Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Dante Alighieri. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Dante Alighieri. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 1 Ιουνίου 2024

Dante Alighieri - Η Θεία Κωμωδία -- Κόλαση (Άσμα XXVI)



Χαρά σε σένα, Φλωρεντία, που τ’ όνομά σου είναι γνωστό
πάνω από θάλασσες κι από στεριές,
και μες στην κόλαση είναι ξακουστό!
Πέντε σπουδαίους πολίτες σου βρήκα εδώ
ανάμεσα στους κλέφτες· τούτο με κάνει να ντραπώ
και τη δική σου την τιμή διόλου δεν τη δοξάζει.
Μ’ αν αληθεύει πως της αυγής τα όνειρα βγαίνουν,
σύντομα θα το μάθεις πόσο λυσσομανούσαν
το Πράτο και οι ρέστοι και τη δική σου συφορά προσμένουν.
Κι αν είχε κιόλας το κακό συμβεί, νωρίς δε θα ’τανε.
Μακάρι να ’χε γίνει ό,τι να γίνει πρέπει!
πιότερο θε να πικραθώ όσο η ζωή μου τρέχει.
Τα σκαλοπάτια πήραμε ν’ ανεβαίνουμε
που στον κατεβασμό είχαμε από το φόβο μας χλωμιάσει,
ο οδηγός μου πήγαινε μπροστά, τραβώντας με κατόπι,
το μονοπάτι το μοναχικό ακολουθώντας,
ανάμεσα ’πο πέτρες κοφτερές, προεξοχές του βράχου
όπου τα πόδια των χεριών ζητήσουν τη βοήθεια.
Πόνεσα τότε και ξανά πονώ
αυτό που είδα σαν αναλογιστώ,
και πιότερο φρενάρω την καπατσοσύνη,
για να μην τρέχει εκεί που η αρετή δεν τηνε κατευθύνει·
μη με φθονήσει το καλό μου αστέρι
ή όποιος άλλος την αξιοσύνη μού ’χει φέρει.
Όπως ο χορικός που στην κορφή του λόφου ξαποσταίνει
βλέπει κάτω στον κάμπο να λάμπουνε πυγολαμπίδες
εκεί που αμπελουργεί και σπέρνει,
την εποχή που αυτός που τον κόσμο φωτίζει
την όψη του από μας για λίγο τηνε παίρνει,
την ώρα που η μύγα στον κώνωπα τη θέση της τη δίνει:
με τόσες φλόγες ελαμπύριζε ο όγδοος ο λάκκος
όπως τον είδα όταν κατέβηκα
εκεί που εφάνηκε ο βυθός του.
Κι όπως αυτός που τον εκδικηθήκαν οι αρκούδες
είδε το άρμα του Ηλία που ανέβαινε ψηλά,
σαν τ’ άλογα κατά τον ουρανό σηκώθηκαν ορθά, και
μη μπορώντας πια με τη ματιά του να τ’ ακολουθήσει,
δεν έβλεπε παρά μονάχα μια φωτιά,
που ανέβαινε σαν συννεφάκι που πετά στη δύση:
έτσι η κάθε φλόγα στου λάκκου το έμπα πήγαινε
χωρίς καμιά να δείχνει τί μέσα είχε κρυμμένο,
ενώ στα σωθικά της είχε έναν κολασμένο,
Πά’ στο γιοφύρι στέκομουν ορθός για να κοιτώ,
κι αν δε σκεφτόμουν κάποιο βράχο να κρατώ,
χωρίς κανένα σπρώξιμο κάτω θε να ’χα πέσει.
Κι ο οδηγός μου, που είδε την τόση ταραχή μου,
γυρίζει και μου λέει: «Στις φλόγες μέσα είν’ οι ψυχές·
η κάθε μια στη φλόγα που την καίει τυλιγμένη».
«Δάσκαλε», του λέω, «όπως σ’ ακούω να μιλάς
νιώθω πιο σίγουρος· το ’χα κιόλας προσέξει,
πες μου όμως τώρα: ποιός είναι μες σ’ εκείνη τη φωτιά,
που από πάνω της στα δυο είναι χωρισμένη
και μοιάζει σα να ξεπηδά απ’ την πυρά
που ο Ετεοκλής κι ο αδερφός του ήταν βαλμένοι;»
Και μου απαντά: «Κει μέσα βασανίζονται
Οδυσσέας και Διομήδης, όπου μαζί μοιράζονται
την καταδίκη, όπως μοιράστηκαν τη θεία οργή·
μέσα στη φλόγα τους πληρώνεται τ’ αλόγου η συμβουλή
την πόρτα που άνοιξε στο σπόρο τον ευγενικό να βγει
που απ’ αυτόν κρατάει των Ρωμαίων η φυλή.
Πληρώνεται κι η πονηριά που κάνει ακόμη και νεκρή
να κλαίει τη Δηιδάμεια, τον Αχιλλέα που έχει στερηθεί.
Πληρώνεται ακόμη του ξόανου της Παλλάδας η κλοπή».
«Αν μέσ’ από τις φλόγες τους μπορούνε να μιλήσουν»,
του λέω, «δάσκαλε, σε παρακαλώ
και σε θερμοπαρακαλώ με χίλια παρακάλια,
μη μου αρνηθείς εδώ να περιμένω
