Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Καββαδίας Νίκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Καββαδίας Νίκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 2 Αυγούστου 2025

Νίκος Καββαδίας - Η πλώρη μας

Στον Θ. Λιαρούτσο

Ήταν η πλώρη μας καθώς των φορτηγών οι πλώρες.
Γιομάτη πράγματα παλιά, που εμύριζαν βαριά,
μ’ ένα τραπέζι ξύλινο στη μέση, λερωμένο
και σκαλισμένο σε πολλές μεριές με το σουγιά.
Είχε δεξιά κι αριστερά, απάνω το ‘να στ’ άλλο,
τα ξύλινα κρεβάτια μας στα πλάγια κολλητά,
που έμοιαζαν, μέσα στο θαμπόν, ανάλαφρο σκοτάδι,
φέρετρα που ξεχάστηκαν και μείναν ανοιχτά.
Σε μια γωνιά το αρμάρι μας, απ’ έξω στολισμένο
με ζωγραφιές χρωματιστές από περιοδικό
ή γαλλικές φωτογραφίες αισχρές, που παρασταίνουν
το αμάρτημα της ηδονής το προπατορικό.
Πάντα βασίλευε σιγή θανατερή εκεί μέσα
και περπατούσαμε όλοι μας στις μύτες των ποδιών,
κι ήταν στιγμές που νόμιζες πως άκουες να χτυπούνε
σαν το ρολόι, μες στη σιγή, οι χτύποι των καρδιών.
Κι έκοβε μόνο τη σιγήν ο χτύπος της καμπάνας
που απάνου στο καμπούνι, αργά, χτυπούσε των ωρών
το πέρασμα, μ’ ένα βαρύ μα λυπημένον ήχο,
που πνίγονταν μες στη βοή του αγέρα ή των νεκρών.
Τις Κυριακές, σαν είχανε δουλειά μονάχα οι βάρδιες,
σ' αυτήν εμαζευόμαστε και ανάβαμε φωτιά
κι ή αισχρές, σιγά, για τις γυναίκες λέγαμε ιστορίες
ή το φαΐ μας παίζαμε με πείσμα στα χαρτιά.
Στην πλώρη αυτή κατάστρεψα τον ήρεμον εαυτό μου
και σκότωσα την τρυφερή παιδιάτικη ψυχή.
Όμως ποτέ δε μ’ άφησε το επίμονο όνειρό μου
και πάντα η θάλασσα πολλά μου λέει, όταν αχεί.
Μαραμπού, 1933

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2025

Νίκος Καββαδίας - Στον τάφο του Επονίτη


Επέταξα τη σάκα μου και τρέχω με τουφέκια

Μικρούλης φαίνομαι Αδερφέ, το μάτι δεν με πιάνει.

Στη μάχη όμως κουβάλησα χιλιάδες τα φουσέκια

κι ακόμα μ' είδαν Γερμανούς να στρώνω στο ρουμάνι.


Στη γειτονιά με ξέχασε το τόπι, το ξυλίκι.

Και μοναχά που πέρναγα με το χωνί στο στόμα.

Παιδί! Μα με λογάριασαν οι λυσσασμένοι λύκοι.

Τεράστιο το κουράγιο μου. Και που να δείς ακόμα.


Μία μέρα μας μπλοκάρανε. Δυό εμείς και αυτοί σαράντα.

Σφαίρα τη βρήκε την καρδιά που 'μοιαζε με γρανίτη.

Σε μία γωνιά με θάψανε χωρίς ανθούς, μα πάντα

Σα ρόδο θα μοσκοβολάει ο τάφος του Επονίτη.


Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Γενιά, χρόνος 3ος, αρ. φύλλου 51, 15 Ιουνίου 1945.



Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2025

Νίκος Καββαδίας - Στίχοι για τη ζωγραφική σου


                                      La main de l’ homme est dans la
                                       pierre et tire un Aigle de sa nuit
                                                                         S. J. Perse


Παλεύουν, λευτερώνονται, σκλαβώνονται και
πάντα παλεύουν. Τα χέρια. Αναστρέφει o
Τροχός την εισβολή. Γίνεται άρμα. Λυτρώνεται
το νερό από το φράγμα και γράφει Μαιάνδρους
ακόμα και στα ποτάμια των Αντιπόδων.
Ρυτιδώνεται η μούχλα που σκεπάζει την υποψία
στο Υδραγωγείο των Μυκηνών. Στη Βύβλο, η ώρα
ονειρεύεται. Οι ακραίοι φρουροί, όταν συναντώνται
συνεργούν. Δε μας τρομάζουν. Ο ένας, ο μοναχός
είναι του φόβου. Μινώταυρος  και συλλογάται.

Το καράβι της Ουρ στενάζει πάνω στις πέτρινες
ρόδες του, καθώς λευτερώνεται από το λίκνο
του για το μεγάλο στεριανό ταξίδι και
κλυδωνίζεται μέσα σε δάση, πάνω σε βουνά,
αλλάζει χρώμα μπροστά σε κάθε ρεματιά,
ισκιώνει και ξαφνιάζει τον Ευφράτη, στολίζει
τον Τίγρη, ώσπου τινάζοντας
τα χρώματα και τα κάθε λογής φυτά, που το
σκεπάζουν, παγιδεύεται από τη θάλασσα, τις
πολλές θάλασσες. Τη μια.

Οι αυστηρές Αλετρίδες κινούν τους ξύλινους μοχλούς
των αρότρων, για να τα οδηγήσουν στα κράσπεδα
του Αταβύρου όπου τα μεγάλα λιθάρια θα παιδέψουν
το ξανθό σιτάρι για το αλεύρι του πρώτου ψωμιού
Άρτος, όχι για όλα τα στόματα.

Πού πρωτόδα τούτα τα δίχτυα; Ναί, θυμάμαι.
τα ξέμπλεκαν κοντοί νησιώτες. Λοξομάτηδες.
Όλοι μαζί τα τινάζαν, τα πετούσαν τ’ αψήλου
και τ’ άφηναν να πέσουν καταγής. Το
ίδιο είδα να κάνουν και σε κεφαλλονίτικα ψαροχώρια.
Στο Φισκάρδο. Στην Άσσο. Λυπήσου εκείνους που
δεν ονειρεύονται.
Τούτα τα δίχτυα δεν είναι δύσκολο να τα
νετάρεις. Με λίγη γνώση. Ένα ψίχουλο.
Φτάνει να ξέρεις να μετράς τα δάχτυλά σου,
ξαναρχίζοντας από τα τελευταία στα πρώτα.
Και πίστη. Ένα κλωνί.




