δούλος, ο μπάτλερ τους που σερβίρω, δεν ξέρω τι γίνεται, ποτέ δεν ξέρω τι γίνεται. Όλα τα πρόσωπα είναι υπαρκτά, όλα εκτός από ένα, που είναι αληθινό αλλά με μια χρονική απόσταση. Ο Άλεξ του Χορού των Ρόδων, ο παλιός παίκτης του καζίνου που έζησε έτσι κι έζησε αλλιώς. Ο Άλεξ είναι εγώ, πώς θέλω να είμαι εγώ στα εβδομήντα μου χρόνια, πώς έλπιζα και πώς φοβόμουν πως θα ‘μαι.

»Υπάρχει γενναιοδωρία της ψυχής, της συντροφικότητας, της παρέας και του φόβου παντού. Όταν ζεις μια ζωή αλλιώτικη, βλέπεις τη γενναιοδωρία αλλού πολύ κι αλλού λίγο αλλά εκεί που τη συναντάς γίνεσαι ένα μαζί της. Όταν ένας άνθρωπος σε βοηθάει σε μια δύσκολη στιγμή, ας είναι και ξένος, ενώνεσαι μαζί του, τον αγαπάς. Αυτό λέω εγώ γενναιοδωρία. Και να χάσεις εσύ κάτι για να μην πάθει ο άλλος ζημιά και να βοηθήσεις, έτσι πρέπει να κυλάει η ζωή. Έτσι κυλούσε η δική μου ζωή, παντού όπου πήγαινα. Πολλές φορές ήμουν εγώ που έμπαινα μπροστά, πρώτος για να βοηθήσει κι άλλες φορές ήταν άλλοι μπροστά μου. Όταν ζεις τέτοια πράγματα, αλλάζεις χαρακτήρα και πάς αλλού, σε μέρη πολύ όμορφα, ακόμα κι αν ζεις και μόνος και χαίρεσαι τη ζωή.

»Έτσι γεμίζει η ζωή. Ακόμη κι αν δεν ξαναδείς αυτόν τον άνθρωπο ποτέ ξανά στη ζωή σου, τον θυμάσαι. Το ‘73 που χτύπησα στην Αμερική στο βαπόρι μέσα με σφάλμα του καπετάνιου και του γραμματικού και έσπασε όλη αριστερή πλευρά του προσώπου μου, δεν υπήρχαν ούτε δόντια, ούτε μάτια, τίποτα, με πήραν σαν νεκρό και με πήγαν στο νοσοκομείο κι έμεινα εκεί δυο μήνες ετοιμοθάνατος. Δεν ήξεραν αν θα ζήσω ­μόνο ‘γω το ‘ξερα πως δεν θα πεθάνω γιατί έπρεπε να γράψω­ κι όταν ανέβηκε η Αστυνομία να πάρει καταθέσεις, ο λοστρόμος, ένας άντρας στα 60, ένας άντρας δυνατός, τίμιος είπε, με κίνδυνο να χάσει τη δουλειά του, χωρίς να φοβηθεί τίποτε, ότι φταίει ο καπετάνιος και ο γραμματικός. Ένας άντρας ηλικιωμένος, με οικογένεια, με υποχρεώσεις, αλλά άντρας που δεν φοβήθηκε.

»Ούτε ορθοπεταλιά ούτε γλέντι είναι η ζωή μου. Είναι ανάσκελα στο κύμα, που γράφω στον Γκας. Έτσι πρέπει να ‘ναι η ζωή, ανάσκελα στο κύμα. Και κάπου κάπου να κουνάς το πόδι σου για να μη σπάσεις το κεφάλι σε κανά βράχο. Και να μη φοβάσαι. Αυτό ξεκίνησε από τη μικρή μου ηλικία, όταν δούλευα με τον πατέρα μου στους δρόμους. Μ' άρεσε να τσακώνομαι γιατί ήξερα πως στο τέλος θα γινόμουν φίλος μ' αυτόν που τσακωνόμουνα. Ακόμη κι αν ο άλλος είναι πιο δυνατός από σένα και έχει πιο πολλά προσόντα από σένα. Αν δει ότι δεν φοβάσαι σε παραδέχεται κι αυτός, σε εκτιμάει. Σου λέει «έλα, πάμε μαζί να περπατήσουμε».

»Με τους παλιούς μου φίλους τέτοια σχέση εγώ. Κάνω και καινούργιους. Έχω φίλους στην αγορά, αυτοί οι άνθρωποι μου μιλούν πιο πολύ, πιο καλά συνεννοούμαι μ αυτούς, τους μανάβηδες, τους ψαράδες. Και συγγραφείς έχω φίλους. Αλλά εκεί που παίζεται το πράγμα όλο είναι στο δρόμο, δεν είναι στο γραφείο. Δεν με νοιάζουν οι άνθρωποι που δεν ξέρουν τι γίνεται έξω από το γραφείο, που δεν έχουν δουλέψει ποτέ, τέτοιες δουλειές δηλαδή, να συγκρούεσαι, να τρακέρνεις κάθε μέρα.

»Όσοι διαβάζουν ένα βιβλίο που ταυτίζεται με τα κάποτε όνειρά τους, αυτά που ήθελαν να κάνουν και δεν κάνανε, μέσα από το βιβλίο συνοδεύουν το συγγραφέα. Άμα δουν ότι αυτός ο συγγραφέας κάνει κάτι άλλο ή γράφει κάτι άλλο, τον απαρνιούνται. Όλοι οι άνθρωποι ζητούν μια ευκαιρία να απορρίψουν αυτό που αποδέχονται. Και δεν μιλάω μόνο για συγγραφείς, μιλάω για το φίλο σου και το γείτονά σου. Στην έχουν στημένη να στραβοπατήσεις.

»Όταν βγήκανοι Συμπαίχτες έγραψε για μένα ο Μιχάλης Μήτρας ότι μοιάζω στον Κέρουακ. Ρωτάω «καλός αυτός ο Κέρουακ;». Ο καλύτερος μου λένε. Ήμουν στη Φρανκφούρτη και είχα 13 μάρκα στην τσέπη όλα κι όλα. Μπαίνω σ' ένα βιβλιοπωλείο και με 12 μάρκα παίρνω Στο δρόμο. Μπαίνω σε μια μπιραρία και δίνω άλλο ένα μάρκο για μια μπίρα και κάθομαι να διαβάσω το βιβλίο. Καμία σχέση, αυτός από κει εγώ από δω.

»Στη ρουλέτα και στις γυναίκες σε ένα νούμερο ποντάρεις, δεν μπορείς να ποντάρεις σε όλα. Όπως ποντάρεις ένα νούμερο στη ρουλέτα κι η μπίλια πέφτει αλλού το ίδιο συμβαίνει και με τη γυναίκα. Η ρουλέτα βασικά είναι άπιστη, άμα σου πέσει η μπίλια ενθουσιάζεσαι όπως και στη γυναίκα. Άμα δεν σου πέσει η μπίλια, άμα σε προδώσει, θυμώνεις μαζί της, τη βρίζεις, τη σκοτώνεις κιόλας άμα θες. Γυναίκες και ρουλέτα είναι το ίδιο πράγμα.

»Τα όνειρά μου τα έχω πραγματοποιήσει. Όνειρά μου σήμερα είναι η καθημερινή μου ζωή. Χαίρομαι που ξημερώνει, χαίρομαι που νυχτώνει. Πάντα από μικρό παιδί ήθελα να έρθει ένας καιρός που να μπορώ να δουλεύω όπου θέλω, όποτε θέλω και το συγγραφιλίκι μου το ‘φερε. Αλλά δεν θα μπορούσα να φτάσω σε τέτοια ηλικία αν πριν δεν είχα δουλέψει στη θάλασσα.

Πηγή: https://www.lifo.gr/various/xypna-kai-grapse-me
Αντώνης Σουρούνης.

Κυριακή 24 Ιουλίου 2022

Αντώνης Σουρούνης-Διακοπή από τις διακοπές

Κάποτε τη λέξη «διακοπές» τη χρησιμοποιούσαν για το φως και το νερό που κάθε τόσο σταματούσαν. Ήταν από τα κακά που συνόδευαν εκείνη την εποχή. Σήμερα οι άνθρωποι τη χρησιμοποιούν για την ίδια τους τη ζωή. Είναι από τα καλά που συνοδεύουν αυτή την εποχή. Ή τουλάχιστον θα μπορούσε να είναι. Γιατί, ενώ οι πρώτες ήταν καθημερινές και αναπάντεχες, των ανθρώπων είναι ετήσιες και προγραμματισμένες. Τόσο προγραμματισμένες, ώστε προτού ακόμα τελειώσουν αυτές, αρχίζουν να καταστρώνονται οι άλλες, του επόμενου χρόνου. Συνήθως από ένα εύθυμο επιτελείο. Από τι διακόπτει λοιπόν κανείς για να κάνει διακοπές; Νομίζω από την τύφλα του τη μαύρη. Για να ξαναγυρίσει ύστερα από ένα μήνα πάλι σ’ αυτήν.

