Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Κακουλίδης Γιώργος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Κακουλίδης Γιώργος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 12 Απριλίου 2025

Γιώργος Κακουλίδης - Η απάντηση του Λαζάρου στο ποίημα του γυρισμού

 Τώρα ζω στο χρόνο των λουλουδιών

του κόσμου τα σκυλιά είναι δεμένα.

Ξάφνου γυρνούν τα σπλάχνα μου

ακούω απ' έξω τη φωνή του Ιησού.

Τι κρύβει πάλι μες τα χέρια του;

Στέψη ετοιμάζει ή την σταύρωση μου;

Εγώ θα μείνω ακίνητος εδώ και θα γυρνώ

τη ρόδα του τρελού


(Από τη συλλογή «Μονσινιόρ», εκδ. Καστανιώτη, 1996)   Στην επόμενη σελίδα: «Πέτρα και Λάζαρος».


Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/poems-for-lazarus/3/ ]

Σάββατο 22 Μαρτίου 2025

Γιώργος Κακουλίδης - Δύο ποιήματα


            [σ. 37]             Αυτά έβλεπα

                                    και φώναξα μέσα στον ύπνο μου:

                                    να κλείσει η πόρτα

                                    στην αίθουσα συναυλίας

                                    και τ’ ασημένια πνευστά

                                    να μείνουν μόνα τους

                                    να μπει η σελήνη με τα σύννεφά της

                                    ν’ απλωθεί επάνω τους

                                    και ν’ αρχίσει το ένα

                                    και το άλλο μετά

                                    την ομιλία.

                                               

                                                ***

            [σ. 27]             Έτσι η ζωή μου

                                    στα χέρια του κάθε ένα

                                    γίνεται όργανο

                                    άλλοτε βγάζει φθόγγους και φωνήεντα

                                    άλλοτε ανεβάζει μια μικρή θάλασσα

                                    κι έναν πάγο που δεν λιώνει

                                    γιατί τα πράγματα ποτέ δεν πιάνονται

                                    όποια πειθαρχία κι αν υψώσεις

                                    πάντα ένα φως φέγγει και φεύγει

                                    κάνοντας να λάμπει το δέντρο

                                    μέσα στην καταιγίδα.


 Από τη συλλογή Το χρώμα της ορχήστρας, Αθήνα, Καστανιώτης, 1989:

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2024

Γιώργος Κακουλίδης - [απόσπασμα]


Από τότε ξέρω

πως κάθε μητέρα

γεννάει κάποιον

που το σώμα του

είναι φτιαγμένο από πουλιά

κι όπου λαλούν

γίνεται κόσμος

από μπλε γυαλί.

Μέσα του το όνειρο

χτυπάει την καμπανούλα του

το μεσημέρι τελειώνει

κι ένας άνθρωπος

διασχίζει το δρόμο

φωνάζοντας χαίρε

στο καράβι

που ξυπνάει τους πεθαμένους.

Γιώργος Κακουλίδης, Το παλιό ποίημα του Ευαγγελισμού, πρώτη έκδοση, εκδ. Δελφίνι, Αθήνα, Δεκέμβριος 1992.

Γιώργος Κακουλίδης - Στις όχθες της νύχτας


Ανατολικά της συνοικίας

κάτω απ’ τις γέφυρες

βρήκα τη φάρα μου ξέμπαρκη

να θαυμάζει τον ωκεανό.

Τί νύχτα με το τραγούδι των νταβατζήδων

και γύρω στους ντόκους πρεζάκηδες

να χτυπάνε στα πόδια τη δόση

να παραμιλάει το ραδιόφωνο

αγόρια να λικνίζονται στο δρόμο

ο γέρο-Ντίκυ να φωνάζει

για πού το βάλατε ρε καθίκια;

κι έμεινε μια τουρκάλα

για να τους μαζέψει όλους στην ασημένια πλατεία

όπου ένα αγόρι έβαλε μια φωνή

και σαλτάροντας

άνοιξε στα δύο τη ράχη της πολιτείας.


Μουσουλμάνος δρόμος, Άγρα 1983.

Γιώργος Κακουλίδης - Νίκος Καρούζος - Ο Έλληνας Μίσκιν [απόσπασμα]


[…] Η κατοικία του Καρούζου είναι το ποίημα• δεν τον ενδιαφέρει να το βγάλει στην επιφάνεια, αλλά να μείνει ο ίδιος μέσα του (στο ποίημα) και να διευρύνει τους χρόνους του. Η αγαπημένη του λέξη είναι η χαρμολύπη, αλλά για να την υπηρετήσει κανείς χρειάζεται θυσία και μία σαλότητα που την πληρώνεις με τη ζωή σου. […]

Γιώργος Κακουλίδης, Η μαύρη κούρσα του κυρίου Καρούζου, συλλογή υλικού-επιμέλεια, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, Απρίλιος 1992, σσ. 14-15:


Γιώργος Κακουλίδης - Ποιήματα

 [ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ]

Σε ξένο δωμάτιο γυρίζω χαμένος

ένας γέρος εδώ μέσα έχει πεθάνει

στο στήθος του επάνω η γάτα του παίζει

και το κομπόδεμά του γελάει στο διάδρομο

το ανοίγω, σαλεύουνε μέσα χρόνια, δόντια

σακατιλίκια.

Η προσευχή του Τζορντάνο Μπρούνο, πρώτη έκδοση, εκδ. Καστανιώτη,  1986.

............................................................................................................................................................

Χθες ονειρεύτηκα μια μικρή νύχτα

έπλενε τα χέρια της και βλαστημούσε

έναν πελάτη που δεν έφευγε από το κρεβάτι της

τουλάχιστον στόλισέ τον μου λέει

κι εγώ έβγαλα ένα κοστούμι και τον έντυσα.

Ποίηση 1979-2012

............................................................................................................................................................

Σελήνη άδειο κουτί της Πανδώρας

Σελήνη κούρσα

καμωμένο από πορσελάνη τρέχει το άλογο

σπάνε τα πόδια πέφτει μια τσούλα

κι όλα περνάνε από πάνω της.

 Η αίρεση της τίγρης, πρώτη έκδοση, εκδ. Άγρα, 1984

...........................................................................................................................................................

Σ' ΑΥΤΗ ΤΗ ΖΩΗ
Η μόνη μου μέριμνα
είναι να κάνω κύκλους
γύρω απ' το νερό
που ξεδιψάει τη νυχτερίδα μου.
Ο Πειρασμός της Μάχης 2000
......................................................................................................................................................................
Ας τελειώνουμε, είπε το φεγγάρι στον ήλιο κι ένας ψαλμός, ολότελα λυγμός ένας σπασμός στα ουράνια μ’ ανεβάζει είναι του κάτω κόσμου στεναγμός σκοπός μοναχικός το θάνατο σκεπάζει.

[...]

Καμία εντύπωση.
Παιδί, στη γειτονιά μου,
κάθε χρόνο, μία φορά,
έφτανε μια κλούβα
και μοίραζε σε οικογένειες
τα άγια των αγίων
μικρά πλάσματα
που τα πετούσαν ύστερα
στους δρόμους να ζητιανέψουν.
Κι εγώ μ’ ένα κεράκι
από πίσω έψελνα
το Χριστός Ανέστη.

Ι put a spell on you

Απ' το προφίλ του ποιητή Κώστα Ρεούση

Γιώργος Κακουλίδης - Το τραγούδι του Φαύνου (απόσπασμα)

[…]
Έβγαλε ο Φαύνος μια κραυγή
κι είπε στη σκιά να σωπάσει
να πάει να διώξει τα σκυλιά
γύρω από το μνήμα
γιατί τρομάζουν τις ψυχές
που έρχονται στο γάμο.
Κι ήρθαν
και ήσυχα καθίσαν
και κοίταγαν
όπως αυτές γνωρίζουν να κοιτάνε
και πήρε το χρώμα τους
ο χώρος όλος.
Κι ο γάμος άρχισε.

Γιώργος Κακουλίδης, Το τραγούδι του Φαύνου, εικονογράφηση Φίλιππος Αρβανιτάκης, εκδ. Εξάντας, Αθήνα, Απρίλιος 2003.

Απ' το προφίλ του ποιητή Κώστα Ρεούση

Γιώργος Κακουλίδης - Τρία ποιήματα

 Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ

Έχασα την ψυχή μου ξαφνικά
από μια μάγισσα που όταν σ’ αγγίξει
γίνεσαι πουλί από φωτιά
που λόγο έχει μόνο να φωτίζει.
Όταν ξυπνάω στα βαθιά
με όνομα που εκείνη μου παρέχει
δελφίνι είμαι, κτήνος ή σκιά
νεκρός σαν ζωντανός που επιμένει.
Από μικρό παιδί κι από τρελό
σαν βασιλιάς που σπάει σε μια λάμψη
ο πειρασμός της μάχης πλησιάζει
σαν τον ακούς, πεθαίνεις να πεθάνεις.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
Το παιδί που γνώρισε
ένα μεγάλο πάθος
ξέρει τι είναι τάφος
και ύστατη στιγμή.
Το γαλάζιο σώμα του
έγινε νεφέλωμα
και το μαύρο γέλιο του
με χτυπάει όπου με βρει.
ΑΚΟΥΓΑ
Φωνές που άκουγα
και μέσα τους πέθαινα
Γαλάζιους νεκρούς να προχωρούν
μέσα στου κόσμου την αρχαία τάξη
Γαλάζιους νεκρούς να υποχωρούν
μπρος στην ανάσταση που πλησιάζει.

Γιώργος Κακουλίδης, Ο πειρασμός της μάχης, εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα, Μάρτιος 2000, σελίδες 18, 21 & 29.

Αντλήθηκαν απ' το προφίλ του Γιώργου Κακουλίδη

Γιώργος Κακουλίδης - Πως με έσωσε ο γάτος μου από τον Νίκο Καρούζο

 Μεσάνυχτα, και ο ποιητής Νίκος Καρούζος μου χτύπησε την πόρτα. Ήμουν μαζί μ΄ έναν φίλο, γνωστό με το παρατσούκλι Ευνούχος. Ο Καρούζος, χωρίς να χαιρετήσει, είπε:
«Πάω στοίχημα ότι εσείς οι νέοι δεν αντέχετε για τρέλες. Πως θα σας φαινόταν να φεύγαμε τώρα για Άγιο Όρος, να γίνουμε ρασοευχήδες. Κύριοι, έχετε τα κότσια;»
Προς έκπληξη του, σηκωθήκαμε σαν μαγνητισμένοι από την πρότασή και είπαμε με μια φωνή:
«Μέσα!»
Φτάσαμε στον Κηφισό αναζητώντας τολμηρό ταξιτζή – κανένας από μας δεν οδηγούσε – που θα ήταν διατεθειμένος να πάει τρεις παλαβούς στην Ουρανούπολη. Είδαμε έναν τύπο να μας κουνάει τα χέρια σαν ναυαγός. Ήταν ο άνθρωπός μας: σαλταρισμένος ταξιτζής, που μόλις είχε γυρίσει από σκυλάδικο!
«Φύγαμε», είπε.
Το ταξί ευρύχωρο, κυλούσε την Εθνική, με τον Καρούζο στο μπροστινό κάθισμα αμίλητο. Προφανώς ούτε εκείνος πίστευε αυτό που ζούσε, αφού δεν φανταζόταν ότι η πρόσκληση του θα είχε θετική ανταπόκριση. Λέω στον Ευνούχο.
«Αν ο Καρούζος χρησιμοποιήσει την έκφραση: βρίσκομαι στο χάος, την έχουμε βάψει…»
Και την είχαμε βάψει! Πλησιάζουμε στη Λαμία όταν ο Καρούζος γύρισε προς τον οδηγό: «Κάνε μια στάση, γιατί τα μάτια μου δεν είναι καλά. Πρέπει να βρούμε κολλύριο. Άντε πουλάκι μου, γιατί… βρίσκομαι στο χάος».
Φτάσαμε στην κεντρική πλατεία της Λαμίας τέσσερις τα ξημερώματα. Ποιος όμως σώφρων άνθρωπος θα άνοιγε το φαρμακείο του σε τρεις μαντράχαλους ξενύχτηδες; Κι όμως, ένας φαρμακοποιός που μα λυπήθηκε και μας φοβήθηκε (;) πέταξε μέσα από τα κατεβασμένα ρολά ένα μπουκαλάκι φωνάζοντας : «Φευγάτε, δεν θέλω λεφτά».
Έτσι, βρισκόμασταν πάλι στο δρόμο προς Ουρανούπολη, με το Άγιο Όρος… στην καρδιά μας.
Ο Ευνούχος που ως συνήθως δεν καταλάβαινε τίποτα, άρχισε να απαγγέλλει ένα ποίημα του Σεφέρη.
Στους πρώτους τρεις στίχους ακούγεται ένα «στοοοοοόπ», και ο Καρούζος, που έψαχνε αφορμή να τελειώνει μ΄ αυτό το κακόγουστο αστείο που ο ίδιος είχε ξεκινήσει, σταματά το ταξί.
«Παρακαλώ τους κυρίους να κατέβουν από το αυτοκίνητο. Αμέσως. Εγώ σας πηγαίνω στο Άγιο Όρος κι εσείς μου μιλάτε για άλλον ποιητή!»
Δεν πιστεύαμε στα μάτια μας: το ταξί έκανε επιτόπου στροφή και έφυγε με κατεύθυνση Αθήνα. Έτσι μείναμε ο Ευνούχος κι εγώ χαράματα στην Εθνική οδό, να κάνουμε ωτοστόπ μήπως και κάποιος μας μαζέψει. Κι ευτυχώς μας λυπήθηκε στην αρχή ένας οδηγός τρακτέρ και στη συνέχεια μια δασκάλα χωρίς χρυσά μαλλιά…
Μέρες αργότερα ο Καρούζος τηλεφωνεί σαν να μη συμβαίνει τίποτα και μας καλεί στο σπίτι του:
«Λέω, βρε πουλάκι μου, αυτό που περάσαμε, χα, χα,χα, να το κάνει ο ευνούχος μια ιστορία για το περιοδικό, την οποία εγώ θα προλογίσω».
Συμφωνούμε, και την επόμενη βδομάδα λαμβάνουμε δια χειρός του ποιητή τον πρόλογο μέσα σ΄ ένα φάκελο που μοίρα σκληρή τον θέλει να είναι σκισμένος.
Το να χάσεις χειρόγραφο του Νίκου Καρούζου σήμαινε: άλλαξε πατρίδα κι εκεί που πας φρόντισε να μη σε γνωρίζει κανείς! Ήμασταν σε απελπισία. Καθόμασταν στο σπίτι μου, γύρω από το τραπέζι, ο Ευνούχος, μια Γερμανίδα φίλη, ο γάτος μου, εγώ και η ηρωίδα η γυναίκα μου. Και, αντί για εγκεφαλικό που περιμένω να με χτυπήσει, μου ’ρχεται μια ιδέα.
Παίρνω στο τηλέφωνο τον Καρούζο και μπροστά σε όλους του λέω: «Θαύμα, Νίκο μου, έγινε θαύμα! Ο γάτος μου έκανε κομματάκια το χειρόγραφο σου και το έφαγε! Να, μίλα και με τα παιδιά εδώ, που ήταν μπροστά».
Από την άλλη μεριά του σύρματος, σιωπή. Τον είχα αιφνιδιάσει. Τον είχα χτυπήσει με το δικό του όπλο, τη μεταφυσική.
Με διέταξε να παρουσιαστώ στο σπίτι του αμέσως.
Ο Καρούζος σκυμμένος στη γραφομηχανή του και δίχως να με κοιτάξει, ψιθύρισε «Δείξε μου πως η γάτα έφαγε το χειρόγραφο».
Προσπάθησα – δεν ξέρω αν εκπροσώπησα καλά το έθνος των γατών, αλλά κρίνοντας από το αποτέλεσμα, θα πρέπει να έσκισα. Μετά την παράσταση ο Καρούζος μου είπε;
«Ήταν θέλημα Θεού να φάει η γάτα το χειρόγραφο μου» – αφού είχα αρχίσει κι εγώ να πιστεύω στο τέλος πως μπορεί και να το’ φαγε.
Χρόνια μετά, λίγο πριν πεθάνει, ο Νίκος με ρώτησε: «Είναι αλήθεια ότι τότε η γάτα έφαγε το χειρόγραφο;»
Κι εγώ του απάντησα πολύ φυσικά: «Μα βέβαια, Νίκο μου. Πως σου πέρασε ποτέ απ΄το μυαλό το αντίθετο;»
Απόσπασμα από το βιβλίο Περί Αλητείας

Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2024

Γιώργος Κακουλίδης - [7]

«Το τέλος είναι πια κοντά
λάμπει σαν μάχη στο μυαλό μου
σφαίρα που πάντοτε χτυπά
ακόμα και στο όνειρό μου.
Κι όταν περνάει απ’ την πληγή
το όνομά σου ψιθυρίζει
μείνε ακίνητος εκεί
ο θάνατός σου σε φωτίζει.
Η προσευχή σου είναι ντροπή
γιατί εγώ χάνω ό,τι δεν είχα
γάτα εφτάψυχη εσύ
κάθισε δίπλα μου και κοίτα.
Δες πώς θροΐζουν οι ψυχές
μέσα από το δικό μου στόμα
σε καρναβάλι πάν’ τρελές
φύγε κι εσύ μαζί τους τώρα».

Πηγή: Η αλήθεια που δεν υπάρχει, πρόλογος Θάνος Μικρούτσικος, εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα, Ιανουάριος 1999

Γιώργος Κακουλίδης - Ερωτικό


Τα μάτια που περίμενα ετούτο το βραδάκι

γίναν ψυχές και γλείφουνε τ’ αυτιά μου σαν σκυλιά

με βγάζουν απ’ το δρόμο μου και μέσα στο σκοτάδι

ένα μαχαίρι αφήνουνε στα χέρια μου απαλά.


Κυρία εσύ που έρχεσαι σ’ εμέ τον πεθαμένο

και βλέπεις μέσα μου όσα εγώ αγνοώ

το άγριο το ρόδο σου ας γέρνει μεθυσμένο

θα κόψω το κεφάλι σου για να το παντρευτώ.


Γιώργος Κακουλίδης, Μονσινιόρ, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, Μάρτιος 1996

Γιώργος Κακουλίδης - Άγιος Γεώργιος


Πετάει η μικρή μου
πώς πετάει
στη σκοτεινή της εκκλησία
μέσα στο κεφάλι της καταυγάζει
του Ιησού η αιώνια τιμωρία.
Μιλάει η μικρή μου
παραμιλάει
κι από το πορφυρό της στόμα
βγάζει μαχαίρι με χτυπάει
και με σκορπά στο χώμα.
Δράκος είναι η μικρή μου
σαν τατουάζ μού απλώνεται στο δέρμα
εμένα τον Άγιο Γεώργιο έκανε δράκο
και δεν μπορώ να ξεχωρίσω κείνη από μένα.

Πηγή: Μονσινιόρ, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, Μάρτιος 1996

Γιώργος Κακουλίδης - Μην ακούς τον Παράδεισο (αποσπάσματα)

Δεν είμαι φτιαγμένος για τίποτα
και το τίποτα ακολουθώ
Σαν ένα τυφλό χτύπημα γυρίζω
ανάμεσα στους ανθρώπους
διαλέγοντας τον αδύναμο
πού σέρνει την αθωότητα σαν σκυλί
Μόλις τελειώσω με τη θυσία του
πάντα προσευχόμενος
πηγαίνω στο σταθμό Λαρίσης
μπαίνω στο πρώτο τρένο
και κάθομαι
όλοι πιστεύουν πως είμαι γιατρός
σηκώνονται
μου δίνουν το λευκό χέρι τους
και ρωτούν :
«Γιατρέ, πού είναι η θεραπεία μου;»
Δεν αποφεύγω κανέναν
κι ας έχω ράμματα για τη γούνα τους

Ανοίγουν το στόμα τους και ιδού από το χέρι μου όστια για τον καθένα.
[…]
Τώρα ο δρόμος έστριψε απότομα
και με έβγαλε στο μοβ δάσος της Καισαριανής
μια ίλη ιππικού που ερχόταν
για ασκήσεις από το Χαϊδάρι
συγκρούεται με αγωνιστικές μοτοσικλέτες
λίγο μετά την εκκίνησή τους
Τα άλογα σηκώνουν τα μπροστινά πόδια τους
οι μηχανές τρομάζουν και χτυπάνε στα τυφλά
γίνονται όλα μια ασημένια σάρκα
με τα κεφάλια των αλόγων
σαν θαύματα να πέφτουν στο αιώνιο
το μοβ του δάσους γίνεται βαθύ κόκκινο
με πιτσιλιές και κομμάτια μετάλλου
που αναγνωρίζουν το τέλος τους
Πρέπει να ευχαριστήσω τον Ύψιστο
που ενώ δεν με γνωρίζει
με κάνει κοινωνό αυτής της σφαγής;
[…]
Ένας σκύλος στην άκρη του δρόμου
είναι ο πατέρας σου μεθυσμένος και ρέστος
Ένας σκύλος στην άκρη του δρόμου
είναι ο βασιλιάς Σολομώντας
που έπαψε να ονειρεύεται
Ένας σκύλος στην άκρη του δρόμου
είναι ένας βετεράνος με τα παράσημά του
Ένας άνθρωπος στην άκρη του δρόμου
είναι κάποιος που δεν κατόρθωσε να γίνει σκύλος
Ένας νεκρός στην άκρη του δρόμου
είναι στη σωστή θέση του να γίνει λουλούδι
Ένα σπασμένο παιχνίδι στην άκρη του δρόμου
είναι ο θεός που χόρτασε και ησύχασε
[…]
Εγώ ο γαλάζιος ελέφαντας
ο Γιόχαν Μάρτιν Σούμπαρτ
μαθητής και ξίφος του Μπαχ
ενώ μου πήραν το όνομα
και τη νύχτα μου
θα συνεχίζω να προκαλώ το γαλαξία
τουλάχιστον να γελάσει
γιατί από την εποχή
που ο θυμός τού έβαλε την ουρά στα σκέλια
ούτε καταιγίδες ούτε σεισμούς
γνώρισε κανείς
εκτός από κάτι μικρές αναταράξεις
για να θυμόμαστε πού και πού
τη δύναμη και τη δόξα του
[…]
Έχω κουραστεί να αποχαιρετώ
καλύτερα να μη γνωρίζω κανέναν
και στην προκυμαία που όλα παίζονται
πρέπει κυρίως να γυρίζουμε
την πλάτη στη θάλασσα
γιατί αλίμονο στον καθένα
αν πιστέψει πως μπορεί ένα μάτι
να κοιτάξει τη θάλασσα
μόνο όποιος έχει ναυαγήσει
μπορεί να σας πει από το άλφα
μέχρι του χειμώνα το ωμέγα
τι πέρασε πάνω της
και πώς κατάφερε κι έζησε
επειδή είχε κλειστά μάτια
Μην ακούς τον παράδεισο
δεν είμαι φτιαγμένος για τίποτα
αλλά ήρθε η ώρα να ακολουθήσω το θάμπος


......................................................................................................................................................................

Άρχισε να βρέχει
και μοσχοβολάει ο κάμπος
ξέρω πως είναι πολλοί σκύλοι
που βρέχονται μαζί μου
από τη μια άκρη του κόσμου ως την άλλη
ένας σκύλος στην άκρη του δρόμου
έχει τη δύναμη που έχουν εφτά εκκλησίες μαζί
Ένας σκύλος στην άκρη του δρόμου
είναι ο πατέρας σου μεθυσμένος και ρέστος
Ένας σκύλος στην άκρη του δρόμου
είναι ο βασιλιάς Σολομώντας
που έπαψε να ονειρεύεται
Ένας σκύλος στην άκρη του δρόμου
είναι ένας βετεράνος με τα παράσημά του
Ένας άνθρωπος στην άκρη του δρόμου
είναι κάποιος που δεν κατόρθωσε να γίνει σκύλος
Ένας νεκρός στην άκρη του δρόμου
ειναι στη σωστή θέση για να γίνει λουλούδι


Γιώργος Κακουλίδης 1956 - 2021
Γιώργος Κακουλίδης, Μην Ακούς Τον Παράδεισο (2016)

Σάββατο 10 Αυγούστου 2024

Γιώργος Κακουλίδης - Αυτά μου είπε η κοιμωμένη

Η υπόθεσή σας απαιτεί
να σκοτεινιάζει η μέρα
Κόψτε το χέρι σύρριζα
στην όμορφη μητέρα
Παρθένα μόνο η θάλασσα
η θάλασσα παρθένα
Αχ η ψυχή χωμακρατεί
και γελιοπεριμένει
Να στε καλά κι ας πνίγεστε
μέσα στη μαύρη στέρνα

Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2023

Γιώργος Κακουλίδης - Ποιήματα

 Ο διάβολος / Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος

Πόθε μου σκοτεινέ, κάνεις κομμάτια το καθρεφτάκι
που έχωσαν στα δόντια τ’ αγοριού
και κυκλωμένος τώρα από παντού,
βγάζει τη γλώσσα του, τη σελήνη.

Ότι αγαπώ η κατάρα το χτυπά
κι εγώ το πνίγω μέσα στη λεκάνη
και βγαίνει πάλι η γάτα η σύφιλη,
και κάνει βάρδια πάνω μου το βράδυ.

Η σάρκα του κελιού μου είναι από θάλασσα,
σ’ αυτήν ξεμολογιέμαι σαν σημάνει,
η ώρα για να βγω απ’ αυτή τη κόλαση
και ο δαίμονας που μου έσπειραν στη ράχη.

Τρελό περήφανο καλπάζει άτι.
Τρελό περήφανο καλπάζει άτι.
Πάνω στο νυφικό σας το κρεβάτι.

 

*
Κώστας Καρυωτάκης/ Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος

Το παιδί που γνώρισε
ένα μεγάλο πάθος
ξέρει τι είναι τάφος
και ύστατη στιγμή.

Το γαλάζιο σώμα του
έγινε νεφέλωμα
και το μαύρο γέλιο του
με χτυπάει όπου με βρει.

*
Η Καντάδα της Κόλασης/ Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος

Είμαι πάνω στον Άγιο
σαν σιωπηλό ναυάγιο
πατάω την προσευχή του
ώσπου να βγει η ψυχή του
να φτάσει μες στο χώμα
όπου γυρνάς ακόμα
τρελή σαν το σκοτάδι
λάμπεις μέσα στον Άδη

Αχ τα λουλούδια τώρα
δρέπονται για την ώρα
που έπεσε σαν μυστήριο
το έσχατο εργαστήριο
κι έκανες την αγάπη
τρελή σαν το σκοτάδι
ν’ ακούγεται στον Άδη
σαν πένθιμο εμβατήριο

*
Τα χρόνια που μου έπιαναν τον κώλο / Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος

Τα χρόνια που μου έπιαναν τον κώλο
Τα είδα από μπροστά μου να περνούν
Εσύ να δένεις το σκυλί του κόσμου
Και ο μαύρος θίασος τη ζωή σου να ζητά

Φυγάς θεόθεν και αλήτης
Είμαι εδώ και ο χορός καλά κρατεί
Οι άλλοι χτυπάν τα χέρια τους στην κάσα
Καμιά φωνή από μέσα μου δεν ηχεί

Κι είναι εδώ αγαπημένε όλοι
Πουτάνες, λόγιοι, ιστορικοί
Οι ντόκτωρ Μάρκετινγκ μ’ ένα κοράκι
Τον τροβαδούρο της κακιάς στιγμής

Κι ενώ εκείνοι μπαίνουνε στο χώμα
Και θάβουν ο ένας τον άλλον στα ρηχά
Εσύ γελάς, τα νέα μου δείχνεις χρόνια
Τον κώλο μου που θέλουνε ξανά



Πηγή: https://www.poiein.gr/

Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2023

Γιώργος Κακουλίδης - [άτιτλο]



Πέφτει σαν ήλιος σε αμπελώνα
αιμορραγώντας τη σκοτεινή του ύλη
κι εκεί, στης νύχτας την καμπύλη
χτυπιέται από άθραυστη βελόνα

που ενεδρεύει για να τον κλείσει
σε μια ραφτή βιβλιοδεσία
κιρκάδιο θύτη και θυσία
με την ανάποδή του ρήση.

Αυτός, προτού τον γαμωσταυρίσει
στο θάνατό του θα δώσει λύση

με μία έκρηξη σούπερ νόβα
για κάποιο τέρμιναλ της Αϊόβα
θα πάρει πτήση.

Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2023

Γιώργος Κακουλίδης - [άτιτλο]


Ήταν η εποχή που φρόντιζα νεκρούς
δεν το έκανα γιατί ήμουν ζωντανός
αλλά γιατί ανήκω στους νεκρούς
που τα καταφέρνουν.
Καταφερτζής νεκρός
αυτό το όνομα μου έδωσαν
οι χρυσές κάμπιες –
τι ντίλερ θα ήμουν
αν περπατούσα ανάμεσα σε ζωντανούς
κι έπαιζα μαζί τους;
Ξάφνου με πήγε τ’ όνειρο
στην οδό Βεϊκου, αριθμός δέκα
πάλι ανέβηκε στα κάγκελα
στον μαύρο άμβωνα
ο πρώτος φίλος μου
προφήτης Ηλίας.
Ξεκίνησα για να τον συναντήσω
μα είχαν προλάβει
και στο μπαλκόνι τον είχαν βγάλει τα σκυλιά
φόλα που θέλουν και θηλιά.
Μα εσύ τι γύρευες κει πάνω
γυμνός και να ρωτάς:
«να πέσω ή να μην πέσω;»
Πίσω είναι αδύνατον να πας.
Τότε η άμαξα που όλοι έχουν ακουστά
μα μόνο εγώ την είδα
με τους τροχούς και τις λεπίδες της
που σκίζουν τον αέρα και σκορπίζουν τ’ άστρα
πήρε τον Ηλία
κι ούτε μπροστά ούτε πίσω γνώριζε τι είναι πια.
Κι η μάνα του ακολουθούσε.
-Πού πας μητερούλα με πλαστικά λουλούδια στο κεφάλι;
-Πάω το παιδί μου ν’ αναστήσω, μες στα γαλάζια στάχια να
το κρύψω.
Πάνε πια οι αγάπες που περπατούσαν
πάνω στους ανθρώπους
τα επισκεπτήρια στην κλινική γαλήνη
ο θρίαμβος από τα δόντια των αδελφών
και το ξημέρωμα στο πρώτο νεκροταφείο
περιμένοντας τον δερβίση.
Μακάρια Πληγή, Γαβριηλίδης

Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2023

Γιώργος Κακουλίδης - Παιδικό τραγούδι

 Εγώ να φύγω

να φύγω θέλω

θέλω να φύγω

και πού να πάω;


Να πάω στο δάσος

τρελών το δάσος

γαλάζιο δάσος

μα δε θα μείνω


γιατί θα φεύγω

όπου κι αν είμαι

πάντα θα φεύγω

όπου κι αν πάω


Ο πειρασμός της μάχης, 2000

Κυριακή 2 Απριλίου 2023

Γιώργος Κακουλίδης - [άτιτλο]

 Κι ο οδοιπόρος κρύβεται

ούτε τα μάτια του εμπιστεύεται

ούτε το δρόμο

μόνο την άνοιξη

που μπαίνει με τη λαμπάδα της

σαν αναστάσιμη ακολουθία

ταράζοντας την ακινησία

και τον αγαπημένο

που έκανε το κεφάλι του πέτρα

κι επάνω χτίστηκε το σπίτι

μιας ζωής που δαγκώνει και μεγαλώνει

και όλο και κάποιος πατέρας

την ακούει, τη βλέπει και εγκρίνει

το φλεγόμενο κύκλο της στον αγέρα

και περνάει μέσα της

ένα αμήν.


Γιώργος Κακουλίδης, «Το χρώμα της ορχήστρας», πρόλογος Βάσιας Τσοκόπουλος, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 1989, σ. 29.


Αντλήθηκε απ' το προφίλ του ποιητή Κώστα Ρεούση