Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Μεξικό. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Μεξικό. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2025

José Emilio Pacheco - Πόλη των Μάγια που την κατάπιε το δάσος

Από τη μεγάλη πόλη των Μάγια επιζούν
καμάρες
γκρεμισμένα κτίσματα νικημένα
από την αγριότητα της τσουκνίδας.
Ψηλά ο ουρανός που μέσα του πνίγηκαν οι θεοί της.
Τα ερείπια έχουν το χρώμα της γης
που πια δεν υπάρχουν.
Από τόση ζωή που ήταν εδώ
από τόσο γκρεμισμένο μεγαλείο
σώζονται μόνο
τα εφήμερα λουλούδια που δεν αλλάζουν.

Χοσέ Εμίλιο Πατσέκο ( 1939 -2014)
Πηγή: ΓΕΝΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΛΑΤΙΝΟ-ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ- 1892-1975
Εκλογή-Πρόλογος-Σημειώσεις- Μετάφραση από τα Ισπανικά
Ρήγας Καππάτος- Εκδόσεις: ΕΚΑΤΗ- ΑΘΗΝΑ – ΜΑΙΟΣ 2011

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2024

Octavio Paz - Hλιακή πέτρα (απόσπασμα)


περιδιαβάζω το κορμί σου σαν τον κόσμο,
η κοιλιά σου είναι μια λιόλουστη πλατεία,
τα στήθη σου δυο εκκλησίες που ιερουργεί
τα δυο παράλληλα μυστήριά του το αίμα,
σε τυλίγει όπως κισσός το βλέμμα μου,
είσαι μια πολιτεία που τη ζώνει η θάλασσα,
ένα μουράγιο που το φως του ήλιου χωρίζει
σε δυο ροδακινόχρωμες μισάδες,
μια αλυκή, πουλιά και βράχια
κάτω απ΄ το νόμο του βαθιού μεσημεριού.
Ντυμένη με τα χρώματα των πόθων μου
περπατάς γυμνή όπως οι λογισμοί μου,
περιδιαβάζω σαν το νερό τα μάτια σου,
οι τίγρεις πίνουν όνειρο μέσα σ΄ αυτά τα μάτια,
το κολιβρί καίγεται σ΄ αυτές τις φλόγες,
περιδιαβάζω το μέτωπό σου σαν το φεγγάρι,
τους λογισμούς σου σαν το σύννεφο,
περιδιαβάζω την κοιλιά σου όπως τα όνειρά σου,
η φούστα σου από καλαμποκάνθια κυματίζει και τραγουδάει
σαν τον άνεμο,
η φούστα από κρύσταλλο, η νερένια φούστα σου,
τα χείλη σου, τα μαλλιά σου, το βλέμμα σου,
βρέχεις όλη τη νύχτα, όλη τη μέρα
ανοίγεις το στήθος μου με τα νερένια δάχτυλά σου,
κλείνεις τα μάτια μου με το νερένιο στόμα σου,
βρέχεις πάνω στα κόκκαλά μου, μέσα στο στήθος μου
βυθίζει ρίζες νερού ένα υγρό δέντρο,
Περιδιαβάζω τη μέση σου σαν ένα ποτάμι,
περιδιαβάζω το σώμα σου σαν ένα δάσος,
σαν ένα μονοπάτι στο βουνό
που καταλήγει σε μια απύθμενη άβυσσο,
περιδιαβάζω τους ακονισμένους λογισμούς σου
και βγαίνοντας από το άσπρο μέτωπό σου
κατακρημνίζεται και θρυμματίζεται ο ίσκιος μου,
περισυλλέγω τα κομμάτια μου ένα ένα
και συνεχίζω δίχως σώμα, στα τυφλά
Μετάφραση: Ρήγας Καππάτος

Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2024

Octavio Paz - Tέσσερα ερωτικά ποιήματα


             1.

ΔΥΟ ΣΩΜΑΤΑ

Δύο σώματα το ένα αντίκρυ στο άλλο

είναι μερικές φορές δύο κύματα

και η νύχτα  ένας ωκεανός.

Δύο σώματα το ένα αντίκρυ στο άλλο

είναι μερικές φορές δύο πέτρες

και η νύχτα μία έρημος.

Δύο σώματα το ένα αντίκρυ στο άλλο

είναι μερικές φορές δύο μαχαίρια

και η νύχτα σβήνει σπίθες.

Δύο σώματα το ένα αντίκρυ στο άλλο 

είναι δύο αστέρια που πέφτουν

σ’ έναν  άδειο ουρανό.

             2.

          CODA

Ίσως το ν’ αγαπάς σημαίνει να μαθαίνεις

να περπατάς μέσα στον κόσμο.

Σημαίνει να μαθαίνεις να είσαι σιωπηλός

όπως η βελανιδιά και η φλαμουριά τού μύθου.

Να μαθαίνεις να βλέπεις.

Το βλέμμα σου έσπειρε σπόρους.

Φύτεψε ένα δέντρο.

Μιλώ

γιατί κουνάς τα φύλλα του.

                 3.

        ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΥΓΗ

Τα μαλλιά σου χάνονται στο δάσος,

τα πόδια σου αγγίζουν τα δικά μου.

Στον ύπνο σου είσαι μεγαλύτερη από τη νύχτα,

αλλά το όνειρό  σου χωράει σε αυτό το δωμάτιο.

Πόσο πολλοί είμαστε, εμείς που είμαστε τόσο λίγοι!

Έξω από το δωμάτιο περνάει ένα ταξί γεμάτο φαντάσματα.

Τα νερά τού ποταμού που τρέχουν πλάι σου

κυλούν πάντα προς τα πίσω.

Άραγε, αύριο θα ξημερώσει μια άλλη μέρα;  

                4.

         ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Στο σώμα μου ψάχνεις το βουνό

για να βρεις τον ήλιο που είναι θαμμένος στο δάσος του.

Στο σώμα σου ψάχνω τη βάρκα

που παρασύρεται στη μέση τής νύχτας. 


(Μεταφραστική δοκιμή: Νίκος Λάζαρης)

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2024

Octavio Paz - Δύο κορμιά


Δύο κορμιά αντιμέτωπα

είναι πότε-πότε δυό κύματα,

ενώ ωκεανός είναι η νύχτα.

Δύο κορμιά αντιμέτωπα

είναι πότε-πότε δυό πέτρες

κι έρημη χώρα είναι η νύχτα.


Δύο κορμιά αντιμέτωπα

είναι πότε-πότε δεντρόριζες

μπερδεμένες μες σε μιά νύχτα.

Δύο κορμιά αντιμέτωπα

είναι πότε-πότε μαχαίρια

μέσα στο αστροπελέκι της νύχτας.

Δύο κορμιά αντιμέτωπα

είναι αστέρια και πέφτουν μαζί

σε ουρανό που χάσκει ολόαδειος


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

Παρασκευή 17 Μαΐου 2024

Octavio Paz - Δυο κορμιά

Δυο κορμιά αντικρυστά
είναι κάποτε δυο κύματα
κι είναι η νύχτα ωκεανός.

Δυο κορμιά αντικρυστά
είναι κάποτε δυο πέτρες
κι είναι η νύχτα έρημος.

Δυο κορμιά αντικρυστά
είναι ρίζες κάποτε
μες στη νύχτα βυθισμένες.

Δυο κορμιά αντικρυστά
είναι κάποτε μαχαίρια
κι είναι η νύχτα αστραπή.

Δυο κορμιά αντικρυστά
είναι δυο πεφταστέρια
σ' έναν άδειο ουρανό.

Ποιήματα
Μετάφραση: Αργύρης Χιόνης

Παρασκευή 26 Απριλίου 2024

Octavio Paz - H πέτρα του ήλιου (αποσπάσματα)

Βλέμματα θαμμένα σ’ ένα πηγάδι,
βλέμματα που μας βλέπουν απ’ την αρχή,
βλέμμα μωρό γριάς μάνας
που βλέπει στο μεγάλο γιο έναν πατέρα νέο,
βλέμμα μητέρας της μοναχοκόρης
που βλέπει στον πατέρα της ένα μικρό παιδί,
βλέμματα που μας κοιτάζουν απ’ το βάθος
της ζωής κι είναι παγίδες θανάτου
– ή μήπως είναι ανάποδα: σ’ αυτά τα μάτια πέφτοντας
είναι σαν να γυρίζεις στην πραγματική ζωή;

............................................................................................................................................
αδέσποτα δωμάτια
ανάμεσα σε πόλεις που ναυάγησαν
δωμάτια και δρόμοι, ονόματα πληγές,
το δωμάτιο με τα παράθυρα που βλέπει
σ' άλλα δωμάτια με το ίδιο ξεθωριασμένο χαρτί
όπου κάποιος με πουκάμισο διαβάζει εφημερίδα
ή μια γυναίκα σιδερώνει. Το φωτεινό δωμάτιο
που τα κλαδιά επισκέπτονται της ροδακινιάς,
το άλλο δωμάτιο: έξω πάντοτε βρέχει
κι υπάρχει αυλή με τρία παιδιά που σκούριασαν,
δωμάτια που είναι πλοία κι αιωρούνται
σ' έναν κόλπο φωτός, δωμάτια υποβρύχια:
η σιωπή απλώνεται σε πράσινα κύματα,
φωσφορίζει ό,τι αγγίζουμε,
μαυσωλεία του λούσου, ήδη φθαρμένα
τα πορτρέτα, τριμμένα τα χαλιά,
παγίδες, κελιά, μαγεμένες σπηλιές,
κλούβες και δωμάτια αριθμημένα,
όλα μεταμορφώνονται όλα πετούν,
κάθε καλούπι σύννεφο και κάθε πόρτα
βλέπει στη θάλασσα, στο χωράφι, στον αέρα,
κάθε τραπέζι και κάθε πανηγύρι· κλειστά σαν αχιβάδες
ο χρόνος ματαίως τα πολιορκεί,
δεν υπάρχει πια χρόνος, ούτε τοίχος: χώρα χώρο,
άνοιξε το χέρι, μάζεψε αυτόν τον πλούτο,
κόψε τα φρούτα, φάε τη ζωή
κρατήσου στη ρίζα των δέντρων, πιες νερό!

Όλα μεταμορφώνονται κι είν' όλα ιερό
κάθε δωμάτιο το κέντρο του κόσμου
 
Μετάφραση: Τάσος Δενέγρης

Οκτάβιο Παζ, Η πέτρα του ήλιου, Μτφρ: Τάσος Δενέγρης, Εκδόσεις Ίκαρος, 1993

Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2024

Octavio Paz - Χωριό

 Οι πέτρες είναι χρόνος

                                     ο άνεμος

Αιώνες ανέμου

                          Τα δέντρα είναι χρόνος

Οι άνθρωποι είναι πέτρες

                                         Ο άνεμος

Γυρίζει στον εαυτό του και θάβεται

Στην πέτρινη μέρα


Δεν υπάρχει νερό όμως λάμπουν τα μάτια.


Οκτάβιο Πας, Ποιήματα, Αθήνα: Ηριδανός, 1986.