να πλησιάσει η φλόγα η διπλή,
απ’ την επιθυμία, κοίτα με, προς τη μεριά της γέρνω!»
«Άξια πολλού επαίνου είναι η επιθυμία σου»,
μου λέει, «γι’ αυτό τη δέχομαι·
το στόμα σου όμως κράτησε κλειστό.
Άσε να τους μιλήσω εγώ μια κι έχω καταλάβει
τί επιθυμείς να μάθεις, γιατί, όντας Έλληνες,
μπορεί να μη θελήσουν στα λόγια σου ν’ αποκριθούν».
Σαν έφτασε κοντά η φλόγα και του οδηγού μου εφάνη
ο χρόνος και ο τόπος πως ήτανε σωστός,
τον άκουσα μ’ αυτά τα λόγια να μιλάει:
«Ε! σεις που μέσα είσαστε κι οι δυο στην ίδια φλόγα,
αν είχα αξία για σας μικρή ή μεγάλη σαν τη ζωή μου
έγραψα για σας τους υψηλούς μου στίχους,
άλλο μην κινηθείτε, παρά ένας από σας ας πει
σε ποιά μεριά του κόσμου βρήκε τη θανή».
Της φλόγας της αρχαίας η πιο μεγάλη γλώσσα
να τρέμει άρχισε μ’ ένα μουρμουρητό
όπως μια φλόγα που άνεμος τηνε δέρνει·
την κορφή της μετά πηγαινοφέρνοντας
σα να ’ταν τούτη που μιλούσε,
έβγαλε έξω φωνή και είπε:
«Σαν έφυγα απ’ την Κίρκη που πάνω από ένα χρόνο
εκεί κοντά με κράτησε στης Γαέτας τα μέρη,
πριν έτσι τη βαφτίσει ο Αινείας,
ούτε του γιου τα χάδια, ούτε η συμπόνια
για τον γέρο πατέρα, ούτε η αγάπη που χρωστούσα
στην Πηνελόπη για να τη γλυκάνω
νίκησαν τη λαχτάρα που είχα εντός μου
όλο τον κόσμο να τον σεργιανίσω
και των ανθρώπων την αξία και τα πάθη να γνωρίσω·
τον ωκεανό τον ανοιχτό βγήκα να κατακτήσω
μ’ ένα μοναχικό σκαρί και μ’ ένα τσούρμο
τόσο δα μικρό, που πάντα μού ’μενε πιστό.
Στη μια μεριά φάνηκαν τ’ ακρογιάλια ώσμε την Ισπανία,
κι από την άλλη το Μαρόκο και το νησί των Σάρδων,
και τ’ άλλα τα νησιά που βρέχει τούτη η θάλασσα.
Εγώ, κι οι σύντροφοί μου, γέροι πια,
φτάσαμε στο στενό το πέρασμα
που ο Ηρακλής είχε σημαδεμένο,
άνθρωπος πιο μακρά ποτέ να μην πηγαίνει·
απ’ τα δεξιά, άφησα τη Σεβίλλη πίσω μου,
κι είχα απ’ τ’ αριστερά μου αφήσει και το Θέουα.
“Αδέρφια”, είπα, “ύστερα ’πό τόσα μίλια στη θάλασσα,
κι από τόσους κινδύνους, φτάσατε πια στη δύση,
και τώρα πια που μια μικρή
μας μένει μόνο βάρδια απ’ το ταξίδι της ζωής,
δε θ’ αρνηθείτε να γνωρίσετε τον ακατοίκητο τον κόσμο,
του ήλιου το μονοπάτι ακολουθώντας.
Την καταγωγή σας να σκεφτείτε:
σαν κτήνη δε γεννηθήκατε να ζείτε,
παρά τη γνώση και την αρετή ν’ ακολουθείτε”.
Μ’ αυτή τη σύντομη δημηγορία για το ταξίδι
τόσο άναψα ενθουσιασμό στους σύντροφούς μου,
που με μεγάλη δυσκολία τους κρατούσα·
και στην ανατολή γυρίζοντας την πρύμνη,
φτερά κάναμε τα κουπιά με πέταγμα παρακιδυνεμένο,
πάντα τραβώντας νοτιοδυτικά.
Του άλλου πόλου τη νύχτα βλέπαμε τ’ αστέρια
γιατί ο δικός μας πόλος είχε πια χαθεί,
κάτω απ’ του πόντου τη γραμμή.
Του φεγγαριού το κάτω μέρος πέντε φορές το είδαμε
αναμμένο και άλλες πέντε μάς έμεινε σβηστό,
σ’ αυτό το επικίνδυνο ταξίδι αφότου μπήκαμε,
όταν ξεπρόβαλε μπροστά μας θεόρατο και σκούρο
ένα βουνό, σ’ απόσταση μεγάλη, κι ήταν τόσο ψηλό
όπου ποτέ μου άλλο δεν είδα σαν αυτό.
Σε λύπη γύρισε η πρώτη μας χαρά,
σαν εγεννήθηκε απ’ εκεί ένας σίφουνας,
που το σκαρί μας χτύπησε στην πλώρη.
Τρεις φορές το ’κανε τα γύρω να γυρίσει·
την τέταρτη η πρύμνη ορθώθηκε ψηλά
κι η πλώρη γύρισε και βούτηξε βαθιά, τί έτσι είχε θελήσει
κάποιος άλλος, και μας σκεπάσανε του πόντου τα νερά».
Dante Alighieri. 2002. Η Θεία Κωμωδία. Κόλαση. Μετ. Ανδρέας Ριζιώτης. Αθήνα: Τυπωθήτω-Γιώργος Δάρδανος. Τίτλος πρωτοτύπου: La Divina Commedia: Inferno (1555).

