Παραιτείται
Τα γηρατιά κι οι θάνατοι και τα φαντάσματα,
το πνεύμα της που ‘φυγε μακριά
από μένα. Πράγματα
που μετάνιωσα έρχονται και με βρίσκουν άδειο.
Δε νομίζω ότι θ’ αλλάξει αυτό.
Τίποτα δε θα ζητήσω
ή κανέναν, ξένο ή γνωστό.
Δε νομίζω να τραγουδήσω
άλλο αυτή τη στιγμή
ή και ποτέ ξανά. Θ’ αρχίσω με ματιά
να κάθομαι τυφλή
πάνω από μια κενή καρδιά.
**
Ποίημα για την μπάλα
Τι να κάνει τώρα τ’ αγόρι που έχασε την μπάλα του,
τι, τι να κάνει; Την είδα να φεύγει,
αναπηδώντας χαρωπά, στην κατηφόρα και μετά
βρέθηκε χαρωπά εκεί πέρα στο νερό!
Δεν ωφελεί να πεις «Βρε, έχει κι άλλες μπάλες»:
Μια απόλυτη θλίψη τραντάζει το αγόρι
καθώς στέκεται άκαμπτο, τρέμοντας, παρακολουθώντας
όλα τα παιδικά του χρόνια μέχρι το λιμάνι, όπου κατέληξε
η μπάλα του. Δε θα τον ενοχλούσα,
μια δεκάρα, μια άλλη μπάλα, δεν έχει αξία. Τώρα
αισθάνεται την πρώτη υπευθυνότητα
σ’ έναν κόσμο ιδιοκτησίας. Οι άνθρωποι θα παίρνουν τις μπάλες,
οι μπάλες πάντα θα χάνονται, αγοράκι,
και κανείς δεν μπορεί να ξαναγοράσει την ίδια. Τα λεφτά δε βοηθάνε.
Μαθαίνει πίσω από τ’ απελπισμένα μάτια του
την επιστημολογία της απώλειας, πώς να σηκωθεί
γνωρίζοντας αυτό που πρέπει να ξέρει κάθε άνθρωπος
κάποια μέρα, κι οι περισσότεροι το ‘μαθαν πολλές, πώς να σηκωθούν
και σταδιακά το φως επιστρέφει στο δρόμο,
ένα σφύριγμα, η μπάλα άφαντη,
σύντομα ένα κομμάτι μου θα εξερευνήσει το βαθύ και σκοτεινό
βυθό του λιμανιού…Είμαι παντού,
υποφέρω και κινούμαι, το μυαλό κι η καρδιά μου κινούνται
μ’ όλα αυτά που με συγκινούν, κάτω απ’ το νερό
ή σφυρίζοντας, δεν είμαι αγοράκι.
**
Η κατάρα
Κέδροι κι ο ήλιος προς τη Δύση,
ο ουρανός σκοτεινιάζει. Ένας άντρας μόνος
παρακολουθεί δίπλα στον πεσμένο
τοίχο τα βραδινά της αμαρτίας πλήθη
να σωριάζονται σ’ όλους μας επάνω.
Γιατί όταν το φως σβήσει
αρχίζουν σαμποτάζ νυχτερινό μεταξύ
των απόκληρων κι αυτών που’χουν γλώσσα χαλαρή,
αυτών που απρόσεκτα βαδίζουν, των δολοφόνων:
η πανανθρώπινη κατάρα μας στο λυκόφως.
Τα παιδιά στο δάσος είναι αθώα,
άσπιλα. Αν γίνουν σκάνδαλο
και δείκτης του καιρού τους αργότερα,
είναι που το σούρουπο ακόμα φέρνει για τροφή
του εγκλήματος την ικανότητα.
Μόνο ο ηλίθιος και ο νεκρός
στέκουνε δίπλα, ενώ αυτοί που ήταν νέοι πριν
διεξάγουν ένοχο πόλεμο και αναιδή
τη νύχτα μέσα σ’ αυτό το αρχαίο σπίτι,
απέραντο, μαύρο, καταραμένο, ανώνυμο.
John Berryman (1914-1972)
Μετάφραση: Κώστας Μαντζάκος
Πηγή: https://www.poiein.gr/2025/05/19/john-berryman-1914-1972-%cf%80%ce%bf%ce%b9%ce%ae%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%b1-%ce%bc%ce%b5%cf%84%ce%ac%cf%86%cf%81%ce%b1%cf%83%ce%b7-%ce%ba%cf%8e%cf%83%cf%84%ce%b1%cf%82-%ce%bc%ce%b1%ce%bd%cf%84%ce%b6/?fbclid=IwY2xjawKYDMJleHRuA2FlbQIxMQBicmlkETFsbnF6QkFEOUVucHFSS2FvAR6owrSJ7cRInt23Ta91hWCqSpHxuCK_NtwV0ekPzjK5SMebucrn7lOQmdjoAA_aem_pOb6XT8S4dwoOmVSLkkTJw