Πηγή: Νίκος Καββαδίας - Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη, εκδ. Αγρα, 2005.
(Το ποίημα παρατίθεται όπως γράφτηκε επάνω στην πρόσκληση της έκθεσης ζωγραφικής της Σόνιας Κυπαρίσση, στις 6/3/1971. (σελ. 139 του βιβλίου).

Αναδημοσίευση από: https://ppirinas.blogspot.com/2013/05/blog-post_24.html

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2024

Νίκος Καββαδίας - Πάνε δυο μήνες

 Πάνε δυο μήνες που έφυγα κ' όμως δεν σούχω γράψει

τα λόγια μου πως ξέχασα θα λες «Πάντα εσύ θάσαι

η πολυαγαπημένη μου όσο μακριά κ' αν πάω!»


Κ' όμως το ξέρω εγώ καλά πως πάντα με θυμάσαι.


Πως όταν τις θολές βραδυές στην κάμαρά σου μόνη

κεντώντας τ' άσπρα ρούχα σου κάνεις σκυφτή νυκτέρι

σκέφτεσαι τα γλυκόλογα που θε να λέη το γράμμα

που ο ταχυδρόμος αύριο στην πόρτα σου θα φέρη.


Το γράμμα που κάθε πρωί γράφω και δε σου στέλνω

κ' έτσι περνάν αβάσταχτα οι θλιβερές σου μέρες

και πας σιγανά στην παναγιά δεόμενη για μένα

που αλύπητα με δέρνουνε οι μανιασμένοι αγέρες.


Κ' ίσως νομίζεις τώρα εσύ πως κάποιαν άλλη αγαπώ

βαθειά, τρανήν, εξωτική, εβρήκα εδώ στα ξένα

που μ' έχει δέσει πεια σφιχτά και μ' έχει μαγεμμένο.


... Και σκέφτομαι τα μάτια σου θολά, πλημμυρισμένα,

όμως, αν μπόραες για ναρθής στην άθλια κάμαρά μου

σκυμμένο θε να μ' έβλεπες απάνω σ' ένα γράμμα

να σκέφτομαι ... να μη μπορώ ... να θέλω να σου γράψω

και σκίζοντάς το να ξεσπά σ' ένα θλιμμένο κλάμμα.


ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΛΧΑΛΑΣ

* Περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας,

του Παύλου Δρανδάκη, αρ. φύλλου 173, 10 Μαρτίου 1929.

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2024

Από την αλληλογραφία μεταξύ του Μ. Καραγάτση και του Ν. Καββαδία.

Θυμάσαι, Κόλια, ένα κοριτσάκι, που μια συννεφιασμένη μέρα του περσινού χειμώνα το κοροϊδέψαμε, σ’ εκείνο το δρομάκι πίσω απ’ τον «Ευαγγελισμό»; Παρουσιάστηκες συ για Καραγάτσης και ΄γω για Μαραμπούς. Ούτε χάσαμε ούτε κερδίσαμε κι οι δύο στην αλλαγή. Δυο παλιάνθρωποι που σκαντζάρουν τα πασαπόρτια τους, πάντα παλιάνθρωποι μένουν.
Δεν ξέρω πώς, μου ήρθε, εδώ και λίγες μέρες, κέφι να ξαναδώ το κοριτσάκι, έτσι, για να του πω πως λυπάμαι για την ανόητη φάρσα που του έκανα. Το φώναξα. Ήρθε. Και πήγαμε κάπου μακριά και μιλήσαμε.
Με ρώτησε πώς και τη θυμήθηκα, μετά τόσον καιρό. Δεν ήξερα τι ν’ αποκριθώ. Αναμάσησα τα αιώνια βρομερά λογοτεχνικά ψέματα, γιατί δεν είχε την απαιτούμενη φιλοσοφική προδιάθεση να δεχτεί την ομολογία της κυνικής αλήθειας. Άκουσε τις υποκριτικές δικαιολογίες μου με αγγελική αφέλεια, και μου είπε: «Δίχως άλλο δεν θα ΄χετε φίλους».
Τότε η πηγή της ψευτιάς στείρεψ’ εντός μου, και αποκρίθηκα: «Φίλους; Έχω έναν, μα δεν είναι δω. Λείπει ταξίδι». Κι έτσι ήρθε η κουβέντα για σένα. Και κράτησε πολύ.
Σήμερα κοιτούσα στο χάρτη πού βρίσκεται η πολιτεία της διαμονής σου. Κι είδα πως η θάλασσα δεν είναι κοντά. Κι ένιωσα πόσο θα υποφέρεις. Η φυγή; Ο στρατιωτικός ποινικός νόμος την ονομάζει λιποταξία και τρεις στρατοδίκες την τιμωρούν με θάνατο. Ο θάνατος μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα δεν αξίζει πολλά πράματα. Αν ήσουνα μέσα στο “Royal Oak” την ώρα που βυθίστηκε περήφανα, ίσως να ΄βρισκες τη Μοίρα σου στο βούρκο των μπάνκων του Dogger Bank. Έχεις βρει, καλότυχε, τον «ωραίο θάνατό» σου, και θα τον πετύχεις. Μα εγώ, πώς πρέπει να πεθάνω, για να πεθάνω «ωραία»;
Στο τέλος αυτής της βδομάδας, ή αρχές της ερχόμενης, θα συναντηθούμε. Έχω δουλειά στην Καβάλα. Και δεν θα λείψω να πεταχτώ ώς αυτού, να σε ιδώ, να τα πούμε, να τα μιλήσουμε.
Γεια χαρά,
Μ. Καραγάτσης
Μη λησμονείς να μου γράφεις
...........................................................................................................................................................................................................
Σεβάχ Θαλασσινέ,
Δεν υπάρχει λόγος πως πρέπει να μπαρκάρεις. Όχι τόσο για τις 40 μηνιάτικες στερλίνες, όσο γιατί η θάλασσα είναι θάλασσα και συ Μαραμπούς. Τα λιμάνια πάντοτε απομένουν λιμάνια, κι οι πόρνες τους δεν επλάσθησαν απ’ τον Γιεχωβά για να γιάνουν τις αρρώστιες, μα για να τις δίνουν. Μη θαρρείς πως ένας πόλεμος μπορεί να έχει την παραμικρότερη επιρροή στις μεγάλες γραμμές της ζωής. Ένα, μόνο, κατορθώνει ο πόλεμος: Φέρνοντας τον θάνατο στο προσκήνιο, κάνει τη ζωή πιο έντονη, πιο ξεφρενιασμένη.
Τρύγα την ηδονή όπου κι όπως τη βρεις, κάτω απ’ οποιαδήποτε μορφή της. Το κορμί μας, που τόσους πόνους μας στοιχίζει, έχει την υποχρέωση, σε αντιστάθμισμα της οδύνης να μας χαρίζει την ηδονή. Αυτή είναι η μεγάλη σαρκική δικαιοσύνη.
Ο Γιούγκερμαν γύρισε στη Φινλανδία να πεθάνει καβαλώντας την Ντάινα. Μα σήμερα πήρα τηλεγράφημά του. Ξαναφόρεσε τη στολή του εσσαούλ των κοζάκων και πολεμάει για τη λευτεριά της πατρίδας του, στα έλη της Καρελίας. Ίσως να πεθάνει από σφαίρα μπολσεβίκου πριν προφτάσει να πάει τη στερνή, υπέροχη και θανάσιμη ιππασία του.
Στον Πυρσό έβγαλα την τρίτη έκδοση του Λιάπκιν. Στον Γκοβόστη τυπώνω διηγήματα. Το s/s «Tynebdidge» προσέκρουσε σε μαγνητική νάρκη στ’ ανοιχτά του Κορνγουώλ, και το α/π «Χίμαιρα» ετορπιλήσθηκε από γερμανικό υποβρύχιο 200 μίλια δυτικά της Ιρλανδίας. Δεν έχω υλικό ούτε κουράγιο να σκαρώσω καινούργια βαπόρια. Ο κατά θάλασσαν πόλεμος με νέταρε. Το κουφάρι του Μακ Γκρέγκορ πλέει στους ωκεανούς έχοντας πανί το κιμονό της Γιαπωνέζας δεμένο στο υπερφίαλο πέος του. Τα σκυλόψαρα σε περιμένουν.
Γεια χαρά
Μ. Καραγάτσης
......................................................................................................................................................................