Τετάρτη 2 Αυγούστου 2023

Γιάννης Υφαντης - Ο κήπος της ποίησης (4.500 χρόνια ξένης ποίησης)


Ιαπωνία
Σαΐγκο
Μπόρα θα είναι σκέφτηκα
καθώς ξυπνούσα κι άκουγα
απ’ το κρεββάτι μου .
Ήτανε φύλλα που ‘πέφταν στη γη
γιατί δεν μπόρεσαν ν’ αντέξουν τον αγέρα .
Ματσούο Μπασό
Ένα κοράκι στο γυμνό κλαδί .
Πέφτει το σούρουπο
του φθινοπώρου .
Ουετζίμα Ονιτσούρα
Τέτοιο φεγγάρι ·
θα’ ναι κανείς απόψε που να μη
βγάλει τη χτένα του;
Αρακίντα Μοριτάκε
Ένα λουλούδι που ‘ πέσε στη γη .
Ξαναγυρίζει στο κλαδί ;
Ω πεταλούδα.

Ιταλία
Ντάντε Αλιγκέρι
Στη μέση από το δρόμο της ζωής μου
μπλέχτηκα σ’ ένα δάσος σκοτεινό .
…………………………………………………………….
Ο Έρως που κινεί τον ήλιο και τα αλλά τ’ άστρα .
( ο πρώτος και ο τελευταίος από τους στίχους της Θείας Κωμωδίας )
Γαλλία
Ζαν Νικολά Αρτύρ Ρεμπώ
Ο ήλιος η εστία της στοργής και της ζωής ,
Σκορπάει την ολόθερμη αγάπη του στη γη
Κι όποιος ξαπλώσει στο λιβάδι οσμίζεται
Τη γη για γάμο ώριμη , τη γη να χύνει αίμα .
Μαύρη Αφρική
Αγνώστου ( Κογκολέζου ποιητή )
Για το θάνατο
Μεγάλε Τζάμπι ,
η πλάση σου είν ‘ ωραία ,
όμως μεγάλο πόνο με το θάνατο μας δίνεις .
Έπρεπε να το έκανες αλλιώς ,
να μην πεθαίνουμε .
Ω Τζάμπι
πόσο μεγάλη είναι η θλίψη μας .
Η.Π.Α.
Έζρα Πάουντ
Φου Ι
Εδώ είναι ο Φου
που αγάπησε το λόφο και το σύννεφο
κι αλλοίμονο
πέθανε απ’ το ποτό
Μια συμφωνία
Κάνω ένα σύμφωνο μαζί σου Ουώλτ Ουίτμαν ·
Για αρκετό καιρό ήμουν ενάντια σου .
Έρχομαι τώρα σαν παιδί μεγαλωμένο
Που ‘ χα πατέρα με αγύριστο κεφάλι .
Είμαι στην ηλικία που μπορώ να κάνω φίλους .
Ήσουν εσύ που τσάκισες το νέο κορμό ,
Τώρα ειν’ ο καιρός για το πελέκημα
Τον ίδιο έχουμε χυμό , την ίδια ρίζα ·
Ας γίνει πια η συμφιλίωση που πρέπει .

