Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Αναγνωστάκης Μανόλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Αναγνωστάκης Μανόλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2025

Μανόλης Αναγνωστάκης - Τώρα


Κι όμως, Δημήτρη, ξανά πίσω δεν πρέπει να γυρίσουμε

Χρέος μας είναι πια να μη γυρίσουμε.


Ας ξανατραγουδήσουμε πάλι εκείνο το τραγούδι που λέγαμε στην αρχή

Ας ξανασκεφτούμε τα ίδια πράγματα όπως όταν ξεκινήσαμε

Γιατί όλα, ξέρεις, πως τελειώνουνε και μόνο ένα δεν τελειώνει

Γιατί κι η ίδια η ζωή, Δημήτρη, είναι κι αυτή όμορφη

Όσο κι αν έζησε κανείς μέρες πολύ κακές

Όσο κι αν είν’ μοιραίο να τις ζήσει ή κι αν τις ζει ακόμα.


Τώρα που φτάσαμεν εδώ δεν πρέπει να ξαναγυρίσουμε,

Πιο καλά να σταθούμε εδώ, μα όχι πάλι πίσω.


Από τη συλλογή Εποχές (1945)

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2025

Μανόλης Αναγνωστάκης - Εσύ μόνο το ξέρεις…



                                                                        Η.


Εσύ μόνο το ξέρεις
Πώς χάνεσαι τώρα πώς βουλιάζεις
Μέσα στα ωραία χρόνια στ’ άσπρα πουκάμισα
Στ’ άσπρα χαμόγελα στ’ άσπρα καινούρια βιβλία

Εσύ μόνο το ξέρεις πώς βουλιάζεις
Μες στα καινούρια ρούχα στους φρέσκους δρόμους
Στα χειροκροτήματα όταν περνάς
Στους ευγενείς ψιθύρους που πληθαίνουν μπρος σου.

(«Πλήθος ενέδρες της ζωής παραμονεύαν την πτώση σου»).

Ενέδρες από χειροκροτήματα σαν κούφιες ριπές.

Από τη συλλογή «Η συνέχεια 3».
Πηγή: «Μανόλης Αναγνωστάκης - Τα ποιήματα [1941-1971]»,
εκδ. Νεφέλη, δ΄ έκδοση, 2000.

Σάββατο 24 Μαΐου 2025

Μανόλης Αναγνωστάκης - [VII]



Στη μνήμη του Αλέξη

Αυτό που ονομάσαμε φθινόπωρο ήτανε μια θεμιτή καθορισμένη αναγκαιότητα
(Η αφή μας μοιράζεται ανάμεσα σε σκυθρωπές κουρτίνες κι αισθήματα εφηβικά
Τα μάτια μας που ματώθηκαν από πυρπολούμενους θαλασσινούς ήλιους)
Κανείς ναυαγός δεν πεθαίνει χωρίς μια φωτογραφία νοσταλγική
Κανένα πλοίο δε σαλπάρει χωρίς καπνό και χωρίς δάκρυα.

Δε ζητήσαμε πίσω απ’ αυτή την πολιτεία καμιά σίγουρη εναλλαγή
Δεν ασφαλίσαμε τη βεβαιότητα της πληρωμένης εγκαρτέρησης
Το βράδυ ανάβουν οι βιτρίνες των νεωτερισμών, στριφογυρίζουν τα γραμμόφωνα
Μέρες γιορτής οι σημαίες υψώνονται, τα σχολεία μ’ ομοιόμορφες μπλούζες
Κάθε κενότητα αναπαύεται ανώδυνα πάνω σε καταχτημένες αποσκευές
Πηγαίνει στα ζαχαροπλαστεία, συνωθείται, ηδονίζεται
Περιφρονεί, αυτάρκης, κάθε είδους εγκατάλειψη.
Εμείς δε ζητήσαμε την ανεκπλήρωτη έξοδο, στενέψαμε την καρδιά μας
Έντιμοι στα βραδινά σφυρίγματα των κρατικών Σιδηροδρόμων
Που συγκλίνουν με τις πρώτες βροχές ομαλά, με θερινών ειδυλλίων ναυάγια
Αυτοί πιστεύουν πως ο χρόνος με τα χαρτιά περνάει πιο ευχάριστα
Αν δε βρέξει θα πάμε στο πάρκο, αν βρέξει στης κυρίας Αγγέλας
Εκεί που στη σοφίτα κατοικεί ο αρχαίος μαέστρος με τη γυναίκα του
Κι η κόρη αρραβωνιάζεται 29 χρονώ, απέκρουσε πολλές προτάσεις
Αγαπούσε τη διαστολή, τα θερινά ξενοδοχεία, τα κλειστά οικογενειακά κέντρα
Λατρεύει ένα βρέφος, θα τ’ ονομάσει Αγνή, αν κι ο γιατρός το έχει —ή σχεδόν— απαγορεύσει.

