Το Tall El Zaatar ή Tel El Zaatar (O Λόφος του Θυμαριού) υπήρξε για χρόνια το μεγαλύτερο στρατόπεδο συγκέντρωσης Παλαιστινίων στο Λίβανο. Ιδρύθηκε το 1948 και βρισκόταν στο βόρειο, χριστιανικό τμήμα της Ανατολικής Βυρητού, σ’ ένα λόφο στρατηγικής σημασίας, τον οποίον εποφθαλμιούσαν ανέκαθεν οι Χριστιανοί. Με την αρχή σχεδόν της εμφύλιας σύρραξης στο Λίβανο (4/1975) το Tall El Zaatar βρέθηκε στο στόχο, καθότι αποτέλεσε «μέτρο εκδίκησης» μετά την επίθεση Παλαιστινίων στη χριστιανική πόλη Damour (20/1/1976) με τους εκατοντάδες νεκρούς· της οποίας είχε προηγηθεί η επίθεση Χριστιανών στην Karantina (18/1/1976), που άφησε πίσω της περισσότερα από χίλια θύματα Μουσουλμάνους. Ήταν καλοκαίρι του 1976, όταν η σύγκρουση ανάμεσα στους αριστερούς Μουσουλμάνους (μεταξύ των οποίων οι Παλαιστίνιοι του Λιβάνου) και τους χριστιανούς Φαλαγγίτες (που υποστηρίζονταν από το συριακό στρατό) φθάνει στο απροχώρητο. Η εντολή να εξαφανιστεί από το χάρτη το Tall El Zaatar, στο οποίο βρίσκονταν αποκλεισμένοι δυόμισι χιλιάδες παλαιστίνιοι μαχητές και περισσότεροι από 15 χιλιάδες άμαχοι, είναι άμεση. Μετά από πολιορκία επτά εβδομάδων το στρατόπεδο θα πέσει την 12η Αυγούστου του 1976, πλημμυρίζοντας στο αίμα. Το γεγονός υπήρξε «σφαγή εν ψυχρώ», θα συγκλονίσει τη λεγόμενη κοινή γνώμη, και θα θεωρηθεί ως η απαρχή του de facto διαχωρισμού του Λιβάνου.
Βασίλης Παπακωνσταντίνου - Γερνάς και σκοτεινιάζει
Ήταν ατέλειωτη η μέρα
κι ως νύχτωνε σε μια γωνιά
μ’ ένα τσιγάρο του πατέρα
τους άντρες παίζαμε κρυφά.
Τώρα η μέρα σε τρομάζει
γύρω αποτσίγαρα σωρός
και πια δεν είναι γυρισμός
γερνάς και σκοτεινιάζει.
Γέλια παιδιών έξω απ’ το σπίτι
πέτρες στην τσέπη της ποδιάς
μα έφτανε ένα νεκρό σπουργίτι
για να σε κάνει να πονάς.
Στίχοι για το τραγούδι Γερνάς και σκοτεινιάζει Παπακωνσταντίνου Βασίλης του έτους 1980 σε στίχους Λειβαδίτης Τάσος και σύνθεση Λοΐζος Μάνος από το album Για μια μέρα ζωής.
Δίσκος: ΔιαίρεσηΜουσική: Chris de Burgh
Στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου
Copyright: 1984
Δισκογραφική εταιρία: Minos
Ήταν λέει, σα να μάκραινε ο δρόμος,
περπατούσες κι είχε πέσει η βραδιά
και στο πλάι σου εγώ
με το βήμα μου αργό
σε κρατούσα αγκαλιά,
μα δε σε είχα.
Σου μιλούσα προχθές όλη νύχτα
κι εσύ μ' άκουγες ίσκιος κρυφός
κι όπως μπαίνει η φωνή
μες στου τρόμου τη σκηνή,
μου 'πες, σβήσε το φως
καληνύχτα.
Σαν γυαλί μες στο χέρι της πόλης,
τα φιλιά μου ματώνω, όπου βρω,
τα μεσάνυχτα εγώ
σε σκοτώνω και ζω
μα από κάπου μακριά,
η φωνή σου ξανά
να μου λέει είμαι εδώ,
μα δε σε βρήκα.
Στο χέρι μου εσύ σα σημαιάκι που οδηγάει,
μαργαρίτα από νέων μ' αγαπάει και με σκορπάει.
Δυο σκιές κοριτσιών σαν κι εσένα μου γελούν,
μόλις πάρει να χαράξει τρεις φορές θα μ' αρνηθούν.
Δεν υπάρχω,
δεν υπάρχω κι είμαι εδώ.
