Ένα αἴσθημα περηφάνιας φουσκώνει τα στήθια του κάθε φορά που ἀναθυμᾶται τη σκηνή. Αἴσθημα ἀνάλογο μ' αὐτό ποὺ πρὶν ἀπὸ λίγα λεπτὰ δοκίμασε καθὼς ὁ στρατηγὸς τὸν χαιρέτησε μ ̓ ἕνα νεῦμα, σὰν γιὰ νὰ τοῦ πεῖ «Όλα ἐντάξει». Λοιπόν, τὸν καλεῖ ὁ ἐνωμοτάρχης καὶ σὲ τόνο αὐστηρό, μπροστὰ στὴ γυναίκα του, τοῦ λέει πὼς τέτοια πράγματα δὲν πρέπει νὰ τὰ κάνει, γιατὶ ἐμπίπτουν στὶς διατάξεις τοῦ κώδικα κι αὐτός, ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ νόμου, εἶναι ἀναγκασμένος νὰ τὸν τιμωρήσει. Τώρα, ποιά ποινή, αὐτὸ θὰ τὸ ποῦν οἱ δυό τους, μόλις φύγει ἡ γυναίκα του. Έφυγε ἡ Μαριγὼ σκουπίζοντας μὲ τὴ βρεμένη ρόμπα της τὰ βρεμένα μάτια της κι ἀπόμειναν οἱ δυό τους. Τότε ὁ Ντίμης, ἔτσι τὸν ἔλεγαν τὸν ἐνωμοτάρχη, σηκώθηκε καὶ τοῦ ̓ δωσε μιὰ φιλικὴ μπουνιὰ στὴν πλάτη. « Έτσι, Γιάγκο μου», τοῦ εἶπε. «αὐτὸ θὰ πεῖ ἐθνικοφροσύνη. Οὔτε νὰ μπαίνουν τὰ παράσιτα τῆς κοινωνίας μέσα στὸ σπίτι σου. Καλὰ τῆς ἔκανες τῆς Μαριγῶς. νὰ μάθει ἄλλη φορὰ σὲ ποιόν νὰ ψήνει καφὲ καὶ σὲ ποιόν ὄχι. αὐτὲς οἱ γυναῖκες, ὅλες οἱ γυναῖκες, Γιάγκο μου, ἔχουν τὰ μυαλά τους μέσα στὰ σκέλια τους. Πῆραν ψῆφο κι ἀνατράπηκε ἡ ἰσορροπία τῆς χώρας. Οἱ κόκκινοι πλήθυναν. Θὰ πιεῖς καφέ;
Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2023
Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2023
Βασίλης Βασιλικός - Οι γάτες της Rue d’Hauteville (απόσπασμα)
Αυτήν τη βδομάδα έχω δουλειές. Το αμπαλάρισμα είναι το Σάββατο. Μια αγωνία µε κατέχει αόριστη. Ο Βαλέριο (ο γάτος) στενάζει, όπως στέναζε και πριν από την επέμβαση. Είναι ένα παράπονο μοναχικού άντρα. Όπως το λέει κι ο Ελύτης στον «Αγράμματο και την Ωραία», σκόρπισε σπέρμα κι έσπειρε άστρα. Κάπως έτσι κι ο Βαλέριο, κοιτώντας τα άστρα, αναπολεί το σπέρμα του. Όχι, πρέπει να συνεχίσω την καταβύθιση. Νομίζω πως βρήκα μιαν άκρη, με τις στενωπούς που οδηγούν στη θάλασσα. Κάπου εκεί θα πρέπει να κρύβεται και το μυστικό μου. Στη θάλασσα τη βαθιά, την απέραντη, στη θάλασσα την πλατιά, τη μεγάλη
Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2023
Βασίλης Βασιλικός - Τα καμάκια (απόσπασμα)
Ένα πρωί λοιπόν, την ώρα που λιαζόταν τόπλες, έκανα το πλησίασμα με τη μέθοδο της ακρίδας. Μπορούσα να την πλησιάσω και με τη μέθοδο του πατημένου αχινού, να βγω δηλαδή ουρλιάζοντας απ’ τον πόνο μέσα απ’ τη θάλασσα, γιατί πάτησα, πες, αχινό, και να της ζητήσω, καθώς στο σημείο εκείνο της πλαζ ήταν απόλυτα μονάχη, βοήθεια.