Αφήσαμε, νέα παιδιά, στο καφενείο η «Ωραία Σελήνη» τα κατακάθια του καφέ
(Η Μοίρα μας ανοίγεται θαυμασία: εδώ δρόμος, εκεί δρόμος, αποκεί επίσης δρόμος)
Το βράδυ θα παίξεις τρεις παρτίδες τάβλι για τρία γλυκά ή υποβρύχια
Το βράδυ έχει πάντα δροσιά. Γυναίκες περιφράσσουν τη δίοδο των στενωπών
Σηκώνονται, πηγαίνουν μέσα, ανανεώνονται και συνεχίζουν
Οι άνδρες επιστρέφουν αργά, έχουν δειπνήσει ή ισχυρίζονται
Ο ρόγχος των δωματίων είναι κενός, ο χρόνος επισκέπτεται αναλλοίωτος.

Από τη συλλογή Εποχές 2 (1948)

Κυριακή 30 Μαρτίου 2025

Μανόλης Αναγνωστάκης - Επιτάφιον


Εδώ αναπαύεται
Η μόνη ανάπαυση της ζωής του
Η μόνη του στερνή ικανοποίηση
Να κείτεται μαζί με τους αφέντες του
Στην ίδια κρύα γη, στον ίδιο τόπο.


Εποχές
Πηγή: «ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1941-1971»
Εκδόσεις: στιγμή- Β΄ανατύπωση- Σεπτέμβριος 1989

Τρίτη 18 Μαρτίου 2025

Μίκης Θεοδωράκης - Όλα έχουν αποδελτιωθεί


                                                       Μίκης Θεοδωράκης - Όλα έχουν αποδελτιωθεί

Στίχοι Μανόλης Αναγνωστάκης

Μουσική Μίκης Θεοδωράκης

Τραγούδι Πέτρος Πανδής

Από τις "Μπαλάντες" (1975)


Τώρα μπορεί ο καθένας να μιλά και κυρίως να γράφει

για την αγωνία της εποχής το αδιέξοδο

την απανθρωπία του αιώνα

τη χρεωκοπία των ιδεολογιών τη βαρβαρότητα της μηχανής

για δίκες για ρήγματα για φράγματα

για ενοχές για γρανάζια

όλα έχουν κωδικοποιηθεί

ταξινομηθεί

αποδελτιωθεί

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2025

Μανόλης Αναγνωστάκης - 13.12.43


Θυμάσαι που σου ’λεγα: όταν σφυρίζουν τα πλοία μην είσαι στο λιμάνι.

Μα η μέρα που έφευγε ήτανε δικιά μας και δε θα θέλαμε ποτέ να την αφήσουμε.

Ένα μαντίλι πικρό θα χαιρετά την ανία του γυρισμού

Κι έβρεχε αλήθεια πολύ κι ήτανε έρημοι οι δρόμοι

Με μια λεπτήν ακαθόριστη χινοπωριάτικη γεύση

Κλεισμένα παράθυρα κι οι άνθρωποι τόσο λησμονημένοι

—Γιατί μας άφησαν όλοι; Γιατί μας άφησαν όλοι;

Κι έσφιγγα τα χέρια σου

Δεν είχε τίποτα τ’ αλλόκοτο η κραυγή μου.


…Θα φύγουμε κάποτε αθόρυβα και θα πλανηθούμε

Μες στις πολύβοες πολιτείες και στις έρημες θάλασσες

Με μιαν επιθυμία φλογισμένη στα χείλια μας

Είναι η αγάπη που γυρέψαμε και μας την αρνήθηκαν

Ξεχνούσες τα δάκρυα, τη χαρά και τη μνήμη μας

Χαιρετώντας λευκά πανιά π’ ανεμίζονται.

Ίσως δε μένει τίποτ’ άλλο παρά αυτό να θυμόμαστε.


Μες στην ψυχή μου σκιρτά το εναγώνιο Γιατί,

Ρουφώ τον αγέρα της μοναξιάς και της εγκατάλειψης

Χτυπώ τους τοίχους της υγρής φυλακής μου και δεν προσμένω απάντηση

Κανείς δε θ’ αγγίξει την έκταση της στοργής και της θλίψης μου.



Κι εσύ περιμένεις ένα γράμμα που δεν έρχεται

Μια μακρινή φωνή γυρνά στη μνήμη σου και σβήνει

Κι ένας καθρέφτης μετρά σκυθρωπός τη μορφή σου

Τη χαμένη μας άγνοια, τα χαμένα φτερά.


