Ακούραστη η γαλήνη του καλοκαιριού
Σε πιάνει απ' τη μασχάλη
Σαν να είσουνα παιδί
Και σε σηκώνει
Να δεις όλη τη θάλασσα
Όλον τον ουρανό
Και να σκιρτήσει ο στοχασμός σου
Χωρίς βιασύνη να κοιτάξεις βαθιά
Την όρθια γη
Στον όρθρο της ψυχής σου
28.6.1939
Ακούραστη η γαλήνη του καλοκαιριού
Σε πιάνει απ' τη μασχάλη
Σαν να είσουνα παιδί
Και σε σηκώνει
Να δεις όλη τη θάλασσα
Όλον τον ουρανό
Και να σκιρτήσει ο στοχασμός σου
Χωρίς βιασύνη να κοιτάξεις βαθιά
Την όρθια γη
Στον όρθρο της ψυχής σου
28.6.1939
ΝΑ ΚΟΙΜΑΣΑΙ ΝΗΣΤΙΚΟΣ...
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΔΥΟ ΥΠΝΟΥΣ...
Ανάμεσα σε δυο ύπνους βρήκα μια μικρούλα που με
παρακάλεσε να την πάρω μαζί μου. – Πού; της είπα.
- Μη σε νοιάζει, μου απάντησε. Βάλε με στην τσέπη
σου, και με κοιτάζεις ύστερα, όταν πάψει ο ύπνος.
Η βροχή, ο πόλεμος θα περάσουν. Η αυγή θα μας
συναντήσει ξύπνιους. Τότε θα κάτσω κάτω από το
στόμα σου, όπως κάτω από μια βρύση.
ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ
Στο πρόσωπο της άνοιξης ήταν χυμένο φως
Και μέσα στον αγέρα σαν από μια φωλιά
Μακριάθε τραγουδούσε και λαίμαργα
Ο κορυδαλλός
Όσες κοπέλες δεν αγάπησα
Είχανε γίνει θάμνοι
ΟΝΕΙΡΑ
Κάτι όνειρα σφάζουν την ησυχία
Όλων αυτών που έκλεψαν την κόρη
Της δικής μας καρδιάς
Δολοφονούν για εκδίκηση την ευτυχία
Που βρέχει ακόμα το κεφάλι της γης
Τα βλέφαρα των χαμένων γυναικών
Κάτι όνειρα τρέχουν στο φεγγάρι
Τραγουδούν το θάνατο του κύκνου
Σε σκιές που ακούμπησαν στη λίμνη
ΧΙΟΝΙ
Ο αθώος κλαίει
Ο ουρανός πονάει
Ο ερωτευμένος σιωπά
Τα δέντρα έπνιξαν τα πουλιά
Η γης τρέμει απ’ το κρύο
Εγώ επαναλαμβάνω το μοιρολόι...
