Ήταν η πλώρη μας καθώς των φορτηγών οι πλώρες.
Γιομάτη πράγματα παλιά, που εμύριζαν βαριά,
μ’ ένα τραπέζι ξύλινο στη μέση, λερωμένο
και σκαλισμένο σε πολλές μεριές με το σουγιά.
Επέταξα τη σάκα μου και τρέχω με τουφέκια
Μικρούλης φαίνομαι Αδερφέ, το μάτι δεν με πιάνει.
Στη μάχη όμως κουβάλησα χιλιάδες τα φουσέκια
κι ακόμα μ' είδαν Γερμανούς να στρώνω στο ρουμάνι.
Στη γειτονιά με ξέχασε το τόπι, το ξυλίκι.
Και μοναχά που πέρναγα με το χωνί στο στόμα.
Παιδί! Μα με λογάριασαν οι λυσσασμένοι λύκοι.
Τεράστιο το κουράγιο μου. Και που να δείς ακόμα.
Μία μέρα μας μπλοκάρανε. Δυό εμείς και αυτοί σαράντα.
Σφαίρα τη βρήκε την καρδιά που 'μοιαζε με γρανίτη.
Σε μία γωνιά με θάψανε χωρίς ανθούς, μα πάντα
Σα ρόδο θα μοσκοβολάει ο τάφος του Επονίτη.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Γενιά, χρόνος 3ος, αρ. φύλλου 51, 15 Ιουνίου 1945.
Πάνε δυο μήνες που έφυγα κ' όμως δεν σούχω γράψει
τα λόγια μου πως ξέχασα θα λες «Πάντα εσύ θάσαι
η πολυαγαπημένη μου όσο μακριά κ' αν πάω!»
Κ' όμως το ξέρω εγώ καλά πως πάντα με θυμάσαι.
Πως όταν τις θολές βραδυές στην κάμαρά σου μόνη
κεντώντας τ' άσπρα ρούχα σου κάνεις σκυφτή νυκτέρι
σκέφτεσαι τα γλυκόλογα που θε να λέη το γράμμα
που ο ταχυδρόμος αύριο στην πόρτα σου θα φέρη.
Το γράμμα που κάθε πρωί γράφω και δε σου στέλνω
κ' έτσι περνάν αβάσταχτα οι θλιβερές σου μέρες
και πας σιγανά στην παναγιά δεόμενη για μένα
που αλύπητα με δέρνουνε οι μανιασμένοι αγέρες.
Κ' ίσως νομίζεις τώρα εσύ πως κάποιαν άλλη αγαπώ
βαθειά, τρανήν, εξωτική, εβρήκα εδώ στα ξένα
που μ' έχει δέσει πεια σφιχτά και μ' έχει μαγεμμένο.
... Και σκέφτομαι τα μάτια σου θολά, πλημμυρισμένα,
όμως, αν μπόραες για ναρθής στην άθλια κάμαρά μου
σκυμμένο θε να μ' έβλεπες απάνω σ' ένα γράμμα
να σκέφτομαι ... να μη μπορώ ... να θέλω να σου γράψω
και σκίζοντάς το να ξεσπά σ' ένα θλιμμένο κλάμμα.
ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΛΧΑΛΑΣ
* Περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας,
του Παύλου Δρανδάκη, αρ. φύλλου 173, 10 Μαρτίου 1929.
Για μωρά και για γέρους.
Πρώτη μέρα του Μαγιού
πάει το clipper του τσαγιού.
Να προλάβει τη Σαγκάη,
να φορτώσει το άσπρο τσάι.
Μα στου νότου τα νησιά,
στο στενό του Μακασάρ,
το κουρσεύουν πειρατές,
και δε γύρισε ποτές.
Στέρνουν ένα μπριγκαντίνι,
όλο ασένιο, στο καντίνι.
Μα όξω από τη Βαρκελώνα
το μπατάρει μια χελώνα,
μία χελώνα θηλυκιά,
γκαστρωμένη και κακιά.
Μα ένας Κεφαλλονίτης,
κειοπίσω απ' τη Δολίχα,
τραμπάκουλο αρματώνει
και το βαφτίζει Τρίχα.
Καβατζάρει το Σχινάρι,
τόνε κλαίγαν κι οι γαιδάροι.
