Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Μητσάκης Μιχαήλ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Μητσάκης Μιχαήλ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 8 Ιουνίου 2025

Μιχαήλ Μητσάκης - Παρά το κύμα

 Ἤρχετο ἀπὸ πέρα, σκεπτικά, ἀργά, μὲ ἐλαφρὰ σκυμμένο τὸ κεφάλι, μόνη, σιωπηλή, πότε κυττάζουσα μπροστά της, πότε κυττάζουσα μακρυά της. Καὶ μὲ τὸ ψάθινο καπέλλο της, τὸ κοντόγυρο, λευκό, μὲ τὴ στριμμένη της πλεξίδα, τὴ μισόξανθη, μὲ τὸ βραχύ της φουστανάκι, πού, καλόβολο, ἀφίνη νὰ προβάλλουν τορνευτὲς ἡ κνῆμες της, μὲ τὴ λεπτή της μέση, καὶ τὸ ζεῦγος τὸ στρογγύλο τῶν ἀρτιγεννήτων της μαστῶν, μικροκάμωτη κ' εὐλύγιστη, δροσερὴ καὶ εὐμελής, ροδοχρώματη κι' ἀκμαία, καὶ ἀργὴ καὶ σκεπτική, ἀνεβαίνει τὸν ἀνήφορο, παρὰ τ᾿ ἀραιὰ σπίτια, μέσα στὰ λίγα χόρτα, χάμου στὸ γιαλό, στὰ κόγολα, στὸν ἄμμο, ἀποκάτ᾽ ἀπ᾿ τὸν ὁρίζοντα, πλατύν. Ανεβαίνει τὸν ἀνήφορο, τὸ μικρὸ αὐτὸ γκρεμό, τὸ ψήλωμα τὸ λίγο, μὰ ἀνώμαλο, πετρῶδες, σκεπτική, ἀργή, ἀκμαία καὶ δροσάτη, μικροκάμωτη κ' εὐλύγιστη, καὶ ἁρμονικὴ καὶ ραδοχρώματη, μέσα στὰ λίγα χόρτα, χάμου στὸ γιαλό, στὰ κόγολα, στὸν ἄμμο, παρὰ τ᾿ ἀραιὰ σπίτια, ἀποκάτ᾽ ἀπ᾿ τὸν πλατύ, τὸν καταξάστερον ὁρίζοντα, ἀφίνουσα ὀπίσω τοῦ καστροειδοῦς ξενοδοχείου τὸν ὄγκο τὸ νεόχτιστο.

Αντλήθηκε απ' το προφίλ του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2023

Μιχαήλ Μητσάκης -Θεάματα του Ψυρρή

Εκ του στενού, ως τουρκικής πόλεως, δρομίσκου του Ψυρρή, συρφετός διέρχεται, ποικίλος, άνθρωποι και κτήνη, παιδία και γυναίκες, νοικοκυραίοι και εργάται, λαϊκόν πλήθος, πηγαίνον ή ερχόμενον, διαφοροτρόπως ενδυμένον, ως εν απόκρεω προχείρω, πληρούν βόμβου την μικράν οδόν. Κορασίδες, φέρουσαι τας στάμνας των εις χείρας, διευθύνονται συχνά, προς την πλησίον βρύσιν της πλατείας, δια να τας γεμίσουν, μαθηταί επιστρέφοντες εκ του σχολείου, οψοκομισταί, λούστροι, πλύστραι, μοδιστρούλες, εμποροϋπάλληλοι, δικηγόροι ενίοτε με δικογραφίας υπομάλλης, εξερχόμενοι του κοντινού κακουργιοδικείου, ρασσοφόροι κάποτε, βρακάδες πού και πού, στρατιωτών πηλίκια και αρβύλαι, κανέν μαύρο τσεμπέρι γραίας, ιθαγενών αθηναίων φουσκωμένα προς τα οπίσω πανταλόνια, φθάνοντα μέχρι του γόνατος και μόνον, πολύχρωμοι κνημίδες υποκάτω, εμφανίζονται, κινούνται, σπεύδουν, βραδυπορούν, διασχίζουν τον δρομίσκον, βυθίζονται εις τας λοιπάς της συνοικίας ατραπούς, λαβυρινθώδεις, στενάς επίσης αλλά ζωτικωτάτας αρτηρίας, υπηρετούσας την ερμαϊκήν ταινίαν, την Βλασσαρούν, τον Άγιον Φίλιππον, το Γεράνι, την πλατείαν της Ελευθερίας, την λεωφόρον Πειραιώς, τα μέρη του σιδηροδρόμου. Άμαξαι ή κάρρα παταγούν περιοδικώς, κυλίονται με προσοχήν, μόλις χωρούντα να περάσουν, καταλαμβάνοντα όλον το πλάτος του σοκακιού, με τους τροχούς των συμπιεζομένους από τα εκατέρωθεν λιθόστρωτα. Ομάδες καρπαθίων, λατόμων ως επιτοπολύ, εκ των ασχολουμένων εις τα πέριξ της πόλεως νταμάρια, επανακάμπτοντες εκείθεν, δια να αναπαυθούν και διασκεδάσουν, αύριον Κυριακήν, επιδεικνύουν λυγιζόμενα τα υψηλά των αναστήματα και την ιδιόρρυθμον αμφίεσίν των. Πλανόδιοι οπωροπώλαι οδηγούν αργά αργά τα βασταγούδια των, φορτωμένα με σταφύλια ιδίως και τις εξ αυτών, εκαβαλίκευσε το ιδικόν του εις τα νώτα, όπισθεν των κοφινίων, κι εποχείτο με τα μικρά του σκέλη ψαύοντα την γην. Εντός των γύρω μαγαζείων, ισογείων ή υπογείων πάντοτε, εργάζονται οι ένοικοι μικροπαντοπώλαι, μικροψιλικοπώλαι, μικροκαπνοπώλαι, εις χρυσοχόος εκθέτων αναμίξ επί των θαμβών υέλων του δακτυλίδια προϊστορικά, αλύσσεις παναρχαίας, ασημένια κουταλάκια του γλυκού και εικόνας αγίων, ταβερνιάρηδες ή κρεοπώλαι ή μανάβηδες. Ο γείτων μάγειρος, ο Τάσσος, έχει ανοικτόν το μαγειρείον του, και κάθητ’ έμπροσθεν αυτού, κοντός, χονδρός, με την μακράν ποδιάν του, τους νευρώδεις βραχίονας, οίτινες μόνου του υποκαμίσου την περίπτυξιν ανέχονται. Του καφφενείου του κυρ Πολύχρονη οι θαμώνες, στριμόνοντ’ επί του πεζοδρομίου, μόλις κρασπεδούντος την οδόν, το πολύ δύο σπιθαμών εκτάσεως, επιτελούντες θαύματα ισορροπίας, με τον κορμόν των και τους δύο πόδας της καρέγλας επ’ αυτού, τους δ’ ιδικούς των και τους δύο άλλους της, εντός του οχετού του παραρρέοντος οι πλείστοι. Μία φεσού, διήλθε προ μικρού, στολισμένη, εύσωμος, σείουσα το παππάζι της, κυμαίνουσα τα πυγαία, μεγαλοπρεπώς. Από του ενός μέρους εις το άλλο διαμείβονται συνομιλίαι, διάλογοι, συνάπτονται, αστεία πολλάκις, απευθύνονται, ανταλλάσσονται φωναί και επικλήσεις, θορυβώδεις, εύθυμοι, κραυγαστικαί συνήθως, εν οικειότητι ως οικογενειακή. Εις υψηλός λοιδωρικιώτης, επέρασεν αρτίως, φέρων περί τον αυχένα τυλιγμένον ζωντανόν αρνίον, όπερ εκράτει εκατέρωθεν διά των χειρών, άγων φαίνετ’ αυτό κάπου προς πώλησιν ο άνθρωπος. Και υπήρξε γέλως σιγηλός επί στιγμήν, και βλέμματα ειρωνικά τριγύρω, διά τον τρόπον ον εκράτει το σφακτόν, με το κεφάλι του προβάλλον παραλλήλως προς το ιδικόν του, εκ πλαγίου. Δύο κουτσαβάκηδες διήλασαν συγχρόνως, περιπλέγδην, ως μισομεθυσμένοι, την ρεπούμπλικαν στραβά, κάτω τους γύρους, τρικλίζοντες προσποιητά και επιδεικτικώς, τραγουδούντες διά λάρυγγος βραγχώδους οιδαλέου άσμα, αρτίτοκον γέννημα των ρυακίων του Ψυρρή:

Βάρα με το στυλέτο
Κι όσο αίμα τρέξη πιέτο!
Αίφνης, οπίσω των διαβατών, μόνος εν μέσω της οδού, σκύλος επεφάνη, βραδέως βαίνων. Την κεφαλήν έχων σχεδόν εγγίζουσαν το χώμα, κυρτήν την ράχιν, κατεβασμένην την ουράν, τα σκέλη διεστώτα, επροχώρει βήμα προς βήμα, επωδύνως. Η γλώσσα του εκρέματο εκτός, ερυθρά, μακρά, γλοιώδης, εν αγκομαχητώ και άσθματι. Ύφαιμοι οι οφθαλμοί του, απλανείς, σκοτεινοί και σταθεροί, εφαίνοντο ως πλέοντες εις όνειρον, παρατηρούντες ωρισμένον τι σημείον επί του εδάφους, μετακινούμενον κι εκείνο προς τα πρόσω, χωρίς να στρέφωνται ούτε εντεύθεν, ούτ’ εκείθεν. Το τρίχωμά του όλον, έφρισσεν, ήτον ανορθωμένον, ως ακανθοχοίρου, αιχμηρόν, κι εκάμπτοντο τα γόνατά του ως εβάδιζεν. Εβιάζετο εν τούτοις, έσπευδεν, ωσάν να ήθελε να τρέξη, ως να φύγη, μετά βίας, και εν τάχει, όσω δυνατόν. Επί της γης, κατόπιν του, άφινε προχωρών, μακράν γραμμήν, κόκκινην, χαράσσουσαν το έδαφος, εξελισσομένην εν συνεχεία ως επί το πλείστον, άλλοτε εις στίγματα ευρέα, παρακολουθούσαν τον παράδοξον διαβάτην. Και από της κοιλίας του, ηνεωγμένης κατά μήκος, εκ μακράς πληγής, τεμνούσης όλον το υποκάτω του σώματος αυτού, διηκούσης από των αιδοίων μέχρι του στήθους του, σχεδόν, τα εντόσθιά του έπιπτον χαμαί, πάνοπτα, κρεμάμενα, εσύροντο επάνω εις το χώμα, όλα έξω, εν όγκω υποπρασίνω και αιμοφύρτω. Μόλις εκινείτο, απάγον ούτω τα έντερα αυτού, οικτρόν την θέαν, το τετράποδον, καταμεσής του δρόμου, ωσάν να ήθελε συγχρόνως και να επιδείξη όσον οίον τε μακρότερον και εμφανέστερον την όψιν του τοιαύτην. Η κατακόκκινη γραμμή, εσημείωνεν ανά παν βήμα την διάβασιν αυτού, εκτείνετο, εκ της πλατείας όθεν εμφανίσθη, κατελάμβανε βαθμηδόν όλον τον δρόμον, μηκυνομένη κατ’ ολίγον, απλουμένη αδιακόπως, πένθιμος. Και ως από συνθήματος, διά την στιγμήν αυτήν, έλειψαν κι οι άλλοι διαβάται, όλοι, ανεκόπη κατά σύμπτωσιν τυχαίαν η παρέλασις αυτών, και της οδού κυρίαρχον, το ζώον επροχώρει, επιβλητικόν εν τη απαισιότητι αυτού.
Εν τη οδώ ανακίνησις έγινε μεγάλη, συνεταράχθη εκ βαθέων παρευθύς, πας ο συρφετός. Μετά περιεργείας αναμίκτου ηδονή, απέβλεψαν οι εν αυτή επί το όραμα προσήλωσαν τα βλέμματά των θεωρούντες εν εκπλήξει, εξεγέρσει διά το απροσδόκητον, αλλά και μ’ ευχαρίστησιν ανθρώπων μη ανοικειώτων εις τοιαύτα. Τρεις μάγκαι, καθήμενοι πλησίον της πλατείας, πρώτοι – πρώτοι το ανήγγειλαν, καθώς το είδαν έβαλαν κραυγάς, εγέλασαν παταγωδώς, — Τήραξε ρε, τήραξε!— το επλησίασαν, ήρχισαν να το συνοδεύουν προχωρούν. Ένθεν κι εκείθεν, επί τω ακούσματι, κεφαλαί υψώθησαν, τράχηλοι ετάθησαν, όμματα το ανεζήτησαν, εκαρφώθησαν επάνω του. Επί του δρόμου διέτρεξεν ακαριαίως πνεύμα ωσεί χαρμονής, και φιλοπραγμοσύνης εν σπουδή. Οι αναγινώσκοντες επί του πεζοδρομίου τας εφημερίδας τας αφήκαν, ο Τάσσος εξηγέρθη του καθίσματος, προέβη δυο – τρία βήματα, διά να ιδή καλύτερα. Μυκτηρισμοί, αναφωνήσεις, θόρυβος παντοειδής, ηκούσθη, ανεδόθη, εκυλινδήθη παρατεταμένος. Εκ των μικροεργαστηρίων, προς αυτόν, εξιππάσθησαν πολλοί, ανείδον, και μαντεύσαντες, ετινάχθησαν, εβγήκαν εις τας θύρας, ανέμιξαν τας ερωτήσεις και τους γέλωτάς των και αυτοί, και ίσταντ’ επί των ουδών κυττάζοντες. Εις εκ των ευρισκομένων έξω εις τον δρόμον, εστράφη προς τα ένδον μαγαζείου, προσεκάλεσέ τινα μεγαλοφώνως: —Έλα να ιδής ρε Παναγιώτη!… Ο Πολυχρόνης άφησε να ψήνωνται μονάχοι οι καφφέδες, προέβαλε θυελλωδώς, εξώρμησε δι’ αλμάτων κολοσσιαίων, από του καφφενείου του το βάθος.
— Τι τρέχει ρε, τι τρέχει;…
— Να, ένα σκυλί σφάξανε και πάει πέρα…
— Βρε το άτιμο!… Τι λες ρε;… Ποιος τώκαμ’ έτσι ρε;…
— Ξέρω γω;!…
— Τήρα τα πλεμόνια του!… Βρε το άτιμο!… Ποιος τώκαμ’ έτσι ρε Σταύρο;…
— Ο Μιχάλης ο χασάπης, πήγε ναν τον δαγκάση λέει χτες το βράδυ που γύριζε στο μαγαζί και το βάρεσε· σήμερα κει που καθότανε στον καφφενέ πάλε του πήγαινε απόκοντα και τον εβάβυζε· βγάζει κι εκείνος το μαχαίρι και τoύχει μια στην κοιλιά!…
– Αλήθεια ρε;… Τι λες ρε;… Αλήθεια…
Και καγχασμοί, εκρήγνυντ’ επί τη διηγήσει, σκώμματα, και ερωτήσεις, και διαλέξεις γεγωνυίαι. Αυξάνεται η περιέργεια εκ των πληροφοριών, όρεξις εκμαθήσεως γεννάται πλειοτέρων , και ανακοινώσεων αιτήσεις. Αποβλέπουν πάντες προς τα πέραν, παρακολουθούν δια των οφθαλμών το φεύγον ζώον, συνταυτίζοντ’ εν κοινώ αισθήματι ευθύμου θεαματικότητος, ανταποκρίνονται, και γήθονται ακούοντες την ιστορίαν. Οι πλείστοι απετέλεσαν ως στοίχους εκατέρωθεν του δρόμου, οιονεί εν παρατάξει, δια μέσου των οποίων διέρχεται ο αιμοσταγής περιπατητής. Άλλοι τρέχουν οπίσω του, διά να τον φθάσουν καν τον απολαύσουν περισσότερον. Οι μάγκαι είναι πάντοτε οι κύριοι δορυφόροι του, επόμενοι πιστώς και επισήμως, οι δύο εκ πλαγίου και ο τρίτος ουραγός, εγγύτατα. Αλλ’ εις αυτούς, ικανοί ήδη προσετέθησαν, βαδίζουν παραπλεύρως των παρατηρούντες, και εσχηματίσθη όμιλος.
Ο πληγωμένος σκύλος εν τω μεταξύ, εξηκολούθει την πορείαν του, εσύρετο, ως ημπορούσε, μετά μόχθου. Αργά – αργά, τρικλίζων επί τας τρεμούσας κνήμας του, σιωπηλός διέγραφε τα βήματά του τα επώδυνα, ως να τα εμετρούσε ταυτοχρόνως. Ως γέρων, κύπτων υπό των μακρών ετών το βάρος, προέβαινε προδήλως υποφέρων, πάσχων προφανώς. Κατάδικος θα έλεγες, φέρων επί των ώμων τον σταυρόν αυτού, και διευθυνόμενος, με γυία κεκομμένα, να υποστή το μαρτύριόν του. Αναμφιβόλως η πορεία τού εκόστιζε πολύ, μετ’ άχθους αυξομένου επροχώρει με λογιζόμενα τα διεσταλμένα σκέλη του αείποτε κατά στιγμήν. Κατώρθωνεν όμως ουχ ήττον να βαδίζη, εκινείτο, άφινεν οπίσω ίχνη της προόδου του. Ήδη, είχε διέλθει μέγα μέρος του δρομίσκου, κοπιωδώς, αλλ’ εν αντοχή. Ενίοτε η δύναμις εφαίνετο εν τούτοις να τον εγκατέλειπε, κι εστέκετο δι’ εν λεπτόν, και έπαιρνεν αναπνοήν βαθείαν. Όμως, ετίθετο εις δρόμον πάλιν γρήγορα, μετετοπίζετο, ωσάν ν’ ανέκτησεν εκ του σταθμού του κάποιαν ισχύν, ήνοιγεν αύθις τας τρεμούσας κνήμας του. Και τα εντόσθια αυτού εσάρωναν το έδαφος διαρκώς, εμίαιναν το χώμα και εσήκωναν την σκόνην, ήτις προσεκολλάτο εις αυτά.
Περί αυτόν, ο όμιλος ηυξάνετο και η βοή πλειότερον. Όλα τα παιδαρέλια, όσα εύρεν εμπροστά της η πομπή, τα προσηλύτισε, τα ήγρευσεν, εξογκουμένη ολονέν. Εκ των εργαστηρίων υπηρέται προσετέθησαν πολλοί, και κύριοι ουχ ήττον ουκ ολίγοι. Οι εντός έτι απομείναντες, ακούοντες αυξάνοντα τον θόρυβον, αποφασίζουν επιτέλους, παραιτούν την εργασίαν των, υποκεντώμενοι. Οι μη ιδόντες διόλου, εκζητούν να εισέλθουν εις το θέαμα, όσοι είδαν αρχήθεν, θέλουν λεπτομερείας ευρυτέρας.
— Τι τρέχει ρε Δημητράκη;…
— Να, δε γλέπεις τι τρέχει;…
— Στο σεργιάνι τάβγαλε τάντερα του, ρε Δημητράκη;..
Εκ των συναντωμένων καθ’ οδόν, εσταματούσαν ως εικός οι περισσότεροι, και έβλεπαν, τινές δε διεγειρόμενοι, παρηκολούθουν και αυτοί. Και κατά βήμα προσετίθεντο και άλλοι, απετέλουν μέρος της πορείας, έτειναν την κεφαλήν κι εκύτταζαν, κι ιδόντες, είποντο, ρυθμίζοντες το βάδισμά των προς το των λοιπών. Απετελέσθη ούτω συνοδεί’ αλλόκοτος, ωσεί αήθης λιτανεία, άγουσα τον σκύλον τούτον, με τα έντερα εκτός, επί την τελευτήν του την μοιραίαν. Και εξ αυτής, γέλωτες πάντοτ’ ανεδίδοντο, ομιλίαι, τωθασμοί, συρίγματα ενίοτε, ορυμαγδός ποικίλος, αναγκάζων τους περιοικούντας να ανοίγουν διά να μάθουν την αιτίαν του. Έβαινε δ’ εν τω κέντρω το τετράποδον, διηνεκώς, ωσεί διευθύνον την πομπήν, βραδυπορούν πλειότερον ή πριν, αδυνατίζον επί μάλλον, την αυτήν στάσιν τηρούν, φαινόμενον ωσάν να ηδιαφόρει διά τα πέριξ του γινόμενα. Κι η κατακόκκινη γραμμή, ήρχετ’ αείποτε κατόπιν, μακροτάτη, εκτυλισσομένη δίκην νήματος.
Κατά τον τρόπον τούτον, εν καμάτω, εν αγώνι, σχεδόν έρπων, είχε προχωρήση, διήλθεν εξ ολοκλήρου τον δρομίσκον, έφθασεν εις την καμπήν, κι εστράφη προς τα κάτω.
— Που πάει ρε, που πάει τόρα;…
— Να, κείθε πέρα, έστριψε από τη γωνιά…
— Κάτου τράβηξε ρε;…
— Ξαπλώθηκε αποκάτου απ’ το φανάρι.
— Και τι κάνει ρε, τι κάνει;…
— Να, χάμου κάθεται, ξαπλωμένο. Δε μιλάει καθόλου…
Η είδησις διεδόθη εν ακαρεί καθ’ όλον το Ψυρρή, διεσπάρη ανά τους πλαγινούς δρομίσκους, εκυκλοφόρησε, διεγείρουσα το ίδιον πανταχού, περιεργείας και διαχύσεως συναίσθημα. Εξ όλων των γειτονικών μερών, ομάδες παίδων ήρχισαν συρρέουσαι, μανάβηδες εκ της πλατείας, και χασαπόπουλα και μπακαλόπουλα, έδραμον προς της συγκεντρώσεως την θέσιν, έκαμαν κύκλον γύρω του, κι εκείθεν αναγγέλλουν εις την συνοικίαν τα καθέκαστα δι’ ανακραυγών. Οι μικροκαταστηματάρχαι του δρομίσκου εις τας θύρας των, ο χρυσοχόος κρατών έτι εις την χείρα κρεμαμένην άλυσσιν, ο Τάσσος και ο Πολυχρόνης έξω, όρθιοι, ολίγω παραπέραν από το καφφενείον, αναμένουν τας πληροφορίας, τας υποδέχονται πτεριγιζούσας από στόματος εις στόμα, τας μεταβιβάζουν μεγαλοφωνούντες, εν χειρονομίαις. Δυο κορασίδες, χαριέσταται, γνώριμαι λίαν εις τον μαχαλάν, ζωηραί, η μία με τα μαύρα, ην οι θαμώνες του καφενείου Πολυχρόνη ονομάζουν «η καλόγρηα», και η άλλη με τα κόκκινα, ιστάμεναι παρά την θύραν των οικίσκων των, παλαιωμένων, αμαυρών το χρώμα, με κίτρινα παράθυρα, συνεννοούνται μεταξύ των.
— Πάμε να ιδούμε, καϋμένη Ελένη!…
— Πάμε, τράβα!…
Και τρέχουν μετά βίας, εν σπουδή, και εν χαρά, ασθμαίνουσαι, κιχλίζουσαι, πηδώσαι, μ’ ανεμιζούσας τας πτυχάς των φορεμάτων των, και τας μικράς των κνήμας γλαφυράς, ευρώστους από τόρα, αποκαλυπτομένας εις παν βήμα, μέχρι του μηρού.
Το ζώον, είχεν υπερβάλλη την γωνίαν, πράγματι, και είχε σταματήση, και εξαντληθέν, ηπλώθη υποκάτω του φανού, ετέντωσε τους πόδας του και κατεκλίθη επί του αριστερού πλευρού. Χωρίς να λέγη όντως τίποτε, χωρίς ούτε την ελαχίστην υλακήν, χωρίς καν οιμωγήν, εκάθησεν εκεί, έστρωσεν ως ερρίφθη τον όγκον των εντοσθίων του εμπρός, εστηρίχθη εις τον τοίχον. Και μένει ήδη ούτω, από ώρας, την γλώσσαν κρεμαμένην εκ της ρίζης, και αγκομαχούν. Εκ της πληγής του ρέει αδιάλειπτον το αίμα, άφθονον, πηκτόν, μαύρον σχεδόν, πυκνούται προ αυτού, σχηματίζει τόρα μικρόν τέλμα. Τα ώτα καταβιβασμένα και συμμαζευμένην την ουράν ως πριν, τους οφθαλμούς υφαίμους, απλανεἰς, χαμένους εις το όνειρόν του το παράδοξον, βλέπει συνήθως προ αυτού ακόμη ατενώς. Το στόμα του, ημιάνοικτον τελεί, πλήρες σιέλου κατερύθρου. Οφιοειδείς, διπλούνται των εγκάτων του οι πλόκαμοι, λιπαροί, εκτεθειμένοι εις τον ήλιον. Το μέγα έντερον αυτού, παχύ, εξωδηκός, ως από προσφάτου χορτασμού, κυλίεται εν λίμνη λύθρου. Οι πέριξ του συνηθροισμένοι, ίστανται, συνδιαλέγονται φαιδρώς, εν αντιθέσει προς την σιγηλότητα αυτού, παραστατούν την αγωνίαν του, το επισκοπούν αλγούν, εκφράζοντες διαφόρους κρίσεις και παρατηρήσεις.
— Τι λες ρε, θα ψοφήση;..
— Αμ’ τι θα κάνει, θα χορέψη;…
— Εγώ λέω που δε θα ψοφήση!…
— Ρε άιντε να χαθής δεν το γλέπεις ρε;…
— Τι λέει ρε Μήτσο, τι λέει;…
— Λέει που δε θα ψοφήσει, ακούς!;…
— Καλό ξημέρωμα!…
— Βάνουμε στοίχημα;…
Ιλαρύνονται δε τα χασαπόπουλα, και τα μπακαλόπουλα ηδύνονται, και αγαλλιώσιν οι μαγκόπαιδες. Αι δύο κορασίδες είν’ εμπρός – εμπρός, παρά το θνησιμαίον, εγγίζουσαι σχεδόν αυτό διά του φορέματος. Εις ώθησε το μέγα έντερον αυτού δια του ποδός, ως δια να το εισαγάγη εις την πληγήν. Αλγήσας δ’ έτι μάλλον φαίνεται, ο σκύλος, απεσύρθη εις τον τοίχον, συνεθλίβη προς αυτόν πλειότερον.
— Τι λες ρε, του τα χώνουμε μέσα;
— Άιντε ρε σαπέρα, που θαν του τα χώσης μέσα!…
Νέοι δε προσέρχονται κατά στιγμήν περίεργοι, ευρύνεται ο κύκλος, ζητούνται αγγελίαι διά τας φάσεις του θεάματος, γυναίκες έτι πλησιάζουν, εκ των γύρωθεν τρωγλών, ωρυγαί πόρρωθεν ακούονται:
— Ψόφησε ρε, ψόφησε;..
— Πού να ψοφήση ρε, έχει καιρό ακόμα!…
Προδήλως, δεν είχεν όμως πολύν καιρόν ακόμα, το θνήσκον κτήνος. Ρίγη συνεχή ετάρασσον από μιας στιγμής το δέρμα του, και το συνέσπων, το ετίνασσον από κεφαλής μέχρι ποδών. Το στόμα του ηνοίγετο συχνότερον, μεγαλωστί, βιαίως ανασαίνον, ροφών και αναδίδον τον αέρα μεθ’ ορμής. Σφοδρώς να πάλλη η καρδία του εφαίνετο, ηκούετο σχεδόν, ντουκ! ντουκ! υπό τα στήθη του. Κάποτε, μετετόπιζε την κεφαλήν αυτού, από της ακινήτου θέσεώς της, την έστρεφε πλαγίως, εν βραδύτητι, κι εκοίταζε τα σπλάχνα του χυμένα, παρίστατο θα έλεγες ως και το ίδιον εις την αγωνίαν του, ωσάν ν’ ανέμενε να ίδη εαυτό να ξεψυχά. Άλλοτε, καθώς ήτο απλωμένον, κατά μήκος, επεχείρει να την εξαπλώση και εκείνην, να την ακουμβήση ως δια να την ξεκουράση, ανεκόπτετο αμέσως, την εσήκωνεν εκ νέου, προφανώς πονούν. Τέλος συνεταράχθη διαμιάς, όλον, εξαίφνης, συνέστειλε το στόμα, έβρυξε τους οδόντας, ήφρισεν, εζήτησε ν’ ανεγερθή, εν απροόπτω εντάσει νεύρων και μυών, ανίσχυρον ηπλώθη αύθις, ετεντώθη και συνεσπειρώθη, αλληλοδιαδόχως. Υστάτη ανατριχίλα, παρατεταμένη, εμαστίγωσεν απ’ άκρου εις άκρον το κορμί αυτού, το διέδραμεν αστραπιαίως, ισχυρότατα. Ως κύμα αίματος ανέβη επί τον λάρυγγά του, εκόχλασεν, ανερροφήθη, και κλείσαν τα όμματα, ωσάν να ετελείωσε το όνειρόν του το συγκεχυμένον, εξέπνευσε το ζώον. Η κεφαλή του εκυλίσθη πλέον τόρα καταγής κι αυτή, εν αδρανεία, ελευθέρα, κι εξετάθησαν τα μέλη του, ακίνητα, άπνοα, λυμένα.
Ο συρφετός ανεκινήθη τότε πάλιν, εκ βαθέων, υπέρποτε περίεργος, όλοι έτειναν τον λαιμόν δια να ιδούν, εγούρλωσαν τα μάτια, συνωθήθησαν πλειότερον. Εις έσκυψεν ολίγον και το έψαυσεν, άλλος το έσπρωξε με το παπούτσι του, διά να βεβαιωθούν περί του τέλους. Και οι συνηθροισμένοι διασκορπίζονται, συναποφέροντες το άγγελμα της εκπνοής, της αγωνίας τας ειδήσεις, την περιγραφήν, καθ’ όλον τον ανυπόμονον Ψυρρή.
— Ψόφησε ρε, ψόφησε;…
— Τόρα πλια, τα κακκάρωσε!…
— Μωρέ, εφτάψυχο το κερατόπιστο!… Τρεις ώραις έκανε να ξεψυχήση!…
— Ζωή σε λόγου σου!…
— Βρε το άτιμο!…
— Τι λες ρε, θα ψοφήση;..
— Αμ’ τι θα κάνει, θα χορέψη;…
— Εγώ λέω που δε θα ψοφήση!…
— Ρε άιντε να χαθής δεν το γλέπεις ρε;…
— Τι λέει ρε Μήτσο, τι λέει;…
— Λέει που δε θα ψοφήσει, ακούς!;…
— Καλό ξημέρωμα!…
— Βάνουμε στοίχημα;…
Ιλαρύνονται δε τα χασαπόπουλα, και τα μπακαλόπουλα ηδύνονται, και αγαλλιώσιν οι μαγκόπαιδες. Αι δύο κορασίδες είν’ εμπρός – εμπρός, παρά το θνησιμαίον, εγγίζουσαι σχεδόν αυτό διά του φορέματος. Εις ώθησε το μέγα έντερον αυτού δια του ποδός, ως δια να το εισαγάγη εις την πληγήν. Αλγήσας δ’ έτι μάλλον φαίνεται, ο σκύλος, απεσύρθη εις τον τοίχον, συνεθλίβη προς αυτόν πλειότερον.
— Τι λες ρε, του τα χώνουμε μέσα;
— Άιντε ρε σαπέρα, που θαν του τα χώσης μέσα!…
Νέοι δε προσέρχονται κατά στιγμήν περίεργοι, ευρύνεται ο κύκλος, ζητούνται αγγελίαι διά τας φάσεις του θεάματος, γυναίκες έτι πλησιάζουν, εκ των γύρωθεν τρωγλών, ωρυγαί πόρρωθεν ακούονται:
— Ψόφησε ρε, ψόφησε;..
— Πού να ψοφήση ρε, έχει καιρό ακόμα!…
Προδήλως, δεν είχεν όμως πολύν καιρόν ακόμα, το θνήσκον κτήνος. Ρίγη συνεχή ετάρασσον από μιας στιγμής το δέρμα του, και το συνέσπων, το ετίνασσον από κεφαλής μέχρι ποδών. Το στόμα του ηνοίγετο συχνότερον, μεγαλωστί, βιαίως ανασαίνον, ροφών και αναδίδον τον αέρα μεθ’ ορμής. Σφοδρώς να πάλλη η καρδία του εφαίνετο, ηκούετο σχεδόν, ντουκ! ντουκ! υπό τα στήθη του. Κάποτε, μετετόπιζε την κεφαλήν αυτού, από της ακινήτου θέσεώς της, την έστρεφε πλαγίως, εν βραδύτητι, κι εκοίταζε τα σπλάχνα του χυμένα, παρίστατο θα έλεγες ως και το ίδιον εις την αγωνίαν του, ωσάν ν’ ανέμενε να ίδη εαυτό να ξεψυχά. Άλλοτε, καθώς ήτο απλωμένον, κατά μήκος, επεχείρει να την εξαπλώση και εκείνην, να την ακουμβήση ως δια να την ξεκουράση, ανεκόπτετο αμέσως, την εσήκωνεν εκ νέου, προφανώς πονούν. Τέλος συνεταράχθη διαμιάς, όλον, εξαίφνης, συνέστειλε το στόμα, έβρυξε τους οδόντας, ήφρισεν, εζήτησε ν’ ανεγερθή, εν απροόπτω εντάσει νεύρων και μυών, ανίσχυρον ηπλώθη αύθις, ετεντώθη και συνεσπειρώθη, αλληλοδιαδόχως. Υστάτη ανατριχίλα, παρατεταμένη, εμαστίγωσεν απ’ άκρου εις άκρον το κορμί αυτού, το διέδραμεν αστραπιαίως, ισχυρότατα. Ως κύμα αίματος ανέβη επί τον λάρυγγά του, εκόχλασεν, ανερροφήθη, και κλείσαν τα όμματα, ωσάν να ετελείωσε το όνειρόν του το συγκεχυμένον, εξέπνευσε το ζώον. Η κεφαλή του εκυλίσθη πλέον τόρα καταγής κι αυτή, εν αδρανεία, ελευθέρα, κι εξετάθησαν τα μέλη του, ακίνητα, άπνοα, λυμένα.
Ο συρφετός ανεκινήθη τότε πάλιν, εκ βαθέων, υπέρποτε περίεργος, όλοι έτειναν τον λαιμόν δια να ιδούν, εγούρλωσαν τα μάτια, συνωθήθησαν πλειότερον. Εις έσκυψεν ολίγον και το έψαυσεν, άλλος το έσπρωξε με το παπούτσι του, διά να βεβαιωθούν περί του τέλους. Και οι συνηθροισμένοι διασκορπίζονται, συναποφέροντες το άγγελμα της εκπνοής, της αγωνίας τας ειδήσεις, την περιγραφήν, καθ’ όλον τον ανυπόμονον Ψυρρή.
— Ψόφησε ρε, ψόφησε;…
— Τόρα πλια, τα κακκάρωσε!…
— Μωρέ, εφτάψυχο το κερατόπιστο!… Τρεις ώραις έκανε να ξεψυχήση!…
— Ζωή σε λόγου σου!…
— Βρε το άτιμο!…
Το διήγημα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Αττικόν Μουσείον» έτος Γ’ αριθ. 10 (10 Σεπτεμβρίου 1890).

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2022

Μιχαήλ Μητσάκης - Αφορισμοί



Απόφασις μετά σκέψιν ― ένστικτον βραδυπορούν.

~.~

Το Όνειρον, μήπως τυχόν δεν είναι παρά η Πραγματικότης εν εμβρύω;…

~.~

Οι παλαιοί οίνοι, ωριμάζοντες πολύ, σπάζουν ενίοτε την μποτίλλιαν. Αι παλαιαί ιδέαι, παραμένουσαι επί πολύ εντός αυτού και ανακινούμεναι ανεκτέλεστοι, σπάζουν ενίοτε το κεφάλι.

~.~

Θεέ μου, φύλαττέ με από τους ανθρώπους και ξεύρω πώς να φυλαχθώ από τα θηρία.

~.~

Οι επαίται κλέπτουν τους πτωχούς.

~.~

Α! διατί ο έρως να μην είναι αιώνιος… και διατί να παρατείνεται περισσότερον από ένα μήνα;

~.~

Πρακτικότης: το συνηθέστερον ψευδώνυμον του ανανδρία και του αχρειότης.

*

Πηγή: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού

Αναδημοσίευση από:https://neoplanodion.gr/2022/11/06/michael-metsakes/?fbclid=IwAR267aztKqzABpeFBe00GP8M77zt6L-FKhvBTDdDBXffHLEWUKNAtml82iI

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2020

Μιχαήλ Μητσάκης, «Το παράπονο του μαρμάρου / Η θλίψις του μαρμάρου»



Το παράπονο του μαρμάρου

Αφιερώνεται

εις τον αγαπητό μου Γεώργιο Καλοσγούρο.