Φίλε Καραγάτση,
Τελευταία σ’ έχω πάρα πολύ σκεφτεί και πεθυμήσει. Έτσι να ‘ρθω μια μέρα από το Γραφείο ν’ ανεβούμε μαζί στην Αθήνα ή ένα μεσημέρι στο σπίτι να πιούμε καφέ και λικέρ κοιτάζοντας το λεύκωμα με τις ζωγραφιές του παράξενου Φλαμαντέζου ή του Λωτρέκ. Κατόπι να μου διαβάσεις το τελευταίο σου διήγημα κι εγώ να χαίρομαι, να συγκινούμαι, να ξαναταξιδεύω καθώς σ’ ακούω και να καπνίζω. Να σωθούν να τσιγάρα μου και να βάλω χέρι στα δικά σου. Κατόπι να κατεβούμε στο Παλιό Φάληρο. Να ΄ναι χειμώνας και ήλιος. Έπειτα να χωρίσουμε εκεί στη στροφή της οδού Βουκουρεστίου προς το Σύνταγμα, αφού πρώτα πειράζαμε τον Χρυσόστομο ή μάλλον μας πείραζε, να τραβήξεις για το King George κι εγώ για τις άσκοπες νυχτερινές περιπλανήσεις. Βγάλε από τα γράμματά σου αυτό το αυστηρό ύφος που δεν ταιριάζει στη φιλία μας, τη μεγάλη φιλία μας. Γράφε μου όπως τότε στην Ξάνθη. Βρίζε με αλλά δίχως γάντι. Έμαθα πως βγάνεις βιβλίο τώρα γρήγορα. Μεγάλη η επιθυμία μου και η περιέργειά μου. Θα σου είναι δύσκολο να τις ικανοποιήσεις;
Γράφε μου. Γράφε μου συχνά. Όσο μπορείς. Αν άργησα να σου απαντήσω δε φταίω. Του Βαγγελάκη έγραψα χθες ευχαριστώντας.
Στην κυρία τα σέβη μου και στη Μαρίνα ένα φιλί.
Σε φιλώ
Καββαδίας
......................................................................................................................................................................

Αδελφέ
‘Ησουνα μακριά. Πού ήσουνα; Πού ταξίδευες, τόσα χρόνια; Σε ποιες θάλασσες έπλεγες, ποιους ουρανούς αντίκριζες; Τι σε δίδαξαν τα πορφυρά κύματα, τα ματωμένα σύννεφα; Βρήκες τον κόσμο που ονειρευόσουνα; Κατάφερες να λησμονήσεις τον γαμημένο κόσμο που παράτησες; Και που εμείς ─οι άλλοι─ τον αγαπούμε, ακριβώς επειδή είναι ξεκωλιάρης;
Χρόνια σιωπής. Θυμόμουνα εκείνο που κάποτε είπε ο αδελφός σου: «Σκοπός είναι να έχεις ταλέντο ανθρώπου». Κι απορούσα: Πώς γίνεται, ο άνθρωπος που ξεστόμισε αυτόν τον πάνσοφο λόγο, να χάσει το ανθρώπινο ταλέντο του; Χρόνια σιωπής. Κι έξαφνα, γράμμα από το Πόρτο-Φίνο, από το Κολόμπο, από την Αουστράλια. Οι θάλασσες ξαναπήραν το βαθυκύανο χρώμα τους; Ο ουρανός ξανάγινε γαλάζιος; Από ποιο μακρινό ταξίδι γυρίζει πάλι, κοντά μας, ο χαμένος αδελφός;
Εσύ συναπάντησες παράξενους καιρούς στο μεταφυσικό ταξίδι σου. Εμένα, εφέτο μ’ έδειραν τα μελτέμια του Αιγαίου. Στη Μύκονο, στην Άντρο. Κλεισμένος σε μια κάμαρα, πλάι στο κύμα, έγραφα την ιστορία της φυλής των Ελλήνων. Γαμημένη ιστορία ξεκωλιάρας φυλής. Είναι αφάνταστο πώς κατέχουμε την τέχνη να κυλιόμαστε στο βούρκο και να περιπλανιόμαστε στ’ αστέρια. Σαράντα αιώνες αυτό το βιολί. Περισσότεροι ναι, λιγότεροι όχι. Πώς να τους ξεγράψεις, τους αφιλότιμους; Περί το δειλινό, στοχαζόμουν ξαπλωμένος, σε κάποια αμμουδιά. Δίπλα μου, μια γυναίκα που έλεγε στίχους του χαμένου αδελφού. Στίχους γαμημένους. Α! την έσκισε, ο μπινές, τη θολή γραμμή των οριζόντων! Βούλιαξε στη θολούρα της μεταφυσικής, σαν ψαράκι στο νερό. Μαστούρωσε, ντερβίσης γίνηκε. Την ανθρωπότητα βάλθηκε να σιάξει κι αυτός. Τσιμέντο να χύσει στο μουνί της πουτάνας. Μπετό στην κωλοτρυπίδα της Γεωργίας της κουτσής. Δεν του έφταναν τα ποιήματα που έγραψε ─ο κίναιδος─ όταν ήταν λεύτερος να κάνει τέχνη την ανθρωπιά του. Αλλά πριν φύγει, μας τ’ άφησε να τα χαιρόμαστε. Τον ευχαριστούμε, για τη χαρά. Ατίμητα πετράδια, για εμάς, τα ποιήματά του. Στολίζουν υπέροχα τον άδικο κόσμο μας. Τον κάνουν να φαίνεται ωραίος. Τον κάνουν ωραίο. Στον άλλο ─τον δίκαιο─ δεν έχει ποιήματα του αδελφού μου. Δεν έχει παρά ελπίδα δικαιοσύνης. Και ντερβισάδικα τροπάρια που υμνούν δυο μεγαλοφυή μουστάκια, απ’ όπου κρέμεται το αβέβαιο όραμα ενός μελλοντικού κόσμου, όπου όλοι οι άνθρωποι θα τρων ─και θα χέζουν─ τις ίδιες ακριβώς ποσότητες τροφίμων και ποιότητες σκατών.
Μέτρησε τις ρίζες της ψυχής σου, να ιδείς πόσο μακριά πηγαίνουν…
Ο αδελφός σου
Δημήτρης
Από την αλληλογραφία μεταξύ του Μ. Καραγάτση και του Ν. Καββαδία.

Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2024

Νίκος Καββαδίας - Κι αὐτὸς χαμογελάει...



Γνωρίζω κάποιον κύριο ποὺ ἠλίθιο τὸν νομίζουν,
γιατὶ, παράξενα μιλεῖ κι ἕνα μονὸκλ φοράει,
γιατὶ, συχνάζει μ᾿ ἄσεμνες καὶ θλιβερὲς γυναῖκες
καὶ γιατὶ πάντα ὅτι τοῦ πεῖς αὐτὸς χαμογελάει.


Ποὺ στέκει ὧρες ἀμίλητος καὶ σὰν ἀφηρημένος,
καὶ ποὺ ὅταν, τί ἔχει τὸν ρωτοῦν οἱ φίλοι μ᾿ ἀπορία
αὐτὸς κυττάζοντας ἀλλοῦ ἀρχίζει νὰ διηγιέται
ἢ μίαν αἰσχρὴν ἢ μία πολὺ παράξενη ἱστορία.


Γιὰ μίαν ἑταίρα ὑστερικὴ ποὺ ζεῖ κι ὅλο πεθαίνει,
γιὰ ἕναν τρελλὸ ὅπου ζητάει νἅβρῃ τ᾿ ὄνειρό του,
γιὰ κάποιο γέρο ποὺ ἀγαπάει μ᾿ ἀνάστροφην ἀγάπη,
γιὰ μία γκριμάτσα τραγικὴ κάποιου χλωμοῦ Πιερρότου.


... Ξέρω ἕνα νέο ποὺ οἱ φίλοι του ἠλίθιο τὸν νομίζουν,
γιατὶ γιὰ πράγματα πολὺ περίεργα μιλάει
κι ὅσες φορὲς πασχίζουνε νὰ τόνε συμβουλεύσουν
κυττᾶ μὲ περιφρόνηση καὶ θλιβερὰ γελάει ...




ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΛΧΑΛΛΑΣ
 Δημοσιεύτηκε στο δεύτερο φύλλο του «Διανοούμενου», τον Δεκέμβρη του 1929, στην σελίδα 8.

από τα ανένταχτα ποιήματα

http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/nikos_kabbadias/anentaxta_index.htm)

Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2024

Νίκος Καββαδίας - Marco Polo



Σοῦ ἱστόρησα τὸ Λύκανδρο, τὴν πονηρὴ ἀλεποῦ,
καὶ πὼς τὸ γρήγορο μανγκοὺστ παλεύει μὲ τὰ νάγια.
Ποῦθ᾿ ἔρχεται ὁ πικρὸς καφές, τὸ σάνταλο ἀπὸ ποῦ.
Καὶ φτάσαμε στῆς Βενετιᾶς τὰ θαυμαστὰ καρνάγια.

Σὲ ντύνουν καὶ σὲ γδύνουνε καλόγνωμα κορίτσια,
τό ῾να, ἡ Νικὸλ ποὺ μύριζεν ἀμπέλια ἀπ᾿ τὴ Λορραίνη.
Τούτη, εἶχε τὰ μαλλιὰ χρυσά, ἡ ἄλλη κοντὰ καὶ ρίτσια.
Ἡ ἀνάσα τους ἡ τρυφερὴ κι ἐπίσκοπο μωραίνει.

Ἀρχίζει: O Marco φόραγε μεταξωτὸ σωκάρδι
καὶ μάλλινο μὲ κόκκινα κεντίδια κοντογούνι.
Στὴν πιάτσα παίζανε σπαθὶ Βυζαντινῶν μπαστάρδοι
καὶ διαβαιναν ἀρχόντισσες, ἑταῖρες καὶ σπιγοῦνοι,

Σκλαβόνοι, ἀποκρισάτορες καὶ σιδεροντυμένοι.
Πέρασε μία καὶ σοῦ ῾δειξε τὰ κάτασπρά της δόντια.
Στάθηκε, ἀπόκριση ζητᾶ, κι ἀκόμα περιμένει.
Κοιτοῦσες τὰ τριπόντια.

Νύχτωσε. Ἀλλάξαν οἱ φρουρές. Στοῦ Ριάλτο τὸ παζάρι
σκατζάρουνε μὲ μάλαμα, σπυρὶ σπυρὶ μπαχάρι.
Ξεφόρτωναν γονατιστὲς καμῆλες οἱ Μπουχάροι
καὶ σοῦ ῾χε ἐκείνη ἡ μυρωδιὰ τὰ μέντε συνεπάρει.

Οἱ Τοῦρκοι ἀναβανε φωτιὲς τριγύρω ἀπ᾿ τὸ Σαράι
καὶ κάθε φλόγα ψήλωνε τελώνια καὶ ζιζάνια.
Στὸ μότζο βγαίν᾿ ἡ μάνα σου καὶ πρὸς τὰ κεῖ τηράει.
-Γιόκα μου Μάρκο, γύρισε, παγῶσαν τὰ λαζάνια.

Τὸ Νικολὸ καὶ τὸ Ματέο τοὺς ἔχει λησμονήσει.
Καιρὸ πολὺ τοὺς πρόσμενε, μὰ τώρα δὲν τὴ μέλει.
-Μία μονοβύζω τοὺς κρατάει σὲ κάποιο ἐρημονήσι.
Μὰ ἐτοῦτο, ποὺ τὸ τάγιζε καρύδι μὲ τὸ μέλι ...