 Την εποχή που το φως και το νερό έκαναν επίσης διακοπές, μ’ έστελνε η μάνα μου μ’ ένα βάζο ν’ αγοράσω ταχίνι. Ήταν ένας ισόγειος και σκοτεινός χώρος στην οδό Κασσάνδρου με χωμάτινο δάπεδο, όπου, πιασμένο μ’ ένα μακρύ δοκάρι, γύριζε γύρω γύρω ένα τυφλωμένο άλογο. Συνέχεια. Κάπου κάπου ο γέρος που ζούσε εκεί μέσα το έβγαζε στην αυλή να πάρει αέρα και ξανά πάλι στο μαγκανοπήγαδο. Στο σπίτι απορούσαν που δεν έβαζα ταχίνι στο στόμα μου.

Όταν μεγάλωσα, βρέθηκα συχνά σε παρόμοιες δουλειές μ’ εκείνη του αλόγου. Κι επειδή εμάς απαγορευόταν να μας τυφλώσουν, έπρεπε να τυφλωθούμε από μόνοι μας, για να μπορούμε να συνεχίσουμε τους ατέλειωτους γύρους μας. Μια μέρα λοιπόν είπα να κάνω όχι διακοπές αλλά διακοπή στη ζωή που ζούσα μέχρι τότε. Γύρισα το διακόπτη κι έφυγα. Μόνος. Όχι για ένα μήνα αλλά για τρία χρόνια. Πρώτη φορά ζούσα κοντά στη φύση. Τι λέω κοντά, μέσα της καλύτερα.

Κοιμόμουν και ξυπνούσα ταυτόχρονα με τα πλάσματα εκείνα που δε νοιάζονται για την αποταμίευση παρά μόνο για την καθημερινή τους τροφή. Ήξερα ότι μπορεί να επιβιώσει κανείς με ελάχιστα χρήματα ή και καθόλου, όμως να μπορεί μαζί να είναι και τόσο ευτυχισμένος δεν το ήξερα. Και την αληθινή ευτυχία εκεί την έμαθα. Ήταν σα να φοιτώ σ’ ένα σχολείο με χίλιους δασκάλους και με μόνο μαθητή εμένα. Είχα ξετυφλωθεί τελείως και μπορούσα να βλέπω τα πράγματα που με πλησίαζαν και τ’ άλλα που με απέφευγαν. Προπαντός αυτά.

Επέστρεψα κάποτε έχοντας στην τσάντα μου γραμμένες εβδομήντα σελίδες όλες κι όλες. Οι γνωστοί μου, που περίμεναν να γράψω τόμους και τόμους, απογοητεύτηκαν. Με κατηγόρησαν ότι έχασα τρία χρόνια απ’ τη ζωή μου παρακολουθώντας τα δέντρα και τη θάλασσα. Η αλήθεια είναι ότι παρακολουθούσα και τις γάτες, αλλά θεώρησα φρόνιμο να μην τους το πω. Στα τρία αυτά χρόνια είχα αλλάξει τόσο πολύ, που και οι ίδιοι χρειάστηκαν τον ίδιο χρόνο για να το διαπιστώσουν.

Σήμερα δε χρειάζομαι πια διακοπές. Γιατί να διακόψεις κάτι όταν σου αρέσει τόσο πολύ; Μπορείς να αλλάζεις τόπους, αλλά αν δεν κουβαλάς μαζί σου αυτή τη ζωή που διάλεξες, τότε τι θα κουβαλάς; Στο κάτω κάτω πρέπει να χαρεί κι αυτή μαζί σου, αφού τόσα πολλά σου προσφέρει. Διαφορετικά την κλειδώνεις στο διαμέρισμά σου, γεμίζεις τη βαλίτσα με σώβρακα κι εξαφανίζεσαι για τριάντα μέρες από κοντά της. Κι όταν γυρίσεις, θα τη βρεις μπροστά σου έξαλλη, με σηκωμένη την τρίχα, να σε περιμένει για να σου κάνει το βίο αβίωτο. Και θα ’χει και δίκιο.

Από το βιβλίο -με 20 αφηγήματα- του Αντώνη Σουρούνη «Μισόν αιώνα άνθρωπος», εκδόσεις Καστανιώτη, 1996.

Πηγή: Andro.gr [ https://www.andro.gr/zoi/antonis-sourounis-diakopes/?fbclid=IwAR0l7eSQX2O6VwPSlAtdXB65noLrpzJRDU5hDqQFcuQd3rJGiH-cQDMYsOw ]



Δευτέρα 20 Ιουνίου 2022

Αντώνης Σουρούνης-Όταν αγκαλιάζω τον πατέρα μου

Θυμάμαι πριν τρία χρόνια, όταν καβατζάριζα τα πενήντα, ζούσα από καιρό μόνος σ’ ένα μέρος κοντά στη θάλασσα κι ένιωθα κι ο ίδιος λίγο σαν πλεούμενο. Τι είδους πλεούμενο δεν ήξερα, ήξερα όμως ότι χρειάζομαι κάμποσα μερεμέτια και λίγο ματσακόνι. Πάντα μου πίστευα πως θα έκλεινα τα πενήντα μου χρόνια ανάμεσα σε πενήντα φίλους και να που είχα βρεθεί ολομόναχος. Τουλάχιστον έφτασα τα πενήντα κι αυτό ήταν κάτι. Κάτι; Για μένα ήταν πάρα πολύ. Την εποχή εκείνη είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ τη γλύκα της ζωής πέρα από την έξαψη και τον ξέφρενο ρυθμό της. 
Μέσα στο σπίτι υπήρχε ένα άσπρο χρησιμοποιημένο κερί, παρατημένο ίσως από κάποιον προηγούμενο νοικάρη. Το έβαλα στο ποτήρι και το άναψα. Κοιτώντας τη θάλασσα μπροστά μου έκανα μια ευχή και το ’σβησα. Είχα όμως κι άλλες δυο τρεις ευχές, το άναψα λοιπόν, κι άλλες δυο τρεις φορές και το ’σβησα. Είδα πάλι τη θάλασσα κι άκουγα το κύμα της σαν ήρεμη ανάσα την ώρα που κοιμόταν. Σκέφτηκα τι ευχή είχα ακόμα να κάνω και έκπληκτος διαπίστωσα πως δεν είχα άλλες. Είχαν σχεδόν όλες πραγματοποιηθεί. Τότε άρχισα να τις θυμάμαι μία μία και ν’ ανάβω το κερί στην ανάμνησή τους. Ίσως ήταν παραπάνω από πενήντα, αλλά εγώ όταν συμπλήρωσα τα χρόνια μου, σταμάτησα ευγνώμων γι’ αυτό τον μισό αιώνα που είχα ζήσει.

Μέσα απ’ όλα τα χρόνια μου, απ’ όλες τις δουλειές μου, απ’ όλους τους τόπους και τους ανθρώπους που είχα γνωρίσει, μέσα απ’ όλες τις φιλίες μου και τους έρωτές μου, αναδυόταν συνέχεια όχι η μορφή αλλά το σουλούπι του πατέρα μου. Για χρόνια ολόκληρα συναντιόμασταν σαν άγνωστοι, τόσο άγνωστοι, ώστε να με ρωτάει κάθε φορά τι δουλειά κάνω. Κι εγώ να γίνομαι ακόμα πιο άγνωστος, αναφέροντας κάθε φορά και μια άλλη. Κι εδώ όμως ήμουν τυχερός, γιατί ο πατέρας μου επέζησε των επαγγελμάτων μου και είχαμε το χρόνο να γνωριστούμε. Σίγουρα δεν είμαι πια το πλεούμενο που βολόδερνε πάνω στο κύμα. Ο πατέρας μου μού χάρισε τις δυο άγκυρες και μπορώ, όταν βλέπω τα σκούρα, να τις φουντάρω περιμένοντας τον καιρό να καταλαγιάσει. Ο ίδιος είναι πλέον ένα σκαρί που δεν του επιτρέπεται ν’ ανοίγεται σ’ ανοιχτές θάλασσες. Τα ταξίδια του περιορίζονται σήμερα μέχρι το Καπάνι και ως το καφενείο.

 Όταν τον αγκαλιάζω, νιώθω όλες τις φουρτούνες που πέρασε κι όλα τα κύματα που τον χτύπησαν για να φτάσει μέχρις εδώ και να συναντήσει το γιο του. Αισθάνομαι αυτό το κορμί τόσο δικό μου, που είμαι έτοιμος να μπω μέσα του και να συνεχίσω να ζω και για τους δυο μας. Είμαι βέβαιος ότι η εποχή που άρχισα να σταθεροποιούμαι πάνω στη γη συμπίπτει με την εποχή που άρχισε να μου χαρίζει την κατανόησή του ο πατέρας μου. 