Εποχές

Κυριακή 2 Μαρτίου 2025

Μανόλης Αναγνωστάκης - Τοπίο


Ερειπωμένοι τοίχοι. Εγκατάλειψη.
Περασμένες μορφές κυκλοφορούνε αδιάφορα
Χρόνος παλιός χωρίς υπόσταση
Τίποτα πια δε θ’ αλλάξει δω μέσα.
Είναι μια ήρεμη σιωπή μην περιμένεις απάντηση
Κάποια νύχτα μαρτιάτικη χωρίς επιστροφή
Χωρίς νιότη, χωρίς έρωτα, χωρίς έπαρση περιττή.
Κάθε Μάρτη αρχίζει μιαν Άνοιξη.

Το βιβλίο σημαδεμένο στη σελίδα 16
Το πρόγραμμα της συναυλίας για την άλλη Κυριακή.


Παρενθέσεις

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2025

Μανόλης Αναγνωστάκης - Οι ρυθμικοί βηματισμοί…


Οι ρυθμικοί βηματισμοί στις υγρές πλάκες
—Του ρολογιού χτυπήματα στην τελεσίδικη ώρα—
Φωνές πίσω απ’ τη μνήμη μικρόχαρων στιγμών
Τα χαραγμένα μάταια γράμματα στους τοίχους.
Πίσω από το Αύριο Πρωί δεν είναι τίποτα
Ούτε για την αθέμιτη χαρά μιας αυταπάτης
Επιστροφή σ’ ένα κενό χωρίς διέξοδο
Χωρίς καν απλή βράδυνση απ’ την ανέκκλητη ώρα.

Εποχές 3


Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2024

Μανόλης Αναγνωστάκης - Η προδοσία


Αν επιζήσω της μάχης θ’ αφήσω τα γένιαΝα μου καλύψουν το πρόσωπο, θα κρύψωΤα φοβερά σημάδια του κορμιού, θα φράξωΤην έξοδο με αλυσίδες, θα σπάσω
Τη νύχτα της κρίσεως τους δίσκους του γραμμοφώνουΚι ανάβοντας μια μεγάλη φωτιά στη μέση της κάμαραςΘα υποδέχομαι τους φίλους μου τρυφερά σαν πρώτα.

Έτσι μονάχα θα γίνει.

Κι ύστερα θά ’ρθει. Είναι, ας πούμε, μια νέα γυναίκα
Είναι ντυμένη μ’ ένα πράσινο φόρεμαΈχει για στήθια δυο κούπες δυνατό κρασίΈνα ρολόι στο στέρνο με σταυρωμένους δείχτεςΌταν σημάνει μεσάνυχτα γλιστρά από τους δώδεκα εραστές τηςΈρχεται έρποντας μες στο σκοτάδι απαλά
Ψάχνει με σύνεση τ’ αχνάρια της επιστροφήςΑφήνει το κοιμισμένο βρέφος στο κατώφλιΚι ύστερα σβήνει στη σκόνη του δρόμουΚρατώντας στο χέρι σφιχτά ένα σπαθί — ή ένα άνθος.
Η συνέχεια 2

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2024

Μανόλης Αναγνωστάκης - Όλο και πιο γυμνά…

 


Όλο και πιο γυμνά

Όλο και πιο άναρθρα

Όχι πια φράσεις

Όχι πια λέξεις

Γραμμάτων σύμβολα

Αντί για την πόλη η πέτρα

Αντί για το σώμα το νύχι

Ακόμα πιο πολύ: μια αιμάτινη

Σκοτωμένη κηλίδα

Πάνω στο μικροσκόπιο.


Η Συνέχεια 3

Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2024

Μανόλης Αναγνωστάκης - Όχι αποδώ…

 Όχι αποδώ…

Όχι αποδώ. Λάθος στο φάκελο και στις διευθύνσεις

Μια λέξη ένας αριθμός κι όλο το νόημα αλλάζει

Ένα κουδούνι πιο δίπλα κι ο ενοικιαστής είναι άλλος

Κλείνει τα παντζούρια το βράδυ μανταλώνει τις πόρτες

5

Κατεβάζει τα μεγάλα στορ φράζει μ’ ένα σεντούκι την ξώπορτα

Σβήνει προσεκτικά τ’ αποτσίγαρα και κρύβεται κάτω απ’ τις κουβέρτες.

Λάθος. Γιατί χτυπάς το μάνταλο; δε θα σ’ ανοίξει

Η ώρα είναι περασμένη και στο σκοτάδι δεν μπορείς να ξεχωρίσεις.

Πώς να πιστέψω πως είσαι συ ο Φώτης, όχι ο Κώστας, όχι ο Θανάσης του Κώστα;

Γιατί αλλάζεις φορεσιές, αλλάζεις χτένισμα, δένεις αλλιώτικα τον κόμπο της γραβάτας;

Παντρεύτηκες δύο φορές και τώρα μετράς τις ερωτικές σου επιτυχίες

Αρχείο σε σειρά αλφαβητική, γράμματα και φωτογραφίες.

