«Με σκέφτεσαι καθόλου; Με θυμάσαι;»
«Πιο σπάνια τώρα, αλλά σε θυμάμαι».
«Τι θυμάσαι πιο πολύ από μένα;»
«Θυμάμαι τότε που ήσουνα μικρός και κουβάλαγες με τη σούστα μούστο από τη Νεμέα να τον πουλήσεις στα δικά μας τα χωριά. Κι όπως πήγαινες μόνος σου μέσα στη νύχτα, με τα χάμουρα του αλόγου στο ένα χέρι και τη βίτσα στο άλλο, είδες στα δυο μέτρα τα μεγάλα μάτια ενός μπούφου να σε κοιτάζουν και σκιάχτηκες πολύ».
«Δεν ήταν μπούφος, χουχουλόγιωργας ήταν. Και πώς το θυμάσαι εσύ αυτό, αφού δεν είχες γεννηθεί ακόμα; Κι εγώ – άντε να ’μουνα δώδεκα-δεκατριών χρονών τότε».
«Μου το είχες πει εσύ πώς είχε γίνει. Κάνα-δυο φορές το ’χω δει και στον ύπνο μου».
«Δηλαδή, από μένα θυμάσαι πιο πολύ κάτι που δεν είδες μόνος σου, αλλά σου είπα εγώ πώς έγινε;»
«Ναι. Θυμάμαι κι άλλα, αλλά αυτό πιο πολύ».
«Κι εσύ τι έκανες; Με περίμενες να ’ρθω;»
«Ναι. Καθόμουν στο πεζουλάκι του σπιτιού μας, κάπνιζα μέσα στο σκοτάδι κι είχα τ’ αυτιά μου τεντωμένα ν’ ακούσω τις ρόδες της σούστας. Δεν ξέρω πώς τα γυρνάει ανάποδα η μνήμη μου αυτά, αλλά θυμάμαι ότι εσύ ήσουν δεκατριών κι εγώ γύρω στα σαράντα. Σαν να ’μαι εγώ ο πατέρας σου κι εσύ ο γιος μου».
«Ήρθα που με περίμενες;»
«Όχι».
«Γιατί;»
«Δεν ξέρω. Λένε πώς είσαι πεθαμένος».
«Α, αρχίσανε να λένε και τέτοια για μένα τώρα; Ασ' τους να λένε».
________________
Πηγή: Το γυαλί και το σύνορο, εκδόσεις Bibliotheque, Μάιος 2023.