Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Θεοδώρου Βικτωρία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Θεοδώρου Βικτωρία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 1 Απριλίου 2025

Βικτωρία Θεοδώρου -Εφετείο


Γιατί δεν μπορούσα άλλο να περνώ το κατώφλι εκείνο και να

βλέπω στα μάτια τους τούς ανοιγμένους τάφους, πήρα τα δίδυμα

σαν δυο καρπούζια στις μασχάλες και πήγα... Έτσι παρουσιάστη-

κα μπροστά στο δικαστή, τον εφέτη των ψυχών. Χωρίς να κοιτάξω

δεξιά κι αριστερά μου.

Μου λεει το όργανό: «Τα χέρια σου να σε σημάνουμε» και μου

'δείξε τη μαυρισμένη πλάκα. «Δεν αφήνω τα μωρά σ’ αυτό τον

κολασμένο καναπέ και κάνετε ό,τι θέλετε. Να τα χεράκια τους.

Είναι το ίδιο σαν να παίρνετε και τα δικά μου αποτυπώματα.»

Ένιωσα τότε τον Τάσο τον ανυποχώρητο πιο πέρα να χαμογελά

και το Χρίστο να κατεβάζει τα μάτια σαν να προσκυνούσε. Μάιος

ήταν κι ότι που είχαν γυρίσει, αλλά τους είχανε για δεύτερη μετα-

γωγή. Γι' αυτό, δάσος, παντοτινά θα σε τιμώ που τους έκρυψες -

νεφέλη σκοτεινή — και τους φυγάδεψες ως τα σύνορα, όπου το μι-

λημένο ποτάμι τους περίμενε να τους περάσει...

Εθελοντής πρόσφυγας ο Λάμπης τους οδήγησε ως τις σκοπιές για

να μη γίνει το λάθος που χτύπησε θανάσιμα τον Ποιητή στο Λά-

πουσνικ.


Βικτωρία Θεοδώρου, Η νυχτωδία των συνόρων, Κέδρος, 1986.


Απ' το προφίλ της Κατερίνας Μαρδακιούπη


Παρασκευή 14 Μαρτίου 2025

Βικτωρία Θεοδώρου - Τρία ποιήματα

 ΠΑΛΙΟ ΣΠΙΤΙ

Τα χόρτα θρασομάνησαν με το χειμώνα

στον κήπο και στο πλακόστρωτο

τ΄αντικρινού παλιού σπιτιού.

Τα κάγκελα γέρνουν να πέσουν.

Κάθε τόσο ξεκολλούν απ΄το γείσωμα

κομμάτια του σουβά.

Όλα είναι μουσκεμένα κι ετοιμόρροπα

σα να΄χουν μαλακώσει απ΄τη βροχή.


Χτες είδα μια στιγμή

στης πόρτας το άνοιγμα

εκείνην που επιμένει να το κατοικεί.

Των τοίχων οι ρωγμές διακλαδίζουνταν

στο πρόσωπό της, τα βρύα

είχαν απλωθεί στα χέρια της.


Ίσως και να ΄ναι ο τελευταίος χειμώνας

που στέκουντ΄όρθιοι χτίσμα κι άνθρωπος.

(Από την συλλογή Άνθρωποι και σκιές, εκδόσεις Αστρολάβος/Ευθύνη, Αθήνα, 1995, σελ. 40)

------

ΕΝΘΥΜΙΟ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΕΤΟΥΣ 1969-70

Πέτρινος τοίχος

Ο ιστός της σημαίας στο ένα πλάι

Κι εμείς της τελευταίας τάξης

Στ΄άλλο στριμωγμένοι


Μαζί μας

Ο καθηγητής των Μαθηματικών

Κι ο καθηγητής της Ιστορίας


Όλοι μας χαμογελαστοί

Στον καθηγητή χρόνο

Που ανυποψίαστα δουλεύει για τη σκουριά


(Από την συλλογή Η συνήθεια των ημερολογίων,

εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 1995, σελ. 14)


ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ

Οι γονείς μου σαν από κάποια επιταγή
κατέβηκαν από ορεινά χωριά για να με γεννήσουν στ΄ ακρογιάλι.
Εκεί, πίστευαν, ο σπόρος τους θ΄αναπτυχθεί καλός
και θ΄αρτυθεί με το αλάτι και με το ρυθμό.
Πουλιά της θάλασσας νηπιαγωγοί μου, ψάρια αθώα
- Άργησα πολύ να μιλήσω δεν ήθελα να πω τ΄όνομά μου –
και δάκρυα της μητέρας μου πολλά στις Δρίμες για να μου δώσουνε φωνή.
Ωστόσο, μέσα από δύσβατα όνειρα
κατόρθωσα ν΄απαλλαγώ από το κατσικίσιο πόδι μου
και να πάω με τους ανθρώπους.
Αλλά είμαι καταδικασμένη ν΄ακούω τον αυλό τους
και να ιστορώ τη φυγή και την προσφυγή εκείνων των κυνηγημένων.
Στο τάγμα της Μνήμης υπηρετώντας.
(Η νυχτωδία των συνόρων, 1986)