Πατάω δες στο ηλεκτρόφορό σου σκοινί
με το όχι σου για δίχτυ σε μια πίστα αδειανή.
Και αυτά τα μάτια που με πάνε στο κενό,
όλη νύχτα θα πληρώνω, πριν χαράξει στα χρωστώ.
Δεν υπάρχεις,
δεν υπάρχεις κι είσαι εδώ.
Δίσκος: Για μια μέρα ζωής (1980)Στίχοι: Μάνος Λοΐζος
Μουσική: Μάνος Λοΐζος
Πρώτη εκτέλεση: Βασίλης Παπακωνσταντίνου
Άλλες ερμηνείες: Ανοιχτή Θάλασσα
Έπαιζες το θύμα κι ήταν ένοχοι πολλοί
σ' αυτό το σήριαλ παίζαμε όλοι
και ξαφνικά μια νύχτα
στην πιο κρίσιμη σκηνή
φεύγεις κρυφά απ' την οθόνη
Καλώς ήρθες Μαργαρίτα
με τα κόκκινα μαλλιά
καλώς ήρθες Μαργαρίτα
μες στην πόλη
Σε θυμάμαι που κρατούσες
κάτι σχέδια παιδικά
τώρα κρύβεις μες στην τσέπη
το πιστόλι
Φώτα, αστυνομία ποιος θα βρει το Ι.Χ.
ποιος το φονιά και ποιος το θύμα
ο κόσμος θέλει βία περιμένει τη σκηνή
κάνε λοιπόν το πρώτο βήμα.
Καλώς ήρθες Μαργαρίτα
με τα κόκκινα μαλλιά
καλώς ήρθες Μαργαρίτα
μες στην πόλη
Σε θυμάμαι που κρατούσες
κάτι σχέδια παιδικά
τώρα κρύβεις μες στην τσέπη
το πιστόλι
Δίσκος: ΔιαίρεσηΜουσική: Ανδρέας Τσιλιφώνης
Στίχοι: Ανδρέας Τσιλιφώνης
Copyright: 1984
Δισκογραφική εταιρία: Minos
Μάτια που γυαλίζουν στις γωνίες,
τρύπες από σύριγγες ηχούν,
στα στενά σοκάκια οι αγωνίες
σέρνονται και σ' ακολουθούν.
Κατέβηκες στα στέκια του Περαία,
μέσα από δωμάτια σκοτεινά,
κινήθηκες αργά στην προκυμαία,
Γιάννη πες μου ποιος σε κυνηγά;
Το πρωί καράβι για τη Θήρα,
βρέθηκες στην Οία να μεθάς
με δυο Αγγλίδες κι άλλη μια Γαλλίδα,
Γιάννη πες μου αν τις αγαπάς.
Κάποια μαύρη πήρες μες στο πλοίο,
που ήρθε απ' το Μαρόκο να σε βρει,
έφτανε για να μην κάνει κρύο
κι αύριο ποιος ξέρει τι θα βγει;
Στήνεις μια κομπίνα στην Αθήνα,
κάτι λέει με κάνναβη ινδική,
το 'γραψαν μάλιστα κι οι εφημερίδες
κι έτσι βρέθηκες στη φυλακή.
Φτήνια μέσα κι ό,τι θέλεις,
ό,τι η ψυχή τραβάει, θα το βρεις,
χρήμα να 'χεις μόνο να πληρώνεις
ή καρφί να γίνεις ή στηθείς.
Πέσανε τα μέσα μ' ένα θείο,
που ήξερε ανθρώπους ειδικούς,
χάθηκε μισό ξενοδοχείο
και να 'σαι έξω-μέσα σε τρελλούς.
Άκουσες να λεν για τη Βομβάη,
σκέφτηκες να πας και προς τα εκεί,
εκεί που οι τροβαδούροι λέν πεθαίνουν,
πριν να ξημερώσει το πρωί.
Είπαν πως οι μπάτσοι σε βουτήξαν
κι άλλοι πως γυρνάς στην Αφρική,
πέταξες ψηλά κι ας λέν σε ρίξαν,
Γιάννη δε σε χωράει όλη η γη.
Κιθάρες θα σου πρέπαν συνοδία
σε μια Μερσέντες πάνω ασημιά,
ροκ ορχήστρα θα 'ναι η κομπανία,
μόνο που δε θα 'σαι εκεί πια.
Γιάννη σε θυμάμαι, δε στο κρύβω,
μαζί με ζήλεια, ίσως και θυμό,
κινήσαμε παρέα αλλά σε λίγο,
έφυγες εσύ κι έμεινα εγώ.
