Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Αγγελάκη-Ρουκ Κατερίνα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Αγγελάκη-Ρουκ Κατερίνα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 11 Αυγούστου 2025

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ - Ημερολόγιο


του Βύτου και της Αλιείης

Το σώμα μου έγινε η αρχή ενός ταξιδιού.

Φώτα της παραλίας νεκροπομπή
για τα χόρτα του καλοκαιριού.
Τα καλέσματα των μανάδων
σε εσπερινή μετάνοια
πήραν ήχο φθινοπωρινό.

Πηγαίνω στην πρώτη βροχή
πού ‘ρχεται από τη θάλασσα.
Τη φυγή - τελείωση πανάρχαιας δίψας - 
την ονόμασαν για μένα θάνατο.

Να ‘ναι αργός ο δρόμος του ανέμου.
Σιγά να χαράζουν τα περιβόλια του ορίζοντα
να τα καλλιεργήσουμε οι σύγχρονοι του τέλους.

Σιωπηλά τα καΐκια περιμένουν τη μέρα
στη νυχτερινή πραότητα του λιμανιού.
Η γεύση του σταφυλιού και του σύκου
ανήκει πια στους τόπους της μνήμης.

Το σώμα μου έγινε η αρχή ενός ταξιδιού.

Κατερίνα Αγγελάκη- Ρούκ ( 1939 -2020 )
Πηγή: «Όταν το σώμα- Επιλογή 1963 -1988»
Εκδόσεις: Ύψιλον- Αθήνα 1988

Δευτέρα 31 Μαρτίου 2025

Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ - Σημειώσεις για το βιβλίο του πατέρα


Έμπαινε ο γέρος μέσ’ τη νύχτα του
καράβι όλο φώτα στο λιμάνι το βράδυ.
Ήταν το νησί σε άνοιξη μικρή
ξαφνικά έβγαινε ο ήλιος
χτυπούσε τις πλάκες
χανόταν πάλι.
Τι ήξερε πια από άνοιξη ο ηλικιωμένος;
Τη συλλάβιζε όπως τ’ αλφαβητάρι το παιδί
κι αργόμυαλα συμπέραινε το άνθος.
Κιόλας κάτι σαν το χώμα
είχε γίνει επιφάνεια μόνο.

Έμπαινε ο πεπερασμένος
στην τρύπα του κάρβουνου
στην παλιά σακούλα
φορτωμένος τις τέσσαρες εποχές
τις τέσσαρες ηλικίες
τα βαθιά γεράματα.
Καφέ κηλίδες στα χέρια
κι απελπισμένες φλέβες γαλανές.

Τα χαράματα που γεννήθηκε
ήταν χιονισμένο το χωριό
τα μποστάνια μπλάβ’ απ’ το κρύο.
Ήρθ’ ο πατέρας του απ’ το δάσος
με σκοτωμένο αγριόχοιρο
να κρέμεται στον ώμο•
τον ξάπλωσε μπροστά στο τζάκι.
Χιόνι και θήραμα
μικρά μαγικά σημάδια
γύρω από μια χειμωνιάτικη κοιλιά.

Ο γέροντας τώρα δεν έχει όνομα.
Έχει χόρτα, μυρμήγκια,
δεν έχει όνομα.
Πώς να τον ονομάσω;
μια και σαν άγιος αμάρτησε
σαν αμαρτωλός αποθεώθηκε
στους ουρανούς
μαζί μ’ όλα τα καλά
τα ενοχλητικά ζουζούνια;
Άθεος ορθόδοξος
επίορκος
ακολουθεί τη λειτουργία
ο Γιάννος
με βαρειά κατάληξη, βαρειά προσφορά
κάτι από το Βόσπορο
και την Ελληνική μυθολογία
των Στενών.

Γιάννο πεθαίνεις
τι να θυμηθείς;
Χρόνια τώρα πεθαίνεις,
υποχωρείς,
οι μεγάλες κλωστές κόπηκαν
οι μικρές μένουν
το γάλα, το φάρμακο, ο ιδρώτας…
Τι να θυμηθείς
μέσ’ απ’ τους ατμούς του μνημονικού σου;
– Το βράδυ εκείνο θα θυμηθώ
πούμουνα παιδί οκτώ χρονώ
και στο μουλάρι πάνω ο πατέρας μου
κι εγώ στα καπούλια
διασχίζαμε τα περιβόλια
τα νερά,
με φεγγάρι ολόγιομο.
– Τι έκανες μέσ’ τη νύχτα
παιδί πράμα
τι σε ξεσήκωνε ο γονιός
από τα ρούχα;
– Θα πιάναμε τον κλέφτη.
Μακρυνός και κακόβουλος συγγενής
ερχόταν και μας έκλεβε τα καρπούζια.
Παραφυλάξαμε,
και νάτος.
Μ’ ένα μεγάλο σακί
κόβει, ξεριζώνει
γιομίζει το σακί.
Ο πατέρας ήταν άγιος άνθρωπος
μα σαν τη θεία δίκη
πετάχτηκε μπροστά
λουσμένος το φεγγάρι.

Ποιος χτυπάει το τζάμι;
Ένα πουλί!
Φαντάστηκες ποτέ πουλί
τόσο επίμονα με τη μύτη
τικ τικ, τικ τικ
κι έπειτα πάλι: τικ τικ…
Τι θέλει το πουλί
απ’ το δωμάτιο;
Τη φύση ολόκληρη έχει στο περιβόλι
με χίλιους κλάδους
κι άλλες τόσες μυρωδιές
στα πράσινα.
Φωλιά θέλει να κάνει
τόπο προφυλαγμένο ψάχνει
απ’ τους ανέμους, τα θηρία
ν’ ακουμπήσει τ’ αυγά.
Και το πουλί να γυρεύει σιγουριά;
Αχ αν ήμουνα πουλί
αν ήμουνα πουλί
έστω και μικρούλι τόσο δα
σαν αυτά που ζωγραφίζουν στα παραμύθια
να τουρτουρίζουν στο κρύο
αν ήμουνα πουλί
με σύντομη ζωή
δεν θα φοβόμουνα το θάνατο.
Το δωμάτιο με τρομάζει
το σπίτι σαν τρίζει τη νύχτα
κι ακούω μόνο την καρδιά μου,
κοιτώ τη φλέβα να κάνει
τις κινήσεις της
κι όλο το σώμα να την ακολουθεί.
Αν σταματήσει, Θεέ μου!
εδώ μέσα στους τέσσερες τοίχους
με τα παράθυρα σφαλιστά
και τον ηλεκτρικό γλόμπο
αν σταματήσει
έτσι ξαφνικά, όπως άρχισε
πριν απ’ το φόβο
πριν αποκρυσταλλωθώ στο χώρο
του μοναδικού φόβου;
Πουλί, μικρό πουλί
και στην τέφρα
πάλι τη ζωή τιτιβίζεις
εσύ,
κι όλα όσα είναι έξω από το τζάμι.