Σάββατο 29 Ιουνίου 2024

Βικτωρία Θεοδώρου - Θάλασσα

Είχα να της πω κ’ εγώ τόσα τραγούδια,
Μικρό παιδί με κοίμιζε το κύμα της
και στα μελτέμια εστέγνωναν και μύρωναν τα ρούχα μας.
Τώρα με κάνανε να την κοιτώ μ' ανατριχίλα,
σαν ερπετό, σαν κρύο στοιχειό, τη θάλασσα.
Μες στα καράβια,
βαθιά σε μαύρ’ αμπάρια με γυρίζανε-
κλειστά τα φιλιστρίνια, να μην μπαίνει ο μπάτης,
ούτε να με ραντίζει, σαν αγιασμός, το κύμα της.
Και τα νησιά Χίο, Ανάφη, Φολέγαντρο
-ονόματα πανάρχαια ιερά,- Ικαρία, Ψυττάλεια,
τα δέσανε μες στην καρδιά μου με την πίκρα και τον τρόμο.
Δε χάρηκα την ομορφιά τους, εξόριστη,
δαρμένη, κάτ’ απ' έν' αντίσκηνο. Μακριά
οι πορτοκαλιές, τα πεύκα τους,
οι αμμουδιές, στα περιγιάλια και το κύμα.
Εμένα μ’ άφηναν στ’ αγκάθια,
κάτω από το τσαντίρι να με τυραγνάει ο βοριάς…

Κ’ έχω καημό που δεν μπορώ να ειπώ
χαρούμενο τραγούδι για τη θάλασσα.
Οργή και θύμησες πικρές
μου φέρνουν τα νησιά της.

Επιθεώρηση Τέχνης, τ. 73-74, 1970.


Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2023

Βικτωρία Θεοδώρου - Ήρωες


Ζώντες ανάμεσά μας ή νεκροί

οι ήρωες είναι μόνοι

στο μπρούτζο ή στο μάρμαρο δεμένοι

τους επισκέπτονται ζείδωροι άνεμοι


Ψυχροί εκείνοι τις αλλαγές παρατηρούν

στα άλση ή στους γιαλούς λησμονημένοι

Και στους οίκτους μας -είναι βέβαιο-

            εναντιώνονται

γιατί κι οι ίδιοι θέλουνε να ξεχαστούν

και να ξεχάσουνε τις περιστάσεις

που τους επιφυλάξανε το μάρμαρο

            και το στεφάνι


Μειλίγματα, Διάττων 1990.


Αντλήθηκε απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη

Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2023

Βικτωρία Θεοδώρου - [Λινάρι έφηβο]



Λινάρι έφηβο μουσκεύει στο ποτάμι
γκούσλα με τη μοναδική σου τη χορδή
υπόκρουση στη λάσπη προμηθεϊκή
Πινάκι με ψωμί κι αλάτι η ανοιχτή παλάμη

Ρόδο βυζαντινό - αίρεση των νερών
μεθόριο τ' άρωμά σου και τ' αγκάθι
"Τέρπου ζωγράφου" βλέφαρο τερπνό
μ' είδες μα δε με πρόδωσες στο φρουρό

Γαλάζια λάμψη κόσμημα φθαρτό
να σε ρωτήσω: Πόσο το κοράλλι
πώς έφτασε ως της λίμνης το παζάρι - πώς
Ποσα δηνάρια η νοσταλγία πόσα ο γυρισμός;

Η νυχτωδία των συνόρων, Κέδρος 1986.

Ανντλήθηκε απ' τον Χαρτοκόπτη του Γιώργου Θεοχάρη

Σάββατο 26 Αυγούστου 2023

Βικτωρία Θεοδώρου - Ποιήματα

 Σ’ ΑΠΟΧΤΗΣΑ

Σ’ είδα απ’ τ’ αμπέλια ν’ ανεβαίνεις
τα κλήματα περίπαθα μπλεγμένα στις αχτίνες σου –
σ’ είδα από τα νερά τα κύματα να σε φθονούνε,
από της φυλακής το παραθύρι σου φώναξα το χαίρε,
από τους ώμους του έρωτα κι ανάμεσα από τα φιλιά,
πάνω από τους καπνούς της μάχης.

Στ’ αλήθεια ευτύχησα γιατί δεν έγινα
δούλος κι αφέντης κανενός,
σ’ απόχτησα ξέροντας πως ανήκεις
σ’ όλα τα μάτια που σε βλέπουν.

