Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Σταθόγιαννης Πάνος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.1. Σταθόγιαννης Πάνος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 28 Μαΐου 2025

Πάνος Σταθόγιαννης - Διάλογος με τον πατέρα


«Με σκέφτεσαι καθόλου; Με θυμάσαι;»

«Πιο σπάνια τώρα, αλλά σε θυμάμαι».

«Τι θυμάσαι πιο πολύ από μένα;»

«Θυμάμαι τότε που ήσουνα μικρός και κουβάλαγες με τη σούστα μούστο από τη Νεμέα να τον πουλήσεις στα δικά μας τα χωριά. Κι όπως πήγαινες μόνος σου μέσα στη νύχτα, με τα χάμουρα του αλόγου στο ένα χέρι και τη βίτσα στο άλλο, είδες στα δυο μέτρα τα μεγάλα μάτια ενός μπούφου να σε κοιτάζουν και σκιάχτηκες πολύ».

«Δεν ήταν μπούφος, χουχουλόγιωργας ήταν. Και πώς το θυμάσαι εσύ αυτό, αφού δεν είχες γεννηθεί ακόμα; Κι εγώ – άντε να ’μουνα δώδεκα-δεκατριών χρονών τότε».

«Μου το είχες πει εσύ πώς είχε γίνει. Κάνα-δυο φορές το ’χω δει και στον ύπνο μου».

«Δηλαδή, από μένα θυμάσαι πιο πολύ κάτι που δεν είδες μόνος σου, αλλά σου είπα εγώ πώς έγινε;»

«Ναι. Θυμάμαι κι άλλα, αλλά αυτό πιο πολύ».

«Κι εσύ τι έκανες; Με περίμενες να ’ρθω;»

«Ναι. Καθόμουν στο πεζουλάκι του σπιτιού μας, κάπνιζα μέσα στο σκοτάδι κι είχα τ’ αυτιά μου τεντωμένα ν’ ακούσω τις ρόδες της σούστας. Δεν ξέρω πώς τα γυρνάει ανάποδα η μνήμη μου αυτά, αλλά θυμάμαι ότι εσύ ήσουν δεκατριών κι εγώ γύρω στα σαράντα. Σαν να ’μαι εγώ ο πατέρας σου κι εσύ ο γιος μου».

«Ήρθα που με περίμενες;»

«Όχι».

«Γιατί;»

«Δεν ξέρω. Λένε πώς είσαι πεθαμένος».

«Α, αρχίσανε να λένε και τέτοια για μένα τώρα; Ασ' τους να λένε».

________________

Πηγή: Το γυαλί και το σύνορο, εκδόσεις Bibliotheque, Μάιος 2023.

Σάββατο 8 Μαρτίου 2025

Πάνος Σταθόγιαννης - Ο ποιητής είναι


Ο ποιητής είναι ένα πλάσμα μοχθηρό μέσα στο κάστρο του. Δεν είναι, βέβαια, ο αφέντης αυτού του κάστρου – σ’ ένα κελί τον έχουνε κλεισμένο, στα υπόγεια.
Συνήθισε τη σιδερένια λαιμαριά, τη μολυβένια μπάλα στο ποδάρι, τον λύχνο με το ψεύτικο φέγγος στον τοίχο. Εδώ γεννήθηκε, δεν έχει δει ποτέ τον έξω κόσμο και το φως. Ξέρει όμως πώς υπάρχει.
Στήνει αυτί στα λόγια των δεσμοφυλάκων του. Κάτι φορές ρωτάει κι ο ίδιος τάχα αδιάφορα. Και τους παρατηρεί. Κοιτάζει το σπασμένο φυλλαράκι που σκάλωσε στο ρούχο κάποιου από δαύτους, κι όταν μπορεί, το κλέβει και το οσμίζεται.
Αναρωτιέται πώς να ’ναι άραγε το στάχυ που τρίφτηκε κι έβγαλε αυτό το ωραίο μουχλιασμένο ψωμί που του δίνουν. Απ' το νερό στην κούπα του, ιχνογραφεί στυμμένα σύννεφα.
Οδηγείται σε αυθαίρετα συμπεράσματα. Φτιάχνει μια εικόνα για τον κόσμο τον αληθινό μες στο μυαλό του, έτσι όπως φτιάχνανε παλιά στη Δήλο τα ψηφιδωτά. Και την πιστεύει. Την ονειρεύεται με ορθάνοιχτα τα μισότυφλα μάτια του.
Βέβαια, η εικόνα του δεν έχει καμία σχέση με την αλήθεια του κόσμου. Διότι ο ποιητής είναι ένα πλάσμα μοχθηρό και μέσα κι έξω του. Όμως αυτός δεν νοιάζεται. Άλλωστε, δεν πρόκειται ποτέ να δραπετεύσει απ’ το κελί του για να διαψευσθεί. Κανείς ποτέ δεν βγήκε απ’ αυτό το κάστρο.
***
Λένε γι’ αυτόν ότι, συχνά, άλλοτε ο θεός κι άλλοτε ο διάβολος, βλέπουνε την εικόνα που φαντάζεται και τον ζηλεύουν. Αυτόν τον έρμο. Αυτόν τον ανίδεο φυλακισμένο.
Λένε γι’ αυτόν πως ο θεός κι ο διάβολος είναι οι δεσμοφύλακές του.
Λένε γι’ αυτόν διάφορα.
_____________
"Το γυαλί και το σύνορο", εκδόσεις Bibliotheque, 2023.

