Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.3. Σαββίδης Γ.Π.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 2.1.3. Σαββίδης Γ.Π.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 11 Μαρτίου 2019

Ο σατιρικός Καρυωτάκης, Εφήμερον Σπέρμα (1973-1978), σελ. 263-283.


Χρωστώ διπλή χάρη στον Φιλοτεχνικό Όμιλο που με αξίωσε να έρθω στην Τρίπολη, ως εκπρόσωπος της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, για να γιορτάσουμε μαζί τα ογδοντάχρονα του Κώστα Καρυωτάκη. Πρώτα-πρώτα χάρη επίσημη, γιατί η πρόσκληση αυτή, προερχόμενη από την γενέτειρα του ποιητή, ισοδυναμεί με αναγνώριση της συμβολής της Σχολής-μας στην επιστημονική μελέτη του έργου του Καρυωτάκη: επιτρέψετε απλώς να υπομνήσω πως η πρώτη διδακτορική διατριβή με θέμα τον ποιητή-μας υποστηρίχτηκε και εγκρίθηκε το 1972 στην Θεσσαλονίκη. Ιδίως όμως αισθάνομαι μια οικογενειακήν οφειλή, γιατί η Τρίπολη είναι και γενέτειρα του πατέρα της μάνας-μου, Γεωργίου Ιατρού, ο οποίος, με το αυστηρό και στοργικό-του ήθος, μας εδίδαξε έμπρακτα πως τα γνήσια τέκνα της Σοφίας, όποιο και αν είναι το εκάστοτε κοσμικό-τους όνομα, είναι πάντοτε η Πίστη, η Ελπίδα και η Αγάπη.1

Με τις τρεις αυτές αρετές πιστεύω πως γαλουχήθηκε ο Καρυωτάκης από την Τριπολιτσιώτισσα μάνα-του. Και αν άλλοι βάλθηκαν κυριολεκτικά να του βγάλουν την πίστη, και αν ίσως η αυτοκτονία-του δείχνει πως έχασε τελικά κάθε εγκόσμια ελπίδα, ωστόσο η μείζων αρετή, η αγάπη, δεν τον απέλιπε ποτέ· γι’ αυτό και έμεινε ποιητής ως το τέλος, και δεν έγινε κύμβαλον αλαλάζον. Ελπίζω πως θα συμμεριστείτε πληρέστερα την πεποίθησή-μου, αν προσθέσω πως ο βιασμός και η νόθευση ακριβώς αυτών των αρετών, από την ασπόνδυλη πρωτευουσιάνικη κοινωνία, ήταν που οδήγησαν τον τρυφερό-μας ποιητή να επιδοθεί στην οξύτερη σάτιρα που γνώρισε η ελληνική λογοτεχνία ύστερα από τον Σολωμό, σάτιρα που σήμερα πια αναγνωρίζεται γενικά ως η σημαντικότερη και μονιμότερη επίτευξη του Καρυωτάκη. Αν δεχόμαστε πως ο ποιητής γεννιέται, πρέπει να δεχτούμε πως ο σατιρικός δημιουργείται – από την αγανάκτηση που του προκαλεί η πολιτεία μέσα στην οποία «ζει και ζένεται». Αυτό τουλάχιστον μας διδάσκει η μελέτη της μεγάλης σατιρικής ποίησης, και μας το βεβαιώνει ρητά ο πρώτος μείζων σατιρικός του Δυτικού Κόσμου, ο Γιουβενάλης: «Si natura negat, facit indignatio versum» (= Αν η φύση δεν το θέλει, η αγανάκτηση ποιεί τον στίχο).

Συμπαθάτε-με, παρακαλώ, που μπήκα έτσι αξιωματικά στο θέμα της σημερινής ομιλίας και δεχτείτε να αντικρίσουμε μαζί, ευθύς εξαρχής, τρεις βασικές δυσκολίες του ομιλητή:

1. Ο χρόνος-μας είναι περιορισμένος σε αυτό το κυριακάτικο πρωινό, που τόσο ευγενικά θυσιάσατε για να τιμήσουμε τον Καρυωτάκη. Και νομίζω πως θα είναι χρόνος μάταια θυσιασμένος, αν τον μονόλογό-μου ή έστω τον διάλογό-μου με τις σάτιρες του ποιητή δεν προφτάσουμε να τον συμπληρώσουμε εδώ με μιαν ανοιχτή συζήτηση των απόψεων που κατ’ ανάγκην θα εκθέσω ελλειπτικά.
2. Το θέμα της σημερινής ομιλίας το έχει αναπτύξει με τρόπο ανυπέρβλητο, εδώ και σαράντα χρόνια, ο ποιητής και κριτικός Τέλλος Άγρας. Για να μη συγχέουμε όμως την συνειδητή μετριοφροσύνη με την διανοητική νωθρότητα, ας θεωρήσουμε τις απόψεις και τις παρατηρήσεις του Άγρα ως σιωπηρές προϋποθέσεις της συνομιλίας-μας –ή, αν προτιμάτε, ως κοινό-μας κτήμα–, ενώ θα επιχειρήσω να προσπελάσω το ίδιο θέμα από κάπως νεοτερική σκοπιά: την σκοπιά την οποία μας επιβάλλει η διαφορά της σαραντάχρονης εμπειρίας που αποκτήσαμε ύστερα από τον Άγρα.
3. Το θεμελιακό υλικό για μια συστηματική εξέταση του σατιρικού Καρυωτάκη αποτελούν ποιήματα και πεζά-τoυ, αλλά και κείμενα προδρόμων-του, συγχρόνων-του, και επιγόνων-του. Εδώ, αναγκαστικά θα περιοριστούμε στα δικά-του ποιήματα, ώστε να ακουστεί όσο το δυνατόν πληρέστερα ο αυθεντικός λόγος του ποιητή. Εξάλλου αμφιβάλλω αν η τόσο προσωπική σατιρική-του έκφραση μαρτυρεί ουσιαστικές επιδράσεις προγενεστέρων είτε συγχρόνων-του, και τολμώ να ισχυριστώ πως η ελληνική ποιητική σάτιρα, μετά τον Καρυωτάκη, ανανεώθηκε πραγματικά μόνο σε επίπεδο παραλογοτεχνικό: από τον Μποστ και τον Διονύση Σαββόπουλο.