Γιάννης Υφαντης,Ο κήπος της ποίησης (4.500 χρόνια ξένης ποίησης)

Αντλήθηκαν απ' το προφίλ της Σοφίας Λάσκαρη

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2022

Dante Alighieri - Στα μάτια της αγάπης μου


Στα μάτια της αγάπης μου αχνοπαίζει πάλι

και πάντα λάμψη ευγενικιά· η μαγεία τριγύρω

της ανασαίνει ποτισμένη με άγιο μύρο·

θνητός –ποτέ!– κανείς δεν είδε τέτοια κάλλη!



Από το φως τους μέσα σιγανοπροβάλλει

ψιχαλιστή η χαρά που λαχταρώ να σύρω

στα φυλλοκάρδια εντός. Το λόγο τον στείρο

αν πω, πως θε να φύγω, με σκεπάζει αιθάλη



ευθύς, κι αμέσως επιστρέφω εκεί όπου χάρη

πρωτόδα μαγικιά: το φως της! Το μηνίσκο

του φεγγαριού της, αχ, ας βγει να μου χαρίσει!...

 

Μα, φευ, δεν είναι εκεί – στο μέρος δεν τη βρίσκω

το οικείο… Τον πόθο μου η απουσία της πάει να πάρει,

πλην ο έρωτας φτωχόν ποτέ δεν θα μ’ αφήσει.


 Dante Aligheri 


 Απόδοση στα ελληνικά: Γιώργος Κεντρωτής

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2022

Dante Alighieri (Δάντης) - Στην αγαπημένη μου


Τόσο σεμνή κ'ευγενική προβαίνει
Η αγάπη μου,σαν άλλον χαιρετάει
Που κάθε γλώσσα πιάνεται,σωπαίνει
Κι αδιάκριτη ματιά δεν την κοιτάει.

Ακούει να την παινάν, μα αυτή περνάει
Πρόσχαρα με ταπείνωση ντυμένη
Και φαίνεται σαν κάτι που κινάει
Απ'τα ουράνια,εδώ θαύμα να μένει.

Αρέσει τόσο σ'όποιον την κοιτάζει
Που στην καρδιά απ'τα μάτια γλύκα στάζει,
Που νιώθει μόνο αυτός που τη λαβαίνει.

Κι από τα χείλη της θαρρείς πως βγαίνει
Γλυκιά πνοή γιομάτη αγάπης πόνο.
Που στην ψυχή μηνάει: Στέναζε μόνο.

Μετάφραση: Θεόδωρος Μακρής
Πηγή:Ποιητική Ανθολογία Κλέωνος Παράσχου

Τρίτη 22 Μαρτίου 2022

Δάντης-Σονέτο ΧΙΙΙ



Tanto gentile e tanto onesta pare
la donna mia quand'ella altrui saluta,
ch'ogne lingua deven tremando muta,
e li occhi no l'ardiscon di guardare.

Ella si va, sentendosi laudare,
benignaments d'umilta vestuta;
e par che sia una cosa venuta
da cielo in terra a miracol mostrare.

Mostrasi si piacente a chi la mira,
che da per li occhi una dolcezza al core,
che'ntender no la puo chi no la prova:

e par che de la sua labbia si mova
un spirito soave pien d'amore,
che va dicendo a l'anima: "Sospira!".

[...]

Μοιάζει ευγενική και ταπεινή η κυρά μου,
σε όποιον το λόγο δίνει με ένα καλημέρα,
που η φωνή τρεμουλιαστά την ομιλία παύει.
Τα μάτια να την αντικρίσουν - όχι δεν τολμούν.

Όπου σταθεί για ένα πράγμα λένε
την αρετή της κι όμως ρούχα ταπεινά
φορώντας μοιάζει κάτι θαυμαστό σταλμένο
από τον ουρανό στη γη, σημάδι στους ανθρώπους

Αυτοί που βλέπουν γίνονται από χάρη γητεμένοι
κι από τα μάτια τους η γλύκα την καρδιά χτυπά
Όσοι χτυπήθηκαν μονάχα είναι που ξέρουν:

Από το πρόσωπό της φαίνεται να βγαίνει
πνεύμα ευγενικό γεμάτο αγάπη που όντας
πετάξει πάνω στην ψυχή, της λέει να στενάξει!