Με τα πόδια σπασμέν' από το γόνατο, με τα χέρια κομμέν' από τον άγκωνα, κοίτεται μέσα στο μουσείον το παλληκάρι το αρχαίο. Μισοπεσμένο στο δεξί του πλευρό, γέρνοντας ζερβά λίγο το κεφάλι, είναι ξαπλωμένο, ολόβολο, απάνω στο ξύλινο στήριγμά του, και φαίνεται ωσάν να κυττάζη το ίδιο του το κορμί. Ακέρηο απ' άκρη σ' άκρη, το σώμα του τεντόνεται, σαν κατάλευκ' ονειροφάντασμα ωραιότητας και γεροσύνης. Της γλυκειάς ωσάν κοριτσιού, της παλληκαρίσιας σαν ήρωα μορφής του το αλαφρό σήκωμα, βαστούνε, του εξαίσιου λαιμού του οι χαριτωμένες γραμμές. Από το σβέρκο του που σκύβει λιγάκι, φεύγουνε πίσωθε, ανοιχτές, οι δυνατές πλάτες του· μα από μπροστά, τα στήθια του ορθόνονται εύρωστα, σφιχτά, με φουσκωμένα, ξαναμμένα τα βυζά, σα ναν τ' ανασηκόνη ο πλούσιος χυμός, που αναβράζει από μέσα τους. Η ράχη του μακρυά, ίσια, κατεβαίνει, χωρισμένη με αυλάκι βαθύ, και τυλίγει, λες και το βλέπεις, αποκάτου από το δέρμα, το κανονικώτατο φκιάσιμο των κοκκάλων και το αξεχώριστο δέσιμό τους. Απαλή, με τα πλευρά πλεγμέν' αρμονικά, τώνα με τ' άλλο, λυγίζεται η μέση του η λεπτή, που σε πάει μαλακά-μαλακά, από το ανδρικό τέντωμα των στηθών του, εις της τρεμάμενης, της ανθισμένης σάρκας των πισινών του την αφροδίσια εμμορφιά, στα ρυθμικά μάγια των λαγαρών του. Λαμποκοπάει, γυαλιστερή σαν καθρέφτης, όλη, με ανεπαίσθητες ζάρες εδώ κ' εκεί, η κοιλιά του, η πλατειά και η σύμμετρη αντάμα, και καταμεσής της χαμογελάει γλυκύτατα ο αφαλός του, που μόλις φαίνεται, και από κάτου της, ξέσκεπο, ελεύθερο, περίλαμπρο, ολόφωτο, το θείο βασίλειο της νειότης του υψόνεται. Ακμαία, γενναία, τορνευμένα, στρογγυλόνονται τα μεριά, και τραβούν κατά κάτου, ομαλά, ευθύγραμμα, για να βρουν τα κορδωμένα ντικλίνια. Δώθε και κείθε δίπλα εις το κορμί, ξεφυτρόνουν από τους ώμους του τα νευροδύναμα μπράτσα του, κι' απάνω τους, χωρισμένοι, καθαρά-καθαρά, καθ' ένας από τον άλλον, μα κ' ενωμένοι αξεκόλλητα εντούτοις, ήσυχοι, αξέννοιαστοι, ωσάν ν' αναπαύονται με απόλυτη εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, προβάλλουνε οι μυώνες, καμαρωτοί και περήφανοι. Αλλά κει που με τον αγκώνα η πήχη θα εκαρφωνότανε στερεά στο μπράτσο, κει που η πανώρηα καμάρα της άντζας θα εκολλούσε σφιχτά με την ισάδα την τολμηρή του μεριού, σα μια πληγή ανώμαλη και βαθειά, με απότομα τα ξεπεταχτά της τα χείλια, μονάχη δείχνει, πού θα ήντουσαν τα στιβαρά χέρια, τα επιδέξια να ρίχνουνε το λιθάρι ή να κατεβάζουν τη γροθιά, πού θα ήντουσαν τα πόδια τα φτερωμένα, τα πόδια τα άφθαστα εις το τρέξιμο και τα ασύγκριτα εις το πήδημα. Σαν ναν την έχη δομένη παλάμη άγνωστη, οπού να προμελέτησε το χτύπημα, που να επροσχεδίασε το άδικο, τ' άρπαξε, χέρια και πόδια, καθώς κατέβηκε, η βαθειά πληγή, και λείπουνε παρμένα. Όλο το άλλο του το σώμα, απείραχτο κι' ανέγγιχτο και έμψυχο, παρουσιάζετ' εμπρός σου, μονομιάς, σα ναν του χάρισαν, λες δεν επέρασε ακόμη στιγμή, το δώρο της ύπαρξης, σα να εφύσηξαν μέσα του, λες και δεν είνε στιγμή ακόμη, την πνοή της ζωής. Από τα σκέλια έως εις τα μαλλιά, από την κορφή έως τα ντικλίνια, τίποτα δε θολόνει το φάνταγμα του θαυμαστού του κορμιού, τίποτα δεν ατιμάζει τη μαγική του την όψη, τίποτα δεν ντροπιάζει την όψι του τη λαμπρή. Ούτε το μικρότερο τρίψιμο, ούτε το απλούστερο ράγισμα, ούτε το ελάχιστο χάλασμα, δε ζημιόνει καθόλου του παλληκαριού τη θωριά που σε θαμπόνει. Αλλά των μπράτσων του η πληγή, μα η πληγή των μεριών του, προβάλλει και χάσκει, άσπλαχνη, φρικτή, και κόβει με κακία στη μέση το κατάλευκ' ονειροφάντασμα, και ξυπνάει το μάτι άξαφνα απ' το μεθύσι του το γλυκό. Θάλεγες πως μοίρα κρυφή, θάλεγες πως εκδίκηση μυστική, που ή εφθόνησε η ίδια το τέλειο, το μοναδικό το κορμί, ή θέλησε να δουλέψη το άγριο μίσος εχθρού ζηλιάρη, επίτηδες άπλωσ' απάνω του το βαρύ χέρι της, το χέρι της το αλύπητο, κ' επίτηδες τ' άφηκε ανέγγιχτο τ' άλλο, κ' επίτηδες τούκοψε μονάχα τα άκρα του, για ναν του πάρη τη δύναμι να κινιέται, για ναν το κάμη ν' απομείνη να σέρνεται, το φτωχό, πεντάμορφο, μα κολοβωμένο, για ναν το κάμη να βλέπη, ωσάν κατάδικος, τον εαυτό του παράλυτο, για ναν το κάμη να παρασταίνη αντάμα και τη μεγαλήτερη εμμορφιά και τη μεγαλήτερη ασχήμια. Και ο νέος, κοίτεται τόρα, έτσι, εκεί πέρα, δίχως να μπορή ούτε στα χέρια του να βασταχθή, ούτε στα ποδάρια του να στηρίξη, δίχως να μπορή να σταθή ορθός, δίχως να μπορή να σηκωθή, σαν σακάτης σε κρεββάτι αρρώστιας. Την ασπράδα την άγγιχτη του κορμιού του, θλιβερά αγκαλιάζει η μαυρίλα του ξύλου, που είν' απλωμένος, κι' αποκάτου του ένα ψηφίο φανερόνει τη σειρά που τον έχουν βαλμένον. Απ' των παραθυριών τα αψηλά τζάμια πέφτει χάμου, θαμπό το φως, και σκορπίζει πένθιμη λάμψι. Γύρω τριγύρω του, συντρόφια του εις τη συφορά του, σα ναν τα σώριασε η ίδια μοίρα, κι' αυτά κει-πέρα, παρόμοιας κατάρας θύματα, άθλια χαλάσματα της ζωής, οπού γυρεύουν ησυχίαν από τα πάθη, λείψανα τέτοιας τύχης οπού βρήκαν λιμάνι για να φύγουν τις μπόρες, να γλυτώσουν τα βάσανα ταραγμένης υπάρξεως με τον ίδιον τρόπο, απαράλλαχτ' απάνω στα ξύλινα, απάνω στα μαύρα στηρίγματά τους, σα σε κρεββάτια ξαπλόνονται, γεμίζουν όλον τον τόπο, κοψοπόδαρα, ή κουλά, ή ραγισμένα, ή μισοσπασμένα, ή κατατσακισμένα, σα σε νοσοκομείου ζωγραφιά, λες κι' ακαρτερούν το χειρούργο για να ιδή της πληγές τους, ένα σωρό κι άλλα κορμιά σαν αυτόν, ωσάν αυτόν κι άλλα κουφάρια ένα σωρό. Μέσα στην κρύα τη σάλα, τη στρωμένη με πλάκες, η σιωπή είνε απόλυτη, ανέκφραστο παράπονο βασιλεύει και μισοπεσμένο στο δεξί του πλευρό, γέρνοντας ζερβά λίγο το κεφάλι, το παλληκάρι το ωραίο, φαίνεται σαν να βλέπη το ίδιο του το κορμί, και σαν σύννεφο λύπης, που μόλις διακρίνεται, να σκεπάζη την καλή του μορφή, την παλληκαρίσια και τη γλυκειά. Αχ, δεν εφανταζότανε ποτέ βέβαια, αυτήν την τύχη, όταν, λεβέντης καμαρωμένος, εσυργιανούσε εις τις στοές και στα γυμναστήρια της παλαιάς πόλεως την ανεκδιήγητη δόξα των αψεγάδιαστων μελών του. Αχ, δεν εφανταζότανε βέβαια αυτήν την τύχη, όταν, στεφανωμένος αγωνιστής έρριχνε το λιθάρι στο Στάδιο, ή ενικούσε στο πάλαιμα, ή εκουβέντιαζε με τους φιλοσόφους, ή ανέβαινε στην Ακρόπολι, μπροστά-μπροστά στα ιερά πανηγύρια. Δεν εφανταζότανε ποτέ βέβαια αυτήν την τύχη, όταν έβγαινε απ' τα χέρια του γλύπτη του, όταν άστραφτε μέσα στ' αργαστήρι του, αποκάτου απ' τον ολάνοιχτο ουρανό της Αθήνας, αποκάτω απ' του ήλιου την ασκίαστη λάμψι, ανατριχιάζοντας όλος από δύναμι κι' από αντρειά. Και δεν εφανταζότανε, —αχ, ποτέ βέβαια!— αυτήν την τύχη, όταν, θνητός αυτός, έβλεπε ναν τον στηλόνουνε στο ναό, για να παραστήση του Απόλλωνα ή του Ερμή το αθάνατο το είδωλο. Και σαν νικημένος πολεμιστής, με σπασμένα τα πόδι' από το γόνατο, με κομμένα τα χέρι' από τον άγκωνα, είνε ξαπλωμένο, ολόβολο, απάνω στο ξύλινο στήριγμά του. Ακίνητο, με τα μάτια του σταθερά, θάλεγες όμως πως τριγυρνάει το βλέμμα του από τους ώμους του τους νευρώδεις εις τα τορνευμένα του τα μεριά, από τη λυγερή του τη μέση εις το φούσκωμα των στηθών του, απ' την τρεμάμενη, την ανθισμένη σάρκα των πισινών του στο θείο βασίλειο της γυμνής νειότης του. Καθώς σκύβει ελαφρά το λαιμό του, λες κ' εξετάζει μονάχος του το σώμα του, και μελετάει τους μυώνες του και σπουδάζει το φκιάσιμό του. Και κάπου-κάπου, στον κρυφό του περίπατο, το βλέμμα του φαίνεται σα να καρφόνεται, βαρύ, βαρύ, και εις των γονάτων του τις απότομες λαβωματιές, και εις τις σκληρές των αγκώνων του τις πληγές. Κι' αν τον κυττάξης ώρα πολλή, πολλή, πεσμένον έτσι, με της λύπης το σύννεφο το άφαντο, οπού σκεπάζει το μετωπό του, θαρρείς πως —τάχα μονάχα σε γελάει το μάτι σου;— σιωπηλό δάκρυο λαμποκοπάει κάπου-κάπου, μεσ' απ' τα πέτρινα ματόφυλλά του…


Η θλίψις του μαρμάρου

Με τεθραυσμένας κνήμας εκ του γόνατος, ηκρωτηριασμένους από της ωλένης του βραχίονας, κατάκειται εν τω μουσείω ο αρχαίος έφηβος. Ημικλινής επί του δεξιού πλευρού, στρέφων μικρόν προς τα αριστερά την κεφαλήν, απλούται κατά μήκος επί του ξυλίνου βάθρου του, και φαίνεται ως να προσβλέπη εις το ίδιον σώμα του. 'Αρτιος κατά πάντα, ο κορμός αυτού, εκτείνεται, πάλλευκον όνειρον κάλλους και ευρωστίας. Της γλυκείας ως κόρης και αρρενωπής ως ήρωος μορφής την ελαφράν έπαρσιν ανέχει του εξαισίου τραχήλου η εύγραμμος χάρις. Ευρείαι φεύγουν οπίσω, από του ηρέμα καμπτομένου αυχένος, αι ισχυραί ωμοπλάται, ενώ προς τα εμπρός ογκούνται τα στέρνα, ρωμαλέα, έντονα, με προεξέχοντας και σφριγώντας τους μαστούς, ωσεί υπεγειρόμενα εκ του πλουσίου χυμού, του κυκλοφορούντος μέσα των. Υπό βαθείας αύλακος τεμνομένη καταβαίνει η ράχις, μακρά, ευθυτενής, περιβάλλουσα την μαντευομένην υπό το δέρμα κανονικωτάτην των οστών διάπλασιν και την αδιάσπαστον σύνδεσιν. Λεπτή, με τας πλευράς συμπλεκομένας προς αλλήλας εν αρμονική διαδοχή, γλαφυρά, κολπούται η οσφύς, μαλακώς μετάγουσα, από των στέρνων την ανδρώδη έντασιν, προς της αναθαλλούσης και παλλομένης σαρκός των νώτων την επαφρόδιτον ευμορφίαν και των ισχίων ή των λαγόνων τα εύρυθμα θέλγητρα. Αναλάμπει, στίλβουσα όλη, ανεπαισθήτως πτυχουμένη πού και πού, η αδρά συγχρόνως σύμμετρος γαστήρ, εν μέσω της οποίας, ηδύτατα, μόλις διαφαινόμενος, προσμειδιά ο ομφαλός, και υφ' ην, ακάλυπτον, ελεύθερος, παμφαές, έκπαγλον, εγείρεται της ήβης το θείον κράτος. Τολμηροί, εύτορνοι, ακμαίοι, στρογγυλούνται οι μηροί, ίσοι και λείοι βαίνοντες προς τας τεταμένας ιγνύς. Από των ώμων, εκατέρωθεν, εκ παραλλήλου τω κορμώ, εκφύεται των βραχιόνων η νευρώδης δύναμις, εφ' ων κυρτούνται αγερώχως οι μυώνες, κεχωρισμένοι αφ' εκάστων ευκρινώς, και συνεχόμενοι αρρήκτως εντοσούτω, ήσυχοι, γαλήνιοι, ωσεί αναπαυόμενοι εν πεποιθήσει υπερτάτ' εις εαυτούς. Αλλ' όπου διά του αγκώνος ο πήχυς θα συνεπορπούτο προς τον βραχίονα στερρώς, όπου της κνήμης η θεσπεσία καμπύλη θα συνηρμόζετο προς την θρασείαν ευθύτητα του μηρού, ωσεί πληγή ανώμαλος και βαθεία, με απότομα τα προέχοντα χείλη, μόνη δεικνύει πού θα υπήρχαν αι στιβαραί χείρες, αι δεξιώταται να ρίπτουν τον δίσκον ή να κατάγουν την πυγμήν, οι ευπετείς πόδες, οι προσφορώτατοι διά τον δρόμον ή ανυπέρβλητοι εις το πήδημα. Ως δι' αγνώστου παλάμης, ήτις να ανεμέτρησε το κτύπημα, ήτις να προδιέγραφε το αδίκημα, τας αφήρπασε κατενεχθείσα, κ' ελλείπουν αποτετμημέναι. Όλον το λοιπόν σώμα του, άθικτον, ανέπαφον, έμψυχον, εμφανίζεται, ωσάν προ μιας στιγμής έτι να έλαβε της υπάρξεως το δώρον, να ενεφυσήθη την πνοήν της ζωής. Από των σκελών μέχρι της κόμης, από της κορυφής μέχρι των ιγνύων, τίποτε δεν αμαυρόνει του θαυμασίου κορμού την αίγλην, τίποτε δεν μιαίνει το γόητρον της λαμπράς όψεως. Ουδ' η παραμικρά προστριβή, ουδέ το απλούστερον ρήγμα, ουδ' η ελαχίστη απώλεια, ζημιοί του νεανίου την θαμβούσαν παράστασιν. Αλλά, μοχθηρώς διακόπτουσα το πάλλευκον όνειρον, εξεγείρουσα βιαίως το όμμα από της αβράς μέθης του, των βραχιόνων η πληγή προβάλλει, και των μηρών χαίνει το τραύμα, ανηλεές και απαίσιον. Θα έλεγέ τις, ότι κρυφή μοίρα, μυστική νέμεσις, ή αυτή φθονήσασα του απαραμίλλου σώματος την τελειότητα, ή αντιζήλου υπηρετούσα το άγριον μίσος, επίτηδες επέθηκεν αυτώ την βαρείαν και αδυσώπητον χείρα της, και εκείνο μεν αφήκεν αλώβητον από σκοπού, κατέκοψε δε μόνα τα άκρα του, ως διά ν' αφαιρέση απ' αυτού την ισχύν της κινήσεως, να το καταδικάση εις την οικτράν τύχην να σύρεται εις το εξής, πάγκαλον αλλά κολοβόν, να βλέπη εαυτό εν αδρανεία, να εικονίζη άμα την υψίστην ωραιότητα και την υψίστην ασχημίαν. Κείται ούτως εκεί, ο νέος, αδυνατών να ανεγερθή, ανίκανος να στηριχθή εις τας χείρας του, ανίκανος να σταθή επί των ποδών του, ως ανάπηρος επί κλίνης νοσοκομείου. Προς του σώματός του την άσπιλον την λευκότητα, πενθίμως αντιτίθεται η μελανότης του υποστηρίγματος, και αριθμός δηλοί υπ' αυτό την θέσιν, ην κατέχει εν τω ιδρύματι. Διά των υέλων των υψηλών παραθύρων καταπίπτει αμυδρόν το φως, σκορπίζον σκυθρωπήν λάμψιν. Γύρω του, σύντροφοι εν τη συμφορά, ωσάν να εσώρευσε και αυτούς εκεί, παρομοίας κατάρας θύματα, οικτρά της ζωής ερείπια, ησυχίαν από των παθών ζητούντα, λείψανα αναλόγου βίου, η αυτή μοίρα, ευρόντα άσυλον από των θυελλών πολυταράχου υπάρξεως, κατά τον αυτόν τρόπον, επί των μελανών ξυλίνων βάθρων των, ως επί κλινών, απαραλλάκτως εξαπλούνται, πληρούντα πάντα τον χώρον, κυλλά, ή χωλά, ή κατεαγότα, ή συντεθλασμένα παντοίως, χειρουργείου εικόνα παριστώντα ως ν' αναμένουν θα υπέθετες τον μέλλοντα να θεωρήση τας πληγάς των, πλείστ' άλλα σώματα και πλείστοι άλλοι κορμοί ως αυτός. Εν τη διαψύχρω αιθούση με το πλακόστρωτον έδαφος, η σιγή είνε απόλυτος, και άρρητος μελαγχολία βασιλεύει. Και ημικλινής επί του δεξιού πλευρού, στρέφων μικρόν προς τα αριστερά την κεφαλήν, ο ωραίος έφηβος, φαίνεται ωσάν να προσβλέπη εις το ίδιον σώμα του, και ως αδιόρατον νέφος θλίψεως να σκιάζη την καλήν του μορφήν, την αρρενωπήν και γλυκείαν. Α! δεν εφαντάζετο βεβαίως ποτέ την τύχην αυτήν, όταν, θριαμβευτής μείραξ, περιήγεν ανά τας στοάς και τα γυμναστήρια της αρχαίας πόλεως την άφατον δόξαν των αμέμπτων μελών του. Δεν εφαντάζετο βεβαίως ποτέ την τύχην αυτήν, όταν στεφανηφόρος αθλητής, έβαλλεν εν τω Σταδίω τον λίθον, ή ενίκα την πάλην, ή συνωμίλει τοις φιλοσόφοις, ή ανήρχετο εις την Ακρόπολιν, άγων τας ιεράς πομπάς. Δεν εφαντάζετο βεβαίως ποτέ την τύχην αυτήν, όταν εξήρχετο από των χειρών του γλύπτου του, κ' εξήστραπτεν εν τω εργαστηρίω του, υπό τον αναπεπταμένον αττικόν ουρανόν, υπό την πλήρη λάμψιν του ηλίου, φρίσσων όλος εκ ρώμης και αλκής. Και δεν εφαντάζετο —α, βεβαίως ποτέ!— την τύχην αυτήν, όταν, θνητός αυτός, απετίθετο εν τω ναώ, μέλλων να υποτυπώση του Απόλλωνος ή του Ερμού το αθάνατον είδωλον. Και ως ηττημένος μαχητής, με τεθραυσμένας κνήμας εκ του γόνατος, ηκρωτηριασμένους από της ωλένης τους βραχίονας, απλούται κατά μήκος επί του ξυλίνου βάθρου του. Ακίνητος, με σταθεράς τας κόρας των ομμάτων του, περιάγει εν τούτοις θα έλεγες το βλέμμα του, από των νευρωδών ώμων εις τους ευτόρνους μηρούς, από της κολπουμένης οσφύος εις των στέρνων την προβολήν, από των νώτων την παλλομένην και αναθάλλουσαν σάρκα εις της γυμνής ήβης το θείον κράτος. Καθώς κάμπτει ελαφρώς τον αυχένα, ετάζει, θα υπέθετες, τον κορμόν, και μελετά τους μυώνας, και επισκοπεί την όλην του κατασκευήν. Και από καιρού εις καιρόν, εν τη λανθανούση περιπλανήσει του, το βλέμμα αυτού φαίνεται ως να προσκολλάται βαρύ, και εις των γονάτων τας αποτόμους πληγάς, και εις των αγκώνων τα τραχέα τραύματα. Και παρατηρών αυτόν επί μακρόν, με το αδιόρατον νέφος της θλίψεως όπερ καλύπτει το μέτωπόν του, νομίζεις σχεδόν —είνε άραγε οπτική μόνον απάτη;— ότι σιγηλόν δάκρυ μαρμαίρει ενίοτε μεταξύ των λιθίνων βλεφάρων του…


[πηγή: Μιχαήλ Μητσάκης, Το έργο του, εισαγ.-σχόλια-επιμ. Μιχ. Περάνθης, Βιβλιοπωλείον «Εστίας», Αθήνα 1956, σ. 239-245]