... Κι ἔφυγε ἀπὸ τὴ μάνα του καθὼς ἐφύγαν κι ἄλλοι.
Πῆγε, μὰ δὲ γονάτισε μπρὸς στὸ μεγάλο Χάνο.
Φίλιππε, ἀποκοιμήθηκες κρατώντας κανοκιάλι.
Ἀποκοιμήθηκα κι ἐγὼ ... καὶ τ᾿ ἄλλα, τὰ ξεχάνω.

Βενετία 03.04.1972

Τραβέρσο

Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2023

Νίκος Καββαδίας - Νανούρισμα


          Για μωρά και για γέρους.

Πρώτη μέρα του Μαγιού
πάει το clipper του τσαγιού.

Να προλάβει τη Σαγκάη,
να φορτώσει το άσπρο τσάι.

Μα στου νότου τα νησιά,
στο στενό του Μακασάρ,

το κουρσεύουν πειρατές,
και δε γύρισε ποτές.

Στέρνουν ένα μπριγκαντίνι,
όλο ασένιο, στο καντίνι.

Μα όξω από τη Βαρκελώνα
το μπατάρει μια χελώνα,

μία χελώνα θηλυκιά,
γκαστρωμένη και κακιά.

Μα ένας Κεφαλλονίτης,
κειοπίσω απ' τη Δολίχα,

τραμπάκουλο αρματώνει
και το βαφτίζει Τρίχα.

Καβατζάρει το Σχινάρι,
τόνε κλαίγαν κι οι γαιδάροι.

Βγαίνει από τη Τζιμπεράλτα
δίχως μπούσουλα και χάρτα.

Όξω απ' τη Μαδαγασκάρη
ο καιρός έχει λασκάρει.

Κατεβάζει τα πινά του
και ψειρίζει τ' αχαμνά του.

Τόνε πιάνουνε κουρσάροι
μα τους τάραξε στο ζάρι.

Μαχαιρώνει τη χελώνα
και ξορκίζει τον κυκλώνα.

Αριβάρει στο Μακάο
μ' ένα φόρτωμα κακάο.

Όμως βρέθηκε στ' αμπάρι
όλο φούντα και μπουμπάρι.

Αφού το μοσκοπούλησε
στη λίρα κολυμπάει

Τσού χαιρετάει κινέζικα
και πάει για τη Μπομπάη.

Τόνε πιάνουν Μουσουλμάνοι
του φορέσανε καφτάνι.

Τον βαφτίζουν Μουχαμέτη
και του κάνουνε σουνέτι.

Τσου μαθαίνει σκορδαλιά
και τον κάνουν βασιλιά.

Το 'σκασε νύχτα με μουσώνα
μ' όλο το βιος σε μια κασώνα.

Το μωρό μας με κλωτσάει.
«Τι θα γίνει με το τσάι;
Πνίξε πια το βασιλιά!»

Α, το πίνουν οι Κινέζοι
σιωπηλοί γουλιά γουλιά.

Πηγή: Τραβέρσο,1975

Τετάρτη 1 Νοεμβρίου 2023

Νίκος Καββαδίας - Θαλάσσια Πανίς

Στον Αιμίλιο Βεάκη

Ένα κοχύλι σκουλαρίκι έχεις στ’ αυτί
και στα μαλλιά θαλασσινό πράσινο αστέρα.
Tropical stormy in Madras area cholera,
και στα νησιά του Lakha diwa πυρετοί.

Το `να σου χέρι ανάλαφρα φύκια κρατά
και το ζερβί σου το λειψό σάπια καβίλλια.
Η Katherine τούτη τη στιγμή, χιλιάδες μίλια...
Βγάνει τη ντάμα με το ρήγα σταυρωτά.

Το «Union Jack» και το σπασμένο τουρκετί
κι ο Γιαπωνέζος στην παντιέρα μαύρη μπάλα.
Η αφή της όμοια με το πέρσικο γατί
Που `χες ψωνίσει πριν τρεις μήνες στην Bomballa.

Περαστική τώρα η Γοργόνα η τροπική
σε βλέπει αδιάφορη κι απέ σε φέρνει βόρτα.
Αλλιώτικες όσες σταμπάρουν ναυτικοί
κι άλλες αυτές που σε τραβούσανε στα πόρτα.

Ο κατασκότεινος βρέχει νερένιος ουρανός
μολύβι, εγγλέζικες κονσέρβες, porridge, νάρκες.
Παίζει τερπνό, παράξενο παιγνίδι με τις σάρκες
καθώς διαβαίνει ο σκύλος ο θαλασσινός.

Τοπίο σκωτσέζικο σκυλιά και κυνηγοί,
πύργος με φάντασμα παλιό Johnnie Walker whisky.
Απόψε δυο χαλύβδινοι πρωραίοι πυργίσκοι
προσμένουν Τρίτωνες για βάρδιας αλλαγή.

Γουίλλιαμ!... Γέλα στο βυθό φλεγματικά,
αφού πια τίποτα δε μέλλει να προδώσεις.
Ας παίξουν κι άλλοι με παιγνίδια ναυτικά
κι άλλοι ας φορέσουνε φανέλλα με ραβδώσεις.

Πούσι (1947),  Άγρα 2005.

Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2023

Νίκος Καββαδίας- Γράμμα στη Φραντζέσκα Ιωάννου Λαγωνίκα

Νήστεψα για να μπορέσω να σου γράψω τούτο το γράμμα. Και προσευχήθηκα. Ο ειδωλολάτρης. Εκείνη η μικρή κάρτα που έλαβα ήταν γιομάτη από ένα κόσμο. Από χιλιάδες κόσμους. Πρώτη φορά πήρα ένα τέτοιο δείγμα ανθρωπιάς, καλοσύνης! Το φύλαξα. Θα το φυλάω, θα με προστατεύει. Το πρωινό σου τηλεφώνημα ήταν κάτι χαρμόσυνο. Μ' έκανε να φύγω για το πρώτο φετινό ταξίδι πιο ήρεμος, πιο καλός και τιμιότερος. Ταλαιπωρήθηκα στην Αθήνα. Έφυγα χρεώστης. Για πρώτη μου φορά δε μου φταίει κανείς. Εγώ φταίω που καμιά φορά (σπάνια) ξεγελιέμαι και πιστεύω για μια στιγμή πως η ζωή είναι όμορφη. Βρίσκω καλό κι ό,τι δεν είναι και τα κάνω μούσκεμα και θολό νερό. Όμως μόλις βγήκαμε τα "Σαράντα κύματα" έριξα ένα μπουγέλο θάλασσα από την κορυφή ως τα νύχια. Τρεις ανθρώπους γνώρισα να περπατάνε στέρεα στα δυο τους πόδια. Ο ένας ήταν Μαλαίσιος, ο άλλος Εγγλέζος. Ο τρίτος ήταν ο άντρας σου. Δεν πίστευαν καθόλου τα ίδια πράγματα. Δεν γνωρίζονται όμως μοιάζουν και οι τρεις στη λεβεντιά, τη δύναμη και την καλοσύνη. Θα ξανάρθω να σας δω, να καθίσουμε σε κείνο το φωτεινό δωμάτιο με το τζάκι και θα σου πω παραμύθια. Δε θα σε κουράσω. Όμως θα σε κάνω να νυστάξεις και κατόπι θα φύγω περπατώντας ξυπόλυτος. Τα σκυλιά σου θα με πάνε ως την εξώπορτα και θα μου γλείφουν τα χέρια γιατί θα καταλαβαίνουν την αγάπη μου για όλους σας.