Δε σε γνωρίζω. Ίσως να ταξιδέψαμε μαζί, όπως το λες, με το «Αλκινόη»

Πήγαμε τρεις φορές στο «Θερμαϊκόν» μού πλήρωσες το τραμ για την Καμάρα

Μα δε σε ξέρω. Από το δρόμο αυτό δεν πέρασες ποτέ σου

Δε διάβασες τα επισκεπτήρια και τις επιγραφές πάνω στους τοίχους

Όλες οι ξώπορτες κλειστές και το σεντούκι, μην ξεχνάς — μόλις νυχτώσει.


Όχι δεν πιάνω το χέρι σου. Δε θα κλέψεις το σχήμα του δικού μου.


Εποχές 3


Τετάρτη 7 Αυγούστου 2024

Μανόλης Αναγνωστάκης - Χειμώνας 1942

 


Ξημέρωσεν ο δείχτης πάλι Κυριακή.

Εφτά μέρεςΗ μια πάνω απ’ την άλληΔεμένες
ΟλόιδιεςΣα χάντρες κατάμαυρεςΚομπολογιών του Σεμινάριου.

Μια, τέσσερις, πενηνταδυό.

Έξι μέρες όλες για μια
Έξι μέρες αναμονήΈξι μέρες σκέψηΓια μια μέραΜόνο για μια μέραΜόνο για μιαν ώρα.
Απόγευμα κι ήλιος.

ΏρεςΤαυτισμένεςΧωρίς συνείδησηΠροσπαθώντας μια λάμψη
Σε φόντο σελίδωνΜε πένθιμο χρώμα.

Μια μέρα αμφίβολης χαράςΊσως μόνο μιαν ώραΛίγες στιγμές.
Το βράδυ αρχίζει πάλι η αναμονήΠάλι μιαν εβδομάδα, τέσσερις, πενηνταδυό

....................................

Σήμερα βρέχει απ’ το πρωί.Ένα κίτρινο χιονόνερο.
Εποχές

Τρίτη 6 Αυγούστου 2024

Μανόλης Αναγνωστάκης - Σε τί βοηθά λοιπόν…


Σε τί βοηθά λοιπόν η ποίηση

(Αυτή εδώ η ποίηση, λέω)

Στα υψηλά σου ιδανικά, στη συνείδηση του χρέους

Στο μεγάλο πέρασμα από τον καταναγκασμό

Στις συνθήκες της ελευθερίας;


Σε τί βοηθά λοιπόν η ποίηση

—Αυτό, έστω, που εγώ ποίηση ονομάζω—


(Ας ζήσουμε λοιπόν και μ’ αυτά ή μόνο μ’ αυτά)


Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ 3

Σάββατο 13 Ιουλίου 2024

Μανόλης Αναγνωστάκης - Άλλοτε


Ἃλλοτες ἤτανε οἱ θλιμμένες λίµνες τοῦ καλοκαιριοῦ

Τὰ λέπια ποὺ χρυσίζανε στῶν κουπιῶν µας τὸ χτύπημα

Τ’Αὐγουστιάτικα σούρουπα τῆς ἐφηβικῆς ὀδύνης

Τὰ πρῶτα - πρῶτα ἀστέρια ποὺ ριγούσανε στὸν οὐρανό.

Ἃλλοτες ἤτανε οἱ ἐξαίσιοι κῆποι οἱ βραδυνοὶ

Η πυκνὴ φυλλωσιὰ στὸ μικρὸ σταυροδρόµι

Τόσα τραγούδια σὰν ψίθυροι μὲς στὶς νυχτόβιες ἀναμονὲς

Μιλούσαμε κι’ ἐσὺ κι᾿ ἐγὼ γιὰ τὶς στερνὲς ψιχάλες τῆς Ἂνοιξης

Γιὰ κάποιο βιβλίο κλειστὸ πεταµένο στὴ χλόη

Γιὰ μιὰν αἴσθηση ποὔρθε νὰ γίνει ἕνας θάνατος

Γιὰ μιὰν ἀμέριστη ποίηση ποὺ ξεφυλλοῦσε τὴ νιότη µας.

Θὰ τὸ κερδίσουμε κάποτε τοῦτο τ᾽ ἀπωλεσμένο µας ὅραμα

Ὅταν τὸν ὕπνο σου δὲν τυραννοῦν πιὰ οἱ ἐφιάλτες τῆς ἀρρώστειας σου

Ὑψώνοντας πάνω ἀπὸ τὰ τείχη µας μιὰν ἰαχὴ θυσίας

Θὰ τὸ κερδίσουμε κάποτε, θἆναι ἡ ἐφηβεία ὁλοκαίνουργη

Τότες ποὺ οἱ λίμνες γινήκανε τρίστρατα γιὰ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων

Καὶ χρυσίζαν σπαθιὲς στῶν κορμιῶν µας τὸ χτύπημα.