Μετάφραση: Μάγια Μαρία Ρούσσου


Πηγή: https://www.facebook.com/caterina.mar/posts/pfbid037DhPyLvCTY9LbtQD5MGx1aiSx7fKwRjxsmgdTmi3Y4Nr8hxkCpk32wsJUfJhjm1Cl

Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2024

Οκτάβιο Πάζ, Η Πέτρα του Ήλιου (Ηλιόπετρα)

Μεξικό, 1957

Μιά ιτιά κρυστάλλινη, μιά λεύκα από νερό,
ένα ψηλό σιντριβάνι γερμένο από τον άνεμο,
ένα δέντρο καλοφυτεμένο αν και χορεύοντας,
προχωρεί, πισωδρομίζει, στρέφεται
και πάντα καταφθάνει:
                                                     μιά ειρηνική τροχιά
άστρου ή άνοιξης χωρίς βιασύνη,
νερό σφαλισμένων βλεφάρων
που οι προφητείες τους αναβλύζουν όλη νύχτα,
παρουσία ομόφωνη σαν φουσκωμένη θάλασσα,
κύμα στο κύμα ωσότου σκεπαστούν ξανά τα πάντα,
πράσινη ηγεμονία χωρίς δειλινό
σαν τα φτερά που αστράφτουν
καθώς ανοίγονται στον ουρανό,
ένα πέρασμα ανάμεσα στους θάμνους
προσεχών ημερών και το πένθιμο
ξέσπασμα της δυστυχίας παρόμοιο με το πουλί
που πετρώνει το δάσος με το τραγούδι του
και οι επικείμενες ευτυχίες
ανάμεσα στους λιποθυμισμένους κλάδους,
ώρες φωτός τσιμπημένες κιόλας από τα πουλιά,
οιωνοί δραπετεύοντας ανάμεσα στα δάχτυλα

μιά παρουσία σαν ένα τραγούδι ξαφνικό,
σαν τον άνεμο που ψέλνει μες στην πυρκαγιά,
ένα βλέμμα που κρατάει μετέωρο
τον κόσμο με τις θάλασσες και τα βουνά του,
σώμα φωτεινό που ένας αχάτης φιλτράρει,
κνήμες φωτεινές, κοιλιά από φως, κόλποι,
ηλιακός βράχος, σώμα σε χρώμα σύννεφου
σε χρώμα μέρας ραγδαίας που πηδάει,
ώρα που παίρνει σώμα αστράφτοντας,
ο κόσμος είναι τώρα ορατός μες στο κορμί σου,
διάφανος μες στην διαφάνεια σου

βαδίζω μέσα στις στοές των ήχων,
ρέω ανάμεσα στις παρουσίες που αντηχούν,
σαν τον τυφλό διασχίζω τις διαφάνειες,
ένας κατοπτρισμός μ' εξαφανίζει,
γεννιέμαι μέσα σ' έναν άλλον,
ω δάσος με τους μαγεμένους κίονες,
κάτω απ' τα τόξα του φωτός διεισδύω
σε διαδρόμους φθινωπόρου διάφανου

πηγαίνω στο κορμί σου καθώς πάω με τον κόσμο,
η κοιλιά σου ειν' ενας τόπος ηλιόλουστος,
τα βυζιά σου δυό εκκλησιές όπου το αίμα
δοξολογεί τα παράλληλα μυστήριά του,
τα βλέμματά μου σε σκεπάζουν όπως ο κισσός,
είσαι μιά πόλη πολιορκημένη από τη θάλασσα,
ένα τείχος χωρισμένο από το φως
σε δυό μισά, χρώμα ροδάκινου,
ένας τόπος αλατιού, βράχων και πουλιών,
κάτω απ' το νόμο της συσπειρωμένης μεσημβρίας

ντυμένη το χρώμα των πόθων μου
σαν τη σκέψη μου πηγαίνεις γυμνή,
μέσα στα μάτια σου βαδίζω όπως στο νερό,
οι τίγρεις πίνουνε στα μάτια σου νερό.
το κολίμπρι καίγεται σ'αυτές τις φλόγες,
πάω στο μέτωπο σου όπως στο φεγγάρι,
όπως το σύννεφο στη σκέψη σου,
πάω ακολουθώντας την κοιλιά σου όπως στα όνειρά σου
η φούστα σου από αραποσίτι κυματίζει
και τραγουδάει,
η φούστα σου από κρύσταλλο,
η φούστα σου από νερό,
τα χείλη, τα μαλλιά, τα βλέμματά σου,
είσαι βροχή όλη τη νύχτα, όλη μέρα
ανοίγεις το στήθος μου με τα νερένια σου δάχτυλα,
κλείνεις τα μάτια μου με το υδάτινο σου στόμα,
στα κόκκαλά μου στέλνεις τη βροχή, στο στήθος μου
ένα υγρόδεντρο βυθίζει τις νερόριζές του,
ακολουθώ το ανάστημα σου όπως έναν ποταμό,
στο σώμα σου βαδίζω όπως μέσα σ'ένα δάσος,
όπως στο βουνό, σ' ένα μονοπάτι
που απολήγει ξάφνου σε μιάν άβυσσο,
ακολουθώ τις σκόρπιες σου σκέψεις
και στην έξοδο του άσπρου σου μετώπου
η διωγμένη σκιά μου θρυμματίζεται,
μαζεύω τα κομμάτια μου ένα-ένα
και συνεχίζω δίχως σώμα, ψάχνω ψηλαφώντας,
διάδρομοι της μνήμης χωρίς τέλος,
πόρτες ανοιχτές σ' ένα σαλόνι άδειο
όπου σαπίζουνε όλα τα καλοκαίρια,
στο βάθος λάμπουν τα κοσμήματα της δίψας,
πρόσωπο λιποθυμισμένο μόλις το θυμάμαι,
χέρι που χάνεται αν το αγγίξω,
μαλλιά αράχνης αναστατωμένα
πάνω στα χαμόγελα τού κάποτε

στην έξοδο του μετώπου μου, ψάχνω
ψάχνω δίχως να βρίσκω, ψάχνω για μιά στιγμή,
ένα πρόσωπο απο αστραπή και θύελλα
τρέχοντας ανάμεσα στα νυχτερινά δέντρα,
πρόσωπο βροχής μέσα σ' έναν κήπο σκοτεινό,
επίμονο νερό κυλώντας στο πλευρό μου,

ψάχνω δίχως να βρίσκω, γράφω μες στη μοναξιά,
δεν υπάρχει κανείς,
η μέρα τελειώνει, η χρονιά πέφτει,
πέφτω με τη στιγμή, πέφτω στο βάθος,
αόρατος δρόμος σε καθρέφτες
που επαναλαμβάνουν τη θρυμματισμένη μου εικόνα,
βαδίζω πάνω στις μέρες, στις περασμένες στιγμές,
βαδίζω πάνω στις σκέψεις της σκιάς μου,
ποδοπατώ τη σκιά μου αναζητώντας μιά στιγμή,
ψάχνω μιά ημερομηνία ζωντανή σαν ένα πουλί,
ζητώ τον ήλιο στις πέντε το απόγευμα
χλιαρό από τους τοίχους του tezontle*:
η ώρα ωρίμαζε τις αρμαθιές της
κι όταν άνοιγε οι κοπέλες έβγαιναν
από τα ρόδινα σωθικά της και χυνόντουσαν
στις πλάκες της αυλής του κολλεγίου,
ψηλή σαν το φθινόπωρο, προχωρούσε,
ντυμένη φως κάτω από την αψίδα
και ο χώρος, ζώνοντας την, την έντυνε
μ' ένα δέρμα ολόχρυσο και διάφανο,

τίγρη φωτόχρωμη, μελαχρινό ελαφάκι
στα περίχωρα της νύχτας,
κορίτσι μισοκοιταγμένο, σκύβοντας
από τα πράσινα μπαλκόνια της βροχής,
πρόσωπο εφηβικό και αναρίθμητο,
ξέχασα τ' όνομά σου, Μελουζίνα,
Λάουρα, Ισαβέλλα, Περσεφόνη, Μαρία,
έχεις όλα τα πρόσωπα, δεν έχεις κανένα,
έχεις όλες τις ώρες και δεν έχεις καμία,
μοιάζεις στο δέντρο και το σύννεφο,
είσαι όλα τα πουλιά μαζί κι ακόμα ένα αστέρι,
μοιάζεις με του σπαθιού την κόψη
και στο ποτήρι του δήμιου γεμάτο αίμα,
κισσός που προχωρεί, ζώνει και ξεριζώνει
την ψυχή κα τη χωρίζει απ' τον εαυτό της,

γραφή της φωτιάς πάνω στον έβενο,
ραγισματιά στο βράχο, βασίλισσα των ερπετών,
ατμού κολώνα, πηγή μέσα στην πέτρα,
σελήνης τσίρκο κι αετοκορφή
σησαμόσπορε, ελάχιστο αγκάθι
και θνητή που αθάνατες ποινές μοιράζει,
οδηγήτρια σε υποβρύχιες κοιλάδες
και φυλάχτρα της κοιλάδας των νεκρών,
κληματίδα που κρέμεσαι στο βράχο του ιλίγγου,
αναρριχητικό φυτό, φυτό δηλητηριώδες,
λουλούδι της ανάστασης, σταφύλι της ζωής,
κυρία της φλογέρας και της αστραπής,
ταράτσα με τα γιασεμιά, αλάτι μέσα σε πληγή,
μπουκέτο τριαντάφυλλα για τον τουφεκισμένο,
χιόνι αυγουστιάτικο, φεγγάρι της κρεμάλας,
γραφή της θάλασσας επάνω στον βασάλτη,
γραφή του ανέμου μες στην έρημο,
διαθήκη του ήλιου, ρόδι και στάχυ,

πρόσωπο από φλόγες, πρόσωπο καταβροχθισμένο,
πρόσωπο έφηβο και κατατρεγμένο,
χρόνια φαντάσματα, κυκλικές μέρες
βγαίνοντας στην ίδια αυλή, μπροστά στον ίδιο τοίχο,
καίει η στιγμή
και τα διαδοχικά πρόσωπα της φλόγας
δεν είναι παρά το ίδιο πρόσωπο
όλα τα ονόματα είν' ένα μόνο όνομα,
όλα τα πρόσωπα ένα πρόσωπο,
όλοι οι αιώνες μιά σκέτη στιγμή
και για τους αιώνες των αιώνων
ένα ζευγάρι μάτια φράζει το δρόμο για το μέλλον

δεν υπάρχει τίποτα μροστά μου πάρεξ μιά στιγμή
εξαγορασμένη αυτή τη νύχτα μ' ένα όνειρο
με εικόνες ζευγαρωμένες στ' όνειρο,
σκληρά λαξεμένες μες στον ύπνο,
βγαλμένες από το κενό αυτής της νύχτας,
σηκωμένες με του χεριού τη δύναμη γράμμα με γράμμα,
ενώ απ'έξω βιάζεται ο καιρός
και στις πόρτες της ψυχής μου χτυπάει
ο κόσμος με το σαρκοβόρο του ωράριο,

