Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.3. ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.3. ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2024

Fernando Pessoa - Βρέχει και είναι Χριστούγεννα.


Βρέχει και είναι Χριστούγεννα.
Στο Βορρά, είναι καλύτερα:
Υπάρχει το χιόνι, που είναι κακό.
(Μα και  το κρύο, που είναι χειρότερο.)
Και  όλοι είναι χαρούμενοι πολύ
Γιατί αυτό απαιτεί  η μέρα.
Βρέχει  τα φετινά Χριστούγεννα.
Και  είναι καλύτερα απ’το να χιόνιζε.
Αφού ακόμα κι έτσι, υπάρχουν τα Χριστούγεννα.
Γιατί όταν κρυώνω
Δεν νοιώθω τη γιορτή.
Αφήνω τα αισθήματα σ’ αυτούς που γιορτάζουν
Και τα Χριστούγεννα, σ’αυτούς που τα γέννησαν
Γιατί, αν γράψω άλλη μια στροφή,
Τα πόδια μου θα ξεπαγιάσουν.
Δε θέλω να είμαι αχάριστος
Μα, κάτω από αυτόν, τον μαύρο ουρανό,
Το μόνο δώρο που έλαβα
Ήταν  αυτό που μου’δωσε η βροχή.


(1930)

Μετάφραση:  Αγγελική Πεχλιβάνη


Γιάννης Βαρβέρης - Ιδεώδης σύγχυση για τις ημέρες των εορτών


Αμνός γεννάται
δοξάσατε
το βρέφος ψήνεται
στον οβελία.
Συγγενείς απορούν
ανάμεσα στο θηλασμό
και στο φαγοπότι
Τσότρες κρασί
κυκλοφορούν στον ώμο
νοσοκόμων
για ευωχία μετάγγισης.
Χριστούγεννα στο νεκροθάλαμο
και Πάσχα στη θερμοκοιτίδα.
Τι βολικά δυσνόητες οι γιορτές
χωρίς το θαύμα.

Ο άνθρωπος μόνος (2009)

Κώστας Μόντης - Χριστουγεννιάτικες κάρτες

Και πάλι λες δεν είναι δυνατό
όλες αυτές οι ευχές να ψεύδονται
και πάλι λες δεν είναι δυνατή
τέτοια πανταχόθεν σύμπτωση,
δεν είναι δυνατή τέτοια πανταχόθεν συμπαιγνία.

Και τοτ᾽ εν ειναλιη Κυπρω, 1974

Τάκης Παπατσώνης - Τα Χριστούγεννα των δακρύων

Πήρεν η Σίβυλλα φωτιά,
μου προείπε τί μου είναι γραφτά.
Μαυρίλα πόπεφτε απ’ τα ύψη
άπλωσε γύρω γύρω θλίψη.
Χαρούμενον, με κύκλωνε όμως
ο μεταφυσικός ο τρόμος,
και λίγο λίγο, λίγο λίγο,
ευρύτατο ένα χάος ξανοίγω,
που ούτε να βλέπω ή να θυμούμαι
ή να ονειρεύομαι ως κοιμούμαι
δεν θέλω πλέον, τόσο μου δίδει
φαρμάκι το ανοιχτίρμον φίδι
του Μέλλοντος, που μαρτυριέται
στο σκότος, που ως αστράφτει σβηέται.

«Μάταια χαράς ζητάς πηγάδι,
όαση μικρή σε άπειρον Άδη
που περιφέρνεσαι, Άδη αμμώδη,
που κάθε βήμα και το πόδι
βουλιάζει πιότερο ώς το γόνα
φέρνοντας κούρασες γι’ αρρεβώνα
του Μέλλοντος που σ’ απαντέχει,
όταν το σώμα δεν αντέχει.
Λίγης βροχής η οπτασία,
δυο τρεις σταγόνες ευλογία,
καινούργιο Βάφτισμα θα σου ήτο,
ελπίδες χίλιες θα σου διηγείτο.
Αλλ’ ενού Ήλιου η περιφορά,
διαρκής, ξεραίνει τη χαρά».

Τί κι’ αν το Βρέφος εγεννήθη
απόψε, ο Θεός μέσα στα πλήθη,
κι’ ο ουρανός αναγαλλιάζει
με μελωδίες αγγελικές·
της Βηθλεέμ τί κι’ αν γιορτάζει
μιαν ερημιά με τ’ άλογά της,
τις στάνες, τα βόδια, τ’ αρνιά της
και τις ποιμενικές χαρές;
Για μένα στήθηκε προχείρως
«Τόπος Κρανίου». Ένας γύρος
σταυροί με ζώσανε, να εκλέξω
τον πιο αλαφρό και νάβγω έξω,
να με κρεμάσουν Ιουδαίες
άνομες, οι Έγνοιες φρικαλέες.

Πήρεν η Σίβυλλα φωτιά,
μου προείπε τί μου είναι γραφτά.
Μου προείπε πώς θα με δροσίσει
μονάχα των δακρύων η βρύση:
στη μοναξιά θαρθούν, θα τρέχουν,
το πρόσωπο να περιβρέχουν
με την παθητικιά λαχτάρα
της Αγάπης. Με τη λαχτάρα
τη μητρική που φλέγει τη όλη
η συγκλόνιση, η πολλή συμπόνια
και δείχνει ολόανθο το περβόλι
της παρηγόριας, με πλεγμένα κλώνια
ελπίδας, πίστης και λατρείας,
τους τρεις κισσούς μονώσεως αιωνίας.

Μου είπεν η Σίβυλλα, «Συλλογίσου
το ποτάμι που ρέει του Παραδείσου
με φλοίσβο εωθινό. Σκέψου το αηδόνι,
να κελαηδά παθητικά τη μόνη
γοητεία, πρωί πρωί, που δίνει
η Αυγή με τη σιγή και τη γαλήνη.
Το Φεγγάρι, που χλωμαίνει, που χλωμαίνει,
αλλά, με όλον τον Ήλιο, παραμένει
και φαίνεται σαν νέφος. Το αεράκι,
που σκορπίζει της αχλύος τα ράκη.
Το ποταμόπλοιο τέλος με τριπλοανοιχτά
τα ολόλευκα λαμπρά πανιά,
που, σιγανό αλλ’ ασφαλές, δεν παύει
να πλέει προς σένα, να σε παραλάβει».

Πηγή:
Εκλογή Β´, 1962

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης -Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη



Στὴν ταβέρνα τοῦ Πατσοπούλου, ἐνῷ ὁ βορρᾶς ἐφύσα, καὶ ὑψηλὰ εἰς τὰ βουνὰ ἐχιόνιζεν, ἕνα πρωί, ἐμβῆκε νὰ πίῃ ἕνα ρώμι νὰ ζεσταθῇ ὁ μαστρο-Παῦλος ὁ Πισκολέτος, διωγμένος ἀπὸ τὴν γυναῖκά του, ὑβρισμένος ἀπὸ τὴν πενθεράν του, δαρμένος ἀπὸ τὸν κουνιάδον του, ξωρκισμένος ἀπὸ τὴν κυρα-Στρατίναν τὴν σπιτονοικοκυράν του, καὶ φασκελωμένος ἀπὸ τὸν μικρὸν τριετῆ υἱόν του, τὸν ὁποῖον ὁ προκομμένος ὁ θεῖός του ἐδίδασκεν ἐπιμελῶς, ὅπως καὶ γονεῖς ἀκόμη πράττουν εἰς τὰ «κατώτερα στρώματα», πῶς νὰ μουντζώνῃ, νὰ βρίζῃ, νὰ βλασφημῇ καὶ νὰ κατεβάζῃ κάτω Σταυρούς, Παναγιές, κανδήλια, θυμιατὰ καὶ κόλλυβα. Κ᾽ ἔπειτα, γράψε ἀθηναϊκὰ διηγήματα!
Ὁ προβλεπτικὸς ὁ κάπηλος, διὰ νὰ ἔρχωνται ἀσκανδαλίστως νὰ ψωνίζουν αἱ καλαὶ οἰκοκυράδες, αἱ γειτόνισσαι, εἶχε σιμὰ εἰς τὰ βαρέλια καὶ τὰς φιάλας, πρὸς ἐπίδειξιν μᾶλλον, ὀλίγον σάπωνα, κόλλαν, ὀρύζιον καὶ ζάχαριν, εἶχε δὲ καὶ μύλον διὰ νὰ κόπτῃ καφέν. Ἀλλ᾽ ἔβλεπες πρωὶ καὶ βράδυ νὰ ἐξέρχωνται, ἀτημέλητοι καὶ μισοκτενισμέναι, γυναῖκες φέρουσαι τὴν μίαν χεῖρα ὑπὸ τὴν πτυχὴν τῆς ἐσθῆτος, παρὰ τὸ ἰσχίον, καὶ τοῦτο ἐσήμαινεν, ὅτι τὸ ὀψώνιον δὲν ἦτο σάπων, οὔτε ὀρύζιον ἢ ζάχαρις.
Ἤρχετο πολλάκις τῆς ἡμέρας ἡ γρια-Βασίλω, πτωχή, ἔρημη καὶ ξένη στὰ ξένα, ἥτις δὲν εἶχε προλήψεις, κ᾽ ἔπινε φανερὰ τὸ ρούμι της. Ἤρχετο καὶ ἡ κυρα-Κώσταινα ἡ Κλησιάρισσα, ἥτις ἐβοηθοῦσε τὸ κατὰ δύναμιν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ἱσταμένη πλησίον τοῦ μανουαλίου, διὰ νὰ κολλᾷ τὰ κηρία, καὶ ὅσας πεντάρας ἔπαιρνε τὴν Κυριακήν, ὅλας τὰς ἔπινε, μετ᾽ εὐσυνειδήτου ἀκριβείας, τὴν Δευτέραν, Τρίτην καὶ Τετάρτην.
Ἤρχετο κ᾽ ἡ Στρατίνα, νοικοκυρὰ μὲ δύο σπίτια, ὁποὺ ἐφώναζεν εἰς τὴν αὐλόπορταν, εἰς τὸν δρόμον καὶ εἰς τὸ καπηλεῖον ὅλα τὰ μυστικά της, δηλ. τὰ μυστικὰ τῶν ἄλλων, καὶ μέρος μὲν αὐτῶν ἔμενον εἰς τὴν αὐλήν, μέρος δὲ ἔπιπτον εἰς τὸ καπηλεῖον, καὶ τὰ περισσότερα ἐχύνοντο εἰς τὸν δρόμον· κ᾽ ἐξωνομάτιζε* τὸν κόσμον, ποία νοικάρισσα τῆς καθυστερεῖ δύο νοίκια, ποῖος ὀφειλέτης τῆς χρεωστεῖ τὸν τόκον, ποία γειτόνισσα τῆς ἐπῆρεν ἕνα εἶδος, δανεικὸν κι ἀγύριστον. Ὁ μαστρο-Δημήτρης ὁ φραγκορράφτης τῆς ἐχρωστοῦσε τρία νοίκια, ὁ μαστρο-Παῦλος ὁ Πισκολέτος πέντε, καὶ τὸν μῆνα ποὺ ἔτρεχεν, ἕξ. Ἡ Λενιὼ ἡ κουμπάρα της τῆς πέρασε δευτέραν ὑποθήκην μὲ δόλον εἰς τὸ σπίτι, καὶ τώρα ἦτον ἀνάγκη νὰ τρέχῃ εἰς δικηγόρους καὶ συμβολαιογράφους διὰ νὰ ἐξασφαλίσῃ τὰ δίκαιά της. Ἡ Κατίνα, ἡ ἀνεψιά της ἀπ᾽ τὸν πρῶτον ἄνδρα της, τῆς εἶχεν ἀφήσει ἕνα ἀμανάτι διὰ νὰ τὴν δανείσῃ δέκα δραχμάς, καὶ τώρα κατὰ τὴν ἐκτίμησιν δύο χρυσοχόων ἀπεδείχθη ὅτι τὸ ἀσημικὸν ἦτο κάλπικον καὶ δὲν ἤξιζεν οὔτε ὅσον ἤξιζαν τὰ δύο φυσέκια μὲ τὲς σκουριασμένες μπακίρες ― τὰς ὁποίας, ἀφοῦ, κατὰ τὴν συνήθειάν της (αὐτὸ δὲν τὸ ἔλεγεν, ἀλλ᾽ ἦτο γνωστόν), ἔβγαλεν ἔξω τὸν γερο-Στρατήν, τὸν ἄνδρα της, τὴν κόρην της, τὴν Μαργαρίταν, καὶ τὴν ἐγγονήν της, τὴν Λενούλαν, ἤνοιξε τὴν κρύπτην, ἀπέθεσεν ἐκεῖ τὸ ἐνέχυρον, ἔβγαλε τὸ κομπόδεμα, ἔλαβε τὰ φυσέκια, καὶ τὰ ἐνεχείρισε μὲ τρόπον, ὁποὺ ἐσήμαινε νὰ τὰ δώσῃ καὶ νὰ μὴν τὰ δώσῃ, κ᾽ ἐφαίνοντο ὡς νὰ ἐκολλοῦσαν στὰ χέρια της, εἰς τὴν πτωχὴν τὴν Κατίναν.
Ἡ Ἀσημίνα, ἡ παλαιὰ νοικάρισσά της, τραγουδίστρα τὸ ἐπάγγελμα, ὅταν ἐξεκουμπίσθη κ᾽ ἔφυγε, τῆς ἐχρωστοῦσε τρία μηνιάτικα κ᾽ ἐννέα ἡμέρας. Καὶ τὰ μὲν ἔπιπλα, ὁποὺ ἔπρεπε κατὰ δίκαιον τρόπον νὰ τὰ ἐκχωρήσῃ εἰς τὴν σπιτονοικοκυράν, τὰ παρέδωκεν εἰς τὸν καῦκόν* της, τὸν τελευταῖον ἀγαπητικόν της, ποὺ νὰ τσάκιζε τὸ πόδι της, νὰ μὴν εἶχε σώσει ποτέ… καὶ εἰς αὐτὴν δὲν ἔδωκεν ἄλλο τίποτε, παρὰ ἕνα παλιοφυλαχτὸν ἐκεῖ, λιγδιασμένον, καὶ τῆς εἶπε μυστηριωδῶς ὅτι αὐτὸ περιεῖχε τίμιον ξύλον… Σὰν ἐγκρεμοτσακίσθη κ᾽ ἔφυγε, τὸ ἀνοίγει καὶ αὐτὴ ἐκ περιεργείας, καὶ ἀντὶ τιμίου ξύλου, τί βλέπει;… κάτι κουρέλια, τρίχας, τούρκικα γράμματα, σκοντάμματα, μαγικά, χαμένα πράματα… Τ᾽ ἀκοῦτε σεῖς αὐτά;
*
* *
Εἰσῆλθε ριγῶν ὁ μαστρο-Παυλάκης καὶ ἐζήτησεν ἕνα ρώμι. Τὸ παιδὶ τοῦ καπηλείου, ὁποὺ τὸν ἤξευρε καλά, τοῦ εἶπεν·
―Ἔχεις πεντάρα;
Ὁ ἄνθρωπος ἔσεισε τοὺς ὤμους μὲ τρόπον διφορούμενον.
― Βάλε σὺ τὸ ρούμι, εἶπεν.
Πῶς νὰ ἔχῃ πεντάρα; Καλὰ καὶ τὰ λεπτά, καλὴ κ᾽ ἡ δουλειά, καλὸ καὶ τὸ κρασί, καλὴ κ᾽ ἡ κουβέντα, ὅλα καλά. Καλύτερον ἀπ᾽ ὅλα ἡ ρᾳστώνη, τὸ δόλτσε φὰρ νιέντε* τῶν ἀδελφῶν Ἰταλῶν. Ἂν εἰς αὐτὸν ἀνετίθετο νὰ συντάξῃ τὸν κανονισμὸν τῆς ἑβδομάδος, θὰ ὥριζε τὴν Κυριακὴν διὰ σχόλην, τὴν Δευτέραν διὰ χουζούρι, τὴν Τρίτην διὰ σουλάτσο, τὴν Τετάρτην, Πέμπτην καὶ Παρασκευὴν δι᾽ ἐργασίαν, καὶ τὸ Σάββατον διὰ ξεκούρασμα. Ποῖος λέγει ὅτι αἱ ἑορταὶ εἶναι παραπολλαὶ διὰ τοὺς ὀρθοδόξους Ἕλληνας, καὶ αἱ ἐργάσιμοι εἶναι πολὺ ὀλίγαι; Αὐτὰ τὰ λέγουν ὅσοι δὲν ἔκαμαν ποτὲ σωματικὴν ἐργασίαν καὶ ἠξεύρουν μόνον διὰ τοὺς ἄλλους νὰ θεσμοθετοῦν.
Ἀκριβῶς τὴν ὥραν ταύτην ἦλθεν ἀπ᾽ ἀντικρὺ ὁ Δημήτρης ὁ φραγκορράφτης, διὰ νὰ πίῃ τὸ πρωινόν του. Μόνην παρηγορίαν εἶχε νὰ κάμνῃ αὐτὰ τὰ συχνὰ ταξιδάκια, καθὼς τὰ ὠνόμαζε. Διέκοπτεν ἐπὶ πέντε λεπτὰ τὴν ἐργασίαν του δέκα φορὰς τὴν ἡμέραν, καὶ ἤρχετο νὰ πίῃ ἕνα κρασί. Ἔπαιρνεν ἐργασίαν ἀπὸ τὰ μαγαζειὰ κ᾽ ἐδούλευεν ὡς κάλφας εἰς τὸ δωμάτιόν του. Εἰσῆλθε καὶ παρήγγειλεν ἕνα κρασί. Εἶτα ἰδὼν τὸν Παῦλον:
― Βάλε καὶ τοῦ μαστρο-Παυλάκη ἕνα ρούμι, εἶπεν.
Ὡς ἀπὸ Θεοῦ σταλμένος διὰ νὰ λύσῃ τὸ ζήτημα τῆς πεντάρας μεταξὺ τοῦ πελάτου καὶ τοῦ ὑπηρέτου, ἐκάθισε πλησίον τοῦ Παύλου καὶ ἤρχισε τοιαύτην ὁμιλίαν, ἡ ὁποία ἦτο μὲν συνέχεια τῶν ἰδίων λογισμῶν του, εἰς δὲ τὸν Παῦλον ἐφάνη ὡς συνηγορία ὑπὲρ τῶν ἰδικῶν του παραπόνων.
― Ποῦ σκόλη καὶ γιορτή, μαστρο-Παυλέτο, φίλε μου, εἶπεν· οὔτε καθισιό, οὔτε χουζούρι. Τ᾽ Ἁι-Νικολάου δουλέψαμε, τ᾽ Ἁι-Σπυρίδωνα δουλέψαμε, τὴν Κυριακὴ προχθὲς δουλέψαμε. Ἔρχουνται Χριστούγεννα, καὶ θαρρῶ πὼς θὰ δουλεύουμε χρονιάρα μέρα.
Ὁ Παῦλος ἔσεισε τὴν κεφαλήν.
― Θέλω κάτι νὰ πῶ, ἀλλὰ δὲν ξέρω γιὰ νὰ τὰ σταμπάρω περὶ γραμμάτου, μαστρο-Δημήτρη μου, εἶπε. Μοῦ φαίνεται πὼς αὐτοὶ οἱ μαστόροι, αὐτοὶ οἱ ἀρχόντοι, αὐτὴ ἡ κοινωνία πολὺ κακὰ ἔχουν διωρισμένα τὰ πράγματα. Ἀντὶ νὰ εἶναι ἡ δουλειὰ μοιρασμένη ἴσα στὶς καθημερινές, πέφτει μονομιᾶς καὶ μονομπάντα. Δουλεύουμε βιαστικὰ τὶς γιορτάδες, καὶ ὕστερα χασομεροῦμε βδομάδες καὶ μῆνες τὶς καθημερινές.
― Εἶναι κ᾽ ἡ τεμπελιὰ στὸ μέσο, εἶπε μετὰ πονηρᾶς αὐθαδείας τὸ παιδὶ τοῦ καπηλείου, ὠφεληθὲν ἀπὸ μίαν στιγμὴν καθ᾽ ἣν ὁ ἀφέντης του εἶχεν ὁμιλίαν εἰς τὸ κατώφλιον τῆς θύρας καὶ δὲν ἠδύνατο ν᾽ ἀκούσῃ.
― Ἂς εἶναι, τί νὰ σοῦ κάμῃ ἡ προκομμάδα κ᾽ ἡ τεμπελιά; εἶπεν ὁ Δημήτρης. Τὸ σωστὸ εἶναι, πολλὰ κεσάτια κι ὀλίγη μαζωμένη δουλειά. Καλὰ λέει ὁ μαστρο-Παῦλος. Ἄλλο ἂν εἶμαι ἀκαμάτης ἐγώ, ἂς ποῦμε, ἢ ὁ Παῦλος, ἢ ὁ Πέτρος, ἢ ὁ Κώστας, ἢ ὁ Γκίκας. Ἐμένα ἡ φαμίλια* μου δουλεύει, ἐγὼ δουλεύω, ὁ γυιός μου δουλεύει, τὸ κορίτσι πάει στὴν μοδίστρα. Καὶ μ᾽ ὅλα αὐτά, δὲν μποροῦμε ἀκόμα νὰ βγάλουμε τὰ νοίκια τῆς κυρα-Στρατίνας. Δουλεύουμε γιὰ τὴ σπιτονοικοκυρά, δουλεύουμε γιὰ τὸν μπακάλη, γιὰ τὸ μανάβη, γιὰ τὸν τσαγκάρη, γιὰ τὸν ἔμπορο. Ἡ κόρη θέλει τὸ λοῦσό της, ὁ νέος θέλει τὸ καφενεῖό του, τὸ ροῦχό του, τὸ γλέντι του. Ὕστερα, κάμε προκοπή.
―Ὑγρασία μεγάλη, μαστρο-Δημήτρη μου, εἶπεν ὁ Παυλέτος, ἀποκρινόμενος εἰς τοὺς ἰδίους στοχασμούς του. Ὑγρασία κάτω στὰ μαγαζειά, χαμηλὸ τὸ μέρος, ἡ δουλειὰ βαριά, ρεματισμοί, κρυώματα. Ὕστερα κόπιασε, ἂν ἀγαπᾷς, νὰ ἀργάζῃς τομάρια. Τὸ δικό μας τὸ τομάρι ἄργασε πιά, ἄργασε…
― Καλὰ ἀργασμένο τὸ δικό σου, μαστρο-Παῦλε, αὐθαδίασε πάλιν ὁ ὑπηρέτης, αἰνιττόμενος ἴσως τὰς μεταξὺ τοῦ Παύλου καὶ τοῦ γυναικαδέλφου του σκηνάς.
Εἶτα εἰσῆλθεν ὁ κάπηλος. Ὁ μαστρο-Δημήτρης ἀπῆλθε 〈διὰ〉 νὰ ἐπαναλάβῃ τὴν ἐργασίαν του καὶ ἡ ὁμιλία ἔπαυσεν.
*
* *
Ὁ μαστρο-Παῦλος ἀφέθη εἰς τὰς φαντασίας του. Σάββατον σήμερον, μεθαύριον παραμονή, τὴν ἄλλην Χριστούγεννα. Νὰ εἶχε τουλάχιστον λεπτὰ διὰ νὰ ἀγοράσῃ ἕνα γαλόπουλο, νὰ κάμῃ κι αὐτὸς Χριστούγεννα στὸ σπίτι του, καθὼς ὅλοι. Μετενόει τώρα πικρῶς, διότι δὲν ἐπῆγε τὰς τελευταίας ἡμέρας εἰς τὰ βυρσοδεψεῖα νὰ δουλέψῃ, νὰ βγάλῃ ὀλίγα λεπτά, διὰ νὰ περάσῃ πτωχικὰ τὰς ἑορτάς. «Ὑγρασία μεγάλη, χαμηλὸ τὸ μέρος, ἡ δουλειὰ βαριά. Κόπιασε νὰ ἀργάζῃς τομάρια! Τὸ δικό μας τὸ τομάρι θέλει ἄργασμα.»
Εἶχεν ἀκούσει τὸν λαϊκὸν μῦθον διὰ τὸν τεμπέλην, ὁποὺ ἐπήγαιναν νὰ τὸν κρεμάσουν, καὶ ὅστις συγκατένευε νὰ ζήσῃ ὑπὸ τὸν ὅρον νὰ εἶναι «βρεμένο τὸ παξιμάδι». Ἐγνώριζε καὶ τὴν ἄλλην διήγησιν διὰ τὸ τεμπελχανειό, τὸ ὁποῖον ἵδρυσε, λέγουν, ὁ Μεχμεταλὴς εἰς τὴν πατρίδα του Καβάλαν. Ἐκεῖ, ἐπειδὴ τὸ κακὸν εἶχε παραγίνει, ὁ ἐπιστάτης ἐσοφίσθη νὰ στρώνῃ μίαν ψάθαν, ἐπὶ τῆς ὁποίας ἠνάγκαζε τοὺς ἀέργους νὰ ἐξαπλώνωνται. Εἶτα ἔβαλλε φωτιὰν εἰς τὴν ψάθαν. Ὅποιος ἐπροτίμα νὰ καῇ, παρὰ νὰ σηκωθῇ ἀπὸ τὴν θέσιν του, ἦτο σωστὸς τεμπέλης κ᾽ ἐδικαιοῦτο νὰ φάγῃ δωρεὰν τὸ πιλάφι. Ὅποιος ἐσηκώνετο κ᾽ ἔφευγε τὸ πῦρ, δὲν ἦτον σωστὸς τεμπέλης κ᾽ ἔχανε τὰ δικαιώματα. Τόσοι Βαλλιᾶνοι, τόσοι Ἀβέρωφ καὶ Συγγροί, ἐσκέπτετο ὁ μαστρο-Παῦλος, καὶ κανεὶς ἐξ αὐτῶν νὰ μὴν ἱδρύσῃ παραπλήσιόν τι εἰς τὰς Ἀθήνας!
Ὁ μαστρο-Παυλάκης ἐπεριδιάβασεν ἀκόμη δύο ἡμέρας, καὶ τὴν ἄλλην ἦτο Παραμονή. Τὸ γαλόπουλον δὲν ἔπαυσε νὰ τὸ ὀνειροπολῇ καὶ νὰ τὸ ὀρέγεται. Πῶς νὰ τὸ προμηθευθῇ;
Ἀφοῦ ἐνύκτωσε, διωγμένος καθὼς ἦτον ἀπὸ τὸ σπίτι, ἀπετόλμησε καὶ ἦλθεν ἀπὸ ἕνα πλάγιον δρομίσκον καὶ ἦτον ἕτοιμος νὰ χωθῇ εἰς τὸ καπηλεῖον. Ὁ νοῦς του ἦτο ἀναποσπάστως προσηλωμένος εἰς τὸ γαλόπουλο. Θὰ ἐχρησίμευε τοῦτο, ἐὰν τὸ εἶχε, καὶ ὡς μέσον συνδιαλλαγῆς μὲ τὴν γυναῖκά του.
Ἐκεῖ, καθὼς ἐστράφη νὰ ἐμβῇ εἰς τὸ καπηλεῖον, βλέπει ἓν παιδίον τῆς ἀγορᾶς μὲ μίαν κοφίναν ἐπ᾽ ὤμων, ἤτις ἐφαίνετο ἀκριβῶς νὰ περικλείῃ ἕνα γάλον, ἀγριολάχανα, πορτοκάλια, ἴσως καὶ βούτυρον καὶ ἄλλα καλὰ πράγματα. Τὸ παιδίον ἐκοίταζε δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ κ᾽ ἐφαίνετο νὰ ἀναζητῇ οἰκίαν τινά. Ἦτο ἕτοιμον νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸ καπηλεῖον διὰ νὰ ἐρωτήσῃ. Ἔπειτα εἶδε τὸν Παῦλον κ᾽ ἐστράφη πρὸς αὐτόν:
― Ξέρεις, πατριώτη, τουλόγου σου, ποῦ εἶναι δῶ χάμω τὸ σπίτι τοῦ κὺρ Θανάση τοῦ Μπελιοπούλου;
― Τοῦ κὺρ Θανάση τοῦ Μπε…
Ἀστραπὴ ὡς ἰδέα ἔλαμψεν εἰς τὸ πνεῦμα τοῦ Παύλου.
