Θυμάσαι, Κόλια, ένα κοριτσάκι, που μια συννεφιασμένη μέρα του περσινού χειμώνα το κοροϊδέψαμε, σ’ εκείνο το δρομάκι πίσω απ’ τον «Ευαγγελισμό»; Παρουσιάστηκες συ για Καραγάτσης και ΄γω για Μαραμπούς. Ούτε χάσαμε ούτε κερδίσαμε κι οι δύο στην αλλαγή. Δυο παλιάνθρωποι που σκαντζάρουν τα πασαπόρτια τους, πάντα παλιάνθρωποι μένουν.
Με ρώτησε πώς και τη θυμήθηκα, μετά τόσον καιρό. Δεν ήξερα τι ν’ αποκριθώ. Αναμάσησα τα αιώνια βρομερά λογοτεχνικά ψέματα, γιατί δεν είχε την απαιτούμενη φιλοσοφική προδιάθεση να δεχτεί την ομολογία της κυνικής αλήθειας. Άκουσε τις υποκριτικές δικαιολογίες μου με αγγελική αφέλεια, και μου είπε: «Δίχως άλλο δεν θα ΄χετε φίλους».
Τότε η πηγή της ψευτιάς στείρεψ’ εντός μου, και αποκρίθηκα: «Φίλους; Έχω έναν, μα δεν είναι δω. Λείπει ταξίδι». Κι έτσι ήρθε η κουβέντα για σένα. Και κράτησε πολύ.
Σήμερα κοιτούσα στο χάρτη πού βρίσκεται η πολιτεία της διαμονής σου. Κι είδα πως η θάλασσα δεν είναι κοντά. Κι ένιωσα πόσο θα υποφέρεις. Η φυγή; Ο στρατιωτικός ποινικός νόμος την ονομάζει λιποταξία και τρεις στρατοδίκες την τιμωρούν με θάνατο. Ο θάνατος μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα δεν αξίζει πολλά πράματα. Αν ήσουνα μέσα στο “Royal Oak” την ώρα που βυθίστηκε περήφανα, ίσως να ΄βρισκες τη Μοίρα σου στο βούρκο των μπάνκων του Dogger Bank. Έχεις βρει, καλότυχε, τον «ωραίο θάνατό» σου, και θα τον πετύχεις. Μα εγώ, πώς πρέπει να πεθάνω, για να πεθάνω «ωραία»;
Στο τέλος αυτής της βδομάδας, ή αρχές της ερχόμενης, θα συναντηθούμε. Έχω δουλειά στην Καβάλα. Και δεν θα λείψω να πεταχτώ ώς αυτού, να σε ιδώ, να τα πούμε, να τα μιλήσουμε.
Γεια χαρά,
Μ. Καραγάτσης
Μη λησμονείς να μου γράφεις
...........................................................................................................................................................................................................
Σεβάχ Θαλασσινέ,
Δεν υπάρχει λόγος πως πρέπει να μπαρκάρεις. Όχι τόσο για τις 40 μηνιάτικες στερλίνες, όσο γιατί η θάλασσα είναι θάλασσα και συ Μαραμπούς. Τα λιμάνια πάντοτε απομένουν λιμάνια, κι οι πόρνες τους δεν επλάσθησαν απ’ τον Γιεχωβά για να γιάνουν τις αρρώστιες, μα για να τις δίνουν. Μη θαρρείς πως ένας πόλεμος μπορεί να έχει την παραμικρότερη επιρροή στις μεγάλες γραμμές της ζωής. Ένα, μόνο, κατορθώνει ο πόλεμος: Φέρνοντας τον θάνατο στο προσκήνιο, κάνει τη ζωή πιο έντονη, πιο ξεφρενιασμένη.
Τρύγα την ηδονή όπου κι όπως τη βρεις, κάτω απ’ οποιαδήποτε μορφή της. Το κορμί μας, που τόσους πόνους μας στοιχίζει, έχει την υποχρέωση, σε αντιστάθμισμα της οδύνης να μας χαρίζει την ηδονή. Αυτή είναι η μεγάλη σαρκική δικαιοσύνη.