Mετάφραση: http://waxtablets.blogspot.com/2009/04/

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2021

Dante Alighieri-Η Θεία Κωμωδία: Κόλαση (απόσπασμα)


«Εγώ οδηγώ προς τη θλιμμένη χώρα,
εγώ προς τον απέθαντο τον πόνο,
εγώ προς τις ψυχές τις κολασμένες.
Δικαιοσύνη τον Πλάστη μου έχει σπρώξει
κι η Δύναμη μαστόρεψέ με η θεία,
η υπέρτατη Σοφία κι η πρώτη Αγάπη.
Πριν από με δεν ήταν πλάσματα άλλα
παρά αιώνια μοναχά· κι εγώ 'μαι αιώνια.
Την πάσα ελπίδα αφήστε όσοι περνάτε».
Τα λόγια αυτά τα σκοτεινά βαμμένα
ξαγνάντεψα γραφτά σε απανωπόρτι.
«Ω δάσκαλε, βαρύ το νόημά τους!»
του λέω, κι αυτός νογώντας με αποκρίθη:
«Εδώ πρεπό ν' αφήσεις κάθε φόβο,
εδώ κάθε ατολμιά πρεπό να σβήσει!
Φτάσαμε πια στον τόπο που έλεγά σου,
τα πλήθη όπου θα δεις τα πονεμένα,
που το αγαθό του λογικού 'χουν χάσει».
Κι ως πίθωσε στο χέρι μου το χέρι,
με πρόσχαρη θωριά που γκάρδιωσέ με,
στη μυστικιά με μπάζει εντός την πλάση.
Εδώ σκουξιές και στεναγμοί και θρήνοι
στον άναστρον αγέρα αχολογούσαν,
που απ' την αρχή τα κλάματα με πήραν.
Γλώσσες λογής λογής, βαριές βλαστήμιες,
ουρλιάγματα θυμού και λόγια πόνου,
δαρμοί χεριών κι αχνές φωνές ή γαύρες,
σηκώναν χλαλοή που αιώνια γύρα
στον άχρονο, μουντό σβουρίζει αγέρα,
σαν άμμος που στροβίλα στροβιλίζει.
Κι εγώ, την κεφαλή ζωσμένη τρόμο:
«Δάσκαλε, κάνω, τί 'ναι αυτό που ακούω;
Και ποιοι 'ναι αυτοί που ο πόνος τόσο λιώνει;»
Κι αυτός: «Την άθλια τούτη ζήση, λέει,
οι θλίβερες ψυχές περνούν εκείνων
που δίχως ατιμιά και δόξα εζήσαν.
Με τον κακό των άγγελων συσμίγουν
χορό που ουδέ πιστοί μηδέ κι αντάρτες
σταθήκαν του Θεού, μόν' για δικού τους!
Διώχνει τους ο ουρανός μην ασκημίσει
κι ουδέ ο βαθύς τούς δέχεται άδης, κάποια
μην πάρουν κείθε δόξα οι κολασμένοι».
«Ω δάσκαλε, ρωτώ, ποιος μέγας πόνος
τόσο βαριά τους κάνει να θρηνούνε;»
«Κοντολογίς σου το εξηγώ, αποκρίθη·
ελπίδα αυτοί για θάνατο δεν έχουν
και τόσο ταπεινή η τυφλή ζωή τους,
που κάθε ξένο ριζικό ζουλεύουν.
Φήμη γι' αυτούς στον κόσμο δεν πομένει,
η δικαιοσύνη κι η σπλαχνιά τους διώχνουν·
μιλιά γι' αυτούς· μόν' κοίτα τους και πέρνα!»
Κι εγώ, κοιτώντας, φλάμπουρο ξεκρίνω,
που με γοργάδα τόση στρουφογύρναε,
που εφάνη μου δε σταματάει ποτέ του.
Και πίσω του λαός ακλούθαε τόσο
πυκνός, που απίστευτο μου εφάνη τόσες
να 'χει ζωές ο χάρος θερισμένες.
Σα μερικούς ξεχώρισα στο ασκέρι,
είδα κι απείκασα τον ίσκιο εκείνου
που από αναντριά το μέγα φώναξε όχι!
Κι ευτύς βαθιά κατάλαβα και βρήκα,
το τιποτένιο ετούτοι ψυχολόι,
σιχαμερό στο Θεό και στους οχτρούς του.
Τούτοι οι χαμένοι που ποτέ δε ζήσαν,
ολόγυμνοι γυρνούν και τους δαγκάνουν
αλύπητα χοντρόμυγες και σφήκες.
Το πρόσωπό τους μ' αίμα χαρακώναν,
που, ανάκατο με κλάματα, βρωμιάροι
στα πόδια τους το μάζωναν σκουλήκοι.
Κι ως έριξα πιο πέρα τη ματιά μου,
πλήθος στον όχτο ποταμού μεγάλου
τηρώ και κράζω: «Δάσκαλέ μου, στέρξε
και μάθε μου ποιοι να 'ν' και ποιος ο νόμος
που τόσο να περάσουν λαχταρίζουν,
καθώς στο μουχρωμένο φως ξεκρίνω».
Κι αυτός: «Το λόγο θα τον νιώσεις, είπε,
τα βήματά μας όντας πια σταθούνε
στου αραχνιασμένου Αχέροντα τον όχτο».
Με ντροπαλά, σκυφτά τα μάτια τότε,
μην τον βαρύνει ο λόγος μου, δειλιώντας
ώς το ποτάμι τη μιλιά κρατούσα.
Και νά, σε βάρκα κατά μας κινήθη
με τις παλιές, ολάσπρες τρίχες γέρος
κι έσκουζε: «Αλί, ψυχές αφορεσμένες!
ποτέ σας ουρανό να μην ελπίσετε!
Στον άλλον έρχουμαι όχτο να σας πάω,
στο αιώνιο σκότος, στη φωτιά, στον πάγο!
Και συ, που ζωντανή ψυχή κατέβεις,
ξεμάκρυνε από αυτούς τους πεθαμένους!»
Μα ως είδε πως δε σάλευα, μου κράζει:
«Από άλλη στράτα, απ' άλλα εσύ λιμάνια,
γιαλό θα φτάσεις κι όχι εδώ για διάβα·
λαφρότερο ταιριάζει σου καράβι».
Γυρνά ο μπροστάρης: «Χάρο, μην αγριεύεις,
τέτοια η βουλή ψηλά των που μπορούνε
τέτοια που θεν, και μη ζητάς πιο πέρα!»
Πραγάλιασαν οι μαλλιαρές μασέλες
του ναύλερου του χλεμπονιάρη βάλτου,
με τους φλεγόμενους τροχούς στα μάτια.
Μα οι ολόγυμνες ψυχές οι κουρασμένες
αλλάξαν χρώμα κι έτριξαν τα δόντια,
τ' άσπλαχνα ευτύς τα λόγια ως εγρικήξαν.
Βλαστήμουν το Θεό και τους γονιούς τους,
το σόι του ανθρώπου, τον καιρό, τον τόπο,
πατέρων τους και πρόγονων το σπόρο.
Κι ευτύς σωροβολιές αποτραβιούνται,
θρηνώντας βογκερά στο μαύρον όχτο,
που προσδοκάει τον που Θεό δεν τρέμει.
Και δαίμονας με μάτια αθράκια ο Χάρος
τους έγνεφε και τις περμάζωνε όλες
και κάθε οκνό με το κουπί του εχτύπα.
Ως πέφτουν το χινόπωρο τα φύλλα
το ένα με τ' άλλο, ωσότου το κλωνάρι
πίσω στη γης το ντύμα του όλο δώσει,
όμοια του Αδάμ ο κακόσπορος, πέφταν
ψυχή ψυχή, απ' τον όχτο μες στη βάρκα,
γνεφάτα ως τα πουλιά υπακούν στον κράχτη.
Έτσι στα μουχρωπά νερά αλαργαίνουν
και πριν αντίπερα να πιάσουν, νέο
στον πρώτο όχτο ανασμαριάει κοπάδι.
«Γιε μου, μ' ευγένεια ο δάσκαλός μου κρένει,
όσοι σε οργή πεθαίνουν του Κυρίου
κατασταλάζουν δω από κάθε τόπο
και πρόθυμα διαβαίνουν το ποτάμι,
τι τόσο η θεία κεντά τους δικαιοσύνη,
που ο φόβος τους σε πεθυμιά γυρίζει.
Καλή ποτέ ψυχή δε διάβη εδώθε,
κι αν σε μαλώνει ο Χάρος, τώρα νιώθεις
τί νόημα που τα λόγια του κρατούνε».
Είπε, κι ευτύς ο βουρκωμένος κάμπος
με τόσο βρούχος σείστη που απ' τον τρόμο
μ' ιδρώτα η μνήμη ακόμα με μουσκεύει.
Έβγαλε η δακρυσμένη γης αγέρα
κι άστραψε εντός του πορφυρή μια λάμψη
που κάθε μέσα μου αίστηση νικήθη·
και σαν υπνοκρουσμένος πέφτω χάμω.