Ο πιο αφοσιωμένος φίλος σου Κόλιας.


 ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΕΛΑΣΑΚΗΣ: ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ, Ο ΑΡΜΕΝΙΣΤΗΣ ΠΟΙΗΤΗΣ

Σάββατο 20 Μαΐου 2023

Νίκος Καββαδίας - Ήθελα



Ήθελα πάντα να ’µενα µικρό κι’ αγνό παιδί
που απ’ το ψυχρό δωµάτιο του ποτέ δε βγαίνει
και που, σκυφτό, παράξενα βιβλία φυλλοµετρεί
κι απέναντί του το κοιτούν παλιάτσοι αραδιασµένοι

που έχει µιαν ήρεµη καρδιά και Σα µικρού πουλιού δειλή,
και που άλλη δεν εγνώρισε γυναίκα απ’ τη µαµά του
κι ώρες πολλές, σε µια γωνιά, µένει και διόλου δεν µιλεί,
και κάποια κούκλα που αγαπά κρατάει σφιχτά σιµά του

που τα ψυχρά απογέµατα, τα φθινοπωρινά,
το δρόµο έξω κοιτάζοντας απ’ το παράθυρό του,
άγνωστα µέρη σκέφτεται, ταξίδια µακρινά,
που στα βιβλία του διάβασεν ή που είδε στ’ όνειρό του.

Και µια βραδιά χειµερινή που όλα µε χιόνι έχουν στρωθεί,
µεσ’ το ψυχρό και θλιβερό δωµάτιο του πεθαίνει
κι ως Αρλεκίνος να το πάρει ο Χάρος έχει ερθεί,
κι απέναντί του το κοιτούν παλιάτσοι συντριµµένοι…

 

Σάββατο 8 Απριλίου 2023

Συνέντευξη Νίκου Καββαδία στην Πίτσα Γαλάζη (1967)

 Με την ευκαιρία της παρουσίας του στην Κύπρο, τον Οκτώβριο 1967, ο Έλληνας ποιητής Νίκος Καββαδίας, παραχωρεί ραδιοφωνική συνέντευξη στην συνεργάτιδα του ΡΙΚ, ποιήτρια Πίτσα Γαλάζη. Δηλώνει ότι αγαπά την Κύπρο και τους ανθρώπους της, αλλά και το ψωμί, το κρασί και την φιλοξενία της. Εκφράζει την ξεχωριστή αγάπη που τρέφει για την θάλασσα, την οποία υπηρετεί για 39 χρόνια και υμνεί μέσα από τα ποιήματά του. Αναφέρεται στα πολλά ταξίδια που πραγματοποίησε με προορισμό την Αυστραλία, με το καράβι "Κερύνεια". Περιγράφει την προσωπική του γνωριμία με τους ποιητές Σικελιανό, Σεφέρη και Ελίτη, αλλά και τον Κύπριο Δημήτρη Λιπέρτη. Η Πίτσα Γαλάζη του ζητά να διαβάσει ένα από τα ποιήματά του και ο ίδιος επιλέγει και διαβάζει το "Πούσι", το οποίο έγραψε το 1940.

Πηγή: https://vimeo.com/815220319?fbclid=IwAR2u54g87cdGdrB7CI4wuvgi9K_yjEda8UJS7yeKaoOxjeNL-L5M1ovxXn8



Παρασκευή 24 Μαρτίου 2023

Νίκος Καββαδίας - Κι αὐτὸς χαμογελάει...



Γνωρίζω κάποιον κύριο ποὺ ηλίθιο τὸν νομίζουν,
γιατὶ, παράξενα μιλεί κι ένα μονόκλ φοράει,
γιατὶ, συχνάζει μ᾿ άσεμνες καὶ θλιβερὲς γυναίκες
καὶ γιατὶ πάντα ότι τού πείς αυτὸς χαμογελάει.

Ποὺ στέκει ώρες αμίλητος καὶ σὰν αφηρημένος,
καὶ ποὺ όταν, τί έχει τὸν ρωτούν οι φίλοι μ᾿ απορία
αυτὸς κυττάζοντας αλλού αρχίζει νὰ διηγιέται
ή μίαν αίσχρὴν ή μία πολὺ παράξενη ἱστορία.

Γιὰ μίαν εταίρα υστερικὴ ποὺ ζεί κι όλο πεθαίνει,
γιὰ έναν τρελλὸ όπου ζητάει νάβρῃ τ᾿ όνειρό του,
γιὰ κάποιο γέρο ποὺ αγαπάει μ᾿ ανάστροφην αγάπη,
γιὰ μία γκριμάτσα τραγικὴ κάποιου χλωμού Πιερρότου.

... Ξέρω ένα νέο ποὺ οι φίλοι του ηλίθιο τὸν νομίζουν,
γιατὶ γιὰ πράγματα πολὺ περίεργα μιλάει
κι όσες φορὲς πασχίζουνε νὰ τόνε συμβουλεύσουν
κυττά μὲ περιφρόνηση καὶ θλιβερὰ γελάει ...


ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΛΧΑΛΛΑΣ
 Δημοσιεύτηκε στο δεύτερο φύλλο του «Διανοούμενου», τον Δεκέμβρη του 1929, στην σελίδα 8.
 

