Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Παλαμάς Κωστἠς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Παλαμάς Κωστἠς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2025

Κωστής Παλαμάς - Στον δάσκαλο


Σµίλεψε πάλι, δάσκαλε, ψυχές!

Κι ότι σ’ απόµεινε ακόµη στη ζωή σου,

Μην τ’ αρνηθείς! Θυσίασέ το ως τη στερνή πνοή σου!

Χτισ’ το παλάτι, δάσκαλε σοφέ!


Κι αν λίγη δύναµη µεσ’ το κορµί σου µένει,

Μην κουρασθείς. Είν’ η ψυχή σου ατσαλωµένη.

Θέµελα βάλε τώρα πιο βαθειά,

Ο πόλεµος να µη µπορεί να τα γκρεµίσει.


Σκάψε βαθειά. Τι κι’ αν πολλοί σ’ έχουνε λησµονήσει;

Θα θυµηθούνε κάποτε κι αυτοί

Τα βάρη που κρατάς σαν Άτλαντας στην πλάτη,

Υποµονή! Χτίζε, σοφέ, της κοινωνίας το παλάτι!

Απο τα ''Άπαντα του Κωστή Παλαμά'' (τ. 16), εκδόσεις «Μπίρης», Αθήνα 1972

Πέμπτη 31 Ιουλίου 2025

Κωστής Παλαμάς - Πατρίδες (απόσπασμα)

 Πατρίδες! Αέρας, γη, νερό, φωτιά! Στοιχεία

αχάλαστα, και αρχή και τέλος των πλασμάτων,

σα θα περάσω στη γαλήνη των μνημάτων,

θα σας ξαναβρώ, πρώτη και στερνή ευτυχία!


Αέρας μέσα μου ο λαός των ονειράτων

στον αέρα θα πάει· θα πάει στην αιωνία

φωτιά, φωτιά κι ο λογισμός μου, τη μανία

των παθών μου θα πάρ' η λύσσα των κυμάτων.


Το χωματόπλαστο κορμί χώμα και κείνο

αέρας, γη, νερό, φωτιά θα ξαναγίνω,

κι απ' των ονείρων τον αέρα, κι απ' την πύρα


του λογισμού, κι από τη σάρκα τη λιωμένη,

κι απ' των παθών τη θάλασσα πάντα θα βγαίνει

ήχου πνοή, παράπονο, σαν από λύρα.


Η ΑΣΑΛΕΥΤΗ ΖΩΗ

Κωστής Παλαμάς - «Ο δωδεκάλογος του γύφτου» (απόσπασμα από τον Προφητικό)

Μες τις παινεμένες χώρες, Χώρα
παινεμένη, θα ‘ρθει κι η ώρα,
και θα πέσεις, κι από σέν’ απάνου η Φήμη
το στερνό το σάλπισμά της θα σαλπίσει
σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση.
Πάει το ψήλος σου, το χτίσμα σου συντρίμμι.
Θα ‘ρθει κι η ώρα· εσένα ήταν ο δρόμος
σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση,
σαν το δρόμο του ήλιου· γέρνεις· όμως
το πρωί για σε δε θα γυρίσει.
         
Και θα σβήσεις καθώς σβήνουνε λιβάδια
από μάισσες φυτρωμένα με γητειές·
πιο αλαφρά του περασμού σου τα σημάδια
κι από τις δροσοσταλαματιές·
θα σε κλαίν’ τα κλαψοπούλια στ’ αχνά βράδια
και στα μνήματα οι κλωνόγυρτες ιτιές.
.................................
Και θα φύγεις κι απ’ το σάπιο το κορμί,
ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα,
και δε θα ‘βρει το κορμί μια σπιθαμή
μες στη γη για να την κάμει μνήμα,
κι άθαφτο θα μείνει το ψοφίμι,
να το φάνε τα σκυλιά και τα ερπετά,
κι ο Καιρός μέσα στους γύρους του τη μνήμη
κάποιου σκέλεθρου πανάθλιου θα βαστά.