Τα δύο ποιήματα που ακολουθούν είναι από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα, επιμ. Γ. Μαρινάκη, Αθήνα, Βιβλ. της Εστίας, 1961
Το πρώτο είναι από την ενότητα «Αστέρια» και την υποενότητα «Μορφές της Ανάμνησης», σ. 31:
Γοητεία
Έλα με το λευκό ξημέρωμα
Γιορτή της καρδιάς μου,
Στα περασμένα
Τα νήπια καρδιοχτύπια
Ξανάνιωσα σαν χτες
Στο ρεμβώδες ακρογιάλι
Όπου η θάλασσα βογγούσε
Σπαρταριστή μητέρα
Έρχομαι
Και κλαίει στ’ απόμακρα
Ένα γλυκό στοιχείο
Ράθυμο αηδόνι
Πάει η ψυχή μ’ εσένα
Αλαργινή εξαφάνιση
Πάλι ο ήσυχος
Ο αχώριστος της σιωπής
Βρίσκομαι στη φωλιά μου
Μονταππόνε 11-14.3.35
Και από την ενότητα «Εικόνες ρέμβης», σ. 62:
Δεν είμαστε ποιητές
Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε
Σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα
Παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους
Τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου
Και στη σκόνη του καιρού
Σημαίνει πως φοβόμαστε
Και η ζωή μας έγινε ξένη
Ο θάνατος βραχνάς
2.4.38
ΖΩΗ
J’ai plus de souvenirs que si j’avais mille ans
Baudelaire
Οι άνθρωποι αργοπεθαίνουν
Και αποκοιμούνται στον ουρανό
Απ’ την πολλή ανάμνηση του χρόνου
(1933)
ΜΥΘΟΣ
Η σιωπή των ματιών ενός ανέκφραστου
Κοριτσιού (σφίγγα γεννημένη σε μια χαραυγή)
Λικνίζει τα ερείπια της αιώνιας πολιτείας
(1934)
ΛΑΟΥΡΑ
Μυημένη στα νόστιμα του ύπνου
Ήρθες και με φίλησες
Πες μου τη νάρκη των ματιών σου
Όταν αγκάλιασαν τη μοναξιά
Τη λυπημένη επίκληση στη σάρκα
Το σκίρτημα του κορμιού
Σαν μάδησε η ψυχή
(1936)
[ΘΑΡΡΩ ΠΩΣ Ο ΥΠΝΟΣ]
Θαρρώ πως ο ύπνος μας σκεπάζει το πρόσωπο
Και δεν μας αφήνει να βγούμε στο φως
Ένας ύπνος με χίλιους πειρασμούς γεμάτος μέλι
Ένα τοπίο όπου δεν πατάς τη γη
Κι ανάμεσα σε αρώματα περνάς τον έρωτα
Τον δίνεις σε άλλα χέρια και φεύγεις
Από θάμπος σε θάμπος
(1938)
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝ’ ΤΡΕΛΟΣ ΑΠΟ ΕΡΩΤΑ
Ποιος είν’ τρελός από έρωτα
Ας κάνει λάκκους στην αυγή
Να πάμε εκεί να πιούμε
Τη βροχή,
Μια που εμείς σε όποια στέγη αράξουμε
Σε όποια αυλή
Ο άνεμος χαλάει τον ουρανό
Τα δέντρα
Κι η στείρα γη
Μέσα σ’ εμάς βουλιάζει
(1938)
[ΗΤΑΝ ΓΥΝΑΙΚΑ ΗΤΑΝ ΟΝΕΙΡΟ]
J’ai cueilli ce brin de bruyère
G. Apollinaire
Ήταν γυναίκα ήταν όνειρο ήτανε και τα δυό
Ο ύπνος μ’ εμπόδιζε να τη δω στα μάτια
Αλλά της φιλούσα το στόμα την κράταγα
Σαν να ήταν άνεμος και να ήταν σάρκα
Μού ’λεγε πως μ’ αγαπούσε αλλά δεν το άκουγα καθαρά
Μού ’λεγε πως πονούσε να μη ζει μαζί μου
Ήταν ωχρή και κάποτε έτρεμα για το χρώμα της
Κάποτε απορούσα νιώθωντας την υγεία της σαν δική μου υγεία
Όταν χωρίζαμε ήταν πάντοτε νύχτα
Τ’ αηδόνια σκέπαζαν το περπάτημά της
Έφευγε και ξεχνούσα πάντοτε τον τρόπο της φυγής της
