
Πολλά χρόνια αργότερα, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία θα θυμόταν εκείνο το απόμακρο απόγευμα όταν ο πατέρας του τον πήγε να γνωρίσει τον πάγο. Το Μακόντο ήταν τότε ένα χωριουδάκι με είκοσι σπίτια από λάσπη και καλάμια, χτισμένα στην όχθη ενός ποταμού με διάφανα νερά που έτρεχαν σε μια κοίτη από λείες, λευκές και τεράστιες πέτρες σαν προϊστορικά αυγά. Ο κόσμος ήταν τόσο πρόσφατος που πολλά πράγματα δεν είχαν όνομα και για να τ’ αναφέρεις έπρεπε να τα δείξεις με το δάχτυλο. Κάθε χρόνο, τον Μάρτη, μια οικογένεια ρακένδυτων τσιγγάνων έστηνε τη σκηνή της κοντά στο χωριό και με μεγάλο πανδαιμόνιο με σφυρίχτρες και νταούλια παρουσίαζε τις τελευταίες εφευρέσεις. Πρώτα έφεραν τον μαγνήτη. Ένας σωματώδης τσιγγάνος με άγρια γένεια και αεικίνητα χέρια, ο οποίος παρουσιάστηκε με το όνομα Μελκίαδες, έκανε μια εντυπωσιακή δημόσια επίδειξη αυτού που ο ίδιος ονόμαζε το όγδοο θαύμα των σοφών αλχημιστών της Μακεδονίας. Άρχισε να γυρίζει από σπίτι σε σπίτι σέρνοντας δυο μεταλλικές πλάκες κι όλος ο κόσμος τα έχασε βλέποντας κατσαρόλες, τηγάνια, τσιμπίδες και φουρνάκια να πέφτουν από τη θέση τους και τα ξύλα να τρίζουν απελπισμένα καθώς οι βίδες και τα καρφιά προσπαθούσαν να ξεκαρφωθούν κι ακόμα και αντικείμενα χαμένα από πολύ καιρό εμφανίστηκαν από εκεί που περισσότερο τα είχαν γυρέψει, και σέρνονταν μ’ εκκωφαντική αταξία πίσω από τα μαγικά σίδερα του Μελκίαδες. “Τα πράγματα έχουν τη δική τους ζωή”, διαλαλούσε ο τσιγγάνος με τραχιά προφορά, “αρκεί μόνο να ξυπνήσεις την ψυχή τους”. Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία, που η αχαλίνωτη φαντασία του κάλπαζε πάντα πιο μακριά από τη σοφία της φύσης και ακόμα πιο πέρα από τα θαύματα και τη μαγεία, σκέφτηκε πως θα μπορούσε να επωφεληθεί από εκείνη την άχρηστη εφεύρεση για να ξεριζώσει το χρυσάφι από τα σπλάχνα της γης. Ο Μελκίαδες που ήταν έντιμος άνθρωπος τον προειδοποίησε: “Δεν κάνει γι’ αυτό”. Αλλά ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία δεν πίστευε εκείνη την εποχή στην τιμιότητα των τσιγγάνων, έτσι αντάλλαξε το μουλάρι του κι ένα κοπάδι κατσίκια με τις δύο μαγνητισμένες πλάκες. Η Ούρσουλα Ιγκουαράν, η γυναίκα του, που βασιζόταν σ’ εκείνα τα ζώα για να αυγατέψει την πενιχρή οικιακή περιουσία, δεν κατάφερε να τον αποτρέψει. “ Σύντομα θα μας περισσεύει χρυσάφι για να πλακοστρώσουμε το σπίτι”, απάντησε ο άντρας της. Δούλεψε με πείσμα αρκετούς μήνες για να αποδείξει ότι οι ιδέες του ήταν σωστές. Εξερεύνησε σπιθαμή προς σπιθαμή την περιοχή, ακόμα και τον βυθό του ποταμού, σέρνοντας τις δυο σιδερένιες πλάκες και απαγγέλλοντας μεγαλόφωνα το ξόρκι του Μελκίαδες. Το μόνο που κατάφερε να ξεθάψει ήταν μια πανοπλία του 15ου αιώνα που όλα τα κομμάτια της ήταν κολλημένα μ’ ένα στρώμα σκουριά και το εσωτερικό της αντηχούσε κούφιο σαν μια τεράστια κολοκύθα γεμάτη πέτρες. Όταν ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία και οι τέσσερις άντρες της εκστρατείας του κατάφεραν να διαλύσουν την πανοπλία, βρήκαν μέσα της έναν απολιθωμένο σκελετό που είχε κρεμασμένο στο λαιμό ένα χάλκινο φυλαχτό με μια γυναικεία μπούκλα.