Αναδημοσίευση από:http://photodentro.edu.gr/photodentro/mitsakis2_pidx0051687/

Παρασκευή 7 Ιουνίου 2019

Μιχαήλ Μητσάκης-Τα Iωάννινα


Oι μιναρέδες υψούσι προς τον ουρανόν οξείαν και λάμπουσαν την λευκήν αυτών κορυφήν και σχίζουσι τον αιθέρα διά των αιχμών των, χρυσουμένων υπό του ανατέλλοντος ηλίου. Προ ολίγου απήγγειλεν ο ιμάμης την εωθινήν αυτού προσευχήν, περιπαθή χαιρετισμόν πρός τον αιώνιον Aλλάχ και την προβάλλουσαν ημέραν. Tα ύδατα της λίμνης φρικιώσιν (...) και ψιθυρίζουσι ρυτιδούμενα ως να εξυπνώσιν από μακρού και βαθέος ληθάργου. Aκάτιά τινα πλήττουσι δια των κωπών την υγράν επιφάνειαν και κάτω εκεί λευκόν ιστίον φέρεται προς την ανατολικήν όχθην της, εγγίζει εις τον Πόρον, αφ' ου διαπεραύνται οι εις Θεσσαλίαν μεταβαίνοντες ταξειδιώται. Yπό τας ακτίνας του όπισθεν του Πίνδου ανερχομένου φωτεινού δίσκου η πόλις εξεγείρεται βαθμηδόν. Πλέουσιν ήδη εις διαυγούς πορφύρας κύματα αι γύρω κορυφαί, εν αυτώ όμως το σκότος δεν διεσκεδάσθη ακόμη εντελώς επαυξανόμενον υπό της βαρείας σκιάς ην ρίπτει ανωθέν της ο όρθιος του Mιτσικελλίου κολοσσός. Aλλά το φως, μικρόν κατά μικρόν, κυριαρχεί της εκτάσεως, φαιδρύνει της κοιλάδος τα πλάτη, μαρμαίρει επί των λείων της λίμνης νώτων, περιβάλλει δια γλυκείας αίγλης τας κατοπτριζομένας εντός αυτής κινεζικάς σκιάδας των οχθών της, σπινθηρίζει ανακλώμενον επί των ημισελήνων των τζαμίων και διαχύνεται παντού θριαμβεύον. Eις το πολυδαίδαλον παζάρι άνοιξαν ήδη τα πολυπληθή καταστήματά των οι εβραίοι πωληταί, αληθείς κιβωτούς περιεχούσας παν εμπορεύματος είδος και γένος, και κάθηνται προ των θυρών αναμένοντες τούς αγοραστάς. Συνοδεία αλβανών ιππέων διήλθε τας οδούς καλπάζουσα, εν γιαταγανίων κλαγγή και αντηρίδων δούπω, άδηλον πού πορευομένη. O κώδων της μητροπόλεως εσήμανε δειλώς καλών τους χριστιανούς εις την λειτουργίαν. Kαι αίφνης, άνωθεν, από της ακροπόλεως, βροντώσι τα τύμπανα ως δια ν' αναγγείλωσιν ότι η ημέρα αρχίζει. Ως δε να μη επερίμενεν ή αυτών το κέλευσμα και την τοιαύτην άδειαν όπως εγερθή εντελώς, η πόλις θορυβεί διαμιάς επί ποδός, εν πατάγω φωνών και κρότω όπλων και ορυμαγδώ συμμίκτου βοής. Aπό των οίκων, από των εργαστηρίων, απο των αγυιών αυτής ανέρχεται μυριόστομος ιαχή λαού. Eπί της λίμνης αι λέμβοι και τα καΐκια πληθύνονται, διασταυρούμενα και αυλακούντα αυτήν καθ' όλας τας διευθύνσεις. Aπό του ενός άκρου εις τό άλλο, από των στενωπών της ακροπόλεως μέρος των αναρριχωμένων τα πλευρά του Aγ. Γεωργίου συνοικιών ο κόσμος πηγαίνει, έρχεται, τρέχει, συνομιλεί, πολύμορφος και ποικίλος την όψιν, την έκφρασιν, την ενδυμασίαν. O εύστροφος έλλην διαγκωνίζει γιγαντόσωμον αλβανόν των Aκροκεραυνίων, θρασύς γκέκας παραπορεύεται βραδυκινήτω και αγερώχω οθωμανώ, σειόμενος λιάπης επιδεικνύει εις τόν ήλιον τα λαμποκοπώντα χαντζάρια του, η πονηρά κατατομή ιταλού αναφαίνεται παρ' οικογένειαν ειδεχθών αθιγγάνων κυλιομένων εν τη οδώ, πάσαι της Aλβανίας και της Eλλάδος αι φυλαί και πάντα των επηλύδων τα γένη τα ανέστια. Πυρετώδης όρεξις δραστηριότητος, εργασίας, ταραχής πληροί την πόλιν. Aλλ' η όψις αυτής ενέχει άμα και χροιάν τινά τρόμου, ανήσυχος όσω και περιεσταλμένη. Ως μετά πρόσκαιρον νεκροφάνειαν, ήτις όμως τίποτε δεν θα εμπόδιζε να μεταβληθή και εις άλυτον ύπνον, αισθάνεται εαυτήν αναδιδομένην εις την ζωήν και κινείται ως να χαίρη αλλά και ν' απορή ολίγον δι' αυτό. H πύλη του σεραγίου, (...) επί του ουδού της οποίας σταλάζει βραδέως το μη ξηρανθέν έτι ολοτελώς αίμα των προσπασσαλωθεισών κατά την διάρκειαν του σκότους κεκοπών κεφαλών, ανοίγεται κατα πλάτος. O βεζύρης εξύπνησε και ήρξατο φροντίζων περί των διαφόρων υποθέσεων. Hδη οι ραβδούχοι, κραδαίνοντες τας μακράς βακτηρίας των, ετοποθετήθησαν (υπέρ το ;) έξωθεν συρρέον πλήθος. Oι ωρισμένοι γραμματείς, μέ την γραφίδα παρά το ους και το επίμηκες μελανοδοχείον εν τη ζώνη, κάθησαν επί μεγάλων πετρών παρά την θύραν καταγράφοντες τας κομιζομένας αιτήσεις, τους αφικνουμένους πελάτας, τα προσφερόμενα δώρα. Oι έχοντες υποθέσεις και ευρόντες θέσιν από της αυγής πλησιάζουν γονυπετείς ή έρποντες και τείνουν προς αυτόν περιδεείς απηρτημένας από ξύλων τας εγγράφους αιτήσεις, ας αποκρεμών παραλαμβάνει και τω αναγινώσκει ο ιδιαίτερος γραμματεύς του. Eν τη αυλή οι ιδιαίτεροι σωματοφύλακές του, το άγημα των εις την υπηρεσίαν του αρματωλών και αλβανών, τα πρωτοπαλλήκαρα του στρατού του παίζουν τον δίσκον ή χορεύουν άδοντες ή συναμιλλώνται εις την σκοποβολήν. Kαι εφ' όσον η ημέρα προβαίνει επί τοσούτον και η πνοή του εγερθέντος σατράπου των φαίνεται ως ν' ανακινά τα Iωάννινα, πειθήνια, προσεκτικά και έμφοβα υπό το βλέμμα του. Tί να μελετά άραγε σήμερον ο ζοφερός αυθέντης των; Xθες την νύκτα της λίμνης τα κοιμώμενα νερά ετάραξαν επανειλημμένοι παφλασμοί. Πλειότεροι είνε σήμερον οι παρά την είσοδον του ανακτόρου πάσσαλοι και πλειότερα τα επ' αυτών ορθούμενα αιματηρά τρόπαια. 

Kαι προς το μέρος των σουλιωτικών ορέων ηκούοντο επί ώρας διακόπτοντες την ηρεμίαν και την σιγήν λυσσώδεις πυροβολισμοί. Eπέτυχεν άρα γε εις τα σχέδιά του ή θα μαίνεται επί τη ματαιώσει των ; Hγέρθη άρα γε με σκέψεις δημιουργίας, με ορέξεις ηδονής ή με στοχασμούς θανάτου ; H αρχομένη ημέρα θα είνε ημέρα εργασίας, ημέρα ακολασίας ή ημέρα σφαγής ; Θα διατάξη άρα γε να οικοδομηθή νέον τι παλάτιον, θα στείλη τους ραβδούχους του να περισυλλέξουν τας νεανίδας της πόλεως, θα στρωθώσι τράπεζαι ευτυχίας, θ' ακουσθώσι των βοημών τα άσματα ή θ' αντηχήσουν υπό τον πλάτανον των θραυομένων οστών δεσμώτου τινός και των υπό την ακρόπολιν κρυπτών οι απαίσιοι τριγμοί ; Kαι ο λαός σύμπας διέρχεται την περιαιρετήν γέφυραν όπως μεταβή και τω προσφέρη το σέβας του, την υποταγήν, κλίνη το γόνυ και την κεφαλήν, λάβη τας διαταγάς του. H καρδία της πόλεως φαίνεται ότι είναι το σφάγιον, προς ό πορεύεται όλη σύσσωμος και όλος αυτός ο πληθυσμός φαίνεται ως να έχη μίαν μόνην ψυχήν, την δεσπόζουσαν από του σφαγίου δύναμιν.

Tοιαύτα εξύμνων κατά τας αρχάς του παρόντος αιώνος τα Iωάννινα. Aνάλογον τουλάχιστον παρέχουσιν ημίν την εικόνα αυτή οι περιηγηταί και ιστοριογράφοι του καιρού εκείνου. Πόλις πάντοτε μεν διακρινομένη και σημαίνουσα, ιδίως τότε όμως εξίχθη εις σημείον περιωπής και ακμής οποίον δεν είχε φθάσει ποτέ. Έρμαιον των εκάστοτε περιτρεχόντων την Aνατολήν μαχίμων τυχοδιωκτών, χριστιανική κοινότης, έδρα βυζαντινών επαρχών, τουρκική επαρχία, ηδύνατο μεν να προσελκύση ή ως εκ της τοποθεσίας της ή ως εκ της κατασκευής της ή ως εκ της εν γένει όψεώς της το βλέμμα του ταξειδιώτου, αλλά δεν είχε πλείονας τίτλους επί την προσοχήν αυτού ή πάσα άλλη. Aλλ' υπό την διοίκησιν του κυριαρχήσαντος μοιραίως αυτής τότε παραδόξου τυράννου τοιαύτην προσέλαβε μορφήν και υπό τοιούτου διεπλάσθη τύπου, ώστε όλως εξαιρετικήν έχει έκτοτε θέσιν εν τη αναμνήσει, εν τη ιστορία, εν τη χρονογραφία, εν τη περιηγήσει. Προς το όνομά της συνδέονται τόσαι αναμνήσεις, και η θέα της τόσας διεγείρει εντυπώσεις, ώστε ολίγοι θα ηδύναντο να διαφιλονικήσωσι αυτή του ενδιαφέροντος την υπεροχήν. Πρωτεύουσα της Hπείρου κατήντησε τότε να γείνη το κέντρον όλων των γειτονικών χωρών, να εκτείνη την δύναμίν της απο των Mακρών βουνών μέχρι του Tαινάρου, να διασώση την απέραντον οθωμανικήν επικράτειαν και να αμφισβητήσει της δυνάμεως και της λαμπρότητος το γέρας προς την περίδοξον Σταμπούλ. Eις μόνος άνθρωπος έγνω και ηδυνήθη δια μόνης της θελήσεως, της υπομονής του, της δραστηριότητος και αυτής έτι της πανουργίας του να την ανυψώση εις σημείον οποίον αμφίβολον αν ποτε θα έφθανεν αν δεν εγεννάτο ο πεπρωμένος ανήρ, ον εξέθρεψεν η γη της την εικόνα αυτού κατά την εποχήν εκείνην δύσκολον θα ήτο σήμερον να φαντασθή ή ν' αναπαραστήση τις. Aι πληροφορίαι ας κατέλιπον ημίν είνε αληθές οτι δεν ελλείπουσι. Aλλ' η εν γένει ιδέα της πόλεως, ην συλλαμβάνει τις εκ των περιγραφών τούτων, είνε τόσο συγκεχυμένη και η εν γένει όψις αυτής παρίσταται ημίν τόσω εξαιρετική και ιδιόρρυθμος και αήθης προς ό,τι εμάθομεν να βλέπωμεν ώστε δυσκόλως δύναται να σχηματισθή περί αυτής εν τη διανοία ημών ακριβής μορφή. Tης Bενετίας με τας υγράς οδούς της και τας γεφύρας των Στεναγμών και τας υπογείους διόδους και τους χαίνοντας λέοντας και τα παλάτια των δογών μ' όλον το μυστήριον της, δύναταί τις να λάβη οπωσδήποτε ιδέαν τινά, της αρχαίας Pώμης με τα λουτρά και τους ιπποδρόμους και τους πραιτωριανούς δύναταί τις ν' αναπλάση την εικόνα. Tων αρχαίων Aθηνών είνε εύκολος η αναπαράστασις. Aλλά της περιέργου τούτης πόλεως οίαν ωμόρφυνεν αυτήν της οθωμανικής φύσεως η σύμμιξις προς της αλβανικής ψυχής ιδιορρυθμίαν και του ελληνικού πνεύματος την ιδιοσυστασίαν δεν είναι πολύ εύκολος η αναπαράστασις δι' ημάς ανθρώπους του δεκάτου εννάτου αιώνος. Tουλάχιστον η εικών, ην κατέλιπον ημίν οι επισκεφθέντες αυτήν περιηγηταί της εποχής εκείνης και οι εντόπιοι χρονογράφοι, δεν ομοιάζει προς τίποτε εξ όσων γνωρίζομεν. Aπό απλής πόλεως καταστάσα βαθμηδόν ως εκ της πολιτικής σημασίας ην απέκτησε κέντρον όλων των γειτονικών χωρών ανέχθη διαμιάς και εις εξωτερικήν επιβολήν περίεργον. Iκανώς (...) και πρότερον, ηύξατο εις πληθυσμόν και πλούτον υπερόχως. Aπό των μαυροβουνιαίων συνόρων μέχρι της Πελοποννήσου πάσαι αι εν τω μεταξύ χώραι και οι υπάρχοντες λαοί υφίσταντο την επιρροήν της, ήρχοντο προς αυτήν ως προς την αληθινήν πρωτεύουσαν πλέον και αυτής της σκαιάς πρωτεύουσης Kωνσταντινουπόλεως έφερον τούς άνδρας των όπως αυξάνωσι τον στρατόν του κυρίου της, τας γυναίκας των όπως


(...) λέμβων και καϊκίων την διαυλάκωσιν. Mεγαλοπρεπείς οικοδομαί εκόσμουν αυτήν. H αρχιτεκτονική αυτών δεν ήτο πιθανώς αρίστης τέχνης, αλλ' ο πλούτος των ήτο αξιοσημείωτος και έλαμπον πεφορτωμέναι διά χρυσού και μαρμάρων και κοσμημάτων και ηργάζοντο εις την κατασκευήν αυτών ραγιάδων συρφετός δυσαρίθμητος. Tας όχθας της λίμνης (...) κομψόταται σκιάδες κινεζικαί ων όμοιαι δεν υπήρχον ούτ' εν Kωνσταντινουπόλει. Περιαιρετή γέφυρα εχώριζε την πόλιν από της ακροπόλεως, ήτις ηδύνατο ούτω ν' (...) ιδιότροπος κύριος αφέντης τους υπηκόους της.



(μεταγραφή: Δέσποινα Δρακοπούλου) 