Οι δυσκολίες αυτές του ομιλητή είναι ασφαλώς ασήμαντες σε σύγκριση με τις δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει ο Καρυωτάκης στην δημόσια άσκηση του κοινωνικού λειτουργήματός-του ως σατιρικού ποιητή. Δηλαδή ως υπερασπιστής των πνευματικών και ηθικών αξιών, στις οποίες έμεινε πιστός κυριολεκτικά μέχρι θανάτου.
Η πρώτη και γενικότερη δυσκολία-του ήταν πως του έλαχε να ανδρωθεί στα χρόνια όπου ο Α´ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Διχασμός του Έθνους ανάμεσα σε Βενιζελικούς και Αντιβενιζελικούς, η Σοβιετική Επανάσταση, η γένεση του Φασισμού, η Μικρασιατική Καταστροφή, άλλαξαν μέσα σε μια δεκαετία, αναπάντεχα και ραγδαία, τον ρυθμό του κόσμου. Όλες οι πατροπαράδοτες αξίες, υλικές και πνευματικές, δημόσιες και ιδιωτικές, αμφισβητήθηκαν όχι πια μόνο θεωρητικά, μα στην καθημερινή πράξη. Με άλλα λόγια: έλειψε ξαφνικά ο κοινός, άγραφος κώδικας που θεμελιώνει τις ομοιογενείς κοινωνίες, και που επιτρέπει ώς και στον σατιρικό ποιητή να λειτουργήσει άνετα, θετικά και αποτελεσματικά, ανάμεσα σε ισόρροπες κοινωνικές αντιφάσεις.
Μέσα από αυτή την ιστορική προοπτική, θαρρώ, πρέπει να διαβάσουμε ένα ατιτλοφόρητο ποίημα του Καρυωτάκη, όχι σαφώς σατιρικό, μα που ο ίδιος το ενέταξε στις Σάτιρές-του – ίσως γιατί ήθελε να είναι δεκαέξι, δηλ. ακριβώς όσες και οι Σάτιρες του Γιουβενάλη:

Επρόδωσαν την αρετή κι ήρθαν οι έσχατοι πρώτοι. 
Με χρήμα παίρνεται η καρδιά κι αποτιμάται ο φίλος. 
Αν άλλοτε αντιφέγγιζε στο νου, στα μάτια, σ’ ό,τι, 
είναι η ζωή πια σκοτεινή κι ανέφικτη σα θρύλος, 
είναι πικρία στο χείλος.

Νύχτα βαθιά. Με πνεύμα οργής έσπρωξα το κρεβάτι. 
Άνοιξα τις αραχνιασμένες κάμαρες. Καμία
ελπίς. Απ’ το παράθυρο, του τελευταίου διαβάτη 
είδα τη σκιά. Κι εφώναξα στριγκά στην ησυχία:
«Δυστυχία!»

Η φριχτή λέξη με φωτιά στον ουρανόν εγράφη. 
Δέντρα τη δαχτυλοδειχτούν, αστέρια την κοιτούνε, 
επιγραφή την έχουνε τα σπίτια κι είναι τάφοι, 
ακόμη θα την άκουσαν οι σκύλοι κι αλυχτούνε.
Οι άνθρωποι δεν ακούνε;

Το απεγνωσμένο ερώτημα του τελευταίου στίχου μας οδηγεί στην αμέσως συνεχόμενη δυσκολία του Καρυωτάκη ως σατιρικού ποιητή. Η υπεράσπιση των προδομένων αξιών απαιτούσε πλέον μια σατιρικήν έκφραση ολότελα διαφορετική από εκείνην που είχαν καθιερώσει στην κοινή συνείδηση ο Σουρής και στην λογοτεχνική ιεραρχία ο Παλαμάς· έκφραση επίσης διαφορετική από την απεσταγμένη ειρωνεία του Καβάφη.
Ανάλογη, πιστεύω, ήταν η δυσκολία που ένιωσε ο Βάρναλης: απόδειξη, η αποτυχημένη πρώτη μορφή που είχε Το Φως που Καίει. Και υπογραμμίζω πως ο Βάρναλης δεν άρχισε να ξεπερνάει την δυσκολία αυτή παρά με τους Σκλάβους πολιορκημένους, το 1927, την ίδια χρονιά δηλαδή όπου ο Καρυωτάκης εκδίδει την τρίτη και στερνή συλλογή-του, Ελεγεία και Σάτιρες. Προσθέτω πως είναι από τα πιο αξιοπαρατήρητα φαινόμενα της ιστορίας της λογοτεχνίας-μας ότι την ίδια πάντα χρονιά εκδίδεται, με καθυστέρηση ενός αιώνα, το σατιρικό αριστούργημα του Σολωμού, Η Γυναίκα της Ζάκυθος.
Διαλέγοντας τον τίτλο Σκλάβοι πολιορκημένοι ο Βάρναλης ήθελε βέβαια να δηλώσει πως το έργο-του αυτό ήταν η αντίστροφη όψη των Ελεύθερων πολιορκημένων – χωρίς να ξέρει τότε πως ο Σολωμός είχε επιχειρήσει το ίδιο πράγμα, γράφοντας την Γυναίκα της Ζάκυθος. Πόσο αναπόφευκτη ήταν η αντιστροφή αυτή φαίνεται και από την απάντηση του Καρυωτάκη στον τότε συνταγματάρχη Βασίλη Ρώτα που είχε επικρίνει ιδεόληπτα τα Ελεγεία και Σάτιρες. Ρωτάει ο Καρυωτάκης τον επικριτή-του:

...αν πιστεύει σοβαρώς ότι η δική-του αισιοδοξία συμβιβάζεται με τη σημερινή πραγματικότητα περσότερο από το δικό-μου πεσιμισμό, και αν ένας σύγχρονος άνθρωπος μπορεί ν’ αντικρίσει αλλιώς παρά από την αντίθετη όψη, με νοσταλγία, το ιδανικό του Σολωμού (συμπάθεια και θαυμασμός)...

Σπεύδω να διευκρινίσω πως η σύζευξη των ονομάτων του Βάρναλη και του Καρυωτάκη δεν οφείλεται σε δική-μου αυθαιρεσία. Ξεκινάει, αν δεν κάνω λάθος, από την εξαιρετικά διαφωτιστική συζήτηση που έγινε, με αντικρουόμενα μαρξιστικά κριτήρια, το 1955 στην Επιθεώρηση Τέχνης. Και αν η αμοιβαία εκτίμηση των δύο ποιητών μαρτυρείται έμμεσα (όπως θα ιδούμε σε λίγο) από την πρώτη πολιτική σάτιρα του Καρυωτάκη, ο Βάρναλης την επισφράγισε ρητά το 1973 με ένα ποίημα που αρχίζει με τους εξής εύγλωττους στίχους:

Ζηλεύω-σου το θάρρος, Καρυωτάκη, 
να σμπαραλιάσεις την τρανή καρδιά... 

(«Τρεις θάνατοι»)


Ωστόσο η περίπτωση Βάρναλη μας επιτρέπει να διακρίνουμε μια τρίτη βασική δυσκολία του Καρυωτάκη ως σατιρικού ποιητή. Ο Βάρναλης, εκδίδοντας στα 1922 Το Φως που Καίει, το παρουσιάζει με ψευδώνυμο: Δήμος Τανάλιας. Γιατί; Γιατί είναι δημόσιος υπάλληλος... Ας θυμηθούμε λοιπόν τώρα αμέσως πως ο Καρυωτάκης ήταν γιος νομομηχανικού που είχε απολυθεί ως αντιβενιζελικός το 1916· πως η δική-του δημοσιοϋπαλληλική σταδιοδρομία άρχισε το 1919· και πως η συνδικαλιστική-του δράση τον εξόρισε στην Πρέβεζα – όπως μια πολύ πιο περιορισμένη συνδικαλιστική δράση είχε ξαποστείλει στην Ξάνθη (1925) τον αδελφό-του, Θάνο Γ. Καρυωτάκη. Προσθέτω ακόμα πως από το 1918 ως το 1920 ο ποιητής προσπαθεί να απαλλαγεί από τις στρατιωτικές-του υποχρεώσεις, ενώ δύο χρόνια πριν, στα Νοεμβριανά του 1916, είχε καταταγεί εθελοντής στην Φοιτητική Φάλαγγα.
Ύστερα από όλα αυτά δεν μας φαίνεται παράξενο ότι η πρώτη σατιρική-του σύνθεση πρωτοδημοσιεύεται ανώνυμα τον Αύγουστο 1919, μόνο στην στήλη αλληλογραφίας του δήθεν σοσιαλιστικού Νουμά, με το εξής σχόλιο της Σύνταξης: «κ. Ανώνυμο. Το τραγούδι-σου "Στρατός" είναι αρκετά καλό και το τυπώνουμε εδώ». Δύο μήνες αργότερα, ο Καρυωτάκης το αναδημοσιεύει, με τον ανώδυνο τίτλο «Ο Μιχαλιός» και με υπογραφή «Συναχωμένο ποντικάκι», στο σατιρικό περιοδικό Η Γάμπα, που το εκδίδει ο ίδιος μαζί με τον φίλο-του Άγι Λεβέντη. Φαντάζομαι πως δεν ξαφνιάζει κανένα-μας η πληροφορία του κ. Χαρίλαου Σακελλαριάδη ότι «παρά την επιτυχία του περιοδικού αυτού, κυκλοφόρησαν μόνο έξι τεύχη, γιατί το απαγόρεψε η Αστυνομία». Να είναι τάχα σύμπτωση ότι «ο Μιχαλιός» τυπώθηκε στο τελευταίο τεύχος;
Ομολογώ πως δεν παραδέχομαι την λέξη σύμπτωση παρά μόνο αφού βεβαιωθώ πως δεν σημαίνει σύμπτωμα. Συνεπώς προτείνω να χαρακτηρίσουμε συμπτώματα νόμιμης αυτοάμυνας του Καρυωτάκη τα εξής φαινόμενα:
1. «Ο Μιχαλιός», ενώ θα μπορούσε να είχε περιληφθεί στην δεύτερη συλλογή του Καρυωτάκη (Νηπεvθή, 1921), υιοθετείται επίσημα από τον ποιητή οκτώ ολόκληρα χρόνια ύστερα από την πρώτη-του δημοσίευση, δηλ. όταν αποφασίζει να το εντάξει στα Ελεγεία και Σάτιρες.
2. Στα Νηπενθή περιλαμβάνει μόνο ένα ποίημα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σάτιρα, το «Δον Κιχώτες» – ιδίως όταν το διαβάσουμε ως απάντηση στο συμβατικό σονέτο «Δον Κιχώτης» του Ουράνη. Όμως ο στόχος-του είναι τόσο συμβολικός και –φαινoμενικά τουλάχιστον– «φιλολογικός», ώστε να μην εκθέτει σε κανένα σοβαρό κίνδυνο τον δημόσιο υπάλληλο-ποιητή.
3. Η ποιητική σατιρική φλέβα του Καρυωτάκη, που είδαμε ότι αρχίζει να αναβλύζει στα 1919 με τον «Μιχαλιό», φαίνεται να αναστομώνεται είτε, με την έκδοση της Γάμπας είτε με απόπειρες κωμωδιογραφίας (1920) και επιθεωρησιογραφίας (1921), ή να εκτονώνεται με ποικίλες ιδιωτικές φάρσες, από τις οποίες η πιο αιχμηρή που γνωρίζουμε είναι η εξής αγγελία που δημοσίεψε στην Εστία εις βάρος κάποιου οικείου-του αλλά και όλης της νεοπλουτίστικης Αθήνας:

Λόγω εσπευσμένης αναχωρήσεως, ενοικιάζεται εντός τριών ημερών πολυτελής κατοικία αντί 100 μόνον δραχμών, και πωλούνται έπιπλα style Louis XIV και πιάνο εις το 1/100 της σημερινής-των αξίας. Πληροφορίαι παρά τω κ. [...] Ώραι επισκέψεως 2-4 μ.μ.

4. Από τα περίπου 25 σατιρικά στιχουργήματα που περιλαμβάνονται στα Ελεγεία και Σάτιρες, μόνο τρία (εκτός από τον ψευδώνυμο «Μιχαλιό») έχουν πρωτοδημοσιευτεί σε περιοδικά πριν από το 1927: α) Το «Ωχρά σπειροχαίτη», αλλά με τον αινιγματικό τίτλο «Τραγούδι παραφροσύνης», το1923· β) Η μετάφραση του «Επιτάφιου» του Mathurin Régnier, επίσης το 1923· και γ) το «Δικαίωσις», το 1924 – και τα τρία αυτοσάτιρες. Όλα τα άλλα (ουσιαστικά και «ο Μιχαλιός») θα αποκαλύψουν εν είδει ομοβροντίας, στα 1927, την ως τότε λανθάνουσα ύπαρξη του σατιρικού Καρυωτάκη.
Εδώ επιβάλλονται δύο ενστάσεις: πρώτον, ότι μαζί με τα 16 πρωτότυπα σατιρικά ποιήματα του Ελεγεία και Σάτιρες εμέτρησα και 9 από τις 18 μεταφράσεις που ο ίδιος ο Καρυωτάκης συμπεριέλαβε ως επίμετρο σε τούτη την συλλογή. Ναι, τις εμέτρησα, γιατί έχω επανειλημμένα δηλώσει την πεποίθησή-μου ότι οι μεταφράσεις του Καρυωτάκη είναι κατά κανόνα τόσο δημιουργικές ώστε «ανήκουν οργανικά στο έργο του ποιητή... και προεκτείνουν είτε ενισχύουν θεματικά τα πρωτότυπα ποιήματά-του», και γιατί ελπίζω να σας πείσω γι’ αυτό λίγο παρακάτω (ή να πεισθείτε οριστικά από την διδακτορική διατριβή που ετοιμάζει η κ. Βάσω Τοκατλίδου-Παναγιωτίδου).2
Δεύτερη ένσταση: Έστω πως τα περισσότερα σατιρικά ποιήματα του Καρυωτάκη λανθάνουν ως το 1927. Όμως η σατιρική-του φλέβα τάχα δεν διαφαίνεται και σε ποιήματα που ο ίδιος τα κατέταξε ανάμεσα στα Ελεγεία και όχι στις Σάτιρες; Π.χ. το «Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες...» ή το «Ανδρείκελα». Σύμφωνοι. Με την διαφορά όμως ότι από αυτά τα δύο αμφίρροπα ποιήματα, μόνο το «Ανδρείκελα» πρωτοδημοσιεύτηκε πριν από το 1927.3
Καιρός να ιδούμε από πιο κοντά τις καθαυτό Σάτιρες. Θα ήταν οπωσδήποτε διδακτικό να τις εξετάζαμε κατά χρονολογική σειρά συνθέσεως, αλλά δυστυχώς ούτε οι μισές από αυτές μπορούν να χρονολογηθούν έστω και με σχετική ακρίβεια. Ο ίδιος ο Καρυωτάκης, στο βιβλίο-του, τις έχει κατατάξει σε σειρά προφανώς όχι χρονολογική αλλά θεματική (με την μουσική έννοια)· είναι μια σειρά εκ πρώτης όψεως δαιδαλώδης, της οποίας ο αδιάσπαστος μίτος ακόμα περιμένει τον Θησέα-του ή μάλλον την Αριάδνη-του. 
Ο οξυδερκέστατος Άγρας είχε επισημάνει την ύπαρξη τουλάχιστον τεσσάρων θεματικών κύκλων στον «νεοαστικό» ρεαλισμό του σατιρικού Καρυωτάκη. Σας τους υπενθυμίζω με την σειρά και την ονομασία που τους δίνει ο αείμνηστος Άγρας: 
1. Γραφειοκρατικός ρεαλισμός,
2. Φιλολογικός ρεαλισμός,
3. Μισανθρωπία και μισογυνισμός, 
4. Πολιτική σάτιρα.
Δεν διαφωνεί κανείς με έναν νεκρό, οσοδήποτε ζωντανά και αν είναι τα έργα-του. Ή κάνεις πως τον αγνοείς και προσπερνάς πατώντας απάνω-του, ή συμπορεύεσαι μαζί-του και επιχειρείς να κάνεις τουλάχιστον ένα βήμα παραπέρα – δεξιότερα ή αριστερότερα, δεν έχει σημασία, αρκεί να ξέρεις ποιο είναι το σκόρδο και ποιο το κρεμμύδι. Προτείνω λοιπόν να δεχτούμε, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, τους τέσσερις θεματικούς κύκλους του Άγρα, αλλά να τους ανακατατάξουμε σύμφωνα με την σειρά που πρωτοεμφανίζονται στο βιβλίο του Καρυωτάκη. 
Οι Σάτιρες αρχίζουν με δύο ποιήματα που σίγουρα υπάγονται στον πολιτικό κύκλο. Το πρώτο (όπου μνημονεύεται έμμεσα Το Φως που Καίει του Βάρναλη) μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε «προφητικό», αν δεχτούμε πως, είκοσι χρόνια αφού πρωτοδημοσιεύτηκε, το θέμα-του έγινε παγκόσμιος κοινός τόπος:

ΣΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ 
ΠΟΥ ΦΩΤΙΖΕΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Λευτεριά, Λευτεριά, σχίζει, δαγκάνει
τους ουρανούς το στέμμα-σου. Το φως-σου,
χωρίς να καίει, τυφλώνει το λαό-σου. 
Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι 
λογαριάζουν πόσα δολάρια κάνει 
σήμερα το υπερούσιο μέταλλό-σου...

Το αμέσως επόμενο ποίημα, προφανώς γραμμένο μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και τις παράφωνες φιέστες της Εκατονταετηρίδας του ’21, ανέκτησε πρόσφατα μιαν επικαιρότητα σχεδόν ανατριχιαστική. Απευθύνεται στον Κάλβο και μιμείται συνειδητά την ιδιόρρυθμη γλώσσα και στιχουργία του αγέρωχου ψάλτη της φιλελεύθερης Αρετής – συνεπώς θα μπορούσε να υπαχθεί και στον κύκλο του φιλολογικού ρεαλισμού:

ΕΙΣ ΑΝΔΡΕΑΝ ΚΑΛΒΟΝ

Για να κλείσουμε τον σαφώς πολιτικό κύκλο, χρειάζεται να κάνουμε ένα αυθαίρετο αναγνωστικό άλμα οκτώ ποιημάτων, ώστε να φτάσουμε σε μιαν ελλαδική απεικόνιση της Έρημης Χώρας, ρητά εμπνευσμένη από την κωμικοτραγική δικτατορία του Πάγκαλου, άρα πιθανότατα γραμμένη στα 1925-26:

Η ΠΕΔΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΝ

Το άλμα που κάναμε, από την δεύτερη ως την ενδέκατη σάτιρα της συλλογής, δεν είναι χωρίς συνέπειες: ναι μεν εξασφαλίσαμε μια γοργή φιλολογική εποπτεία του πολιτικού κύκλου, αλλά διασπάσαμε το μυστικό νήμα της θεματικής αλληλουχίας που ύφανε ο ποιητής. Συγκεκριμένα: αμέσως μετά την παρωδική-του αποστροφή «Εις Ανδρέαν Κάλβον», ο Καρυωτάκης έχει τοποθετήσει το βίαιο ποίημα που φέρει τον αμφίσημο τίτλο «Αποστροφή», και που σύμφωνα με την κατάταξη του Άγρα ανήκει στον μισανθρωπικό και ειδικότερα στον μισογυνικό κύκλο. Θυσιάσαμε, δηλαδή, χοντρικά, την λεπτά υπολογισμένη αντίθεση ανάμεσα στο ποίημα που αποτείνεται προς τον αδικημένο ποιητή ενός ένδοξου παρελθόντος, και στο ποίημα που αποτείνεται προς τους πιο ασήμαντους προνομιούχους ενός ποταπού παρόντος:

ΑΠΟΣΤΡΟΦΗ

Μα είναι αλήθεια μισογύνης ο Καρυωτάκης; Επιτρέψτε-μου να αμφιβάλλω. Βέβαια, δεν μπορώ να πάρω όρκο πως αγάπησε με τηλεοπτικό πάθος την αξιέραστη κ. Ξένια Καλογεροπούλου. Αλλά αν κρίνουμε από το σύνολο του έργου του, νομίζω πως θα πρέπει να δεχτούμε ότι ο ποιητής-μας είναι εξίσου μισογύνης όσο και ο Ευριπίδης – του οποίου, π.χ. η Μήδεια (μάλιστα, η στυγερή Μήδεια!) στην έξοχη μετάφραση και σκηνοθεσία του Μίνου Βολανάκη φανερώθηκε επιτέλους ως ο τραγικότερος μάρτυρας κατηγορίας εναντίον μιας ανδροκρατούμενης κοινωνίας.
Ας περιοριστούμε, ωστόσο, στην μαρτυρία των ελάχιστων άλλων σατιρικών ποιημάτων της συλλογής του Καρυωτάκη, τα οποία εύλογα θα μπορούσαν να υπαχθούν στον μισογυνικό κύκλο. Το πρωιμότερο από αυτά, καθώς είδαμε παραπάνω, τιτλοφορείται «Ωχρά σπειροχαίτη», που ως γνωστόν είναι μικρόβιο... γένους θηλυκού:

ΩΧΡΑ ΣΠΕΙΡΟΧΑΙΤΗ

«Η αγορασμένη φίλη» δεν είναι, ελπίζω, κάθε γυναίκα – ούτε καν ένα από τα «προνομιούχα» μιξοπάρθενα πλάσματα του «Αποστροφή». Είναι γυναίκα που η κοινωνία την κατάντησε πραμάτεια, αγοραίο σκεύος εφήμερης ανδρικής ηδονής· όχι πια κιβωτός του ζωοδότου σπέρματος, αλλά άβυσσος της ωχράς σπειροχαίτης.
Και ως συμπληρωματική μαρτυρία της συγκεκριμένης κοινωνικής διάστασης που προσδιορίζει τον υποτιθέμενο μισογυνισμό του Καρυωτάκη, θα επικαλεστώ μονάχα την βιτριολική παράφρασή-του ενός σονέτου του Γάλλου αναρχικού ποιητή Laurent Tailhade:

ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ

Κυριακή. Σ’ ένα βαπόρι 
στριμωχτήκαν μπουρζουάδες. 
Ξεφωνίζει κάθε αγόρι, 
ξεμυξίζουν οι μαμάδες.

Τα σκυλιά δε λογαριάζουν 
ο Σηκουάνας πόχει πνίξει, 
δε φοβούνται, διασκεδάζουν 
την ευγενική-τους πλήξη.

«Ω, τι ζέστη, Θεέ-μου, βράζει!» 
βεβαιώνουν οι κυρίες,
κι επιπόλαιες και γελοίες,

ξεκoυμπώνοντας με νάζι 
τα χυδαία ντεκολτέ-τους, 
διευκολύνουν τους εμέτους.

Η παράφραση αυτή μας υπαγορεύει να αναρωτηθούμε αμέσως μήπως και ολόκληρος ο λεγόμενος μισανθρωπικός κύκλος του Άγρα είναι αντίστοιχα αμφισβητήσιμος. Την απάντηση, θαρρώ, μας την δίνουν τα τέσσερα ποιήματα που παρεμβάλλονται ανάμεσα στο «Αποστροφή» και στο «Ωχρά σπειροχαίτη»: «Όλοι μαζί...», «Δημόσιοι υπάλληλοι», «Ο Μιχαλιός», «Υποθήκαι». Προτείνω να κοιτάξουμε πρώτα το τελευταίο από αυτά, που δύσκολα μπορεί να υπαχθεί σε άλλον από τους δεδομένους κύκλους, εκτός από τον μισανθρωπικό, και που το θεωρώ ως την ποιητικά πιο αδύναμη σάτιρα του Καρυωτάκη:

ΥΠΟΘΗΚΑΙ

Όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς, 
μπορούνε με χίλιους τρόπους.
Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής, 
όταν ακoύσεις ανθρώπους.

Όταν ακούσεις ποδοβολητά 
λύκων, ο Θεός μαζί-σου! 
Ξαπλώσου χάμου με μάτια κλειστά 
και κράτησε την πνοή-σου...

Ομολογώ πως στις δύο πρώτες στροφές (και ακόμα λιγότερο στις υπόλοιπες τέσσερις) δεν διακρίνω ούτε ίχνος μισανθρωπίας. Ηττοπάθεια, ναι· ή, αν προτιμάτε, πρόσκληση σε παθητική αντίσταση, μάλιστα. Αλλά ο καθαυτό μισάνθρωπος, στην παραμικρή υποψία ότι άλλοι «άνθρωποι διαφιλονικούν τη σάρκα-του και το αίμα», δεν ρίχνει το όπλο: το χρησιμοποιεί εναντίον-τους. Και το μόνο θανατηφόρο όπλο που ξέρω να χρησιμοποίησε ποτέ-του ο Καρυωτάκης ήταν το πιστόλι που αγόρασε στην Πρέβεζα· ίσαμε τότε δεν είχε άλλο όπλο παρά την σάτιρα, στην οποία τον είδαμε να γυμνάζεται κυρίως ιδιωτικά από το 1919 ως το 1927 – οπότε πια, για λόγους που παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ανεξιχνίαστοι, αποφάσισε να λύσει την δημόσια σιωπή-του.
Επιπλέον, ένας πραγματικά μισάνθρωπος ποιητής θα χρησιμοποιούσε την σάτιρα τρομοκρατικά και αδιάκριτα, στο ψαχνό δικαίων και αδίκων – ενώ οι σάτιρες του Καρυωτάκη έχουν πάντα προκαθορισμένους στόχους, στους οποίους δεν διστάζει να περιλάβει τον ίδιο τον εαυτό-του, όποτε νιώθει πως έχει μερίδιο στην ομαδική ευθύνη για τον εξευτελισμό των αξιών τις οποίες έχει χρέος να υπερασπιστεί. Απόδειξη: το πρώτο ποίημα του λεγόμενου φιλολογικού κύκλου, «Όλοι μαζί...», που είδαμε ότι το τοποθετεί αμέσως μετά το «Αποστροφή», σατιρίζοντας τώρα μιαν άλλη κοινωνική ομάδα προνομιούχων, αλλά όχι πια ανεύθυνων πλασμάτων, τους σύγχρονους επίδοξους ποιητές:

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ...