Τον Μάρτη επέστρεψαν οι τσιγγάνοι. Αυτή τη φορά είχαν φέρει ένα τηλεσκόπιο κι ένα μεγεθυντικό φακό μεγάλο σαν ταμπούρλο, που τα έδειχναν ως την τελευταία ανακάλυψη των Εβραίων του Άμστερνταμ. Κάθισαν μια τσιγγάνα στην άκρη του χωριού κι έστησαν το τηλεσκόπιο στην είσοδο της σκηνής. Ο κόσμος κοίταζε μέσα από το τηλεσκόπιο, πληρώνοντας πέντε ρεάλια, κι έβλεπε την τσιγγάνα στην άκρη του χεριού του. «Η επιστήμη κατάργησε τις αποστάσεις», διαλαλούσε ο Μελκίαδες. «Σε λίγο καιρό ο άνθρωπος θα μπορεί να βλέπει ό τι συμβαίνει σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου χωρίς να βγαίνει απ’ το σπίτι του.» Ένα ζεστό μεσημέρι έκαναν μια τρομερή επίδειξη με τον γιγάντιο φακό: μάζεψαν ένα σωρό ξερά χόρτα στη μέση του δρόμου και τα άναψαν συγκεντρώνοντας πάνω τους τις ακτίνες του ήλιου. Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία, που δεν είχε ακόμα παρηγορηθεί για τους μαγνήτες του και την αποτυχία τους, συνέλαβε την ιδέα να χρησιμοποιήσει εκείνη την εφεύρεση ως πολεμικό όπλο. Ο Μελκίαδες για άλλη μια φορά, προσπάθησε να τον αποτρέψει. Τελικά, όμως, δέχτηκε τις δυο μαγνητισμένες πλάκες και τρία αποικιακά νομίσματα σε αντάλλαγμα για τον φακό. Η Ούρσουλα έκλαψε από τη στεναχώρια της. Εκείνα τα χρήματα αποτελούσαν μέρος από ένα μπαούλο με χρυσά νομίσματα που ο πατέρας της είχε μαζέψει σε μια ζωή όλο στερήσεις και που αυτή είχε θάψει κάτω από το κρεβάτι ελπίζοντας σε μια καλή ευκαιρία για να τα επενδύσει. Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία δεν προσπάθησε καν να την παρηγορήσει, απορροφημένος εντελώς στα πειράματά του τακτικής με την αυταπάρνηση επιστήμονα και ριψοκινδυνεύοντας ακόμα και την ίδια τη ζωή του. Προσπαθώντας ν’ αποδείξει τις επιδράσεις του φακού στον εχθρικό στρατό, εκτέθηκε αυτός ο ίδιος στη συγκέντρωση των ηλιακών ακτίνων κι έπαθε εγκαύματα που μεταβλήθηκαν σε έλκη κι άργησαν πολύ να γιατρευτούν. Παρά τις διαμαρτυρίες της γυναίκας του, που είχε πανικοβληθεί από μια τόσο επικίνδυνη εφεύρεση, κόντεψε να κάψει το σπίτι. Περνούσε πολλές ώρες στο δωμάτιό του υπολογίζοντας τις στρατηγικές δυνατότητες του νέου όπλου του, μέχρι που κάταφερε να συντάξει ένα εγχειρίδιο εκπληκτικής διδακτικής σαφήνειας και ακαταμάχητης πειστικότητας. Το έστειλε στις αρχές μαζί με πολυάριθμες περιγραφές των πειραμάτων του και αρκετές σελίδες με επεξηγηματικά σχέδια μ’ έναν απεσταλμένο που διέσχισε την Οροσειρά και χάθηκε σε απέραντους βάλτους, ανέβηκε ορμητικά ποτάμια και κόντεψε να σκοτωθεί από την επίθεση των θηρίων, την απελπισία και την πανούκλα, ώσπου να βρει ένα δρόμο που συνδεόταν μ’ εκείνον που ακολουθούσαν τα μουλάρια του ταχυδρομείου. Παρόλο που το ταξίδι μέχρι την πρωτεύουσα ήταν εκείνη την εποχή λίγο πολύ αδύνατο, ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία υποσχόταν να ταξιδέψει αμέσως μόλις θα τον διέταζε η κυβέρνηση, με σκοπό να κάνει μια πρακτική επίδειξη της εφεύρεσής του μπροστά στις στρατιωτικές δυνάμεις και να τις εκπαιδεύσει προσωπικά στην περίπλοκη τέχνη του ηλιακού πολέμου. Περίμενε την απάντηση αρκετά χρόνια. Τελικά, κουρασμένος από την αναμονή, παραπονέθηκε στον Μελκίαδες για την αποτυχία της πρωτοβουλίας του και ο τσιγγάνος του έδωσε τότε μια πειστική απόδειξη της τιμιότητάς του: του επέστρεψε τα δουβλόνια με αντάλλαγμα τον φακό κι επιπλέον του άφησε μερικούς πορτογαλέζικους χάρτες και αρκετά όργανα ναυσιπλοϊας. Έγραψε με το ίδιο του το χέρι μια περιληπτική σύνθεση για τις μελέτες του Ερμάνου του Χωλού και του την άφησε για να μπορέσει να χρησιμοποιήσει τον αστρολάβο, την πυξίδα και τον εξάντα. Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία πέρασε τους ατέλειωτους μήνες της βροχής κλεισμένος στο δωματιάκι που είχε χτίσει στο βάθος του σπιτιού για να μην ενοχλεί κανείς τα πειράματά του. Έχοντας εγκαταλείψει εντελώς τις οικιακές υποχρεώσεις, περνούσε νύχτες ολόκληρες στη μεσαυλή παρακολουθώντας την τροχιά των άστρων και κόντέψε να πάθει ηλίαση προσπαθώντας να βρει μία μέθοδο που να προσδιορίζει με ακρίβεια το μεσημέρι. Όταν ειδικεύτηκε στη χρήση των οργάνων του, απέκτησε μια αντίληψη του χώρου που του επέτρεψε να αρμενίσει σε άγνωστες θάλασσες, να επισκεφθεί ακατοίκητες περιοχές και να δημιουργήσει σχέσεις με θαυμαστά όντα χωρίς να χρειαστεί να εγκαταλείψει το γραφείο του. Εκείνη την εποχή συνήθισε να μιλάει μόνος του, τριγυρίζοντας στο σπίτι χωρίς να προσέχει κανέναν, ενώ η Ούρσουλα και τα παιδιά κοψομεσιάζονταν στο μποστάνι καλλιεργώντας πράσινες μπανάνες και μαλάγκα, γιούκα και γλυκοπατάτες, κολοκύθες και μελιτζάνες. Ξαφνικά, χωρίς καμιά προειδοποίηση, η πυρετώδικη δραστηριότητά του διακόπηκε κι έμοιαζε σαν αποσβολωμένος. Αρκετές μέρες τριγυρνούσε σαν μαγεμένος, επαναλαμβάνοντας χαμηλόφωνα μια σειρά από εκπληκτικές εικασίες, χωρίς να πιστεύει στα ίδια του τα λόγια. Τελικά, μια Τρίτη του Δεκέμβρη, την ώρα του μεσημεριανού, έβγαλε με μιας από πάνω του το βάρος που τον βασάνιζε. Τα παιδιά θα θυμούνταν στην υπόλοιπη ζωή τους τη μεγαλοπρεπή σοβαρότητα με την οποία ο πατέρας τους κάθισε στην κεφαλή του τραπεζιού, τρέμοντας από τον πυρετό, ταλαιπωρημένος από το παρατεταμένο ξενύχτι και το ξάναμμα της φαντασίας και τους αποκάλυψε την ανακάλυψή του.
―Η γη είναι στρογγυλή σαν ένα πορτοκάλι.
Η Ούρσουλα έχασε την υπομονή της. «Αν πρέπει να τρελαθείς οπωσδήποτε, τότε να τρελαθείς μόνος σου», φώναξε. «Αλλά μην προσπαθείς να βάλεις στο μυαλό των παιδιών τις τσιγγάνικες ιδέες σου.» Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία, ατάραχος, δεν πτοήθηκε από την απελπισία της γυναίκας του, που σε μια κρίση οργής έκανε κομμάτια τον αστρολάβο καταγής. Κατασκεύασε άλλον, μάζεψε στο μικρό δωμάτιο τους άντρες του χωριού και τούς απέδειξε με θεωρίες τελικά ακατανόητες για όλους, την δυνατότητα να επιστρέψουν στο σημείο της αναχώρησης πλέοντας πάντα προς την Ανατολή. Όλοι στο χωριό ήταν βέβαιοι πως ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία είχε χάσει τα λογικά του, όταν επέστρεψε ο Μελκίαδες για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Παίνεψε δημόσια την εξυπνάδα εκείνου του άντρα που με αστρονομικούς υπολογισμούς αποκλειστικά είχε δημιουργήσει μια θεωρία η οποία είχε ήδη αποδειχθεί στην πράξη, παρόλο που ήταν άγνωστη μέχρι τότε στο Μακόντο και ως απόδειξη του θαυμασμού του έκανε ένα δώρο που θα επηρέαζε αποφασιστικά το μέλλον του χωριού: ένα εργαστήριο αλχημείας.