Αν ο κάθε άνθρωπος έρχεται στον κόσμο για να πραγματοποιήσει την αποστολή του –ή τουλάχιστον να προσπαθήσει γι’ αυτό– τότε εγώ έχω ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μου. Πάντως πρέπει να βρίσκομαι σε καλό σημείο. Πριν λίγες μέρες, ενώ καθόμουν στην αυλή του σπιτιού μου, ήρθε και κάθισε δίπλα απ’ το πόδι μου ένα σπουργίτι. Έμεινε για ώρα εκεί αγγίζοντας το παπούτσι μου και χωρίς να δείχνει τον παραμικρό φόβο. Ποτέ μου δεν μπορούσα να φανταστώ πως θα ερχόταν μια μέρα που δε θα με φοβόταν ένα σπουργίτι και θα στεκόταν πλάι μου κάνοντάς μου παρέα.

Το αφήγημα του Αντώνη Σουρούνη που φιλοξενεί η στήλη είναι από το βιβλίο του Μισόν αιώνα άνθρωπος. Εκδόσεις Καστανιώτη 1996, επανέκδοση 2007.    

Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/antonis-sourounis-and-his-father/ ]

Τρίτη 26 Απριλίου 2022

Αντώνης-Σουρούνης-Πάσχα στο χωριό (απόσπασμα)

 Πάσχα στο χωριό δε σημαίνει αναγκαστικά άσπρες λαμπάδες, κόκκινα αβγά και σουβλιστό αρνί την εποχή που βγαίνουν οι παπαρούνες. Ούτε και σταυρωτά φιλιά. Παπαρούνες μπορούν ν’ ανθίσουν και τον Γενάρη, φτάνει να το θες. Ο καθένας μπορεί ν’ αναστηθεί, όπου θέλει κι όποτε θέλει. Θα το καταλάβει όταν ασπαστεί τον εαυτό του. Κι επειδή μόνοι μας ερχόμαστε στον κόσμο και μόνοι μας φεύγουμε, ε, πρέπει, αν θέλουμε ν’ αναστηθούμε, να είμαστε κι εκεί μόνοι, ολομόναχοι. Για να μην υπάρχουν μάρτυρες και να μην το πιστεύει κανείς. Έτσι ώστε να είμαστε συνεχώς αναγκασμένοι να πράττουμε για να μας πιστέψουν οι άλλοι κι όχι συνεχώς να μιλάμε.

Πάσχα στο χωριό (απόσπασμα)

Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2021

Αντώνης Σουρούνης-Ξενοφοβία


Το σήμα κατατεθέν του πατέρα μου ήταν πάντα το χοντρό του μουστάκι. Στη δεκαετία του '50, όταν πήγε στη Γερμανία να δουλέψει, μετά από λίγο καιρό ο προϊστάμενος στο εργοστάσιο του είπε:

«Ή τη δουλειά ή το μουστάκι. Διάλεξε ποιο από τα δύο θες να χάσεις».

Την εποχή εκείνη υπήρχαν πολύ λίγοι ξένοι κι ακόμη λιγότεροι ξένοι με μουστάκι. Όταν θέλησε να μάθει το λόγο, του είπαν ότι οι Γερμανοί συνάδελφοι τον βλέπουν και τρομάζουν. Ο πατέρας μου ήξερε καλά τί θα πει τρόμος. Είχε ζήσει τη σφαγή της Σμύρνης, είχε ζήσει το αλβανικό μέτωπο, τον Εμφύλιο, τη φτώχια, την ανεργία, δεν ήθελε λοιπόν να τρομάζει τους ανθρώπους. Το ξύρισε. Τώρα όμως τρόμαξε ο ίδιος και σ' ένα μήνα το ξανάφησε.

«Ας με διώξουν», είπε. «Δεν θα μου λεν οι Γερμανοί πώς να ξυρίζομαι».

Δεν τον έδιωξαν, γιατί είχαν προλάβει να δούνε όλοι πως δίχως εκείνες τις τρίχες ήταν κι αυτός ένας συνηθισμένος άνθρωπος σαν τους ίδιους και δεν υπήρχε λόγος να τον φοβούνται. Είχαμε προλάβει όμως κι εμείς να διαπιστώσουμε γιατί οι γείτονές μας Γερμανοί δεν καλημέριζαν την καλημέρα μας. Μας φοβούνταν. Εμείς φοβόμασταν αυτούς κι αυτοί εμάς. Όταν μπαίναμε στο μπακάλικο να ψωνίσουμε, ο μπακάλης βιαζόταν να ξεμπερδεύει μαζί μας, κι αν τύχαινε κανένας γείτονας να 'ρχεται από απέναντι, άλλαζε καλού κακού πεζοδρόμιο. Οι ποσότητες των τροφίμων που αγοράζαμε τον είχαν τρομάξει και το είχε διαδώσει παντού. Άλλωστε μας έβλεπαν όλοι που γυρίζαμε καταφορτωμένοι. Αφού πεινούσαμε τόσο, γιατί να μη φάμε και άνθρωπο; Πού ξέρανε με τί τρεφόμασταν εκεί απ' όπου ήρθαμε; Δυο βήματα παρακάτω ήταν η Αφρική, μπορεί κι ένα βήμα. Γιατί λοιπόν να μην καταβροχθίζομε κι ανθρώπους; Εδώ που τα λέμε, ίσως και να το κάναμε, αν δεν είχαμε τη δουλειά μας και δε χορταίναμε απ' αυτήν.

Ο δρόμος όπου έμεναν οι γονείς μου ήταν ένας εργατικός δρόμος, όπου σπάνια συναντούσες άνθρωπο. Ολημερίς βρίσκονταν κλεισμένοι στα εργοστάσια, ολοβραδίς μπρος στην τηλεόραση κι ολονυχτίς κοιμούνταν. Όποιος έκανε κάτι έξω απ' αυτά ήταν ύποπτος. Οι συμπατριώτες μας που έρχονταν από μακριά να γιορτάσουμε τις άγιες μέρες τούς τρόμαζαν και τους πανικόβαλλαν. Παρακολουθούσαν πίσω από τις κουρτίνες τα αυτοκίνητα που κατέφθαναν γεμάτα οικογένειες, ταψιά και τεντζερέδες και δεν μπορούσαν να καταλάβουν τί συμβαίνει. Για κείνους ήταν άγριες μέρες και δεν ησύχαζαν ώσπου ν' ακούσουν τ' αυτοκίνητα να φεύγουν. Ρωτούσαν το σπιτονοικοκύρη μήπως υπήρχε καμιά κρυφή ταβέρνα μες στο σπίτι του και ποιος πληρώνει όλα τούτα τα φαγιά. Εκείνος φοβόταν πιο πολύ απ' όλους, γιατί είχε καταντήσει να 'ναι ξένος μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Μόνο η δική του οικογένεια ήταν γερμανική κι ούτε ήξερε μέχρι πότε θα εξακολουθούσε να 'ναι. Μέσα στο αχούρι του ζούσαν άλλες δύο οικογένειες αλλοδαποί, μια ιταλική και μια ακόμα ελληνική. Οι μόνοι γκάσταρμπάιτερ σ' ολόκληρη την περιοχή. Όλοι αυτοί ανεβοκατέβαιναν τις σάπιες σκάλες που χρησιμοποιούσαν η γυναίκα του και τα παιδιά του, μπαινόβγαιναν στο ίδιο αποχωρητήριο της αυλής με ξεκούμπωτα πουκάμισα και λυμένα ζωνάρια και ανοιγόκλειναν την ίδια πόρτα, που πίσω της ποτέ δεν ήξερες τί σε περιμένει. Τα 'λεγε όλα αυτά στους γείτονες, όταν τον κατηγορούσαν πως έφερε μες στα πόδια τους αγριωπούς και πεινασμένους αγνώστους για μια χούφτα μάρκα. Προσπαθούσε να τους πείσει ότι τα κεφαλάκια και τα έντερα που έβλεπαν να κουβαλάνε οι νοικάρηδές του προέρχονταν από αρνάκια που αγόραζαν κανονικά από τα σφαγεία κι όχι από σφαγμένους Γερμανούς. Τί να πει κι ο ίδιος, που τα παιδιά του του μιλούσαν ήδη λέξεις ακαταλαβίστικες και τρώγανε όλ' αυτά τα σκατά. Το σπίτι του βρομοκοπούσε σκόρδο χωρίς να το βάζει στο στόμα του. Όπως κι εκείνοι μισούσε το σκόρδο κι όμως ήταν αναγκασμένος ν' ανέχεται την μπόχα του, για να μπορεί ν' αγοράζει τα λουκάνικα που τόσο αγαπούσε.