Η καινούργια μέρα άναβε μέσα μου προτού ξημερώσει
Ήταν ήλιος ήταν πρωί όταν τραγουδούσα
Όταν μόνος μου έσκαβα ένα δικό μου χώμα
Και δεν την σκεφτόμουνα πια εκείνη
(1938)
ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΗΣ ΜΑΤΑΙΟΔΟΞΙΑΣ
Τέτοιας χαράς δεν άγγιξα το στήθος
Που να μπορώ να λέγομαι σπουδαίος
Ανάμεσα στ’ αηδόνια
Ανάμεσα στους ύπνους
Και τα καλοκαίρια
Τέτοιας κοπέλας
Δεν φίλησα την αβρή κορμοστασιά
Κι έτσι δεν ωφελούν τα παρακάλια
Τρέχουν ποτάμια
Τα δάκρυα των απογόνων
Ευχές για μας διαβάζουν
Ο άνεμος και το κύμα
(Πάνω από βουνά κι από λίμνες
Σε κοφτερόν αγέρα
Οι νυχτερίδες διαγράφουν τροχιές
Τα περιστατικά της ζωής μας
Που δεν γκρεμίστηκαν στο κενό)
Μήτε ο ήλιος μήτε η θάλασσα μας μαλώνουν
Άδοξα ταξιδέυουμε στον ουρανό
(1938)
ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΟΙΗΤΕΣ
Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φέυγουμε
Σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα
Παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους
Τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου
Και στη σκόνη του καιρού
Σημαίνει πως φοβούμαστε
Και η ζωή μάς έγινε ξένη
Ο θάνατος βραχνάς
(1938)
[ΚΑΤΑ ΒΑΘΟΣ ΟΛΟΙ ΣΚΕΦΤΟΝΤΑΙ]
Κατά βάθος όλοι σκέφτονται τον τρόπο να ζήσουν ελεύθερα
Κατά βάθος ο θάνατος είναι ένας τρόπος να ζήσουμε ελεύθερα
(1939)
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΑΠΟΨΕ ΔΕΝ ΣΟΥ ΜΟΙΑΖΕΙ
Ο θάνατος απόψε δεν σου μοιάζει
Δεν σου τραβάει μια θάλασσα μπροστά του
Για να τον κυνηγήσεις μες στα σύννεφα
Με τα φτερά του γλάρου να ψηλώσεις
Να τον ακολουθήσεις όταν δύει
Είσαι ο αγέρας και δεν πέφτεις ποτέ
Είσαι ο βράχος που δεν κοιμάται
Και πέρασαν μυριάδες μέλισσες
Είσαι το βλέμμα που δεν παίρνει ύπνο
Και καρτεράει
Κρατώντας ξύπνιο τον ουρανό
(1939)
ΜΙΛΩ
Μιλώ γιατί υπάρχει ένας ουρανός που με ακούει
Μιλώ γιατί μιλούν τα μάτια σου
Και δεν υπάρχει θάλασσα δεν υπάρχει χώρα
Όπου τα μάτια σου δεν μιλούν
Τα μάτια σου μιλούν εγώ χορεύω
Λίγη δροσιά μιλούν κι εγώ χορεύω
Λίγη χλόη πατούν τα πόδια μου
Ο άνεμος φυσά που μας ακούει
(1939)
ΑΛΛΟΤΕ Η ΘΑΛΑΣΣΑ
Άλλοτε η θάλασσα μας είχε σηκώσει στα φτερά της
Μαζί της κατεβαίναμε στον ύπνο
Μαζί της ψαρεύαμε τα πουλιά στον αγέρα
Τις ημέρες κολυμπούσαμε μέσα στις φωνές και τα χρώματα
Τα βράδια ξαπλώναμε κάτω απ’ τα δέντρα και τα σύννεφα
Τις νύχτες ξυπνούσαμε για να τραγουδήσουμε
Είταν τότε ο καιρός τρικυμία χαλασμός κόσμου
Και μονάχα ύστερα ησυχία
Αλλά εμείς πηγαίναμε χωρίς να μας εμποδίζει κανείς
Να σκορπάμε και να παίρνουμε χαρά
Από τους βράχους ώς τα βουνά μας οδηγούσε ο Γαλαξίας
Και όταν έλειπε η θάλασσα είταν κοντά ο Θεός
(1939)
Πηγή: https://www.oanagnostis.gr/k-ouranis-g-sarantaris-g-markopoulos-k-rizakis/