μόλις μιά στιγμή ενώ πόλεις,
τα ονόματα, οι χάρες και όσα ζήσαμε
καταρρέουν στο τυφλό μου μέτωπο,
ενώ η βαριά σκιά της νύχτας
ταπεινώνει τη σκέψη και το σκελετό μου
και το αίμα μου προχωράει πιό αργά
και τα δόντια μου βγάζουν τα παπούτσια τους
και τα μάτια μου θαμπωνονται
και οι μέρες και τα χρόνια
συγκεντρώνουν τις άδειες τους τρομάρες,
ενώ ο καιρός κλείνει το ριπίδι του
και πίσω απ' τις εικόνες του δεν υπάρχει τίποτα,
η στιγμή καταστρέφεται κι επιπλέει,
περικυκλωμένη θάνατο, απειλημένη
από τη νύχτα, από το πένθιμο χασμουρητό της,
απειλημένη από τον σάλο
τού ζωντανού και μασκαρεμένου θανάτου,
η στιγμή καταστρέφεται και διεισδύει στον εαυτό της
όπως κλείνει μιά γροθιά, όπως ένας καρπός

που ωριμάζει προς το εσωτερικό τού εαυτού του
κι ο ίδιος πίνεται κι απλώνει,
η διάφανη στιγμή κλείνει
και ωριμάζει προς τα μέσα, πετάει ρίζες,
φουντώνει μέσα μου, με κυρεύει ολόκληρο,
το τρελλό της φύλλωμα μ' εξόριζει,
οι σκέψεις μου δεν είναι παρά τα πουλιά της,
το θειάφι της κυκλοφορεί στις φλέβες μου,
δέντρο νοητικό, καρποί με γεύση χρόνου,
ω ζωή που θα ζήσεις, που την έζησες κιόλας,
καιρός που επιστρέφει σαν μιάν άμπωτη
κι αποσύρεται δίχως να στρέψει το πρόσωπο,
αυτό που πέρασε, δεν ήταν, αλλά έρχεται
και σιγανά προβάλλει
σε μιάν άλλη στιγμή που λιποθυμάει

μπροστά στο βράδυ του νίτρου και της πέτρας,
οπλισμένη μ' αόρατα μαχαίρια
μιάς κόκκινης ανεξιχνίαστης γραφής,
γράφεις στο δέρμα μου, και οι πληγές
σαν ένα ένδυμα από φλόγες με σκεπάζουν,
φλέγομαι δίχως να καίγομαι, ζητώ το νερό,
και στα μάτια σου δεν υπάρχει νερό,
είναι από πέτρα,
και τα βυζιά, η κοιλιά, οι λαγόνες σου
είναι από πέτρα, το στόμα σου έχει μιά γεύση σκόνης,
το στόμα σου έχει τη γεύση του δηλητηριασμένου χρόνου,
το σώμα σου έχει γεύση πηγαδιού χωρίς διέξοδο,
διαδρόμου με καθρέφτες που επαναλαμβάνουν
τα μάτια του διψασμένου, διάδρομος
που συνεχώς ξαναγυρίζει στο σημείο της αφετηρίας του,
και συ με οδηγείς, τυφλό, απο το χέρι,
διασχίζοντας αυτές τις επίμονες στοές
προς το κέντρο του κύκλου και ορθώνεσαι
σαν μιά λάμψη που συμπυκνώνεται σε τσεκούρι,
σαν ένα φως που γδέρνει, μαγευτική
όπως το ικρίωμα για τον κατάδικο
ευλύγιστη σαν το μαστίγιο κι ευκίνητη
σαν ένα όπλο δίδυμο της σελήνης,
και τα σκόρπια σου λόγια σκάβουν
το στήθος μου, μ' ερημώνουν και μ' αδειάζουν,
μία-μία μού αποσπάς τις αναμνήσεις μου,
ξέχασα τ' όνομά μου, και οι φίλοι μου
γρυλλίζουν ανάμεσα στους χοίρους, ή σαπίζουν
φαγωμένοι από τον ήλιο σ' ένα χαντάκι,
δεν υπάρχει τίποτα μέσα μου πάρεξ μιά πληγή μεγάλη,

ένα άδειο που κανείς δεν περιτρέχει πιά
παρόν χωρίς παράθυρο,
σκέψη που επιστρέφει,
επαναλαμβάνεται, αντικατοπτρίζεται
και χάνεται στην ίδια της τη διαφάνεια,
συνείδηση διάτρητη από ένα μάτι
που κοιτάζει το ίδιο του το βλέμμα ώσπου να χαθεί
από διάυγεια:
                                            είδα το φριχτό σου κέλυφος,
Μελουζίνα, την αυγή, να γυαλίζει πρασινωπό,
κοιμόσουνα πνιγμένη στα σεντόνια,
ξυπνωντας κραυγάσες σαν το πουλί
κι έπεσες δίχως τέλος, σπασμένη και άσπρη,
από σένα δεν απόμεινε παρά η κραυγή σου,
κι ύστερα από αιώνες να 'μαι πάλι
βήχοντας και με όραση κακή, ανασκαλεύοντας
παλιές φωτογραφίες:
                                            δεν υπάρχει κανείς, δεν είσαι κανείς,
ένας λοφίσκος στάχτη κι ένα σάρωθρο,
ένα μαχαίρι στομωμένο κι ένα φτερό,
ένα πτώμα κρεμασμένο σε κόκκαλα,
ένα τσαμπί στεγνό κιόλας, μιά μαύρη τρύπα
και στο βάθος τής τρύπας τα δυό μάτια
ενός παιδιού πνιγμένου εδώ και χίλια χρόνια,
βλέμματα θαμμένα σ' ένα πηγάδι,
βλέμμματα που μας βλέπουν από την αρχή,
βλέμμα παιδί της γριάς μάννας
που βλέπει στο μεγάλο της γιό έναν πατέρα νέο,
βλέμμα μητέρα της εγκαταλελειμμένης κόρης
που βλέπει στον πατέρα της ένα παιδί αρσενικό,
βλέμματα που μας κοιτούν από το βάθος
της ζωής κι είναι του θανάτου παγίδες
- ή το αντίθετο: να πέσεις μέσα σ'αυτά τα μάτια
μήπως θα πει να ξανάρχεσαι στην αληθινή ζωή;

να πέφτω, να ξανάρχομαι, να με ονειρεύομαι
και να με ονειρεύονται
άλλα μάτια μελλοντικά, μιά ζωή άλλη,
άλλα σύννεφα, και να πεθαίνεις έναν άλλο θάνατο!
- αυτή η νύχτα μού αρκεί, κι αυτή η στιγμή
που δεν παύει ν' ανοίγεται και να μου αποκαλύπτει
πού ήμουνα, ποιός υπήρξα, πώς ονομάζεσαι,
πώς εγώ ονομάζομαι:
                                                                                 έκανα σχέδια
για το καλοκαίρι - και για όλα τα καλοκαιριά -
στην Cristopher Street, εδώ και δέκα χρόνια,
με την Phyllis που είχε δυό λακκάκια
όπου τα σπουργίτια έπιναν φως;
στο Paseo de la Reforma, η Κάρμεν μού έλεγε
«ο αέρας δεν έχει βάρος, εδώ είναι πάντα Οκτώβρης»
ή το είπε σ' έναν άλλο που έχασα
ή το εφεύρα και δε μου το 'πε κανείς;
τάχατες βάδιζα τη νύχτα στην Oaxaca,
τεράστιος και βαθυπράσινος σαν ένα δέντρο,
μιλώντας μόνος σαν τον τρελλό άνεμο
και φτάνοντας στο δωμάτιό μου
- πάντοτε ένα δωμάτιο-
οι καθρέφτες δεν με αναγνώρισαν;
από το ξενοδοχείο Vernet είδαμε την αυγή
να χορεύει με τις καστανιές - «είναι αργά»
έλεγες καθώς χτενιζόσουνα κι έβλεπα
κηλίδες στους τοίχους χωρίς να λέω λέξη;
ανεβήκαμε μαζί στην κορυφή τπυ πύργου,
είδαμε το βράδυ να πέφτει από τα βράχια;
φάγαμε σταφύλια στου Bidart;
αγοράσαμε γαρδένιες στου Perote;
                                                                            ονόματα, χώροι,                      
δρόμοι και δρόμοι, πρόσωπα, πλατείες, δρόμοι,
σταθμοί, ένα πάρκο, δωμάτια μοναχικά,
κηλίδες στον τοίχο, κάποιος χτενίζεται,
κάποιος τραγουδάει κοντά μου, κάποιος ντύνεται,
δωμάτια, χώροι, δρόμοι, ονόματα, δωμάτια,