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2020

Πάνος Σταθόγιαννης-Μόνο οι ποιητές πεθαίνουν οριστικά

Μνήμη Γιάννη Κοντού

Μονάχα οι ποιητές πεθαίνουν οριστικά. Οι άλλοι επιστρέφουν διαρκώς κι απλώς αλλάζουν ρόλους στο αιώνιο δράμα. Μια φέτα πορτοκάλι μαραγκιάζει στο τραπέζι από την προηγούμενη ζωή τους. Τη φέρνουνε στο στόμα, τη βυζαίνουν. Δεν θυμούνται τίποτα.
Οι ποιητές κάτι μπαμπάκια μόνο αφήνουν πίσω τους, κίτρινες γάζες, λερωμένα εσώρουχα. Ούτε κι αυτά, ούτε κι αυτά. Πριν φύγουνε δια παντός, σηκώνονται χαράματα, τα κουβαλάνε σε κλίβανους και τα καίνε. Σκορπίζουνε μετά τη στάχτη στα παλιά τους ποιήματα, μόνοι θρηνούν την αναχώρηση τους.
Ενόσω είναι εν ζωή, κατασκευάζουν μόνοι τους τον χρόνο τους. Βρίσκουνε κάτι τόσο δα –κόκκο σινάπεως–, λένε τα λόγια κάποιου εύχερου θεού κι αυτό εκρήγνυται, γίνεται σύμπαν. Με τροχαλίες σέρνουνε μετά τη μία μέρα πίσω από την άλλη. Τυλίγουν με ασημόχαρτο τις θάλασσες, σπέρνουνε λύκους να αλυχτάνε έξω απ’ τα παράθυρα, καρφώνουν ρόδα ατάραχα στους κήπους, κουρσεύουν πόλεις.
Είναι αρρωστούλες όλες οι γυναίκες τους, μα δεν το ξέρουν. Στέκονται κάποτε μπροστά τους αυτεξούσιες – «κοίτα τι ίσκιο έριξα στους στίχους σου και πάνω σου», τους λένε. Μα, πώς να πιάσει ίσκιο το κατάμαυρο, πώς να χωθεί στην απουσία η λάμα; Είναι που δεν χωράνε σε καμία αγκαλιά, είναι που με το βλέμμα τους σκίζουν τις μουσελίνες. Γι’ αυτό τις χτίζουν σε γεφύρια τρίτοξα. Κάθονται ύστερα στην άκρη στο ποτάμι και τις κλαίνε.
Κάποια στιγμή, υποκρίνονται ότι γερνούν, αν και αυτό είναι απλώς μια ανεπιτυχής μεταφορά της θλίψης τους. Διότι όλοι τους πεθαίνουν νέοι. Παιδιά σχεδόν.
Και δεν επανέρχονται ποτέ.
Πεθαίνουν οριστικά.
Αν τους ρωτήσεις, θα σου πουν ότι αυτό συμβαίνει επειδή δεν ποτέ τους δεν μεγάλωσαν. Ούτε καν γεννήθηκαν.

Αποτέλεσμα εικόνας για πανος σταθογιαννης τον ερωτα τον κοιταξα
Πάνος Σταθόγιαννης, Τον Έρωτα τον κοίταξα, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2015.

Πηγή:http://www.epodos.gr/2015/06/11/%CE%BF%CE%B9-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%B7%CF%84%CE%AD%CF%82-%CF%80%CE%B5%CE%B8%CE%B1%CE%AF%CE%BD%CE%BF%CF%85%CE%BD-%CE%BF%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AC-%CF%80%CE%AC%CE%BD%CE%BF%CF%82-%CF%83/

Edouard Vuillard - Τhe Window