Η μέθοδος όμως που προτίμησα ήταν λιγότερο μπερδεμένη. Ελευθέρωσα τη μεγάλη ακρίδα απ’ το κουτί τα σπίρτα, δίνοντάς της, στον αέρα, τη γραμμή του κορμιού της, και το τεράστιο πετούμενο πήγε να κάτσει πάνω ακριβώς στον αφαλό της. Τινάχτηκε επάνω, βάζοντας τις φωνές. Τότε εμφανίστηκα κι εγώ πίσω απ’ τα βούρλα, σαν σωτήρας-άγγελος: Can I help you, miss? τη ρώτησα. I need your help ήταν η απάντησή της. Το έντομο ακινητούσε πάνω στην καυτή άμμο. Έσκυψα, το τσάκωσα απ’ τους αγκώνες των φτερών, κι έκανα να το τσακίσω μες στα δάχτυλά μου, μα είδα ένα αίσθημα οίκτου στο ευαίσθητο μουτράκι της. Έτσι, για χατίρι της, του χάρισα τη ζωή και το έβαλα στο κουτί από τα σπίρτα απ’ όπου το είχα βγάλει.
Φανταστείτε τη σκηνή: ήμουν δίπλα της κι αυτή με ευγνωμονούσε, ενώ με τα χέρια της σταυρωτά, προσπαθούσε όχι να κρύψει ακριβώς, αλλά να λογοκρίνει τα υπέροχα στήθια της, που όπως στο σινεμά, στα φιλμ-πορνό, ξεχείλιζαν απ’ όλες τις μπάντες. Η μυρωδιά τής μέντας που απέπνεε με ζάλισε…».
Βασίλης Βασιλικός, Τα Καμάκια, 1978.
Πηγή: https://diskoryxeion.blogspot.com/2017/10/facebook-51.html
Βασίλης Βασιλικός - Το φύλλο, το πηγάδι, τ' αγγέλιασμα (απόσπασμα)
[...] Πίσω από το βουνό, πάνω από το βουνό, θα πρέπει να υπάρχει ένα φως που να μας λυτρώσει. Οι δρόμοι και τα δέντρα, τα πάρκα και τα παγκάκια τους, τα λεωφορεία, οι καμάρες και τα ασανσέρ, είναι εμπόδια γιατί σπάζουν το φως, το διαιρούν, το κομματιάζουν. Πάνω από αυτά τα αντικείμενα, πέρα από τον κόσμο της επιφάνειας, πιο βαθιά από τη φλούδα του φαινομένου, πίσω από το βουνό, ένιωθα αχνά ότι το φως πρέπει να 'ναι αδιαίρετο κι εκεί τραβούσα. Τι νόημα θα είχε μια επιστροφή στην ύλη; Όταν πεθαίνεις πρέπει να βρεις μιαν άλλη ατραπό κι όχι να επιστρέψεις πίσω στα στενά πλαίσια μιας πόλης που σε μαχαίρωσε, ενός δέντρου που σε πρόδωσε, μιας διαφήμισης που σε τρύπησε σαν βέλος. Γιατί, το ήξερα, ποτέ δεν θα μπορούσα να γίνω άτρωτος. [...]
Βασίλης Βασιλικός (18 Νοεμβρίου 1933 - 30 Νοεμβρίου 2023)
απόσπασμα από Τ' αγγέλιασμα, σελ. 196, εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1961.
Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2023
Βασίλης Βασιλικός - Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα (απόσπασμα)
"...Εκεί στο Ζ (1967) θα μπορούσε να είχε τερματιστεί και η θητεία μου στα Γράμματα και να είχα ανακηρυχθεί σαν το μεγάλο ταλέντο που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το έργο του. Γιατί ο,τι αρέσει στη "διανόηση" είναι ακριβώς τα βιβλία που έγραψα μέχρι τα τριάντα τρία μου χρόνια. Και δεν μου το συγχωρούν ότι δεν πέθανα, ότι δεν αυτοκτόνησα, δεν δολοφονήθηκα κατόπιν, ώστε να μείνουν με αυτό το απαύγασμα ενός ταλέντου σπάνιου, που ποιος ξέρει τι αριστουργήματα θα μας έδινε αν ζούσε...
Κι ωστόσο, το "ταλέντο", εγώ, επέζησα και τίποτα δεν άρεσε κατόπιν στην ιντελιγκέντσια...
Εγώ δεν θα επιτρέψω σε ένα συγκεκριμένο κονκλάβιο να καθιερώσει αυτά που το συμφέρουν. Γιατί όλα γίνονται από συγκεκριμένα κέντρα λήψης αποφάσεων και ορισμένους ικανούς ατζεντηδες...
Μ' εμένα όμως δεν θα το πετύχουν, γιατί εγώ ξέρω πριν από αυτούς και γι' αυτούς πώς οργανώνονται και πώς παίρνονται τα Νομπέλ. Εγώ, πριν από αυτούς, είχα ειδοποιήσει τον Ελύτη, το '77. "Βούλωσ' το για δύο χρόνια, αν θέλεις το βραβείο". Κι ο Ελύτης, όταν έμαθε ότι το πήρε, αφού προηγουμένως το είχε βουλώσει κανονικά, αναφώνησε στη Μαρίνα Καραγάτση, η οποία και μου το μετέφερε: "Μου το είπε ο Βασίλης"..."
Από την αυτοβιογραφία του "Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα" (εκδ. Κέδρος)
Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 2023
Βασίλης Βασιλικός - Καφενείο Εμιγκρέκ (απόσπασμα)
Κυριακή 12 Μαρτίου 2023
Βασίλης Βασιλικός - Ζ φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος (απόσπασμα)
Οι νεκροί δεν μιλούν. Ντυμένοι με την ωραιότητα του θανάτου, έχουν πάρει μαζί τους τόσα μυστικά, που καμιά άνοιξη, με όσα βλαστάρια, δεν μπορεί να μας φανερώσει. Έγκυα γη από αποκαλύψεις που δεν έγιναν, από απολογίες που δεν πρόφτασαν να ειπωθούν, από υπομνήματα και συνηγόρους, αιτήσεις εξαιρέσεων, κώδικες, ερμηνείες πραγμάτων που έχουν σφηνωθεί πάνω στα παγωμένα κόκαλα, σαν το αλάτι.
Οι νεκροί δεν ξέρουν πως φτιάχνεται η ιστορία. Με το αίμα τους την ποτίζουν και δεν μαθαίνουν ποτέ τι ακολούθησε το θάνατο τους. Είναι χωρίς επίγνωση της θυσίας τους και αυτό τους κάνει ακόμα πιο ωραίους. Οι πρώτοι χριστιανοί ξέραν γιατί θυσιάστηκαν. Πήγαιναν στο μαρτύριο εν γνώσει.Αλλά γιατί να πει κανείς σήμερα ότι θυσιάζεται, όταν αυτά που πιστεύει δεν είναι παρά η λογική, η κοινότατη λογική;