Την εποχή εκείνη ο Μελκίαδες γερνούσε με τρομερή ταχύτητα. Στα πρώτα του ταξίδια έδειχνε συνομήλικος με τον Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία. Αλλά ενώ αυτός ο τελευταίος διατηρούσε τη φοβερή του δύναμη που του επέτρεπε να βάζει κάτω ένα άλογο πιάνοντάς το από τα αυτιά, ο τσιγγάνος έμοιαζε σαν να τον έτρωγε μια επίμονη αρρώστεια. Στην πραγματικότητα, αυτό ήταν το αποτέλεσμα πολλών και σπάνιων ασθενειών που είχε κολλήσει στα αμέτρητα ταξίδια του γύρω από τον κόσμο. Σύμφωνα με όσα αυτός ο ίδιος διηγήθηκε στον Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία όσο τον βοηθούσε να στήσει το εργαστήριο, ο θάνατος τον ακολουθούσε παντού, οσφραινόταν το πανταλόνι του, χωρίς όμως ν’ αποφασίζει να του δώσει το τελικό χτύπημα. Είχε ξεφύγει απ’ όσους λοιμούς και καταποντισμούς είχαν χτυπήσει το ανθρώπινο είδος. Είχε σωθεί από πελλάγρα στην Περσία, από σκορβούτο στο αρχιπέλαγος της Μαλαισίας, από λέπρα στην Αλεξάνδρεια, από μπέρι-μπέρι στην Ιαπωνία, από βουβωνική πανώλη στη Μαδαγασκάρη, από σεισμό στη Σικελία κι από ένα πολυπληθές ναυάγιο στα στενά του Μαγγελάνου. Εκείνο το αξιοθαύμαστο πλάσμα που έλεγε πως κατείχε τα κλειδιά του Νοστράδαμου, ήταν ένας σκυθρωπός άνθρωπος, τυλιγμένος σε μια θλιβερή αύρα, μ’ ένα ασιατικό βλέμμα που έμοιαζε να γνωρίζει την άλλη όψη των πραγμάτων. Φορούσε ένα μεγάλο μαύρο καπέλο, σαν τα απλωμένα φτερά ενός κόρακα κι ένα βελούδινο γιλέκο γυαλισμένο από την πατίνα των αιώνων. Όμως, παρά την τεράστια σοφία του και την μυστηριώδη αίγλη που τον τριγύριζε, είχε μια ανθρώπινη βαρύτητα, μια γήινη φύση που τον κρατούσε μπλεγμένο στα ελάχιστα προβλήματα της καθημερινότητας. Παραπονιόταν για γεροντικούς πόνους, στεναχωριόταν για τις πιο ασήμαντες οικονομικές δυσκολίες και είχε πάψει να γελάει εδώ και πολλά χρόνια γιατί από το σκορβούτο είχαν πέσει τα δόντια του. Το αποπνικτικό μεσημέρι που του αποκάλυψε τα μυστικά του, ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία είχε την βεβαιότητα πως άρχιζε μια μεγάλη φιλία. Τα παιδιά είχαν τρομάξει με τις φανταστικές ιστορίες του. Ο Αουρελιάνο, που δεν ήταν τότε πάνω από πέντε χρονών, θα τον θυμόταν σε όλη τη ζωή του όπως τον είδε εκείνο το απόγευμα, καθισμένο κόντρα στο μεταλλικό φως που αντανακλούσε το παράθυρο, να φωτίζει με την βαθιά σαν εκκλησιαστικό όργανο φωνή του τις πιο σκοτεινές περιοχές της φαντασίας, ενώ από τους κροτάφους του έτρεχε το λίπος των μαλλιών που έλιωνε από τη ζέστη. Ο Χοσέ Αρκάδιο, ο μεγαλύτερος αδελφός του, θα μετέφερε εκείνη την αξιοθαύμαστη εικόνα, ως κληρονομική ανάμνηση, σε όλους τους απογόνους του. Η Ουρσουλα, αντίθετα, διατήρησε μια άσχημη ανάμνηση εκείνης της επίσκεψης, γιατί μπήκε στο δωμάτιο την ώρα που ο Μελκίαδες έσπασε αφηρημένα ένα φιαλίδιο με διχλωριούχο υδράργυρο.