Η κόρη του αγάπησε το σκόρδο, επειδή προηγουμένως αγάπησε τον Έλληνα που το 'τρωγε. Όταν περνάω από την Κολονία, πηγαίνω και τους βλέπω.

«Το καλοκαίρι θα 'ρθω στην Ελλάδα», μου λέει κάθε φορά ο παλιός μου σπιτονοικοκύρης. «Ο εγγονός μου μου μαθαίνει ελληνικά».

Ποτέ δεν ήρθε. Και γιατί νά 'ρθει άλλωστε; Η Ελλάδα πήγε κοντά του.

[πηγή: Αντώνης Σουρούνης, Κυριακάτικες ιστορίες, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 32002, σ. 43-45]


Αντώνης Σουρούνης-Το μονοπάτι στη θάλασσα (απόσπασμα)

 Ήταν πριν πολλά χρόνια, τότε που οι άνθρωποι δεν είχαν ακόμα χωριστεί σε πλούσιους και φτωχούς κι όλα πάνω στη γη ήταν μικρά, στενά και λίγα. Τα σπίτια μας ήταν μικρά, τα μαγαζιά ήταν μικρά, η οδός Μουσών ήταν στενή, το κρεβάτι μου ήταν στενό, οι εκκλησίες ήταν μικρές, οι φίλοι μου ήταν μικροί. Και τα ρούχα μας ήταν στενά και λίγα, αφού ο παπα Γιώργης που μας τα’ δινε, δεν μας μετρούσε με τη μεζούρα. Ο κόσμος ήταν κι αυτός μικρός κι έπιανε από το δάσος του Σέιχ Σου μέχρι τη θάλασσα του Λευκού Πύργου. Η ίδια η γη ήταν τόσο μικρή, που όταν πήγα σχολείο την είδα πάνω στο τραπέζι του δάσκαλου και μπόρεσα να την αγκαλιάσω. Τ’ αυτοκίνητα και τ’ αεροπλάνα ήταν τόσο λίγα, που όταν έβλεπες ένα χειροκροτούσες και το κοίταζες ώσπου να χαθεί, γιατί θ’ αργούσες πολύ να ξαναδείς άλλο. Τηλέφωνο ούτε ακούγαμε, ούτε βλέπαμε. Για να το δει κανείς, έπρεπε να φάει ξύλο. Αν ήταν μικρός, στο γραφείο του διευθυντή του σχολείου, αν ήταν μεγάλος, στο γραφείο του διευθυντή της αστυνομίας. Το φαί ήταν τόσο λίγο, που όταν το είχαν οι άνθρωποι μπροστά τους, κάνανε το σταυρό τους σαν μπροστά σε εικόνισμα. Κλέφτες δεν υπήρχαν, γιατί οι άνθρωποι δεν είχαν τίποτα να τους κλέψεις. Το μόνο που έκλεβαν κάθε τόσο τα παλικάρια ήταν καμιά όμορφη κοπέλα κι αυτό γιατί ο μπαμπάς της τσιγκουνευόταν να τους τη δώσει κι αφού εκείνη προηγουμένως τους είχε κλέψει την καρδιά. Τα σπίτια δεν είχαν κλειδαριές, αλλά κανείς δεν έμπαινε από μόνος του, έπρεπε να πας εσύ ν’ ανοίξεις την πόρτα, για να καλωσορίσεις τον μουσαφίρη. Οι άνθρωποι ήταν κι αυτοί λίγοι κι αυτά που θέλανε ήταν τόσο μικρά, που στέλναν’ εμένα να τους τα φέρω. Τα μυαλά τους ήταν και μικρά και στενά και λίγα. Το άκουγα που το λέγανε συνέχεια ο ένας στον άλλο, ‘’στενόμυαλος είσαι’’, ‘’μικρό μυαλό έχεις’’, ‘’τα μυαλά σου είναι λίγα’’. Μου το λέγανε κι εμένα που ήμουν και μικρός και λίγος, πως το κεφάλι μου είναι άδειο και δεν έχει κουκούτσι μυαλό μέσα.


Όμως οι πιο πολλοί ήταν πρώτοι σε κάτι. Στο σπίτι μας όλοι ήταν πρώτοι σε κάτι. Ο μπαμπάς μου στο τάβλι, η μάνα μου στο ράψιμο και στην καλοσύνη, η θεία μου, η αδερφή της, στην καπατσοσύνη, ο θείος μου στις μπουνιές, ο νονός μου στην ομορφιά, η νονά μου στην τσαχπινιά, η καημένη η Κίτσα στην ασχήμια και στην κουτσαμάρα, ο αδερφός της ο Κολώνας στο κρασί και στη μουτζούρα, ο παππούς μου στη σειρά για να πεθάνει και η γιαγιά μου πρώτη σ’ όλα. Στα γράμματα ήταν τελευταία, ούτ’ ένα ήξερε, όμως δεν την ένοιαζε, επειδή αυτή, έλεγε, διαβάζει τα μάτια και τις ψυχές, ενώ με τα γράμματα διαβάζεις μόνο τις παλιοπατσαβούρες.

Και οι φίλοι μου ήταν όλοι πρώτοι σε κάτι. Άλλος στη μπάλα, άλλος στην εξυπνάδα, άλλος στις μπίλιες, άλλος στο πάλεμα, άλλος στο μάλωμα, άλλος στη δύναμη, άλλος στο τρέξιμο, άλλος στο πήδημα από ψηλά, άλλος στο πήδημα από χαμηλά, άλλος στις βρισιές, άλλος στις κλεψιές, άλλος στο σπάσιμο παραθυριών, άλλος στο σπάσιμο κεφαλιών, άλλος στο παίδεμα σκυλιών, άλλος γατιών κι άλλος στο παίδεμα των άλλων. Ακόμα και πρώτο στην κουταμάρα είχαμε. Μερικοί ήταν πρώτοι σε δυο, σε τρία και παραπάνω πράματα, όπως ο Σερπετός, που ήταν πρώτος στα ψέματα, στην πάρλα και στην πονηράδα. Γι’ αυτό εξάλλου τον λέγαμε κι έτσι, επειδή ήταν ύπουλος και πονηρός σαν φίδι. Στο σχολείο ήταν τελευταίος, αλλά στο δρόμο κι αυτό για πρωτιά πιανόταν. Προτού έρθει ο Αλιάμπρας στον μαχαλά μας ήταν και πρώτος στην εξυπνάδα, αλλά ήρθε εκείνος και του έφαγε τη θέση. Το Χέλι ήταν πρώτος όπου ήθελε κι αυτό, όχι μόνο γιατί ήταν ο πιο δυνατός, όχι μόνο γιατί είχε παρατήσει το σχολειό και δούλευε, όχι μόνο γιατί είχε γεννηθεί πρώτος απ’ όλους, αλλά και γιατί ήταν ο μόνος που είχε φιλήσει κορίτσι. Όσοι δεν ήταν πρώτοι κάπου, ήταν πρώτοι φίλοι κάποιου πρώτου.

Όλοι εκτός από μένα. Εγώ δεν ήμουν πρώτος πουθενά και σε τίποτα. Θα μπορούσα να γίνω ο πρώτος μαθητής στη γειτονιά, αυτό το πόστο ήταν άδειο, όμως θα έπρεπε να ξεπατωθώ στο διάβασμα, άσε, που θα γινόμουν και πρώτος στην ξεφτίλα. Θα μπορούσα ακόμα να γίνω ο πρώτος στην πάστρα, μου άρεζε να πλένομαι και να φοράω καθαρά ρούχα, όμως ούτε αυτό γινόταν. Όποιος τριγύριζε έτσι, ήταν σα να παρακαλούσε και να φώναζε, ‘’εδώ είμαι, λερώστε με, σας παρακαλώ, κυλήστε με στις λάσπες, χώστε με στα σκατά, να γίνω σαν κι εσάς’’. Ένα πράγμα υπήρχε χειρότερο από το να είσαι καθαρός, το να είσαι καθαρός και καλός μαθητής μαζί. Καλλίτερα να πέθαινες. Δεν σε άφηναν σε ησυχία, σε ψάχναν όλη μέρα για να σε βρουν και να σε βρίσουν, να σε βρωμίσουν, να σε πετάξουν στα βρομόνερα και στο τέλος να σε πλακώσουν στο ξύλο.