Dante Alighieri (1265-1321)
μτφ. Νίκος Καζαντζάκης
[πηγή: Δάντη, Η Θεία Κωμωδία: Κόλαση, Στα ελληνικά από τον Ν. Καζαντζάκη, Eκδόσεις Ελένη Καζαντζάκη, Αθήνα 31965, σ. 11-15]

Άλφρεντ Τένισον - Οδυσσέας


Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ του Τένισον περιέχεται στη συλλογή του ''Ποιήματα (1842)'', που είναι επηρεασμένη από το κλίμα του ρομαντισμού. Ο Άγγλος ποιητής βασίστηκε σε κάποια μεθομηρική παράδοση σχετικά με τη ζωή του Οδυσσέα, που την ακολούθησαν οι συγγραφείς Πλίνιος,Σολίνο και Δάντης. Σύμφωνα με την παράδοση αυτή ο Οδυσσέας μετά την επιστροφή του στην Ιθάκη ρίχτηκε σε νέες περιπέτειες. Συγκέντρωσε τους συντρόφους του που απόμειναν, αρμάτωσε ένα καράβι και ξεκίνησε πλέοντας προς τη Δύση. Αφού πέρασαν το Γιβραλτάρ, έπλεαν δυτικότερα στον ωκεανό ως τη στιγμή που ένας ανεμοστρόβιλος άρπαξε και βούλιαξε το καράβι πνίγοντας όλο το πλήρωμα.