Μαδρίτη, 1937,
στην πλατεία του Αγγέλου οι γυναίκες
κεντούσαν και τραγουδούσαν με τα παιδιά τους
μετά χτύπησε συναγερμός κι ακούστηκαν φωνές,
σπίτια γονατισμένα μες στη σκόνη,
πύργοι σκισμένοι, μέτωπα λερωμένα με φτυσιές,
κι ο λαίλαπας των κινητήρων συνεχώς:
κι οι δυό τους γδύθηκαν κι αγαπηθήκανε
για να υπερασπίσουν το αιώνιο μερτικό μας,
το μερτικό μας σε καιρό και σε παράδεισο,
ν' αγγίξουμε τη ρίζα μας
και να την ξανακαταχτήσουμε,
να ξαναβρούμε την κληρονομιά μας ξεριζωμένη
από κλέφτες της ζωής εδώ και χίλιους αιώνες,
και οι δύο γδύθηκαν και φιληθήκανε
γιατί οι αγκαλιασμένες γυμνότητες
διασχίζουν τον χρόνο κι είναι άτρωτες,
τίποτα δεν τις αγγίζει, ξαναγυρίζουν στην αρχή,
δεν υπάρχει εσύ ούτε εγώ,
αύριο ούτε χτες ούτε ονόματα,
ούτε διπλή αλήθεια μέσα σ' ένα μόνο σώμα,
μιά μόνη ψυχή,
ακέραιο Είναι...
                                                                δωμάτια συμπτωματικά
ανάμεσα σε πόλεις που κυλάνε,
δωμάτια και δρόμοι, ονόματα σαν πληγές,
το δωμάτιο με τα παράθυρα που δίνουν
σ' άλλα δωμάτια
με το ίδιο ξεθωριασμένο χαρτί,
όπου ένας άντρας με πουκάμισο διαβάζει εφημερίδα
όπου μιά γυναίκα σιδερώνει: το διαυγές δωμάτιο
που το επισκεπτονται οι κλάδοι της ροδακινιάς·
το άλλο δωμάτιο: απ' έξω πάντα βρέχει
κι υπάρχει μιά αυλή και τρία παιδάκια σκουριασμένα·
δωμάτια που είναι πλοία και ανεμίζουν
σ' έναν κόλπο φωτός: δωμάτια υποβρύχια:
η σιωπή απλώνεται σε πράσινα κύματα,
κι ό,τι αγγίζουμε φωσφορίζει·
πολυτελή μαυσωλεία, πορτραίτα
ήδη φθαρμένα, χαλιά μεταχειρισμένα,
παγίδες, κελλιά σπήλαια μαγεμένα,
κουτούκια και δωμάτια αριθμημένα,
όλα μεταμορφώνονται, όλα πετούν,
κάθε καλούπι είν' ένα σύννεφο, κάθε πόρτα
βλέπει στη θάλασσα, τα χωράφια, ο αέρας,
κάθε τραπέζι είν' ένα συμπόσιο·
κλειστά σαν αχιβάδες,
ο χρόνος τα πολιορκεί ματαίως,
δεν υπάρχει χρόνος ούτε τοίχος: χώρος, χώρος,
άνοιξε το χέρι σου, θέρισε αυτόν τον πλούτο,
πάρε τους καρπούς, φάε τη ζωή,
ξαπλώσου στις ρίζες του δέντρου, πιές νερό!
όλα μεταμορφώνονται, όλα είναι ιερά,
κάθε δωμάτιο είναι το κέντρο του κόσμου,
είναι η πρώτη νύχτα, η πρώτη μέρα,
ο κόσμος γεννιέται όταν αυτή κι αυτός φιλιούνται,
σταγόνα φωτός σε διαφανή εντόσθια
η κάμαρα ωσάν καρπός μισοανοίγει
ή εκρήγνυται σαν ένα άστρο σκοτεινό
κι οι νόμοι φαγωμένοι από τους αρουραίους,
τα κάγκελα των τραπεζών κι οι φυλακές,
οι γρίλλιες από χαρτί και τα συρματοπλέγματα,
τα γραμματόσημα, τ' αγκάθια, τα καρφιά,
ο μονόχορδος όρκος των όπλων,
ο μελίρρυτος σκορπιός με την ταινία,
ο τίγρης με το ψηλό καπέλο προέδρος
τού Club των φυτοφάγων και του Ερυθρού Σταυρού,
ο γάιδαρος παιδαγωγός, ο κροκόδειλος
παίζοντας τον εξαγοραστή, ο πατέρας των λαών,
ο Αρχηγός, ο καρχαρίας, ο αρχιτέκτονας
του μέλλοντος, το εν στολή γουρούνι
ο εκλεκτός υιός της Εκκλησίας
που πλένει τα μαύρα του δόντια σ' αγιασμό
και παίρνει μαθήματα αγγλικων και δημοκρατίας,
τ' αόρατα χωρίσματα, οι σαπισμένες μάσκες
που χωρίζουν τον άνθρωπο απ'τους ανθρώπους,
τον 'ανθρωπο από τον εαυτό του
                                                                       καταρρέουν
για μιά στιγμή πελώρια και μισοβλέπουμε
τη χαμένη μας ενότητα, τη συμφορά
του Είναι, τη δόξα τού να είμαστε ακόμη,
το μοίρασμα του ψωμιού, ο ήλιος, ο θάνατος,
το σάστισμα-λησμονημένο- τού να ζεις·

ν' αγαπάς θα πει να μάχεσαι, ο κόσμος αλλάζει
όταν δυό εραστές φιλιούνται, οι πόθοι ενσαρκώνονται,
η σκέψη ενσαρκώνεται, φτερούγες φυτρώνουν
στους ώμους του σκλάβου, ο κόσμος
είναι πραγμαγματικός και χειροπιαστός, το κρασί είναι κρασί,
το ψωμί ξαναβρίσκει τη γεύση του, το νερό είναι νερό,
ν' αγαπάς θα πει να μάχεσαι, ν' ανοίγεις πόρτες,
να παύεις να είσαι ένα πρωτοκολλημένο φάντασμα
καταδικασμένο στην αιώνια αλυσίδα
από έναν κύριο απρόσωπο·
                                                              ο κόσμος αλλάζει
όταν δυό όντα κοιτάζονται κι αναγνωρίζονται,
ν' αγαπάς θα πει να γδύνεσαι τ' όνομα σου:
«να μου επιτρέψεις να 'μαι η πουτάνα σου»
είναι τα λόγια της Ελοΐζας,
αλλά αυτός υπέκυψε στους νόμους,
την πήρε για σύζυγο και για ανταμοιβή
ευνουχίστηκε·
                                             πιό πολύ αξίζει το έγκλημα,
οι εραστές που αυτοκτονούν, η επιμειξία
αδελφού κιαι αδελφής, καθρέφτες
ερωτευμένοι με την ομοιότητά τους,
πιο καλά αξίζει να φας ψωμί δηλητηριασμένο,
η μοιχεία σε κρεβάτια στάχτης,
έρωτες σκληροί, παραλήρημα,
ο δηλητηριώδης κισσός, ο σοδομίτης
που, σαν ένα γαρύφαλλο στη μπουτονιέρα
φοράει μιά ροχάλα, καλύτερα να πετροβοληθείς
σε δημόσιες πλατείες
παρά να γυρίζεις το μαγγανοπήγαδο
που εκφράζει την ουσία της ζωης,
μεταφράζει την αιωνιότητα σε άδειες ώρες,
τις στιγμές σε φυλακές, τον χρόνο
σε χρήμα και σε σκατά αφηρημένα·

καλύτερα αξίζει η αγνότητα, άνθος αόρατο
που ζυγιάζεται στους μίσχους της σιωπής,
το δύσκολο διαμάντι των αγίων
που φιλτράρει τους πόθους, χορταίνοντας τον χρόνο,
γάμοι της κίνησης και της γαλήνης,
η μοναξιά τραγουδάει στο κέλυφος της,
κάθε ώρα κρυστάλλινο πέταλο,
ο κόσμος γδύνεται τις μάσκες του,
και στο κέντρο του, διαφάνεια τρέμουσα,
αυτό που λέμε Θεό, το Είναι δίχως όνομα,
κοιτάζεται μες στο κενό, το Είναι δίχως πρόσωπο
προκύπτει από τον εαυτό του, ήλιος των ήλιων,
πληρότητα της παρουσίας και των ονομάτων·

συνεχίζω το παραλήρημα μου, δωμάτια δρόμοι,
στους διαδρόμους του καιρού προχωρώ ψηλαφώντας
κι ανεβοκατεβαίνω τις βαθμίδες του
αγγίζω τα τοιχώματα και μένω ακίνητος,
γυριζω εκεί απ' όπου άρχισα, ψάχνω το πρόσωπό σου,
πορεύομαι από τους δρόμους του εαυτού μου
κάτω από έναν ήλιο δίχως ηλικία,
και δίπλα μου εσένα
προχωρείς σαν ένα δέντρο, σαν ένας ποταμός,
προχωρείς και μου μιλάς σαν ένας ποταμός,
σαν ένα στάχυ αναπτύσσεσαι στα χέρια μου,
σαν ένας σκίουρος ανατριχιάζεις μες στα χέρια μου,
πετάς σαν χίλια πουλιά, το γέλιο σου
με σκεπάζει με αφρούς, το κεφάλι σου
είν' ένα μικρό άστρο μες στα χέρια μου,
ο κόσμος ξαναπρασινίζει αν χαμογελάσεις
τρώγοντας ένα πορτοκάλι
                                                              ο κόσμος αλλάζει
όταν δυό εραστές, ιλιγγιώδεις και αγκαλιασμένοι,
πέφτουν στην χλόη· ο ουρανός κατεβαίνει,
τα δέντρα υψώνονται, ο χώρος
δεν είναι παρά φως και σιωπή, χώρος
ανοιχτός στον αϊτό του ματιού,  
περνάει την άσπρη φυλή των σύννεφων,
το σώμα σπάζει τα δεσμά του,
η ψυχή σηκώνει άγκυρα,
χάνουμε τα ονόματά μας και πετάμε
στην τύχη ανάμεσα σε μπλε και πράσινο,
χρόνος ακέραιος όπου τίποτα δεν συμβαίνει
εκτός απ' την ευτυχισμένη του ροή,

δεν συμβαίνει τίποτα, σωπαίνεις,
τα βλέφαρά σου παίζουν
(σιωπή: ένας άγγελος διέσχισε αυτή τη στιγμή
ψηλός σαν τη ζωή χιλίων ήλιων)
δεν υπάρχει τίποτα παρά ένα παίξιμο βλεφάρων;
- και το συμπόσιο, η εξορία, το πρώτο έγκλημα,
και του γαϊδάρου η σιαγών, ο σκοτωμένος θόρυβος
και το δύσπιστο βλέμμα του νεκρού
πέφτοντας στην σταχτιά πεδιάδα,
ο Αγαμέμνονας και το πελώριο του μουγκρητό
και της Κασσάνδρας η επαναλαμβανόμενη κραυγή
πιό δυνατή απ' τις κραυγές των κυμάτων,
ο δέσμιος Σωκρατης (ο ήλιος προβάλει,
να πεθαίνεις είναι να ξυπνάς: « Κρίτων
έναν κόκορα για τον Ασκληπιό γιατί γιατρεύτηκα από
τη ζωή»),
το τσακάλι που πλανιέται ανάμεσα στα ερείπια
τής Νινευί, η σκιά που είδε ο Βρούτος
πριν από τη μάχη, ο Μοντεζούμα
μέσα στης αϋπνίας του τ' αγκάθινο κρεβάτι,
το ταξίδι προς τον θάνατο μέσα στο κάρο
- το ατέλειωτο ταξίδι του Ροβεσπιέρου
μετρημένο λεφτό με λεφτό
με το σαγόνι του σπασμένο ανάμεσα στα χέρια του -
ο Churruca μες στο βαρέλι του σαν θρόνο
πορφυρό, τα βήματα κιόλας μετρημένα
του Lincoln πηγαίνοντας στο θέατρο,
του Troski ο ρόγχος κι οι οιμωγές του
σαν αγριογούρουνου, στο βλέμμα του Madero
κανένας δεν απάντησε: γιατί με σκοτώνετε;
τα «για τ' όνομα του Θεού», οι οιμωγές, οι σιωπές
του εγκληματία, του αγίου, του φτωχού διαβόλου,
κοιμητήρια φράσεων κι ανεκδότων
που ανασκαλεύουνε οι σκύλοι της ρητορικής,
το παραλήρημα, το χλιμίντρισμα, ο θόρυβος ο σκοτεινός
που κάνουμε πεθαίνοντας και το λαχάνιασμα
της ζωής όταν γεννάει
και των σπασμένων κοκκάλων ο κρότος σε καβγά
και του προφήτη το αφρισμένο στόμα
και η κραυγή του και του δήμιου η κραυγή
και η κραυγή του θύματος...
                                                                            τα μάτια
είναι φλόγες και φλόγες είναι ό,τι κοιτάζουν,
μιά φλόγα τ' αυτί, μιά φλόγα ο ήχος,
κάρβουνα αναμμένα τα χείλη, εμπρησμός η γλώσσα,
το άγγιγμα κι ό,τι αγγίζει,
η σκέψη κι ό,τι σκέφτεται,
φλόγα είναι όποιος σκέπτεται
όλα καίγονται, ο κόσμος είναι φλόγα,
και καίει το ίδιο το μηδέν που τίποτα δεν είναι
πάρεξ μιά φλογισμένη σκέψη, καπνός τελικά:
ούτε δήμιος υπάρχει ούτε θύμα,...
                                                                   και η κραυγή,
το βράδυ της Παρασκευής; κι η σιωπή
που σκεπάζεται από νεύματα,
η σιωπή που λέει χώρις να λέει τίποτα, δε λέει τίποτα;
οι ανθρώπινες κραυγές δεν είναι τίποτα;
δεν τρέχει τίποτα όταν περνάει ο χρόνος;
-τίποτα δεν περνάει παρά στα βλέφαρα του ήλιου
ένα παίξιμο, μόλις μιά κίνηση, τίποτα,
δεν υπάρχει εξαγορά, ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω,
και οι νεκροί καρφωμένοι στον θάνατό τους
δεν πεθαίνουν άλλο θάνατο
ανέγγιχτοι, καρφωμένοι στην ίδια τους την κίνηση,
από την μοναξιά τους, από τον θάνατο τους,
δίχως γιατρειά, χωρίς να μας κοιτάζουν μας κοιτούν,
ο θάνατος τους είναι κιόλας το άγαλμα της ζωής τους,
μιά αιωνιότητα κιόλας μηδενισμένη,
κάθε στιγμή δεν είναι τίποτα για πάντα,
ένας βασιλιάς φάντασμα κυβερνάει τους παλμούς σου
και πλάθει
την τελική σου κίνηση, το σκληρό προσωπείο
στην όψη σου που αλλάζει:
είμαστε το μνημείο μιάς ζωής
ξένης, άζηστης, μόλις δικής μας