…Δεν είχε μέσα του κανένα αίσθημα ιεραποστολικό. Είχε μόνο γνωρίσει τη φτώχεια και τις αρρώστιες από πρώτο χέρι. Δουλειά του ήταν αυτή. Και ήξερε πως τα καλύτερα νοσοκομεία λιγοστεύουν τους πόνους. Ήξερε πως σε μια άλλη διάταξη των πραγμάτων απλουστεύονται πολλά από τα δυσεπίλυτα προβλήματα της εποχής μας. Αν μια σφαίρα στοιχίζει όσο ένα κιλό γάλα και ένα υποβρύχιο Πολάρις όσο να θρέψεις έναν ολόκληρο λαό για μια βδομάδα – και να τον θρέψεις καλά- που ήταν το παράλογο;
Κοινή, κοινότατη λογική και απ΄’ έξω το σκοτάδι. Σκοτάδι πηχτό που δεν συγχωρούσε ούτε τις αστραπές, ούτε τα φωτεινά διαλείμματα σε έναν σχιζοφρενικό. Έτσι έβλεπε αυτός τα πράγματα και για αυτό ήθελε να μιλήσει. Δεν ήταν κομμουνιστής. Αν είχε βγει βουλευτής με το κόμμα της αριστεράς, το έκανε γιατί ήταν το μόνο κόμμα που ταίριαζε κάπως με τις απόψεις του. Δεν ήταν θεωρητικός του μαρξισμού, άνθρωπος δηλαδή εντοιχισμένος σε μία θεωρία. Ήταν από παντού ανοιχτός και αισθανόταν τα ρεύματα να περνούν ανεμπόδιστα από μέσα του. Προτίμησε φυσικά αυτά που τον ζέσταιναν…
… Και α τι όμορφη που γίνεται η ζωή όταν πιστεύεις στους άλλους!
Οι νεκροί δεν μίλησαν ποτέ για αυτό τους βαραίνει μια μεγάλη κατηγόρια. Για αυτό και ξέχασαν για πάντα την αξία της φωνής. Πρέπει, λοιπόν, εμείς να μιλάμε για λογαριασμό τους. Πρέπει να υπερασπιζόμαστε το δίκιο της απουσίας τους.
Βασίλης Βασιλικός - Ζ φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος (απόσπασμα)
Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2020
Βασίλης Βασιλικός-Ζ (απόσπασμα)
«Αυτά τα χέρια δεν θα αγγίξουν ξανά ανθρώπινη σάρκα. Αυτά τα χέρια θα γυρίσουν στο νερό. Θα γίνουν καστανόχωμα για τα λουλούδια. Αυτά τα χέρια που κρατούσαν το νυστέρι κι έγιαναν τον ανθρώπινο πόνο, δωρεάν. Αυτό το πρόσωπο δεν θα ξαναβουτήξει στη θάλασσα. Αυτά τα χείλια δεν θα σε ξαναφιλήσουν. Σώμα κλειστό, επιστολή δίχως παραλήπτη που επιστρέφει στον αποστολέα της, τη μάνα γη. Σώμα με αίμα που πάγωσε στις φλέβες. Καμιά κυκλοφορία. Όπως μια φωτογραφία που «παγώνει» στην οθόνη, μέσα στην πιο μεγάλη κίνηση του δρόμου και των μαγαζιών. Εκεί, σ’ αυτή τη στιγμή, τελειώνουν όλα».
«Κι έτσι, ανάμεσα σε δυο ουρανούς, η ψυχή ακολουθούσε την αναστάσιμη πορεία. Ήξερε πολύ καλά τώρα ότι το σώμα δεν πέθανε, αφού τόσος λαός συσπειρώθηκε γύρω απ’ το φέρετρό Του. Ήξερε ακόμα ότι η αθανασία είναι ότι επιζεί μες στη μνήμη των άλλων. Και η φωνή που δέσποζε σ’ όλη την κηδεία ήταν «ζει». Κανείς δεν μπορούσε να παραδεχτεί ότι υπάρχει θάνατος μες στην ιδέα. Ο θάνατος υπάρχει μόνο στα άτομα που ιδιωτεύουν και κατάπληκτα ανακαλύπτουν μια μέρα ότι η ιδιωτική τους ζωή παίρνει ένα ξαφνικό τέλος. Και πανικοβάλλονται. Και θρηνούν. Και κλείνονται σε ψυχιατρικές κλινικές για να συνέλθουν. Δεν υπάρχει θάνατος, όταν ένας λαός σηκώνεται για να δείξει το ανάστημά του με το μέτρο της δικιάς σου νεκρόκασας».