Αντώνης Σουρούνης, Το μονοπάτι στη θάλασσα, Καστανιώτης, Αθήνα 2006

Αντώνης Σουρούνης-Τα αγόρια της Μουσών

 Γεννήθηκα σ' ένα σπίτι χωρίς κανένα βιβλίο. Όχι μόνο εγώ, όλα τα παιδιά στο δρόμο μας σε τέτοια σπίτια γεννηθήκαμε. Στην οδό Μουσών. [...] Eίχα γεννηθεί λοιπόν στη Μουσών, έχοντας δεξιά μου την Ιωλκού, αριστερά μου την Καλλιόπης και παραδίπλα την Αιόλου. Οι άνεμοι με πήραν και με σήκωσαν. Όχι μόνο εμένα, όλους μας. Στη δεύτερη τάξη του Δημοτικού κατάλαβα ότι αυτό που μου άρεζε πιο πολύ απ' όλα να κάνω ήταν να γράφω εκθέσεις. Κατάλαβα και τι θα γίνω, όταν ο δάσκαλός μας ήρθε μια μέρα και μας διάβασε από την εφημερίδα κάτι που το είπε "χρονογράφημα". Μιλούσε για την άνοιξη και μ' αυτά που έλεγε μοσχοβόλησε όλη η τάξη. Τότε γύρισα στο διπλανό μου και του είπα ότι αυτή τη δουλειά θα κάνω κι εγώ όταν μεγαλώσω. Κάθε Δευτέρα γράφαμε έκθεση για το πώς περάσαμε την Κυριακή κι ενώ εγώ δεν είχα περάσει καλύτερα απ' όλους, έγραφα την καλύτερη. Το έλεγε ο δάσκαλος την άλλη μέρα και το διάβαζε στην τάξη. Δεν ήξερα όμως πώς να φτάνω στην ιστορία μου χωρίς εκείνα τα χαζά που γράφαμε όλοι, ξύπνησα, πλύθηκα, πήγα στο αποχωρητήριο, ντύθηκα, κι αυτό με στενοχωρούσε. Ώσπου μια μέρα έγραψα Αφού ξύπνησα κι έκανα τα πρωινά μου καθήκοντα... και μπήκα στο θέμα μου. Δε με πείραζε που την άλλη Δευτέρα όλες οι εκθέσεις άρχιζαν έτσι, για μένα ήταν η καλύτερη σκέψη που είχα κάνει μέχρι τότε. Μπορώ να πω ότι μ' αυτή την πρόταση άρχισε η συγγραφικής μου καριέρα. Αφού ξύπνησα κι έκανα τα πρωινά μου καθήκοντα...

'Έκανες τα πρωινά σου καθήκοντα;" με ρωτούσε πριν χρόνια με κέφι και τρυφερότητα κάποια γυναίκα, όταν μ' έβλεπε μεσημεριάτικα αξύριστο και μουρτζούφλη.

"Έκανες τα βραδινά σου καθήκοντα;" με ρωτάει η σημερινή μου γυναίκα με την ίδια τρυφερότητα και - παράξενο - με το ίδιο κέφι.

Δεν ήξερα ότι τα βραδινά καθήκοντα είναι περισσότερα από τα πρωινά κι ότι από νύχτα σε νύχτα αυξάνονται κι άλλο. Εγώ ξεκίνησα μ' ένα σαλοσπίρ των εκατό ("Ώσπου να πεθάνεις θα το παίρνεις αυτό", μου είπε ο καρδιολόγος) και τώρα έχω φτάσει σ' ένα ναπροσύν για το δεξί γόνατο και μια επιγονατίδα, ένα τσιρότο κολλημένο στη μύτη για την ανάσα, μια γαργάρα με τάντουμ βέρντε για το λαιμό, σταντ μπάι δίπλα στο κρεβάτι ένα τέταρτο νεοκαρντόν για τις ταχυπαλμίες κι ένα μπουσκοπάν σε περίπτωση που με ξυπνήσει η πέτρα στο νεφρό. Α, και κάμποσα ποτήρια κόκκινο κρασί, επειδή τα ερυθρά μου αιμοσφαίρια είναι λίγα. Συνταγή του γιατρού κι αυτή. Βέβαια εκείνος μίλησε για ένα ποτηράκι και θα αυξηθούν, εγώ όμως βλέπω ότι με τα πολλά ποτηράκια αυξάνονται οι αναμνήσεις μου, οι συγκινήσεις μου, οι χτύποι της καρδιάς μου, οι πόθοι μου κι οι πόνοι μου, γιατί να μην αυξηθούν και τα ερυθρά μου αιμοσφαίρια; Δικά μου δεν είναι κι αυτά;


Το κείμενο είναι από την εισαγωγή του βιβλίου του Αντώνη Σουρούνη, Tο μονοπάτι στη θάλασσα,
εκδ. Καστανιώτη, 2006.

Αντώνης Σουρούνης-Γέλια

Προσπαθώ συχνά να δώσω στην Ιστορία ανθρώπινο πρόσωπο και κάθε φορά που το κατορθώνω, βλέπω μπροστά μου μια γυναίκα χωρίς ηλικία, με ανάκατα μαλλιά, να ξεκαρδίζεται στα γέλια. Δεν ξέρω αν είναι απ’ αυτά που έχει ζήσει ή απ’ αυτά που σήμερα ζει. Μάλλον θα ’ναι κι από τα δύο μαζί. Η σύγκρουση που λένε στα σενάρια, η ανατροπή. Σίγουρα θα γελάει με τον εαυτό της, δηλαδή μ’ εμάς. Γελάω κι εγώ μαζί της, δηλαδή με τον εαυτό μου, και δε θα παραξενευτώ αν δω να γελάει και το παρδαλό κατσίκι.

Διαβάζω ένα ρεπορτάζ στην εφημερίδα για τους Αλβανούς και νομίζω πως διαβάζω το βιογραφικό μου. Κυριακάτικα, λέει, κάθονται στο καφενείο της Ομόνοιας, όπου μαζεύονται και τα λένε. Ό,τι έκανα κι εγώ πριν από τριάντα οχτώ χρόνια στην Κολονία. Προτού δημιουργήσουμε ένα καφενείο για να τα λέμε, μαζευόμασταν και τα λέγαμε στο σταθμό των τρένων. Ή δεν τα λέγαμε, κοιταζόμασταν μόνο από μακριά και συνεννοούμασταν. Το πρόσχημά μας ήταν πως θέλαμε ν’ αγοράσουμε ελληνική εφημερίδα από το μοναδικό κιόσκι που τις πουλούσε και οι πιο συνεσταλμένοι την κρατούσαν ορθάνοιχτη στα χέρια σαν ελληνική σημαία. «Έλληνας είσαι, φίλε;».

Μπορεί να είχαμε την τύχη να καταφθάσει και κανένα τρένο από την πατρίδα φορτωμένο με καινούργιους. Μπορεί να είχαμε ακόμα μεγαλύτερη τύχη, να ’φτανε κανένας συντοπίτης και να μαθαίναμε νέα για γνωστούς μας. Όπως φαινόμασταν εμείς τότε, φαίνονται οι Αλβανοί σήμερα. Αυτοί δεν έρχονται με τρένο, για να μαζεύονται στο σταθμό, έρχονται με τα πόδια και η Ομόνοια είναι το πηγάδι για να ξεδιψάσουν, να πέσουν μέσα και να πνιγούνε ή να τους πετάξουμε εμείς.

Μας κυνηγούν, λένε. Ό,τι έκαναν και σ’ εμένα. Μαχαίρωνε κάποιος Ιταλός ένα συμπατριώτη του στο Μόναχο και την πλήρωνα εγώ στην Κολονία. Έκλεβε ένας Έλληνας πορτοφόλι στην άλλη άκρη της Γερμανίας και ψάχνανε τις τσέπες τις δικές μου. Μας εκμεταλλεύονται, ισχυρίζονται. Και σ’ εμένα το ίδιο κάνανε. Ο χειρότερος και στυγνότερος εργοδότης που είχα στη ζωή μου ήταν Έλληνας στη Φρανκφούρτη και μάλιστα σπουδαγμένος. Ήμουν χωρίς άδεια εργασίας, χωρίς άδεια παραμονής κι έκρινε σωστό να είμαι και χωρίς μισθό. Μου έδινε δέκα μάρκα κάθε Σάββατο -δούλευα και τα Σάββατα- όσα χρειαζόμουν για να πηγαινοέρχομαι και να του δουλεύω.

Πολλές φορές, πηγαίνοντας με φίλους μου να πιούμε μια μπίρα σε γερμανικά μαγαζιά, σηκώνονταν μερικοί άντρες και μας κλείνανε την είσοδο. Την είχαν την ατυχία αυτή όσοι ξένοι διέθεταν έντονα μεσογειακά χαρακτηριστικά. Ευτυχώς εγώ δεν τα διέθετα και δε μου κλείναν την πόρτα. Είχαν όμως και την τύχη, εξαιτίας αυτών των ίδιων χαρακτηριστικών, να τους ανοίγουν την πόρτα τους οι γυναίκες. Δυστυχώς εγώ δεν τα διέθετα και δε μου την άνοιγαν.