- η ζωή πότε ήτανε αληθινά δική μας,
πότε είμαστε αληθινά αυτό που είμαστε;
αληθινά, μονάχοι μας, δεν είμαστε, δεν είμαστε ποτέ
παρά ίλιγγος και χάος,
γριμάτσες στον καθρέφτη, τρόμος και ναυτία,
ποτέ η ζωή δεν είναι δικήμας, είναι των άλλων,
η ζωή δεν είναι κανενός, η ζωή είμαστε όλοι
ψωμί του ήλιου για τους άλλους,
όλους τους άλλους που είμαστε-
είμαι άλλος όταν είμαι, οι πράξεις μου
είναι πιόδικές μου όταν είναι επίσης όλων,
για να μπορέσω να είμαι, πρέπει να είμαι ένας άλλος,
να βγω απ' τοΕγώ, να ψάχνω ανάμεσα στους άλλους,
τους άλλους που δεν είναι αν δεν υπάρχω,
τους άλλους που μου δίνουν ύπαρξη,
δεν υπάρχει Εγώ, πάντα είμαστε άλλοι,
η ζωή είναι άλλη, πάντα εδώ κάτω, πάρα πέρα,
έξω από σένα, από μένα, πάντα ορίζοντας,
ζωή που μας πλανάει και μας χωρίζει
από έμας τους ίδιους,
που μας επινοεί ένα πρόσωπο και το φθείρει,
πείνα τού Είναι, ω θάνατε, ψωμί των πάντων,

Ελοϊζα, Περσεφόνη, Μαρία,
δείξε επί τέλους το πρόσωπο σου για να δω
το αληθινό μου πρόσωπο, αυτό του άλλου,
το αλλότριο πρόσωπο μας ολόκληρο δικό μας
πρόσωπο δέντρου και φούρναρη,
σωφέρ και σύννεφου και ναυτικού,
πρόσωπο του ήλιου και του χαντακιού,
του Πέτρου και του Παύλου,
πρόσωπο του μοναχικού συλλογικού,
ξύπνα, να που γεννιέμαι:
                                                               ζωή και θάνατος
συμφιλιώνονται μέσα σου, κυρία της νύχτας,
πύργε της διαύγειας, βασίλισσα της αυγής,
σεληνιακή παρθένα, μάννα της νερομάννας,
σώμα του κόσμου, σπίτι του θανάτου,
πέφτω χωρίς τέλος από τη γέννησή μου,
πέφτω μέσα μου χωρίς ν'αγγίζω το βυθό μου,

μάζεψε με στα μάτια σου, μάζεψε τη σκόνη
τη διασκορπισμένη και συμφιλίωσε τις στάχτες μου,
δέσε τα χωρισμένα μου κόκκαλα,
φύσα στο Είναι μου,
θάψε με στη γη σου
ώστε η σιωπή σου να δώσει ειρήνη στη σκέψη
που ξεσηκώθηκε εναντίον του εαυτού της·
                                                                   άνοιξε το χέρι,
κυρία των σπόρων που είναι μέρες,
η μέρα είναι αθάνατη, υψώνεται, αυγατίζει,
γεννάει και δεν τελειώνει ποτέ,
κάθε μέρα είναι γέννηση, και γέννηση
κάθε αυγή, και ξυπνώ
ξυπνάμε όλοι, ο ήλιος
υψώνεται, πρόσωπο του ήλιου, ο Γιάννης σηκώνεται
με το πρόσωπο του Γιάννη πρόσωπο όλων μας


πόρτα τού Είναι, ξύπνα με, γίνε πρωί,
άσε με να δω το πρόσωπο αυτής της μέρας,
άσε με να δω το πρόσωπο αυτής της νύχτας,
όλα επικοινωνούν και μεταμορφώνονται,
πύλη του αίματος, γέφυρα των παλμών,
οδήγησέ με στην άλλη όχθη αυτής της νύχτας,
όπου είμαι εσύ, όπου είμαστε όλοι άλλοι,
στο βασίλειο των αγκαλιασμένων ονομάτων


πόρτα τού Είναι, άνοιξε το Είναι σου, ξύπνα!
μάθε κι εσύ να είσαι, λάξεψε το πρόσωπο σου
δούλεψε τα χαρακτηριστικά σου, βρές τα μάτια σου
γαι αν κοιτάξεις το πρόσωπο μου που σε αντικρίζει,
για ν'α ατενίσεις τη ζωή ως τον θάνατο
θαλασσινή μορφή, από ψωμί, βράχο, πηγή,
πηγή που διαλύει τις μορφές μας
στο πρόσωπο χωρίς όνομα, το Είναι δίχως πρόσωπο,
ανείπωτη παρουσία των παρουσιών...


θέλω να συνεχίσω να πάω μακρύτερα
μα δεν μπορώ:
η στιγμή βιάστηκε να γίνει άλλη κι άλλη,
κοιμήθηκα τα όνειρα μιάς πέτρας που δεν ονειρεύται
και στο βάθος χρόνων όμοιων με πέτρες
άκουσα να τραγουδάει το αιχμάλωτο αίμα μου,
η αλασσα τραγούδουσε με μιά βουή φωτός,
ένα προς ένα πέφτανε τα τείχη,
όλες οι πόρτες γκρεμιζόντουσαν,
κι ο ήλιος κουρσευτής έτρεχε
κάτω από το μέτωπο μου,
ξεκολλούσε τα κλειστά μου βλέφαρα,
ξεχώριζε το Είναι μου απ' το περίβλημά του,
με τραβούσε από τον εαυτό μου,
με χώριζε από τον βάρβαρο ύπνο μου
των πέτρινων αιώνων
και η μαγεία του καθρεφτίζοντας έκανε να ξαναζεί
μιά ιτιά κρυστάλλινη, μιά λεύκα από νερό,
ένα ψηλό σιντριβάνι γερμένο από τον άνεμο,
ένα δέντρο καλοφυτεμένο αν και χορεύοντας,
το πέρασμα του ποταμού που ελίσσεται,
προχωρεί, πισωδρομίζει, στρέφεται
και πάντα καταφθάνει:


*Οκτάβιο Πάζ:

«Όταν έγραφα το ποίημα, διάβαζα αρχαιολογική μελέτη σχετικά με το ημερολόγιο των Αζτέκων. Μου ήρθε, λοιπόν, στο μυαλό να το αποκαλέσω Ηλιόπετρα. Πρόσθεσα ή αφαίρεσα –δεν θυμάμαι- τρείς ή τέσσερις στίχους ώστε το ποίημα να συμπίπτει με τις 584 μέρες της σύζευξης Αφροδίτης-Ηλιου. Ο χρόνος τού ποιήματός μου δεν είναι ο τελετουργικός χρόνος της αζτέκικης κοσμογονίας, αλλά αφορά στον ανθρώπινο, βιογραφικό χρόνο, ο οποίος είναι γραμμικός. »


(Μετάφραση: Γιώργος Μακρής)
(Εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, Δεκέμβριος 2002)

Αναδημοσίευση από: https://iliaskourakos.blogspot.com/2014/12/blog-post.html

Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2023

Οκτάβιο Πας – Η μόνη ελπίδα είναι να βγάλουμε την ψυχή μας από το «μπαούλο»

 Σας αρέσει να συναντάτε ανθρώπους που δεν γνωρίζετε;

«Μου αρέσουν οι συναντήσεις με τους ανθρώπους γενικότερα. Δεν μπορώ την τηλεφωνική επαφή π.χ., με απωθεί. Ακόμη προσπαθώ να γράφω με μολύβι. Σκέφτεται αλλιώς ένας άνθρωπος που γράφει με μολύβι. Και οι παλιοί λογιστές που έκαναν λογαριασμούς με το χέρι στο χαρτί είχαν άλλη εντύπωση για την αξία του χρήματος!». (χαμογελάει)

­ Είναι απειλή η τεχνολογία, αυτή η επίθεση της τεχνολογίας;«Τίποτε δεν μπορεί να απειλήσει τον άνθρωπο, την ανθρώπινη ψυχή. Η μόνη απειλή του ανθρώπου είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Αρα η τεχνολογία ως τεχνολογία δεν μπορεί να κάνει κακό. Κακό κάνει γιατί ο ίδιος ο άνθρωπος τη χρησιμοποιεί εναντίον του».

­ Γιατί τη χρησιμοποιεί εναντίον του;

«Προσπαθεί να πετύχει ο άνθρωπος μέσω της τεχνολογίας πράγματα που είναι αδύνατον να πετύχει ως ανθρώπινη οντότητα. Π.χ., να αναπτύξει ταχύτητες που δεν μπορεί να παρακολουθήσει το ανθρώπινο μυαλό. Αυτό οδηγεί τον άνθρωπο σε μια ασάφεια. Οσο πιο μεγάλη ταχύτητα αναπτύσσουμε τόσο χάνουμε την όρασή μας! Δεν βλέπουμε τα “κοντινά”, μόνο τα “μακρινά” διακρίνουμε. Και αυτό μας κάνει να ζούμε με τα “μακρινά” χάνοντας το παρόν, που είναι το ζητούμενο, που είναι η ζωή, που είναι η γέφυρα με το μέλλον. Εν ονόματι του μέλλοντος, να ξέρετε, έγιναν εγκλήματα στη σύγχρονη ιστορία».

­ Οπως;

«Αυτό επεκαλείτο ο σταλινισμός: μια καλύτερη ζωή και θυσίες σήμερα για ένα καλύτερο μέλλον. Μια φοβερή απάτη που οδήγησε εκατομμύρια ψυχές σε πρόωρο θάνατο!».