Όσο να σε λυπηθεί
της αγάπης ο Θεός,
και να ξημερώσει μιαν αυγή,
και να σε καλέσει ο λυτρωμός,
ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα!
Και θ’ ακούσεις τη φωνή του λυτρωτή,
θα γδυθείς της αμαρτίας το ντύμα,
και ξανά κυβερνημένη κι αλαφρή,
θα σαλέψεις σαν τη χλόη, σαν το πουλί,
σαν τον κόρφο το γυναικείο, σαν το κύμα,
και μην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί
να κατρακυλήσεις πιο βαθιά
στου Κακού τη σκάλα, -
για τ’ ανέβασμα ξανά που σε καλεί
θα αιστανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!
τα φτερά,
τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!

Κυριακή 6 Ιουλίου 2025

Κωστής Παλαμάς - Το καλοκαίρι


Απ’ το κανάλι οι πάσαρες με τ’ απλωτά πανιά
γυρίζουν πρίμα,
μας φέρνουν τα ζακυθιανά λουλούδια τ’ ακριβά,
το πέρασμά τους γλύκανε κι εσένα, πικρό κύμα!
Και πιο καλοπιθυμητά και πιο φανταχτερά
κι από τα κρίνα,
πάσαρες γοργοσάλευτες, με τ’ άσπρα σας φτερά,
μας φέρνετε τ’ αγόρια μας απ’ τη μεγάλη Αθήνα.
Κι ανοίχτε, λιακωτά, χλωρά, φουντώστε, πασκαλιές,
του πόθου η σκόλη·
και σείστε τα μαντίλια σας ανάερα, λυγερές·
παραμονεύουν οι έρωτες· ετοιμαστείτε, μόλοι,
το καλοκαίρι μύρισε· προσμένουν οι αμμουδιές
και τα πριάρια,
πριν έμπεις, άθεη χειμωνιά, να γίνουν εκκλησιές·
οι ερωτεμένοι λειτουργοί και τα φιλιά τροπάρια.
Κωστής Παλαμάς ( 1859 -1943 )
Πηγή: «Η φλογέρα του Βασιλιά- Οι καημοί της Λιμνοθάλασσας»
Εκδόσεις: ΑΔΕΛΦΟΙ ΒΛΑΣΣΗ- ΕΡΓΑ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ 9
Δεκέμβριος 1960 -Αθήνα

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2025

Κωστής Παλαμάς - 16 Το κελί (απόσπασμα)


—Μα εσάς χωριστά πάντα, συντρόφοι οδηγητές,
γραμματικοί, διδάχοι, χρυσόστομοι ποιητές,
που ή δε σας ξέρει η μοίρα σας ή σας περιγελά,
στα φύλλα της καρδιάς μου σας κρύβω πιο απαλά,
καλούδια φέρνοντάς σας φροντίδας και στοργής,
ω παραμερισμένοι και αδιάβαστοι της γης,
άγνωροι ή ξεχασμένοι, τεχνίτες ή σοφοί,
δε σας ξεχνώ, του νου μου βοηθητές ή αδερφοί!—
Κωστής Παλαμάς ( 1859 -1943 )

Τα παράκαιρα: Ενότητα: «Τα μονότροπα»

Πηγή: «ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ- ΑΠΑΝΤΑ- ΤΟΜΟΣ Ζ΄- ( ΣΕΛ: 224)
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΙΔΡΥΜΑ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ- ΑΘΗΝΑ- 10/2020

Τρίτη 25 Μαρτίου 2025

Κωστής Παλαμάς - Αποκριτική γραφή

 



Εγώ γυρίζω, γυρίζω, και κάνω
τον άνεμο κουβάρι…

Καρκαβίτσας (Από ένα γράμμα του)

Γύριζε, μη σταθείς ποτέ, ρίξε μας πέτρα μαύρη,ο ψεύτης είδωλο είν’ εδώ, το προσκυνά η πλεμπάγια,η Αλήθεια τόπο να σταθεί μια σπιθαμή δε θά βρει.Αλάργα. Μόρα της ψυχής της χώρας τα μουράγια.

5Η Πολιτεία λωλάθηκε, κι απόπαιδα τα κάνειτο Νου, το Λόγο, την Καρδιά, τον Ψάλτη, τον Προφήτη·κάθε σπαθί, κάθε φτερό, κάθε χλωρό στεφάνι,στη λάσπη. Στάβλος ο ναός και μπουντρούμι το σπίτι.

Από θαμπούς ντερβίσηδες και στέρφους μανταρίνους10κι από τους χαλκοπράσινους η Πολιτεία πατιέται.Χαρά στους χασομέρηδες! Χαρά στους αρλεκίνους!Σκλάβος ξανάσκυψε ο Ρωμιός και δασκαλοκρατιέται.