Οι γονείς μου παίρνουν σύνταξη από τη Γερμανία και κάθε πρωί βγαίνουν στο μπαλκόνι και λένε «ευχαριστώ» – ιδέα δεν έχω σε ποιον. Είκοσι τόσα χρόνια δούλευαν στο εργοστάσιο δίπλα δίπλα με Τούρκους. Το 1922 ο πατέρας μου ήρθε στη Θεσσαλονίκη από τη Σμύρνη, όπου οι Τούρκοι σφάξανε το δικό του πατέρα. Πρόσφυγες, με όλα τα δεινά της προσφυγιάς. Ακόμα και το όνομα άκουσα πως τους άλλαξαν. Ένας που ξέρει απ’ αυτά μου είπε πως Σουργούνης στα τούρκικα σημαίνει πρόσφυγας, άστεγος, αλήτης, και το ελληνικό στόμα απέβαλε το γάμα. Το 1940 πήγε στην Αλβανία να πολεμήσει τους Ιταλογερμανούς. «Μετά είκοσι έτη» δούλευε μαζί με τους Ιταλούς στη Γερμανία. Σήμερα ήρθαν οι Αλβανοί να δουλέψουν στην Ελλάδα. Τρελά πράγματα. Η Ιστορία γελάει και μαζί της γελάω κι εγώ. Κι επειδή εγώ είμαι ο τελευταίος που πρέπει να γελάει, υποπτεύομαι μήπως και είμαι εκείνο το παρδαλό κατσίκι.

Αντώνης Σουρούνης, Κυριακάτικες ιστορίες, εκδ.  Καστανιώτη, Αθήνα 2002.

Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2021

Αντώνης Σουρούνης-Το κακό άρχισε από την αυλή μας

 


Είμαι βέβαιος ότι η καταστροφή του πλανήτη άρχισε από τη γειτονιά μου στη Θεσσαλονίκη. Για την ακρίβεια, μέσα από την αυλή μας. Μέχρι τότε όλα ήταν καλά κι ωραία. Υπήρχε χώμα παντού κι επομένως και λουλούδια. Ακόμα και τα σπίτια ήταν φτιαγμένα από χώμα και άχυρο. Τραβώντας ένα κομματάκι άχυρο κατέβαινε ολόκληρος σοβάς. Κι αν συνέχιζες, μπορούσες να ρίξεις και τον τοίχο. Μικροί το συνηθίζαμε πολύ αυτό το παιχνίδι, μια και δεν είχαμε με τι άλλο να παίξουμε.

Το σπίτι μας ήταν από τα μεγαλύτερα στο Κουλέ Καφέ, με μπαξέ και μια χωμάτινη αυλή περικυκλωμένη από γκαζοτενεκέδες με λουλούδια. Στον μπαξέ υπήρχαν μουριές, ροδιές, συκιές, βερικοκιές, κι εμείς τα παιδιά μαθαίναμε τους μήνες από το κάρπισμα των δέντρων. Ήμασταν καμιά δεκαπενταριά παιδιά σ’ αυτό το σπίτι. Κι άλλοι τόσοι μεγάλοι. Μ’ ένα και μοναδικό αποχωρητήριο στην άκρη της χωμάτινης αυλής. Από τα ίχνη στο χώμα καταλάβαινα ποιος βρίσκεται εκεί μέσα. Οι ξαδέρφες μου άφηναν κάτι πατημασιές σαν να περπατούσαν με τις γροθιές τους — κι αυτές ήταν που ενδιέφεραν εμένα. Άνοιγα απότομα τη σανιδένια πόρτα του «μέρους» και τινάζονταν επάνω, όπως τιναζόμουν κι εγώ, όταν από τη στρογγυλή τρύπα πεταγόταν κανένας ποντικός. Χρειάζονταν κότσια τότε, ακόμα και για τις πιο απλές σου ανάγκες.

Ένα απόγευμα ο αδερφός της μάνας μου, που ήταν χτίστης, ήρθε στο σπίτι μ’ ένα τσουβάλι τσιμέντο από την οικοδομή όπου δούλευε και το ’ριξε στην αυλή. Αυτό ήταν το πρώτο τσιμέντο που έβλεπα στη ζωή μου. Και μαζί μ’ εμένα και πολλοί άλλοι από τη γειτονιά. Στεκόμασταν όλοι γύρω γύρω και παρακολουθούσαμε εκστατικοί πώς το έστρωνε ο θείος μου σαν να άλειφε με βούτυρο μια μεγάλη φέτα ψωμί. Μείναμε εκεί ώσπου έπηξε σβήνοντας για πάντα τις πατημασιές από τις ξαδέρφες μου. Και την ανάσα της αυλής, όμως αυτό το κατάλαβα πολύ αργότερα. Μετά από λίγες μέρες τσιμέντωσε το δάπεδο του αποχωρητηρίου. Και κάποτε όλο το σπίτι.

Αυτός ο άνθρωπος ήταν τόσο παθιασμένος με το τσιμέντο, που για δεκαετίες ολόκληρες κυκλοφορούσε με το μυστρί στο χέρι και τσιμέντωνε ό,τι έβρισκε μπροστά του. Μετά πήρε κι άλλους στη δούλεψή του και δε θα ’ναι υπερβολή αν πω ότι τσιμέντωσε τη μισή Θεσσαλονίκη. Σήμερα κάθεται σ’ ένα ρετιρέ γεμάτο γλάστρες κι όλη μέρα φροντίζει τα λουλούδια και μιλάει μαζί τους.

Έξω από την πόρτα μας όμως ο κόσμος εξακολουθούσε να είναι όπως τον ξέραμε. Γεμάτος αλάνες που στις άκρες τους φύτρωναν τσουκνίδες και παπαρούνες και στο κέντρο τους αποτυπώματα από την μπάλα που παίζαμε και τους τσακωμούς που κάναμε. Και ο δρόμος φτιαγμένος από πέτρες. Κάτι κοτρόνες ανώμαλες και άγριες, που ξεπετιούνταν σαν πέτρινοι θάμνοι. Το βράδυ ακούγαμε τις οπλές των αλόγων που έσερναν τα κάρα να γλιστρούν πάνω τους και τους καροτσέρηδες να βρίζουν. Έτσι ξαπλωμένοι στα κρεβάτια μας μάθαμε τις πιο καλές βρισιές. Ακούγαμε και τα τακούνια των κοριτσιών που είχαν πάει βόλτα στην παραλία και ανηφόριζαν μιλώντας χαμηλόφωνα και γελώντας πνιχτά.

Μια μέρα ήρθαν κάτι άνθρωποι και πριόνισαν τα κλωνάρια του γερο-πλάτανου που χώριζε το σπίτι μας από την εκκλησία. Οι κάργες που φώλιαζαν χρόνια στην κουφάλα του πέταξαν κατατρομαγμένες και από τότε δεν ξαναείδα τέτοια πουλιά. Συνέχισαν με τον κορμό του και στο τέλος τον ξερίζωσαν τελείως. Παρακολουθούσαμε πάλι όπως τότε με το τσιμέντο, αλλά κανείς δεν τόλμησε να μιλήσει, επειδή στο διαμελισμό και στο ξερίζωμα έκανε κουμάντο ο κυρ Χαράλαμπος, παλιός χωροφύλακας, αλλά μπορούσε ακόμα να στέλνει όποιον ήθελε φυλακή. Ώσπου πέθανε ήταν επίτροπος στην εκκλησία. Μετά ήρθε η σειρά της μαρμάρινης βρύσης, που ήταν δίπλα στον πλάτανο και ξεδιψούσαν παιδιά και περαστικοί. Ο κυρ Χαράλαμπος την πήρε στην αυλή του και λένε πως αυτή τον σκότωσε. Ένα καλοκαιριάτικο μεσημέρι έσκυψε να πιει νερό, έπαθε συμφόρηση και πέθανε.

Σήμερα το μόνο που έχει μείνει από το δρόμο μας είναι τ’ όνομά του. Συνεχίζει να λέγεται οδός Μουσών, αλλά σχεδόν όλες οι μούσες έχουν πεθάνει. Απόμειναν δυο τρεις που κάθονται πίσω από τα παράθυρα κοιτώντας έξω κι ελπίζοντας να δούνε κανέναν άνθρωπο, αλλά το μόνο που βλέπουν είναι αυτοκίνητα που κινούνται γρήγορα πάνω στην άσφαλτο. Χώμα δεν υπάρχει πουθενά για ν’ ακολουθήσεις τα ίχνη και να βρεις τους φίλους σου.

Στα καινούρια καραμελέ σπίτια που γίνανε, ζούνε αρχιτέκτονες, γιατροί και δικηγόροι. Ωστόσο μέσα σ’ όλο αυτό το μπετόν αρμέ κατάφερε κι επέζησε ένα δέντρο έξω από το τσιμεντένιο μας σπίτι. Μια ακακία που ξεπετιέται μέσα από την άσφαλτο, για να μας θυμίζει πώς ήταν ο δρόμος μας κάποτε. Και που ίσως ξαναγίνει έτσι, όσο η ευωδιά της μας πηγαίνει πίσω και μας ξανακάνει παιδιά, έτοιμα ν’ αρχίσουν πάλι τη ζωή τους.