Ο Γιούγκερμαν γύρισε στη Φινλανδία να πεθάνει καβαλώντας την Ντάινα. Μα σήμερα πήρα τηλεγράφημά του. Ξαναφόρεσε τη στολή του εσσαούλ των κοζάκων και πολεμάει για τη λευτεριά της πατρίδας του, στα έλη της Καρελίας. Ίσως να πεθάνει από σφαίρα μπολσεβίκου πριν προφτάσει να πάει τη στερνή, υπέροχη και θανάσιμη ιππασία του.
Στον Πυρσό έβγαλα την τρίτη έκδοση του Λιάπκιν. Στον Γκοβόστη τυπώνω διηγήματα. Το s/s «Tynebdidge» προσέκρουσε σε μαγνητική νάρκη στ’ ανοιχτά του Κορνγουώλ, και το α/π «Χίμαιρα» ετορπιλήσθηκε από γερμανικό υποβρύχιο 200 μίλια δυτικά της Ιρλανδίας. Δεν έχω υλικό ούτε κουράγιο να σκαρώσω καινούργια βαπόρια. Ο κατά θάλασσαν πόλεμος με νέταρε. Το κουφάρι του Μακ Γκρέγκορ πλέει στους ωκεανούς έχοντας πανί το κιμονό της Γιαπωνέζας δεμένο στο υπερφίαλο πέος του. Τα σκυλόψαρα σε περιμένουν.
Γεια χαρά
Μ. Καραγάτσης
......................................................................................................................................................................
Φίλε Καραγάτση,
Τελευταία σ’ έχω πάρα πολύ σκεφτεί και πεθυμήσει. Έτσι να ‘ρθω μια μέρα από το Γραφείο ν’ ανεβούμε μαζί στην Αθήνα ή ένα μεσημέρι στο σπίτι να πιούμε καφέ και λικέρ κοιτάζοντας το λεύκωμα με τις ζωγραφιές του παράξενου Φλαμαντέζου ή του Λωτρέκ. Κατόπι να μου διαβάσεις το τελευταίο σου διήγημα κι εγώ να χαίρομαι, να συγκινούμαι, να ξαναταξιδεύω καθώς σ’ ακούω και να καπνίζω. Να σωθούν να τσιγάρα μου και να βάλω χέρι στα δικά σου. Κατόπι να κατεβούμε στο Παλιό Φάληρο. Να ΄ναι χειμώνας και ήλιος. Έπειτα να χωρίσουμε εκεί στη στροφή της οδού Βουκουρεστίου προς το Σύνταγμα, αφού πρώτα πειράζαμε τον Χρυσόστομο ή μάλλον μας πείραζε, να τραβήξεις για το King George κι εγώ για τις άσκοπες νυχτερινές περιπλανήσεις. Βγάλε από τα γράμματά σου αυτό το αυστηρό ύφος που δεν ταιριάζει στη φιλία μας, τη μεγάλη φιλία μας. Γράφε μου όπως τότε στην Ξάνθη. Βρίζε με αλλά δίχως γάντι. Έμαθα πως βγάνεις βιβλίο τώρα γρήγορα. Μεγάλη η επιθυμία μου και η περιέργειά μου. Θα σου είναι δύσκολο να τις ικανοποιήσεις;
Γράφε μου. Γράφε μου συχνά. Όσο μπορείς. Αν άργησα να σου απαντήσω δε φταίω. Του Βαγγελάκη έγραψα χθες ευχαριστώντας.
Στην κυρία τα σέβη μου και στη Μαρίνα ένα φιλί.
Σε φιλώ
Καββαδίας
......................................................................................................................................................................