Γύρω μου αδιάφοροι κι οχτροί, και ουρλιάζουνε μπροστά μου,κι εμέ μ’ αδράχνει ένας θυμός κι ένας σκοπός με πάει·15κι ένα παλιό τραγούδι μου μέσ’ απ’ τη θάλασσά μουξανάρχεται στα χείλη μου, κύμα κι αφρός, και σπάει:

Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα,ραγιάδες έχεις, μάνα Γη, σκυφτούς για το χαράτσι,κούφιοι και οκνοί καταφρονάν τη θεία τραχιά σου γλώσσα,20των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι.

Και δημοκόποι Κλέωνες και λογοκόποι Ζωίλοι,και Μαμμωνάδες βάρβαροι, και χαύνοι Λεβαντίνοι·λύκοι, ω κοπάδια, οι πιστικοί και ψωριασμένοι οι σκύλοικι οι χαροκόποι αδιάντροποι και πόρνη η Ρωμιοσύνη!

25Και το επικό παλάτι, νά! (για σένα εγώ το υψώνω,κορόνα του βυζαντινού θυμού, Βουλγαροχτόνε),το παρατώ· πολεμική καστέλα θεμελιώνω.Είν’ εδώ μέσα οι βούλγαροι και οι τούρκοι και μας τρώνε.

Το Τότε μια για πάντα πάει· γεννήσου από το Τώρα,30γκρεμιστή, πλάστη, φύσηξε το φύσημά σου, ω μάγε,σκολαστικός και ρουσφετλής ρημάζουνε τη χώρα·βουλγαροχτόνε, φρύαξε, και ρίξου, Τουρκοφάγε!

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

Σε βλέπω· αναγελαστικά τα μάτια σου σπαράζουνστο αγέλαστό σου πρόσωπο, συγνεφιασμένη μέρα,35το πρόσωπό σου απελπισιά, τα μάτια σου ταράζουν.Μα κράτησε το δρόμο σου και κοίτα παραπέρα.

Πάντα είν’ ορθός κι ασάλευτος ο λειτουργός· το χέριτ’ αργοσαλεύει ρυθμικά βλογώντας· μην ξεχάνεις.Γύρω μου ατάραχα, η ελιά, το φως, το καλοκαίρι·40στριφογυρίζει, δέρνεται μονάχα ο μπεχλιβάνης.

Ας σκούζουν οι ντερβίσηδες, ας λένε οι μανταρίνοι,και μέσα η χώρα γριά λωλή κι ας δασκαλοκρατιέται.Στα περιβόλια —κοίταξε— βαθιά είν’ οι άσπροι κρίνοι,κάτου από δέντρα φουντωτά λαός δροσολογιέται.

45Πόσα ολοστρόγγυλα παιδιά κι ωραία κορίτσια πόσαμε τα χλωρά, με τα πουλιά περνάνε ταιριασμένα,και συλλαβίζουν τη ζωή, την ομορφιά, τη γλώσσακι απάνου στα δημιουργά βιβλία σου σκυμμένα!

21 του Μάη 1908

Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΚΑΙ Η ΜΟΝΑΞΙΑ /ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ 

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2025

Κωστἠς Παλαμάς -Στοχασμοί της χαραυγής

 


Ποιός είσ’ εσύ που με ξυπνάς πρωί; Δεν είσαι η διάνα,γλυκολαλούσα την τραχιά του στρατιώτη ζωή·δεν είσαι η αργοσάλευτη θρησκευτική καμπάνα,δεν είσαι ανθρώπου μίλημα, μηδέ πουλιού φωνή.
Κάποια στο δρόμο βήματα βαριά είστ’ εσείς. Τη Σκέψη,το Φως, τον Ήχο φέρνετε, τριάδα μου ιερή.Τί αν είστε σκλάβου ξύπνημα που τρέχει να δουλέψει;Τί αν είστε ασώτου γύρισμα που πάει να κοιμηθεί;

Ήτανε τ’ άνθια μετρητά, τα κρίνα ήτανε λίγα,
και να θερίσω ορέχτηκα τον κρινοθησαυρό,κι όλα τα κρίνα μάτιασα κι όλα τα κρίνα πήγαστον πλούσιο κήπο νά βρω τα και να τ’ αγκαλιαστώ.