­ Πώς καλυτερεύει τελικώς η ζωή, αν καλυτερεύει, αν υπάρχει ελπίδα;

«Η πρόοδος έχει να κάνει με το “κάθε ημέρα”. Οταν ζούμε την ποιότητα στην καθημερινή μας ζωή, αυτό προμηνύει ένα καλύτερο αύριο! Γι’ αυτό επιδιώκω τις συναντήσεις με τους ανθρώπους. Αυτό είναι ποιότητα ζωής: η καθημερινή επαφή με τους ανθρώπους».

­ Τι καταστρέφει την ποιότητα της ζωής μας;

«Η αποθέωση του συνόλου, η εφεύρεση της φυλής, του κόμματος! Αν θέλετε, αυτό ήταν το κακό του ναζισμού! Το μεγαλύτερο κακό ­ για να είμαστε ακριβείς ­ γιατί τα κακά του ναζισμού είναι πολλά! Το μεγαλύτερο κακό λοιπόν είναι που έθεσε την ανθρώπινη οντότητα στην υπηρεσία της φυλής, του συνόλου».


­ Μα αυτό δεν ήταν αναγκαίο για να ζήσει ο άνθρωπος ως κοινωνικό ον;

«Δεν είμαι φιλόσοφος για να διατυπώσω μια δομημένη φιλοσοφική απάντηση στο ερώτημα αυτό. Το μόνο όμως που μπορώ να πω ως άνθρωπος που σκέφτομαι είναι ότι η έννοια του κόμματος ή της φυλής είναι μια θρησκευτική έννοια. Εχει να κάνει με την άρνηση της διαφορετικότητας εν ονόματι της ομοιομορφίας. Αλλά η ομοιομορφία δεν είναι παρά ένα τέχνασμα της εξουσίας για να ελέγχει τους ανθρώπους και όχι για να προφυλάσσει την κοινωνία! Οι κοινωνίες είναι πιο ευτυχείς, πιο δημιουργικές, όταν η διαφορετικότητα ανθεί… Αρκεί να μπορούν να χρησιμοποιούν δημιουργικά τη διαφορετικότητα. Πράγμα ομολογουμένως δύσκολο αλλά όχι ανέφικτο. Σήμερα όλα έχουν γίνει “έμμεσα” στις κοινωνίες. Τίποτα πια δεν είναι “άμεσο”. Μιλάμε για έμμεση δημοκρατία, για έμμεση κριτική, για έμμεση τέχνη! Το “άμεσο” σπανίζει».

­ Μα είναι δύσκολο με την πληθυσμιακή έκρηξη να μιλάμε π.χ. για «άμεση» δημοκρατία.

«Δεν θα διαφωνήσω. Αυτό όμως σημαίνει ότι η δημοκρατία θέλει επαναπροσδιορισμό. Γιατί ως έμμεση είναι άδικη και συχνά αβίωτη! Ο εκφυλισμός της δημοκρατίας οφείλεται κυρίως στον έμμεσο χαρακτήρα της!».

­ Ποια είναι τα βασικότερα προβλήματα της δημοκρατίας σήμερα;

«Το ότι η σημαία της ­ που ήταν από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης το τρίπτυχο Ελευθερία – Ισότητα – Αδελφότητα ­ ξεθώριασε. Θέλουν επαναπροσδιορισμό αυτές οι έννοιες. Οι έννοιες των λέξεων θέλουν μπόλιασμα από εποχή σε εποχή. Αν δεν συνεχίσουμε να τις μπολιάζουμε με νέα δεδομένα, κάποια στιγμή αδυνατούν και μαραίνονται».

­ Για σας τι σημαίνει η λέξη «ελευθερία» σήμερα;

«Η ελευθερία σήμερα, εν ονόματι της οποίας γίνονται όλα, από τα καλά ως τα μεγαλύτερα κακά, είναι το πιο παρεξηγημένο πράγμα. Αν θέλετε, οι ανισότητες σήμερα έχουν την πηγή τους στην ανεξέλεγκτη ελευθερία!».

­ Θέλετε να μου δώσετε ένα παράδειγμα;

«Στο Μεξικό έχω ένα γνωστό, πολύ πλούσιο άνθρωπο, που πλούτισε σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Αυτός ο άνθρωπος, όταν μιλάς μαζί του, λέει: “Το παν είναι το χρήμα. Το χρήμα είναι ο Θεός. Για τον Θεό λοιπόν μπορώ να κάνω οτιδήποτε. Είμαι ελεύθερος κι εγώ, ένας πρώην προλετάριος, να γίνω πλούσιος”. Πώς; “Πουλώντας όπλα… Απλό!”. Είναι ένα επάγγελμα και αυτό. Η κοινωνία δίνει την ελευθερία αυτή. Αλλο αν αυτή η ελευθερία είναι καταστροφική για τους γύρω. Δόθηκαν ελευθερίες στην εποχή μας και δεν υπήρξαν περιορισμοί. Η ελευθερία που είναι ωφέλιμη έχει πάντα στο πλάι της μια σειρά περιορισμούς».

­ Πάντα οι περιορισμοί γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης.

«Οπως και η ελευθερία χωρίς περιορισμούς. “Ο φόβος μάς προφυλάσσει” έλεγε ένας σοφός άνθρωπος που είχα γνωρίσει στην Ινδία. Πιστεύω ότι ο φόβος δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα μέτρο! Ο φόβος μάς οδηγεί. Δεν μπορεί να το ξεχνάμε. Η ελευθερία στην εποχή μας έχει την τάση να καταργήσει τον φόβο! Οι μεγαλύτερες εφευρέσεις οδηγήθηκαν από τον φόβο!».

­ Υπάρχει μια μεγάλη εφεύρεση που νιώθετε ότι σήμερα είναι στην υπηρεσία μιας καλύτερης ζωής, ενός καλύτερου μέλλοντος;

«Ναι… Σήμερα επιτακτικά καλούμεθα να εφεύρουμε και πάλι τον “άνθρωπο”»!

­ Τι εννοείτε; Μπορείτε να γίνεται λίγο πιο σαφής;

«Πόσο πιο σαφής»; (χαμογελάει)

­ Τι εννοείτε όταν λέτε «να εφεύρουμε ξανά τον άνθρωπο;»!

«Πρέπει να ξαναπιστέψουμε στην ύπαρξη του μυαλού και της ψυχής μας! Τελευταία κινδυνεύουμε να πιστέψουμε ότι ο άνθρωπος είναι μόνο μυαλό, μόνο λογική! Με έναν πολύ έντεχνο τρόπο κάποιοι σκέπασαν με μια “βαριά κουβέρτα” τα συναισθήματά μας. Αρα δεν βρίσκουμε διέξοδο στο μυστήριο της ύπαρξης, αν και μας βασανίζει».

­ Η ψυχή αυτόν τον ρόλο παίζει;

«Η ψυχή κάνει τον καθένα μας αναντικατάστατο. Η ψυχή μάς κάνει μονάδα… Το μυαλό, η επικράτηση του μυαλού έναντι της ψυχής, μεταμορφώνει τη μονάδα σε ένα μεγάλο μηδενικό, μέρος ενός συνόλου!».

­ Αλήθεια πώς φαντάζεστε το «δωμάτιο της ψυχής»;

«Η ψυχή, πρώτα πρώτα, δεν κατοικεί σε ένα δωμάτιο».

­ Πού κατοικεί η ψυχή;

«Μια έρημος είναι το σπίτι της ψυχής του καθενός μας. Ο καθένας πρέπει να ανακαλύψει την έρημό του. Μόνο έτσι μπορεί να αντέξει το ανεξήγητο της ύπαρξής του. Και το ανεξήγητο πιάνει πολύ περισσότερο χώρο μέσα μας από όσο είναι δυνατόν να εξηγήσουμε! Δυστυχώς η πιο σημαντική γνώση είναι η γνώση ότι το ανεξήγητο της ύπαρξης μας κάνει συγκεκριμένους, μας κάνει ανθρώπινες οντότητες! Επειδή η ψυχή έχει σκεπαστεί από το μυαλό στην εποχή μας, κυριαρχούν ο εθνικισμός και ο θρησκευτικός φανατισμός, που για μένα είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ο άνθρωπος δεν έχει ανάγκη να πιστέψει σε έναν θεό, όταν έχει την ψυχή του σε εγρήγορση! Στον Θεό πιστεύουν όσοι χάνουν την ψυχή τους. Ο Θεός έρχεται να γεφυρώσει τον άνθρωπο που απώλεσε την ψυχή του με το άγνωστο, με το ανεξήγητο της ύπαρξης!».

­ Εσείς πιάσατε ποτέ τον εαυτό σας να χάνει την ψυχή του;

«Ολοι έχουμε τέτοιες εμπειρίες. Μέσα σε μια κοινωνία κατανάλωσης των πάντων δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς».

­ Τι είναι αυτό που μας βοηθάει να μη χάσουμε την ψυχή μας;

«Η ποίηση εμένα… Η τέχνη γενικότερα».

­ Ποιος είναι ο λόγος του συγγραφέα σήμερα; Ο νομπελίστας Κεζανμπούρο Οε μού έλεγε «ο συγγραφέας είναι μια γέφυρα…».

«Είναι ο εκπρόσωπος ενός κόσμου άγνωστου, ακατανόητου. Αυτό είναι ο συγγραφέας! Είναι ο άνθρωπος που δικαιώνει την ύπαρξη του λάθους, σε έναν κόσμο που κυνηγάει την τελειότητα. Είναι ο άνθρωπος που τραβάει το λευκό σεντόνι του φαντάσματος και αποδεικνύει ότι το “φάντασμα” είμαστε εμείς οι ίδιοι. Είναι ο άλλος εαυτός μας που πιστεύει στο “αιώνιο” ενώ αιώνιο δεν υπάρχει! Ο συγγραφέας είναι αυτός που απαντάει “ναι” στην ύπαρξη του “κακού”… μόνο που συμπληρώνει ταυτοχρόνως: “Το κακό είναι η αφορμή για να παλέψουμε και να νικήσουμε τον εαυτό μας”!».

­ Εσείς τι λέτε πιο εύκολα στη ζωή σας: το «ναι» ή το «όχι»;

«Το “όχι”. Το διαπιστώσατε νομίζω και εσείς εμπράκτως. Για να σας πω αυτό το “ναι”, για μια συνάντηση, είπα πολλά “όχι” πρώτα!». (χαμογελάει)

­ Γιατί σήμερα οι άνθρωποι λένε τόσο εύκολα «ναι»;

«Η μοναξιά… Φοβούνται τη μοναξιά του “όχι”! Ξέρετε είναι πολύ εύκολο να πέσεις στο ποτάμι και, χωρίς να κάνεις τίποτε, να αφεθείς να παρασυρθείς από το ρεύμα! Είναι πολύ δύσκολο να αντισταθείς. Γι’ αυτό τιμώ τους αντιφρονούντες όπου και αν βρίσκονται. Αυτός που λέει “όχι” είναι ένας αντιφρονών! Σε μια κοινωνία που βολεύεται να συμφωνεί, αυτός που διαφωνεί φωτίζει με διαφορετικότητα την πληκτική ομοιομορφία! Αν θέλετε, αυτός ήταν ο θάνατος του καλλιτέχνη στην εποχή μας!».