Πάρε Με - 1988
Στίχοι: Αφροδίτη Μάνου
Μουσική: Βασίλης Παπακωνσταντίνου
Πρώτη Εκτέλεση: Βασίλης Παπακωνσταντίνου
Σαν δυο φωτάκια βραδινού αεροπλάνου,
τα δυο σου μάτια και χαράζουν τον αέρα.
Η αγκαλιά σου είναι η σκάλα του Μιλάνου
κι εγώ απόψε έχω επίσημη πρεμιέρα.
Πάρε με, πάρε με,
μέσα σου να κρυφτώ,
σα να μην έζησα
πριν απ' το βράδυ αυτό.
Θέλω να δω το πρόσωπό σου ανθισμένο,
να με φιλάς όλη τη νύχτα, όσο αντέξεις.
Σα φλιπεράκι γελαστό, ξετρελλαμένο,
σου δίνω ακόμα μία μπίλια για να παίξεις.
Πάρε με, πάρε με,
μέσα σου να κρυφτώ,
σα να μην έζησα
πριν απ' το βράδυ αυτό.
Κι ύστερα ξάπλωσε κοντά μου και κοιμήσου,
εγώ θα πιάσω μια γωνίτσα στο κρεβάτι.
Όχι πως έχω το κλειδί του παραδείσου,
μα σ' αγαπώ κι αυτό νομίζω είναι κάτι.
Δίσκος: Δε σηκώνειΜουσική: Χριστόφορος Κροκίδης
Στίχοι: Βασίλης Γιαννόπουλος
Copyright: 1994
Δισκογραφική εταιρία: Minos
Οδός Ελλήνων, οδός εκείνων,
που ξέρουνε τι κάνουνε,
που ξέρουν ότι χάνουνε
κι ελπίζουνε στο κράτος,
χαμένοι κατά κράτος.
Οδός Ελλήνων, οδός εκείνων,
που πέτρα δεν αφήσανε,
που τοίχους ζωγραφίσανε
κι ακόμα ζωγραφίζουν,
μαραίνονται κι ανθίζουν.
Οδός Ελλήνων, οδός εκείνων,
οδός του οδοστρώματος,
του έτσι, του κυκλώματος,
οδός σακατεμένη,
οδός αγαπημένη.
Οδός Ελλήνων, οδός εκείνων,
οδός απόντων υπευθύνων.
Οδός του πάθους, οδός του λάθους,
οδός του ύψους και του βάθους.
Οδός Ελλήνων, οδός εκείνων,
που πιάνονται αδιάβαστοι,
που γίνονται ανάρπαστοι,
που σκίζουν και πουλάνε,
που δε με ξεγελάνε.
Οδός Ελλήνων, οδός εκείνων,
που δεν τους πιάνει λάστιχο
κι εγώ μ' ένα τετράστιχο
τους πιάνω από τη μέση,
πονάω και μ' αρέσει.
Οδός Ελλήνων, οδός εκείνων,
που ξέρουν να ονειρεύονται,
που υπερηφανεύονται,
πως είναι και οι πρώτοι,
μακάρι να 'ναι πρώτοι.
Οδός Ελλήνων, οδός εκείνων,
οδός απόντων υπευθύνων.
Οδός του πάθους, οδός του λάθους,
οδός του ύψους και του βάθους.
Αλλά τα βράδια (Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Γιώργος Μιχαλακόπουλος)
Και να που φτάσαμε εδώ Χωρίς αποσκευές Μα μ’ ένα τόσο ωραίο φεγγάρι.
Και εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες ούτε ένα κεφάλαιο να γράψεις ακόμα. Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος.
Αλλά τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη...
Βέβαια αγάπησε τα ιδανικά της ανθρωπότητας, αλλά τα πουλιά πετούσαν πιο πέρα. Σκληρός, άκαρδος κόσμος, που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα πάνω απ’ το δέντρο που βρέχεται.
Αλλά τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη...
Ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα για να πεθαίνουν κι αλλού και την απληστία για να μένουν νεκροί για πάντα. Αλλά καθώς βραδιάζει ένα φλάουτο κάπου ή ένα άστρο συνηγορεί για όλη την ανθρωπότητα.
Αλλά τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη...
Καθώς μένω στο δωμάτιο μου, μου ’ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες. Φοράω το σακάκι του πατέρα κι έτσι είμαστε δυο, κι αν κάποτε μ’ άκουσαν να γαβγίζω ήταν για να δώσω έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο.
Αλλά τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη...
Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη μ’ ένα άστρο ή μ’ ένα γιασεμί σαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει παίρνει το μέρος των φτωχών.
Αλλά τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη! Δως μου το χέρι σου... Δως μου το χέρι σου...