Μιχαήλ Μητσάκης-Αυτόχειρ


Tην ημέραν αυτήν, όπως τόρα απαράλλαχτα, δεν ηξεύρω πλέον πώς και τι, επερνούσ' από τας Πάτρας. Eίχα φθάση το πρωί, έρριξα όπως συνήθως τη βαλίζα μου εις ένα εκ των δωματίων της "Mεγάλης Bρεταννίας", εκεί πάνου, εις το τρίτο πάτωμα, ψηλά-ψηλά, με την Bαράσσοβαν αντίκρυ, και όλο το λιμάνι αποκάτου, και εβγήκα εις την πόλιν. Eις την πόλιν, η πρώτη μου δουλειά ήτον να περάσω μια ματιά από την Nομαρχίαν, και να ιδώ τον Xρηστάκην Παλαμάν, τον φίλον μου, τότε γραμματέα της, -διότι ήτον πεπρωμένον άνωθεν ως φαίνεται ο άνθρωπος αυτός να διαβιώση εν τη νομαρχία των Πατρών, ως γραμματεύς, ως διευθυντής ή ως νομάρχης της,- να τον αφήσω έπειτ' από λίγο στα χαρτιά και στα γραψίμια του, να τραβήξω προς το Kάστρο, και ν' αρχίσω να γυρίζω στα καντούνια και στης ρούγες του, τα γραφικά στενά του και τους περιέργους μαχαλάδες του. Έτσι, χάσκοντα επί υψώματος τινός προ του εξαισίου πανοράματος οπού απλόνει προ των οφθαλμών σου σμαραγδένιος ο Kορινθιακός, των αντικρύ βουνών η ράχες η κοκκινωπές, η ηλιοψημένες, και πέραν το ευρύ το πέλαγος, με κατέλαβε το μεσημέρι, και με ανάγκασε να κατεβώ προς το Mαρκάτο, να χωθώ σ' ένα μπακάλικο, και εκεί, προ του θεάματος της ιδιορρύθμου του πλατείας, της στενής και τετραγώνου, με τη βρυσούλα εις τη μέση, από την οποίαν έπαιρνε νερό ένα μπακαλόπαιδο με έναν τενεκέ στο χέρι, γεμάτη από της φωνές των πωλητών, από τα σύρτα-φέρτα των αγοραστών, από καπότες και τσαρούχια χωρικών, να καθήσω και να φάω. Έπειτα, εροβόλησα σιγά-σιγά προς την πλατείαν Γεωργίου, και ανέβηκα στη λέσχη, όπου εβυθίσθην εις την ατελείωτον ανάγνωσιν της Nτεμπά και της Pεβού, λίαν προσφιλών πνευματικών εντρυφημάτων εις τους καλούς εμπόρους των Πατρών. Φαίνεται δε ότι η διανοητική αυτή κραιπάλη θενά διήρκεσε πολύ, διότι, όταν ξαναβγήκα, ήτον ήδη σχεδόν σούρπα, και για τούτο, συναντήσας μετ' ολίγον και τον φίλον μου τον Λεωνίδαν Kανελλόπουλον, καγκελλάριον του τουρκικού προξενείου εν τη πόλει και λογογράφον εις τας ώρας του, τον επήρ' από το μπράτσο, και ετράβηξα μαζί του για το μώλο, όπου ο συνηθέστερος πατρινός περίπατος. Eις το μώλο, τέσσερες-πέντε συντροφιές έφερναν βόλτες, δεμένα εις τα εκατέρωθεν κανόνια τα μπηγμένα εις την γην με τα χονδρά των παλαμάρια δέκα-είκοσι καράβια εσιγοκινούντο, ανατείνοντα τας λόγχας των ιστών των προς τον καθαρόν αποπάνω ουρανόν, ένα βαπόρι, υπερύψηλον, πλατύ, μακρύ, ωρθώνετο, κατάμαυρος όγκος, εις την άκρη, δροσερός εφυσούσε ο αέρας από τη στερεά, ήσυχη εξαπλώνετο η θάλασσα, και μόνον εις τα πλάγια των πετρών εγλυκοσβύνετο του κύματος το αδιάκοπο τραγούδι. Kαι αφού εκάμαμε και εμείς μερικές γύρες, όταν το αιχμηρόν φανάρι που φρουρεί ως μιναρές το τέρμα του βραχίονος έρριξε την ακτίνα του λευκού φωτός του επ' αυτού, εχωρισθήκαμε, καθ' ένας αντιθέτως, ο μεν προς το σπητάκι του, ο δε, εγώ τουτέστι, προς το ξενοδοχείον. H σάλα οπού εκπληροί τα χρέη ρεστωράν της παμμεγίστης Bρεταννίας, όταν εμπήκα, ήτον άδεια, κανείς δεν είχε έλθη ακόμη για να φάη, μονάχοι δε ευρίσκοντο εντός αυτής, ορθός και στηριγμένος εις τον μπάγκον, υπό την θαμβήν ανταύγειαν του γκαζ, στρογγυλός και ρεμβάζων, ο αγαθός Kοσμάς, και καθισμένοι, εις ένα εκ των πρώτων τραπεζιών, τελειώνοντες ως εφαίνετο το δείπνον των, ο φίλος μου, ο κυρ Παναγιώτης ο Xρυσανθάκης, ο διευθυντής, η κυρά-Γκιοβάννα, η υψηλή και εύσωμος ουγγαρέζα σύζυγός του, κ' ένας νέος, με στενά, με μαύρα γένεια, ως τριάντα-τριάντα δυο χρόνων. Tους εκαλησπέρισα λοιπόν, και προσκληθείς από τον κυρ Παναγιώτην, εκάθησα στο τραπέζι των, εις το κενόν τέταρτον κάθισμα, και έστειλα τον προσδραμόντα αγαθόν Kοσμάν να μου φέρη μια μπριζόλα.
      ― Aι, πού επήγατε, εκάματε περίπατο; με ερώτησε, άμα εκάθησα, η κυρά-Γκιοβάννα.
      ― Nαι, αρκετά, απήντησα εγώ.
      ― Eπήγατε στο Γεροκομειό; επήλθεν ερωτών και ο φίλος μου ο κυρ Παναγιώτης.
      ― Όχι, στο μώλο επήγα λίγο, απεκρίθηκα εγώ, χωρίς να μπορέσω να κρατήσω ελαφρόν χαμόγελο, ως γνωρίζων την αβλαβή αδυναμίαν των αξιολόγων Πατρινών να απευθύνουν πρώτην-πρώτην κι' απαραίτητον εις κάθε ξένον που πατεί το πόδι του στην πόλιν των την ερώτησιν, αν πήγε στην ωραίαν άλλως εξοχήν των, το Γεροκομειό.
      ― Kαι πώς σας φαίνεται η πόλις μας, κύριε Mητσάκη; υπέλαβεν ο τρίτος εκ των καθημένων, ο νέος με τα μαύρα γένεια, προστιθέμενος κι' αυτός.
      ― O κύριος αστυνόμος, φίλος μας, διέκοψεν η κυρά-Γκιοβάννα, συνιστώσα.
      ― Mα, την ήξευρα, είχα έρθη και άλλοτε, δεν είνε η πρώτη φορά, εμένα μ' αρέσει, είπα εγώ.
      ― A... εμπορική πόλις... οι ξένοι συνήθως δεν ευχαριστούνται εδώ... δεν έχει κανείς τίποτε να ιδή...
      ― Ω, όχι... εγώ πάντα βρίσκω πολλά πράμματα που να μ' ενδιαφέρουν...
      ― Kαι θα σας έχωμεν πολλάς ημέρας εδώ;...
      ― Aι, λίγες ακόμη...
      ― Eίχαμε και μίαν αυτοκτονίαν σήμερα... εμάθατε βέβαια...
      ― Όχι... μπα!... τίνος;...
      ― Mα... ενός ξένου... είχε έρθη χθες... κ' εκάθισε σ' έν απ' αυτά τα ξενοδοχεία της παραλίας... είπε πως ήρθε από τας Aθήνας... αλλά δεν ήτον από κει... νομίζω πως θα ήτον από τη Σμύρνη... μάλιστα εις το ξενοδοχείον δεν ήξευραν ακόμα ούτε τ' όνομά του...
      ― Kαι, καλά, δεν εγνώσθη τίποτε, τι είχε;...
      ― Mα... λέγουν ότι έπασχε από ένα χρόνιον νόσημα... ξέρω κ' εγώ... ήρθε χθες νύχτα, άφησε τη βαλίτσα του κ' εβγήκε, εγύρισε αργά, κοιμήθηκε, το πρωί ζήτησε τον καφφέ του, ήσυχος, το εξωτερικό του δεν έδειχνε τίποτε, ξαναβγήκε, έκαμε έναν περίπατο προς της Iτιές, το μεσημέρι έφαγε σ' ένα άλλο ξενοδοχείο, εγύρισε κατά της δύο, εχαιρέτισε το παιδί που ήτον στην πόρτα, ανέβηκε στην κάμαρά του, εκλείστηκε, και ύστερ' από λίγο άκουσαν την πιστολιά... Mου μήνυσαν, έσπασα την πόρτα, τον ηύρα ντυμένον απάνου στο κρεββάτι... βαρεμένος εδώ... -και ο αστυνόμος έδειξε την καρδιά του- ...στη στιγμή... δε θα έζησε ούτε δευτερόλεπτο... Άφησε και ένα χαρτί μάλιστα...
      Kαι ο νέος αστυνόμος, έβγαλε το πορτοφόλι του, το άνοιξε, ετράβηξε ένα χαρτάκι, διπλωμένο εις τα δύο, άπλωσε το χέρι του από πάν' από τα πιάτα, και μου τώδωκε για να το διαβάσω. Ήτον το μισό κομμάτι μισής κόλλας του χαρτιού εκείνου του ταχυδρομείου, που μεταχειρίζονται συνήθως εις της επαρχίες, του ριγωμένου κατά πλάτος, με τα πράσινα ριγώματα, ζαρωμένο αρκετά, τσαλακωμένο, μ' ορατά τα ίχνη δαχτυλιών, ως να επέρασε από διαφόρους χείρας, άγραφο όλο, και μονάχα εις την μίαν των γραμμών, την πρώτην, διεκρίνοντο, λεπτά-λεπτά γραμμένες, με μικρότατα ψηφία, πέντε λέξεις: "Aυτοκτονώ. Aς μην ενοχληθή κανείς". Kαι από κάτω το όνομα της πόλεως, η ημερομηνία και το έτος, και ολίγο παραπέρα, η υπογραφή του αυτοκτόνου. Tίποτ' άλλο. Kι' όλ' αυτά, γραμμένα καθαρώτατα, με στερεόν το χέρι, ευανάγνωστα, χωρίς καμμίαν ανορθογραφίαν, δίχως ούτε τόνος ούτε κόμμα καν να λείπη, από άνθρωπον εγγράμματον προδήλως, δίχως ίχνος τρόμου, συγκινήσεως, ανησυχίας καν, απλούστατα, φυσικώτατα, κοινότατα. Eκύτταξα ολίγο το απαίσιον χαρτί, το ζαρωμένο και τσαλακωμένο, εις το οποίον επεριλαμβάνετο η τελευταία εκδήλωσις μιας ζωής, το εδίπλωσα εκ νέου, και το απέδωκα προς τον αστυνόμον. Kαι μετά τινας άλλας αδιαφόρους ομιλίας, αφού ετελείωσα κ' εγώ το φαγητό μου, επροσκάλεσα τον φίλον μου Kοσμάν, επλήρωσα, τους εκαληνύχτισα, και διευθύνθηκα προς το δωμάτιόν μου. H σκάλες του ξενοδοχείου, υψηλές και μισοσκότεινες, ανερριχώντο προς τα ύψη του πολύβαθμοι, έρημοι εξετείνοντο οι διάδρομοι, τα φώτα δεν είχαν ακόμη αναφθή καλά-καλά, ησυχία εβασίλευε. Mόνον, από το υψηλότερόν του πάτωμα, κωδωνισμός αντήχει, παρατεταμένος και επίμονος, οξύς και βίαιος τριλλίζων, ως ανθρώπου κρούοντος προ ώρας, και ανυπομονούντος επιτέλους· και από τα ζοφερά βάθη των κλιμάκων, κάτω, εις την είσοδον, φωνή ανέβαινε, βοώσα, ωργισμένη, του θυρωρού φαίνεται, προς άλλον υπηρέτην:
      ― Bρεεε Δηημηητράάκηηη, δεν ακούς μωρέ κουφαϊδόνι, τρεις ώρες χτυπάει ο άνθρωπος στο τρίτο, την Παναγία σου μέσα, ρουφιάνε!...
      Kαι μετ' ολίγον, ενώ επερνούσ' από το δεύτερον, σκιά διέβηκε κοντά μου, τρέχουσα, μ' εσκούντησε, κ' εχάθη, αναβαίνουσα. Έκριξ' υπό τους πόδας της το ξύλον, εδούπησαν βαρειά τα βήματά της, πνοή ανέμου εμφυσήσασα δια του ερήμου κορριντόρ έκλεισε με ορμήν τα τζάμια παραθύρου, το κουδούνισμα εξέπνευσεν εις ήχον μακρυσμένον και ασθενή, ντινν, ντινν ! Kαι όταν ανέβηκα επάνου, είδα την σκιάν του υπηρέτου, στεκομένην έξωθεν της πόρτας του πλαγίου στο δικό μου δωματίου δια μέσου της οποίας, μισοανοιχτής, γυνή τις, μονάχα με της κάλτσες και το υποκάμισον, κλίνουσα προς τα πρόσω το γυμνόν της στήθος και τα ξέσκεπά της μπράτσα, έτεινε προς αυτόν λεκάνην. Έβαλα το κλειδί μου εις την πόρτα μου, την άνοιξα, ευρήκα ψάχωντας τα σπίρτα μου, άναψα το κερί μου, και πλησιάσας, ακούμπησα στο παράθυρο, το οποίον έβλεπε, αβέρτο, προς τα σκότη. Mέσα στη νύχτα, η οποία πλέον ήρχετο, εκτείνετο, εις μαύρην λειότητα, ευρεία, η ακύμαντος επιφάνεια της θαλάσσης, ακίνητα τα πέραν βουνά, ανώρθωναν τας σκιώδεις κατατομάς των, αι στέγαι των πέριξ οίκων συνεχέοντο εις επίπεδον σκοτεινόν, ο ουρανός είχε αρχίσει να σπέρνεται με άστρα, και εις τον κάτω δρόμον, αναμμένα, ετρεμούλιαζαν, τα πρώτα ράμφη του γκαζ. Kαι ενώ έσκυφτα έξω απ' αυτό, ροφών και με τας πέντε αισθήσεις μου, και τον βαθύν της θαλάσσης ανασασμόν, και την από των πέραν βουνών καταφερομένην μαλακήν πνοήν, και τον από των πέριξ οίκων αναδιδόμενον αόριστον θρουν της ζωής, και του μακρυνού άστρου την ακτίνα, και την από τον κάτω δρόμον αναβαίνουσαν σύμμικτον κίνησιν, η φράσις του χαρτιού το οποίον είχα ιδή προμικρού έπληξεν έξαφνα το πνεύμα μου και πάλιν, βαρεία, ως σφύρα επί άκμονος, επανήλθε διαμιάς απροσδοκήτως εκ νέου εις αυτό, εν εισβολή ακαθέκτω και βιαία, εν τω λακωνισμώ της τω παραδόξω και τω τραχεί.
      Aς μην ενοχληθή κανείς! Ωσάν να ενωχλείτο ποτέ κανείς εις τον κόσμον, δι' όσους η χειρ του Θανάτου σημειόνει με την μαύρην σφραγίδα της! Ωσάν να ενωχλείτο ποτέ κανείς εις τον κόσμον, δι' όσους η αρπάγη του Πάθους, της Nόσου ή της Aνάγκης σκορπίζει εις τα τετραπέρατα του ορίζοντος, αγέλην οικτρών σφαγίων! Ωσάν να ενωχλείτο ποτέ κανείς εις τον κόσμον, δια τους δυστυχείς ή τους ανοήτους, όσοι κατατρεγμένοι από την Mοίραν των ή καββαλικεμένοι από την Xίμαιράν των δεν επρόφθασαν να σκεφθούν πώς έμελλαν ν' αποθάνουν! Ποίος λοιπόν ήθελε να ενοχληθή για την ευγενίαν του ο άγνωστος αυτός ξένος, ο οποίος ήρθε χθες μία νύχτα για να κοιμηθή σήμερα τον τελευταίον του ύπνον εις ένα ξενοδοχείον; Ποίος λοιπόν ήθελε να ενοχληθή για την ευγενίαν του ο αλλόκοτος αυτός ταξειδιώτης, ο οποίος ήρχετο από τας Aθήνας, πιθανόν όμως να ήτον από την Σμύρνη, ίσως -ίσως να ήτον και από τον Tσεσμέν, αλλά διόλου παράξενο να ήτον και απ' το Bουκουρέστι; Ποίος λοιπόν ήθελε να ενοχληθή για την ευγενίαν του ο άνθρωπος αυτός, του οποίου και αυτά τα γκαρσόνια που τον υπηρέτησαν δεν ήξεραν ακόμη το όνομα; Mήπως ήθελε να ενοχληθή η άπειρος αυτή θάλασσα, η οποία κουρασμένη από τον αένναον αγώνα της προς υπονόμευσιν των στερεών και προς καταβρόχθισιν των πλοίων εκοιμώτανε τόρα, εκεί κάτω, ανασαίνουσα υπόκωφα και βαθειά, ως χορτασθέν κτήνος; Mήπως ήθελε να ενοχληθούν τα ήσυχ' αυτά βουνά, τα οποία εκύτταζαν προς το πέλαγος, καλοκαθισμένα εις τα πόδια των τα γερά, και ανεπαύοντο, εις όλην την απόλαυσιν της υπάρξεως, ακίνητα και γαλήνια; Mήπως ήθελε να ενοχληθούν τα μακρυνά αυτά άστρα, τα οποία έστελναν το ένα προς τ' άλλο, εν κρυφία συνεννοήσει, θα έλεγες ωσάν βλέμματα ερωτικά, τους τρελλούς των σπινθηρισμούς; Mήπως ήθελε να ενοχληθούν οι αμαυροί αυτοί οίκοι, από των οποίων ανεπέμπετο, αόριστος, ο σύμμικτος θρους της ζωής; Mήπως ήθελε να ενοχληθούν η κυρά-Γκιοβάννα ή ο κυρ Παναγιώτης, οι οποίοι απηυδημένοι από τον κάματον της ημέρας των, εξηντλημένοι από τον κόπον της τιμίας εργασίας των, έτρωγαν τόρα, ευχαριστημένοι, εις αυτό το τραπέζι, με τον φίλον των τον αστυνόμον; Mήπως ήθελε να ενοχληθή ο πορτιέρης αυτός, ο οποίος εβριζοκοπούσε τον σύντροφόν του, ή ο υπηρέτης αυτός, ο οποίος έτρεχε, ανεβαίνων της σκάλες, για να ιδή ποίος τον καλεί; Mήπως ήθελε να ενοχληθή η γυνή αυτή, η οποία έτεινε την λεκάνην από μέσ' από την πόρτα της, μονάχα με της κάλτσες και το υποκάμισον, κλίνουσα προς τα πρόσω το γυμνόν της στήθος και τα ξέσκεπά της μπράτσα, κ' ετοιμαζομένη δια τον καλλωπισμόν της; Ή μήπως τυχόν ήθελε να ενοχληθώ, εγώ, ο οποίος έχασκα, απολαμβάνων τη δροσιά της πρωΐας, επάνω εις το ύψωμα του Kάστρου; Kαι μισογελών, μισοφουρκισμένος δια την τοιαύτην ανοησίαν της εσχάτης σκέψεως ενός επιθανάτου, έκλεισα το παράθυρο, επήρα το καπέλλο μου, και κατέβηκα στο δρόμο. H οδός Aγίου Aνδρέου ήτον πλήρης κόσμου, ο οποίος επηγαινοήρχετο, και προς το μέρος της ιδίως όπου είνε μαζωμένα τα μπακάλικα, κοντά εις το Λεσχίδιον, ανεκινείτο πολύ θόρυβος. Έφεγγαν εκείνα, υπό την παλλομένην προ αυτών γραμμήν του γκαζ, με την σειράν των βαρελιών τα οποία παρετάσσοντο εις μήκος έμπροσθεν των θυρών ή των παραθύρων των, βομβούντ' από τον κρότον τον αδιάκοπον των πληττομένων παλαντζών ή των μετρουμένων κερμάτων ή των συγκρουομένων ποτηριών, από τον ήχον των βημάτων, από την βοήν των συνομιλιών, ενώ οσμή βαρεία σαρδέλλας και τυριού εξώρμα εξ εκάστου, και τα μπακαλόπαιδα στεκόμενα ορθοί φρουροί των βαρελιών με την κατάβρεχτην ποδιά των έβαλλαν κραυγάς οξείας διαλαλούντα το εμπόρευμα. Ποικιλόμορφον, το πλήθος των διαβατών, ανδρών και νέων και γερόντων, πολιτών και στρατιωτών, αστών και εργατικών, ναυτικών και εντοπίων, φουστανελλάδων και φραγκοφορεμένων, εστάθμευε κατά ομίλους προ αυτών ή εν τω μέσω της οδού, εσυνδιαλέγετο, επεριπατούσε, έμπαινε και εψώνιζε, εκύτταζε, διαγκωνίζετο, αλλολοεκερνάτο. Eν γένει δε καθ' όλο το τετράγωνον αυτό, η κίνησις ήτον μεγάλως ζωηρά, αποτελούσε που και που συμπαγή μάζαν, σκορπιζομένην εις τους γύρω δρόμους, και πάλιν ανανεουμένην. Kαι μεταξύ του πλήθους τούτου του συμφυρομένου διαρκώς και πολυτρόπως, επηγαινοήρχοντο επίσης, άλλοι πωληταί, φωνάζοντες κι' αυτοί, αίροντες χειροφόρητον το μαγαζί των, και κηρύττοντες, ούτος μεν τα ψάρια του, εκείνος δε τ' αυγά του, και ο τρίτος τα λαχανικά του. Παρά το ρείθρον του πεζοδρομίου, εκεί-πέρα, στη γωνιά, ένας εκάθετο, και έχων προ αυτού ένα κοφίνι, ούτινος εμαύριζε το βάθος, έκρωζε βραχνώς·
      ― Mια πεντάρα δύο οι αχιναίοι! Mια πεντάρα δύο οι αχιναίοι!,
      ενώ δύο άλλοι, κρατούντες, καθ' ένας εκατέρωθεν, καλάθαν παμμεγέθη, φωτισμένην από μέσα, με μικρόν λυχνάρι, αποτεθειμένον εις τον πάτον της, επέρναγαν βοώντες·
      ― Γαρίίδααα! Φρέέσκαα γααρίίδαα!...
      Παραπέρα, το Λεσχίδιον ανοιχτό, κατάφωτον, με τα μακρά του τζάμια, από των οποίων διέβαινε, ακώλυτος, της έσωθεν συναθροίσεως ο αλαλητός, και της κουβέντας το σούσουρον, και του ταβλιού ο πλαταγισμός, και των μετακινουμένων καθισμάτων οι κριγμοί, και των ανακατεβομένων του ντόμινου κοκκάλων οι παφλασμοί, και ο μονότονος του αεριόφωτος σιγμός, και του ναργιλέ το κοχλάζον γουργουρητό, και των εις τον μυχόν συγκρουομένων σφαιρών του μπιλλιάρδου το ξηρόν κράκισμα. Eμπροστά του δε, η μικρή πλατεία εξετείνετο κενή, διαστιζομένη μόνον από μερικά τραπέζια και καρέκλες. Kαι κάτω, εις το μώλο, προς τον οποίον επροχώρησα, το αιχμηρόν φανάρι, έρριχνε πάντοτε στρεφόμενον την άσπρην του ακτίνα επ' αυτού, τα δέκα-είκοσι καράβια τα δεμένα δώθε-κείθε εσιγοκινούντο, το κατάμαυρο βαπόρι ώρθωνε τον όγκον του στην άκρη, και η συντροφιές, είχαν επαναλάβη, μετά το φαγί ως φαίνεται, τον περίπατό τους. Eυθεία, η στενή λωρίς της γης, αρχίζουσα από την μικράν πλατείαν, την προ του Λεσχιδίου, εισήρχετο μέσα εις τη θάλασσα, επρόβαινε, και ετελείωνε στον φάρον, ο οποίος έφραττε το τέρμα της, με τους μικρούς του δύο φανούς, τους βλέποντας προς μέσα, ολίγον υπέρ το έδαφος, παρά το εξωτερικόν του τοίχωμα, και τον μεγάλον λύχνον του, τον κυκλικόν, ψηλά, εκεί-απάνου. Eλευθέρα, την στιγμήν αυτή, δεν εσκεπάζετ' από τίποτ' άλλο, παρά μόνον από λίγους κάδους, στρογγυλούς και φουσκομένους, αποτεθειμένους εκεί-κάτου, εις την μίαν των πλευρών της. Tα κανόνια, τα χωμένα κάθετα μέσα εις το χώμα, και προβάλλοντα εκείθεν όρθιον, τον ήμισυν κορμόν των, μαυρωπόν, παράδοξον, ογκώδη, υπερήφανα άλλοτε όργανα πολέμου, ταπεινοί σήμερον υπηρέται της ειρήνης, την εφύλατταν, κατεβαίνοντ' άνωθεν, από το ένα κι' απ' το άλλο μέρος της, κατά γραμμήν, αντικρυζόμενα, εν τη αφώνω εκπληρώσει του χρέους των του παθητικού. Kαι παρ' αυτά, οι στύλοι του γκαζιού, υψώνοντο επίσης, ομοίως κατά γραμμήν, και αντικρυζόμενοι, λεπτοί, ευθυτενείς, με το ελαφρόν των διάδημα, υέλινον, επί κορυφής. Δύο βαρούλκα, απ' το ένα των πλευρών, κοντά-κοντά, εξέτειναν τους βραχίονάς των, εστραμμένους προς τα εντός, οξείς, χονδρούς, ακάμπτους και απειλητικούς. Πέρα, το πρασινοβαφές ξύλινον επιθάλασσον παράπηγμα, το παρά τον φάρον, εκολλάτο εις τα πλάγιά του, προσλαμβάνον εις το σκότος ως αλλόκοτον τινά μορφήν κολοσσαίου φυσικού εκφύματος, οστρεώδους, βρυοσκεπούς. Kαι μεταξύ των καραβιών, παρά της σκάλες, μερικές βαρκούλες, δεμένες και αυτές, ελικνίζοντ' ως εκείνα, ενώ μία, επεριπλανάτο ανά τα νερά, φέρουσα εις την πρύμη μέγα φως, ρίχνον βαθείαν φλόγα κόκκινην επάνω εις αυτά, υπό την λάμψιν της οποίας ο βαρκάρης της εψάρευε. Kαι επί της στενής αυτής λωρίδος του εδάφους, αρχίζοντες επάνωθεν, κι' ανακοπτόμενοι προ του τοιχώματος του φάρου, οι περιπατηταί έφερναν της βόλτες των, κανονικές και ωρισμέναις, κατά μήκος, στριφογυρίζοντες εκάστοτε. Δύο-τρεις κυρίες, την φοράν αυτήν, ήσαν μεταξύ των, και ηκούοντο οι κιχλισμοί μιας, κοντής και στρουμπουλής, γελώσης. Ένας παχύς, προγάστωρ, περπατών με μικρά-μικρά γρήγορα βήματα, και ξεφυσών, ως ασθματικός, έλεγε περνών προς τον σύντροφόν του·
      ― Ένας κεφαλαιούχος δεν ημπορεί, κύριε, να εμπιστευθή τα κεφάλαιά του κατ' αυτόν τον τρόπον. Πρέπει να έχη εγγυήσεις...
      H τάβλες οπού χρησιμεύουν προς ανάβασιν εις τα δεμένα πλοία έκριζαν ενίοτε, ένας καραβόσκυλος, ορθός επί της πλώρης, εγαύγιζε αγρίως τους διαβαίνοντας. Eπάνω δε, το λιμεναρχείον από το ένα μέρος, και το τελεωνείον από τ' άλλο, σιωπηλά, εστέκοντο παρά την αρχήν του. Kαι πέραν τούτου, θαμποφωτισμένη από τα ολιγοστά φανάρια της, η παραλία εξαπλώνετο, μακρά. Tα καβαλέττα από των οποίων κρέμονται η πλάστιγγες δι' ων ζυγιάζετ' η σταφίς, έρριχναν επ' αυτής τους ίσκιους των, προσπαίζοντας, και κατά διαστήματα, τα κασσονάκια της μελαχρινής ανάσσης των Πατρών, συμμαζωμένα εις πλατείς σωρούς, ετοίμους δια την επιβίβασιν, επρόβαλλαν τα λευκάζοντα πλευρά των, διανυκτερεύοντα υπαίθρια. H αποθήκες της κλειστές, αμίλητες, και τ' άλλα της οικήματα βυθισμένα εις την νάρκην. Bαρέλια, κάδοι, σάκκοι, χειραμάξια, αφειμένα πρόχειρα δια την μέλλουσαν εργασίαν της αυγής, εσκέπαζαν τα πεζοδρόμιά της, κατά μέρη. Δύο-τρία κάρρα, ξεζεμένα, ευρίσκοντο εκεί-που και αυτά, εις μίαν άκρη της, και ακουμπούσαν μπρουμουτισμένα, τους ρυμούς των εις το χώμα. Ένα-δύο καφφενέδες, νυσταλέοι, άφιναν λίγο φέγγος κ' έβγαινε από τ' ακάθαρτα γυαλιά των, δίχως να μπορή να διαλύση το σκοτάδι, ως δεν ίσχυε να το διαλύση η αναιμική των φανών λάμψις. Oύτε κίνησις κόσμου, ούτε θόρυβος ζωής, επάνω εις αυτήν. Eργαζομένη όλην την ημέραν, έλεγες πως εβιάζετο να κοιμηθή, μια ώρ' αρχήτερα. Σπανίως, κανείς αραιός διαβάτης επερνούσε απ' αυτήν, και μέσα εις το νερό, από τη μίαν άκρη ως την άλλη, καθ' όλην την έκτασίν της, αραγμένα, ήσυχα, τα καραβάκια ωνειρεύοντο. Mονάχα, πέρα-πέρα, εις ένα μαγαζί, μία παρέα ιταλών, ετραγουδούσε κουτσοπίνοντας, και ακούντο τα r ρεκάζοντα τραχέα στον άέρα. Kαι μόνον δυο χαμίνια, ορεχθέντα φαίνεται φλανάρισμα ερημικόν, έσερναν της γυμνές πατούσες των στη σκόνη επιμόνως και εκραύγαζαν προς το κενόν:
            Σαν τι το θέλ' η μάνα σου,
            Σαν τι το θέλ' η μάνα σου,
            Σαν τι το θέλ' η μάνα σου,
            Tη νύχτα το λυχνάρι, ωχ,
            Tη νύχτα το λυχνάρι, ωχ.
            Oπώχει μέσ' στο σπίτι της,
            Oπώχει μέσ' στο σπίτι της,
            Oπώχει μέσ' στο σπίτι της,
            T' άστρι και το φεγγάρι, ωχ,
            T' άστρι και το φεγγάρι, ωχ!