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2023

Νίκος Καββαδίας - Τραγούδια


Στην πληκτική, κατάξερη και γκρίζαν εξοχή
σε μια μικρούλα κάμαρα μ’ ασπροβαμμένους τοίχους
εχθές ο Μάριος πέθανε, τ’ ασθενικό παιδί
ξάφνω καθώς εδιάβαζεν κάποιο βιβλίο με στίχους
Ήταν ένα παράξενο παιδί, χλωμό πολύ
βραδύγλωσσο κι’ ιδιότροπο και πάντα είχε τη σκέψη
να φύγη από το σπήτι του με κάποιο φορτηγό
πλοίαρχος να γίνη και πολύ μακρυά να ταξειδέψη
Κι’ όμως από το σπήτι του δεν έφυγε ποτέ
κι’ όταν κινούσε τούβρισκαν πάντοτε μιαν αιτία
και τη βαλίτζα του έλυνε σαν πάντα σκυθρωπός
ενώ οι δικοί τον πείραζαν και τούλεγαν αστεία
Κι’ αυτός πούχε παράξενη κι’ αισθαντική ψυχή
γιομάτη από των μακρυνών μερών τη γοητεία
κλεισμένος σ’ ένα σκοτεινό γραφείο και πνιγηρό
κρατώντας, εκουράστηκε, λογιστικά βιβλία
Κι’ έξαφνα χθες επέθανε στη θλιβερή εξοχή
διαβάζοντας ένα παληό βιβλίο γεμάτο στίχους
ήτανε βράδυ κι’ έπεφτε παράξενα το φως
του ηλεκτρικού, στους παγερούς ασπροβαμμένους τοίχους
Θεέ μου λεν οι ανθρώποι σου πως είσ’ έτσι καλός
και δίνεις κάτι όταν κανείς με πίστη στο ζητήση
άκου μια χάρη που ζητώ από σε γονατιστός
γι’ αυτόν που δεν εμπόρεσε τη ζήση του να ζήση
Στη λίμνη εκεί του Αχέροντα με τα θολά νερά
που απάνω τους του Χάροντα το μαύρο ακάτι οδεύει
άκουμε Θε μου κι’ άσε τον εκεί παντοτεινά
«Δόκιμο πλοίαρχο», άσε τον, εκεί να ταξειδεύη.
Κι’ έτσι ως το ακάτιο θα περνά τη λίμνη τη θολή
κι’ αυτός ορθός θα κάθεται κρατώντας το τιμόνι,
–ο χάρος όπως πάντοτε θα στέκει στα κουπιά–
θα ξεγελιέται και θα λέει στη Μάλτα πως ζυγώνει.
Θεέ μου απόψε η λύπη μου έγινε αβάσταχτη πολύ
κι’ έτσι βαρειά κι’ αθέλητα κατέβηκε στα χείλη
κι’ έγινε ετούτη η προσευχή που αν φθάσ’ ίσαμε σε
θα μοιάζη ήχο παράφωνο που βγαίνει από κοχύλι.
1/4/1931
Δημοσίευση: π. «Ναυτική Ελλάς», Έτος Γ΄, τχ. 32, Αθήνα, 31 Μαΐου 1931.
Αναδημοσιεύτηκε στο π. «Τομές», τχ. 32, Αθήνα, Γενάρης 1978.
Φωτογραφία της αρχικής δημοσίευσης υπάρχει στο π. «Η Λέξη», τχ. 202, Αθήνα, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2009: «Αφιέρωμα στον Ν. Καββαδία».
Συμπεριλαμβάνεται στην έκδοση: Νίκος Καββαδίας, «“Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη”. Αθησαύριστα πεζογραφήματα και ποιήματα», επιμέλεια Guy (Michel) Saunier (Αθήνα, Εκδόσεις Άγρα, 2005).

Αντλήθηκε απ' το προφίλ του Κώστα Τσικνάκη

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2023

Νίκος Καββαδίας - Μαύρη λίστα

 

Στον Π. Τζόανο

Είναι κάτι μεσόκοποι καπεταναίοι Εγγλέζοι,
που φάγανε τα νιάτα τους στις γέφυρες απάνω,
σε βάρδιες εξαντλητικές, κοιτώντας τα φανάρια,
σε θεωρίες παράξενες για στίγματα, για μήκη,
που όλη στο νου τους κλείσανε τη ναυτική επιστήμη.
Μα θες από την κούραση ή απ' το πολύ που επίναν
έπεσαν έξω, το μεγάλο δίπλωμά τους πήραν,
στη «Μαύρη Λίστα» γράφτηκαν κι ένα χαρτί τους δώσαν,
ένα χαρτί που δίνουνε μονάχα στους λοστρόμους.
Και τότε αυτοί, από κούραση κι από πικρία γιομάτοι,
στις πολιτείες τους μείνανε και δεν εξαναφύγαν.

Ξέρω κάτι μεσόκοπους Εγγλέζους καπετάνιους,
αλκολικούς, με τις χρυσές που σχίστηκαν στολές τους,
που όλη τη μέρα μες στα μπαρ γυρίζουνε και πίνουν,
τσίκλα μασάν, αισχρολογούν, φωνάζουν, φτύνουν χάμω,
μα σαν βραδιάσει κι αρχινάν να φεύγουν τα καράβια,
κάνοντας μέσα στα νερά του λιμανιού μπρος πίσω,
βγαίνουν αυτοί και κρίνουνε με πείσμα τις μανούβρες.
Πολλές φορές μαλώνουνε, παίζουν γροθιές και βγάζουν
κάτι μαχαίρια ναυτικά του Σέφιλντ σκουριασμένα.
χτυπιούνται και πεθαίνουνε πάνω σε μπάλες κάμποτ
η σε τσουβάλια απ' το Penang μπαχαρικά γιομάτα.

Πηγή: Μαραμπού,1933

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2022

Νίκος Καββαδίας - Black and White


Στον Μ. Καραγάτση


Του Άλμπορ το φανάρι πότε θα φανεί;

Οι μαθήτριες σχολάσανε του ωδείου.

Φωτεινές ρεκλάμες της οδού Σταδίου.

Γέφυρα βρεγμένη σκοτεινή.


Μάτι ταραγμένο μάταια σε κρατώ

στον καιρόν απάνω του Σιρόκου.

Δούλευε το φτυάρι, μαύρε του Μαρόκου

που μασάς βοτάνια για τον πυρετό.


Φεμινά!... Χορός των κεφαλών.

Κ' οι Ναγκό χορεύουν στην Ασία.

Σε πειράζει -μου 'πες- η υγρασία

κ' η παλιά σου αρρώστια της Τουλών.


Τζίντζερ, που κοιτάς με το γυαλί,

το φανάρι του Άλμπορ δεν εφάνη.

Βλέπω στο Λονδίνο εγώ τη Fanny

στο κρεβάτι σου άλλον να φιλεί.


Κρέας αλατισμένο του κουτιού.

Μύωπα καπετάνιο μου και γέρο,

ένα μαγικό σκονάκι ξέρω

τέλειο για την κόρη του ματιού.


Άναψε στη γέφυρα το φως.

Μέσα μου μιλεί ένας παπαγάλος

γέρος στραβομύτης και μεγάλος

μα γιομάτος πείρα και σοφός.


Μέσα μου βαθιές αναπνοές.

Του Κολόμβου ξύπνησαν οι ναύτες.

Όλες τις ρουκέτες τώρα καφ' τες

και Marconi στείλε το S.O.S..