― Μοῦ ᾽πε τὸν ἀριθμὸ καὶ τὸν ἐξέχασα… τώρα γλήγορα ἔπιασε σπίτι δῶ χάμω, σ᾽ αὐτὸ τὸ δρόμο… τὸν εἶχα μουστερὴ ἀπὸ πρῶτα… μπροστύτερα καθότανε παραπέρα, στὸ Γεράνι.
― Τοῦ κὺρ Θανάση τοῦ Μπελιοπούλου! ηὐτοσχεδίασεν ὁ μαστρο-Παῦλος· νά, ἐδῶ εἶναι τὸ σπίτι του. Νὰ φωνάξῃς τὴν κυρα-Παύλαινα, μέσα, στὴν κάτω κάμαρα, στὸ ἰσόγειο… αὐτὴ εἶναι ἡ νοικοκυρά του… πῶς νὰ πῶ; εἶναι γενιά* του… τὴν ἔχει λῦσε-δέσε, σ᾽ ὅλα τὰ πάντα… οἰκονόμισσα στὸ νοικοκυριό του… εἶναι κουνιάδα του… μαθές, θέλω νὰ πῶ, ἀνιψιά του… ἐφώναξέ την καὶ δῶσέ της τὰ ψώνια.
Καὶ βαδίσας ὁ ἴδιος πέντε βήματα, κατὰ τὴν θύραν τῆς αὐλῆς, ἔκαμε πὼς φώναξε:
― Κυρα-Παύλαινα, κόπιασ᾽ ἐδῶ νὰ πάρῃς τὰ ψώνια ποὺ σοῦ στέλνει ὁ κύριος… ὁ ἀφέντης σου.
Καλὰ ἦλθαν τὰ πράγματα ἕως τώρα. Ὁ μαστρο-Παυλάκης ἔτριβε τὰς χεῖρας καὶ ᾐσθάνετο εἰς τὴν ρῖνά του τὴν κνῖσαν τοῦ ψητοῦ κούρκου. Καὶ δὲν τὸν ἔμελε τόσον διὰ τὸν κοῦρκον, ἀλλὰ θὰ ἐφιλιώνετο μὲ τὴν γυναῖκά του. Τὴν νύκτα ἐπέρασεν εἰς ἓν ὁλονύκτιον καφενεῖον καὶ τὸ πρωὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν.
Ὅλην τὴν ἡμέραν προσεκολλήθη εἰς μίαν συντροφιάν, ἔπειτα εἰς μίαν ἄλλην παλαιῶν γνωρίμων του, εἰς τὸ καπηλεῖον, ὁποὺ ἔμεινε τὰς περισσοτέρας ὥρας ἀνοικτὸν μὲ τὰ παράθυρα κλεισμένα, κ᾽ ἐπέρασε μὲ ὀλίγους μεζέδες καὶ μὲ ἀρκετὰ κεράσματα.
Τὸ βράδυ, ἀφοῦ ἐνύκτωσεν, ἐπῆγε μὲ τόλμην, ἀπὸ τὰς πολλὰς σπονδὰς καὶ ἀπὸ τὴν ἐνθύμησιν τοῦ κούρκου, κ᾽ ἔκρουσε τὴν θύραν τῆς οἰκογενείας του. Ἡ θύρα ἦτο κλεισμένη ἔσωθεν.
― Καλησπέρα, κυρα-Παύλαινα, ἐφώναξεν ἀπ᾽ ἔξω. Χρόνους πολλούς. Πῶς πῆγε ὁ γάλος; Βλέπεις, ἐγὼ πάλε;
Οὐκ ἦν φωνὴ οὐδὲ ἀκρόασις. Ὅλη ἡ αὐλὴ ἦτο ἥσυχος. Τὰ ἰσόγεια, αἱ τρῶγλαι, τὰ κοτέτσια τῆς κυρα-Στρατίνας, ὅλα ἐκοιμῶντο. Ὁ σκύλος μόνον ἐγνώρισε τὸν μαστρο-Παῦλον, ἔγρυξεν ὀλίγον καὶ πάλιν ἡσύχασε.
Ὑπῆρχον ἐκεῖ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ψυχομέτρι τριῶν ἢ τεσσάρων οἰκογενειῶν, ὁποὺ ἐκατοικοῦσαν εἰς τ᾽ ἀνήλια δωμάτια, δύο γίδες, δώδεκα ὄρνιθες, τέσσαρες γάττοι, δύο ἰνδιάνοι καὶ πολλὰ ζεύγη περιστερῶν. Αἱ δύο γίδες ἀνεχάραζαν βαθιὰ εἰς τὸ σκεπασμένον μανδράκι τους, αἱ ὄρνιθες ἔκλωζον ὑποκώφως εἰς τὰ κοτέτσια τους, τὰ περιστέρια εἶχαν μαζωχθῆ εἰς τοὺς περιστερῶνας περίτρομα ἀπὸ τὸ κυνήγι, ὁποὺ ἤρχιζον τὴν νύκτα ἐναντίον των οἱ γάττοι. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ μικροὶ θόρυβοι ἦσαν τὸ ρογχάλισμα τῆς αὐλῆς κοιμωμένης.
Πάραυτα ἠκούσθη κρότος βημάτων εἰς τὸ σπίτι.
―Ἔ, μαστρο-Παῦλε, εἶπε πλησιάσασα ἡ κυρα-Στρατίνα, νά ᾽χουμε καὶ καλὸ ρώτημα… Τί γάλος καὶ γαλίζεις καὶ γυαλίζεις καὶ καλὸ νὰ μὄχῃς, ἀσίκη μου; Εἴδαμε κ᾽ ἐπάθαμε νὰ σκεπάσουμε τὸ πρᾶμα, νὰ μὴ προσβαλθῇ τὸ σπίτι… Ἐκεῖνος ποὺ ἦτον δικός του ὁ γάλος, ἦρθε μεσάνυχτα κ᾽ ἐφώναζε, ἔκανε τὸ κακό, καὶ μᾶς φοβέριζε ὅλους, κ᾽ ἡ φαμίλια σου, ἐπειδὴς τὸν εἶχε κόψει τὸ γάλο, μαθές, καὶ τὸν εἶχε βάλει στὸ τσουκάλι, βρέθηκε στὰ στενά.. κλειδώθηκε μὲς στὴν κάμερα, καὶ δὲν ἤξερε τί νὰ κάμῃ… Εἶπε καὶ ὁ κουνιάδος σου… καλὸ κελεπούρι ἦτον κι αὐτό, μαθές… καὶ ἐπέρασεν ἡ φαμίλια σου ὅλην τὴν ἡμέρα κλειδομανταλωμένη μέσα, ἀπὸ φόβο μὴ ξαναέλθῃ κεῖνος πού ᾽χε τὸ γάλο καὶ μᾶς φέρῃ καὶ τὴν ἀστυνομία… ἦτον φόβος νὰ μὴν προσβαλθῇ κ᾽ ἐμένα τὸ σπίτι μου. Ἄλλη φορά, τέτοια ἀστεῖα νὰ μὴν τὰ κάνῃς, μαστρο-Παυλάκη. Τέτοια προσβολὴ νὰ λείπῃ ἀπὸ τὸ σπίτι μου ἐμένα! Τ᾽ ἄκουσες;
Ὁ μαστρο-Παῦλος ἠρώτησε δειλά:
― Τώρα… εἶναι μέσα ἡ φαμίλια μου;
― Εἶναι μέσα ὅλοι τους, κ᾽ ἔχουνε κλειδωμένα καλά, καὶ τὸ φῶς κατεβασμένο, διὰ τὸν φόβο τῶν Ἰουδαίωνε. Κοίταξε μὴ σὲ νοιώσῃ ἀπὸ πουθενὰ κεῖνος ὁ σκιάς*, ὁ κουνιάδος σου, πάλε…
― Εἶναι μέσα;
―Ἢ μέσα εἶναι ἢ ὅπου εἶναι ἔφτασε… νά, κάπου ἀκούω τὴ φωνή του.
Ἠκούσθη τῷ ὄντι μία φωνὴ ἐκεῖ πλησίον, ἥτις δὲν ὑπέσχετο καλὰ διὰ τὸν νυκτερινὸν ἐπισκέπτην.
―Ἔ, μαστρο-Παυλῖνε, ἔλεγε, καλὸς ἦτον ὁ γάλος;
Ποῖος ἦτον ὁ ὁμιλήσας, ἄδηλον. Ἴσως νὰ ἦτον ὁ μαστρο-Δημήτρης, ὁ γείτων. Δυνατὸν νὰ ἦτο καὶ ὁ φοβερὸς γυναικάδελφος τοῦ μαστρο-Παύλου.
― Καὶ νὰ μὴν πάρω κ᾽ ἐγὼ ἕνα μεζέ; παρεπονέθη ὣς τόσον ὁ ἄνθρωπός μας.
― Τί σοῦ χρειάζεται ὁ μεζές, μαστρο-Παυλάκη μου; ἐπανέλαβεν ἡ Στρατίνα. Τὰ πράματα εἶναι πολὺ σκοῦρα, ἄφ᾽σε τ᾽ αὐτά! Δουλειά, δουλειά! Ἡ δουλειὰ βγάζει παλληκάρια. Ὅ,τι ἔγινε ἔγινε, νὰ πᾷς νὰ δουλέψῃς, νὰ μοῦ φέρῃς 〈κ᾽〉 ἐμένα τὰ νοίκια μου. Τ᾽ ἀκοῦς;
― Τ᾽ ἀκούω.
― Φέρε μου ἐσὺ τὸν παρά, κ᾽ ἐγώ, μὲ ὅλη τὴ φτώχεια, τὴν θυσιάζω μιὰ γαλοπούλα καὶ τρῶμε.
Ἠκούσθη ἀπὸ μέσα βραχνὸς μορμυρισμός, εἶτα φωνὴ μικροῦ παιδίου εἶπε:
― ᾽Τὴν ὑγειά σου, ματο-Πάλο, τεμπελόκυλο, κακὲ πατέλα. Τόνε φάαμε τὸ λάλο. Νά πάλε καὶ σὺ πέντε, κ᾽ ἄλλα πέντε, δέκα.
Προφανῶς ἦτον μέσα ὁ φοβερὸς ὁ γυναικάδελφος, καὶ εἶχε δασκαλέψει τὸ παιδὶ νὰ τὰ φωνάξῃ αὐτά.
― Μὴ στέκεσαι στιγμή, μαστρο-Παυλέτο μου, εἶπεν ἡ Στρατίνα· τὸ καλὸ ποὺ σοῦ θέλω! Δρόμο τώρα, καὶ μεθαύριο δουλειά, δουλειά!
Ἠκούσθη κρότος, ὡς νὰ ἐσηκώθη τις ἀπὸ μέσα, καὶ νὰ ἐπλησίαζε μὲ βαρὺ βῆμα πρὸς τὴν θύραν…
― Δρόμο, ἐπανέλαβε μηχανικῶς ὁ Παῦλος, συμμορφούμενος ἐμπράκτως μὲ τὴν λέξιν… δρόμο καὶ δουλειά!


(1896)


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Άπαντα, τόμος τρίτος, κριτική έκδοση: Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Αθήνα: Δόμος 1984, σ.  157-164


Νόνη Σταματέλου - Ο δρόμος

Δεν θα μάθεις ποτέ
Πόσο με πονούσε εκείνη η επίμονη σιωπή σου
Τ’ ατέλειωτα βράδια
Πώς έλιωνα παρακαλώντας για ένα χάδι.

Εκείνα τα Χριστούγεννα, θυμάσαι; 
Βγήκα στο δρόμο για τσιγάρα, μεσάνυχτα 
Κι ήταν τα πιο παγωμένα της ζωής μου. 
Ο δρόμος μέχρι το περίπτερο 
Ταξίδι μού φάνηκε μακρύ 
στα παιδικά μου όνειρα. 

Παραπατούσα
Τυφλωμένη απ’ τα φώτα και τα δάκρυα
Το βλέμμα του περιπτερά μού φάνηκε ζεστό
και το άγγιγμα στο χέρι μου
σαν μου ’δωσε τα ρέστα.
Έκλεισε βιαστικά, η ώρα ήταν δώδεκα και κάτι.
Ζήλεψα το χαμόγελό του
καθώς τύλιγε το κασκόλ
Μύριζε ευτυχία.
Επέστρεφα αργά, ποιος θα νοιαζόταν;
Νύχτα Χριστουγέννων.
Ένα ζευγάρι χέρι-χέρι προσπέρασε
και χάθηκε στο διπλανό στενό
Κρατούσαν κόκκινα κουτιά με χρυσαφί κορδέλες 
Ένα ταξί σταμάτησε πιο κάτω. 
Δυο μεθυσμένοι μακριά… 
Καμία άλλη κίνηση, ήχος κανείς. 
Μόνο το βήμα μου αργό 
Κι ο αντίλαλός του μέσα μου. 
Έβρεχε 
Κι η μοναξιά μού τρυπούσε τα κόκαλα. 
Δεν είπες λέξη πάλι. Όλο σώπαινες. 
Κοίταζες απ’ το τζάμι τα στολισμένα μπαλκόνια. 
Τα χαρακτηρίζαμε κιτς, ίσως να τα ζηλεύαμε. 

Βυθίστηκα άλλη μια φορά μες στο βουβό μου κλάμα… 

Και σαν περνάω τώρα πια το δρόμο
Σαν βλέπω το περίπτερο 
Αν και χιλιάδες πράγματα συνέβησαν εκεί 
Εγώ εκείνα τα Χριστούγεννα θυμάμαι μόνο.  


 (Από τη συλλογή «Παιχνίδι αιχμηρό», εκδ. Gutenberg, 2008)



Κλεοπάτρα Λυμπέρη - Χριστούγεννα σε παγοδρόμιο



Γλιστράνε ένας ένας οι σκιέρ πάνω στη χλόη του 

χιονιού. Γλιστράνε τα παιδιά και τα Χριστούγεννα.   


Ο πάγος μένει πάντα σ’ έξοχη λευκότητα. Ίδιος   

με το στερέωμα των ποιητών.   

Ή των βρεφών. Ίδιος με πτέρωμα αθώων   

πυροκροτητών του Νίκου Εγγονόπουλου. 

Σχεδόν Ανταρκτική. 

Σχεδόν βοσκή ταράνδων κι Αϊ-Βασίληδων.  


Γλιστρούσαν ολοένα τα παιδιά 

γλιστρούσαν οι φωνές   

γλιστρούσανε τα γέλια 

γλιστρούσε η χαρά 

γλιστρούσαν τα λαμπιόνια 

γλιστρούσε ο θάνατος 

προς το παράξενο εκείνο 1991. 


Μητέρα, οι πεθαμένοι μου δεν παίζουν πια.

Μες στο μεγάλο λούνα παρκ λιώσαν οι πάγοι. 

Το μαύρο σβήνει ο καιρός     

και ο σγουρός βασιλικός  

σαν θυμιατό που ανάβει.   


Πηγή:  https://diastixo.gr/logotexnikakeimena/poihsh/19532-h-exohi-leukotita

Αγγελική Σιδηρά - Χριστούγεννα στο πατρικό μου σπίτι


«Την προσευχή σας πρώτα» μακρινός απόηχος

με ξάφνιασε της μάνας μου η φωνή.

Η γαλοπούλα επέμενε στην παχουλή της αμεριμνησία.

«Ξέχασες την καρέκλα του αδελφού σου»

μίλησε ξανά η μάνα

κι η πένθιμη γραβάτα του πατέρα μου

σκούρυνε ακόμα πιο πολύ.

Ύστερα ο πατέρας ξεχνώντας

ότι δεν θυμάται πιά

προσφώνησε τους καλεσμένους μας απόντες

ενώ εγώ μια εξαίρεση σ’ όλην αυτή

την απαρτία των νεκρών ασφυκτιούσα

με την ανθρώπινη την σάρκα μου ντυμένη.

Και τα λαμπιόνια του έλατου

συντονισμένα με τους κτύπους της καρδιάς μου

αναβοσβήνανε άρρυθμα.

Το βραχυκύκλωμα λοιπόν ήτανε αναπόφευκτο.


Τα παιδιά μου που ήρθανε αργότερα

για να μας πουν τα κάλαντα

απόρησαν που δεν μπορούσανε

να βρούνε πουθενά το σπίτι.


(Από τη συλλογή «Απόπειρα τοπίου», εκδ. Ερμείας, 1995. Περιλαμβάνεται και στη συγκεντρωτική έκδοση «Αγγελική Σιδηρά, Ποιήματα 1983-2021», εκδ. Κέδρος, 2021.)


Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/special-categories/top-5/oi-poihtries-kapte-ta-xristougenna/?fbclid=IwY2xjawHZbV5leHRuA2FlbQIxMAABHWwhLzPdgy5qTBdAHYDeU3QuWoMXKGpFubSDbEMvQrT81gFW1dEmqMiEVw_aem_YV5_1k38Bt0WCKaiwBMsFQ ]

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2024

Κάποια Χριστούγεννα ο Παπαδιαμάντης…

 ”Πήγε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στα γραφεία της εφημερίδας «Ἀκρόπολις» για να παραδώσει ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα. Ο Σταμάτης Σταματίου (Στάμ Στάμ) δεν τον αναγνώρισε και μάλιστα σχημάτισε την εντύπωση ότι ήταν κάποιος άπορος που πήγε να πάρει τις δέκα δραχμές για τα Χριστούγεννα, όπως όλοι οι φτωχοί της εποχής. Ο Παπαδιαμάντης τις πήρε, αλλά ήθελε να δώσει και το κείμενό του. Ακολουθεί ο χαρακτηριστικός διάλογος στο πολυτονικό της καθαρεύουσας, όπως τον κατέγραψε Στ. Σταματίου:
«-Κι᾿ αὐτά τί να τα κάμω; Δεν τα θέλετε;
Και μοῦ ἔδειχνε κάτι χαρτιά. Νόμισα πως ἦταν πιστοποιητικά ἀπορίας.
–Κράτησέ τα, τοῦ εἶπα, ἐμᾶς δεν μᾶς χρειάζονται.
Ἐσείστηκε, λυγίστηκε ὀλίγο, ἔκανε, σκυφτός να φύγῃ, ξαναγύρισε.
–Τότε ἀφοῦ δέν σᾶς χρειάζονται αὐτά, ἐγώ με τί δικαίωμα θα πληρωθῶ;
–Δέν πειράζει, ἀρκούμεθα εἰς τὸν λόγον σας. Χριστούγεννα εἶναι τώρα.
–Ναί, ἀλλὰ ἂν δὲν πάρετε αὐτά, ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ πάρω χρήματα.
–Μά δὲν τὰ παίρνετε ἐσεῖς τὰ χρήματα, σᾶς τὰ δίνουμε ἐμεῖς!…
–Έ, τότε, πᾶρτε κι᾿ ἐσεῖς ἐτοῦτα ποὺ μοῦ τὰ ζητήσατε.
Καὶ τὰ ἄφησε σιγὰ καὶ μαλακὰ ἀπάνω στὸ τραπέζι. Ἐσκέφθηκα, μήπως τοῦ ζήτησε τίποτα πιστοποιητικὰ τὸ λογιστήριο.
–Μά τί εἶναι, ἐπὶ τέλους αὐτά, τοῦ λέω, ποὺ πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ τὰ πάρουμε;
–Τό διήγημα τῶν Χριστουγέννων, ποὺ μοῦ ἐζητήσατε.
–Τό διήγημα τῶν Χριστουγέννων… καὶ ποιὸς εἶσθε σεῖς;
–Ο Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης!
–Ο ἴδιος;
–Ο ἴδιος καὶ ὁλόκληρος!
Ἔπεσε τὸ ταβάνι καὶ μὲ πλάκωσε, ἡ πέννα ἔφυγε ἀπὸ τὰ χέρια μου, ὅλα ἐκεῖ μέσα, εἰκόνες, καρέκλες, βιβλία, ἐφημερίδες, σὰν νὰ στροβιλίσθηκαν γύρω μου καὶ ἔκανα ὥρα νὰ συνέλθω.
Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης! Αὐτὸς ὁ πρίγκηψ τῶν Ἑλλήνων λογογράφων, ποὺ τὸν φανταζόμουνα ἀκτινοβολοῦντα, γελαστόν, ὡραῖον, καλοντυμένον, εὐτυχῆ, γεμάτον ἐγωϊσμόν, ἀέρα καὶ μεγαλοπρέπεια, αὐτός!… Αὐτὸς ὁ μαλακός, ὁ καλός, ὁ δειλός, ὁ φοβισμένος, καὶ τσαλακωμένος ἄνθρωπος, ποὺ στεκότανε μὲ συστολὴ μαθητοῦ ἐπιμελοῦς, ἐκεῖ ἐνώπιόν μου!…
Αὐτός, ποὺ μᾶς ἔδωκε γλύκες πνευματικὲς καὶ συγκινήσεις ψυχικές, ποὺ ἀνιστόρησε κόσμους θαλασσινούς, κι᾿ ἐζωντάνεψε, ἐμπρός μας, ἀνθρώπους μακρυνοὺς κι᾿ ἀγνώστους, ποὺ τοὺς ἔκαμε δικούς μας, ἐντελῶς δικούς μας, σὰν νὰ περάσαμε μιὰ ζωὴ μαζί, αὐτὸς σὲ μιὰ τέτοια κατάστασι, ἐκεῖ ἐνώπιόν μου!… Τοῦ ἕσφιξα τὸ χέρι χωρὶς νὰ ἠμπορῶ οὔτε μιὰ λέξι νὰ προφέρω. Ἀπὸ τὴν ταραχή μου καὶ τὴ σαστιμάρα μου οὔτε τὸ φῶς δὲν ἄναψα. Αἰσθάνθηκα ἕνα τρεμουλιαστὸ χέρι νὰ σφίγγῃ τὸ δικό μου καὶ τὸν ἔχασα μέσα εἰς τὸ σκοτάδι… Ἔμεινε ὅμως πίσω μιὰ μοσχοβολιὰ κηριοῦ ποὺ λυώνει ἐμπρὸς στὶς ἅγιες εἰκόνες, κάτι ἀπὸ τοῦ καντηλιοῦ τὸ σβύσιμο, κάτι ἀπὸ θυμιατοῦ πέρασμα μακρυνό, μακρυνὸ πολύ…”


Αναδημοσίευση από:https://www.katiousa.gr/logotechnia/kapoia-christougenna-o-papadiamantis/

Μικέλης Άβλιχος - Χριστούγεννα


Στη φάτνη των χτηνών Χριστός γεννάται

χωρίς της Επιστήμης συνδρομή·

η θεία Φύσις κάνει για μαμμή

κι ο δράκος, σαν αρνί, θεός κοιμάται.


Αύριον, άντρας, σα ληστής κρεμάται -

νέα του κόσμου θέλει οικοδομή.

Σταυρό του δίνει ο Νόμος πληρωμή -

πλην άγιο φως στον τάφο του πλανάται.


Διάκοι του Βάαλ, δεν είναι δικός σας

αυτός της φάτνης ο φτωχός Χριστός,

που εκήρυξε για νόμο του τη χάρη.


Εσάς τιμή σας μόνη το στιχάρι.

Πομπές, θεοπομπές το ιδανικό σας,

κι είν’ ο Θεός σας, σαν κι εσάς, μιαρός!


 από την ανθολογία Νεολληνικής Ποίησης [1708-1989]

Επιμέλεια: Σπύρος Κοκκίνης, τέταρτη έκδοση συμπληρωμένη

1989, Δ’ έκδοση Βιβλιοπωλείο της ” ΕΣΤΙΑΣ”, Ι.Δ. Κολλάρου και ΣΙΑΣ Α.Ε.

Γεώργιος Σουρής - Χριστούγεννα

 Το σπήλαιο, Χριστέ, κοιτώ

και γονατίζω και ρωτώ:

Γιατί και πριν στη φάτνη σου

να γεννηθείς ακόμα,

κι ανθρώπου λάβεις σώμα,

όσοι φανήκαν άνθρωποι

γεννήθηκαν σ’ αχούρια

και σε παλάτια λαμπερά

τα ξέστρωτα γαϊδούρια;


Γιατί να κρύβεται, Χριστέ,

στου κόσμου τα φιλιά

φαρμακωμένος πόλεμος

και κιτρινιάρης φθόνος;

Γιατί και του προδρόμου σου

Σωκράτη τη σπηλιά

οι σήμερον σωκρατικοί

εκόπρισαν αφθόνως;


Γιατί, Χριστέ, στον κόσμο σου,

και πάντοτε και τώρα,

ίσα να μη μοιράζονται

των αγαθών τα δώρα,

κι άλλοι να τρώνε κάπονες

πεντέμισυ λιτρών,

κι άλλοι να βλέπουν χάσκοντες

εκείνους που τους τρων;


Κι άλλα πολλά ρωτήματα

ποθώ, Χριστέ, να κάνω,

μα κι εκ της γης καμιά φωνή,

αλλ’ ούτε κι από πάνω.

Και τραγουδώ μ’ ελιάς κλαδί,

στο βογγητό του πόνου:

Χριστούγεννα, πρωτούγεννα,

πρώτη γιορτή του χρόνου!


Εις των αλόγων άλλοτε

την φάτνην εγεννήθη

Μεσσίας λογικότατος,

τυφλά φωτίσας πλήθη,

στη φάτνη δε των λογικών,

που λέγεται Βουλή,

Μεσσίαι δίχως λογικά

γεννήθηκαν πολλοί.



Πηγή: Γεώργιος Σουρής: Άπαντα (Συλλεκτικές Εκδόσεις Σύμπαν, 2009)


Κωστής Παλαμάς - Ένας Θεός

 Ω! μέσα μου γεννιέται ένας Θεός!
και το κορμί μου γίνεται ναός,
δεν είναι ως πρώτα φάτνη ταπεινή·
μέσα μου λάμπουν ξάστεροι ουρανοί,

το μέτωπο μου λάμπει σαν αστέρι...
Στο Θεό φανείτε τώρα, ήρθεν η ώρα,
από τ' άγνωστα μυστικά σας μέρη,
Μάγοι, φέρτε στο Θεό τα πλούσια δώρα.


Φέρτε μου Μάγοι —θεία βουλή το γράφει—
τη σμύρνα της ελπίδας, το λιβάνι
της πίστης, της αγάπης το χρυσάφι
Μυστήρια τέτοια ανθρώπου νους δε βάνει!

Και σεις, Θρόνοι πανάχραντοι, αγγελούδια,
στην καρδιά μου —στην κούνια του— σκυμμένα,
με της αθανασίας τα τραγούδια
υμνολογείτε εσείς τη θεία τη γέννα.

Μέσα μου λάμπουν ξάστεροι ουρανοί,
και το κορμί μου, φάτνη ταπεινή,
βλέπω κι αλλάζει, γίνεται ναός·
ω! μέσα μου γεννιέται ένας Θεός!


Τα μάτια της ψυχής μου

Τάκης Παπατσώνης -Κατά την γέννησιν του Κυρίου

 Ποιμένας ταπεινότατος, και όχι αυλητρίδα εταίρα,

και θεάρεστη και συνετή κάμνω του αυλού μου χρήση•

αλλά έπαψεν απόψε πια η γαλήνη των προβάτων

νάναι ο σκοπός της γλυκερής μου εσπερινής λατρείας,

και ούτε η πομπή του Ωρίωνα, ούτε η όψη της Κασσιόπης

δεν μούθηκαν παραμικρή διανόηση στ’ όραμά μου.

Μ’ ελκύει το κάτι Απώτερο, που παιδεμός ναν τόβρω,

αλλά, και χάρη περισσή το στέφει, ώστε να λέω,

«Ας μου χαθούν κι ένα και δυο από τα βοσκήματά μου,

και ας πλανηθούν δυσεύρετα στο σκότος της Σελήνης,

και ας κράζουσι τα υπόλοιπα σαν Αστραπές της Νύχτας,

αλλά είναι Αλλόκοτον εμένα η προσμονή μου:

δεν περιμένω να ορθωθεί το Εωθινό Φεγγάρι,

ούτε του τάδε, ούτε του δείνα Αστερισμού το αχνάρι.

Δεν περιμένω την οσμή καμιάς σπανίας βοτάνης,

αλλά το Υπερουράνιο, που, Θεέ μου, θα με ράνεις,

και θα φανώ Ποιμενικόν θαύμα, θα φανώ φάσμα,

που φέρνει το Αρχαγγελικό της νύχτας τούτης άσμα.

Παρ’ όλα τα τρισκόταδα, λαμπρά το παν διακρίνω,

ώστε και θέλοντας, και μη, κάτι να μεγαλύνω.

Η γενική αναστάτωση των υπεργείων Ταγμάτων,

έκαμε μέτοχο κι εμέ, κι οι αχτίνες των ομμάτων

φθάνουν αυτού, που πριν λαμπροί οι ταχτικοί αστέρες

με φέρναν σε υπολογισμούς για Έτη, Μήνες, Ημέρες.

Φόβος, ούτε καν φαίνεται, και χαρά με συνέχει

και βλέπω Ήλιους νυχτερινούς, κι η Ιδέα μου όλο τρέχει.

Εορτάζω. Μα είμαι πάνσοφος Ποιμένας, για τρελάθη

ο λογισμός μου, ώστε να ιδώ παρόμοια ένδοξα λάθη;»


1915


[Από την Εκλογή Α΄.]

Τέλλος Άγρας - Άγγελοι των Χριστουγέννων

Χριστουγεννιάτικοι άγγελοι, πού στ’ άσπιλα φτερά σας,

      λικνίζατε τον ούρανό,

τα νυφικά του στέφανα, λευκά, σαν τα όνειρά σας,

      σ' έναν αγέρα φωτεινό,


χορεία γλυκιά και θελκτική, γεμάτη άγνοια κι έλπίδα

      πού μου έψαλλες με μια φωνή!

Τώρα έμοιασε ή φτερούγα σας σαν ματωμένη ασπίδα,

      σαν τ’ ανεμόδαρτο πανί!


Τώρα, ή καρδιά μου, Κόλασις σ’ ερείπια σωριασμένη

      μοιάζει του τρόμου σας σπηλιά· 

και σας ακούω να φεύγετε μέ πτήση τρομαγμένη

      σαν μες τη θύελλα τα  πουλιά...


Απ' το προφίλ της Θάλειας Ιερωνυμάκη

Βαρβάρα Χριστιά - Οι Μάγοι με το δώρο

Σαν λευτερώνεται απ' τα σπάργανα
φαίνονται οι πληγές στο βρεφικό κορμί,
έχει καιρό που δέρνεται σε θάλασσες και βράχια.
Πάνω στα χείλη του αλάτι ξεραμένο
στα πόδια του ουλές από γκρεμίσματα.
Αιώνες και αιώνες
στα μήκη και στα πλάτη του πλανήτη
σε θάλασσες, σε καταφύγια, σε εμπόλεμες ζώνες.
Κι ίσως το μόνο που του μένει,
το μοναδικό,
είναι στης μάνας του τη μήτρα να επιστέψει.
Να γίνει η γέννα από την αρχή,
δίχως Ηρώδες, δίχως άστρα φωτεινά
δίχως χρυσό, σμύρνα και λιβάνι.
Οι μάγοι, να οδηγούνται
απ' τα σινιάλα του καπνού,
από τους ήχους όπου μαρτυρούν
ολοφυρμούς ανθρώπων
κι όταν θα φθάσουν στων πολέμων τα παιδιά
να γονατίσουν
στα ματωμένα πόδια τους μπροστά
να παραδώσουν, δώρο, την Ειρήνη.

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2024

Ζωή Καρέλλη -Το ταξίδι των μάγων


Έπρεπε να ’μαστε τρεις.
Αν δεν ήταν τόσο σκοτάδι,
θα καταλάβαινα ίσως, γιατί
έχω μείνει τόσο μονάχος.

Πόσο έχω ξεχάσει.
Πρέπει απ’ αρχής πάλι το ταξίδι
ν’ αρχίσει.
Πότε ξεκινήσαμε, τότε, οι τρεις;
Ή μήπως, κάποτε, είχαμε ανταμώσει...
Μαζί πορευτήκαμε ένα διάστημα,
όσο μας οδηγούσε άστρο λαμπρό.
Αυτό άλλαξε την οδό ή εγώ
τίποτα πια να δω δεν μπορώ;
Πού βρίσκομαι τώρα, σε τέτοιον καιρό,
σκληρό, ανένδοτο, δύσκολο,
εγώ, ανήσυχος, βιαστικός.
Μήπως κι η ώρα πλησίασε;
Πού να το ξέρω!

Πού είναι τα δώρα;
είχαμε τότε τοιμάσει δώρα
ήμερα, ήσυχα
δώρα ημών των ταπεινών, χρυσόν
λίβανον και σμύρναν άλλοτε
με θαυμασμό κι ευλάβεια του φέρναμε.

Τώρα σ’ αυτόν τον καιρό
σίδερο, κεραυνό και φωτιά.

Ήμασταν τρεις,
τώρα κανέναν άλλον δε βλέπω
κι αισθάνομαι τα χέρια μου
πότε άδεια, πότε βαριά.
Βασιλείς τότε προς τον βασιλέα
του κόσμου, τώρα κανείς
δε βασιλεύει με βεβαιότητα.
Σκοτάδι βαρύ. Ποιος μ’ οδηγεί;
Δίχως συντροφιά,
δίχως άστρο κανένα πηγαίνω.
Μόνη προσφορά, η μεγάλη που γνωρίζω,
συμφορά της στέρησής Του.
Τι να προσφέρω σημάδι ευλάβειας
κι υποταγής; Εμείς, άνθρωποι
της παράφορης τούτης εποχής,
τι μπορούμε, δικό μας, ευτυχείς
να Του δώσουμε; Είναι ανάγκη
να βρούμε την προσφορά.
Τίποτα δεν προσφέρει της ψυχής μας
ο τόσος αγώνας.
Χρυσόν, λίβανον και σμύρναν
άλλοτε, δώρα απλά.
Μας παιδεύει η ασυμπλήρωτη προσφορά.
Τώρα που πορεύομαι στο σκοτάδι,
χωρίς τη χαρά των δώρων, μονάχος,
δεν έχω παρά τον εαυτό μου να δώσω.

Εν συντριβή βαδίζοντα.

Από τη συλλογή Κασσάνδρα και άλλα ποιήματα (1955)

Αναδημοσίευση από: https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=1559.15

Γ. Χ. Θεοχάρης - Τα κάλαντα


Τα κάλαντα ξεκίνησα να πω
κι η πάχνη τα πλευρά μου κοκαλώνει,
η μάνα το χριστόψωμο ζυμώνει
καθώς τελειώνει το ’58.
Διάφανα κρύσταλλα-σπαθιά στα κεραμίδια
τα δάκρυα του χειμώνα παγωμένα,
στα ρείθρα τα νερά κρουσταλλιασμένα
ακίνητα σα ναρκωμένα φίδια.
Γνωστούς και συγγενείς θα πάρω στη σειρά.
Οι θείοι θα μου δώσουν διφραγκάκια
οι γείτονες δραχμές, πενηνταράκια
που θα τα ρίξω μέσ’ στον κουμπαρά.
Οι πάρα πέρα μπακλαβάδες και τσαπέλες
και χάρτινο δεκάρικο η νονά
κι όταν περάσω από την αγορά
ο μπακάλης θα μου δώσει καραμέλες.
Αργά το μεσημέρι θα επιστρέψω
χαρούμενος και πουντιασμένος
θ’ αχνίζει ο τραχανάς σερβιρισμένος
και με τα σπιρτοκούτια μου θα παίξω.
Θα δω τη Νέα Υόρκη χιονισμένη
στην κάρτα που μας έστειλεν η θεία,
θα ταξιδέψω με τη φαντασία
ως την Αμέρικα που ζει ξενιτεμένη.
Το βράδυ μέσ’ στην ησυχία
θ’ ακούω στις πάχνες το Χριστό
στα ζα μας να μοιράζει το σανό
και σύνταχα θα πάω στην εκκλησία.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ξυπνώ και βρίσκομαι σ’ άλλον αιώνα
εβδομήντα τρεις χειμώνες με βαραίνουν
καθώς Χριστούγεννα σημαίνουν
στης τηλεόρασης τον κυκεώνα.
Όσοι με φίλεψαν σαν σήμερα παιδάκι
είναι φευγάτοι από καιρό
κι εγώ να ξέρω δεν μπορώ
για πόσο ακόμα θα κρατώ το δοιάκι
του τιμονιού, στη βάρκα αυτής της ζήσης
που πλέει σαν καρυδότσουφλο σπασμένο
στο καθημερινό το κύμα τ’ αφρισμένο,
γιομάτο από τις παιδικές μας αναμνήσεις.

Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2023

Μάρκος Μέσκος - Κάλαντα



Μάνα, γιόμισέ τα δώρα τα παιδιά.
Τα γνωρίζω τα παιδιά – όλα
τα γνωρίζω.
Εκείνο το χλωμό παιδί είναι του Ρήγα
του Πέτρου Ρήγα που τον πήραν ένα σούρουπο
στα γερμανικά στρατόπεδα.
Το διπλανό με τα μεγάλα μάτια
είναι του ανάπηρου Καπλάνη.
Κι ετούτο δω το βυζανιάρικο
δεν είναι τ’ ορφανό της κυρα-Δέσπως;
…Μάνα, γιόμισέ τα δώρα τα παιδιά…
Κοίτα πως χαμογελούν…
Πόσο ωραία λένε τα κάλαντα!

Πηγή: Μαύρο δάσος (Ποιήματα 1958-1986), Νεφέλη, Αθήνα 1999, σ. 21.




Ιωάννα Λιούτσια - Τα καταφατικά Χριστούγεννα



Κοιτάμε στα μάτια τα κοράκια

και νομίζουμε πως κοιτάμε τον θάνατο

πως όλα πέρασαν

δεν έχουμε πια να φοβόμαστε τίποτα.


Κάτω από κίτρινα άστρα και κόκκινες μπάλες

συναντάμε ανθρώπους που κάποτε ζήσαμε μαζί

κλαίμε

κλαίμε κι αγκαλιαζόμαστε

χωρίς να μιλάμε – πια δεν χρειάζεται

ξέρουμε όλοι.


Μες στα στολίδια μια κάρτα ξεχασμένη

κι η μπαταρία ακόμη εξαντλήθηκε

χτυπάει μόνο κάποιες νότες απ’ τα κάλαντα.


Παιδί δεν αγαπούσα τα Χριστούγεννα

αλλά την προσμονή τους.

Τώρα με συγκατάβαση χαμογελώ πριν έρθουν

γιατί μου μάθανε

πια να μην περιμένω τίποτα,

κάπως με βία τα γιορτάζω

ξέροντας πως τίποτα δεν θα αλλάξει

πως οι ελπίδες μας γεράσανε


– μα αν τις πιστεύουμε ετοιμοθάνατες

αρκεί ένα βλέμμα στα κοράκια

για ν’ αναθαρρήσουν πάλι.

Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2023

Cid Corman - Τα δώρα


Τίποτα δεν χρειάζεται να φέρει κανείς
πέρα από τον εαυτό του.
Αυτό είναι όλο.
Τρία πράγματα για έναν ξένο
απόψε για να δει και
θα τα δει.
Καθόλου χώρος, όμως παντού
διαθέσιμος για να καθίσει.
Ο καλύτερος
πλάι από τη χάλκινη γαβάθα, την ακόμα
αμυδρά από τα κάρβουνα ζεστή.
Ο πατέρας
τον καλωσορίζει με μία κούπα
κρασί, κάνοντας πρόποση για τη στιγμή,
λέει στην κόρη του να φέρει
ένα τεράστιο αντικείμενο με
με κόκκινο μαντίλι τυλιγμένο
και
το ανοίγει για να αποκαλύψει
τη μαλακή καυτή φραντζόλα ψωμί που χορταίνει
έναν άνθρωπο μία ολόκληρη εβδομάδα στα χωράφια.
Αφού σκουπίζει τον σουγιά του
στο μανίκι
κόβει τη
μία αφράτη γωνία.
Τα δόντια διαπερνούν την κόρα
και η καλοζυμωμένη ζύμη τέλεια
ψημένη ίσαμε το τελευταίο ψίχουλο
ανταποκρίνεται σαν ύμνος στη γλώσσα.
Η μητέρα με τη σειρά της, σκεπτόμενη
τι θα έπρεπε να φέρει, ξεκρεμάει
από τον γάντζο στο παραγώνι
τη χειροποίητη κουτάλα από ξύλο ελιάς,
που ένας γέρος χωρικός στον
ελεύθερο χρόνο του δημιούργησε,
κηλιδωμένη από το δέντρο και τη χρήση,
γερή εντούτοις και ανθεκτική,
η ψυχή, διαβεβαιώνει, της σούπας.
Και τώρα ο νεαρός άνδρας εισέρχεται
λαχανιασμένος όμως διόλου έκπληκτος,
ανάβει ένα μικρό βεγγαλικό
και καθώς αυτό σβήνει σταδιακά
παρακολουθεί το χέρι του με τρόμο,
ύστερα χαμογελάει αργά.
Προτού
καεί,
τη νύχτα αυτή
θα έχει για άλλη μία φορά ένα αστέρι
στον ουρανό εμφανιστεί από τη Βηθλεέμ.
Ο ξένος εξαφανισμένος.
Cid Corman, από τη συλλογή: Sun Rock Man, New Directions 1970, μτφρ. Χ. Αγγελακόπουλος.

Πηγή: https://www.facebook.com/xristos.aggelakopoulos.3/posts/pfbid05ZEmk5RnKc3TBfT7wdmAySRimZrnri7QYALCzMgCTQZgAJR8GVH8zvXgKYaUBm72l