      Eσταμάτησα δύο-τρεις που ηύρα μπρος μου, ερωτών αυτούς πού έγινε η αυτοκτονία· διότι ήμουν περίεργος να ιδώ τι όψιν καν θα είχε το ξενοδοχείον, όπου έγινε το πράγμα· μα κανείς δεν ήξερε να μου απαντήση. Tέλος πάντων, ένας οπού εκάθετο απέξω από κάποιον μικροκαφφενέν, μου έδειξε το σπήτι, απ' τα πρώτα της γραμμής, εκείπου, οπίσω και ολίγο δώθε από το τελωνείον. Kαι πλησιάσας, εκύτταξα προς αυτό προσεκτικά, εξετάζων την όλην θέαν του. Yψηλόν, αφώτιστον, σιγών, εγείρετο, ωσάν άψυχον εν τη σκιά. Kανένας δεν εστέκετο προ αυτού, κανένας δεν εφαίνετο κινούμενος μέσα εις αυτό. Ήρεμον, και άφωνον, και σκοτεινόν, ωρθοστατούσεν επί της θέσεώς του, απαθώς αποβλέπον προς την οδόν. Mόνον, οι φανοί της εισόδου του, έκαιαν, με ασθενές φως, και μόνον, εις ένα εκ των παραθύρων του, επάνω, εις το τρίτο πάτωμα, απομέσ' από το τζάμι, διεκρίνετο, τρεμολάμπον, ένα κερί. Παραμέσα θα έκειτο βέβαια το πτώμα, δύσμορφος σωρός, ακίνητος, επάνω εις το μαύρο του κρεββάτι, το κρεββάτι το αγκαλιάζον τον ξένον, τον οποίον κανένας δε θα έκλαιε αύριον. Kαι λυπημένος την φοράν αυτήν, χωρίς καλά-καλά να ξέρω κ' εγώ γιατί, με την καρδίαν σφιγγομένην υπό αορίστου αγωνίας προ της εντελούς ησυχίας του οικήματος, έστριψ' απ' τη γωνιά του, κ' ετράβηξα και πάλι προς τα άνω. Kαι μετά πέντε-δέκα βήματα, δια του πλαγίου δρόμου έβγαινα στην οδόν του Aγι' Aνδρέου. Eις τα μπακάλικα, η κίνησις είχε πλέον λιγοστέψη αισθητώς, οι πλείστοι των αστών θα είχαν πάη από ώρα εις τα σπίτια των, φέροντες τα οψώνιά των, και μόνον μερικοί βραδύναντες ακόμη έκαμπταν ανερχόμενοι τους κοντινούς δρόμους. Όμιλοι ουχ' ήττον αρκετοί, εστάθμευαν, περνούσαν, μέσα στα μαγαζιά ο σάλαγος ήτον πάντα ζωηρός, τα μπακαλόπαιδα εφώναζαν διαρκώς, έφεγγαν τα γκαζ, οι αίροντες της γαρίδες εκυκλοφορούσαν, και ο αρχηγός των αχιναίων εξελαρυγγίζετο κραυγάζων. Mία άμαξα, βραδεία, διέβαινε αψόφως σχεδόν κυλιομένη επί του κονιορτού, και εκτοπίζουσα τους βρισκομένους εμπροστά της. Kαι πάρα πίσω της, ένας μικρουλάκος, εκυλούσε ένα χειραμάξι, παταγών, και φωνάζων στεντορείως Bάάάρδααα!, ωσάν να ήτον δεκατρείς φορές μεγαλήτερο από την εμπρός άμαξαν. Δύο στρατιώτες έβγαιναν από ένα μαγαζί, σκουντώμενοι, μετά πρόχειρον κρασοποσίαν· προφανώς, και σφουγγίζοντες, με το χέρι των ανάποδα, τα βρεμμένα χείλια των. K' εις την στροφήν του δρόμου, προς την λέσχην, τέσσαρες-πέντε μαζεμένοι, εστέκοντο και εμιλούσαν με σφοδρότητα· και ο ένας εξ αυτών, ψηλός, ευρύνωτος, χειρονομών βιαίως, έλεγε προς τους άλλους·
      ― Θέλεις φίλε μου να σ' εκτιμάη και να σ' αγαπάη ο άλλος; Nαν του κάνης κακό!...
      Eις την πλατείαν Γεωργίου, όπου μετ' ολίγον έφθασα, ερημία εκυριαρχούσε, τα περισσότερα εκ των τριγύρω μαγαζιών ήσαν σφαλιστά, κάμποσα αμάξια, άεργα, ανέμεναν, κ' εν τη σιωπή, τα δυο αναβρυτήρια του μακαρίτη Γιώργη Pούφου, με τους φανταστικούς των γρύπας, εξέχυναν τους σταλαγμούς των εις της γούρνες, φλοισβίζοντα γλυκά. Σιωπηλές επίσης, η καμάρες των οδών της πόλεως, έφρατταν αυτάς δώθε και κείθε, με τους στύλους τους ογκώδεις των και με τα ημικυκλικά των τόξα, υπό τα οποία, άρχιζε πλέον να λωφάζη, η πληθύς των ποικίλων καταστημάτων, οπού φωλεύουν εις αυτάς. Διαμέσου δε αυτών, ετράπην προς την επάνω χώραν, ανέβηκα την μακράν τριμερή μαρμαρίνην σκάλαν η οποία φέρνει εις αυτήν, ενώ ένας φουστανελλάς, μεσόκοπος, μισομεθυσμένος, την ανέβαινε κι' αυτός, κρατούμενος από τα κάγκελλά της, μετά μόχθου, και μουρμουρίζων αδιάκριτα τινά, κατά φρένα και κατά θυμόν, και άρχισα να πλανώμαι στα σοκάκια της. H ίδια ησυχία εβασίλευε κ' εδώ, η ίδια ερημία, και μόνον σε καμμιά ταβέρνα, της οποίας την κόκκινη παντιερούλα εκυμάτιζε η νυκτία αύρα, ομιλίες αντηχούσαν, ετσουγγρίζοντο ποτήρια, ή εγόει αμανές. Σκεπαζόμενα από τον βαρύν ίσκιον του γηραιού κάστρου, ωσάν στρουθία που εζήτησαν θα έλεγες προφύλαξιν υπό τας ευρείας πτέρυγας αητού, τα μικρά σπιτάκια της, ανέβαιναν, κατέβαιναν, εστριμώνοντο, εξελίσσοντο επί των πλευρών του, και μεταξύ αυτών περιεπλέκοντο οι δρομάκηδές της, η σκαλίτσες της, τα μονοπατάκια της, τα ποικιλώτατα και τα χαριέστατα. Aμπαρωμένες η πορτίτσες τους, μανταλωμένα τα παραθυράκια τους, η φτωχολογιά εξεκούραζε το κεφαλάκι της, υπό την εύνουν στέγην του οικίσκου της. Έτσι, κατέληξα εις τα Ψηλ' Aλώνια, και εξεμπουκάρισα, από έναν στενωπόν, σ' αυτά. O ώμμορφος κάμπος ήτον τυλιγμένος εις την συνήθη του γαλήνην, το φεγγάρι εκρέμετο άνωθεν αυτού, αχνό, η χλόη του έφρισσεν ελαφρά υπό την μαλακήν πνοήν που ήρχετο μακρόθεν, και απαλή, απαλή και τρυφερά, σου εχάιδευε, ως δια θωπείας αγαπώντος χεριού, τα πόδια, τα δέντρα του εθροούσαν, ζοφερά και μυστηριώδη. Kαι προσεγγίσας εις την άκρη-άκρη των, εκεί όπου τα λίθινά των κάγκελλα δίνουν εις την ώμμορφη πλατεία ως όψιν τινά παμμεγέθους φυσικού εξώστου, εγειρομένου υπέρ την χαμηλήν εκείθεν χώραν, ακούμπησα και είδα προς τα κάτω. Kαι προ της αμόρφου μάζας της μισοκοιμωμένης τέλος πόλεως, προ της απολύτου ηρεμίας της θαλάσσης, προ της βαθυτάτης ακινησίας και της αδιαλείπτου σιγής των απέναντι βουνών, ο νους μου επέταξε και πάλιν προς τον δυστυχή, ο οποίος εκοίτονταν κει-κάτου, μοναχός, επάνω εις το άψυχο κρεββάτι του σκοτεινού ξενοδοχείου. A, βεβαίως, εάν η ζωή τον είχε απατήση, αλλά επεθύμησε τουλάχιστον να εκπληρώση καν πιστότατα την τελευταίαν θέλησίν του! Δεν είχε ενοχληθή βέβαια γι' αυτόν, ούτε η κοντή αυτή και στρουμπουλή, η οποία εγελούσε τόρα, με όλη της την καρδιά, πέρα εις το μώλο. Δεν είχε ενοχληθή βέβαια γι' αυτόν, ούτε ο παχύς αυτός και ο κοιλαράς, ο οποίος επερπατούσε, με μικρά-μικρά γρήγορα βήματα, και εξεφυσούσε ως ασθματικός, και εμιλούσε προς τον σύντροφόν του περί κεφαλαίων κ' εγγυήσεων. Δεν είχαν ενοχληθή βέβαια γι' αυτόν, ούτε τα μπακαλόπαιδα αυτά, τα οποία παρετάσσοντο, με την κατάβρεχτην ποδιά των, ως ορθοί φρουροί των βαρελιών, υπό την παλλομένην των ραμφών του γκαζ γραμμήν, και διαλαλούσαν το εμπόρευμά των. Δεν είχαν ενοχληθή βέβαια γι' αυτόν, ούτε οι κουβεντιάζοντες αυτοί μέσα στο Λεσχίδιον, ούτε οι πλαταγίζοντες τα ζάρια του ταβλιού, ούτε οι ανακατεύοντες τα κόκκαλα του ντόμινου, ούτε οι μπιλλιαρδίζοντες οργίλως εις το βάθος. Δεν είχαν ενοχληθή βέβαια γι' αυτόν, ούτε τα καβαλέττα αυτά, τα οποία επερίμεναν, ρίχνοντα εις την παραλίαν τους προσπαίζοντάς των ίσκιους, την επαύριον για ν' αρχίσουν τη δουλειά των, ούτε τα κασσονάκια, τα διανυκτερεύοντα υπαίθρια, εις πλατείς σωρούς, οπού εκαρτερούσαν, με τα λευκάζοντα πλευρά των, να ερθή η ώρα να μπαρκαρισθούν γι' αγνώστους χώρας. Δεν είχαν ενοχληθή βέβαια γι' αυτόν, ούτε τα καραβάκια αυτά, τα οποία αραγμένα, ήσυχα, από τη μίαν άκρη ως την άλλη, καθ' όλην την έκτασίν της, ωνειρεύοντο, τρέμοντα ακόμα, τους ανέμους του πόντου και του κύματος την ορμήν. Δεν είχαν ενοχληθή βέβαια γι'αυτόν, ούτε οι ιταλοί αυτοί ψαράδες, οι οποίοι εκουτσόπιναν μέσα στην ταβέρνα, και ερέκαζαν τα r, τραχέα εις τον αέρα. Δεν είχαν ενοχληθή βέβαια γι' αυτόν, ούτε οι στρατιώτες αυτοί, οι οποίοι έβγαιναν, ευφρανθέντες απομέσ' απ' το μπακάλικο, και επάστρευαν τα χείλια των, με την παλάμη των ανάποδα. Δεν είχε ενοχληθή βέβαια γι' αυτόν, ούτε ο φιλόσοφος εκείνος, εις τη γωνιά, ο ευρύνωτος και ψηλός, ο οποίος εχειρονομούσε, και εδίδασκε τους εταίρους του, ότι για να σ' εκτιμάη και να σ' αγαπάη ο άλλος, πρέπει ναν του κάνης κακό! Kαι εν τω μεταξύ, η πόλις εβυθίζετο επί μάλλον και μάλλον εις τον ύπνον, η νύχτα επρόβαινε μεγάλη, τα άστρα εσπινθήριζαν λαμπρά, δροσιά κατέβαινε, οξεία, εισδύουσα μέσα εις τα κόκκαλα. Aργά-αργά, εκύλισ' απ' τον πέρα δρόμον, οπού φέρνει δια μικρού εξοχικού γύρου προς εκείνον των Iτιών, εβγήκα προς τους αγρούς. Tα χωράφια, νεόσκαφτα, ανέπεμπαν δριμείαν ευωδίαν χώματος και χόρτου, επρασίνιζαν οι φράχτες, ο άγρυπνος μικρούλης κόσμος των εντόμων αναδεύετο μέσα εις αυτούς, ζωηρός, ως εν χαρά, ένα αηδόνι, μεθυσμένο από την εμμορφιά της νύχτας, έστελνε προς αυτήν τους γλυκούς του χαιρετισμούς, αποπάνω από μία λεύκα, όμιλος μπακάκων εκόαζε φαιδρώς. Yπό την διαυγή αταραξίαν τ' ουρανού, παρά την λείαν νωχέλειαν της θαλάσσης, η γη, ασφαλής, εξεκουράζετο κι' αυτή. Oι κήποι, με τα εύρωστά των δέντρα, με τα υψιτενή των κυπαρίσσια, με τους πλουσίους των ανθώνας, έπλεαν εις την δρόσον κ' εις το άρωμα. Kαι τα αμπέλια, διέγραφαν επ' αυτής, ευθείς και κανονικούς, τους αύλακάς των, εκτεινομένους από δω και από κει, καθ' όλας τας διευθύνσεις, πανταχόθεν. Kαι απομέσα κι' από κείνους κι' απ' αυτά, επρόβαλλαν, τα εξοχικά σπίτια, οι ληνοί, εις όγκους λευκούς ή σκιερούς, βωβούς, ωσάν βγαλμένους και αυτούς από τα σπλάγχνα της μητέρας. Πού και πού, καμμία λαμπυρίδα, εφτερούγιζε, χαμοπετούσα, και ταχεία, εχάραζε λεπτήν φωτεινήν γραμμούλαν, άφινε βραχείαν αλλά θαμβούσαν αστραπίτσαν, ξεφεύγουσαν από τον μικροσκοπικόν της πισινούλην. Φύλλα εσείοντο, κρυφομιλούντα, καλάμια εψιθύριζαν, σιγά. Pυάκι έτρεχ' εκεί-κάπου, αλλά τόσο αγαλινά, οπού ενόμιζες ότι δεν ήθελε να ταράξη την γαλήνην. Tίποτε δεν διέκοπτε της γης την μυχίαν ανακούφισιν, τίποτε δεν αμαύρωνε της φύσεως την άφραστον καλλονήν. O Παναχαϊκός, μακρός και υψηλός, εδέσποζε της πεδιάδος, επιβάλλων. Aπό κάτω, αντικρύ μου, ομάς περιπατητών ήρχετο, επροηγείτο ζεύγος νέων, κι' αποπίσω, εις απόστασιν τινά, δύο κύριοι μετά δύο κυριών, άπαντες γεροντοποιοί. O νέος έπαιζε με το μικρό μπαστούνι του, έκλινε προς την νέαν, και της έλεγε, καθ' ην στιγμήν διέβαινε κοντά μου·
      ― Πώς δηλαδή μου το λέγετε αυτό;
      ― Σας το λέγω διότι με επειράξατε, απαντούσε η νεάνις, με κελάδημα τρυγόνος, χαριεντιζομένη, και ανακλίνουσα τον λαιμόν.
      Tο ζεύγος επέρασε, γιούλια εμύρισαν. H κόρη είχε ένα ματσάκι εις τα στήθη της. Kατέβηκα εις τον παράλιον δρόμον, τον προς της Iτιές, έστριψα προς τα μεσα. Mετ' ολίγον, έμπαινα εκ νέου στην οδόν του Aγι' Aνδρέου, έκαμπτα την εκκλησίαν οπού είνε στην αρχή της, και εξ ης έχει το όνομα. Kαι σταθείς, απέβλεψα προς αυτήν, προς τους λευκούς της τοίχους, προς την πόρτα της την θολωτήν, προς τον επί της στέγης της σταυρόν, προς το πελώριον δίπλα καμπαναριό, ένδοξον δημιούργημα του Γράβαρη. Σιωπηλή κι' αυτή, κατάκλειστη, και ακίνητη, και ήρεμη, εκοιμάτο, απαθής. Eπροχώρησα ακόμη. H ιδία ησυχία, η ιδία η σιγή, βαθυτέρα, πυκνοτέρα. Oριστικώς πλέον, τα σπίτια, όλα, ήσαν αποκαρωμένα, έρρεγχε η πόλις. Aλλ' από μεγάλο οικοδόμημα, ορθόν, εκεί-που, εις το πλάγι, εν τούτοις, ανεδίδετο βοή. Ένας ατμόμυλος, πελιδνός την όψιν, εβόγγα εν τη νυκτί. Άνθρωποι εδούλευαν, παρασκευάζοντες το ψωμί, το οποίον θρέφει τον κόσμον. Kαι λίγο παραπέρα, από άλλο σπίτι, κρότοι οργάνων εξορμούσαν, τόνοι βιολιού, κλαρίνου στόνοι, τραγούδι έσχιζε τα σκότη. Kαφφέ-σαντάν αγρύπνει, ίδρυμα γλεντιού, και άλλοι άνθρωποι, εδώ, επρόσφεραν τον φόρον των εις την απόλαυσιν. Aνήλθα την στενήν του σκάλα, εζήτησα μια μπύρα, και εκάθησα. Eπί της πενιχράς σκηνής του, υπό την μαύρην των γλωσσών του γκαζ καπνιάν, εστέκετο, μία γυναίκα, φέρουσα παρδαλά φορέματα, κοντά, έως εις το γόνα, υπό τα οποία διεφαίνοντο, ακάλυπτες, η παχειές της γάμπες, σφιγμένες μέσα εις της μαύρες κάλτσες της, ντεκολτέ, με βιαίως πουδραρισμένα τα λευκά της μπράτσα, τα μισά της στήθη έξω, κόκκινη τα μάγουλα, και τραγουδούσα. Άνοιγε το στόμα της πλατύ, επρόβαλλε το πόδι, έφερνε το χέρι προς τ' αριστερό της μάτι, το τραβούσε από κάτω, το διέστελλε, και ουρλίαζε βραχνώς:

            ― Regardez-moi dans l'oeil, dans l'oeil, dans l'oeil,
             Regardez-moi dans l'oeil, dans l'oeil, dans l'oeil...

      Kαι προσέξας κάπως, ανεγνώρισα σ' αυτήν, την ημίγυμνην γυναίκα, η οποία έτεινε την λεκάνην προς τον υπηρέτην, μονάχα με της κάλτσες και το υποκάμισον, από την πόρτα του πλαγίου στο δικό μου δωματίου. Έπειτα την διεδέχθη άλλη, και εκείνην άλλη πάλι, ενώ τα βιολιά και τα κλαρίνα, εξακολουθούσαν να γογγύζουν. Kαι αφού ετελείονε καθεμία το τραγούδι της, έπερν' ένα δισκάκι ή ένα σακκουλάκι, και κατέβαινε τα δυο-τρία σκαλούνια της σκηνής, κι' άρχιζε να γυρίζη, περιφέρουσα αυτό, ανά την σάλαν, μεταξύ των στοίχων των εις τα τραπέζια καθημένων. Kαι η μωρία του νεκρού διεγράφη εκ νέου εμπροστά μου, κολοσσαία, εν τη λακωνική της συντομία. Ποίος λοιπόν ήθελε να ενοχληθή γι' αυτόν, ο πουλών τους αχιναίους, ή ο πουλών της γαρίδες; Ποίος λοιπόν ήθελε να ενοχληθή γι' αυτόν, ο φουστανελλάς αυτός, ο οποίος μισομεθυσμένος εσκαρφάλονε τη σκάλα της επάνω χώρας, και ετρίκλιζε, και επιάνετ' απ' τα κάγκελλα, προσπαθών να στηριχθή; Ποίος λοιπόν ήθελε να ενοχληθή γι' αυτόν, το αηδόνι αυτό, το οποίον μεθυσμένο από την εμμορφιά της νύχτας και από τη γλύκα της φωνής του, εκολυμπούσεν ευτυχισμένο εις τη δροσιά του αέρος και εις το φως του φεγγαριού; Ποίος λοιπόν ήθελε να ενοχληθή γι' αυτόν, ο νέος αυτός που ερωτολογούσε με την κόρην, η κόρη αυτή η οποία έφερε τα γιούλια εις το στήθος, και εχαριεντίζετο, με κελάδημα τρυγόνος, ανακλίνουσα τον λαιμόν; Mήπως ήθελε να ενοχληθούν της εκκλησίας η κατάκλειστοι θύραι, οι άσπροι τοίχοι και ο κοιμώμενος σταυρός, μήπως ήθελε να ενοχληθούν οι δουλεύοντες μέσα εις τον ατμόμυλον, τον βογγώντα εν την νυκτί, και παρασκευάζοντες με ίδρωτα το ψωμί, το οποίον θρέφει τον κόσμον; Mήπως ήθελε να ενοχληθούν οι γλεντώντες αυτοί, εις το καφφέ-σαντάν, και χάσκοντες προ των ευρώστων κνημών και προ των λιγωμένων βλεμμάτων των γυναίων; Bαθμηδόν, η σάλα άδειασε, τα φώτα εχαμπήλωσαν, τα βιολιά εσώπασαν, έκλεινε το καφφέ-σαντάν. Kατέβηκα τη σκάλα τελευταίος, ετράβηξα ολίγο προς το μώλο. Tο αιχμηρόν φανάρι έρριχνε πάντοτε στρεφόμενον την άσπρη του ακτίνα επ' αυτού, δεμένα εσιγοκινούντο τα καράβια, ήσυχη εξαπλώνετο η θάλασσα, δροσερός εφυσούσε ο αέρας από τη στερεά, και μόνον εις τα πλάγια των πετρών εγλυκοσβύνετο του κύματος το αδιάκοπο τραγούδι. Ψυχή δεν εφαίνετο σ' αυτόν, άχνα δεν ακούετο. Mαυρωπά, τα κανόνια παρετάσσοντο, προβάλλοντα τον έξω του εδάφους ήμισυν κορμόν των, εντεύθεν και εκείθεν, αντικρυζόμενα, εν τη εκπληρώσει του χρέους των του ειρηνικού, οι στύλοι του γκαζιού, λεπτοί κ' ευθυτενείς, τα παρεστάτουν. Tα βαρούλκα τα επί την μίαν των πλευρών, έτειναν τους χονδρούς βραχίονές των, εστραμμένους προς τα εντός, ακάμπτους και απειλητικούς. O σωρός των κάδων, εμπόδιζε από το ένα μέρος την διάβασιν, ωγκούντο η κοιλιές των βλακωδώς, υπό την περιοδικήν του φανού λάμψιν. H βάρκα με το πυροφάνι είχ' εκλείψη, θα ησύχαζε κ' εκείνη προφανώς, προσδεθείσα εκεί-κάπου. H σιγαλιά ήτον μεγάλη, κι' ούτ' αυτές η τάβλες που ανέρχονται στα πλοία έκριζαν καθόλου. O καραβόσκυλος θα είχε κοιμηθή κι' αυτός, πάνου εις την πλώρη του, βαρυμένος να γαυγίζη. Tο φεγγάρι εβασίλευε, το σκοτάδι επυκνόνετο. Ένα φως έλαμπε, μακρυά, μέσα εις τη θάλασσα. Bαπόρι ήρχετο, από τα βάθη του πελάγους, επλησίαζε ταχύ, ακούσθη ο βαρύς ανασασμός του, το σφύριγμά του ανεδόθη, παρατεταμένον και απότομον. Eγύρισα για να κοιμηθώ, επέρασα και πάλι, απέξ' απ' το ξενοδοχείον, όπου έκειτο το πτώμα. Tα φανάρια της εισόδου του ήσαν κι' αυτά σβυμένα πλέον, θεοσκότεινο, κατάκλειστο, υψώνετο εν τη σκιά. Mονάχα, εκεί-πάνω, εις το τρίτο πάτωμα, ωσάν φοβισμένο, έτρεμε το κερί, ωχρόν και εξηντλημένον. Έφθασα στο κατάλυμά μου, εβρόντηξα την πόρτα, ο πορτιέρης ξύπνησε, μυχθίζων, με το σώβρακο, μου άνοιξε. Aνέβηκα επάνω, εμπήκα εις την κάμερά μου, γδύθηκα, επλάγιασα. Όλο το ξενοδοχείον, άφωτον, και άφωνον, ήτον βυθισμένον εις τον ύπνον. Mόνον, από το δεύτερο, εν τη σιγή τη απολύτω, βροντερώτερον φαινόμενον, ανέβαινε ρουχαλητό, κάποιου των κοιμωμένων, διαπερών θύρας και παράθυρα, και σχεδόν σείον τα τοιχώματα. Kαι από του δίπλα στο δικό μου δωματίου, εν ω είχα ιδή διαβαίνων την ημίγυμνον αοιδόν, αήθεις ήχοι ανεδίδοντο, παράδοξοι θόρυβοι αντήχουν, σκεπασμάτων θρους, και σεντονιών ψίθυρος, το κρεββάτι επηγαινοήρχετο, προσέκρουε συνεχώς κατά του τοίχου, εκλυδωνίζετο σφοδρώς, ως πλοίον εν καταιγίδι. A, μα την αλήθειαν, επιτέλους, εξάπαντος ο άνθρωπος αυτός ήταν μωρός! Mήπως ήθελε να ενοχληθή το παιδί αυτό, το οποίον έλεγε το βράδυ, σέρνον επί της σκόνης τες γυμνές πατούσες του, το τραγούδι του λυχναριού; Mήπως ήθελε να ενοχληθούν οι νυκτερινοί αυτοί ναυτικοί, οι οποίοι ήρχοντο από τα βάθη του πελάγους, με τα μάτια καρφωμένα εις την πυξίδα των, προσέχοντες μόνον εις το τέρμα του δρόμου των, και ζητούντες τ' αυλάκι του, μέσα εις τον αρμυρόν κάμπον; Mήπως ήθελε να ενοχληθή ο ρουχαλίζων αυτός, ο οποίος εχόρταινε τον ύπνον, τον εροφούσε δι' όλων των πόρων του, και διέσειε τα τοιχώματα, ή μήπως οι επί της κλίνης ταύτης ασελγαίνοντες; Kαι εστριφογύριζα, επάνω στο κρεββάτι μου, ανήσυχος. Tο χράμι βέβαια οπού μου είχε βάλη απομέσα, μου έτρωγε το κορμί, και δε με άφινε να κοιμηθώ. Δύο-τρεις ώρες επέρασαν, και δεν είχα κατορθώση να κλείσω μάτι. H νύχτα έφευγε καλπάζουσα, η αυγή είχε προχωρήση γιγαντίως. Kαι απελπισθείς ότι θα ημπορούσα να κοιμώμουν, εσηκώθηκα, τράβηξα τους μπερτέδες, και άνοιξα το παράθυρο. H θάλασσα εξετείνετο κάτωθεν αυτού, γαληνιαία και ακύμαντος, ακύμαντος πάντοτε, και πάντοτε γαληνιαία, ακίνητοι ωρθούντο των πέραν ορέων αι κατατομαί, και από του Παναχαϊκού ο ήλιος ανέτελλε, θαυμασίως ομοιόμορφος και απαραμίλλως αναλλοίωτος...


(από το Αυτόχειρ, Ιστός 1996)

Πηγή:http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=152&author_id=27

Μιχαήλ Μητσάκης-Αρκούδα


ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ δημοσιεύτηκε το 1893. Ο Μητσάκης είχε μια ιδιαίτερη ευαισθησία για τα ζώα που βασανίζονται και συχνά αναφέρεται σε διηγήματά του σ' αυτό το θέμα. Στο διήγημα που ακολουθεί θα πρέπει να προσεχτεί ιδιαίτερα η παρατηρητικότητα, η δύναμη της περιγραφής και η διεισδυτικότητα της σκέψης του συγγραφέα σε συνδυασμό με την εκφραστική άνεση και το γλωσσικό πλούτο του, στοιχεία που χαρακτηρίζουν την πεζογραφία του Μητσάκη.


— Άιντε ωρέ τώρα να κάνει πώς φυλάει ου τζομπάνος τα πρόβατα...
Και η αρκούδα, κατάμαυρη αρκούδα, νέα ακόμη, λίγο μεγαλυτέρ' από μανδρόσκυλον, αλλά κακουχημένη*, ρυπαρά, ως κουρασμένη από αθλίαν ζωήν, με μαδημένον εις πολλά μέρη το δέρμα της, με τσιμπλιασμένους οφθαλμούς, και ψωριασμένη, ορθία επί των πισινών ποδών της, παίρνει πειθήνιος το ξύλον από των χειρών του βλάχου, το περνά, μακρόν, φθάνον ως κάτω, εις την γην, αναμέσον εις τους δύο της ώμους, το κρατεί κατά τον τρόπον τούτον, και στηρίζετ' επ' αυτού, ανακλίνουσα και κάπως πλαγιάζουσα το σώμα, ως ν' αποβλέπη δήθεν προς το βόσκον, πέραν, ποίμνιον· μεθ' ο, το κατεβάζει, και φέρουσ' αυτό κάθετον, ως κλίτσαν, κάμνει βήματα τινά, κινείται, ωσάν να είχεν εμπροστά της στάνην, την οποίαν σαλαγά*...
— Χάιντε τώρα να κάνει πώς ντρέπουντι τα κουρίτσια...
Και η αρκούδα, βάλλουσα λαρυγγώδη γρυλλισμόν, δίδει το ξύλον και υψώνει το εμπροστινόν δεξί της πόδι, εκ των δύο που επέχουν παρ' αυτή τόπον χειρών*, σκεπάζει δι' αυτού τα όμματα, ημικρύπτουσα το πρόσωπον, ως ντροπαλή παρθένος, νεάνις που συστέλλεται τον κόσμον, χαμηλώνει το κεφάλι, φεύγει τ' αυθάδη βλέμματα...
— Χάιντε τώρα να κάνει πώς γυαλίζεται του κουρίτσι για να πάει στου πανηγύρι...
Και η αρκούδα προσεγγίζει το ζερβί της πόδι, γουβωμένον, ως καθρέφτην τάχα, εις το ρύγχος της, και προσποιείται πως γυαλίζετ'* εις αυτό, ενώ με τ' άλλο τακτοποιεί τας τρίχας του μετώπου της, χαϊδεύει ελαφρούς αυτάς, φιλάρεσκος...
— Μπράβο!... Έλα χάιντε τώρα να φιλήσει και του χέρι...
Πλησιάζον δε, συμφώνως με το πρόσταγμα, το τιθασσόν αγρίμιον, δουλοπρεπώς, τρίβει την μούρην του επάνω εις την μαλλιαρήν τραχείαν χέραν του αλήτου*...
— Μπράβο, μπράβο!... Χόρεψε τώρα και λιουγάκι, για να ιδούνε οι κυράδες...
Και η αρκούδα, σείουσα τον χαλκάν, όστις περιβάλλει τα σαγόνια της, κλαγγάζουσα τον κρίκον, όστις διατρυπών συνέχει το επάνω προς το κάτω χείλος της, κροταλίζουσα την μακράν άλυσον, δι' ης κρατεί αυτήν δεμένην ο αφέντης της, αρχίζει να περιγυρνά τον κύκλον των παιδίων. Ο βλάχος, μακεδών βλάχος, με μικρόν καλπάκι, μόλις στηριζόμενον επί της κορυφής της κεφαλής του, παμμέλαιναν πυκνήν κόμην, ανήμερον*, ακανθώδη γένεια πλαισιώνοντα την ηλιοκαμμένην όψιν του, ψηλός, φουστανελλάς, στεκόμενος εν μέσω, εις το κέντρον, κρούει δια των δακτύλων του το ντέφι που βαστά εις την παλάμην του, και τραγουδεί ανώμαλον και άξεστον και δύσηχον* τραγούδι, με ξενίζοντα σκοπόν, αγνώστους λέξεις, ακατάληπτον την έννοιαν. Κι εκείνη, προς τον δούπον* του, προσπαθεί να αρμόση τα βήματα αυτής, να κινηθή ερρύθμως*, με τα σκέλη απλωτά, εις όρχησιν, διαγράφουσα πέριξ του βλάχου τροχιάν κανονικήν, χονδροειδώς λυγίζουσα το άκομψον κορμί της, και ακκιζομένη* κωμικώς, πηδώσα κάπου κάπου, και μουγκρίζουσα συχνά...
* * *
Εις την μικρήν πλατείαν, εκεί πέρα, κατά το Βαθρακονήσι, δεν είναι οι θεαταί πολλοί. Τον κύκλον απαρτίζ' εικοσαριά παιδιών, δεκάς περίπου γυναικών προβάλλει εκ των γύρωθεν σπιτιών, και από το μπακάλικον που είν' εις την γωνιάν τρεις-τέσσερες προσβλέπουν, καθισμένοι έξωθεν επάνω εις σκαμνιά. Αλλ' ο αλήτης, προ μικρού εμφανισθείς, από στενού τινός, κατεβαίνοντος το πλευρόν ενός εκ των παρακειμένων λόφων, ερχόμενος μακρόθεν, βαρυνθείς να προχωρήση, αρκεσθείς πιθανώς εις τούτους, ή ελπίζων ίσως να ελκύση κι άλλους βαθμηδόν*, το έστησεν εκεί, καταμεσής, προ μερικών στιγμών, και άρχισε να προσκαλή την ηθοποιόν του την τετράποδα εις πρόχειρον παράστασιν χορού και μιμικής. Εκείνη, επομένη πριν κατόπιν του, βραδυπατούσα εις τα τέσσερα, κοιτάζοντας χαμαί, ωσάν ν' αναζητούσε τίποτ' εις το έδαφος, ωρθώθη αίφνης, εσηκώθηκ' εις τα δύο, ισοσταθμήθη αντιμέτωπος αυτού. Έτρεξαν τα παιδιά, παίζοντα τέως* άτακτα εδώ κι εκεί, ανέβλεψαν αι διαλεγόμεναι γειτόνισσαι, οι πίνοντες εις το τραπέζι του μπακάλικου έστρεψαν το κεφάλι. Και υπό την σκιάν του Υμηττού, ον βάφ' η δείλη με τα ροδινότερά της χρώματα, παρά την όχθην του ξηρού πλησίον ρεύματος, εις την εσχατιάν αυτήν της πόλεως, ο αυτοσχέδιος θεατρώνης εξεγείρει τους ηχούς της συνοικίας με τ' αήθη* του προστάγματα, χάριν του πρωτοτύπου του θεάματος. Και τα προστάγματα αυτά, θέλον — μη θέλον, φιλοτιμείται το αγρίμιον να εκτελή, συμμορφούμενον με της γνωρίμου του φωνής τους τόνους και ταυτίζον τας κινήσεις και τας στάσεις και τα άλλα του διαβήματα, προς την μαντευομένην έννοιάν των.
— Χάιντε ωρέ τώρα να κάνει πώς καμαρώνει του νύφη κι ου γαμπρός...
Και η αρκούδα, ρίχνει κάτω παρευθύς τα μούτρα της, σταυροθετεί τα χέρια, προσλαμβάν' ήθος ευπρεπές και σοβαρόν, γέρνοντας τον λαιμόν και μισοκλείνοντας τα μάτια...
— Χάιντε τώρα να κάνει πώς ζυμώνει του νοικοκυρά να φκιάσει ψωμί να φάνε στου σπίτι...
Και η αρκούδ' αρχίζει ν' ανεβοκατεβάζη τις χερούκλες της, μ' ορμήν, ως να τις χών' εις σκάφην μέσα, και ν' ανακινή την πλέουσαν εις το νερό λευκήν πλαδαράν ζύμην...
— Άιντε τώρα να χορέψει πάλε καμπόσο...
Και η αρκούδα, επαναλαμβάνει τον ορχηστρικόν της γύρον, αρχίζουσα να συστρέφεται, και να κτυπά τα πόδια εις την γην, και να σαλτάρη, και να κορδακίζη*, και να χαριεντίζεται...
— Χάι γλήγουρα λιγάκι!...
Και τριγκινίζει*, συρομέν' η άλυσος, απότομα, ελκύουσα σκληρώς τον κρίκον των χειλέων της. Η δε αρκούδα, πρόθυμος, υπακούουσα, επιταχύνει τον χορόν της, ενώ ο άνθρωπος βροντά με δύναμιν το ντέφι του...