Ας αναβάλουμε προσώρας την ανάγνωση των υπόλοιπων ποιημάτων του φιλολογικού κύκλου, για να ολοκληρώσουμε, στο μέτρο του εφικτού, την αμφισβήτηση της μισανθρωπίας του Καρυωτάκη. Το σονέτο που αμέσως ακολουθεί το «Όλοι μαζί...» είδαμε πως είναι οι «Δημόσιοι υπάλληλοι»· και υπογραμμίζω τώρα πως είναι και η μοναδική ποιητική σάτιρα του Καρυωτάκη που μπορεί να υπαχθεί στον γραφειοκρατικό κύκλο του Άγρα:

ΔΗΜΟΣΙΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ

Πιστεύω πως εύκολα θα συμφωνήσουμε ότι οι «Δημόσιοι υπάλληλοι» είναι –καθώς και «Ο Μιχαλιός» που τους ακολουθεί– από τις κυριολεκτικά συμπαθητικότερες σάτιρες του Καρυωτάκη. Πώς άλλωστε να μη συμπάσχει με τα θύματα του αλλοτριωτικού κρατικού μηχανισμού, ο ποιητής που υπηρετούσε, από την επομένη της Μικρασιατικής Καταστροφής, στο Υπουργείο Προνοίας; Και ποιαν εγκυρότερη αναγνώριση της συναδελφικής-του αλληλεγγύης μπορούσε να έχει, από την δημοκρατική εκλογή-του ως Γενικού Γραμματέα της Ενώσεως Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών, τον Γενάρη του 1928 – με αποτέλεσμα, τον Φλεβάρη να αποσπαστεί στην Πάτρα, και τον Ιούνιο στην Πρέβεζα. Ή μήπως πρέπει να παραιτηθούμε από την αμφισβήτηση της μισανθρωπίας του Καρυωτάκη, επειδή αντί να παραιτηθεί από την δημόσια υπηρεσία ή από την ποίηση (άλλη, τουλάχιστον εξίσου δημόσια υπηρεσία) προτίμησε να παραιτηθεί από την ζωή;
Ύστερα από αυτά τα ρητορικά ερωτήματα νομίζω πως μπορούμε να επιστρέψουμε στον φιλολογικό κύκλο του Άγρα, όπου, εκτός από το «Όλοι μαζί...», εμφανώς υπάγονται άλλες τρεις σάτιρες: «Δελφική Εορτή», «Μικρή ασυμφωνία εις Α μείζον», «Σταδιοδρομία», καθώς και μια μετάφραση στίχων του Φρανσίς Καρκό. Και οι τέσσερεις αυτές περιπτώσεις φωτίζουν, θαρρώ, από διαφορετική σκοπιά η καθεμιά-τους, την διάσταση που υπάρχει ανάμεσα στον συντηρητικά ανατρεπτικό ποιητή και στην κρατούσα κοινωνική τάξη.
Ας διαβάσουμε πρώτα το «Δελφική Εορτή», που γράφηκε ασφαλώς το 1927, για να τιμήσει έμμεσα την Δελφική Ιδέα (το οικουμενικό ιδανικό μιας «Άνω Ελλάδας») του ζεύγους Σικελιανού και ειδικότερα την παράσταση του Προμηθέως Δεσμώτου, την οποία ο Καρυωτάκης, σε άλλο κείμενό-του, χαρακτήρισε «μεγάλο καλλιτεχνικό γεγονός, το μοναδικόν ίσως της φθινούσης πνευματικής ζωής των τελευταίων χρόνων»:

ΔΕΛΦΙΚΗ ΕΟΡΤΗ

Στους Δελφούς εμετρήθηκε το πνεύμα δύο Ελλάδων.
Ο Αισχύλος πάλι εξύπνησε την ηχώ των Φαιδριάδων. 
Lorgnons, Kodaks, opérateurs, στου Προμηθέα τον πόνο 
έδωσαν ιδιαίτερο, γραφικότατο τόνο.

Ένας λυγμός εκίνησε τ’ απίθανα αυτά πλήθη.
Κι όταν, χωρίς να πέσει αυλαία, η ομήγυρις διελύθη, 
τίποτε δεν ετάρασσε την ιερή εκεί πέρα
σιγή. Κάποιος γυπαετός έσχισε τον αιθέρα...

Για να μη χάνουμε ολότελα το νήμα της θεματικής κατάταξης του ποιητή, σημειώνω πως ανάμεσα στο «Δελφική Εορτή» και στο «Μικρή ασυμφωνία εις Α μείζον» παρεμβάλλονται δύο ποιήματα που ήδη διαβάσαμε: το ατιτλοφόρητο που αρχίζει «Επρόδωσαν την αρετή κι ήρθαν οι έσχατοι πρώτοι», ακολουθούμενο από το «Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον» – αμφότερα από τα πιο ερημικά (όχι φιλέρημα!) ποιήματα που έγραψε ο Καρυωτάκης.
Επιταχύνοντας τώρα την επιθεώρηση του φιλολογικού κύκλου, θα παραλείψω εδώ (όπως έγινε ήδη για τον «Μιχαλιό») το πασίγνωστο «Μικρή ασυμφωνία εις Α μείζον», υπενθυμίζοντας απλώς την υποσημείωση του Καρυωτάκη:

Οι στίχοι αυτοί απευθύνονται στον κοσμικό κύριο, και όχι στον ποιητή Μαλακάση, του οποίου δεν θα μπορούσε να παραγνωρίσει κανείς το σημαντικό έργο

– και επισημαίνοντας την απότομη αλλαγή του τόνου στους καίριους στίχους:

...κι από την άλλη 
πλάστιγγα να βροντήσω κάτου, 
μισητό σκήνωμα, θανάτου 
άθυρμα, συντριμμένο βάζον, 
εγώ, κύμβαλον αλαλάζον...