Βασίλης Βασιλικός, Ζ
Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2020
Βασίλης Βασιλικός-Ζ. Φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος (απόσπασμα)
Περνούσε απ' τη διασταύρωση αυτή για να πάει στο σπίτι ενός φίλου του ν' ακούσουν κάτι καινούριους δίσκους τζαζ, όταν το μεγάφωνο ανάγγειλε:
—Προσοχή, προσοχή, θα σας μιλήσει εντός ολίγου ο Ζ.
Από περιέργεια στάθηκε να ακούσει τα πρώτα λόγια της ομιλίας του. Ήταν μπροστά απ' το ξενοδοχείο «Κοσμοπολίτ», μαζί με το διευθυντή του ξενοδοχείου, γνωστό του εμπορευόμενο, και τον καταστηματάρχη απ' το διπλανό ζαχαροπλαστείο, που σερβίριζε ζεστούς λουκουμάδες και είχε βγει κι αυτός, όπως κι ο ξενοδόχος, για να παρακολουθήσουν έκπληκτοι τις αντικραυγές του αγριεμένου κόσμου. «Να φύγουν οι Βούλγαροι!» «Θάνατος στον Ζ!» και άλλα τέτοια. Με έκπληξη άκουσε τα πρώτα λόγια του βουλευτή: μια έκκληση στον Νομάρχη, στον Στρατηγό, στον Διευθυντή και στις λοιπές Αρχές, να προστατέψουν τη ζωή του Σπαθόπουλου, που κινδυνεύει. Με τούτη τη φράση ο Ντίνος ανησύχησε. Ξάφνου πήρε κάποιο νόημα όλη αυτή η στημένη πλεκτάνη των αντιφρονούντων. Αλλά τον παρηγόρησε το γεγονός ότι σχεδόν ολόκληρη η δύναμη της Χωροφυλακής ήταν εκεί και μπορούσε κάθε στιγμή να επέμβει. Όσο περνούσε όμως η ώρα, τόσο έβλεπε πως η Αστυνομία δεν έκανε τίποτα απολύτως. Δεν εμπόδισε κανένα. Δεν έπιασε κανένα. Μόνο μερικές φορές έσπρωξε πίσω αυτούς που φωνασκούσαν κι ύστερα τίποτα.
Το λόγο του Ζ δεν τον άκουσε. Άκουγε μόνο τα θυελλώδη χειροκροτήματα που τον διακόπταν και τα συνθήματα των «Φίλων της Ειρήνης» απ' το μεγάφωνο. Έμεινε εκεί, στο διάολο οι δίσκοι! Εδώ γίνονταν απόψε πράγματα που δεν τα είχε ζήσει ούτε στα φοιτητικά του χρόνια.
Όταν είδε το τρίκυκλο να ορμά, κάποιον να πέφτει, άλλους να σκαρφαλώνουν στο τρίκυκλο, χωρίς να μπορούν να το σταματήσουν, και τρεις δικηγόρους να τρέχουν πανικόβλητοι ζητώντας καταφύγιο μες στο ξενοδοχείο, σαν να γινόταν έξω βομβαρδισμός και προσπαθούσαν να γλιτώσουν από τα βλήματα, για πρώτη φορά το ήρεμο πρόσωπό του συσπάστηκε επώδυνα. Κι έπειτα η ψυχρολουσία του μυστικού με το τσιμπούκι τον έβαλε σε σκέψεις. Γύρισε σπίτι του, γιατί ήξερε πως σε τέτοιες στιγμές, όπως η αποψινή, το καλύτερο είναι να απουσιάζεις. Και είχε γάμο τον άλλο μήνα, πάντρευε την αδελφή του. Και η δική του εφηβεία είχε προ πολλού ταφεί κάτω απ' τα γεωργικά μηχανήματα.