Θὰ τὸ κερδίσουμε κεῖνο τ᾽ Αὐγουστιάτικο σούρουπο τῆς παράνομης ὀδύνης

Τὰ πρῶτα πρῶτα ἀστέρια ποὺ εὐλογοῦσαν τὴν τόλμη µας

Τοὺς ἐξαίσιους κήπους μὲ κομμένα τὰ ρόδα τῶν παιδιῶν µας

«Σκόρπια καὶ ξένα μὲς τὸ μικρὸ σταυροδρόμι

Μὲ τὰ τραγούδια τῆς Ἂνοιξης ζεστὰ στὴ σάρκα τοῦ πάθους µας

Μὲ τὸ βιβλίο ποὺ µίλαε γιὰ μένα, γιὰ σένα, γιαυτὸν ποὖνε σιμά σου

Μὲ μιὰν ἀτίθασση αἴσθηση ποὔρθε νὰ γίνη Ζωὴ

Μὲ τὴν Ποίηση ποὔγινε Ἀγάπη.



Πηγή: Ελεύθερα Γράμματα, Σάββατο 15 Μάρτη 1945, φ. 62, σ. 67.

.

Σάββατο 9 Μαρτίου 2024

Μανόλης Αναγνωστάκης - Και περνούσανε τα τραμ




                                                                 Πέτρος Πανδής - Και περνούσανε τα τραμ
 
Νεκρός κείτονταν μες στο δρόμο
Βαθιά στην πλάτη το μαχαίρι
Κανείς δεν άπλωσε το χέρι
Κανείς δεν πάτησε το νόμο
 
Και περνούσαν και περνούσανε τα τραμ
Νταρανταντάν νταρανταντάν νταρανταντάν
 
Κλείσαν τα μαγαζιά οι γειτόνοι
Και τα μαζέψαν μάνι-μάνι
Σκορπίσαν όλοι απ’ το σεργιάνι
Άλλωστε πήρε να νυχτώνει
 
Και περνούσαν και περνούσανε τα τραμ
Νταρανταντάν νταρανταντάν νταρανταντάν
 
Στου φεγγαριού το φως γυαλίζει
Το κάθετο γυμνό λεπίδι
Αδιάφορο πελώριο φίδι
Το τραμ περνά και κουδουνίζει
 
Και περνούσαν και περνούσανε τα τραμ
Νταρανταντάν νταρανταντάν νταρανταντάν
 
1972

Κυριακή 3 Μαρτίου 2024

Μανόλης Αναγνωστάκης - Το καινούριο τραγούδι


Ν. Μ.

Ακόμα πιο κοντά· και δε θα σπάσουν αν δε σπάσουν τώρα τα δεσμά σουΔε θα μπορούμε να ρωτήσουμε τη διψασμένη αγωνία μας:Γιατί δεν πεθαίνουνε πια αυτές οι μέρες που μας λεηλάτησαν τόσο;Ή στο χρόνο π’ αρχίσαμε ν’ αγαπούμε σαν άντρες και τα κορίτσια τραβούσαν το χέρι τους χωρίς να ξέρουν το γιατί5Κι όμως, ίσως να ’τανε κι ωραίο, σαν ένα βιβλίο ανοιχτό, να περνούσανε οι ώρες αθόρυβα τριγυρισμένες ασφάλειαΚαι να ξεχάσουμε το θάνατο εμείς που ζηλέψαμε τις πεταλούδες μες στις καλοκαιριάτικές μας αναμνήσεις.

Μια μέρα θα γράψω την ιστορία των χρόνων μουΈνας κήπος μ’ άδικα κομμένα άγουρα ρόδαΜια θάλασσα που ταξιδεύουνε τα πλοία χωρίς προορισμούς10Πρόσωπα σπαταλημένα την εποχή που κατόρθωσαν ν’ αγγίξουν ελαφρά μια συνετά φυλαγμένη πτυχή μαςΠρόσωπα που ’ταν για μας η στοργή τους πληγή· αυτά θα σου γράψω.Στο μεταξύ στις όχθες των μεσημεριάτικων ποταμιών δεν κοιμούνται πια οι χλωμοί Νάρκισσοι με τις αθώες τους ευαίσθητες ψυχέςΣτη στέρνα του πάρκου τα παιδάκια δεν ταξιδεύουν πια τις δροσερές τους χίμαιρες πάνω στα χάρτινα μικρά τους καράβιαΘυμούμαι την κρυφήν αγωνία μας: το σφίξιμο στη θέα του πρώτου κίτρινου φύλλου που μας άφηνε μιαν ολόπικρη γεύση στο στόμα.