Από τη συλλογή Ουρανία 1978

ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΕΜΑΣ

Ας έχουμε επίγνωση της ανεπάρκειάς μας
Ας μην ταυτίζουμε το γήρας μας με αυτό
του Κόσμου
Μην όλα τα μετράμε με τα μέτρα μας

Γεγονός πως φεύγουμε αδικαίωτοι
Όμως οι δρόμοι καθόλου δεν τελειώνουν
Τα οράματα θα συνεχίσουν την τροχιά τους
κι οι εξεγέρσεις αλλεπάλληλες
σαν τις εκρήξεις του άστρου της ημέρας
αέναα θα ξεσπούν

Όλα θα οικοδομούνται και χωρίς εμάς
Όλα θα βαίνουν στην αρχή τους και
στο τέλος τους
Χωρίς εμάς

Από τη συλλογή Μειλίγματα  1990

 

ΠΑΛΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Επάνω σε μια τάβλα την έχουν ξαπλωμένη
τ΄άσπρα της χέρια σέρνουνται στο χώμα, στα χαλίκια
σέρνεται κι η πλεξούδα της στη σκόνη
κι η φούντα της σαν σκούπα ολόχρυση το δρόμο καθαρίζει
και σκουπισμένο τον αφήνει απ΄ τ΄ αγκαθόξυλα
για να περνούν ξυπόλητοι και ποδεμένοι,
όσοι την παν νεκροί να την πομπέψουνε
στου Κλαδισού την ποταμιά.
Θανάτου αέρας σήκωσε τα σωθικά της
ξωπίσω της πολλοί, κι αδέλφια ακόμα, τηνε περιγελούν
και την πρησμένη της κοιλιά κεντούν μ΄ ένα καλάμι …
Τ΄ αχείλι της σκισμένο δεν σαλεύει
να δώσει πάλι δίκια απόκριση στα όσα της λέγαν
σε μας παράδωσε το μετερίζι της τιμής της.
Ήταν εκεί κι η μάνα μου κι άλλες μανάδες
όπου πρωί-πρωί τις σύρανε να δούνε την ντροπή
να δούνε τι μας καρτερεί και μας που ανταρτέψαμε
μα κείνες τήνε κλάψανε και τη μοιρολογήσανε
την τρυφερή της παρθενιά σπαραχτικά εμαρτύρησαν
στις λυγαριές και στα πουλιά του ποταμού,
για θυγατέρα τους την ελογάριασαν•
με τ΄ ακριβό σταμνί του δρόμου της επλύναν
το κέρινό της πρόσωπο το παιδιακίσιο με τα δυο
γεφυρωτά της φρύδια απ΄ όπου εδιάβηκεν
η Λευτεριά με την Αγάπη για να παν αντίπερα
σ΄ άλλους καιρούς καλύτερους κι ειρηνεμένους.
Μα εκείνοι μανιασμένοι κι άσπλαχνοι
παίρνουν σπαθί και κόβουν το κεφάλι της
και σε κοντάρι το καρφώνουνε με την πλεξούδα
να σειέται στον αέρα και να γνέφει αδιάκοπα
κι φούντα της ολόχρυση να διώχνει τα πουλιά της φρίκης.

Περαστικός ας ήταν να τη δει τραγουδιστής
για να της πει τ΄ αξέχαστο τραγούδι,
εγώ είμαι ένα μικρό πουλί μέσα στην καλαμιά
δε τραγουδώ, δεν κλαίω, μόνο θυμίζω
σημάδι έχω τη φωλιά μου εδώ, δε φεύγω
μαζί με τ΄ άλλα τα πουλιά για να ξεχειμωνιάσω …

Από τη συλλογή Βορεινό Προάστιο, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδ. Γαβριηλίδης Αθήνα, 2008)

Δος μου όνομα

Ποια είμαι; Ποια είμαι;
μα την αλήθεια, δε θυμάμαι.
Μάργωσε η μνήμη μου, έρχεται χιόνι
τ’ ακούω, απ’ τα βουνά που κατεβαίνει
ριγούν οι ευκάλυπτοι. Ποιο τα’ όνομά μου;

Δος μου εσύ όνομα
που’ σαι άγγιχτος και νέος.

Η μέλλει της να φύγει και να ξεχαστεί,
η αχόρταγη είμαι των ήχων και των λόγων,
η ώριμη πριν να μεστώσει,
η άγουρη στην ωριμότητά της,
η αμφίβια όπου πατάει κι όπου πετάει μαζί.

Η μέλλει της να ξεχαστεί.

Από τη συλλογή Το λαγούτο, Αθήνα 1971

ΤΣΑΚΙΖΩ ΤΙΣ ΛΙΑΝΕΣ ΕΛΙΕΣ

Τσακίζω τις λιανές ελιές και συλλογίζομαι
όσά ΄τανε να γίνουν κι απομείναν
σύννεφα, όπου δεν ρίξαν τη βροχή
παρά τα σκόρπισεν ενάντιος άνεμος.

Θα τις γλυκάνω με το βρυσικό νερό
με τ΄άλλαγμα η πικράδα τους θα φύγει
μάραθο και λεμόνι θα τους βάλλω να ευωδιάσουνε

Μα η πίκρα η δικιά μου πως γλυκαίνει;

Ωσάν την πράσινην ελιά να με τσακίζανε
δεν θα ΄φευγα με τους προσκυνημένους.

Από τη συλλογή Κατώφλι και παράθυρο, 1962

ΒΑΣΙΛΙΚΗ Κ.