Πούσι, 1947



Αρλέτα- Black and white

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2022

Νίκος Καββαδίας -Στεριανή ζάλη



Ο λοστρόμος κρατά μια καραβέλα,
μισή μποτίλια τζίν και δυο μιγάδες,
τη νύχτα μετοικούν οι Συμπληγάδες
στα μπαρ του λιμανιού και στα μπορντέλα.

Πηχτό πούσι σκεπάζει τα καρνάγια.
West End – Thame’s street και διπλός έρως.
Ας φυσάνε στο Πλάτα τα Παμπέρος,
ας ρολάρει το κύμα στη Μπισκάγια.

Χαμηλός ουρανός γιομάτος άστρα,
μα δε μοιάζει μ’ αυτόν που σε γνωρίζει.
Η μπαρκέτα γυρίζει; Δε γυρίζει.
Το κορίτσι νυστάζει στην Καράστρα.

Βαρεθήκαν οι ναύτες το τιμόνι,
το ‘να μάτι σου γέρνει και κοιμάται,
αγρυπνά το δεξί και θυμάται
το φανό που χτυπά μα δε ζυγώνει.

Ο λοστρόμος ξυπνάει και καταριέται
μια μιγάδα που κλαίει και μια μποτίλια.
Ανοιχτά κάπου εννιά χιλιάδες μίλια
το σκυλόψαρο προσμένει και βαριέται.

Νίκος Καββαδίας, Πούσι, Άγρα, 1989

Δευτέρα 8 Αυγούστου 2022

Νίκος Καββαδίας - Καφάρ


Στο Γιώργο Παπά


Να ζεις στην ίδια πολιτεία παντοτινά

και να `χεις των αναχωρήσεων τη μανία,

μα φεύγοντας απ’ το γραφείο τα βραδινά

να κάνεις οφθαλμοπορνεία στα καφενεία.


Άλλοτες είχαμε τα πλοία κρυφό σκοπό,

μα ο κόσμος έγινε σαν αδειανή φυλλάδα,

είναι το ίδιο πια να μένεις στην Ελλάδα

με το να ταξιδεύεις στο Fernando Po.


Τα φορτηγά είναι κακοτάξιδα κι αργούν,

μες στα ποστάλια πλήττεις βλέποντας τουρίστες,

το να φορτώνεις μήνες ρύζια στο Ραγκούν

είν’ ένα πράγμα που σκοτώνει τους αρτίστες.


Οι πόλοι γίνανε σε μας πολύ γνωστοί,

θαυμάσαμε πολλές φορές το Βόρειο Σέλας

κι έχουν οι πάγοι χρόνια τώρα σκεπαστεί

από αδειανά κουτιά σπανιόλικης σαρδέλλας.


Στην Ταϊτή έζησε μήνες κι ο Λοτί,

αν πας λιγάκι παρακάτου, στις Μαρκίζες,

που άλλοτες τρώγανε μπανάνες κι άγριες ρίζες,

καλλυντικά τώρα πουλάνε του Coty.


Οι Γιαπωνέζες, τα κορίτσια στη Χιλή,

κι οι μαύρες του Μαρόκου που πουλάνε μέλι,

έχουν σαν όλες τις γυναίκες τα ίδια σκέλη

και δίνουν με τον ίδιο τρόπο το φιλί.


Η αυτοκτονία, προνόμιο πια στα θηλυκά

κάποτε κάναμε κι εμείς αυτή τη σκέψη.

Πεθαίνεις πιο σιγά με τα ναρκωτικά,

μα τελευταία κι αυτά τάχουν νοθέψει. 


Μαραμπού, 1933

Τοπωνύμια:
Fernando Po: το νησί Μπιόκο στον κόλπο της Γουϊνέας
Ραγκούν: πρωτεύουσα της Μπούρμα
Μαρκίζες: νησιά στον Ινδικό ωκεανό (Marquesas)


Νίκος Καββαδίας - Οι προσευχές των ναυτικών


στο Θανάση Καραβία

Οι Γιαπωνέζοι ναυτικοί, προτού να κοιμηθούν,
βρίσκουν στην πλώρη μια γωνιά που δεν πηγαίνουν άλλοι
κι ώρα πολλή προσεύχονται, βουβοί, γονατιστοί
μπρος σ' ένα Βούδα κίτρινο που σκύβει το κεφάλι.

Κάτι μακριά ως τα πόδια τους φορώντας νυχτικά,
μασώντας οι ωχροκίτρινοι μικροί κινέζοι ρύζι,
προφέρουνε με την ψιλή φωνή τους προσευχές
κοιτάζοντας μια χάλκινη παγόδα που καπνίζει.

Οι Κούληδες με τη βαριά ωχροκίτρινη μορφή
βαστάν σκυφτοί τα γόνατα κοιτώντας πάντα κάτου,
κι οι Αράπηδες σιγοκουνάν το σώμα ρυθμικά,
κατάρες μουρμουρίζοντας ενάντια του θανάτου.

Οι Ευρωπαίοι τα χέρια τους κρατώντας ανοιχτά,
εκστατικά προσεύχονται γεμάτοι από ικεσία,
και ψάλλουνε καθολικές ωδές μουρμουριστά,
που εμάθαν όταν πήγαιναν μικροί στην εκκλησία.

Και οι Ελληνες, με τη μορφή τη βασανιστική,
από συνήθεια κάνουνε, πριν πέσουν , το σταυρό τους
κι αρχίζοντας με σιγανή φωνή «Πάτερ ημών...»
το μακρουλό σταυρώνουνε λερό προσκέφαλό τους.

Μαραμπού


Πέμπτη 26 Μαΐου 2022

Νίκος Καββαδίας-Σπουδαστές

Σᾶς εἶδα κάτου ἀπὸ τὴν πύρινη βροχὴ
μὲ τὰ πλακὰτ καὶ τὰ σκουτιὰ τὰ ματωμένα
ἐσᾶς ποὺ κάματε τὴ δύσκολην ἀρχὴ
κεῖνα τὰ χρόνια τὰ βαριὰ τὰ κολασμένα.

Σήμερα βλέπω τὰ δικά σας τὰ παιδιὰ
σμάρι πηχτὸ μὲς στοῦ πελάγου τὴ (σπι)λιάδα.
Πάντα κατάντικρα στὴν κάθε ἀναποδιὰ
καὶ σ᾿ ὅσους πᾶνε νὰ σταυρώσουν τὴν Ἑλλάδα.

* Ἀφιερωμένο στοὺς Μάκη Ρηγᾶτο καὶ Γιάννη Καούνη,
μέλη τῆς Δημοκρατικῆς Νεολαίας Λαμπράκη.

** Δημοσιεύτηκε στὴν «Πανσπουδαστικὴ» λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ πραξικόπημα τοῦ 1967.