Στον κήπο μού γελούσανε τα ρόδα, οι μενεξέδεςκάτου από πέπλους μού έστελναν δροσοχαιρετισμούς.
Και πέρασα. Οι αμύριστοι στοχαστικοί πανσέδεςμε κοίταζαν, ασάλευτοι. Και στάθηκα σ’ αυτούς.

Στο μνηματάκι σου άνοιξε το ρόδον, ω γλυκέ μου!Το χέρι κάνει ν’ απλωθεί στο ρόδο, δε μπορεί·κάνει να τρέξει απάνου του το πέρασμα του ανέμου,
δειλό φιλάκι γίνεται, και, πριν το γγίξει, σβει.

Στο φως οι ανθοί σαν εκκλησιάς φεγγοβολούνε φώτακι οι πεταλούδες αέρινες μεθούν σαν ευωδιές.Στον κήπο τον απόμερο δεν ήρθα καθώς πρώταγια τα φεγγοβολήματα και για τις ευωδιές.
Ήρθα προς τα τρεξίματα, κι ήρθα προς τα παιγνίδια,κι ήρθα προς τα χαμόγελα των όμορφων παιδιών,που κάνουν σαν πλατύ ουρανό τα ολόχλωρα στρωσίδιακαι δείχνονται σα θαύματα στα μάτια των ανθών.

Και των δικαίων τα μέτωπα περνούν αργά απ’ εμπρός μου,
ήσυχα νέφη από βροχή ποτιστική πλατιά·κι από τους άφεγγους βυθούς του κολασμένου κόσμουακούω σαν αναθέματα, σαν αναφιλητά.Και ξανασμίγω αθέλητα και ξαναλέω τη ρίμαπου ξένη από τ’ ανθρώπινα και πέρα από καημούς,
υψώνεται προφήτισσα πλατωνική Διοτίμαπρος υπερούσιους έρωτες, προς κόσμους νοητούς.

Ό,τι κι αν είσαι, ω λάμψη εσύ! σίδερο, πέτρα, ασήμι,αέρας, νέφαλο, όνειρο, όμοια σε λαχταρώ!Ιδέα και χέρια μέσα μου, κι η τέχνη κι η επιστήμη
να χτίσουν αγωνίζονται τον ίδιο το ναό.

Το πορφυρό, το πράσινο, τ’ άσπρο, τα μάρμαρα όλατα θησαυρίζει μέσα της η Ρέα η μητρική·τα γύρεψα, και δώκατε σ’ εμένα κάτι απ’ όλα,δράκε Ταΰγετε, ξανθές Κυκλάδες, ω Αττική!
Και δάσος είστε ασάλευτο και αμίλητο, ω κολόνες,κι αργοπερνάτε ανάμεσα, Ρυθμοί και Στοχασμοί·μέσα στα μαύρα βάθη τους φωτόγραφτες εικόνεςδείχνουν μπροστά έναν Έρωτα και πίσω μια Ψυχή.

Του ρασοφόρου σύντριψεν ο πέλεκυς κι η αξίνα
τα μεγαλόχαρα είδωλα στα βάθη των ναών·των συντριμμένων η ψυχή δε χάθηκε μ’ εκείνα,φωτοπλανήτης έγινε στα χάη των ουρανών,όσο που νέα ζωντάνεψεν αγαλματένια κρίναστου διαλεχτού το λογισμό, στους κήπους των σοφών.
Του ρασοφόρου ο πέλεκυς δε σύντριψε κι η αξίνατα μεγαλόχαρα είδωλα στα βάθη των ναών.

Στο μνηματάκι σου άνοιξε το ρόδον, ω γλυκέ μου!Είναι η χαρά σου; Ο πόνος σου; Είναι η καρδιά; Είσ’ εσύ;Αν είσαι νους, θυμήσου με· στόμα είσαι; μίλησέ μου.
—Του ασάλευτου είμαι σάλεμα, του τίποτε αστραπή.

Αφρίζει στο ποτήρι σου το αψύ κρασί το μαύρο.Γιά φέρε το ποτήρι σου στη βρύση μας εδώ,και μέρωσε και ρόδισε το αψύ κρασί το μαύρομε το νερό τ’ ολόδροσο της βρύσης μας εδώ.
Έχω μια σκέψη από δροσιά και μια καρδιά από λάβρα.Η κάδη βράζει, και η πηγή το νάμα κρύο σκορπά·κι έτρεξα και ζευγάρωσα τ’ αψά κρασιά τα μαύραστο σκαλιστό ποτήρι μου με τ’ αλαφρά νερά.