Αντώνης Σουρούνης, Μισόν αιώνα άνθρωπος, εκδόσεις Καστανιώτης

Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2021

Αντώνης Σουρούνης- Όλες γυμνές, όλες πανέμορφες


Η πρώτη εικόνα που έχω από τον κόσμο είναι γυμνές γυναίκες. Θα ήμουν δύο ή τριών χρόνων και η μάνα μου με πήρε μαζί της στο χαμάμ, όπου πήγαινε κάθε βδομάδα με τις γειτόνισσες. Μέχρι τότε δε θυμάμαι τίποτε από τη ζωή, λες κι εκείνη τη μέρα άνοιξαν τα μάτια μου, καθυστερημένα, σαν τα κουτάβια. Ή σαν εκείνη τη μέρα να γεννήθηκα και αντίκρισα την πλάση. Και οι γυναίκες άλλωστε έκαναν λες κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή ήρθα στον κόσμο και με υποδέχονταν. Με κάθιζαν στις γυμνές τους κοιλιές και ονομάτιζαν αυτό και τ’ άλλο που εξείχε από το σώμα μου και πώς λειτουργεί. Από τ’ αυτιά και τη μύτη μέχρι τα δάχτυλα των ποδιών μου. Ακόμα και σήμερα έχω τα κορμιά τους μπρος στα μάτια μου. Όχι και τόσο για τη γύμνια τους, όσο για τη φυσικότητά τους. Κινούνταν, περπατούσαν και στέκονταν σαν να ήταν ντυμένες και βρίσκονταν στο μαχαλά τους. Νέες και γριές, μιλούσαν, γελούσαν και φώναζαν, καταχαρούμενες που βρέθηκαν ολομόναχες μεταξύ τους, τσίτσιδες κι ανυπόδητες, ντυμένες μόνο με το σαρκίο που τους χάρισε η φύση και δεν τις ένοιαζε πια αν ήταν φτιαγμένο από μαλλί, κάμποτ, βαμβάκι ή μετάξι. Η αρσενική παρουσία ανάμεσά τους ήταν ακόμα στα σπάργανα, μπορούσαν λοιπόν να παίζουν μ’ αυτήν, όπως τα μικρά κορίτσια με την κούκλα τους. Εγώ ήθελα να παίζω με την Κατίνα. Άπλωνα τα μικρά μου χέρια προς το μέρος της, σημάδι πως αυτήν είχα επιλέξει, αυτή ήταν η πιο όμορφη. Και ήταν. Οι γυναίκες γελούσαν, αφού η γνώμη μου ακόμα δεν είχε καμιά σημασία γι’ αυτές και δε μετρούσε. Κι αυτό ακριβώς τις έκανε όλες όμορφες.
Όταν μεγάλωσα, είδα πολλές φορές την ίδια εικόνα σε έργα μεγάλων ζωγράφων. Γυναίκες καθιστές, γυναίκες ξαπλωτές και γυναίκες όρθιες, σε χώρους ανοιχτούς και χώρους κλειστούς, κάτω από δέντρα και πάνω σε μεταξωτά μαξιλάρια, όλες γυμνές και όλες πανέμορφες, εναρμονισμένες με τον εαυτό τους, το περιβάλλον και τη χαρά που τους πρόσφερε η στιγμή. Ζούσαν μέσα στο παρόν κι αυτό τις έκανε αιώνιες. Φαίνονται να μην έχουν ηλικία, επειδή φαίνονται να κουβαλάνε όλες τους τις ηλικίες, χωρίς να έχουν απαρνηθεί καμιά και χωρίς να προσμένουν κάποια άλλη. Δείχνουν μικρά κορίτσια και ταυτόχρονα μεστωμένες γυναίκες. Δίχως φιλάρεσκους υπολογισμούς και δίχως υλικούς στόχους. Με βυζιά που φυτρώνουν άνισα από μόνα τους, με μπούτια σαν κορμούς αμπόλιαστων δέντρων και με κοιλιές, κοιλιές μεγάλες και φουσκωμένες, έτοιμες να χωρέσουν μέσα τους όχι μόνο παιδί, αλλά ολόκληρο άντρα. Όλοι αυτοί οι ζωγράφοι λάτρευαν την ομορφιά και την αθωότητα, κι αυτά απεικόνιζαν. Όπως έκαναν και οι αρχαίοι Έλληνες με τα αγάλματα και τις αναπαραστάσεις που βλέπουμε σε τοιχογραφίες και σε πιθάρια. Ο γυμνός άντρας που ετοιμάζεται να παλέψει έχει την ίδια χάρη μ’ εκείνον που προσφέρει στη γυναίκα ένα λουλούδι και τον άλλο που κρατάει ένα κανάτι με κρασί. Κι όλοι μαζί έχουν τη χάρη της Αφροδίτης που συνοδεύεται από τον Έρωτα. Αν υπάρχει κάτι που ενώνει τους καλλιτέχνες μέσα στους αιώνες, είναι η άποψη πως η ομορφιά υπάρχει μέσα στην απλότητα και την αφέλεια. Όποιος δεν τ’ ανακάλυψε αυτό δεν είναι καλλιτέχνης, είναι απλός τεχνίτης.
Άλλη χάρη έχει ένα λουλούδι στο δάσος, άλλη σε μια γλάστρα κι άλλη μέσα στο βάζο. Από τη στιγμή που δίνεις σημασία και μετράς τη γνώμη των άλλων, μετράς και τα βήματά σου και τις κινήσεις σου. Οι γυναίκες που χτίζουν τα κορμιά τους με το μυστρί του πλαστικού χειρουργού πανικοβάλλονται όταν το βλέπουν να καταρρέει, ενώ εκείνες που πλάστηκαν με το χάδι του άντρα το καμαρώνουν και το χαίρονται μέχρι το τέλος. Όταν το σώμα χάνει τη φυσικότητα, χάνει και την ομορφιά του. Γιατί δεν υπάρχει όμορφο και άσχημο σώμα. Υπάρχει μόνο ζωντανό και νεκρό. Έμψυχο και άψυχο. Τα μικρά παιδιά που δε νοιάζονται για τη γοητεία τους, καθώς και όσοι γέροι άνθρωποι συμφιλιώθηκαν με το κορμί τους, είναι ολοφάνερη απόδειξη για το πόσο ωραίο μπορεί να ’ναι ένα σώμα που μέσα του δεν κατοικεί η φιλαρέσκεια αλλά η αθωότητα. Και πόσο άσχημο μπορεί να είναι το σώμα κάποιου ή κάποιας που το κινεί για να αρέσει ή ακόμα χειρότερα για να το εμπορευτεί. Δεν υπάρχει πιο άσχημο κορμί από εκείνο της νεαρής καλλίγραμμης πόρνης, που σου το προσφέρει κούφιο και άψυχο, επειδή η καρδιά της είναι αφημένη στον αγαπητικό της. Και δεν υπάρχει πιο όμορφο από το σώμα της γριάς Κατίνας, που το ’χε η μοίρα της να παντρευτεί το φούρναρη της γειτονιάς μας και την ώρα που έπεφταν για ύπνο οι περισσότερες όμορφες γυναίκες, εκείνη σηκωνόταν για να ζυμώσει, να φουρνίσει και να φτυαρίσει. Συνέχεια ήταν αλευρωμένη, σαν να έπλαθε τον εαυτό της καθημερινά μαζί με το ψωμί της, κι όπως αυτό ήταν πάντα φρέσκο κι ευωδιαστό, έτσι ήταν κι εκείνη.
Σήμερα, όταν τη βλέπω καμιά φορά στο δρόμο καθαρή πια και ξεκούραστη, μου χαμογελάει μ’ εκείνο το ίδιο κοριτσίστικο χαμόγελο του χαμάμ, τότε που άπλωνα τα χέρια προς το μέρος της. Απλώνω το χέρι να τη χαιρετίσω και, παρόλο που είναι γριά και ντυμένη, το σώμα της έχει την ίδια στάση που είχε γυμνή κοπελίτσα, όταν για μια στιγμή στη ζωή της υπήρξε η πρώτη και ωραιότερη γυναίκα στην ψυχή ενός νεογέννητου άντρα. Χωρίς να το ξέρει η ίδια.

Αντώνης Σουρούνης (15 Ιουνίου 1942 - 5 Οκτωβρίου 2016)
Κυριακάτικες ιστορίες, εκδόσεις Καστανιώτη.