­ Ποιος;

«Οι καλλιτέχνες έπαψαν να αντιστέκονται… έπαψαν να είναι τα τρανά “όχι” της εποχής τους. Ετσι και αυτοί έγιναν εμπορεύματα, ξεπουλήθηκαν στο ράφι της κατανάλωσης! Η τέχνη με τα “όχι” της δείχνει σε έναν κόσμο που λέει σε οτιδήποτε “ναι”, ποιο είναι το μέλλον. Δυστυχώς σήμερα και η τέχνη λέει μόνο “ναι” και γι’ αυτό δεν έχει επαφή με το μέλλον».

­ Ναι, αλλά έτσι έχει, όπως υποστηρίζουν μερικοί, επαφή με το μεγάλο κοινό…

«Μα ο ρόλος της τέχνης δεν είναι να έχει επαφή με το μεγάλο κοινό… Η τέχνη είναι φως στο σκοτάδι και όχι σκοτάδι στο φως! Με τα “ναι” της η τέχνη το μόνο που καταφέρνει είναι να κολακεύει το κοινό! Με την κολακεία δεν προχωρούμε… Στεκόμαστε στο ίδιο σημείο, βλεπόμαστε στον καθρέφτη και αυτοθαυμαζόμαστε!».

­ Με τι προχωρούμε;

«Με τη συνεχή κριτική! Η “κολακεία” του κοινού είναι ο θάνατος της τέχνης και η κατάργηση της μοναξιάς του καλλιτέχνη. Για να δεις το μέλλον, πρέπει να μην καθοδηγείσαι από το γούστο του κοινού!».

­ Οταν λέτε γούστο του κοινού τι εννοείτε;

«Κάτι που υπήρξε μια εποχή στις βιτρίνες, περάσαμε απέξω, μας έκλεψε την προσοχή, μπήκαμε μέσα, το πήραμε, πήγαμε σπίτι μας, το φορέσαμε και τώρα κυκλοφορούμε φορώντας το. Το “γούστο του κοινού” είναι η άλλοτε πρωτοπορία που τώρα έγινε το ρούχο και τη φοράνε».

­ Γιατί τα «όχι» οδηγούν τον καλλιτέχνη στη μοναξιά;

«Κάθε “όχι” είναι μια δήλωση διαφορετικότητας! “Οταν είμαστε όντως διαφορετικοί, είμαστε μόνοι” λέω σε κάποιο σημείο στο βιβλίο μου “Ο λαβύρινθος της μοναξιάς”! Και το εννοώ, όχι μόνο για τους Μεξικάνους, αλλά γενικότερα σαν μια διαπίστωση της ζωής. Τα “όχι” μας είναι ό,τι έχουμε να δώσουμε στον κόσμο αυτόν που βρεθήκαμε για μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή».

­ Εχετε καταλάβει ποια είναι η διαφορά ενός καλλιτέχνη, ενός ποιητή από τους υπόλοιπους κοινούς ανθρώπους;

«Δεν υπάρχει διαφορά με τη μορφή την κοινωνική! Απλώς ο καλλιτέχνης δηλώνει τη διαφορετικότητά του. Τολμάει, όπως σας είπα, να ζήσει αρνούμενος. Αυτό το κάνει όχι γιατί πιστεύει ότι έτσι προσφέρει στους γύρω, αλλά γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Εγώ γράφω για να γίνω αυτό που είμαι και αυτό που δεν είμαι. Και στη μία περίπτωση και στην άλλη όμως ψάχνω τον εαυτό μου».

­ Μετά από τόσα χρόνια ψάξιμο πιστεύετε ότι τον βρήκατε;

(χαμογελάει) «Θα σας φανεί ως λογοπαίγνιο, αλλά είναι μια βαθιά αλήθεια. Ναι, τον βρήκα και διαπίστωσα ότι μου είναι ένας άγνωστος! (χαμογελάει) Αυτό, αν και θα έπρεπε να με λυπεί, με συγκινεί απεριόριστα. Φαντάζεστε να έψαχνα μια ολόκληρη ζωή για να βρω κάποιον που γνώριζα καλά; Επανερχόμενος στην αρχή της συζήτησής μας, θα ήθελα να συμπληρώσω τώρα κάτι ακόμη. Μου αρέσουν οι συναντήσεις με ανθρώπους και μάλιστα αγνώστους. Οταν συναντώ ανθρώπους και μετά από λίγο μου προκύπτουν όπως τους είχα φανταστεί, απογοητεύομαι. Μου αρέσουν οι ανεξιχνίαστοι άνθρωποι, οι άπιαστοι, αυτοί που περιέχουν την έκπληξη. Ξέρετε τι σημαίνει να έχεις κάνει σε μια ζωή χιλιάδες συναντήσεις και μετά από όλες αυτές τις συναντήσεις να συναντάς κάποια ή κάποιον που να διαπιστώνεις ότι αν δεν τον συναντούσες δεν θα είχες γνωρίσει κάτι σημαντικό; Ψάχνουμε ό,τι δεν ξέρουμε. Η γνώση είναι υπέροχη όσο μεταμορφώνεται σε τρένο που σε πάει στο άγνωστο. Είναι πληκτική, αφόρητη αν γίνει κρεβάτι πάνω στο οποίο σε παίρνει ο ύπνος».

­ Πείτε μου το πιο ενδιαφέρον μυαλό που συναντήσατε στη ζωή σας;

«Το μυαλό του μέσου Ινδού»!

­ Η πιο ενδιαφέρουσα ψυχή;

«Του Καμύ. Μια ψυχή που αντιστεκόταν σε έναν κόσμο ­ τον δυτικό ­ όπου κανένας δεν πίστευε ότι βάζει πνευματικά εμπόδια. Ο Καμύ έκανε αντίσταση στη Δύση όπως ο Κούντερα στην Ανατολική Ευρώπη την περίοδο του υπαρκτού σοσιαλισμού»!

­ Πιστεύετε στην αλήθεια;

«Πιστεύω ότι υπάρχει αποκάλυψη που οδηγεί σε ένα νέο μυστήριο. Η αλήθεια για μένα είναι η αποκάλυψη, όχι η γύμνια».

­ Κάτω από τις λέξεις που χρησιμοποιείτε γράφοντας ένα ποίημα ή ένα δοκίμιο υπάρχει μια απέραντη σιωπή ή μια εκκωφαντική κραυγή;

«Αναλόγως ποιος ακούει, ποιος σηκώνει τις λέξεις κάθε φορά! (χαμογελάει) Εγώ πάντως έμαθα από παιδί ότι έχει αξία ο λόγος αυτού που έμαθε να σιωπά. Ο πατέρας μου ήταν δικηγόρος και ένθερμος υποστηρικτής του Εμιλιάνο Ζαπάτα. Για μια εποχή μάλιστα υπήρξε εκπρόσωπός του στις ΗΠΑ. Ο πατέρας μου λοιπόν συχνά μου μιλούσε, μου μιλούσε για τα πάντα. Οταν με έβγαζε βόλτα μου μιλούσε συνέχεια. Ξαφνικά σιωπούσε μπροστά σε κάτι που του τραβούσε πολύ την προσοχή. Εγώ τα έχανα. Ξαφνικά πέφταμε για ώρα σε μια σιωπή βαθιά. Δεν λέγαμε τίποτε μεταξύ μας. Αυτό φάνταζε πιο δυνατό επειδή μιλούσε πολύ πριν. Αν ήταν ένας ολιγομίλητος άνθρωπος και οι σιωπές του θα ήταν αδιάφορες. Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν μου είπε από παιδί μια φοβερή φράση… μια μυθική φράση που ως σήμερα με ακολουθεί».

­ Ποια φράση;

«”Για να μπορείς να μιλάς μάθε να σιωπάς”! Στη σιωπή κατοικούν οι λέξεις του ποιητή. Εκεί πλένονται, εκεί αρωματίζονται, εκεί ντύνονται».

­ Υπάρχουν πολλά είδη σιωπής ή η σιωπή είναι μία;

«Οι Κινέζοι λένε: “Υπάρχουν δύο είδη σιωπής: η σιωπή που προηγείται της ομιλίας και η σιωπή που έπεται”. Για να είναι κανείς σιωπηλός, λέω εγώ, πρέπει να σπάει πού και πού τη σιωπή του. “Σιωπαίνουμε μπροστά στο ανεξήγητο, μετά πρέπει να μιλήσουμε γι’ αυτό” έλεγε ο πατέρας μου».

­ Μια μακράς διάρκειας σιωπή είναι ο θάνατος;

«Ο θάνατος δεν έχει ποτέ να κάνει με αυτόν που πεθαίνει. Εχει πάντα να κάνει με τη ζωή. Οσο ζούμε τον σκεφτόμαστε· όταν εμείς πεθάνουμε, η απώλειά μας βασανίζει αυτούς που συνεχίζουν να ζουν».

­ Γιατί ο θάνατος μας φοβίζει τόσο;

«Γιατί κανένας δεν θέλει να σταματήσει το “κρυφτό”. Ο θάνατος είναι το μόνο παιχνίδι που παίζουμε με τον ίδιο απολαυστικό τρόπο ως το τέλος της ζωής μας. Ο θάνατος είναι το μόνο παιχνίδι που μας συγκινεί ως το τέλος της ζωής, το ίδιο όσο μας συγκινούσαν τα παιχνίδια ως παιδιά. Βέβαια είναι ένα δύσκολο παιχνίδι. Πρέπει να ξέρεις πότε να κρυφτείς από τον θάνατο και πότε να του φανερωθείς».

­ Ποιοι είναι οι πιο καλοί παίκτες στο παιχνίδι του θανάτου;

«Αυτοί που λαχταρούν με όλη την ψυχή και το μυαλό τους τη ζωή. Με το άλλο της χέρι η λαχτάρα της ζωής χαϊδεύει πάντα τον θάνατο!».