Εκατό χρόνια πέθαναν, εκατό χρόνια πάνε.
Ω Ελλάδων ξημερώματα, ω Ελλάδων δειλινά!Κάμε τους ένα φέρετρο μεγάλο, ω πελεκάνε,κάρφωσε μέσα τους νεκρούς και θάψε τους βουβά!

Εκατό δράκοι ρήγισσα φυλάνε μαυροφόρα,ρήγισσα χήρα ολάρφανη, σε κάστρο ερημικό,
και σκάφτουν, και της κουβαλάν, για χάιδια και για δώρα,συντρίμμια από ’να ατέλειωτο παλιό της θησαυρό.—Δε θέλω τα συντρίμμια εγώ· καταραμένη η ώρα!Ανάθεμά σας, δράκοντες, που με κρατάτε εδώ!Τη ζωντανή ονειρεύομαι, και την ακέρια χώρα·
εκεί βασίλισσα ήμουνα, κι έγινα σκλάβα εδώ.

Εσείς που μεγαλόκραχτα πετάτε προς τα ύψη,κύκνοι λευκοί, και κύκνοι εσείς που σκίζετε απαλάτης λίμνης τα βουβά νερά με μια βουβή μια θλίψη,ω κουρασμένα εσείς, κι εσείς, αδάμαστα πουλιά!
Ω κύκνοι που ονειρεύεστε να πάρετε τον ήλιο,και ω κύκνοι που προσμένετε τον ύπνο το βαθύ,μέσα μου είν’ έν’ απόμακρο κι απόκρυφο βασίλειο.Κύκνοι λιμνών και αέρηδων, σας ξαναβρίσκω εκεί.

Η αποδιωγμένη μου ζωή βρήκε σκεπή κοντά σου,
με καταδέχτηκες δικό σου, ω Φοίβε, λειτουργό,και πήρα από τη λάμψη σου κι απ’ τη θεότητά σουκαι τη Λιογέννητη έπλασα, δική σου δόξα, εγώ.Κι ένα χαιρέτισμα ύψωσα τρανό προς το είδωλό σου,και μου αποκρίθηκαν βραχνές και βάρβαρες καμπάνες·
και τί με τούτο; ασώπαστος ύμνος εγώ δικός σου.Σωπαίνουν οι διθύραμβοι; Αρχίζουν οι παιάνες.

Η ασἀλευτη ζωή

Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2025

Κωστής Παλαμάς - Γνώμες, καρδιές, όσοι Έλληνες

 

Τα μεγάλα εθνικά ιδανικά, όταν ανθίζουν και ζούνε στο σπίτι του καθενός, ο ποιητής τούς χτίζει παλάτια. Τα μεγάλα εθνικά ιδανικά, όταν ξεπέφτουν, και ο καθένας τα διώχνει από το σπίτι του, ο ποιητής τα παίρνει στο καλύβι του και άσυλο τους δίνει.
«Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου» (Πρόλογος, 1907)

Γνώμες, καρδιές, όσοι Έλληνες,ακούστε με κι εμένα:Μας ήβραν χρόνια δίσεχτα,στενά, καταραμένα.5Έργα δεν έχω, τίποτεπου αξίζει να σας φέρω·κρύος, άπραγος δεν ξέρωπαρά να τραγουδώ.

Γνώμες, καρδιές, όσοι Έλληνες,10κι εσείς, οι φυτρωμένοιστη γη που αρήμαχτη έμεινε,κι εσείς, ξεριζωμένοι,—χώματα, οϊμέ! αιματόπνιχτατης Θράκης, της Ιωνίας!—15ρημάδια της μανίαςκαι της καταστροφής.

Άντρες κι εσείς της Ρούμεληςκαι του Μοριά βλαστάρια,χοροί του Αιγαίου, της Ήπειρος20βουνά και παλικάρια,κι εσείς, παρθένες Ιόνιες,πάντα και ηρώισσα Κρήτη,και ω Ρήγισσα Αφροδίτη,που είσαι της Κύπρος πνοή.