Παρασκευή 13 Αυγούστου 2021

Αντώνης Σουρούνης - Ένα αγόρι γελάει και κλαίει (απόσπασμα)


Οι χρόνοι εκείνοι φύγανε εδώ και καιρό.
Οι άνθρωποι που έρχονταν κάποτε μέσα στη νύχτα στο σπίτι μου με το κρασί τους, το γέλιο τους και το δάκρυ τους χάθηκαν. Τα μεγάλα όνειρα παραμεριστηκαν επειδή ακριβώς ήταν μεγάλα. Οι παλιοί σύντροφοι χτίσανε σπίτια, φτιάξανε οικογένειες, αγόρασαν χρηματοκιβώτια. Μα εγώ, που δεν έκτισα κανένα σπίτι για αν θάψω κάτω από τα θεμέλια του τους ανθρώπους που αγάπησα, εγώ που απαρνήθηκα την οικογένεια για να μείνω πιστός στο ομαδικό όνειρο, νιώθω πως έχω ένα χρέος απέναντι στο προδομένο μας παρελθόν και στον εαυτό μου...

Ένα αγόρι γελάει και κλαίει

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2019

Αντώνης Σουρούνης-Άνθρωποι και δελφίνια

         Το αφήγημα προέρχεται από το βιβλίο Κυριακάτικες ιστορίες (2002) του Αντώνη Σουρούνη. O συγγραφέας εκκινεί από τη θλιβερή φωτογραφία που είδε στην εφημερίδα και απεικόνιζε δύο πεθαμένα και παραπεταμένα δελφίνια σε παραλία της Χαλκιδικής. Το δυσάρεστο αυτό συμβάν προβληματίζει γενικότερα το συγγραφέα για την ανθρώπινη αδιαφορία και την κακομεταχείριση των έξυπνων και φιλικών δελφινιών.


Αυτό που παθαίνω με τα δελφίνια δεν το παθαίνω ούτε με τους ανθρώπους. Όσα και να 'χω δει στη ζωή μου χαράχτηκαν ανεξίτηλα στη μνήμη μου. Άσχετα αν τα είδα στην πραγματικότητα, στη μικρή ή μεγάλη οθόνη ή φωτογραφημένα σε εφημερίδες και περιοδικά. Δεν ξέρω πώς γίνεται αυτό. Η αλήθεια είναι ότι τ' αγαπάω. Κι άλλα ζώα όμως αγαπάω και τα 'χω ξεχάσει. Υπάρχουν μάλιστα και ορισμένα που ζήσαμε μαζί και τα ξέχασα. Όλ' αυτά τα δελφίνια που προανέφερα, ζωντανά, φωτογραφημένα, κινηματογραφημένα, εκτοπίστηκαν εδώ και κάμποσο καιρό από ένα νεκρό δελφίνι, που το είδα σε φωτογραφία της εφημερίδας Μακεδονία. Κείτονταν νεκρό στην παραλία της Αρετσούς, της Νέας Κρήνης, πυροβολημένο από την καραμπίνα κάποιου ψαρά. Δε θυμάμαι τι έλεγε το ρεπορτάζ. Αν δηλαδή είχε εξοκείλει μόνο του για να πεθάνει εκεί, αν το είχε ξεβράσει η θάλασσα σαν άχρηστο πια ή αν το είχε σύρει ο φονιάς του για να το επιδείξει. Έχω ξεχάσει τα λόγια, μόνο τη φωτογραφία θυμάμαι. Κείτονταν νεκρό, όπως είπα, στη βρόμικη άμμο, με μια αιώνια θα 'λεγα μεγαλοπρέπεια, τέτοια που λίγα ζώα διαθέτουν κι ακόμα πιο λίγοι άνθρωποι. Πάνω από μια βδομάδα ήταν σ' εκείνη τη θέση, κατάχαμα, σαν πίνακας νεκρής, κατάνεκρης φύσης, έργο κι αυτό του ανθρώπου, μέχρι που δημοσιεύτηκε η φωτογραφία του κουφαριού* του κι ήρθαν και το περιμάζεψαν, όχι από ντροπή αλλά από δημαρχιακή πολιτική. Αναδύθηκε* στη μνήμη μου πάλι προχτές, που διάβασα στις εφημερίδες πως δυο γερμανοί βιοψυχολόγοι, πειραματιζόμενοι με διατηρημένους εγκεφάλους δελφινιών, έφταναν να αναρωτιούνται «μήπως τα δελφίνια δεν είναι τόσο έξυπνα όσο φαίνονται». Κάποτε θα έφταναν. Μπορεί να είδαν κι αυτοί τη φωτογραφία που είδα εγώ στη Μακεδονία και που φάνταζε σαν το τέλος όλων των δελφινιών του κόσμου. Κι όταν έχει επέλθει το τέλος κάποιου που υπήρξε ιδιαίτερα ευφυής, ιδιαίτερα αγαπητός, ιδιαίτερα γενναίος, έρχονται κάποιοι κάποτε και τον αποκαθηλώνουν,* φέρνοντάς τον στα μέτρα του δικού τους μυαλού, της δικής τους καρδιάς και της δικής τους ανδρείας.
         Πριν από χρόνια που ταξίδευα με ελικόπτερο πάνω από τη θάλασσα του Αγίου Όρους, είχα την τύχη να δω μια οικογένεια δελφινιών, που ταξίδευε κι αυτή παίζοντας. Ελεύθερα μέσα στο πέλαγο, φωνάζανε, μας χαιρετούσαν, έκαναν άλματα για να μας φτάσουν. Κι είχα την ατυχία να παρακολουθήσω σ' ένα θαλάσσιο τσίρκο την κατάντια τους. Μπορεί να ήταν και η ίδια οικογένεια, δεν ξέρω, όμως ό,τι έκαναν το έκαναν για ένα ψάρι. Εκτελούσαν κάθε νούμερο που τους πρόσταζε ο δεσμοφύλακάς τους μόνο για την τροφή τους. Βουτιές, πηδήματα, τούμπες και κωλοτούμπες. Τα παιδάκια χειροκροτούσαν και οι γονείς χαίρονταν με τη χαρά τους. Κανείς δεν τους λέει ότι τα δελφίνια αυτά είναι φυλακισμένα και καταδικασμένα σε θάνατο. Ότι έχουν ψαρευτεί απ' τους επιτήδειους, όπως οι γυναίκες που καταφθάνουν από τις γύρω χώρες στη χώρα μας, κι ότι έχουν πουληθεί με το κεφάλι, όπως εκείνες. Πενήντα χιλιάδες δολάρια, τόσα κοστίζει ένα δελφίνι στο τσίρκο, και πρέπει να βγάλει γρήγορα τα λεφτά του γιατί πεθαίνει και γρήγορα.
         Στη θάλασσα ζει μέχρι και πενήντα χρόνια, στις πισίνες όμως με το χλώριο, τις κρέμες που τα αλείφουν και τ' άλλα δηλητήρια δεν αντέχει για πολύ. Είναι και η αντιπαλότητα που υπάρχει με τ' άλλα δελφίνια για κείνο το ψάρι και πρέπει συνεχώς να μάχεται όπως οι μονομάχοι στις αρένες.* Το πλήθος ενθουσιάζεται με κάτι τέτοια και επευφημεί. Τον πρώτο καιρό εξάλλου τα ταΐζουν με νεκρά ψάρια για να τα καταστήσουν τελείως υπάκουα. Πολλά κερδίζουν το ψάρι τους τρελαμένα, επειδή μπερδεύονται με τα κύματα που αναπαράγονται στις τετράγωνες αυτές δεξαμενές και παθαίνουν ό,τι θα πάθαινε κι ο άνθρωπος αν ζούσε σ' ένα δωμάτιο γεμάτο καθρέφτες. Έτσι λένε κάτι άλλοι επιστήμονες.
         Η είδηση δε λέει αν οι δύο επιστήμονες για τα πειράματά τους χρησιμοποίησαν εγκεφάλους φυλακισμένων ή αλανιάρικων δελφινιών. Γιατί όσο έξυπνος και να 'σαι, έπειτα από τόσο μακρόχρονη φυλάκιση και τέτοια ζωή, το λιγότερο που μπορείς να χάσεις είναι το μυαλό σου. Μπορεί όμως να συμβαίνει και τ' άλλο. Να επρόκειτο δηλαδή για δελφίνια αλανιάρικα και όπως ένα κουτός άνθρωπος θεωρεί βλακείες ό,τι αδυνατεί να καταλάβει, έτσι κι εμείς να φτάσαμε στο συμπέρασμα πως τα δελφίνια «δεν είναι τόσο έξυπνα όσο φαίνονται».


Α. Σουρούνης, Κυριακάτικες ιστορίες,
Καστανιώτης

      
* κουφάρι: πτώμα * αναδύθηκε: ξαναήρθε * αποκαθηλώνουν: κατεβάζουν από ψηλά, υποβιβάζουν * αρένες: χώρος διεξαγωγής θηριομαχιών ή ταυρομαχιών