Ας ήμουν άξια να ΄στηνα τραγούδι
μεγάλο, ωσάν καράβι αρματωμένο
άφοβο του καιρού.
Τραγούδι για την ομορφιά σου, για τα νειάτα σου
και για τη μοναξιά σου,
και να ειπώ :
Το πώς εδέχτης ν΄αποθάνεις και δεν έρριξες
βλέμμα για τον Απρίλη πικραμένο
το πώς σηκώθηκες μονάχη σου
και στάθηκες μ΄ολάνοιχτα τα μάτια.

Μπροστά σου εφτά τουφέκια
πίσω σου το χάραμα
με τα τριαντάφυλλα και με τους κρόκους,
τι σούδινε κουράγιο, τι σε φτέρωνε
τι κύταζαν τα μάτια σου πέρα-μακριά
κι ήτανε τόσο ξάστερο το μέτωπό σου
ποιαν Ευτυχία, ποιαν Άνοιξη είδες να ξημερώνει
πίσω από τα τειχιά κι από τα σίδερα.
Γίνε οδηγός μου πνέμα ηρωϊκό!
Κάνε ν΄αστράψει και για μένα αναλαμπή
από τη φλόγα που σε συνεπήρε.

Από τη συλλογή Ποιήματα, (Εγκώμιο) 1957

ΟΛΓΑ ΚΑΜΠΑΝΙΕΡΗ

Ένα όνειρο, μια παιδιακίσια σκανταλιά
με τις μικρές εργάτισσες μπροστά στις μηχανές
ξεχάστηκε …
Γύρισε η λουρίδα ξαναγύρισε λεπίδα και τσεκούρι αλύπητο
της χώρισε το μπράτσο.
Δεξιά της τώρα ένα μανίκι αδειανό ανεμίζει
απ΄ τα ζερβά το χέρι της το μοναχό·
με τούτο μόνο πέρασε στ΄αντάρτικο κι εβάσταξε τουφέκι
με τούτο πάλεψε τα βάσανα της φυλακής
μ΄αυτό κεντούσε τα προικιά που δεν εχάρηκε
ποτέ της …

Από τη συλλογή Κατώφλι και παράθυρο, 1962

ΑΝΕΜΟΣ ΑΟΚΝΟΣ

Δεν έχω φόβο πια κανένα
Μέσα μου υπάρχουν
οι φόβοι μ΄όλα τους τα πρόσωπα
Η φλούδα μου σκληρή – χυμοί στο βάθος
Ιδανική εποχή ποτέ μη δύσεις

Άνεμος άοκνος σκορπάει
τη σκόνη μου στα πεύκα στρόβιλος
την ανεβάζει εκεί απ΄όπου επάρθη
φυσάει τον αναμμένο Αρκτούρο

Ήσουν η δημιουργία κάποτε θάλασσα για μένα
ήσουν ο Ωκεανός πριν δω πριν μαθητεύσω
στων άστρων το δρυμό –
πριν να γνωρίσω των αριθμών το ρίγος

Από τη συλλογή Μειλίγματα, 1990

ΤΗΝ ΑΡΜΟΝΙΑ ΖΗΤΩ

Την αρμονία ν΄ακούσω ζητώ
τη μουσική της γαλήνης
όπως απ΄τα λιβάδια ακούγεται
την ώρα που τ΄άστρα δακρύζουν
και την πρωινή πάχνη υφαίνουν.
Τότε αναδείχνεται του αγκαθιού το φύλλο
σαν ασημένιο κέντημα πάνω στο χώμα
η εύνοια τ΄ουρανού προσγειώνεται
και προστατεύει τον ύπνο του σπόρου.
Άγια τα γήινα, μα εγώ έχω κινήσει
για των ερωτημάτων τους κόσμους,
διάλειμμα στη θλίψη η περιέργειά μου.

Ανία της έντασης
πλήξη των σχέσεων και πλήξη της μοναξιάς
να ξεφύγω θέλω και να φύγω ακμαία,
με τη γύρη των άστρων ν΄αφομοιωθώ.
Νεφέλη πάνω απ΄το κάστρο αυτό να με σηκώσει.

Από τη συλλογή Ουρανία, 1978

ΤΟΠΙΟ Β΄

Είδα το Βέλες
από τα χιόνια του να φέγγει
στους γυμνούς λόφους κρατημένο
όπως παιδί στης μάνας του το στήθος
ώρα πολέμου, ώρα αποκλεισμού.

Στάζουν οι στέγες του και κρύσταλλα
ματώνουν το μουντό πρωί
στις ράγες στο σταθμό χειμώνας
στους ώμους του Άγγελου το χιόνι.

Τον Κόστα Ράτσιν
είδα να ταλαντεύεται να πέφτει
καθώς πουλί, την τουφεκιά ν΄αντιλαλεί
να τον θρηνούν του Λόπουσνικ οι οξιές
όχι στον ύπνο μου – ύπνο δεν έχω.

Το Βέλες σκέφτομαι
κι αυτόν τον μοιρασμένο ποταμό του
που παρασύρει ατάραχος τους ρύπους
περιφρονά τις έριδες, τις βίζες.
Ενωτικός, αγαθοδαίμων.