25Κι εσύ, Μακεδονίτισσα,θεία ματιασμένη χώρα,και η ΡόδοςΔωδεκάνησαχρυσά και μες στη μπόρα,και όπου ναοί, κάμποι, μάρμαρα,30δάφνες ξερές, νέα κρίνα,το ΜισολόγγιΑθήνα,που πάντα ζουν οι θεοί!

Κι εσύ, γη που ήβραν Όμηροισ’ εσέ τον Αχιλλέα,35και που το Ρήγα γέννησεςμε τη μεγάλη ιδέα,χαίρετε, δρόμοι, ερείπια,ρουμάνια, περιβόλια,ποτάμια, αραξοβόλια,40ριζώματα, κορφές.

Πατρίδα! Ελλάδες, παίρνετενόημ’ από μια και μόνηλέξη, και αυτή το χαίρε μουτο εκστατικό πυρώνει.45Στη λέξη, που σαν άγαλμαβωμού φαντάζει, φέρνωτον ύμνο, βάγια σπέρνω.Πατρίδα! Είν’ όλα εκεί.

Γνώμες, καρδιές, όσοι Έλληνες,50ρυθμός ουρανοδρόμοςήλιος απαραστράτιστοςγια τα Έθνη κάποιος Νόμοςθα υπάρχει. Και καλότυχοςγύρω ο λαός πλανήτης55του Νόμου που μαγνήτηςυπάκουο τον κρατά.

Δεν απομένει ασάλευτοτίποτε, δε γεννιέται,που να μη ρεύει, τίποτε60και που να μη χαλιέται.Μα πώς από το χάλασμαπετιέται ξεδιψάστραπηγή! Πώς ξαναπλάστραείναι κι η οργή, η πληγή!

65Πως είναι μια η πατρίδα μαςκι είναι παντού όπου πάμε,και όπου σταθούμε, μέσα μαςπατρίδα μία γρικάμε,μία με λογής ονόματα,70πρόσωπα, προσωπίδες.Δε ζει χωρίς πατρίδεςη ανθρώπινη ψυχή.

Πλάστης του κόσμου ο Πόλεμος,όραμα η ευτυχία.75Με τα στοιχειά πας, πάλεμασε τρώει με τα στοιχεία,Πατρίδα! Ορθή! Μη λιώνεσαι,σα δέησης αγιοκέρι!Με το δαυλί στο χέρι80σε σφιχτοζώνει εχθρός.

Γνώμες, καρδιές, όσοι Έλληνες,και μέσα την κοιλάδατου δάκρυου εδώ, κι αντρειεύονταςαπό μια πίστη, Ελλάδα!85κράχτε, στο νου ριζώστε τημε το Σταυρό, με δόρυ,Σοφία, Μητέρα, Κόρη,Παντάνασσα, Αθηνά.

Και ω Βασιλείες γερόντισσες90άγριες Δημοκρατίες,κάστρα, φυτειές κι ελεύτερωνκαι σκλάβων, Πολιτείες,και απ’ όποια απάνου ονόματα,και απ’ όποιο απάνου αγώνα,95μια υψώστε, μια κορόνακαι βλέπετε ίσα εκεί.

Γνώμες, καρδιές, όσοι Έλληνες,ό,τι είστε, μην ξεχνάτε,δεν είστε από τα χέρια σας100μονάχα, όχι. Χρωστάτεκαι σε όσους ήρθαν, πέρασαν,θα ’ρθούνε, θα περάσουν.Κριτές, θα μας δικάσουνοι αγέννητοι, οι νεκροί.

105Κόκαλα πάτρια μέσα μαςθαφτά, ιερά, μαζί μαςκαι όπου σεισμοί μάς τίναξανοι εφέστιοι πάντα Θεοί μας.Πολίτες ας τη χτίσουμε110και οπλίτες εδώ και όλοιτου ονείρου εδώ την Πόλημε την Αγια-Σοφιά.

Η λειτουργία δεν τέλειωσεκομμένη· για το τέρμα115κι αν ξαναρχίσει, ατέλειωτηξανά θα βρει το γέρμα,για να προσμένουμε άγρυπνοιστη νύχτα να προβάλειτου όρθρου το γέλιο πάλι120που προμηνάει το φως.

1925

ΔΕΙΛΟΙ ΚΑΙ ΣΚΛΗΡΟΙ ΣΤΙΧΟΙ

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024

Κωστής Παλαμάς - Δύο ποιήματα


ΟΙ ΛΕΥΚΕΣ

 

Στου δρόμου τ’ άσπρο μάκρος,

δεξά, ζερβά μας,

το χαιρετούνε οι λεύκες

το πέρασμά μας.