 Παραθέτουμε από τη Θεία Κωμωδία του Δάντη λίγους στίχους, όπου ο Οδυσσέας εμψυχώνει τους συντρόφους του να συνεχίσουν το ταξίδι, για να δούμε τη βασική πηγή της έμπνευσης του Τένισον:

— Αδέλφια μου, που από εκατό

κιντύνους, κράζω, φτάσατε στη δύση

στην τόσο πια μικρή που μένει αγρύπνια

του νου και του κορμιού, μην αρνηθείτε,

τον ήλιο ακολουθώντας, να γνωρίστε,

στα πέρατα, τη γης χωρίς ανθρώπους.

Το ευγενικό σας σπέρμα μην προδώστε·

σεις δεν πλαστήκατε σα ζώα να ζείτε,

μα γνώση κι αρετή ν' ακολουθάτε!

(Κόλαση, Άσμα ΚΣΤ΄, στ. 112-120, μτφρ. Ν. Καζαντζακη)

Το ποίημα του Τένισον έχει τη μορφή ενός μονολόγου του Οδυσσέα. Ο ήρωας έχει επιστρέψει στην Ιθάκη, αλλά η πατρίδα του δεν μπορεί πια να τον κρατήσει. Οραματίζεται, στα λίγα χρόνια που του απομένουν ακόμη να ζήσει, καινούριες περιπέτειες και εμπειρίες.