―Είναι η μυρωδιά του διαβόλου ―είπε η Ούρσουλα.
―Κάθε άλλο, ―τη διόρθωσε ο Μελκίαδες. Έχει αποδειχθεί πως ο διάβολος έχει τις ίδιες ιδιότητες με το θειάφι και τούτο δεν είναι παρά μόνο λίγο διαβρωτικό.
Διδακτικός όπως πάντα, ανέλυσε με σοφία τις διαβολικές ιδιότητες που έχει το κιννάβαρι, αλλά η Ούρσουλα δεν του έδωσε καμιά προσοχή παρά πήρε τα παιδιά έξω για να προσευχηθούν. Εκείνη η διαπεραστική μυρωδιά θα έμενε για πάντα στο μυαλό της συνδεδεμένη με την ανάμνηση του Μελκίαδες.
Το υποτυπώδες εργαστήριο είχε συγκροτηθεί ―χωρίς να υπολογίζει κανείς ένα πλήθος από κατσαρόλες, χωνιά, αποστακτικά κέρατα, φίλτρα και τρυπητά― μ’ ένα πρωτόγονο αγωγό νερού⋅ ένα γυάλινο δοκιμαστικό σωλήνα με μακρύ και στενό λαιμό, απομίμηση του φιλοσοφικού αυγού κι έναν αποστακτήρα κατασκευασμένο από τους ίδιους τους τσιγγάνους σύμφωνα με τις σύγχρονες περιγραφές του με τα τρία μπράτσα της Μαρίας της Εβραίας. Εκτός από αυτά τα πράγματα, ο Μελκίαδες είχε αφήσει δείγματα από τα εφτά μέταλλα που αντιστοιχούσαν στους εφτά πλανήτες, τους τύπους του Μωυσή και του Ζώσιμου για τον διπλασιασμό του χρυσού και μία σειρά από σημειώσεις και σχέδια σχετικά με τις διαδικασίες της Μεγάλης Διδασκαλίας, που επέτρεπαν σε όποιον ήξερε να τα ερμηνεύσει να αποπειραθεί να κατασκευάσει τη φιλοσοφική λίθο. Γοητευμένος από την απλότητα των τύπων για τον διπλασιασμό του χρυσού, ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία πολιόρκησε για αρκετές εβδομάδες την Ούρσουλα για να του επιτρέψει να ξεθάψει τα αποικιακά της νομίσματα και να τα πολλαπλασιάσει τόσες φορές όσες ήταν δυνατόν να διαιρέσει τον υδράργυρο. Η Ούρσουλα υποχώρησε, όπως συνέβαινε πάντα, μπροστά στη άκαμπτη επιμονή του άντρα της. Τότε ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία έριξε τριάντα ντουμπλόνια σ’ ένα πήλινο σκεύος και τα έλιωσε με ρινίσματα από χαλκό, τριθειούχο αρσενικό, θειάφι και μολύβι. Τα έβαλε να βράσουν όλα μαζί σε δυνατή φωτιά σ’ ένα τσουκάλι με ρετσινόλαδο μέχρι να γίνουν ένα πηχτό και δύσοσμο σιρόπι, που έμοιαζε περισσότερο με κοινή καραμέλα παρά με πολύτιμο χρυσάφι. Μετά από ριψοκίνδυνες και απελπισμένες διαδικασίες απόσταξης, λιωμένη με τα εφτά πλανητικά μέταλλα, ανακατεμένη με τον αλχημικό υδράργυρο και το βιτριόλι της Κύπρου και ξαναβρασμένη σε χοιρινό λίπος λόγω έλλειψης λίπους από ρεπάνι, η πολύτιμη κληρονομιά της Ούρσουλα απόμεινε στον πάτο μια καρβουνιασμένη πέτσα που δεν μπόρεσαν να την ξεκολλήσουν από το τσουκάλι.