15Φτάνει πια αυτές οι μέρες που μας κούρασαν τόσο(Οδυνηρές παραστάσεις άυλων οραμάτων)Φτάνει πια η γαλάζια αιθρία του Αιγαίου με τα ποιήματα που ταξιδεύουν σ’ ασήμαντα νησιά για να ξυπνήσουν την ευαισθησία μαςΤα κορίτσια που ερωτεύονται την ίδια τους μορφή στον καθρέφτη και προσμένουν να λικνίσουν τ’ αβρά όνειρά τους.Μες στις μεγάλες πολιτείες οι άνθρωποι αγαπούν ορμητικά και πεθαίνουν20Τρέχουν, τα λόγια τους βαραίνουν πρόωρα, οι καρδιές τους σφυροκοπούν σαν το μέταλλοΜες στα πολύβοα λιμάνια κατέβηκα και γέμισα το στήθος μου ομίχλη στις αποβάθρες που δε θέλουν να γεράσουνΚατέβηκα να σου φέρω την αγάπη που τόσο σού ζήτησα και τη γυρεύω με λαχτάραΣτα σκοτεινά πλοία που ρίχνουν την άγκυρα, φορτωμένα πελαγίσιες εικόνες και κάρβουνοΣτις χαμηλές κάμαρες των πανύψηλων οικοδομών που κρατούν τη φωτιά και το μυστήριο25Και τα ρολόγια χτυπούν ρυθμικά. Δεν έχω καιρό.Μοναδική της αγωνίας μου οπτασία.

Στα κατώφλια των γκρεμισμένων σπιτιών νικημένοι στρατιώτες περιμένουν χωρίς ελπίδα το γυρισμόΣτ’ άδεια κρανία τους πλανιούνται εναγώνιες κραυγέςΗ φρίκη της άδικης μάχης σκοτώνει τις εφιαλτικές τους ώρες30Λέξεις χλωμές συνθέτουν πληγωμένα ελεγείαΚι εγώ ονειρεύομαι μια μέρα πατώντας πάνω στους νεκρούς μου στίχους να τονίσω με κόκκινα γράμματα (νικητήριες σάλπιγγες) το καινούριο μου τραγούδι.
Εποχές

Μανόλης Αναγνωστάκης - ΥΓ


[3]

Ζήσαμε παιδικά χρόνια, νιότη — διαφορετικά.

[5]
Η φοβερή εξυπνάδα του, χωρίς ίχνος ευαισθησίας.

[6]
Τα φτωχόπαιδα που έγιναν αφεντικά.

[8]

Ήξερε πως δεν είχε πεθάνει αλλά δεν επρόκειτο ποτέ να την ξαναδεί.

[9]

 Πλήθος περιφερόταν χρόνια μέσα στο σπίτι του αλλά κανείς ποτέ δεν μπήκε στο μικρό καμαράκι κάτω από τη σκάλα.

[15]

Ήθελε να ήταν ζωγράφος για να ζωγραφίζει μόνο τα χέρια της.

[18]

Όταν τα βράδια της Κυριακής μετά το ματς γέμιζαν οι ταβέρνες γύρω από το γήπεδο και συ έτρεχες στο σπίτι να διαβάσεις.

[21]

Παλιούς σου φίλους που τους βλέπεις με συγκίνηση — παλιούς σου έρωτες με αποστροφή.

[30]

Δεν πίστευες πως θα ξεχάσεις, κι όμως ξέχασες.

 [31]

Το ματς της ζωής του είχε τελειώσει — τώρα έπαιζε την παράταση.

[33]

Και πώς να τον βρίσεις κάθαρμα, όταν έχει κάτσει είκοσι χρόνια φυλακή...

[40]

Ύστερα από οχτώ χρόνια έμαθε πως το τηλέφωνό της εκείνο το βράδυ ήταν χαλασμένο.

[41]

Μέσα σ' ένα στίχο πόση φλυαρία.

[44]

 Ο Κάλβος και ο Σολωμός έζησαν είκοσι χρόνια στην ίδια πόλη χωρίς ποτέ να συναντηθούν.

[50] 

Δεν έφταιγεν ο ίδιος. Τόσος ήτανε.

[53]

Ήμουν στη φυλακή και δεν ήρθες να με δεις. 

[60]

Αγαπούσε ακόμη και τον αριθμό του τηλεφώνου της.

[63]

Άνθρωποι χωρίς λεβεντιά. 

[65]
Δυο κατηγορίες πάντα: οι δρώντες και οι θεατές.

[67]

Βηματισμοί χωρίς σκοπό στα χειμωνιάτικα προαύλια. Χιλιάδες βήματα, χιλιάδες μέρες.

[73]

Μες στο σταματημένο αυτοκίνητο της έσφιγγε ώρες τα χέρια.

[74]

Ζήσαμε, εννοούν γλεντήσαμε. 

[83]

Τόση κακότητα εν ονόματι του ανθρωπισμού! 