Το σπίτι του ήταν στον ίδιο δρόμο, δύο τετράγωνα πίσω, προς την Αγία Σοφία. Γύρισε, τσίμπησε κάτι μελιτζάνες, που είχε φτιάξει η μάνα του από χτες, κι έπειτα ξαναβγήκε. Η περιέργεια τον έτρωγε να μάθει ποιον χτύπησε το τρίκυκλο. Στο ίδιο μέρος τώρα ήταν λίγοι άνθρωποι που περιπλανιόνταν σαν τους φτωχούς κομπάρσους, τους άσημους, πάνω στο πλατό απ' όπου όλοι οι πρωταγωνιστές, οι φίρμες, έχουν φύγει. Πλησίασε μια παρέα από δαύτους και τους ρώτησε:
—Τι συμβαίνει, παιδιά; Τι έγινε εδώ πριν από λίγο;
—Ο κύριος ενδιαφέρεται να μάθει τι συμβαίνει, είπε ένας βαρύμαγκας σ' εκείνον που έμοιαζε αρχηγός.
—Μήπως ο κύριος επιθυμεί τίποτα; τον ρώτησε ο αρχηγός με τη σειρά του.
—Με συγχωρείτε…
—Όσο χωρέσει.
Και κάγχασε.
—Ήθελα να πω…
—Δεν πας, παιδάκι μου, στο σπιτάκι σου, του είπε ένας άλλος.
—Δεν συμβαίνει τίποτα, του μίλησε τότε ο πρώτος. Σκοτώσαμε έναν κομουνιστή.
Και φουσκώνοντας σαν παγόνι ξεκαρδίστηκε στα γέλια με την παρέα του.
—Τον κάναμε Αθανάσιο Διάκο, είπε ένας άλλος.
-Του δώσαμε ένα μαθηματάκι εμείς οι Μακεδόνες.
Ο Ντίνος μαρμάρωσε στη θέση του, καθώς η ομάδα απομακρυνόταν προς τα πάνω. «Οι αλητήριοι», σκέφτηκε, «δεν έχουν το Θεό τους». Κι αμέσως μετά -το μυαλό του δούλεψε γρήγορα- τράβηξε για το Σταθμό Πρώτων Βοηθειών. Μα κι εκεί συνάντησε την ίδια παγωνιά. Ο θυρωρός δεν τον άφησε να μπει μέσα.
—Τι έγινε; Ποιον φέραν;
—Τι είστε; Δημοσιογράφος;
—Όχι, πολίτης. Έλλην πολίτης. Ζητώ να μάθω.
—Δεν έγινε τίποτα. Τίποτα το σοβαρό. Τραυματίστηκε ένας νεαρός.
Απογοητευμένος που δεν μπορούσε να μάθει περισσότερα, ο Ντίνος κίνησε να φύγει, μα είδε να 'ρχεται στο Πρώτων Βοηθειών ένας άλλος άνθρωπος, με σκισμένο πουκάμισο, ματωμένος, που ζητούσε να του δέσουν τα τραύματα. Τον πρόσεξε καλύτερα και είδε με έκπληξη ότι ήταν το ίδιο άτομο που είχε δει στην καρότσα του σταματημένου τρικύκλου, μπροστά από το «Κοσμοπολίτ», να μιλάει με το γνωστό του χωροφύλακα, επόπτη της περιοχής του. Δεν μπόρεσε να δέσει τα γεγονότα μεταξύ τους.
Γυρνώντας για το σπίτι του τα βήματά του τον έφεραν στο ίδιο μέρος. Τώρα η πλατεία ήταν άδεια εντελώς. Δυο τρεις με πολιτικά κυκλοφορούσαν στο μισοσκόταδο των πλαϊνών δρόμων. Και στο σημείο όπου το τρίκυκλο χτύπησε τον άγνωστό του, πάνω στην άσφαλτο, κείτονταν σκορπισμένα δυο αγκαλιές κόκκινα γαρύφαλλα. Έτσι άθιχτος που μες στο θάνατο απέρχεσαι, σκέφτηκε, νομίζοντας πως ήταν ένας έφηβος δεκαεφτά χρονών που είχε σκοτωθεί.
Πηγή: http://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/education/greek_history/item.html?iid=1298