 

Χαιρέτισμα από ύψη

γαληνεμένα

στα λαχταρίσματα όλα,

σ’ εμέ, σ’ εσένα.

 

Μας άκουσαν, μας είδαν,

και μας γνωρίζουν

οι ολόρθες, τρανές λεύκες∙

και ψιθυρίζουν.

 

Και ψιθυρίζουν∙ γέρνουν

για να μας πούνε

τα δεν εδόθη ως τώρα

να γρικηθούνε.

 

Για να μας πούνε, ώ γλώσσα

των αιθερίων!

το μυστικό το μέγα

των μακαρίων.

 

Μα πριν εκείνο λάμψει

εντός σου, εντός μου,

το δράχνει και το πνίγει

ο αχνός του κόσμου.

 

ΕΡΜΑ...

 

΄Ερμα του δέντρου τα κλώνια, όλα γδυτά,

ξερόφυλλο, χρυσόφυλλο στη μαύρη γη πεσμένο∙

ποθητά πόδια, ώ πόδια μαρμαροχυτά,

πατήστε με, σας περιμένω.

 

΄Ερμα του δέντρου μου τα κλώνια, όλα γδυτά,

ξερόφυλλο, χρυσόφυλλο στη μαύρη γη πεσμένο∙

τρανή πνοή με τα φτερά τα δυνατά,

πάρε με, δείρε με, σήκωσέ με,

γύρνα με, γύρνα, κατάλυσέ με

σε περιμένω.

 

         Φύλλο ξερό,

         σε καρτερώ,

         πόδια, πνοή,

         ΄Ερωτα, Θάνατε, Θεοί.

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2024

Κωστής Παλαμάς - Ένας Θεός

 Ω! μέσα μου γεννιέται ένας Θεός!
και το κορμί μου γίνεται ναός,
δεν είναι ως πρώτα φάτνη ταπεινή·
μέσα μου λάμπουν ξάστεροι ουρανοί,

το μέτωπο μου λάμπει σαν αστέρι...
Στο Θεό φανείτε τώρα, ήρθεν η ώρα,
από τ' άγνωστα μυστικά σας μέρη,
Μάγοι, φέρτε στο Θεό τα πλούσια δώρα.


Φέρτε μου Μάγοι —θεία βουλή το γράφει—
τη σμύρνα της ελπίδας, το λιβάνι
της πίστης, της αγάπης το χρυσάφι
Μυστήρια τέτοια ανθρώπου νους δε βάνει!

Και σεις, Θρόνοι πανάχραντοι, αγγελούδια,
στην καρδιά μου —στην κούνια του— σκυμμένα,
με της αθανασίας τα τραγούδια
υμνολογείτε εσείς τη θεία τη γέννα.

Μέσα μου λάμπουν ξάστεροι ουρανοί,
και το κορμί μου, φάτνη ταπεινή,
βλέπω κι αλλάζει, γίνεται ναός·
ω! μέσα μου γεννιέται ένας Θεός!


Τα μάτια της ψυχής μου

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2024

Κωστής Παλαμάς - Ο Σάτυρος ή το γυμνό τραγούδι


. . . . . . . . .

Όλα γυμνά τριγύρω μας,όλα γυμνά εδώ πέρα,κάμποι, βουνά, ακροούρανα,ακράταγ’ είναι η μέρα.
Διάφαν’ η πλάση, ολάνοιχτατα ολόβαθα παλάτια·το φως χορτάστε, μάτια,κιθάρες, το ρυθμό.

Εδώ είν’ αριά κι αταίριαστα
λεκιάσματα τα δέντρα,κρασί είν’ ο κόσμος άκρατο,εδώ είν’ η γύμνια αφέντρα.Εδώ είν’ ο ίσκιος όνειρο,εδώ χαράζει ακόμα
στης νύχτας τ’ αχνό στόμαχαμόγελο ξανθό.

Εδώ τα πάντα ξέστηθακι αδιάντροπα λυσσάνε·αστέρι είν’ ο ξερόβραχος,
και το κορμί φωτιά ’ναι.Ρουμπίνια εδώ, μαλάματα,μαργαριτάρια, ασήμια,μοιράζει η θεία σου γύμνια,τρισεύγενη Αττική!