Βγαίνει από τη Τζιμπεράλτα
δίχως μπούσουλα και χάρτα.
Όξω απ' τη Μαδαγασκάρη
ο καιρός έχει λασκάρει.
Κατεβάζει τα πινά του
και ψειρίζει τ' αχαμνά του.
Τόνε πιάνουνε κουρσάροι
μα τους τάραξε στο ζάρι.
Μαχαιρώνει τη χελώνα
και ξορκίζει τον κυκλώνα.
Αριβάρει στο Μακάο
μ' ένα φόρτωμα κακάο.
Όμως βρέθηκε στ' αμπάρι
όλο φούντα και μπουμπάρι.
Αφού το μοσκοπούλησε
στη λίρα κολυμπάει
Τσού χαιρετάει κινέζικα
και πάει για τη Μπομπάη.
Τόνε πιάνουν Μουσουλμάνοι
του φορέσανε καφτάνι.
Τον βαφτίζουν Μουχαμέτη
και του κάνουνε σουνέτι.
Τσου μαθαίνει σκορδαλιά
και τον κάνουν βασιλιά.
Το 'σκασε νύχτα με μουσώνα
μ' όλο το βιος σε μια κασώνα.
Το μωρό μας με κλωτσάει.
«Τι θα γίνει με το τσάι;
Πνίξε πια το βασιλιά!»
Α, το πίνουν οι Κινέζοι
σιωπηλοί γουλιά γουλιά.
Νήστεψα για να μπορέσω να σου γράψω τούτο το γράμμα. Και προσευχήθηκα. Ο ειδωλολάτρης. Εκείνη η μικρή κάρτα που έλαβα ήταν γιομάτη από ένα κόσμο. Από χιλιάδες κόσμους. Πρώτη φορά πήρα ένα τέτοιο δείγμα ανθρωπιάς, καλοσύνης! Το φύλαξα. Θα το φυλάω, θα με προστατεύει. Το πρωινό σου τηλεφώνημα ήταν κάτι χαρμόσυνο. Μ' έκανε να φύγω για το πρώτο φετινό ταξίδι πιο ήρεμος, πιο καλός και τιμιότερος. Ταλαιπωρήθηκα στην Αθήνα. Έφυγα χρεώστης. Για πρώτη μου φορά δε μου φταίει κανείς. Εγώ φταίω που καμιά φορά (σπάνια) ξεγελιέμαι και πιστεύω για μια στιγμή πως η ζωή είναι όμορφη. Βρίσκω καλό κι ό,τι δεν είναι και τα κάνω μούσκεμα και θολό νερό. Όμως μόλις βγήκαμε τα "Σαράντα κύματα" έριξα ένα μπουγέλο θάλασσα από την κορυφή ως τα νύχια. Τρεις ανθρώπους γνώρισα να περπατάνε στέρεα στα δυο τους πόδια. Ο ένας ήταν Μαλαίσιος, ο άλλος Εγγλέζος. Ο τρίτος ήταν ο άντρας σου. Δεν πίστευαν καθόλου τα ίδια πράγματα. Δεν γνωρίζονται όμως μοιάζουν και οι τρεις στη λεβεντιά, τη δύναμη και την καλοσύνη. Θα ξανάρθω να σας δω, να καθίσουμε σε κείνο το φωτεινό δωμάτιο με το τζάκι και θα σου πω παραμύθια. Δε θα σε κουράσω. Όμως θα σε κάνω να νυστάξεις και κατόπι θα φύγω περπατώντας ξυπόλυτος. Τα σκυλιά σου θα με πάνε ως την εξώπορτα και θα μου γλείφουν τα χέρια γιατί θα καταλαβαίνουν την αγάπη μου για όλους σας.
Ο πιο αφοσιωμένος φίλος σου Κόλιας.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΕΛΑΣΑΚΗΣ: ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ, Ο ΑΡΜΕΝΙΣΤΗΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
Με την ευκαιρία της παρουσίας του στην Κύπρο, τον Οκτώβριο 1967, ο Έλληνας ποιητής Νίκος Καββαδίας, παραχωρεί ραδιοφωνική συνέντευξη στην συνεργάτιδα του ΡΙΚ, ποιήτρια Πίτσα Γαλάζη. Δηλώνει ότι αγαπά την Κύπρο και τους ανθρώπους της, αλλά και το ψωμί, το κρασί και την φιλοξενία της. Εκφράζει την ξεχωριστή αγάπη που τρέφει για την θάλασσα, την οποία υπηρετεί για 39 χρόνια και υμνεί μέσα από τα ποιήματά του. Αναφέρεται στα πολλά ταξίδια που πραγματοποίησε με προορισμό την Αυστραλία, με το καράβι "Κερύνεια". Περιγράφει την προσωπική του γνωριμία με τους ποιητές Σικελιανό, Σεφέρη και Ελίτη, αλλά και τον Κύπριο Δημήτρη Λιπέρτη. Η Πίτσα Γαλάζη του ζητά να διαβάσει ένα από τα ποιήματά του και ο ίδιος επιλέγει και διαβάζει το "Πούσι", το οποίο έγραψε το 1940.
Πηγή: https://vimeo.com/815220319?fbclid=IwAR2u54g87cdGdrB7CI4wuvgi9K_yjEda8UJS7yeKaoOxjeNL-L5M1ovxXn8
Στον Π. Τζόανο
Είναι κάτι μεσόκοποι καπεταναίοι Εγγλέζοι,
που φάγανε τα νιάτα τους στις γέφυρες απάνω,
σε βάρδιες εξαντλητικές, κοιτώντας τα φανάρια,
σε θεωρίες παράξενες για στίγματα, για μήκη,
που όλη στο νου τους κλείσανε τη ναυτική επιστήμη.
Μα θες από την κούραση ή απ' το πολύ που επίναν
έπεσαν έξω, το μεγάλο δίπλωμά τους πήραν,
στη «Μαύρη Λίστα» γράφτηκαν κι ένα χαρτί τους δώσαν,
ένα χαρτί που δίνουνε μονάχα στους λοστρόμους.
Και τότε αυτοί, από κούραση κι από πικρία γιομάτοι,
στις πολιτείες τους μείνανε και δεν εξαναφύγαν.
Ξέρω κάτι μεσόκοπους Εγγλέζους καπετάνιους,
αλκολικούς, με τις χρυσές που σχίστηκαν στολές τους,
που όλη τη μέρα μες στα μπαρ γυρίζουνε και πίνουν,
τσίκλα μασάν, αισχρολογούν, φωνάζουν, φτύνουν χάμω,
μα σαν βραδιάσει κι αρχινάν να φεύγουν τα καράβια,
κάνοντας μέσα στα νερά του λιμανιού μπρος πίσω,
βγαίνουν αυτοί και κρίνουνε με πείσμα τις μανούβρες.
Πολλές φορές μαλώνουνε, παίζουν γροθιές και βγάζουν
κάτι μαχαίρια ναυτικά του Σέφιλντ σκουριασμένα.
χτυπιούνται και πεθαίνουνε πάνω σε μπάλες κάμποτ
η σε τσουβάλια απ' το Penang μπαχαρικά γιομάτα.
Στον Μ. Καραγάτση
Του Άλμπορ το φανάρι πότε θα φανεί;
Οι μαθήτριες σχολάσανε του ωδείου.
Φωτεινές ρεκλάμες της οδού Σταδίου.
Γέφυρα βρεγμένη σκοτεινή.
Μάτι ταραγμένο μάταια σε κρατώ
στον καιρόν απάνω του Σιρόκου.
Δούλευε το φτυάρι, μαύρε του Μαρόκου
που μασάς βοτάνια για τον πυρετό.
Φεμινά!... Χορός των κεφαλών.
Κ' οι Ναγκό χορεύουν στην Ασία.
Σε πειράζει -μου 'πες- η υγρασία
κ' η παλιά σου αρρώστια της Τουλών.
Τζίντζερ, που κοιτάς με το γυαλί,
το φανάρι του Άλμπορ δεν εφάνη.
Βλέπω στο Λονδίνο εγώ τη Fanny
στο κρεβάτι σου άλλον να φιλεί.
Κρέας αλατισμένο του κουτιού.
Μύωπα καπετάνιο μου και γέρο,
ένα μαγικό σκονάκι ξέρω
τέλειο για την κόρη του ματιού.
Άναψε στη γέφυρα το φως.
Μέσα μου μιλεί ένας παπαγάλος
γέρος στραβομύτης και μεγάλος
μα γιομάτος πείρα και σοφός.
Μέσα μου βαθιές αναπνοές.
Του Κολόμβου ξύπνησαν οι ναύτες.
Όλες τις ρουκέτες τώρα καφ' τες
και Marconi στείλε το S.O.S..
Πούσι, 1947
Αρλέτα- Black and white
Στο Γιώργο Παπά
Να ζεις στην ίδια πολιτεία παντοτινά
και να `χεις των αναχωρήσεων τη μανία,
μα φεύγοντας απ’ το γραφείο τα βραδινά
να κάνεις οφθαλμοπορνεία στα καφενεία.
Άλλοτες είχαμε τα πλοία κρυφό σκοπό,
μα ο κόσμος έγινε σαν αδειανή φυλλάδα,
είναι το ίδιο πια να μένεις στην Ελλάδα
με το να ταξιδεύεις στο Fernando Po.
Τα φορτηγά είναι κακοτάξιδα κι αργούν,
μες στα ποστάλια πλήττεις βλέποντας τουρίστες,
το να φορτώνεις μήνες ρύζια στο Ραγκούν
είν’ ένα πράγμα που σκοτώνει τους αρτίστες.
Οι πόλοι γίνανε σε μας πολύ γνωστοί,
θαυμάσαμε πολλές φορές το Βόρειο Σέλας
κι έχουν οι πάγοι χρόνια τώρα σκεπαστεί
από αδειανά κουτιά σπανιόλικης σαρδέλλας.
Στην Ταϊτή έζησε μήνες κι ο Λοτί,
αν πας λιγάκι παρακάτου, στις Μαρκίζες,
που άλλοτες τρώγανε μπανάνες κι άγριες ρίζες,
καλλυντικά τώρα πουλάνε του Coty.
Οι Γιαπωνέζες, τα κορίτσια στη Χιλή,
κι οι μαύρες του Μαρόκου που πουλάνε μέλι,
έχουν σαν όλες τις γυναίκες τα ίδια σκέλη
και δίνουν με τον ίδιο τρόπο το φιλί.
Η αυτοκτονία, προνόμιο πια στα θηλυκά
κάποτε κάναμε κι εμείς αυτή τη σκέψη.
Πεθαίνεις πιο σιγά με τα ναρκωτικά,
μα τελευταία κι αυτά τάχουν νοθέψει.
Μαραμπού, 1933
Τοπωνύμια:
Fernando Po: το νησί Μπιόκο στον κόλπο της Γουϊνέας
Ραγκούν: πρωτεύουσα της Μπούρμα
Μαρκίζες: νησιά στον Ινδικό ωκεανό (Marquesas)
στο Θανάση Καραβία
Οι Γιαπωνέζοι ναυτικοί, προτού να κοιμηθούν,
βρίσκουν στην πλώρη μια γωνιά που δεν πηγαίνουν άλλοι
κι ώρα πολλή προσεύχονται, βουβοί, γονατιστοί
μπρος σ' ένα Βούδα κίτρινο που σκύβει το κεφάλι.
Κάτι μακριά ως τα πόδια τους φορώντας νυχτικά,
μασώντας οι ωχροκίτρινοι μικροί κινέζοι ρύζι,
προφέρουνε με την ψιλή φωνή τους προσευχές
κοιτάζοντας μια χάλκινη παγόδα που καπνίζει.
Οι Κούληδες με τη βαριά ωχροκίτρινη μορφή
βαστάν σκυφτοί τα γόνατα κοιτώντας πάντα κάτου,
κι οι Αράπηδες σιγοκουνάν το σώμα ρυθμικά,
κατάρες μουρμουρίζοντας ενάντια του θανάτου.
Οι Ευρωπαίοι τα χέρια τους κρατώντας ανοιχτά,
εκστατικά προσεύχονται γεμάτοι από ικεσία,
και ψάλλουνε καθολικές ωδές μουρμουριστά,
που εμάθαν όταν πήγαιναν μικροί στην εκκλησία.
Και οι Ελληνες, με τη μορφή τη βασανιστική,
από συνήθεια κάνουνε, πριν πέσουν , το σταυρό τους
κι αρχίζοντας με σιγανή φωνή «Πάτερ ημών...»
το μακρουλό σταυρώνουνε λερό προσκέφαλό τους.
Μαραμπού