­ Ποιο είναι το πιο επικίνδυνο πράγμα στην εποχή μας; Από τι κινδυνεύουμε περισσότερο;

«Από την έλλειψη της έννοιας “άνθρωπος”. Ολα τα υπόλοιπα χωρίς τον καταλύτη “άνθρωπος” δεν έχουν καμία αξία, κανένα μέτρο, κανένα σκοπό. Ο σκοπός πιστεύω ότι στην εποχή μας χάθηκε. Δεν ξέρουμε πια και ούτε μας απασχολεί γιατί κάνουμε ό,τι κάνουμε. Εχουμε προγραμματιστεί απλώς να κάνουμε. Καταναλώνουμε χωρίς να ξέρουμε γιατί… Μας ενδιαφέρει, για παράδειγμα, να πάρουμε αυτοκίνητο, έστω και αν δεν έχουμε χρόνο να το οδηγήσουμε ή δεν υπάρχει χώρος να το παρκάρουμε. Εχουμε αυτοκίνητο αλλά δεν πάμε βόλτα. Και όμως το όνειρό μας έγινε να αποκτήσουμε το “μέσο” του ταξιδιού και όχι το ταξίδι. Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνετε; Εχουμε γεμάτα ψυγεία αλλά μας φτάνουν μόλις λίγες θερμίδες για να ζήσουμε. Και όμως λυπούμαστε αν δεν έχουμε ένα γεμάτο ψυγείο. Δεν διαβάζουμε, δεν βλέπουμε τηλεόραση, δεν πάμε κινηματογράφο για να δώσουμε απαντήσεις στα ερωτήματά μας τα μεταφυσικά, τα πνευματικά, τα καθημερινά αλλά για να περάσει ο χρόνος. Καταναλώνουμε τη ζωή μας κυνηγώντας να αποκτήσουμε τα μέσα, αλλά όταν τα αποκτήσουμε δεν έχουμε σκοπό. Τελικός σκοπός μας πια είναι η απόκτηση των μέσων! Ο μόνος σκοπός μας· και αυτό είναι επικίνδυνο, πολύ επικίνδυνο».

­ Υπάρχει ελπίδα;

«Το είπα και στην αρχή. Η μόνη ελπίδα μας είναι να βγάλουμε την ψυχή μας από το “μπαούλο”. Μόνο έτσι θα μπει φρένο στο τρεχαλητό του μυαλού μας. Το μυαλό είναι ένα σκυλί που αν δεν το δέσεις από την ψυχή ικανοποιεί τις επιθυμίες του όπως τα ζώα. Αρα οδηγεί τον άνθρωπο με ιλιγγιώδη ταχύτητα στον θαυμαστό κόσμο των ζώων. Με ρωτήσατε αν υπάρχει ελπίδα… Ναι, υπάρχει ελπίδα, αρκεί να πονέσουμε ξανά»!

­ Σας ευχαριστώ.

«Και εγώ».

Για να τον γνωρίσετε καλύτερα τα βιβλία του Οκτάβιο Πας που κυκλοφορούν στα ελληνικά είναι:

Η διπλή φλόγα. Ερωτας και ερωτισμός (δοκίμιο). Μετάφραση Σάρα Μπενβενίστε, Μαρία Παπαδήμα, εκδόσεις Εξάντας, 1996.

Ο λαβύρινθος της μοναξιάς (ιστορικό δοκίμιο). Μετάφραση Ντιάνα Μπόμπολου, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1995.

Η πέτρα του ήλιου και άλλα ποιήματα. Μετάφραση Τάσος Δενέγρης, εκδόσεις Ικαρος, 1993.

Η άλλη φωνή. Η ποίηση στο τέλος του αιώνα (δοκίμιο). Μετάφραση Πέγκυ Πάντου, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1991.

Καθένας έχει τον Παράδεισο που του αξίζει (δοκίμιο). Μετάφραση Νίκος Πρατσίνης, εκδόσεις Απόπειρα, 1989.

Ποιήματα. Μετάφραση Μάγια – Μαρία Ρούσσου, εκδόσεις Ηριδανός, 1986.

Ποιήματα. Μετάφραση Αργύρης Χιόνης, εκδόσεις Σπηλιώτης, 1981.

Η αναζήτηση της αρχής (δοκίμιο). Μετάφραση Μάγια – Μαρία Ρούσσου, εκδόσεις Ηριδανός, 1983.

Ο γραμματικός πίθηκος. Μετάφραση Βίκτωρ Ιβάνοβιτς, εκδόσεις Παρατηρητής, 1986.

Ο Οκτάβιο Πας γεννήθηκε στις 31 Μαρτίου 1914, όταν το Μεξικό σπαρασσόταν από την επανάσταση. Η οικογένεια της μητέρας του καταγόταν από την Ανδαλουσία της Ισπανίας αλλά στις φλέβες του κυκλοφορούσε και ινδιανικό αίμα, γεγονός που τον έκανε ιδιαιτέρως υπερήφανο και επηρέασε ολόκληρη τη ζωή και το έργο του.

Ο μεξικανός πατέρας του ήταν δικηγόρος και ένθερμος υποστηρικτής του Εμιλιάνο Ζαπάτα. Για μια εποχή έγινε μάλιστα και αντιπρόσωπός του στις ΗΠΑ, όπου ο Πας πέρασε μέρος της παιδικής του ηλικίας, μια εμπειρία που τον σημάδεψε βαθιά. Η οικογένειά του όμως καταστράφηκε από τον εμφύλιο πόλεμο και ο ποιητής και δοκιμιογράφος μεγάλωσε με στερήσεις.

Ως μαθητής σε καθολικό σχολείο ανακάλυψε ότι ήταν άθεος και ως φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Πόλης του Μεξικού ενδιαφέρθηκε για την άκρα Αριστερά και άρχισε το γράψιμο. Η πρώτη ποιητική συλλογή του «Luna Silvestre» («Ασημένιο Φεγγάρι») δημοσιεύτηκε το 1933, λίγο προτού κλείσει τα 20. Ο τραγικός θάνατος του πατέρα του ένα χρόνο αργότερα τον ενέπνευσε για να γράψει το «Vigilias: fragmentos del diario de un sonador» («Ολονυκτίες: αποσπάσματα από το ημερολόγιο ενός ονειροπόλου»). Το βιβλίο όμως που τον καθιέρωσε ήταν το «Libertad bajo palabra» («Ελευθερία υπό όρους»), το οποίο πρωτοκυκλοφόρησε το 1935 αλλά διάφορες εκδόσεις του με αλλαγές στο περιεχόμενο κυκλοφορούσαν ως το 1957.

Ο Πας ήταν ένας αυθεντικός σοσιαλιστής που νοιαζόταν βαθιά για την τύχη των εργατών και των κοινωνικά αδικημένων, των αποκαλούμενων «τσικάνος» στο Μεξικό. «Και εγώ ο ίδιος αισθάνομαι “τσικάνο” και πιστεύω ότι “τσικάνο” είναι ένας Μεξικανός που έχει φθάσει στα άκρα» έλεγε. Στη Μέριδα, την πρωτεύουσα της επαρχίας Γιουκατάν, όπου εγκαταστάθηκε για κάποιο διάστημα, ίδρυσε ένα σχολείο όπου φοιτούσαν δωρεάν τα παιδιά των εργατών και των αγροτών, των «καμπεσίνος».

Οταν επέστρεψε στην Πόλη του Μεξικού, έκανε τον πρώτο από τους δύο γάμους του, ανέλαβε μια στήλη στην εφημερίδα της Συνομοσπονδίας των Μεξικανών Εργατών και άρχισε να διευθύνει διάφορα περιοδικά στα οποία εξέθετε τις θεωρίες του για την ποίηση και τη σχέση της με την κοινωνία. «Το να καταλάβεις ένα ποίημα σημαίνει, πρώτα από όλα, να το ακούσεις. Οταν διαβάζεις ένα ποίημα, το ακούς με τα μάτια, όταν το ακούς το βλέπεις με τα αφτιά. Το ποίημα πρέπει να προκαλεί τον αναγνώστη, να τον αναγκάζει να ακούσει ­ να ακούσει τον εαυτό του».

Το 1945 ο Πας, ο οποίος μιλούσε ισπανικά, γαλλικά, αγγλικά και πορτογαλικά και λίγα ελληνικά και ρωσικά, μπήκε στο διπλωματικό σώμα και στάλθηκε να υπηρετήσει στο Παρίσι, όπου έκανε παρέα με τον Αντρέ Μπρετόν και τους σουρεαλιστές. Τα διπλωματικά καθήκοντά του τα θεωρούσε απλώς μια άλλη πλευρά της ζωής του, παράλληλη με την ποίηση, και ουδόλως τον εμπόδιζαν να γράφει φιλοσοφικά δοκίμια και λογοτεχνικές κριτικές.

Το 1962 ορίστηκε πρέσβης του Μεξικού στην Ινδία, από όπου έκανε πολλά ταξίδια στην Ιαπωνία. Εξι χρόνια αργότερα ωστόσο αναγκάστηκε να παραιτηθεί, ως διαμαρτυρία κατά της κυβέρνησης της χώρας του που αιματοκύλισε διαμαρτυρόμενους φοιτητές στην Πόλη του Μεξικού, και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι.

Οταν επέστρεψε στην πατρίδα του, ίδρυσε ένα λογοτεχνικό περιοδικό και συνέχισε τα ταξίδια του ανά την υφήλιο. Για μια εποχή δίδαξε και στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Ελαβε πολλά βραβεία, με κορυφαίο το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1990. Ο λόγος του στην τελετή απονομής είχε τίτλο «Ψάχνοντας το παρόν», φράση που περιγράφει όλη τη ζωή του κατά την οποία αναζητούσε διαρκώς τα βαθύτερα νοήματα της πολιτικής και της ποίησης αλλά κυρίως την αθέατη πλευρά του κόσμου.



~ Συνέντευξη στον θανάση Λάλα

Πηγή: https://antikleidi.com/

Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2023

Octavio Paz - Ήσυχο δέντρο μες στα σύννεφα


Εκείνος ο νεαρός στρατιώτης
χαμογελούσε ντροπαλός ευθυτενής
όπως μια νέα ροδακινιά.
Το χνούδι του προσώπου του χρύσιζε
σαν το κοκκίνισμα του ροδάκινου
στου μεσημεριού τον κίτρινο ήλιο.

Οι χειρονομίες του
Σαν της ροδακινιάς
όταν ο άνεμος την σείει, στον λόφο.
Όταν χαμογελούσε το χαμόγελό του
ένα ξαφνικό λουλούδισμα της ροδακινιάς.
Μια ριπή του ανέμου στιγμές τον συννέφιαζε
και τότε, σοβαρός, συλλογισμένος,
Έμοιαζε ροδακινιά στον αέρα, γυμνή από φύλλα.

Έπαιζε με τα παιδιά, το δείλι,
Με μια ζέση νοσταλγική, απόμακρος
σαν κύμα τρυφερό
που πάει κι έρχεται πίσω
Ένας μελαγχολικός άνεμος σάρωνε
σύννεφα τους ανθούς επάνω, σύννεφα μεγάλα,
και στον κήπο πετούσανε τα φύλλα
Ω, τρικυμισμένη άνοιξη!

Ήσυχο δέντρο μέσα στα σύννεφα, φύλλα, παιδιά,
Αναρωτιόταν εκείνος ο στρατιώτης:
«Είναι όλα σύννεφο, είναι όλα φύλλα, άνεμος»;
«Τα αγαπημένα δέντρα είναι σύννεφα»;
«Το κλαδί ετούτο που αγγίζω, αυτή
η φλούδα,
αυτά τα παιδιά, είναι σύννεφα»; «Σύννεφο το όνειρο
και το κορίτσι εκείνο και το άρωμα
του, φάντασμα της σάρκας, σύννεφο, αφρός
που τον σηκώνει ελαφριά ο άνεμος»;

Κι έφυγε μακριά, σιωπηλό μαύρο σύννεφο

Berkeley, 18 de abril de 1944.
Octavio Paz, μτφρ: Νεοκλής Κυριάκου