Εδώ ο λεβέντης μάγεμα,η σάρκα αποθεώθη,οι παρθενιές, Αρτέμιδες,Ερμήδες είναι οι πόθοι.Εδώ κάθε ώρα ολόγυμνη,
θάμα στα υγρόζωα κήτη,πετιέται κι η Αφροδίτηκαι χύνεται παντού.

—Παράτησε το φόρεμα,και με τη γύμνια ντύσου,
Ψυχή, της γύμνιας ιέρισσα,ναός είναι το κορμί σου.Μαγνήτεψε τα χέρια μου,της σάρκας κεχριμπάρι,τ’ ολύμπιο το νεχτάρι
της γύμνιας δώσ’ να πιω.

Σκίσε τον πέπλο, πέταξετον άμοιαστο χιτώνακαι με τη φύση ταίριασετην πλαστική σου εικόνα.
Λύσε τη ζώνη, σταύρωσετα χέρια στην καρδιά σου·πορφύρα τα μαλλιά σου,μακρόσυρτη στολή.

Και γίνε ατάραχο άγαλμα,
και το κορμί σου ας πάρειτης τέχνης την εντέλειαπου λάμπει στο λιθάρι·και παίξε και παράστησεμε της ιδέας τη γύμνια
τα λυγερά τ’ αγρίμια,τα φίδια, τα πουλιά.

Και παίξε και παράστησετα ηδονικά, τα ωραία,λαγάρισε τη γύμνια σου
και κάμε την ιδέα.Τα στρογγυλά, τα ολόισα,χνούδια, γραμμές, καμπύλες,ω θείες ανατριχίλες,χορεύτε ένα χορό.


Μέτωπο, μάτια, κύματαμαλλιά, γλουτοί, λαγόνες,κρυφά λαγκάδια, του Έρωταρόδα, μυρτιές, κρυψώνες,πόδια που αλυσοδένετε,
βρύσες του χάιδιου, ω χέρια,του πόθου περιστέρια,γεράκια του χαμού!

Και ολόκαρδα, κι αμπόδισταλογάκια, ω στόμα, ω στόμα,
σαν το κερί της μέλισσας,σαν του ροδιού το χρώμα.Τα κρίνα τ’ αλαβάστρινα,του Απρίλη θυμιατήρια,ζηλεύουν τα ποτήρια
του κόρφου σου.— Ω! να πιω,

να πιω στα ροδοχάραγα,στα ορθά, στα σμαλτωμένα,το γάλα που ονειρεύτηκατης ευτυχίας· εσένα.
Εγώ είμαι ιεροφάντης σου,βωμοί τα γόνατά σου,στην πύρινη αγκαλιά σουθεοί θαματουργούν.

Μακριά μας όσα αταίριαστα,
ντυμένα και κρυμμένα,τα μισερά και τ’ άσκημακαι ακάθαρτα και ξένα.Ορθά όλα· ξέσκεπα, άδολα,γη, αιθέρες, κορμιά, στήθια.
Γύμνια είναι κι η αλήθεια,και γύμνια κι η ομορφιά.

—Στη γύμνια την ηλιόκαλητης αθηναίισσας μέραςκι ανίσως και φαντάξει σου
κάτι άντυτο σαν τέρας,κάτι σα δέντρο αφύλλιαστοκαι δίχως ίσκιου χάρη,αδούλευτο λιθάρι,ξεραγκιανό κορμί,


κάτι γυμνό και ξέσκεποστα ολανοιγμένα πλάτια,που ζωντανό θα το ’δειχνανμόνο δυο φλόγες μάτια,κάτι που από τους σάτυρους
κρατιέται, και είν’ αγρίμι,και είν’ η φωνή του ασήμι,—μη φύγεις· είμ’ εγώ,

ο Σάτυρος. Και ρίζωσασαν την ελιά εδώ πέρα,
λιγώνω τους αγέρηδεςμε τη βαθιά φλογέρα.Και παίζω και παντρεύονται,λατρεύονται, λατρεύουν,και παίζω και χορεύουν
ανθρώποι, ζα, στοιχειά.

. . . . . . . . .



Η πολιτεία και η μοναξιά, «Βιβλίο τέταρτο»



Σταύρος Ψαρουδάκης -Το γυμνό τραγούδι