[85]

Έφτασες πια στην ηλικία που δεν μπορούσες να συγκρατήσεις τα χρόνια στον κατήφορο.

 [86]

… Και ποτέ μην ξεπέσεις στο αχ εμείς οι καημένοι. (Δε θέλει παρά ένα βηματάκι να το σκεφτούν οι άλλοι για σένα.)

[88]

Τώρα πια στην Τέχνη όχι μεγέθη — απλώς αποχρώσεις.

[91]

Ζω μισά.

[92] 

Γιατί υποχρεωτικά να μιλήσω;

[95]

Ψάχνοντας τις λέξεις άρχισε το ψέμα.

[100]

Έλα εδώ - δε θα μας βρουν.

[102]

 Δε λύγισε από κτηνωδία.]

[105]]

Έψαξε - τίποτα κάτω από τις λέξεις.

[107]

Χρόνια ύστερα από το θάνατό του, εσύ έστελνες στη μάνα του κάθε μήνα ένα γράμμα από το πακέτο που σου είχε εμπιστευτεί.

[110]

Ο σπαραγμός της κοινοτοπίας.

[111]

Τι ωραία βιβλία που γράφουμε, τι ωραία τραγούδια που ψάλλουμε, τι ωραία μνημόσυνα που κλαίμε.

[113] 

Τελικά κατάληξαν στα ίδια πάλι λόγια: φιλία, κατανόηση, εμπιστοσύνη.

[114]

Όμως γιατί αυτός ο κόμπος εδώ στο στήθος...

[122]

Εμένα θα μου άρεσε με μια μουσική υπόκρουση, είπες, όπου θα καθόριζες εσύ τα κενά της σιωπής.

[124]

Πόσα άλλα κρυμμένα βαθιά...

Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2024

Μανόλης Αναγνωστάκης [VIII]


Έφυγαν όλοι μακριά. Κι όμως δεν πάει καιρός πολύςΉ ίσως έμειναν τυραννικά στην ακοή μας τα τελευταίαΣαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών, τα τελευταίαΚουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα, θάνατοι
Αλλόκοτοι που δε θυμάσαι την πικρή χρονολογία.Καιρός δεν πάει πολύς. Καιρός δεν πάει πολύς.Κάποτε το ’ χα και τούτο πιστέψει: πάντα είναι αργά για κάθε τιΠροσήλωση στις νεκρωμένες οσμές που μισανοίγουνΤα χείλη. Στην αφοσίωση που δε νικά τη φρόνηση
—Θα ξεπηδήσει των μετέπειτα η πολυχρωμία—Γιατί κι η αγάπη όμως να ’ναι η ίδια παντού;Στα γκρεμισμένα σπίτια που ολοφύρεται η βροχήΣτα σάπια κρεβάτια που κοιμίσαν τόσες θύμησεςΣτα λιμάνια, στις απόμακρες χαμένες πολιτείες
Στ’ ακρογιάλι με τ’ αχνάρια του παλιού καλοκαιριού.Κι η γυναίκα πέρασε στο δρόμο, κάποια γυναίκα τί σημασία,Έβαψε, πόρνη, τα ράκη της στο χρώμα της εγκατάλειψηςΜέτρησε τη μνήμη της: «είναι καιρός» ή «τόσα χρόνια»Περνώντας τους διαβατικούς, εκλιπαρούν, ξέρει τί θέλει
Τί νοιάζει, σανατόριο, σπίτι στ’ ακροθαλάσσι, συνοικία,Κορμί χωρίς περίβλημα παρωχημένης πολυτέλειαςΑιώρηση μοναχικής στιγμής στο πριν και μετά της θυσίας.Έφυγαν όλοι μακριά. Κι όμως δεν πάει καιρός πολύς.Αγάπη, Αγάπη μου. (Τόσος καιρός!). Ήμουνα τάχα πλασμένος κι εγώ
Να φιλήσω τα χέρια σου ν’ αρωματίσω το κορμί σουΝ’ αστράψω το σπαθί μου στη θήκη του πάθους σου.(Και πόσα φώτα. Οι δρόμοι είναι γεμάτοι κόσμοΚάπου σε μιαν αυλή. Την αγαπούσεΚαι την παντρεύτηκε. Του δόθηκε, της είχαν κάποτε
Μιλήσει: «κάπως έτσι». Είν’ όλα τόσο εύκολα! Πού πάει αυτός ο κόσμος.Σκέφτεσαι τί θ’ αλλάξει. Προσμένει κάθε βράδυ το παιδί τηςΕίναι καμπούρης ή κουτσός. Κάποτε αποσταμένος θα γυρίσειΑπό τους δρόμους που πουλάει τσιγάρα στους διαβάτεςαργά το βράδυ — 12 ή μια ή δυο. Μέσα στα κέντρα
Και πόσα φώτα! Είναι παιδί· μόνο νυστάζειΔε νιώθει τίποτε απ’ το μοίρασμα της σάρκας.Τόσα κορμιά. Τί θέλει αυτός ο κόσμος; Και νυστάζει).Έφυγαν όλοι. Μακριά. Ποιό να ’ναι τ’ όνομά τους;Ήταν οι φίλοι, τί τυραννία. Πώς το ζητά
Κανείς, κάπως να ζήσει έτσι χωρίςΝα στερήσει τον ίσκιο τ’ αλλουνού, έτσι χωρίςΝα κλέψει την ισχνή χαριτωμένη του αναζήτηση.(Και τί ζητούσε ο άνθρωπος; Το βράδυ μιαν εφημερίδα).Ήταν οι φίλοι. Ασήμαντες απαριθμήσεις ημερών
Τάχα μιαν έκθαμβη παρέλαση, στο βάθος όλες οι δικές σου αποτυχίεςΈφταιγες σ’ όλα — ήταν οι φίλοι. Ποιός δεν αρνήθηκε ποτέ.Έρημοι δρόμοι με χιόνι όπως στα ξένα καρτ-ποστάλΠου σ’ όποια γλώσσα λεν κι αυτά «χρόνια πολλά» ή «καλώς ήλθες»Πάρκα τ’ Αυγούστου, γυναίκες χωρίς διάστημα
Τραγούδια γιορτινά όταν γυρνάς στα παιδικά σου χρόνια.Ήταν οι φίλοι. Δεν πάει καιρός πολύς.Τα σύννεφα πέφτουν σωρός το ’να πάνω στ’ άλλοΜια στιγμή θα φωνάξεις «βοήθεια!» κι ύστερα πάλι σιωπή—«Πάντα είναι αργά για κάθε τι»– μάλιστα τώρα
που νιώθεις πως κοιτάζεις πια με δυο γυαλένια μάτια.

Κι εγώ π’ αγάπησα τόσο τη θάλασσαΚι εγώ π’ αγάπησα τα πλοία που σφυρίζουνε στη βραδινήν ομίχληΚι εγώ που ήμουνα πάντα ένα μαντίλι στο ψηλότερο κατάρτιΚι εγώ π’ αγκάλιασα το κάθε τι που πέρασε μπροστά μου
Αυτήν που ζητούσα δεν τη συνάντησα ούτε στα πιο μεθυσμένα μου όνειρα.


Εποχές 2

Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2023

Μανόλης Αναγνωστάκης - Όλα τα πρόσωπα…

 

Όλα τα πρόσωπα της ιστορίας μας είν’ εντελώς φανταστικάΚαμιά πλέον συσχέτιση με πρόσωπα υπάρξαντα.Ή και ακόμα υπαρκτά σε μια δεδομένη εποχή.Γιατί και η Εποχή δεν υπήρξε —μη μιλήσεις πια γι’ αυτήν
Με τα ίδια πάλι λόγια που δεν αλλοιώνονται από το χρόνοΌπως το μέταλλο κάτω από τη σκουριά, το δέρμα κάτω από το ρούχο.Γιατί τα πρόσωπα της ιστορίας μας είν’ εντελώς φανταστικάΟι περιπέτειές τους αδιάφορες για την ΙστορίαΟύτε καν ίχνη σβησμένων ονομάτων για τους οπωσδήποτε επιζήσαντες.


Κατέβασε τις Μεγάλες Κουρτίνες, φράξε όσο είναι καιρόςΤις μυστικές ρωγμές των στίχων, μ’ ένα χαμόγελο κι εσύΥποδέξου, αγνός, τη χαρούμενη καινούρια ημέρα

Έλα Γιώργο — βάλε στη θήκη το μαχαίρι.
Η Συνέχεια 3

Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2023

Μανόλης Αναγνωστάκης - Επίγνωση

 


Όλα αυτά σού θυμίζανε τόσο έντονα ναυαγισμένες επικλήσειςΕρειπωμένες επιθυμίες, όνειρα, χέρια ετοιμοθάνατα.(Κάτω από κάθε υπόθεση ασφάλεια σχετική).Πρέπει, λοιπόν, να συμπληρώσεις κάθε εικόνα σύμφωνα με τη θέλησή σου
Εδώ κάτι θ’ αλλάξει, να πούμε η παρουσία ενός τρίτου,Δημιουργώντας μια ποίηση πάνω από κάθε κατάστροφήΧωρίς να λησμονούμε κάποτε εντελώς τον προορισμό μας.Αν τώρα πάλι από παντού καμιά ανταπόκρισηΚάτι απροσδόκητα ζημίωσε, κάτι που δεν το καταλάβαμε καλά.


Όμως εμείς, αν θέλετε, είμαστε έτοιμοι ακόμα.
Παρενθέσεις