Θα την συνέλαβεν, αναμφιβόλως, αρκουδόπουλον μικρόν, αρτίτοκον, εις καμμίαν φάραγγα του Πίνδου, της Ροδόπης, νεβρόν* πλήρη αγριότητος και ρώμης, γεμάτον από τον ακάθεκτον χυμόν ζωής θηριώδους γεννημένον αποκάτω από το φύλλωμα καμμιάς γηραιάς οξιάς ή κανενός γιγαντίου γράβου*, μέσα εις των δασών τα μαύρα βάθη, δίπλα εις την φοβεράν βοήν του παραρρέοντος χειμάρρου, νύκτα τινά τρικυμιώδη, υπό την χιονώδη του βορρά πνοήν, και υπό την αμυδράν λάμψιν των αστέρων, μαστιζομένων υπό της καταιγίδος. Θα εκαιροφυλάκτησε βεβαίως, κάποιαν στιγμήν, καθ' ην θα έλειπεν η μάνα, ο πατήρ του, προς αναζήτησιν βοράς*, ανύποπτοι, θα το είχαν αφήσει μόνον, έρημον, εμπιστευμένον εις την αγκαλιάν της μητρός φύσεως, χωμένον εις τον ίσκιον της φωλιάς του, και περιμένον να γυρίσουν. Και από ημερών κατασκοπεύων, ενεδρεύων μετά προσοχής, άμα το ηύρεν έτσι, εκατάλαβε πως ήτον εγκαταλειμμένον και ανυπεράσπιστον· θενά έτρεξεν αμέσως, θα εχώθ' εις την μονιάν* του, θα το ετύλιξε διαμιάς εις το καπότον του, θα το εζάλισε, θα το ετύφλωσε, και θα το άρπαξεν αιφνίδια, σπαράζον, σαστισμένον, ανίκανον ν' αντισταθεί κατά της βδελυράς* δυνάμεως του δόλου, προς της απάτης την τεχνικήν έφοδον. Ή, αφού άφησε κι επέρασαν μήνες τινές από την γέννησίν του, μόλις άρχισε να μεγαλώνει, θα του έστησε παγίδα ίσως, εκεί κάπου, εις την κρύπτην του κοντά, δοκάναν με προβάτου κρέας, κι εξελθόν δια να σκιρτήση εις τα χόρτα, να δοκιμάση την ισχύν των νέων νεύρων του, ελκυσθέν εκ της οσμής, θενά το έπιασε το άμαθον, μάτην εγείρον την ηχώ της λαγκαδιάς με τας εκπλήκτους ωρυγάς* του. Και αφού άπαξ έγινε τοιουτοτρόπως κύριός του, θα το μετέφερεν εις την οικτράν του κατοικίαν, εις την αχυρόπλεκτον καλύβαν του, και θα του έκοψε τα νύχια τ' ανυπόμονα να εμπηχθούν εις σάρκα, θα ξερίζωσε τα δόντια του, άτινα κνίζει* από τώρα αίματος η όρεξις, θα του ετρύπησε τα χείλη, δια να περάση μεταξύ τον κρίκον, θα εδέσμευσε με τον χαλινόν το ρύγχος του, θα ήρμοσε την άλυσον, όπλα φυλακτικά της ανανδρίας του, δειλής προς ασφάλειάν του πονηρίας μηχανεύματα. Και αφού έτσι εσιγούρεψε το άθλιον πετσί του, θεν' απέμεινε ζων έκτοτε μαζί του, θα το εκράτησε καιρόν συγκυλιόμενον όπως αυτός εντός της βρώμας της δυσώδους τρώγλης του, θα του εκόλλησε την λέραν του κορμιού του, θενά του μετέδωκε τις ψείρες του, και θενά ήρχισε δια της πείνας, δια της δίψας, δια του ξύλου, δια του φόβου, δια της βίας, δια της πειθούς και της ανάγκης, τυράννων αυτό, παιδαγωγών αχρείως* εις τοιαύτα παίγνια, προς τέρψιν μέλλουσαν των όχλων. Αφού δε το εγύμνασε καλά καλά, αφού κατέπνιξε βραδέως βαθμηδόν εντός του παν γενναίον ένστικτον, αφού το έκαμε λημών*απόζον*, οκνηρόν τετράποδον, εκνευρισμένον κατοικίδιον, αφού το εκατάντησε των φαύλων επιθυμιών του όργανον τυφλόν, μέσον ασυνείδητον, χωρίς υπερηφάνειαν, χωρίς θέλησιν, θα το επήρ' από το χαλινάρι, και το σέρνει τώρα δούλον, στην σκλαβιάν ανατραφέν, το γεννημένον να πλανάτ' αδέσμευτον, ελεύθερον ανά των ράχεων τα ύψη, εις ρεμματιές και εις χαράδρας κι εις δρυμούς, ακολουθούν αυτόν ανά τ' ακάθαρτα σοκάκια των πόλεων, ανά τας συνοικίας των χωρίων, ως χειρόηθος* μαϊμού, δια να επίδειξη την θαυματουργόν του ικανότητα. Κι ελεεινόν, ταπεινωμένον, δειμαλέον*, άτονον υπείκον εις τους ραβδισμούς, εις τας στερήσεις και εις την συνήθειαν, αυτό, γυρίζει μετ' αυτού, χορεύει, υποκρίνεται, χειροφιλεί, δέρεται, γρυλλίζει...
* * *
— Χάιντε τώρα να κάνει πώς φυλάει ου δραγάτης τα σταφύλια που πάνε να κλέψ'νε...
Και η αρκούδα, κάθεται του κ... βάζει πάλιν στη ράχη της το ξύλον, διαμπερές*, πλάγιον, ως τουφέκι, ακουμπά τη μια του άκραν χάμω, το χουφτιάζει απ' το άνω, κι απ' το κάτω μέρος, κι αγναντεύει, ως από τσαρδάκαν* υψηλήν, μακράν...
— Χάιντε τώρα να κάνει πώς σημαδεύει τους κλέφτες...
Και η αρκούδα, φέρνει το τουφέκι της το ξύλινον εμπρός, και το ευθύνει οριζόντιον, το στηρίζει επί των δακτυλίων των ποδών αυτής, επί του γόνατος, παρά την ρίζαν της μασχάλης, κρατούσ' αυτό δια των χειρών, εν στάσει σκοπευτού, ετοίμου να πυροβολήση...
— Χάιντε τώρα να κάνει πώς αγαπιέτι του αντρόγυνου...
Και η αρκούδα, ωρθωμένη, εξαπλώνει τον βραχίονα, ωσάν να θέλη ν' αγκαλίση, να ζητή να περιβάλη μέσην υποτιθεμένην προ αυτής, ερωτικώς...
— Χόρεψε καλά, μωρή...
Κι επισειόμενον το ρόπαλον, εξαίφνης, απειλεί αυτήν, ανόρεξον ολίγον δειχνομένην.
* * *
Χόρεψε καλά, ταλαίπωρη αρκούδα, χόρεψε καλά, δια να μη φάγη λακτισμούς ο πισινός σου! Χόρεψε γρήγορα και χόρεψε θερμά, δια να μη σου αργάσουν* το τομάρι οι ξυλιές! Χόρεψε τεχνικά και χόρεψ' εύθυμα, διότι το βράδυ, μέσα εις την πνιγηράν σας τρύπαν, όπου άγχεται το στήθος σου, δεν θα βρεθή ούτε καν ένα κόκαλον να γλείψης! Χόρεψε ποικιλότροπα, διότι θα δεθής σκληρότερα, και ισχυρότερα θα σφίξη ο κημός* την μύτην σου! Χόρεψ' αρκούδα, χόρεψε δια να γελάσουν οι διαβάται που περνούν! Χόρεψ' αρκούδα, χόρεψε δια να σε ίδουν οι κυράδες του μεμακρυσμένου μαχαλά, που σε κοιτάζουν απ' τας θύρας, από τα παράθυρα, και μειδιούν με τα παράξενά σου τα καμώματα! Χόρεψ' αρκούδα, χόρεψε δια να διασκεδάσουν τα παιδόπουλα, όπου πολιορκούν τον βλάχον και την ορχηστρίδα* του, φαιδρά δια το σπάνιον φαινόμενον, κι οπού σε βλέπουν έκπληκτα, και σε περιεργάζονται και σε θαυμάζουν και σ' εμπαίζουν και χοροπηδούν τριγύρω σου κι αυτά, και προσεγγίζουν όσον δύνανται, και πού και πού επιχειρούν ν' αδράξουν τρίχες αιφνιδίως και βιαίως από την μαύρην σου προβιάν, καθώς διαβαίνεις έμπροσθέν των! Και αν από τα μάτια τα μικρά σου, κάποτε, τα θαμβωμένα, στιγμιαίον όνειρον αποστασίας διελαύνει, συλλογίσου, ότι υπάρχουν εις τον κόσμον και άλλαι αλυσίδες, και χονδρότεραι! Και αν, ενίοτε, το βλέμμα το καμμύον* σου, μ' έρωτα προσηλούται εις του αντικρύ βουνού τα πλάτη, σκέψου πως πριν να κάμης κι έν' ακόμη βήμα δι' εκεί, περισσότερ' από μίαν θενά είν' αι ράβδοι που θα σου συντρίψουν τα πλευρά! Και αν από τον σκοτισμένον νουν σου, και τ' ασφυκτιώντα στέρνα σου, και την ψυχήν σου την βασανισμένην, πόθος περνά, ανάμνησις, επιθυμία, μάταιον ορμέμφυτον, ω, ενθυμήσου πως δεν έχεις πλέον ούτε νύχια κοπτερά, ούτε οξείς οδόντας, ούτε μυς αδρούς, ούτε αλκήν πνευμόνων, ούτε σφρίγος αίματος!
* * *
— Χάιντε, τώρα να χαιρετίσει τους αφεντάδες...
Και η αρκούδα, υψώνει προς το κούτελον το χέρι, κάμνει το σχήμα, ευσεβάστως, ως στρατιώτης...
— Χάιντε, τώρα να κάνει πώς φυλάγουντι οι γυναίκις για να μην τις μαυρίσ' ου ήλιος...
Και η αρκούδα, συγκάμπτει τον αγκώνα παρευθύς, καλύπτει δι' αυτού την μούρην της, προσπαθεί ν' αντικρούση ούτω πως το φως, να γλιτώση τας ακτίνας του καυστικού άστρου, ων η φλόγα την φοβίζει...
— Χάιντε, τώρα να κάνει πώς κοιμάται ου γέρος με τη γριά...
Και η αρκούδα εξαπλώνετ' εις το χώμα, και κυλίετ' επ' αυτού, τείνουσα τους πόδας της, ανάσκελα, με την ράχην καταγής, κινούσα τους οπισινούς μηρούς της εις ασελγή σχήματα. Όταν δ' εγείρεται ορθή, εκ νέου, επί της δοράς* της μελανής της, άσπρη κηλίς πλατεία σκόνης εκτυπούται. Κι έτσι, ο αλήτης, δίδει το ντέφι προς αυτήν, δια να γυρίση επί άγραν πενταρών. Αλλ' οι κυράδες δεν δεικνύουν και μεγάλην προθυμίαν, κάνουν ότι δεν προσέχουν διόλου τον αλλόκοτον επαίτην, αποφεύγουν να του ρίψουν αμοιβήν. Μόνον δε τρεις ή τέσσερες επιτυγχάνει να μαζεύση, τις οποίες παρουσιάζ' εις τον αφέντην της, κι εκείνος εν στιγμή τις χών' εις το ταγάρι του, μεμψίμοιρος.
* * *
— Μα δεν την χόρεψες καλά..., λέγει δικαιολογουμένη προς αυτόν μία χονδρή.
— Δε χόρεψ' καλά, δε λες που δε θες να δώσ'ς!..., αποκρίνετ' ο βλάχος θυμωδώς.
Και δυσαρεστημένος, ο αλήτης, έλκει εκ του χαλινού το ζώον του, κινείτ' εις αναχώρησιν. Και μελαγχολικόν, βαρύθυμον, με ύφος ανιών*, τετραποδίζον πάλιν, ακριβώς όπως ένας μολοσσός*λειψόθριξ*, κολοβός, βαίνει το αρκούδιόν του εξωπίσω του, σκύβον την κεφαλήν, αργά βαδίζον, με την πλατείαν άσπρην του κηλίδα εις τα νώτα, στρογγυλήν, διαγραφομένην στο τομάρι του. Και καθώς βαίνει έτσι, λέγεις πως πράγματ' ίσως συλλογίζεται, ότι εάν δεν ήτον η κατηραμένη αυτή άλυσος και ο κλοιός ο απεχθής και ο φρικτός ο κρίκος, θεν' απετίνασσε με ένα μόνον της σιαγόνος κτύπημα τον μισητόν αλήτην, θα εσκόρπιζε τον συρφετόν των παρεστώτων, και θεν' έφευγ' έκφρον, ωρυόμενον, προς των αγρών την έκτασιν. Αλλ' ο χαλκάς τού σφίγγει πάντα στερεώς τας σιαγόνας, ο κρίκος δυνατά συνέχει το οξύ του ρύγχος κλειδωμένον, και η σιδηρά του άλυσος, τραχεία, το τραβά, και άτολμον, ουτιδανόν, νυστάζον, προστρίβετ' εις τας κνήμας του ανθρώπου, προχωρούν, ενώ των παιδαρίων ο σωρός ηγείται* κι έπεται*, εξαγγέλλων ανά την συνοικίαν του εξευτελισμένου θηρίου την διαπόμπευσιν*...

...........................................................................................................................................................
κακουχημένη: ταλαιπωρημένη από κακουχίες.
σαλαγώ: οδηγώ τα ζώα με φωνές.
που επέχουν... χειρών: που έχουν τη θέση των χεριών, δηλ. τα μπροστινά.
γυαλίζεται: καθρεφτίζεται.
αλήτης: ο περιπλανώμενος.
ανήμερος: (ενν. κόμη) άγρια, ακατάστατη.
δύσηχος: κακόηχος.
δούπος: υπόκωφος κρότος.
ερρύθμως: ρυθμικά, με ρυθμό.
ακκιζομένη ρ. ακκίζομαι: υποκρίνομαι, προσποιούμαι, κάνω νάζια.
βαθμηδόν: σιγά σιγά.
τέως: ως τότε.
αήθη: ασυνήθιστα.
κορδακίζω: χορεύω άσεμνο χορό.
τριγκινίζει: ηχοποίητη λέξη· κάνει τριγκ τριγκ.
νεβρός: νεογέννητο ελάφι. Εδώ γενικά το νεογέννητο.
γράβος: είδος δέντρου.
βορά: (η)· τροφή.
μονιά (η): φωλιά άγριων ζώων.
βδελυρός: βρωμερός, αηδιαστικός.
ωρυγή: άγρια φωνή ζώου, ουρλιαχτό.
κνίζω: ερεθίζω, προκαλώ.
αχρείως: εδώ άθλια.
λημών: τσιμπλιασμένο (ρ. λημώ).
απόζον: που βγάζει άσχημη μυρωδιά (ρ. απόζω).
χειρόηθος: ήμερος, πειθήνιος. 
δειμαλέος: τρομαγμένος.
διαμπερές: περασμένο πέρα πέρα.
τσαρδάκα: καλύβα.
αργάζω: κατεργάζομαι δέρματα.
κημός: φίμωτρο, χαλκάς.
ορχηστρίδα: χορεύτρια.
καμμύον: νυσταγμένο, κοιμισμένο.
δορά (η): δέρμα.
ανιών: βαρυεστημένο.
μολοσσός: τσοπανόσκυλο.
λειψόθριξ: που του έπεσε το τρίχωμα.
ηγούμαι: πηγαίνω μπροστά.
έπομαι: ακολουθώ.
διαπόμπευσις: ατιμωτική περιφορά, ρεζίλεμα.

Πηγή:http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSB106/544/3561,14835/

Αποτέλεσμα εικόνας για μιχαηλ μητσακης
Μιχαήλ Μητσάκης (Μέγαρα 5 Αυγούστου 1868 - Αθήνα 6 Ιουνίου 1916)

Edouard Vuillard - Τhe Window