Τι αξίζει, αν στην ατάραχη γωνιά μου
σαν οκνός βασιλιάς στέκω στο πλάγι
γριάς συντρόφισσας και σωστά μοιράζω
το δίκιο στους ανίδεους ανθρώπους,
που τρώνε, θησαυρίζουν και κοιμούνται
και δε με νιώθουν! Δεν μπορώ να πάψω
να γυροφέρνω πάντα σε ταξίδια·
θέλω να πιω της ζωής τη στερνή στάλα
Εχάρηκα πολλά, πολλά έχω πάθει
μονάχος μου ή με όσους μ' αγαπούσαν
πότε σε ξένη γη, πότε στα μάκρη
σκοτεινού πολυκύμαντου πελάγου.
Τ' όνομά μου εδιαλάλησεν η φήμη
κι η αχόρταγη καρδιά καινούριο πόθο
πάντα γρικάει κι ας έμαθα κι ας είδα
σε άλλες χώρες πώς ζουν, πώς κυβερνάνε.
Κι εγώ στερνός δεν είμαι, αφού με σέβας
με δέχτηκαν παντού κι έχω γνωρίσει
της μάχης το μεθύσι, πολεμώντας
με τους όμοιους μου μόνο μες στους κάμπους
τους βοερούς κι ανεμόδαρτους της Τροίας.
Κι είμαι εγώ καθετί που μου 'χει τύχει,
κι ό,τι είδα κι ό,τι ξέρω τώρα μοιάζει
με αψιδωτή στοά, που ανάμεσό της
φαίνεται κόσμος άγνωστος, μα πάντα
σαν σιμώσω τα σύνορα ξεφεύγουν...
Είναι άγνωμος ο πόθος που γυρεύει
να βρει τέλος κι ανάπαψη σαν όπλο,
που δεν αστράφτει πλια κι απορριγμένο
σκουριάζει. Όχι, δε ζει όποιος αναπνέει
μονάχα. Δεν αξίζει στριμωγμένοι
οι άνθρωποι να 'ναι ο ένας κοντά στον άλλο.
Κι αν τώρα ζωή λίγη μου απομένει,
μα και μιαν ώρα μόνο σαν μπορέσεις
απ' την αιώνια τη σιγή ν' αρπάξεις,
πολλά πράγματα νέα θα ιδείς, θα μάθεις!...
Θα ήμουν δειλός, αν ήθελα για λίγο
καιρό, που ακόμα θα χαρώ τον ήλιο,
προσεχτικά να ζήσω μετρημένα,
αφού ο πόθος φλογίζει την ψυχή μου
ν' ακλουθήσω τη γνώση σαν αστέρι
πέρα απ' τα ουράνια, εκεί που ο νους δε φτάνει.
Το θρόνο μου και το νησί χαρίζω
τώρα στο γιο μου, τον αγαπημένο
Τηλέμαχο, που ξέρει τη δουλειά του,
με φρόνηση σιγά σιγά ημερώνει
τ' άγριο πλήθος, γλυκότροπα του δείχνει
εκείνο που ωφελεί και που συμφέρει.
Κι είναι άσπιλος, πιστός στο κοινό χρέος
και στο στήθος θερμήν αγάπη κρύβει,
τους θεούς, που πιστεύουμε, λατρεύει
κι εγώ σαν φύγω μένει αυτός. Κι οι δυο μας
κάνουμε το έργο, που ποθεί η ψυχή μας.
Στο λιμάνι εκεί κάτου το καράβι
με πανιά φουσκωμένα περιμένει...
κι η θάλασσα η πλατιά πέρα μαυρίζει...
Ω ναύτες, που με ανδρεία ψυχή μαζί μου
στις έγνοιες, στους αγώνες και στους κόπους
δειχτήκατε με χαμόγελο πάντα,
μ' ελεύθερη καρδιά και περηφάνια,
κι αν έλαμπαν τα ουράνια ή κι αν βροντούσαν
είμαστε γέροι, αλλά δεν απολείπουν
από τα γερατειά το χρέος και η δόξα.
Όλα τα κόβει ο θάνατος. Μα τώρα,
πριν φτάσει εμείς να κάμουμε μπορούμε,
έργο τρανό κι αντάξιο των ανθρώπων,
που ακόμη και στους θεούς αντισταθήκαν.
Στους βράχους φέγγουν λύχνοι από τα σπίτια,
η μέρα σβει και το φεγγάρι βγαίνει
κι ολόγυρα μυριόφωνο μουγκρίζει
το πέλαγος. Ελάτε, ω φίλοι, τώρα
δεν είναι αργά για κείνους που ζητούνε
νέους κόσμους. Σπρώχτε, σύντροφοι, το πλοίο
στ' ανοιχτά και καθίστε στην αράδα
σαν άξιοι λαμνοκόποι. Εμπρός τραβάτε
σχίζοντας ρυθμικά το βοερό κύμα,
αφού η καρδιά μου απόφασην επήρε
στη μακρινή χώρα να πάω ν' αράξω,
πέρα απ' τη δύση, που βυθίζουν τ' άστρα.
Κι αν δε μας πνίξει η τρικυμία, θα πάμε
στα μακάρια νησιά, τον Αχιλλέα
τον μεγαλόψυχο να ξαναϊδούμε!
Αρκετά κατορθώσαμε, μα πάντα
πολλά μένουν ακόμα, για να γίνουν,
κι αν δυνατοί δεν είμαστε σαν πρώτα
στα παλιά χρόνια, που δικά μας ήταν
γη κι ουρανός, είμαστε ακόμη κάτι,
γιατί καρδιές ανδρείες δε θ' αλλάξουν
κι αν ο καιρός κι η μοίρα τις κουράσουν,
μα στο έργο σταθερή και στον αγώνα
βαθιά τους ζωντανή θέληση μένει,
που δύναμη καμιά δεν τη δαμάζει.
μτφρ.: Μαρίνος Σιγούρος

Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2019

Auguste Rodin-Τo Φιλί (1882)


Αποτέλεσμα εικόνας για rodin το φιλι
Auguste Rodin (1840-1917)

ΤΟ ΦΙΛΙ (1882) είναι εμπνευσμένο από την Κόλαση του Δάντη (Τραγούδι Ε΄). Η πρώτη ονομασία του έργου ήταν Francesca da Rimini. Η Francesca ερωτεύθηκε τον Paolo, το νεότερο αδελφό του άνδρα της Giovanni Malatesta, ο οποίος και φόνευσε τους δύο ερωτευμένους στην κάμαρα της Francesca. Η ιστορία της Francesca και του Paolo ενέπνευσε πολλά θεατρικά, λυρικά και συμφωνικά έργα το 19ο αι.
Παραθέτω τους στίχους έμπνευσης του Ροντέν από το Δάντη σε μετάφραση Ν. Καζαντζάκη.


«Per più fiate gli occhi ci sospinse
quella lettura, e scolorocci il viso:
ma solo un punto fu quell che ci vinse.
Quando leggemmo il disiato riso
esser baciato da cotanto amante,
questi,che mai da me non fia doviso,
la bocca mi baciò tutto tremante.»

(Dante, Inferno V, 130-136)

............................................................................................................................................................

Πολλές βολές μας έσμιξε τα μάτια
το διάβασμα και χλώμιασε η θωριά μας,
μα ένα μονάχα νίκησέ μας· όντας
διαβάσαμε το ποθητό της γέλιο
τέτοιος το φίλησε αγαπός, ετούτος
που δε θα χωριστεί ποτέ από μένα
ολότρεμος μου φίλησε το στόμα.