Ποιητικά ο Γιάννος δεν υπάρχει.
Τίποτα δικό του δε μετουσιώθηκε ποτέ
δεν μεταμορφώθηκε
σε πράγματα μετά τα φυσικά.
Ποιητικά ο Γιάννος
ποτέ δεν βγήκε απ’ το περιβόλι
σαν το γέρο σκίνο
μπέρδευε τα νέα με τα παλιά κλαριά.
Κι όταν εύρισκε του σκουληκιού το χνάρι
πάνω στο φύλο
ή με το δάχτυλο περπατούσε
τις γειτονιές των άστρων
όταν μουρμούριζε:
αυτός που αρνήθηκα τάφτιαξε όλα τούτα
ήταν ο Γιάννος
σκοινί τεντωμένο
απ’ τη μια ως την άλλη άκρη
της προσευχής.

Τη μοναξιά του γέρου
προσπαθώ να μαντέψω
γαλακτερές σαν γίνονται οι ώρες
σαν ο αέρας είναι μόνο αέρας
κι η απουσία όχι γυρισμός.
Η σκάλα, οι τοίχοι οι φραουλιοί
τα φρύγανα στο τζάκι
κι ο γέρος ν’ αργοκουνιέται
στο σημείο εκείνο
που ο ναρκωμένος ύπνος
είναι πιο εμφατικός απ’ τη ζωή.

Ησυχία…
κάποιος σέρνεται στο κτήμα
κάποιος πιλατεύει το χώμα
το άσπρο χώμα της νύχτας.
Περιμένω να μεγαλώσει το φεγγάρι,
να μαλακώσουν όλα μέσα μου
να θυμηθώ
να θυμηθώ όλα τα θαύματα
κι εκείνο που δεν γνώρισα
πιο πολύ απ’ όλα.
Ήθελα νάμαι σ’ αυτό που γεννιόταν
και σ’ αυτό που τελείωνε
τούκανα μάγια του πατέρα πούφευγε,
ξόρκια της αγάπης.
Στο τέλος της νύχτας
στο τέλος της ρεματιάς
στη δύση του φεγγαριού
θάφευγα γω ερωτευμένη
συνεπαρμένη
στο θάνατο αμέτοχη
μ’ όλες μου τις δυνάμεις άλιωτες
για την αιωνιότητα.

Σε τόπο χλοερό
σε τόπο σκιερό
σε τόπο βάρβαρο με ροδοδάφνες
από κάτω αρχίζει όλη αυτή η βλάστηση
που υμνολογώ
από κάτω αρχίζει
ν’ ανεβαίνει η μοίρα.


Πηγή: Αγγελάκη-Ρουκ: Ποίηση, 1963-2011,Καστανιώτης,2014

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2025

Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ -Οι εραστές μας ήταν κακοί ποιητές

Στη Λιάνα Σακελλίου-Schults
 
Οι εραστές μας ήταν κακοί ποιητές
το ξέραμε και τότε.
Όμως σάρωνε ο αέρας
τού κάθε σερνικού τοπίου
τούς στίχους «εκείνου»
και τούς ξανάφερνε αλλαγμένους
λες και μια άγια θεά
τούς είχε περιχύσει νόημα.
Πρόφεραν οι άντρες τις συνηχήσεις τους
κι ήταν σαν ένα ζωύφιο γραφικό
να πετούσε γύρω απ᾿  το λαιμό μας,
ενώ οι περιπτύξεις τού φεγγαριού
έκαναν τις επιφανειακές στροφές
να μοιάζουν με βαθιά πράξη.
 
Και τα μαλλιά, ο σβέρκος,
διόρθωναν δυναμικά
την κοινοτοπία των επιθέτων.
Η ματιά είχε γιομίσει
τόση σημασία, που τι σημασία είχε
αν το ποίημα τελείωνε
πριν καλά καλά αρχίσει...
Α! κι ήταν ωραία η εποχή
που μάς σκέπαζαν τα ποιήματα-σεντόνια
ενώ οι δί-στιχες καρδιές μας
είχαν πάρει για  Όμηρο το κορμί
και για αναπνοή τού έρωτα
το ποίημα.
 
Σεπτέμβριος 1995


Ωραία έρημος η σάρκα, 1996

Πηγή: Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, Ποιήματα: 1963-2011, Εκδόσεις Καστανιώτη


 

Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ - Αυτό



Θυμάμαι είχα αρχίσει ένα μακρύ Ποίημα.
Έλεγα θα ’ναι ένα μακρύ ποίημα και θα λέει γι’ αυτό.
Αυτό; Ποιο «αυτό»;
Καθόμουνα μπροστά σ’ ένα τραπέζι φαγωμένο, ξύλινο
με σκασμένη την πράσινη μπογιά
«Η ζωή μου το μόνο αιώνιο πια» έλεγα
όπως ροζ φύλλα από παλιά τετράδια
φύλλα της καρδιάς
ζουμερά χείλια, φωτεινά μαλλιά
σ’ αστραποβόλους καθρέφτες
φεύγαν σαν σε τραίνα φορτωμένα
τραίνα αστραπή.

Η ζωή όμως έμενε
κι είχε μια γεύση, μια γεύση…
Κάποτε είχα πάρει μέρος σ’ ένα γλέντι
κάποτε –πού;- κάτι μου είχε προσφερθεί
ένας καρπός στρογγυλός, ένα σώμα
άλλο απ’ το δικό μου με είχε απορροφήσει.
Το μυαλό μου κάνει την κίνηση του χεριού
που ψάχνει κάτι στο βάθος μιας τσάντας
απορούν τα δάχτυλα του νου
μ’ αυτό που συναντούν:
μιαν απειλή ασώματη
κάτι σαν κόρα ψωμί που έμεινε στον πάτο.
Οι καλοί ζωντανοί μου, σιωπηλοί
κάθονται στο μισοσκπόταδο, κάτι ακούν…
κάτι τους συγκινεί και κουνούν το κεφάλι
-κεφάλι λευκό-
οι πεθαμένοι άρρωστοί μου
γλιστρούν τα ταραγμένα ποιήματά τους
κάτω απ’ την πόρτα μου
ανάμεσα στους στίχους τους διαβάζω
«ο θάνατος αναβάλλεται, ο τρόμος ποτέ».
Όμως περ’ απ’ την υφή της απειλής
ψάχνω μιας αδιόρατης συγκίνησης τη ρίζα.
Όταν «συντροφίτσα μου» μ’ έλεγε η μάνα μου
ή όταν ακούμπαγα σε στήθος με γυμνή καρδιά;
«Τι να ’ναι αυτά; Τι να ’ναι αυτά;»
ακούγεται μέσα μου να τσιρίζει
ένα πουλί στριγγό
«Δεν είναι αυτό που ψάχνεις, δεν είναι αυτό»


Ωραία έρημος η σάρκα, 1996

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2024

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ -Τουρισμός

 Μέρμηγκες άνθρωποι

όλο και πιο τουριστικά φέρονται

στη ζωή

χαϊδεύονται χωρίς ποτέ

να φτάνουν στο κουκούτσι


Πηγή: Ποίηση 1963-2011, εκδόσεις Καστανιώτη.

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2024

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ - Ποιήματα

 

ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
Θυμάμαι είχα δει ένα όνειρο
για τα γράμματα και που να τα βρω...
Το Άλφα θα το 'βρισκα σε άγριο τοπίο
φτερό-ανάσα άσπρου πουλιού σ' αγκάθι σκαλωμένο.
Το Βήτα στα βότανα. Έψαχνα για φάρμακο
ν' αλαφρώσει το βάρος του ήλιου που πέφτει
ν' αντέξω την τέφρα της νύχτας
κάθε φορά η τελευταία νύχτα.
Το Γάμα στα γλυκά της μάνας μου.
Γιορτάζει εκείνη τη γέννησή μου πιο πολύ από μένα
σαν πλησίαζα λουσμένη, καθαρή
να της υποσχεθώ πως ζούσα, παρ 'όλ' αυτά
ζούσα και σιγομουρμούριζα τραγούδια
με την παράφωνη ύπαρξή μου, παρ' όλ' αυτά.
Κι ήταν εκείνο το Έψιλον
έβλεπα στον ύπνο μου ότι καμιά του λέξη
δεν καταλάβαινα, ούτε αυτόν τον έρωτα.
Κι έψαχνα σε βουνά λεξικά
και μόνο Ενοχή έβρισκα
που δεν ήτανε σβησμένη.

Θα 'γραφα ένα μεγάλο γράμμα στα γράμματα.
Θα τους έλεγα πως δεν φταίνε αυτά
όταν λαθεύω, όταν ανορθόγραφα εξομολογούμαι
όταν παρερμηνεύω τις καλοσύνες της ημέρας
όταν πέφτω σε παράπτωμα
λέω παράπτωμα κι εννοώ
για το θάνατο να ζητώ εξηγήσεις.
Αγαπημένα μου γράμματα -θ' άρχιζα-
χαϊδευμένα μου φωνήεντα, ανθεκτικά σύμφωνα
πώς βγήκατε ξαφνικά σαν μυρμήγκια από τη γη
και μπήκατε σε μια σειρά, σ' ένα σκοπό
μαυριδερά, με κόκκινες βούλες μουσικής.
Εσείς ίσως ξέρετε
γιατί εγώ δεν ξέρω πώς πλάστηκα
από πού έρχονται εκείνα τα δάκρυα
που εσείς με τόση φυσικότητα περιγράφετε
τι είναι αυτό που νοσταλγώ σαν να το γνώρισα
ξέχασα σαν να το ' χα ζήσει
το περιμένω σαν να μου το υποσχέθηκαν
το φοβάμαι σαν να με φοβέρισαν
και μοιάζει με νερό
που στην επιφάνεια του καθρεφτίζεται μια έρημος
κι είναι σκληρό σαν ατσάλι το νερό
ανατριχιάζει όμως συνάμα, τρέμει
γιατί μόνο αυτό ξέρει
με μια κίνηση να κρύβει και ν' αποκαλύπτει
το τίποτα.
[ΑΥΤΟ από τη συλλογή ΩΡΑΙΑ ΕΡΗΜΟΣ Η ΣΑΡΚΑ της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ]

Ο ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ
Η πεταλούδα προς το φως πετάει
μ' όλο το ασήκωτο βάρος της ομορφιάς
στ' άυλα, λες, φτερά της.
Ο φωτογράφος μένει στο σκοτάδι
γιατί αυτός μέσα στο μαύρο μόνο ξέρει να οργανώνεται.
Όλο ελπίζει πως κάποτε θ' αποτυπώσει τη διαφορά
ανάμεσα στο χωρισμό και το θάνατο
ατέλειες έχει όμως ακόμη πολλές η τέχνη του
αν και όσο πάει μαθαίνει απ' έξω τη νύχτα
παπαγαλίζει το σκοτάδι
κι αισιοδοξεί πως η αδιόρατη στιγμή
όταν η εγκατάλειψη η απλή
μεταμορφώνεται σε θάνατο οριστικό
θα συλληφθεί στο τέλος.
Ο φωτογράφος  απ' όλες τις ιδέες της φύσης
διαλέγει το σώμα
απ' όλα τα αινίγματα τον αφαλό
απ' όλα τα ουράνια θέματα τα υγρά χείλη.
Τρίβει, σβήνει, βουτάει
σε χημικές ουσίες το μπράτσο με τη μισή ουλή
το ελαφρό σκύψιμο της πλάτης
τη λακουβίτσα του γοφού.
Στεφάνι από ελάχιστα εκλεκτά χρόνια
βάζει στην κεφαλή του μοντέλου του
αλλά η ίδια πάλι αποτυχία,
το αρνητικό πάντα στο ίδιο σημείο
παίρνει φως, στα μάτια.

Θα προσπαθήσει ξανά
όταν θα 'χει κάνει όλες τις ασκήσεις σωστά:
τόσο κλάμα, τόση ευεξία.
Όταν θα 'χει προσέξει τη δίαιτά του:
λίγη θλίψη, αρκετή απόσταση
κι άφθονη επιβίωση.
Θα δοκιμάσει με τα τρεμάμενα δάχτυλα της μνήμης
να φωτίσει κείνα τα μάτια
σαν να επενεργούσαν ακόμη
ενώ η σκιά τους θα τονίζει
το αντίθετο του πραγματικού.
Θα συγκεντρωθεί σε δαύτα
αγνοώντας το υπόλοιπο περιβόλι
κι ας αναδίνει ολόκληρο την ευωδιά
που ’χει η ζωή πριν κομματιαστεί
σε τετελεσμένα γεγονότα.

Σκέψου λογικά όλο λέει στον εαυτό του
ο φωτογράφος
αφού τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής
κι η ψυχή είναι αιώνια
θα ’ναι κι αυτά αιώνια.
Θα πλέουν τώρα ή θ’ ανεβαίνουν
θα χαμογελούν ελεύθερα
χωρίς τ’ αφεντικό τους το κορμί.
Τότε ο βιρτουόζος του φάσματος του φωτός
στο λεκανάκι με το φάρμακο της αφθαρσίας
βούτηξε του κόσμου το πιο όμορφο πλάσμα.
Αν και περίμενε βέβαια μερικές αλλοιώσεις
στην πόζα πάνω στο κρεβάτι
στο βαθύ αναστεναγμό στην έξοδο
της αγάπης απ’ το πρωινό όνειρο
υπολόγιζε πώς το πρόσωπο μες στα συντηρητικά
της ερωτικής μνήμης
θα ’μενε άθικτο.

Όμως, οι εύκολες που ’χε προτιμήσει
λύσεις στη ζωή του τον εμπόδιζαν να εργαστεί.
Πώς να δημιουργήσει το αιώνιο
όταν η μικροψυχία του δεν τον αφήνει
να δει τη διαφορά ανάμεσα στην ομορφιά
όταν εσένα μόνο εγκαταλείπει
όμως αλλού πάει να κουρνιάσει
άλλη ζωούλα να περιτυλίξει
άλλον η χάρις της να ελεήσει
σ’ αλλουνού το κατώφλι να κυλήσει
τ’ αστραφτερό νόμισμα της ύπαρξης εκείνης
κι όταν
για πάντα χάνεται το θαύμα
της πατημασιάς του άνω στη γη
κίνηση, φωνή κανέναν δεν αποδεκατίζει
κανείς δεν μεταλαβαίνει το σώμα και το σπέρμα του αγαπημένου.

Ανάξιος στάθηκε τη διαφορά αυτή
ν’ αποτυπώσει ο φωτογράφος.
Κι απ’ την κολυμπήθρα της τέχνης του
αναδύθηκε μια μουντζούρα ζωής
μια μαϊμουδίσια μούρη θανάτου
μια επανέκδοση του αρνητικού
μια ανανέωση της αγιάτρευτης απουσίας
της εγκατάλειψης, της σιωπής.
Αυτό ήταν το μόνο θετικό.
Είχε κατορθώσει ο φωτογράφος
ν’ απαθανατίσει τη σιωπή.
Το μόνο θετικό.
[ΠΡΟΣΩΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΕΛΟΥΣ από τη συλλογή ΩΡΑΙΑ ΕΡΗΜΟΣ Η ΣΑΡΚΑ της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ]

Η ΜΕΤΑΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΕΦΙΑΛΤΗ
Ο εφιάλτης για να γίνει ποίημα
θέλει η σιωπή να 'ναι χωρίς τριγμούς
ψυχής, καρδιάς ή άλλων οργάνων
της ανόργανης χημείας της ύπαρξης.
Στη σιωπή επιτρέπεται να κατοικούν χρώματα
απαγορεύονται όμως οι χτυπητές αντιθέσεις:
μαύρο με ροδαλό
ή με πολυτραγουδισμένο μπλε των ματιών.
Λίγο χωματί ίσως
χάλκινο μαραμένου φύλλου
ή άσπρο με βούλες καφετιές από σβέρκο σκύλου.
Αφού ο εφιάλτης έχει πάρει πια όσο είναι να πάρει μπόι
υποβάλλεται σε σειρά εγχειρήσεων.
Με μεγάλη λεπτότητα πρέπει να του αφαιρεθεί
η λογική υποψία
κι έπειτα χωρίς αναισθητικό
να του μεταμοσχευθεί κάτι
από την έμφυτη καλοσύνη των ανθρώπων.
Η πιο δύσκολη επέμβαση
είναι να τον αποκόψεις απ' τον τρόμο.
Αυτό το πετυχαίνεις με το να βουτάς
αδιάκοπα το κακό όνειρο
στην αγιότητα της φύσης.
Και τότε βλασταίνει το ποίημα,
φυλλαράκι το φυλλαράκι, ανθό τον ανθό,
ασθενικό στην αρχή, τρεμάμενο
ανεβαίνει απ' το μαύρο χώμα που το 'θρεψε
και τολμά.
Τολμά να ονειρεύεται
το αντίδοτο της αγωνίας
το Λόγο
[ΠΡΟΣΩΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΕΛΟΥΣ από τη συλλογή ΩΡΑΙΑ ΕΡΗΜΟΣ Η ΣΑΡΚΑ της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ]

ΦΑΝΗΚΕ ΚΑΙ ΑΠΟ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Ποτέ μου δεν κατάλαβα την άνοιξη
-φάνηκε και από άλλα ποιήματα-
γι' αυτό κι όλες οι παρεξηγήσεις με τη σάρκα
την ελπίδα, την αυτογνωσία μέσα στο χρόνο.
Ποτέ μου δεν κατάφερα να ισορροπήσω
το ετήσιο θαύμα
με την αιώνια σιωπή,
την αλήθεια του ανενεούμενου άνθους
με τον έναν και μοναδικό θάνατο.
Μελέτησα πάλι σήμερα το καινούργιο πράσινο
και πώς ο παγωμένος αέρας έκπληκτος
μπρος στις διαχύσεις της φύσης
κάνει ένα βήμα πίσω.
Το φως ακκίζεται σε μισοκρυμμένες κρυφές
κι εγώ βρέθηκα πάλι εκτός θέματος.
Το θέμα είναι ένα:
το προσωπικό σώμα
κι ο απρόσωπος χαμός του.
[ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΧΩΡΙΣ ΜΕΛΛΟΝ από τη συλλογή ΩΡΑΙΑ ΕΡΗΜΟΣ Η ΣΑΡΚΑ της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ]

ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΙΚΟ
Μην πλησιάζεις
το ξέρω αυτό το βήμα
μες στο σκοτάδι που σιμώνει κι αυτό.
Μη νυχτοπατάς
γιατί φαντάζομαι τα νύχια των ποδιών σου
να λάμπουν σαν αχηβαδάκια
στην άκρη του ωκεάνιου σώματός σου.
Μη μιλάς
την ξέρω αυτή την κουβέντα
για ανέμους δήθεν και για νερά
στην ουσία όμως για όντα
και πώς νιώθουν αυτά όταν τ' αγγίζεις
Μην σκέφτεσαι
τις ξέρω αυτές τις σκέψεις
για το θεό τάχα που κατοικεί
στο ναό του στήθους σου
στην πραγματικότητά όμως
για να με κρατάς έξω από κάθε
ζωικό συμπέρασμα.
Μην ανασαίνεις
πως είναι μου λες απαραίτητο
για να ζεις.
Δεν τα πιστεύω εγώ αυτά
για να με δαιμονίσεις το κάνεις
να με πεθάνεις.
Μην υπάρχεις,
δεν έχει "γιατί". Γιατί έτσι.
Μην πλησιάζεις.
[ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΧΩΡΙΣ ΜΕΛΛΟΝ από τη συλλογή ΩΡΑΙΑ ΕΡΗΜΟΣ Η ΣΑΡΚΑ της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ]

ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟ ΕΡΠΕΤΟ
Ερωτευμένο ερπετό
στο εσωτερικό του σάρκινου οίκου σου
θα συρθώ με την ερείπιο-κοιλιά μου
ως τη χαραμάδα με το ελάχιστο που μπαίνει φως
απ' το απλωμένο έξω μπλε των ματιών σου.
Το κακό δεν είναι η σκόνη ζωή μου
και το σκοτάδι που αρχίζω ν' αντιγράφω
ούτε ο επίμονος στ' αυτιά μου βόμβος
σαν μέλισσες να εγκατέλειψαν
δυο πεθαμένους εραστές
και να φτεροκοπάνε τώρα πια
μ' εκείνων κει το πάθος
δεν είναι που η επιθυμία αρχίζει να μοιάζει
με τρελή γριά κυρία
που στολίζει με νταντελένιο τραπεζομάντηλο
τα άγευστα βυζιά της
θαρρώντας πως πάει να παντρευτεί
αλλά είναι που τολμώ
ο πεπτωκώς οργανισμός εγώ
να ονειρευτώ πως έχω ποδαράκια και φτερά
στον αέρα πως κάνω βόλτες και στροφές
κι ανοίγματα δροσιάς πως βρίσκονται στο μέλλον.
[ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΧΩΡΙΣ ΜΕΛΛΟΝ από τη συλλογή ΩΡΑΙΑ ΕΡΗΜΟΣ Η ΣΑΡΚΑ της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ]

ΠΡΟΜΗΝΥΟΝΤΑΙ ΚΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ
Στο όνειρό μου απόψε
τον καλούσα με το όνομά του
του μιλούσα στον ενικό
με μια οικειότητα που ποτέ
δεν μου είχε επιτρέψει ως τότε.
"Αχ εσύ:" του 'λεγα
και την ποιητική άδεια του ζητούσα
ν' αποσυρθεί ο νους μου
απ' τα εγκόσμια κάλλη του συνομιλητή μου
ν' αδειάσει το κεφάλι μου
από εικόνες που περιέχουν αφές
φωνές όλο γεύσεις από χείλια πατικωμένα με νύχτα.
"Να 'μαι στη σκέψη αγνή, αγνή", παραμιλούσα
"να μη θέλω τίποτα έξω από σένα"

Προμηνύονται κι ευτυχισμένες μέρες
σκέφτηκα μες τη λογική του ύπνου
τώρα που ερωτεύτηκα το θάνατο.
[ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΧΩΡΙΣ ΜΕΛΛΟΝ από τη συλλογή ΩΡΑΙΑ ΕΡΗΜΟΣ Η ΣΑΡΚΑ της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ]

ΠΑΓΟΔΡΟΜΙΕΣ ΨΥΧΗΣ
Μέσα μου μια επιφάνεια γλιστερή
και πάνω της παγοδρομεί η ψυχή μου.
Τι εύθραυστα όλα αυτά, φως
γυαλιστερές πατημασιές
ένα τραγουδάκι ελαφρό που ακούγεται
να βγαίνει αμυδρό απ' το υπόγειο τέλος.
Όπως σηκώνω το πόδι
η γρατσουνιά στον πάγο
το πιο φοβερό μου θυμίζει:
πόσο λεπτούλα είναι η επιφάνεια.
Σταματώ τότε την πιρουέτα στον αέρα
η άβυσσος κι εγώ γινόμαστε ένα
γλιστράω αρτιμελής και φεγγοβόλα
σαν μόλις να βγήκα απ' το καμίνι της ύπαρξης
οι πάγοι λιώνουν στον καύσωνα της φαντασίας
και βρέχει στη ζωή μου πρασινάδα.
[ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΧΩΡΙΣ ΜΕΛΛΟΝ από τη συλλογή ΩΡΑΙΑ ΕΡΗΜΟΣ Η ΣΑΡΚΑ της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ]

Πηγή:https://ai2avatongar.blogspot.com/2015/01/blog-post.html

Τετάρτη 15 Μαΐου 2024

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ - Αυτοσχέδια προφητεία



Ο εαυτός μου, αυτός ο άγνωστος
αυτός που κολυμπάει σε μυστήρια νερά
σκαρφαλώνει, κατρακυλάει και ματώνει ...
Έχασε ακόμη μια χαρά
τις επιτυχίες του πια δεν απολαμβάνει
τις κακές στιγμές του μόνο αναλύει,
ξέχασε τις γλυκές αναμνήσεις
και σχέδια για το μέλλον
έχει καιρό να κάνει.
Ξαφνικά βελούδο άγγιξε
και μάντεψε τ' αγκάθια από κάτω.
Ήταν σα να 'ξερε
πως κι η αφή μπορεί να 'ναι απατηλή
ενώ η νύχτα πιο συχνά
ένα κλέφτη τώρα κρύβει
παρά ηδονικά μυστήρια.
Αλλά, να, που μια στάλα ευλογίας
σα να στάζει στην ψυχή:
βρήκε ο εαυτός μου
μια καινούρια δεξιοτεχνία
την προφητεία
κι ας προλέγει μόνο το τέλος

Δημοσιεύτηκε στο περ. Νέο Επίπεδο, τεύχ. 1, Μάιος 2012

Πέμπτη 9 Μαΐου 2024

Οι Αθηναίοι / Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

 Γεννήθηκα στα Εξάρχεια, Μεταξά και Μεσολογγίου. Και να που με τα χρόνια πάλι εδώ επέστρεψα, ψηλά στην Ασκληπιού όπου ζω τώρα. Τα θυμάμαι, όταν ήμουν κορίτσι, ως μία πολύ συμπαθητική γειτονιά του κέντρου, όπου έμεναν αρκετοί φοιτητές, καλλιτέχνες, άνθρωποι των γραμμάτων κ.λπ., απλοί, φιλικοί, δίχως την κολωνακιώτικη υπεροψία που παραμόνευε λίγα στενά παραπάνω. Τώρα, πια, βέβαια είναι μια περιοχή «καταραμένη», όπως και όλο το παλιό αθηναϊκό κέντρο θαρρώ. Δεν κυκλοφορώ πλέον για να το διαπιστώσω ιδίοις όμμασιν που λένε, αλλά δεν θέλει και πολύ, το «πιάνεις» στον αέρα, ακόμα και από το μπαλκόνι σου.

Βεβαίως και μένω στο νοίκι. Ήταν μια σοφή επιλογή της οικογένειάς μου, που ακολούθησα κι εγώ. «Μα, πώς εσείς, ένας επιτυχημένος δικηγόρος, δεν έχετε αποκτήσει δικό σας διαμέρισμα;», ρωτούσαν τότε κάποιοι τον πατέρα μου. «Μια ιδιοκτησία είναι ήδη αρκετή...», απαντούσε εκείνος, εννοώντας το εξοχικό μας στην Αίγινα με τις φιστικιές, τον μικρό μου παράδεισο. Έναν παράδεισο που χρωστώ, ουσιαστικά, σε μία καταστροφή, μια κι εκείνος το είχε πάρει το '23 μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών – είχαν μεγάλη περιουσία στα Δαρδανέλλια οι παππούδες, αλλά τότε χάθηκαν όλα και μας έμεινε η Αίγινα. Αγαπούσε, ξέρετε, πολύ τη γη και πέρασε και σε μένα αυτή την αγάπη. Δυστυχώς, βέβαια, λόγω υγείας δεν μπορώ πια να ταξιδέψω στο νησί κι αυτό μου έχει στοιχίσει.

«Ανατολίτης» ο πατέρας, «δυτική» η μητέρα, μια και ήταν από την Πάτρα, που στην εποχή της φάνταζε πιο πολιτισμένη και από την Αθήνα. Λιμάνι βλέπετε, πύλη για την Ευρώπη και τα λοιπά, μέχρι όπερα διέθετε. Ένιωθα, λοιπόν, να ενώνω στην ύπαρξή μου Ανατολή και Δύση. Κοσμοπολίτες οι δικοί μου, άνθρωποι ανοιχτόμυαλοι, προοδευτικοί, κοσμοπολίτισσα κι εγώ από κούνια! Περίμενα, θυμάμαι, πώς και πώς να τελειώσω το γυμνάσιο –πήγαινα σε αυτό του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου– και να φύγω στη Γαλλία για σπουδές κοντά στον Νίκο τον Καζαντζάκη, τον νονό μου, που με περίμενε εκεί. Δυστυχώς, απεβίωσε έναν μόλις μήνα προτού κάνω εκείνο το ταξίδι... Εν τέλει, έκανα πρώτα εδώ αγγλική φιλολογία κι έπειτα πήγα κι έμεινα με τη νονά μου, την Ελένη, στη Νίκαια και ύστερα στη Γενεύη, όπου σπούδασα μεταφράστρια και διερμηνέας.

Έγραφα από κοριτσάκι. Αρχικά ιστοριούλες, έπειτα ποίηση. Πρωτοδημοσίευσα στο περιοδικό «Καινούργια Εποχή» το φθινόπωρο του '56. Ήταν το ποίημα «Μοναξιά». Λες κι ήξερα τότε ακόμα, 17 χρόνων κοπέλα, τι ακριβώς σήμαινε αυτό! Ο νονός μου, όταν το διάβασε, ενθουσιάστηκε, μου έκανε κριτική διθυραμβική, αλλά δεν τον πήρα σοβαρά, άργησα να πιστέψω στον εαυτό μου ή μάλλον στη γραφή μου. Με τα χρόνια αντιλαμβάνομαι, βέβαια, πόσο με είχε βοηθήσει το περιβάλλον και τα διαβάσματα που είχα από πιτσιρίκα – σπάνια τύχη. Σπάνιο είναι, όμως, για έναν ποιητή να αναγνωριστεί στην ακμή του και εν ζωή, όπως συνέβη μ' εμένα. Από την ποίηση, ωστόσο, δεν βιοπορίζεται κανείς. Ούτε εύκολα, ούτε καν δύσκολα – βασικά, από τις μεταφράσεις έζησα και ζω.

Σιχαίνομαι το χρήμα και όλη τη νοοτροπία πίσω από την απόκτησή του. Είναι το πιο εθιστικό ναρκωτικό, το πλέον καταστροφικό. Ήμουν, βέβαια, καλοαναθρεμμένη, από σπίτι, στερημένα δεν έζησα, έμαθα όμως να μην κοιτάω πέρα από τα χρειαζούμενα. Αυτό το λιτό πνεύμα διέπνεε όλη την οικογένεια και φυσικά την ανατροφή μου. Ούτε ως κοπέλα μ' ενδιέφεραν τα λούσα – τα διαβάσματα και τα γραπτά μου μ' ένοιαζαν, οι έρωτες επίσης, η τρυφηλότητα όμως ποτέ.

Σε μια συνέντευξη που έδωσα πρόσφατα σε εφημερίδα έβαλαν τίτλο ότι είπα, τάχα μου, πως μόνη ελπίδα μας είναι η καταστροφή. Όμως δεν σοβαρολογούσα, αστειευόμουν. Πιστεύω, αντίθετα, ότι εποχές που είναι πρέπει να αναζητήσουμε ξανά την ελπίδα, μια ελπίδα που περιπλανιέται δεξιά-αριστερά άστεγη, άνεργη, αποπροσανατολισμένη, να τη στεγάσουμε εντός μας και τη βάλουμε να μας κάνει καμιά δουλειά. Για να γίνει, βέβαια, αυτό θα πρέπει να πάψουμε τις διχόνοιες και να συνενωθούμε. Αρκετά με τους εμφύλιους διχασμούς σε αυτήν τη χώρα. Και σιγά τους διχασμούς δηλαδή, εγώ απλώς βλέπω να τσακώνεται το αφεντικό του Κώστα με το αφεντικό του Νίκου και ο υπάλληλος της Καίτης με τον υπάλληλο του Γιώργου, δεν μπαίνει δηλαδή καν θέμα ουσιαστικών διαφορών...

Η ποίηση δεν έχει κανόνες, δεν τους χρειάζεται! Για την ακρίβεια, έχει τους δικούς της ιδιαίτερους κανόνες, που μπορείς να τους διαμορφώνεις μόνος σου. Ίσως γι' αυτό ταίριαζε τόσο με την ιδιοσυγκρασία μου. Αν είμαι αισιόδοξη για το μέλλον της ποίησης; Κοίτα, όσο υπάρχουν άνθρωποι πάντα θα υπάρχει, πιστεύω, αυτή η βαθιά εσωτερική ανάγκη που την υπαγορεύει. Ίσως όμως και όχι. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το ίδιο το ανθρώπινο μέλλον, πόσο μάλλον αυτό της ποίησης! Στην Ελλάδα πάντως έχει «ψωμί» ακόμα, αν κρίνω από τα γραπτά που μου στέλνουν. Ποίηση μπορεί να γράψει κανείς και στην οθόνη του υπολογιστή –εγώ όχι, είμαι βλέπετε άλλης γενιάς–, το βρίσκω ωστόσο συγκινητικό σε μία τόσο προηγμένη τεχνολογικά εποχή να υπάρχουν άνθρωποι που να επιμένουν να βασανίζονται πάνω από μια κόλλα χαρτί. Θα συμβούλευα, πάντως, όποιον επιθυμεί να γίνει ποιητής να σκύψει καταρχάς στην πραγματικά μεγάλη ποίηση, να νιώσει ξετρελαμένος μαζί της, όπως εγώ μικρότερη, όταν ανακάλυψα τον Καβάφη, κι ύστερα να βάλει πλώρη για τα βαθιά.

Η μετάφραση είναι μια ολόκληρη τέχνη από μόνη της. Ουσιαστικά, είναι σαν να γράφεις ένα παράλληλο, «δικό σου» βιβλίο. Έχει τύχει, ξέρετε, να αλλάξω ολόκληρες προτάσεις προκειμένου να αποδοθούν καλύτερα στη δική μας γλώσσα. Έπειτα, αν συναντήσεις κάποια παροιμία, ένα σχήμα λόγου κ.λπ., τι θα κάνεις; Αυτούσιο δεν θα έχει νόημα, θα πρέπει, λοιπόν, να βρεις αντιστοιχίες στη δική σου γλώσσα. Έχω μεταφράσει από αγγλικά και από γαλλικά, αλλά πιστεύω πως οι καλύτερες μεταφράσεις μου είναι από ρωσική λογοτεχνία και ποίηση, όπως του Πούσκιν και του Μπρόντσκι – λατρεύω τη γλώσσα αυτή, ίσως επειδή την είχα πρωτομάθει κοντά στην γκουβερνάντα μου.

Η σχέση μου με τον Ρόντνεϊ Ρουκ ήταν καθοριστική. Γνωριστήκαμε σε μία ταβέρνα στην Πλάκα το '63, παντρευτήκαμε μόλις δύο βδομάδες μετά και ήμαστε μαζί μέχρι τον θάνατό του το 2007. Αγαπηθήκαμε βαθιά με αυτό τον άνθρωπο. Υπήρχε μεταξύ μας άπειρος σεβασμός, εκτίμηση και κατανόηση. Τίμιος, ευθύς, ειλικρινής, ήταν ο ιδανικός σύντροφος ζωής. Καθένας μας ήταν απολύτως ελεύθερος να κάνει τα δικά του πράγματα, αλλά ήξερε ότι ο άλλος ήταν πάντα εκεί. Ταξιδέψαμε πολύ μαζί, πήγαμε Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, Ινδία... Παιδιά δεν αποκτήσαμε γιατί μυστικά κάπου μας «βόλευε» και τους δύο αυτό – εγώ είχα την ποίηση και τις μεταφράσεις, εκείνος ήταν χαμένος στα βιβλία του, όντας κλασικός φιλόλογος, πού καιρός γι' άλλα! Όχι, δεν το μετάνιωσα, δεν ήμασταν εμείς για παιδιά.

Δεν υπάρχει καμιά υψηλά ιστάμενη μεταφυσική αλήθεια. Υπάρχει μόνο η προσωπική αλήθεια που καθένας τη βρίσκει στο τέλος μόνος του, δεν μπορεί να του την εμφυσήσει κανείς. Και τι πιο αληθινό από έναν τρόπο ζωής τέτοιο, ώστε να καταφέρνεις να μην πληγώνεις και να μην πληγώνεσαι! Εμένα εκείνο που με πληγώνει περισσότερο είναι η μωροφιλοδοξία κάποιων ανθρώπων και η τάση τους να σε εκμεταλλεύονται. Εκείνο, αντίθετα, που εκτιμώ απεριόριστα είναι η γενναιοδωρία, υλική και πνευματική.

Αν με ευνόησε η ζωή; Και ναι και όχι. Σίγουρα με ευνόησε στο ότι κατάφερα να κάνω αυτό που ήθελα, να ζήσω με τους δικούς μου όρους, δίχως να μου επιβληθεί οτιδήποτε. Είχα, ωστόσο, την ατυχία να πάθω μικρή μια άσχημη λοίμωξη (σταφυλόκοκκο) που μου άφησε κουσούρια και για την οποία η θεραπεία ανακαλύφθηκε μόλις λίγους μήνες μετά – αν την είχα πάρει έγκαιρα, θα ήμουν υγιής, από την άλλη, βέβαια, μπορεί να μη γινόμουν ποτέ ποιήτρια. Το ποίημα, βλέπετε, πρέπει να έχει κάποια πληγή για να ακουμπήσει, ψυχική ή σωματική...

Με θλίβει που δεν μπορώ να κινούμαι πλέον. Μεταφράσεις δεν μπορώ να κάνω πια. Τελευταία, επίσης, δεν έχω καθόλου έμπνευση, έναν χρόνο έχω να γράψω οτιδήποτε. Ίσως είναι η περίοδος. Ο ποιητής έχει βλέπετε τις περιόδους του, ακριβώς όπως οι γυναίκες. Νιώθω, επίσης, τη μνήμη μου να με εγκαταλείπει. Αυτό το τελευταίο, βέβαια, μπορεί να είναι ταυτόχρονα πρόβλημα αλλά και ευλογία. Ακόμα και από τους έρωτές μου, ακόμα και από τον Ρόντνεϊ, το μόνο που μπορώ να ανακαλέσω πλήρως είναι η γεύση. Αυτή είναι, φαίνεται, η τελευταία αίσθηση που διατηρείται έντονη.


Πηγή: https://www.lifo.gr/proswpa/athenians/katerina-aggelaki-royk

Κατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ - Ποιήματα




          Η ευλογία της έλλειψης

Ευγνωμονώ τις ελλείψεις μου
ό,τι μου λείπει με προστατεύει
από κείνο που θα χάσω
όλες οι ικανότητές μου
που ξεράθηκαν στο αφρόντιστο χωράφι της ζωής
με προφυλάσσουν από κινήσεις στο κενό
άχρηστες, ανούσιες.
Ό,τι μου λείπει με διδάσκει
ό,τι μου 'χει απομείνει
μ' αποπροσανατολίζει
γιατί μου προβάλλει εικόνες απ' το παρελθόν
σαν να 'ταν υποσχέσεις για το μέλλον.
Δεν μπορώ, δεν τολμώ
ούτ' έναν άγγελο περαστικό
να φανταστώ γιατί εγώ
σ' άλλον πλανήτη, χωρίς αγγέλους
κατεβαίνω.
Η αγάπη, από λαχτάρα που ήταν
έγινε φίλη καλή
μαζί γευόμαστε τη μελαγχολία του Χρόνου.
Στέρησέ με - παρακαλώ το Άγνωστο -
στέρησέ με κι άλλο
για να επιζήσω.




          Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα

Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή
την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω
πώς κερδίζει πάντα αυτή
ενώ χάνουμε όλοι εμείς.
Πώς οι αξίες γεννιούνται
κι επιβάλλονται πάνω σ' αυτό που πρώτο λιώνει:
το σώμα.
Πεθαίνω μες στο νου μου χωρίς ίχνος αρρώστιας
ζω χωρίς να χρειάζομαι ενθάρρυνση καμιά
ανασαίνω κι ας είμαι
σε κοντινή μακρινή απόσταση
απ' ό,τι ζεστό αγγίζεται, φλογίζει ...
Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδιασμούς
θα εφεύρει η ζωή
ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης
και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.
Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο,
πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις
τα πετάω.
Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω,
να φεύγουν τα περιττά λέω
να μπω στον ουρανό του τίποτα
με ελάχιστα.


          Οι πέτρες φιλενάδες

Να 'ταν να γίνουν οι πέτρες φιλενάδες
η Αννούλα, η Μαρία, η Χριστίνα
εκεί στην πλαγιά, να μοιάζουν τα λιθάρια
με τα κεφάλια μας
σαν σκύβαμε πάνω στα βιβλία, στο σίδερο
τα φουστάνια να σιδερώσουμε για το χορό
να καίμε ολόκληρες σαν τα βότσαλα
όπως όταν μαυρίζαμε στην άμμο,
κυλάγαμε, γελάγαμε με γέλια πνιχτά
γιατί νιώθαμε νύχια αντρικά αρπαχτικά
να γαντζώνονται πάνω μας
για να ισορροπήσουν τα φανταστικά φτερά τους.

Και για τον έρωτα θα μιλάμε
οι πέτρες φιλενάδες
και θα ζηλεύει η μια την άλλη
για την αγάπη του ήλιου
που πάνω μας τρέχει
γλιστράει και φεύγει
χωρίς ποτέ να σταθεί
χωρίς ποτέ σε καμιάς
τη λίθινη αμασχάλη να κουρνιάσει.

«Να, οι καινούργιες φιλενάδες μου
οι εξομολογήτρες πέτρες»
θα πω στον ουρανό
σαν έρθει η στιγμη να τις συστήσω.


           Επίλογος αέρας

Ο αέρας σηκώνει τα κρίματά μας ψηλά,
τα στροβιλίζει για λίγο μακριά
απ' τις κουτές σκευωρίες μας
και τ' αφήνει να πέσουν πάλι στη γη,
εκεί ν' ανθίσουν.
Νωπές ακόμη παίρνει τις λεξούλες
να, εκεί έλα,
τις ακουμπάει στις κορφές
των αισιόδοξων δέντρων
και τις καθίζει μετά στο χώμα
σαν αναμνηστικά ξεραμένα τίποτα.
Ο αέρας σηκώνει τα σχισμένα φύλλα
της μικρής νουβέλας
κι όπως ανεβαίνουν, γίνεται ευανάγνωστη
η σελίδα της ζωής μας, για να διαβαστεί
κάποτε στη νηνεμία
σαν ένα νόημα που μας δόθηκε ακέραιο.


          Το τελευταίο φως

Εκεί που βυθίστηκα για να σε βρω
έχει χαθεί πια το ον
κι άλαλος ο προφήτης της καρδιάς μου.
Είσαι σε μια μορφή απόλυτη
απρόσιτη και στη ζωή την ίδια
μια άσπρη κηλίδα είσαι
λίγο θολό νερό.
Θέλω να φθείρω
το τελευταίο μου φως
εκεί που τίποτα
δε σταματάει το μάτι :
ούτε χελιδόνι θέλω στον ορίζοντα
καμιά αυταπάτη.
Θα 'χει πεθάνει η καρδιά μου
κι ακόμα θα ζω
θα πρσβλέπω στη φύση
και θα σε λέω καλοκαίρι
χωρίς μνήμη πια
θα σε λέω ανθό, ώσπου
ο μύθος να τραβήξει
πίσω μου την κουρτίνα:
απέναντι ο άσπρος τοίχος
όλα τεντωμένα και λευκά
κι εγώ μια πατημένη κατσαρίδα.


          Η απολυταρχία της νιότης

Σαν σκωροφαγωμένα υφάσματα
απλώνουν την ασχήμια τους τα γεράματα
ακόμη κι αν είχαν μεταξωτό παρελθόν.
Αλύγιστα πάντα τα νιάτα
όσο άκομψα κι αν είναι
όσο κι κολυμπούν
ανέραστα, σε θολά νερά
κάπου, λάμπουν σαν αστέρια.
Την ομορφιά
το σώμα της δικής μου νιότης
δεν την γνώρισε ποτέ
αλλά ξέρω τώρα
πως κρυφά την κράταγ' αγκαλιά.
Μακριά απ' τον καθρέφτη
με τη φύση μοιραζόμουνα
άνθιση και καρποφορία,
σε θάλασσες επιθυμίας ταξίδευα
με θεία πλεούμενα
τα πρόσωπα των αγοριών.
Η ιδέα του θανάτου
υπήρχε μόνον σαν έμπνευση
και το ποίημα που τότε γεννιόταν
σκέπαζε ακόμη και τη φοβερή υποψία
ότι ο πόθος τελικά υποχωρεί
μπρος στην αλήθεια
του χρονοδαρμένου σώματος.
Ναί, το ξέρω, θα 'ρθει η στιγμή
που αδιαίρετα το όμορφο και το άσκημο μαζί
θα με συνοδεύσουν στου τέλους την αρχή
την αρχή του τίποτα.


          Έρωτας η σκληρή απελπισία

Το πρωινό ανοίγει πάλι
τους λάκκους των έργων του
από πάνω κρέμεται
το κάθε τέλος
λουρίδες με κολλημένες
τις μύγες της ευαισθησίας μας
τα λεπτότατα αυτά έντομα
της εσωτερικής φθοράς μας.
Αλλά ο έρωτας είναι
η πιο σκληρή απελπισία
δεν περιέχει το τέλος του
σαν όλα τα παρήγορα πράγματα
της φύσης
διαβιώνει πριν από τη λύτρωση
σαν λύτρωση να μην υπήρχε
και τέλος να ΄ταν μόνο
της αρχής η οδύνη ...
Α! τίποτα δεν κάνω πια
να σηκωθεί ξανά
το αεράκι της ύπαρξής μου
μόνο θαυμάζοντας τη σωστή
γεωμετρία του αόρατου χρόνου
που μέσα του σε περιμένει να περάσεις
έρχομαι σε έναν παράφορο θάνατο
κοντά σου
κι αποκαλώ φως
το μαύρο φτερό που με αγγίζει.

         Το τελευταίο φως

Εκεί που βυθίστηκα για να σε βρω
έχει χαθεί πια το ον
κι άλαλος ο προφήτης της καρδιάς μου.
Είσαι σε μια μορφή απόλυτη
απρόσιτη και στη ζωή την ίδια,
μια άσπρη κηλίδα είσαι
λίγο θολό νερό.
Θέλω να φθείρω
το τελευταίο μου φως
εκεί που τίποτα
δεν σταματάει το μάτι:
ούτε χελιδόνι θέλω στον ορίζοντα
καμιά αυταπάτη.
Θα ΄χει πεθάνει η καρδιά μου
κι ακόμα θα ζω
θα προσβλέπω στη φύση
και θα σε λέω καλοκαίρι
χωρίς μνήμη πια
θα σε λέω ανθό, ώσπου
ο μύθος να τραβήξει
πίσω μου την κουρτίνα:
απέναντι ο άσπρος τοίχος
όλα τελειωμένα και λευκά
κι εγώ μια πατημένη κατσαρίδα.


         Ποιητικό υστερόγραφο
 

Τα ποιήματα δεν μπορούν πια
να 'ναι ωραία
αφού η αλήθεια έχει ασχημύνει.
Η πείρα είναι τώρα
το μόνο σώμα των ποιημάτων
κι όσο η πείρα πλουταίνει
τόσο το ποίημα τρέφεται και ίσως δυναμώσει.
Πονάν τα γόνατά μου
και την Ποίηση δεν μπορώ πια να
προσκυνήσω,
μόνο τις έμπειρες πληγές μου
μπορώ να της χαρίσω.
Τα επίθετα μαράθηκαν,
μόνο με τις φαντασιώσεις μου
μπορώ τώρα την Ποίηση να διανθίσω.
Όμως πάντα θα την υπηρετώ
όσο βέβαια εκείνη με θέλει
γιατί μόνο αυτή με κάνει λίγο να ξεχνώ
τον κλειστό ορίζοντα του μέλλοντός μου.

                               Κατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ

Είπε σε συνέντευξη στη lifo: Η ποίηση δεν έχει κανόνες, δεν τους χρειάζεται! Για την ακρίβεια, έχει τους δικούς της ιδιαίτερους κανόνες, που μπορείς να τους διαμορφώνεις μόνος σου. Ίσως γι' αυτό ταίριαζε τόσο με την ιδιοσυγκρασία μου. Αν είμαι αισιόδοξη για το μέλλον της ποίησης; Κοίτα, όσο υπάρχουν άνθρωποι πάντα θα υπάρχει, πιστεύω, αυτή η βαθιά εσωτερική ανάγκη που την υπαγορεύει. Ίσως όμως και όχι.
Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το ίδιο το ανθρώπινο μέλλον, πόσο μάλλον αυτό της ποίησης! Στην Ελλάδα πάντως έχει «ψωμί» ακόμα, αν κρίνω από τα γραπτά που μου στέλνουν. Ποίηση μπορεί να γράψει κανείς και στην οθόνη του υπολογιστή –εγώ όχι, είμαι βλέπετε άλλης γενιάς–, το βρίσκω ωστόσο συγκινητικό σε μία τόσο προηγμένη τεχνολογικά εποχή να υπάρχουν άνθρωποι που να επιμένουν να βασανίζονται πάνω από μια κόλλα χαρτί. Θα συμβούλευα, πάντως, όποιον επιθυμεί να γίνει ποιητής να σκύψει καταρχάς στην πραγματικά μεγάλη ποίηση, να νιώσει ξετρελαμένος μαζί της, όπως εγώ μικρότερη, όταν ανακάλυψα τον Καβάφη, κι ύστερα να βάλει πλώρη για τα βαθιά.

Δεν υπάρχει καμιά υψηλά ιστάμενη μεταφυσική αλήθεια. Υπάρχει μόνο η προσωπική αλήθεια που καθένας τη βρίσκει στο τέλος μόνος του, δεν μπορεί να του την εμφυσήσει κανείς. Και τι πιο αληθινό από έναν τρόπο ζωής τέτοιο, ώστε να καταφέρνεις να μην πληγώνεις και να μην πληγώνεσαι! Εμένα εκείνο που με πληγώνει περισσότερο είναι η μωροφιλοδοξία κάποιων ανθρώπων και η τάση τους να σε εκμεταλλεύονται. Εκείνο, αντίθετα, που εκτιμώ απεριόριστα είναι η γενναιοδωρία, υλική και πνευματική. 

Πηγή: https://scholeio.blogspot.com/2014/01/blog-post_25.html