Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνα,
και γρήγορα, σα θέατρο, σκοτεινιάζει,
ή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόνα.
Άλλο δε βρίσκει ο άνεμος, ταράζει
μόνο τ' αγκάθια στην πεδιάδα όλη,
μόνο κάποιο χαρτί σ' όλη τη φύση.
Mα το χαριτωμένο περιβόλι
αίμα και δάκρυα το 'χουνε ποτίσει.
Aδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνε,
κι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέρια
τον ουρανό που σύννεφα περνούνε,
τον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια.
(Ωραίο, φριχτό και απέριττο τοπίον!
Eλαιογραφία μεγάλου διδασκάλου.
Aλλά του λείπει μια σειρά ερειπίων
κι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου.)
Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα είδα το βράδυ αυτό. Kάποια χρυσή, λεπτότατη στους δρόμους ευωδιά. Kαι στην καρδιά αιφνίδια καλοσύνη. Στα χέρια το παλτό, στ' ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνη. Hλεκτρισμένη από φιλήματα θα 'λεγες την ατμόσφαιρα. H σκέψις, τα ποιήματα, βάρος περιττό.
Έχω κάτι σπασμένα φτερά. Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε το καλοκαίρι αυτό. Για ποιαν ανέλπιστη χαρά, για ποιες αγάπες, για ποιο ταξίδι ονειρευτό.