Από τη συλλογή Ευνοημένοι, 1998

Η ΑΠΛΩΣΤΡΑ

Φυσάει αέρας στεγνωτής
κινάει τα τέλια της απλώστρας σαν τα ξάρτια,
φουσκώνει ασπρόρουχα και σκούρα μανιασμένα.

Ωσάν καράβι η αυλή μου, όπου το σπρώχνει ο άνεμος
σ΄αγνώριστα ταξίδια,
έβαλε μπρος να ξεσηκώσει τα ντουβάρια.

Σπρώχνει κι εμέ π’ απλώνω μ΄ανοιχτά τα χέρια
– έτσι λιγνή κι ανάλαφρη
σα φύλλο θα με πάρει –
και να ΄τανε να μ΄έφερνε στα πέλαγα
μακριά από τη ζωή του μόχθου και της έγνοιας. 

Από τη συλλογή Κατώφλι και παράθυρο,1962

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΦΥΛΑΞΩ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ

Πρέπει να προφυλάξω τη μητέρα
να την προετοιμάσω για τα γηρατειά.
Την πείρα μου δεν έχει, βιάστηκε
ν΄αποδημήσει πριν ασπρίσουν
τα ωραία της μαλλιά.

Στον ύπνο μου τη βλέπω νέα
στις αρρώστιες, στις θλίψεις μου να με παρηγορεί
στους φόβους μου να με καθησυχάζει :
δεν είναι αλήθεια να με βεβαιώνει
γι αυτά που ακούς να λένε.
Θάνατος, κάτω κόσμος δεν υπάρχει
ποτέ δε συναντήσαμε το μαύρο καβαλάρη.

Αύρες είμαστε, αγέρας
στα φύλλα κατοικούμε
γι αυτό φθινόπωρο να΄σαι προσεκτική …

Από τη συλλογή Ευνοημένοι, 1998

Εγκώμιο

(απόσπασμα)

Πάντοτε δείλιαζες να παίρνεις·

δισταχτική είχες την παλάμη και στο δίκιο σου·

και για την πληρωμή του μεροκάματού σου

εχρώσταες χάρη.

Δε σε φελήσανε οι αγώνες μου.

Εσύ ήθελες να μείνεις πάντοτε παράμερα, και, ταπεινή,

από τον ουρανό περίμενες ανάπαψη.

Να ‘σουν κοντά μου με το χαμηλό

τσεμπέρι, το δειλό περπάτημα χωρίς ελπίδα

— ας μην περίμενες χαρά και δικαιοσύνη.

Πάρε, για σένα τα ‘φεραν τα ρόδα και τ’ αρώματα,

τα σπάνια, τ’ ακριβά του κόσμου εσέ ταιριάζουνε,

εργάτισσά μου αφρόντιστη κι αστόλιστη.

Πάρε τα τα στεφάνια και τα κρύσταλλα

με τα τριαντάφυλλα και με τις δάφνες.

Για σε θα σκύβουνε στο μάρμαρο οι τεχνίτες,

οι σμίλες θα ιστορούνε το μόχτο σου,

μ’ ανάγλυφα θα διηγούνται τα πάθη σου,

η Τέχνη θα καταδεχτεί να υψώνει αιώνια

κι άφθαρτη τη θύμησή σου.

Οι γενναίοι δοξαστήκανε κι οι ήρωες,

όσοι κρατήσαν τη Ζωή και φύλαξαν τo Δίκιο.

Τώρα περνάς εσύ με το δειλό περπάτημα, το κουρασμένο,

και μπαίνει η Ταπεινότη σου στο Ηρώο.

Φόριε τα ρούχα της δουλειάς και το τσεμπέρι,

βάστα και το ταγάρι σου με το φαΐ της φυλακής

— με τούτα τα ιερά άμφια σε θέλουμε να μπεις

στης αιωνιότητας τη δόξα!

Από τη Συλλογή Ποιήματα (1957)

Πώς παγιδεύτηκα

Πώς παγιδεύτηκα σ’ αυτό το σκοτεινό νεφέλωμα

σ’ αυτά τα δίχτυα που κλωσούν

καινούρια άστρα κι αναλώνονται

στης άναρχης δημιουργίας τις φλόγες;

Εδώ θ’ αφανιστώ και θ’ αφομοιωθώ

χωρίς τουλάχιστο το λαμπρό θάνατο

που ’χουν τα ουράνια σώματα.

Ο πόνος μ’ έφερε, ο πόνος θα μου δώσει τέλος;

Αόρατες δυνάμεις μ’ οδηγούνε όπου δεν θέλω

και με πάνε αντίθετα, πάντα αντίθετα,

η αγάπη μού δίνεται άκαιρη όταν δεν τη ζητώ,

μια καταπίεση ακόμα

κι όλο μακραίνω στην παγίδα ωστόσο μέσα.

Από τη συλλογή Ουρανία, Κέδρος, 1978

Αναδημοσίευση από: https://oulaloum.espiv.net/2014/07/19/%CE%B2%CE%B9%CE%BA%CF%84%CF%89%CF%81%CE%B9%CE%B1-%CE%B8%CE%B5%CE%BF%CE%B4%CF%89%CF%81%CE%BF%CF%85/

Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2023

Βικτωρία Θεοδώρου - Σ’ απόχτησα

 


Σ’ είδα απ’ τ’ αμπέλια ν’ ανεβαίνεις
τα κλήματα περίπαθα μπλεγμένα στις αχτίνες σου —
σ’ είδα από τα νερά τα κύματα να σε φθονούνε,
από της φυλακής το παραθύρι σού φώναξα το χαίρε,
από τους ώμους του έρωτα κι ανάμεσα από τα φιλιά,
πάνω από τους καπνούς της μάχης.

Στ’ αλήθεια ευτύχησα γιατί δεν έγινα
δούλος κι αφέντης κανενός,
σ’ απόχτησα ξέροντας πως ανήκεις
σ’ όλα τα μάτια που σε βλέπουν.

Από τη συλλογή Ουρανία (1978)

[πηγή: Βικτωρία Θεοδώρου, Ποιήματα, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2008, σ. 192]

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2022

Βικτωρία Θεοδώρου - Ποιήματα

 


ΣΤΑΘΜΟΣ "ΒΙΚΤΩΡΙΑ"

Βοηθούνε κι' οι τόποι για να μην ξεχάσεις...
Ποιος πήρε μαύρα ψηφιά κι' έγραψε τόνομά μου
πάνω στον τοίχο του σταθμού;
Εγώ είμαι τώρα που σου φωνάζω έξω απ' το τραίνο
και τόνομά μου, σκούρο μαντήλι, σ' ανεμίζω,
τόνομα ετούτο που δε μου ταίριαζε ποτές
κι' ήταν ρούχο βαρύ για τα λιανά μου κόκκαλα.
Σε πάθη λαού εμεγάλωσα και τα δικά μου
μεγάλα για τη δύναμή μου, το γνωρίζεις...
Ήττες με κυνηγούνε και με βρίσκουνε όσο κι' αν κρυφτώ,
για τόνομα μου να με περιπέξουνε.

ΑΔΕΡΦΙΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ

Οι ποιητές είναι τ' αδέρφια μου·
Ξέρω τα πάθη τους, γνωρίζω τον ανήμερο Θεό τους
και τις αγρύπνιες τους έχω περασμένες· 
μα εγώ ποτές μου δεν τους έφτασα, γιατί
τη λευτεριά τη δικιά μου δεν την είδα.
Ύπνος μ' ονείρατα πηχτά και ξύπνος
με βάσανα μικρά κι' ατέλειωτα
το πνεύμα μου βουλιάζει και τ' αστέρι
που λες πως λάμπει στο ταπεινό μου μέτωπο
για με την ίδια δεν φωτάει, δε δίνει δρόμου χάδι.
Μα από τους ποιητές μόνο θα λάβω χέρι βοηθό
κι' αδέρφια μου θέλω να τους ξέρω...

ΟΧΙ ΜΟΝΑΧΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΛΥΠΕΣ

Όχι μονάχα για τις λύπες
και για την πίκρια και τη μοναξιά
για το μόχτο όχι μονάχα όπου το στόμα μαραγκιάζει
σαν τον καρπό σε ψηλό κλωνάρι ξεχασμένο.
Για το αχ δεν ήρθαμε και για την πείνα
τη δίψα και τη στέρηση, για τον αχνό της χύτρας
και για την απλώστρα...
Την καταχνιά ας αναμερίσουμε,
και το περβάζι του παράθυρου άδειο ας αφήσουμε,
μόνο περβάζι νάναι.

ΙΣΟΒΙΑ
Ισόβια είναι τα χέρια της τιμωρημένα
να μένουν στο νερό, πλάσματα αμφίβια, και να παστρεύουν
και να πλένουν αδέρφια της παιδιά κι εγγόνια.
Του σαπουνιού το γλύστριμα γνώρισαν πριν να δέσουν
και να μεστώσουν, το σπίρτο τάχει σημαδεμένα·
κι' ισόβια απ' τ' αχνισμένο τζάμι δίνει πέταγμα και φεύγει
η μοναχική ψυχή της.
Δρόμους εδώ δεν έχει, ούτε λιμάνια, ούτε χαρούμενες γιορτές,
μα εκείνη βρίσκει και δρόμους και λιμάνια και ξεφαντώματα·
έχει του ταξιδιάρη ποιητή την ασάλευτη ζωή
του αόματου γυρολόγου το μεράκι.

Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΙ ΝΑ ΚΡΑΤΗΣΕΙ

Πάλι με φέραν τα μικρά μου χρόνια στον τόπο ετούτο
που αλλάξαν πρόσωπο ως κι' οι πέτρες του.
Πούν' οι φραγκοσυκιές στη μάντρα με τ' αγκάθι το μικρό
πούδινε βαθύ πόνο ανάμεσα στα δάχτυλα
και πούν' οι αθάνατοι; Κάθε εφτά χρόνια
υψώναν σε μακρύ κοντάρι ένα λουλούδι κίτρινο
κι' ύστερα πέφτανε να μαραθούν για νάβγουν άλλοι
μέσα από την παντοτεινή βαθειά στο βράχο ρίζα.
Απάνω τους έπεσε τσιμεντένια πλάκα και ζωντανούς τους έθαψε
ν' αντιβοά η ψυχή τους μες τα χτίρια
κι αβάσταχτα να θέλει να πετάξει άνθος μεγάλο
να δείχνει πως είναι καιρός για σηκωμό καινούργιο.
Φύγαν εκείνοι που με θρέψανε
στα πρώτα χρόνια μ' αθερίνα και ψωμί αρμυρό
κι' η μάνα μου πήρε μαζί της τις σαΐτες και τα χτένια
όλον τον αργαλειό που δούλευε της ομορφιάς
με νήματα βαμένα καρυδόφυλλο και ρόιδι,
μονάχα η θάλασσα μέσα σ' αιώνια νιότη αστράφτει
και χτυπάει το κύμα της σαν τότε.
Η θάλασσα, τι να κρατήσει...

ΝΑ ΜΟΥ ΜΙΛΑΣ


Να μου μιλάς, θέλω να μου μιλάς κι' ας είναι
για τον καιρό να με ρωτήσεις,
καθόλου δε μου κακοφαίνεται και γνωστικά θα σ' απαντήσω
γιατί, σ' αυτόν το βορεινό ανοιχτό τόπο που μένω,
τους καιρούς μελετώ, το τι θα κάμουνε τα σύννεφα 
μου το μηνούνε,
του κυπαρισσιού η κορφή μού γράφει τους ανέμους.
Στη θαμπάδα των άστρων ή στην ξαστεριά
στου φεγγαριού τους κύκλους βλέπω σύναξη βροχής,
πάνω στης Πάρνηθας τα συννεφένια παπλώματα ξεκαθαρίζω
του βοριά απολυτό για μάχη.
Την αλλαξοκαιριά έμαθα να μυρίζομαι σα ζωντανό,
μίλα μου, ας είναι και για καιρούς να με ρωτήσεις...

 Βορεινό Προάστιο, Κέδρος 1966

ΚΥΚΛΟΣ

Όπως φύλλα θα πέσουμε απ’ τα δέντρα∙
την άνθηση και τον καρπό εργαστήκαμε
καλέσαμε τον άνεμο και τη βροχή
το φως και της σκιάς το δίχτυ
την πυρκαγιά να συγκρατήσει,
στις εποχές εκθέσαμε τα μέτωπά μας.

Θλίψη καμιά. Όμως πολύ το πάθος
της προσφοράς, η δύναμή μας αναλώθηκε νωρίς
στα περίχωρα μείναμε.
Οι φύλαρχοι μας απομάκρυναν και η τάφρος.

Αλλά ίσως προνόμιο η ανωνυμία
κι η απουσία μας από την αγορά.
Στο στρόβιλο της ύλης θα υπάρχουμε
σαν ανεκπλήρωτη επιθυμία.
Η μουσική γεννάει τη μουσική.




ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΦΥΛΑΞΩ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ


Πρέπει να προφυλάξω τη μητέρα
να την προετοιμάσω για τα γηρατειά.
Την πείρα μου δεν έχει, βιάστηκε
ν΄αποδημήσει πριν ασπρίσουν
τα ωραία της μαλλιά.

Στον ύπνο μου τη βλέπω νέα
στις αρρώστιες, στις θλίψεις μου να με παρηγορεί
στους φόβους μου να με καθησυχάζει :
δεν είναι αλήθεια να με βεβαιώνει
γι αυτά που ακούς να λένε.
Θάνατος, κάτω κόσμος δεν υπάρχει
ποτέ δε συναντήσαμε το μαύρο καβαλάρη.

Αύρες είμαστε, αγέρας
στα φύλλα κατοικούμε
γι αυτό φθινόπωρο να΄σαι προσεκτική ...


(Ευνοημένοι, 1998)

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2022

Βικτωρία Θεοδώρου - Ποίηση


Να μη μου λείψεις για πολύ καιρό
να μη μ’ αφήσεις
Σκοτάδι, θλίψη του θανάτου θα σκεπάσει τις μέρες μου
αν είναι να ‘φυγες παντοτινά
ώσπου να μεγαλώσω τα παιδιά και να περάσει
η Μικρή Ανάγκη
όπου με κάνει να δουλεύω σαν είλωτας
κι ο μόχθος σέρνει το μυαλό μου σ’ ένα κάρωμα
στον ύπνο…
Χαρά της ζωής μου κι αναφτέρωμα
Ελπίδα πως θα δώσω Απόλαψη και Λύτρωση
Και πως δε θα πεθάνω
Ποίηση!
Κοντά σε σένα δεν υπάρχει ματαιότητα
αγέραστη θα μείνω για παντοτινά
κι’ ο κόσμος κάθε μέρα με καινούργιαν όψη.
Μακαρισμένος όποιος το κοντύλι του οδηγάς.

περ. Επιθεώρηση Τέχνης, τ. 33, Σεπτ. 1957.

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2022

Βικτωρία Θεοδώρου - Γυναίκα



Αφού είμαι γεννημένη απ' την πλευρά του

του μοιάζω -με βήμα ριγηλό κι εγώ

στο τέλος μου πηγαίνω

Όμως η Δήμητρα μ' έχει ευλογήσει

γιατί συντήρησα το στάρι

κι όπως η γη ανανεώνομαι κι ελπίζω

στον κύκλο της Ταφής και Βλάστησης

Και κάπου στα σιωπηλά βάθη μιάς Βαϊκάλης

μέσα στ' αδιαπέραστα πέδιλα των πάγων

τον παλμό διαισθάνομαι μιάς απαρχής

και μιάς ισορροπίας

που η Φύσις επιτάσσει


Γιατί σ' αυτήν ανήκει -παρά την έπαρσή μου-

η τελευταία λέξη η τελευταία πράξη


 Μειλίγματα, Διάττων 1990

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2022

Βικτωρία Θεοδώρου - Τρία Ποιήματα

 Σʼ ΑΠΟΧΤΗΣΑ

Σʼ είδα απʼ τʼ αμπέλια νʼ ανεβαίνεις
τα κλήματα περίπαθα μπλεγμένα στις αχτίνες σου –
σʼ είδα από τα νερά τα κύματα να σε φθονούνε,
από της φυλακής το παραθύρι σου φώναξα το χαίρε,
από τους ώμους του έρωτα κι ανάμεσα από τα φιλιά,
πάνω από τους καπνούς της μάχης.

Στʼ αλήθεια ευτύχησα γιατί δεν έγινα
δούλος κι αφέντης κανενός,
σʼ απόχτησα ξέροντας πως ανήκεις
σʼ όλα τα μάτια που σε βλέπουν.

Ουρανία [1978]

 

ΚΥΚΛΟΣ

Όπως φύλλα θα πέσουμε απʼ τα δέντρα·
την άνθηση και τον καρπό εργαστήκαμε
καλέσαμε τον άνεμο και τη βροχή
το φως και της σκιάς το δίχτυ
την πυρκαγιά να συγκρατήσει,
στις εποχές εκθέσαμε τα μέτωπά μας.

Θλίψη καμιά. Όμως πολύ το πάθος
της προσφοράς, η δύναμή μας αναλώθηκε νωρίς
στα περίχωρα μείναμε.
Οι φύλαρχοι μας απομάκρυναν και η τάφρος.

Αλλά ίσως προνόμιο η ανωνυμία
κι η απουσία μας από την αγορά.
Στο στρόβιλο της ύλης θα υπάρχουμε
σαν ανεκπλήρωτη επιθυμία.
Η μουσική γεννάει τη μουσική.

Ευνοημένοι [1998]

 

ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΕΜΑΣ

Ας έχουμε επίγνωση της ανεπάρκειάς μας
Ας μην ταυτίζουμε το γήρας μας με αυτό
του Κόσμου
Μην όλα τα μετράμε με τα μέτρα μας

Γεγονός πως φεύγουμε αδικαίωτοι
Όμως οι δρόμοι καθόλου δεν τελειώνουν
Τα οράματα θα συνεχίσουν την τροχιά τους
κι οι εξεγέρσεις αλλεπάλληλες
σαν τις εκρήξεις του άστρου της ημέρας
αέναα θα ξεσπούν

Όλα θα οικοδομούνται και χωρίς εμάς
Όλα θα βαίνουν στην αρχή τους και
στο τέλος τους
Χωρίς εμάς

Μειλίγματα [1990]

Αναδημοσίευση από: https://dialogos.com.cy/viktoria-theodoroy-poia-epanastasi-tha-mas-thermanei-pali/?fbclid=IwAR1DoOUJEKyIaO_kSivQNvoij_s-YDtyvCzGIQRoUOozdMUyotR-WaqVO9A

 

Βικτωρία Θεοδώρου - Αδέρφια μου είναι οι ποιητές


Οι ποιητές είναι τ' αδέρφια μου·
Ξέρω τα πάθη τους, γνωρίζω τον ανήμερο Θεό τους
και τις αγρύπνιες τους έχω περάσει·
μα εγώ ποτέ μου δεν τους έφτασα,
τη λευτεριά τη δικιά μου δεν την είδα.
Ύπνος μ' ονείρατα πηχτά και ξύπνιος
με βάσανα μικρά κι ατέλειωτα
το πνεύμα μου βουλιάζει και τ' αστέρι
που λες πως λάμπει στο ταπεινό μου μέτωπο
για με την ίδια δε φωτάει, δε δίνει
δρόμου σημάδι.
Μα από τους ποιητές μόνο θα λάβω χέρι βοηθό
κι αδέρφια μου θέλω να τους ξέρω...



Από τη συλλογή Βορεινό προάστιο (1966)

[πηγή: Βικτωρία Θεοδώρου, Ποιήματα, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2008, σ. 85]