Τη στέγη δέρνει μια βροχή σα να της κουβεντιάζει.
Στο παραθύρι το κλειστό χονδρές κυλούν οι στάλες·
μαστιγωμένη απ'το βοριά βουίζει η καπνοδόχη.
Σύννεφα μαύρα οδοιπορούν στον ουρανό τον γκρίζο
ωσάν ιππότες θλιβεροί σε κάπες τυλιγμένοι
οπού προσμένουν τα πουλιά μαντάτα να τους φέρουν.
Κλειστός, μέσα στην κάμαρη, αφήνομαι σε μνήμες.
Τώρα κατάσπρων λιμανιών θυμάμαι την ασφάλεια,
ενώ σφοδρά στο πέλαγος μαίνετο η καταιγίδα,
και τώρα ενός αρχοντικού,τη ζεστασιά,το πλούτος,
ή μιας καλύβας,στο βουνό,τη φτωχική συμπόνια,
τα χείλη τα πονετικά π' από ντροπή σωπαίναν.
Θα'θελα πράγματα πολλά να'λεγα αυτή την ώρα...
Να'κλαιγα και να γέλαγα... Μ'ανήμπορος,το νιώθω,
σκύβω πάνω στο στήθος μου κι αφήνομαι στη ρέμβη.
Πηγή: Ανθολογία Περάνθη