Όταν επέστρεψαν οι τσιγγάνοι, η Ούρσουλα είχε στρέψει όλο το χωριό εναντίον τους. Η περιέργεια όμως αποδείχθηκε πιο δυνατή από τον φόβο γιατί εκείνη τη φορά οι τσιγγάνοι διέσχισαν το χωριό κάνοντας έναν εκκωφαντικό θόρυβο με κάθε είδους μουσικά όργανα, ενώ ο τελάλης διαλαλούσε την επίδειξη της καταπληκτικής ανακάλυψης των Ναζιανζηνών. Έτσι όλος ο κόσμος πήγε στη σκηνή και πληρώνοντας ένα σεντάβο είδαν ένα νεαρό Μελκίαδες, ξανανιωμένο, ξερυτιδιασμένο, με μια καινούρια και αστραφτερή οδοντοστοιχία. Όσοι θυμούνταν τα καταστραμμένα από το σκορβούτο ούλα του, τα ρουφηγμένα του μάγουλα και τα ρυτιδιασμένα χείλη του, ανατρίχιασαν από το φόβο μπροστά σ’ εκείνη την οριστική απόδειξη των υπερφυσικών δυνάμεων του τσιγγάνου. Ο φόβος μεταβλήθηκε σε πανικό όταν ο Μελκίαδες έβγαλε τα δόντια, ανέπαφα, ριζωμένα μες στα ούλα και τα έδειξε στο κοινό για μια στιγμή ―μια φευγαλέα στιγμή που ξανάγινε ο ίδιος γερασμένος άντρας των προηγούμενων χρόνων― και τα φόρεσε πάλι και χαμογέλασε ξανά με απόλυτο έλεγχο της επανακτημένης νεότητάς του. Μέχρι που και ο ίδιος ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία πίστεψε πως οι γνώσεις του Μελκίαδες είχαν φτάσει σε απαράδεκτα άκρα, αλλά ένιωσε μια υγιή ευχαρίστηση όταν ο τσιγγάνος του εξήγησε ιδιαιτέρως τον μηχανισμό της τεχνητής οδοντοστοιχίας του. Εκείνο του φάνηκε τόσο απλό και ταυτόχρονα θαυμαστό που μέσα σε μια νύχτα έχασε κάθε ενδιαφέρον για τις έρευνες της αλχημείας⋅ πέρασε άλλη μια κρίση κακοαδιαθεσίας, σταμάτησε να τρώει κανονικά και περνούσε τη μέρα του τριγυρνώντας μες στο σπίτι. «Συμβαίνουν απίστευτα πράγματα στον κόσμο», έλεγε στην Ούρσουλα. «Εκεί πέρα, στην άλλη πλευρά του ποταμού, υπάρχουν κάθε είδους μαγικές μηχανές, ενώ εμείς εξακολουθούμε να ζούμε σαν τα ζώα.» Όσοι τον γνώριζαν από την εποχή της ίδρυσης του Μακόντο, απορούσαν με το πόσο είχε αλλάξει κάτω από την επιρροή του Μελκίαδες.
Στην αρχή, ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία ήταν ένα είδος νεαρού πατριάρχη, που έδινε οδηγίες για τη σπορά και συμβουλές για την ανατροφή των παιδιών και των ζώων και συνεργαζόταν με όλους, ακόμα και στη δουλειά για να πορεύεται καλά η κοινότητα. Καθώς το σπίτι του ήταν από την πρώτη στιγμή το καλύτερο του χωριού, τα άλλα χτίστηκαν κατ’ εικόνα και ομοίωσή του. Είχε μια ευρύχωρη και καλοφωτισμένη σάλα, μια τραπεζαρία σαν βεράντα με λουλούδια με έντονα χρώματα, δύο κρεβατοκάμαρες, ένα πάτιο με μια γιγάντια καστανιά, ένα περιποιημένο μποστάνι κι ένα μαντρί όπου ζούσαν σε ειρηνική συνύπαρξη οι κατσίκες, τα γουρούνια και οι κότες. Τα μόνο απαγορευμένα όχι μόνο στο σπίτι, αλλά σε όλο το χωριό ήταν τα κοκόρια για τις κοκορομαχίες.
Gabriel García Márquez (6 Μαρτίου 1927 – 17 Απριλίου 2014)
Μετάφραση: Κλαίτη Σωτηριάδου
Η πρώτη φράση από το Εκατό Χρόνια Μοναξιά του Μαρκες . Ο χαρακτηριστικοτερος ίσως εκπροσώπος του μαγικου ρεαλισμού.