Αδελφέ
‘Ησουνα μακριά. Πού ήσουνα; Πού ταξίδευες, τόσα χρόνια; Σε ποιες θάλασσες έπλεγες, ποιους ουρανούς αντίκριζες; Τι σε δίδαξαν τα πορφυρά κύματα, τα ματωμένα σύννεφα; Βρήκες τον κόσμο που ονειρευόσουνα; Κατάφερες να λησμονήσεις τον γαμημένο κόσμο που παράτησες; Και που εμείς ─οι άλλοι─ τον αγαπούμε, ακριβώς επειδή είναι ξεκωλιάρης;
Χρόνια σιωπής. Θυμόμουνα εκείνο που κάποτε είπε ο αδελφός σου: «Σκοπός είναι να έχεις ταλέντο ανθρώπου». Κι απορούσα: Πώς γίνεται, ο άνθρωπος που ξεστόμισε αυτόν τον πάνσοφο λόγο, να χάσει το ανθρώπινο ταλέντο του; Χρόνια σιωπής. Κι έξαφνα, γράμμα από το Πόρτο-Φίνο, από το Κολόμπο, από την Αουστράλια. Οι θάλασσες ξαναπήραν το βαθυκύανο χρώμα τους; Ο ουρανός ξανάγινε γαλάζιος; Από ποιο μακρινό ταξίδι γυρίζει πάλι, κοντά μας, ο χαμένος αδελφός;
Εσύ συναπάντησες παράξενους καιρούς στο μεταφυσικό ταξίδι σου. Εμένα, εφέτο μ’ έδειραν τα μελτέμια του Αιγαίου. Στη Μύκονο, στην Άντρο. Κλεισμένος σε μια κάμαρα, πλάι στο κύμα, έγραφα την ιστορία της φυλής των Ελλήνων. Γαμημένη ιστορία ξεκωλιάρας φυλής. Είναι αφάνταστο πώς κατέχουμε την τέχνη να κυλιόμαστε στο βούρκο και να περιπλανιόμαστε στ’ αστέρια. Σαράντα αιώνες αυτό το βιολί. Περισσότεροι ναι, λιγότεροι όχι. Πώς να τους ξεγράψεις, τους αφιλότιμους; Περί το δειλινό, στοχαζόμουν ξαπλωμένος, σε κάποια αμμουδιά. Δίπλα μου, μια γυναίκα που έλεγε στίχους του χαμένου αδελφού. Στίχους γαμημένους. Α! την έσκισε, ο μπινές, τη θολή γραμμή των οριζόντων! Βούλιαξε στη θολούρα της μεταφυσικής, σαν ψαράκι στο νερό. Μαστούρωσε, ντερβίσης γίνηκε. Την ανθρωπότητα βάλθηκε να σιάξει κι αυτός. Τσιμέντο να χύσει στο μουνί της πουτάνας. Μπετό στην κωλοτρυπίδα της Γεωργίας της κουτσής. Δεν του έφταναν τα ποιήματα που έγραψε ─ο κίναιδος─ όταν ήταν λεύτερος να κάνει τέχνη την ανθρωπιά του. Αλλά πριν φύγει, μας τ’ άφησε να τα χαιρόμαστε. Τον ευχαριστούμε, για τη χαρά. Ατίμητα πετράδια, για εμάς, τα ποιήματά του. Στολίζουν υπέροχα τον άδικο κόσμο μας. Τον κάνουν να φαίνεται ωραίος. Τον κάνουν ωραίο. Στον άλλο ─τον δίκαιο─ δεν έχει ποιήματα του αδελφού μου. Δεν έχει παρά ελπίδα δικαιοσύνης. Και ντερβισάδικα τροπάρια που υμνούν δυο μεγαλοφυή μουστάκια, απ’ όπου κρέμεται το αβέβαιο όραμα ενός μελλοντικού κόσμου, όπου όλοι οι άνθρωποι θα τρων ─και θα χέζουν─ τις ίδιες ακριβώς ποσότητες τροφίμων και ποιότητες σκατών.
Μέτρησε τις ρίζες της ψυχής σου, να ιδείς πόσο μακριά πηγαίνουν…
Ο αδελφός σου
Δημήτρης
Από την αλληλογραφία μεταξύ του Μ. Καραγάτση και του Ν. Καββαδία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου