Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Berryman John. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Berryman John. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 19 Μαΐου 2025

John Berryman - Tρία ποιήματα

 Παραιτείται

 

Τα γηρατιά κι οι θάνατοι και τα φαντάσματα,

το πνεύμα της που ‘φυγε μακριά

από μένα. Πράγματα

που μετάνιωσα έρχονται και με βρίσκουν άδειο.

 

Δε νομίζω ότι θ’ αλλάξει αυτό.

Τίποτα δε θα ζητήσω

ή κανέναν, ξένο ή γνωστό.

Δε νομίζω να τραγουδήσω

άλλο αυτή τη στιγμή

ή και ποτέ ξανά. Θ’ αρχίσω με ματιά

να κάθομαι τυφλή

πάνω από μια κενή καρδιά.

 

 

**

Ποίημα για την μπάλα

 

Τι να κάνει τώρα τ’ αγόρι που έχασε την μπάλα του,

τι, τι να κάνει; Την είδα να φεύγει,

αναπηδώντας χαρωπά, στην κατηφόρα και μετά

βρέθηκε χαρωπά εκεί πέρα στο νερό!

Δεν ωφελεί να πεις «Βρε, έχει κι άλλες μπάλες»:

Μια απόλυτη θλίψη τραντάζει το αγόρι

καθώς στέκεται άκαμπτο, τρέμοντας, παρακολουθώντας

όλα τα παιδικά του χρόνια μέχρι το λιμάνι, όπου κατέληξε

η μπάλα του. Δε θα τον ενοχλούσα,

μια δεκάρα, μια άλλη μπάλα, δεν έχει αξία. Τώρα

αισθάνεται την πρώτη υπευθυνότητα

σ’ έναν κόσμο ιδιοκτησίας. Οι άνθρωποι θα παίρνουν τις μπάλες,

οι μπάλες πάντα θα χάνονται, αγοράκι,

και κανείς δεν μπορεί να ξαναγοράσει την ίδια. Τα λεφτά δε βοηθάνε.

Μαθαίνει πίσω από τ’ απελπισμένα μάτια του

την επιστημολογία της απώλειας, πώς να σηκωθεί

γνωρίζοντας αυτό που πρέπει να ξέρει κάθε άνθρωπος

κάποια μέρα, κι οι περισσότεροι το ‘μαθαν πολλές, πώς να σηκωθούν

και σταδιακά το φως επιστρέφει στο δρόμο,

ένα σφύριγμα, η μπάλα άφαντη,

σύντομα ένα κομμάτι μου θα εξερευνήσει το βαθύ και σκοτεινό

βυθό του λιμανιού…Είμαι παντού,

υποφέρω και κινούμαι, το μυαλό κι η καρδιά μου κινούνται

μ’ όλα αυτά που με συγκινούν, κάτω απ’ το νερό

ή σφυρίζοντας, δεν είμαι αγοράκι.

 

**

Η κατάρα

 

Κέδροι κι ο ήλιος προς τη Δύση,

ο ουρανός σκοτεινιάζει. Ένας άντρας μόνος

παρακολουθεί δίπλα στον πεσμένο

τοίχο τα βραδινά της αμαρτίας πλήθη

να σωριάζονται σ’ όλους μας επάνω.

Γιατί όταν το φως σβήσει

αρχίζουν σαμποτάζ νυχτερινό μεταξύ

των απόκληρων κι αυτών που’χουν γλώσσα χαλαρή,

αυτών που απρόσεκτα βαδίζουν, των δολοφόνων:

η πανανθρώπινη κατάρα μας στο λυκόφως.

 

Τα παιδιά στο δάσος είναι αθώα,

άσπιλα. Αν γίνουν σκάνδαλο

και δείκτης του καιρού τους αργότερα,

είναι που το σούρουπο ακόμα φέρνει για τροφή

του εγκλήματος την ικανότητα.

Μόνο ο ηλίθιος και ο νεκρός

στέκουνε δίπλα, ενώ αυτοί που ήταν νέοι πριν

διεξάγουν ένοχο πόλεμο και αναιδή

τη νύχτα μέσα σ’ αυτό το αρχαίο σπίτι,

απέραντο, μαύρο, καταραμένο, ανώνυμο.


John Berryman (1914-1972)

Μετάφραση: Κώστας Μαντζάκος



Πηγή: https://www.poiein.gr/2025/05/19/john-berryman-1914-1972-%cf%80%ce%bf%ce%b9%ce%ae%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%b1-%ce%bc%ce%b5%cf%84%ce%ac%cf%86%cf%81%ce%b1%cf%83%ce%b7-%ce%ba%cf%8e%cf%83%cf%84%ce%b1%cf%82-%ce%bc%ce%b1%ce%bd%cf%84%ce%b6/?fbclid=IwY2xjawKYDMJleHRuA2FlbQIxMQBicmlkETFsbnF6QkFEOUVucHFSS2FvAR6owrSJ7cRInt23Ta91hWCqSpHxuCK_NtwV0ekPzjK5SMebucrn7lOQmdjoAA_aem_pOb6XT8S4dwoOmVSLkkTJw

Σάββατο 21 Αυγούστου 2021

John Berryman-Ποιήματα

  


ΟΝΕΙΡΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ 14


Η ζωή, φίλοι, είναι βαρετή. Αυτό δεν πρέπει να το λέμε.
στο κάτω κάτω, ο ουρανός λάμπει, η απέραντη θάλασσα επιθυμεί,
εμείς οι ίδιοι λάμπουμε κι επιθυμούμε,
κι επιπλέον η μάνα μου σαν ήμουνα παιδί μου είπε
(επανειλημμένα) «Άμα ομολογείς ότι βαριέσαι
σημαίνει ότι δεν έχεις.

Ψυχικά Προσόντα.» Καταλήγω λοιπόν τώρα πως δεν έχω
ψυχικά προσόντα, αφού βαριέμαι του θανατά.
Οι άνθρωποι μου φέρνουν πλήξη,
η λογοτεχνία μου φέρνει πλήξη, κυρίως η υψηλή λογοτεχνία,
ο Χένρυ μου φέρνει πλήξη, με τα χάλια και τον κοιλόπονό του
ίδιος με τον αχιλλέα,

που λατρεύει τους ανθρώπους και την θαρραλέα τέχνη, που με πλήττει.
Και οι γαλήνιοι λόφοι, και το τζιν, σκέτη ανία
και με κάποιον τρόπο ένας σκύλος
που έχει φτάσει μαζί με την ουρά του αξιοσημείωτα μακριά
στα βουνά ή στην θάλασσα ή στον ουρανό, αφήνοντας
πίσω: εμένα, της ουράς κούνημα.

*

ΟΝΕΙΡΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ 90 
Για έκδοση μετά θάνατον αρ. 13


Στα βάθη της νύχτας ονειρεύτηκε αρετές υψηλότερες,
αποδεσμεύσεις, και πρόσωπα αγαπημένα,
σαν κι αυτά που τώρα τραγουδά πριν το ξημέρωμα.
Εύκολο δεν ήταν, μαθημένος σ’ αυτά τα πράγματα,
να εγκαταλείψει τον παλαιό κόσμο, αλλά προσπάθησε·
αιωνία η μνήμη, ρίξε ένα καλό κλάμα.

Συχωρεμένος να ‘ναι ο Ράνταλλ, που οι αυτοβασανισμοί σου
ούτε μιας στιγμής τα καλά δεν θα του φέρουν πίσω, συχωρεμένος να ‘ναι:
τώρα πια είναι μακαρίτης.
Ο πανικός έσβησε και καθώς ο πανικός έσβηνε
έσβησε και ο παλιός μου φίλος. Τραβάω για τη δύση
κι εγώ, κι εγώ, με κάποιον τρόπο.

Στις αίθουσες του τέλους θα ανταμώσουμε ξανά
θα του πω Ράνταλλ, θα μου πει Ερωτιάρη
και όλα θα είναι σαν και πρώτα
σαν τότε που αναζητούσαμε, ανάμεσα στα αγαπημένα πρόσωπα,
θέση περίοπτη και δεν μας ήταν αρκετό
θέλαμε κάτι παραπάνω.

*

ΟΝΕΙΡΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ 263


Τα γηρατειά δεν μπορούσες να τα βαστήξεις μα γεράσαμε.
Οι διαφορές μας συσσωρεύτηκαν. Η σάρκα μας
τεζάρει ή κρεμάει: αλλάζει.
Κάνε κουράγιο, τα πράγματα δεν είναι όπως ήταν
και ποτέ ξανά δεν θα είναι. Οι θερμές καρδιές γίνονται κρύες,
η ορμή προς τα έξω ατονίζει,

γερνάει στα κρυφά η ψυχή προς εξαφάνιση
μαθημένοι και ανασφαλείς, και πάλι νέοι
με όχι με τον ίδιο τρόπο:
ο Ηράκλειτος είχε μια σοφή κουβέντα να πει για την περίσταση,
την οποία δεν τη θυμάμαι. Ξυπνάμε και παραπατάμε,
σοφότερα, σε γενικές γραμμές,

μα όχι πιο εύστοχοι. Αυτό άφησέ το για τους νέους,
προχώρα στα ψαχτά, προς τα μπρος που άλλος κανείς δεν έχει πάει
γεγονός που αποτελεί προνόμιό σου.
Εξάλλου, είχες από νωρίς παραιτηθεί
γεγονός που αποτελεί προνόμιό σου, από τον Ταάττερτον
ως την πικρή και παρούσα σκηνή.

*

ΠΑΡΑΙΤΕΙΤΑΙ


Τα γηρατειά, και οι θάνατοι, και τα φαντάσματα.
Εκείνη τώρα πια καθόλου
δεν με νοιάζεται. Πλήθος
οι τύψεις έρχονται κι άδειο με βρίσκουν.

Δεν νομίζω πως αυτό θ αλλάξει.
Δεν θέλω ούτε πράγμα
ούτε πρόσωπο, ξένο ή γνώριμο.
Νομίζω πως ποτέ ξανά

δεν θα τραγουδήσω παρά μονάχα
τώρα μία κι έξω. Πρέπει ν’ αρχίσω
να ζω μ ένα άχρηστο κρανίο
πάνω από μια καρδιά κενή.

ΟΝΕΙΡΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ 4

Γεμίζοντας το σφιχτό και υπέροχο κορμί της
κοτόπουλο με πάπρικα, με κοίταξε
δύο φορές.
Λιγοθυμώντας από ενδιαφέρον, κι εγώ την γούσταρα
και μόνο επειδή υπήρχε ο άντρας της και άλλοι τέσσερις άνθρωποι
βαστήχτηκα να μην χιμήξω πάνω της

ή να πέσω στα μικρά της πόδια και να κλάψω
«Είσαι η πιο φλογερή που εδώ και χρόνια νύχτα
έχουν απολαύσει τα θολωμένα μάτια
του Χένρυ, Μεγαλείο.» Συνέχισα
(απελπισμένος) το παγωτό κοκτέιλ – Ο Κύριος Κοκάλας: είναι γιομάτος,
ο ντουνιάς, από κορίτσια που τρώνε.

– Μαύρα μαλλιά, Λατίνα στην όψη, μάτια πετράδια
χαμηλωμένα… ο βλάχος στο πλάι της γλεντάει… Ποιο θαύμα
την κρατάει καθισμένη, εκεί πέρα;
Το εστιατόριο μέσʼ στην οχλοβοή. Δεν θα τη ένοιαζε κι ας ήταν και στον Άρη.
Που στράβωσε το πράγμα; Θα ʽπρεπε να υπάρχει ένας νόμος ενάντια
στον Χένρυ.
– Ο Κύριος Κοκάλας: υπάρχει.

ΟΝΕΙΡΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ 13

Θεός σχωρέσʼ τον Χένρυ. Έζησε σαν λιποτάκτης,
μʼ ένα μαλλί σαν άχυρο πάνω στην κεφαλή του
στην αρχή.
Ο Χένρυ δεν ήταν άνανδρος. Πολύ.
Ποτέ τίποτα δεν εγκατέλειψε• αντιθέτως
παρέμεινε, όταν πράγματα όπως ο οίκτος λιγόστευαν.

Ίσως λοιπόν ο Χένρυ να ήταν άνθρωπος.
Ας το ερευνήσουμε.
…Το κάναμε; Εντάξει.
Είναι ένας Αμερικανός άνθρωπος.
Είναι αλήθεια. Η κοπέλα μου κωλώνει.
Η πουτάνα μου πονάει. Έλα και γονάτισέ με, και δείξε μου τον δρόμο.

Ο θεός είναι ο εχθρός του Χένρυ. Έχουμε δουλειά να κάνουμε… Γιατί,
με ποια δουλειά πρέπει να ξεμπερδέψουμε.
Ένα στρίμωγμα.
Δεν πήγαινε άλλο. – Κύριε Κοκάλα,
Σαν κοιτάζω στον πορτοκαλί ουρανό,
Μου φαίνεσαι στρυφνός.

                                               ΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΜΟΥ

Ένας ακόμη παλιός φίλος, πολύ αργότερα,
στο Advocate στην τζαζ μου αφοσιωμένος
το έθεσε διαφορετικά:
την ονόμασε «ροπή καταραμένη» μου.

Θα σου βρυχηθώ επίσης λες να 'ταν κάποιο αρχάριο περιστέρι
τούτες οι σκοτιδιασμένες μέρες
μα ήμουν τόσο ανώριμος.
Δεν είχα αίσθηση όλων όσων ξεστόμιζα

και ό,τι είπα το είπα με ορμή και πνεύμα
το οποίο τσάκισε κάποιες χωρίς αμφιβολία σεμνότυφες και από μένα τώρα
απαλλαγμένες

ανθρώπινες οντότητες ποδεμένες.
Με την ντροπή μου στέκομαι.
ναι, στέκομαι όμως. Τις διαστροφές μου πάρε σαν να 'ναι

κάποια απ' τα χαρίσματά μου, αν βρεις κανένα.
Προβάλλω όπως ο Κοριολάνος με τις πληγές μου
για επιθεώρηση απ' τον όχλο.
Μονάχα που, αγαπητέ μου, για εκλογή καμιά δεν είμαι υποψήφιος

Δεν είμαι ο προικισμένος εγωμανιακός σύντροφος Ν. Μαίηλερ

Οι δυστυχίες του Ήρωα, του Αλεξάντερ.
Οι τρόμοι του Αγίου, -
μία χαρά νιώθουν οι περισσότεροι! Ο Θορώ είχε λάθος,
έκρινε από τον εαυτό του.

Όταν ασκόπως έπαιζα με κάθε σύζυγο αργότερα
στο Ανατολικό ακρογιάλι
ζητούσα ν' ανέβω σ' έναν άμβωνα και να εξομολογηθώ.
Κάντε με κομματάκια!

Έγραψε κάποτε ο Λίνκολν σ' έναν φίλο: «Το χείλι μου δαγκώνω και σιωπώ».



ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ

Μοιάζει να είναι ΣΚΟΤΑΔΙ συνέχεια.
Περπατάω με δυσκολία.
Μπορώ να θυμάμαι τι να λέω στο σεμινάριό μου
μα δεν ξέρω τι θέλω να κάνω.

Είπα κάποτε σ' ένα Τραγούδι: συνήθως είμαι κουρασμένος.
Το επαναλαμβάνω κι επαυξάνω.
Ξερνάω.
Κατέρρευσα σήμερα στην αργή κίνηση του Κ. 365.

Αναμφίβολα δεν νομίζω πως θα αντέξω για πολύ ακόμα.
Έγραψα: «Ίσως υπάρξουν φρίκες.»
Το επαυξάνω.
(Μου φαίνεται πως πήρε τα μικρά της στήθη μακριά.)

Είμαι ερωτευμένος με το εξαίσιο μωρό μου.
Σπίθες! Μέσ' στο σκοτάδι ΕΛΠΙΔΑ. και εξαφανίζεται.
Χαμένες τέχνες.
Εκμηδενίσεις.

Ουόλτ! Είμαστε στο ισόγειο,
ούτε κι εσύ δεν με ανακουφίζεις
μα παίζω το δικό σου ρίσκο αγαπημένε φίλε και μαζί σου πορεύομαι.
Δεν υπάρχουν ταιριάσματα

Ξεστόμισε, ο Πατέρας Του, μια λέξη

ΟΝΕΙΡΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ 176
Όλα εκείνα τα λαμπερά μαλλιά πάνω απ’ τον Ατλαντικό,
το κορίτσι παράτησε τον Χένρυ. Το Παρίσι πολύ θα της αρέσει
όπως άρεσε τόσες φορές σ’ εκείνον.
Τώρα έχει φτάσει, χθες ήταν που έφυγε. Κράτησα
της ξαδέρφης της το χέρι, εντελώς αθώα, σαν ανεβαίναμε στον πύργο.
Η ξαδελφή της είναι αν και σχεδόν αδύνατο πιο όμορφη από κείνη.

Σε όλο τον κόσμο καταγράφονται ποιότητες,
κι αυτή δεν είναι πράγματι μια θλιβερή σκέψη.
Σε όλο τον κόσμο.
Είναι Ιούνης, δόξα τω Θεώ, όταν ξεκαθαρίζει το πράγμα.
Κάποια μέρα όταν θα βγάλω την κάλτσα
το δέρμα μαζί της θα ξεκολλήσει

και αίμα θα τρέξει, απαίσιο στο πάτωμα
το αίμα που τρέχει μου θυμίζει την αγάπη μου
Λύκους που μπαινοβγαίνουν
πάρε τους λύκους, μα απ’ όλα το πιο τρομαχτικό
είναι σαν ονειρεύομαι τα μαλλιά της αγάπης μου και όλα
τα μπροστινά της δόντια είναι ψεύτικα
όπως ήταν οι αντί – ελπίδες μου.

ΣΤΗΝ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ

Με πιάνουν σκέψεις, για την αυτοκτονία, και τον πατέρα μου.
Πίνω τόσο πολύ. Η γυναίκα μου με απειλεί με διαζύγιο.
Δεν θα με «γηροκομήσει». Δεν θα το «αντέξει».
Δεν τα βρίσκουμε.

Είναι μια ώρα μπροστά στην Ανατολή.
Να τηλεφωνούσα στη μητέρα στην Ουάσινγκτον,
μα θα μπορούσε να με βοηθήσει;
Κι όλη αυτή η ντροπή και η κολακεία μέσω ταχυδρομείου;

Μία σαν βράχος βάση αγάπης και φιλίας
μάλλον χρειάζεται για όλη αυτή την παγκόσμια τρέλα.
Ο Επίκτητος είναι από μια άποψη ο αγαπημένος μου φιλόσοφος.
Οι ευτυχισμένοι άνθρωποι έχουν πρόωρα πεθάνει.

Κάνω ακόμα σχέδια να πάω στο Μεξικό το καλοκαίρι.
Τα είδωλα των Τολτέκων! Το Τσιτσέν Ιτζά!
Ο Ντ. Χ. Λόρενς ξέφρενα το οραματίζεται.
Του Μάλκομ Λόουρυ το βιβλίο σαν κυκλοφόρησε
το δίδαξα στο Πρίστον.

Δεν παραιτούμαι εντελώς. Ίσως αυτό το απόγευμα διδάξω
το τρίτο ευαγγέλιο. Δεν το ‘χω αποφασίσει.
Καμιά φορά μου φαίνεται πως άλλοι έχουν
πιο εύκολες δουλειές και τις κάνουν χειρότερα.

Ας είναι, πρέπει να δουλεύουμε και να ονειρευόμαστε.
Ο Γκόγκολ ήταν ανίκανος, μου είπε κάποιος στο Πίτσμπουργκ.
Ρώτησα: σε τι ηλικία; Δεν μπόρεσαν να μου απαντήσουν.
Αυτό είναι ένα διαολεμένα σοβαρό ζήτημα.

Ο Ρέμπραντ ήταν νηφάλιος. Εκεί διαφέρουμε. Νηφάλιος.
Τρόμοι τον έπιασαν. Κι εμάς επίσης.
Την αυτοκτονία σκέφτομαι συνέχεια.
Καθώς φαίνεται εκείνος δεν την σκεφτόταν.
Λουκά θα διδάξω.

Η ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΟΥ ΧΕΝΡΥ
Διάβαζε ως αργά, στου Ρίτσαρντ, πέρα στο Μέην,
ετών 32; Ο Ρίτσαρντ και η Έλεν από ώρα ξαπλωμένοι,
η καλή μου σύζυγος από ώρα ξαπλωμένη.
Το μόνο που είχα να κάνω ήταν να γδυθώ και να πέσω στο κρεβάτι,
βάζοντας στο βιβλίο τον σελιδοδείκτη, και να κοιμηθώ,
και να ξυπνήσω για ένα ωραίο ζεστό πρόγευμα.

Αντίκρυ στην ακτή ήταν ένα νησί, το P’ tit Manaan,
ο κάβος από του Ρίτσαρντ την πελούζα ήταν σχεδόν γκρεμός.
Παγιάδα στις τέσσερις τα χαράματα.
Δεν χρειάζονται παρά λίγα λεπτά για την μεγάλη απόφαση.
Μία συγκέντρωση στο εδώ και στο τώρα.
Ξαφνικά, όχι όπως ο Μπαχ,

και φριχτά, όχι όπως ο Μπαχ, μου πέρασε από το μυαλό
τη νύχτα εκείνη, αντί για τις ζεστές πυτζάμες,
να βγάλω όλα μου τα ρούχα
και να διασχίσω την κρύα νοτισμένη πελούζα και να πέσω απ’ τον κάβο
στο φοβερό νερό και για πάντα να περπατήσω
προς το νησί υποβρυχίως.


Πηγή: Τζον Μπέριμαν, Ποιήματα, Αθήνα: Ηριδανός 2009.

Κυριακή 25 Απριλίου 2021

4 ποιητές: J. Brodsky, C. Milosz, E. Jabès, J. Berryman


JOSEPH BRODSKY



Ex Voto



στον Jonathan Aaron




Kά­τι σαν λι­βά­δι στην Oυγ­γα­ρία, δί­χως όμως
την αθω­ό­τη­τά του. Kά­τι σαν μα­κρύ πο­τά­μι, χω­ρίς
τις γέ­φυ­ρές του. Aπό πά­νω, ένα άρ­ρη­το δια­ζευ­κτι­κό
μα­τιών να κη­λι­δώ­νει τη θέα με πό­νο.
Mε­τα­θα­νά­τιος ορί­ζο­ντας όπου οι λέ­ξεις ανή­κουν
πε­ρισ­σό­τε­ρο στην ηχώ τους πα­ρά σ’ αυ­τό που λέ­ει κα­νείς.
Ένας άγ­γε­λος μοιά­ζει στα σύν­νε­φα με το ξαν­θό αγό­ρι
που χά­θη­κε σε κά­ποιο Άου­σβιτς υπαί­θριων μι­κρο­πω­λη­τών.
Kαι μια πέ­τρα ση­μα­δεύ­ει το μέ­ρος όπου στά­θη­κε ένα σπουρ­γί­τι.
Στις βι­τρί­νες οι φοί­νι­κες της προ­κυ­μαί­ας προ­λέ­γουν
σ’ ένα κου­νού­πι που ανα­με­τριέ­ται με την πρό­σο­ψη
μιας βί­λας ― ή, κα­λύ­τε­ρα ακό­μη, ενός ξε­νο­δο­χεί­ου ―
το επί­πε­δο μέλ­λον του. Όσο απο­μα­κρύ­νε­σαι, τό­σο λι­γό­τε­ρο
εν­δια­φέ­ρε­σαι για το έδα­φος.
Ένα άβου­λο πα­γό­βου­νο αγα­να­κτεί με τα κα­κό­βου­λα σχό­λια του Tύ­που:
λειώ­νει και σχη­μα­τί­ζει ένα μυα­λό.

[1983]




[Σ.τ.M.: Tο ποί­η­μα αυ­τό ―όπως και πολ­λά άλ­λα― γρά­φτη­κε από τον Mπρόν­τσκι απ’ ευ­θεί­ας στα αγ­γλι­κά και πε­ριέ­χε­ται στον τό­μο To Urania: Selected Poems 1965-1985]



CZESLAW MILOSZ



Σαράγιεβο



—Ίσως αυ­τό δεν εί­ναι ποί­η­μα αλ­λά θα πω του­λά­χι­στον τι νιώ­θω.
Τώ­ρα που πραγ­μα­τι­κά χρειά­ζε­ται μια επα­νά­στα­ση
όσοι υπήρ­ξαν έν­θερ­μοι οπα­δοί της αδια­φο­ρούν.
Την ώρα που η χώ­ρα δο­λο­φο­νεί­ται και βιά­ζε­ται
η Ευ­ρώ­πη αντί ν’ αντα­πο­κρι­θεί στις εκ­κλή­σεις για βο­ή­θεια χα­σμου­ριέ­ται.
Ενώ οι πο­λι­τι­κοί επι­λέ­γουν την αθλιό­τη­τα,
κα­μία φω­νή δεν τολ­μά­ει να τη στιγ­μα­τί­σει.
Η εξέ­γερ­ση των νέ­ων που ζη­τού­σαν έναν νέο κό­σμο ήταν απά­τη,
η γε­νιά εκεί­νη υπέ­γρα­ψε τη θα­να­τι­κή της κα­τα­δί­κη.
Ακού­ει με απά­θεια τις κραυ­γές όσων χά­νο­νται
αφού δεν εί­ναι πα­ρά βάρ­βα­ροι που αλ­λη­λο­σφά­ζο­νται.
Και η ζωή όσων τρώ­νε πλου­σιο­πά­ρο­χα αξί­ζει
πε­ρισ­σό­τε­ρο από αυ­τών που λι­μο­κτο­νούν.
Απο­κα­λύ­πτε­ται τώ­ρα ότι η Ευ­ρώ­πη τους ήταν εξ αρ­χής μια πλά­νη,
αφού το όρα­μα και τα θε­μέ­λιά της ήταν σα­θρά.
Και το τί­πο­τα, όπως επα­να­λαμ­βά­νει ο προ­φή­της, γεν­νά μό­νο το τί­πο­τα,
και θα οδη­γη­θούν πά­λι σαν αγέ­λη στη σφα­γή.
Ας τρέ­μουν και την έσχα­τη στιγ­μή ας μά­θουν ότι η λέ­ξη Σα­ρά­γιε­βο
στο εξής θα ση­μαί­νει τον αφα­νι­σμό του γιου τους, τον ευ­τε­λι­σμό της κό­ρης τους.
Θα τον προ­κα­λέ­σουν με το να επα­να­λαμ­βά­νουν: «Εί­μα­στε ασφα­λείς»,
αγνο­ώ­ντας πως αυ­τό που θα τους πλή­ξει ήδη ωρι­μά­ζει μέ­σα τους.



[Σ.τ.Μ.: Αν και το ποί­η­μα γρά­φτη­κε με αφορ­μή τα γε­γο­νό­τα στη Βοσ­νία και δη­μο­σιεύ­θη­κε για πρώ­τη φο­ρά στο βι­βλίο, The Black Book of Bosnia: The Consequences of Appeasement (λί­γο αρ­γό­τε­ρα συ­μπε­ριε­λή­φθη στον τό­μο New and Collected Poems: 1931-2001), η ση­μα­σία του, σή­με­ρα που η Ευ­ρώ­πη βιώ­νει πά­λι μια νέα κρί­ση και βρί­σκε­ται στα πρό­θυ­ρα της διά­λυ­σης, εί­ναι προ­φα­νής.]



EDMOND JABES



Aπό το «Βιβλίο των μεριδίων»




Πο­λύ νω­ρίς, βρέ­θη­κα αντι­μέ­τω­πος με το ακα­τα­νό­η­το,
το αδια­νό­η­το, τον θά­να­το.
Από κεί­νη τη στιγ­μή, κα­τά­λα­βα πως τί­πο­τα σ’ αυ­τή τη γη
δεν μπο­ρεί να μοι­ρα­στεί για­τί τί­πο­τα δεν μας ανή­κει.

Υπάρ­χει μέ­σα μας μια λέ­ξη πιο ισχυ­ρή απ’ όλες τις άλ­λες ­
και πιο προ­σω­πι­κή.
Λέ­ξη μο­να­ξιάς και βε­βαιό­τη­τας, τό­σο βα­θιά θαμ­μέ­νη
στη νύ­χτα της που με δυ­σκο­λία την ακού­ει ακό­μη και ο ίδιος της ο εαυ­τός.
Λέ­ξη άρ­νη­σης, αλ­λά ταυ­τό­χρο­να και από­λυ­της αφο­σί­ω­σης,
που σφυ­ρη­λα­τεί τους δι­κούς της δε­σμούς σιω­πής στην αβυσ­σα­λέα
σιω­πή του δε­σμού.
Αυ­τή η λέ­ξη δεν μοι­ρά­ζε­ται. Θυ­σιά­ζε­ται.


JOHN BERRYMAN



Από τα «Dream Songs»



36.

Οι σπου­δαί­οι πε­θαί­νουν, πε­θαί­νουν. Πε­θαί­νουν.
Υψώ­νεις το βλέμ­μα σου και ποιος απέ­μει­νε;
—Ήρε­μα, ήρε­μα κ. Μπό­ουνς. Εγώ εί­μαι στο πλευ­ρό σου.
Νιώ­θω τη θλί­ψη σου.
—Έδιω­ξα την θλί­ψη μου. Δεν μπο­ρώ να θρη­νώ
για πά­ντα. Με αυ­τούς όλους πέ­θα­να πά­λι και πά­λι
και έκλα­ψα, και πρέ­πει να ζή­σω.

—Ως προς αυ­τό, υπερ­βάλ­λεις, Κύ­ριε. Πρέ­πει να πε­θαί­νου­με.
Αυ­τή εί­ναι η απο­στο­λή μας. Ν’ αγα­πά­με & να πε­θαί­νου­με.
—Ναι· αυ­τό ακού­γε­ται λο­γι­κό.
Αλ­λά υπάρ­χει λο­γι­κή σ’ ό,τι συμ­βαί­νει ανά­με­σα στα δύο; Κι αν εγώ
πα­ρ’ όλο που ανα­κα­τεύω τα σω­θι­κά μου & μουρ­μου­ρί­ζω & κα­τε­βά­ζω ιδέ­ες, συ­νε­χί­ζω
να με­λαγ­χο­λώ ως προς το για­τί και
απλώς μέ­νω ανα­πο­φά­σι­στος;

—Αμ­φι­βάλ­λω αν έκα­νες ή κά­νεις κά­τι τέ­τοιο. Δεν υπάρ­χει επι­λο­γή.
—Άν­θραξ ο θη­σαυ­ρός. Αλ­λά εγώ συ­νε­χί­ζω να τον ψά­χνω.
Το αγό­ρι και η αρ­κού­δα
κοι­τά­χτη­καν στα μά­τια. Οι ταύ­ροι καρ­φώ­νουν με τα κέ­ρα­τά τους
τον άν­θρω­πο και τον τι­νά­ζουν στον αέ­ρα
και αυ­τός σβή­νει από τις πλη­γές στα αχα­μνά, φί­λε.
Πού βρί­σκε­ται ο Γουίλ­λιαμ Φώ­κνερ;

(Ο Φροστ εί­ναι ακό­μη εδώ).

Μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός

Πηγή:https://www.hartismag.gr/hartis-1/metafrash/4-metafraseis-joseph-brodsky-czeslaw-milosz-edmond-jabes-john-berryman#