Και προχωρώ στο αμέσως επόμενο ποίημα:

ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑ

Τη σάρκα, το αίμα θα βάλω
σε σχήμα βιβλίου μεγάλο.
...........................................
Θηρεύοντας πράγματα αιώνια, 
θ’ αφήσω να φύγουν τα χρόνια.
Θα φύγουν, και θα ’ναι η καρδιά-μου 
σα ρόδο που επάτησα χάμου.

Αν το ποίημα αυτό χρειάζεται σχόλιο, νομίζω πως δύσκολα θα μπορούσε να φωτιστεί καλύτερα παρά με την επίσης σκέτη ανάγνωση της μετάφρασης του Καρκό:

Στην ωραία, φαρμακερή-μου πίπα εφούμαρα 
τις τελευταίες αναμνήσεις-μου. Χαρτιά 
έβαλα για προσάναμμα στη φωτιά,
στίχους, χειρόγραφα, βιβλία με φούμαρα.

Νεκρός, θα ’μαι σαν άθλιο καταστάλαγμα 
στη μνήμη φίλων, συμποσιαστών.
Μα θα ’χω λησμονήσει τα πλήθη των αστών, 
τη δόξα, το χρήμα και το συνάλλαγμα.

Με άλλα λόγια, ο «φιλολογικός κύκλος» έχει στ’ αλήθεια δύο κέντρα: ας τα ονομάσουμε, συντομογραφικά, το κοινωνικό και το υπαρξιακό – γι’ αυτό άλλωστε και το «Σταδιοδρομία» βρίσκεται «μουσικά» τοποθετημένο ανάμεσα στο «Μικρή ασυμφωνία εις Α μείζον» και στο «Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο».

Έτσι, με την φιλική-σας ανοχή εξετάσαμε επιτροχάδην τους τέσσερεις κύκλους του Άγρα, και με συνοπτική διαδικασία αμφισβητήσαμε την υπόσταση του γραφειοκρατικού και ιδίως του μισανθρωπικού-μισογυνικού κύκλου. Σπεύδω όμως να προσθέσω πως τούτοι οι δύο αμφισβητούμενοι κύκλοι εμφανώς τέμνονται στην ύστατη σάτιρα του Καρυωτάκη, την γνωστή ως «Πρέβεζα», η οποία όμως δεν περιλαμβάνεται στην συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες. Αν πρέπει, σώνει και καλά, να εντάξουμε την «Πρέβεζα» σε κάποιον κύκλο, τότε προτείνω να την συναρτήσουμε –μαζί με τις δύο άλλες ποιητικές σάτιρες που ο Καρυωτάκης έγραψε κατά τους τελευταίους μήνες της ζωής-του– στον κύκλο που θα μπορούσε να ονομαστεί: της «μελέτης θανάτου», ή απλούστερα: της αυτοκτονίας. Είναι αλήθεια παράξενο πως ο Άγρας, ενώ σχολίασε με ιαπωνική φινέτσα την αυτοκτονία του Καρυωτάκη, δεν θέλησε ή δεν μπόρεσε να επισημάνει ρητά την ύπαρξη του μείζονος αυτού κύκλου, που στις σάτιρες της συλλογής σχηματίζεται από τρία συνεχόμενα ποιήματα και τέσσερις μεταφράσεις.
Οπωσδήποτε, αντί να μιλούμε για κύκλο, ίσως είναι λιγότερο παραπλανητικό να μιλήσουμε για πορεία, όχι αναγκαστικά ευθύγραμμη, με σταθμούς ή οδόσημα όλα αυτά τα ποιήματα και τις μεταφράσεις – και πόσα άλλα ακόμη! Πορεία της οποίας το τέρμα μπορούμε να το θεωρήσουμε προδιαγραμμένο από τον Καρυωτάκη ήδη στα 1923, όταν σχεδίαζε μια συλλογή που θα είχε επιγραφή: Με το Μηδέν και το Άπειρο να συμφιλιωθούμε· τέρμα επιβεβαιωμένο στα 1927 από την λατινική επιγραφή του Ελεγεία και Σάτιρες, που μεταφράζεται κατά λέξη:

Και πρέπει να διωχτεί μακριά, με το κεφάλι πρώτο, εκείνος ο φόβος του Αχέροντα, που συθέμελα ταράζει την ανθρώπινη ζωή από τα βάθη.

Μολονότι η «μελέτη θανάτου» συνέχει τα Ελεγεία και Σάτιρες απ’ αρχής μέχρι τέλους –δηλαδή από το πρώτο ελεγείο, που τιτλοφορείται «Υστεροφημία», ίσαμε την τελευταία μετάφραση, που τιτλοφορείται «Μικρός που πέθανε στ’ αστεία» είναι υποθέτω αυτονόητο πως εδώ θα θεωρήσουμε για πρακτικούς λόγους επίσημη έναρξη της σατιρικής πορείας-της το έξοχο ποίημα που αμέσως ακολουθεί το «Σταδιοδρομία» και έχει τον υποβλητικό τίτλο «Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο». Ένας κοινός πειρασμός απαγχονισμού, οφειλόμενος σε πλήξη και πνιγερή καθημερινότητα, φιλτράρεται μέσα από μια σπάνια καλλιτεχνική συνείδηση, και κρυσταλλώνεται σε εσωτερικό μονόλογο του ποιητή, ο οποίος, υποτίθεται ξαπλωμένος ανάσκελα, περιεργάζεται την γύψινη νεοκλασική διακόσμηση που έχει το ταβάνι της μεσοαστικής κάμαράς-του:

ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΠΕΝΘΙΜΟ ΚΑΙ ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΟ

Ο αμέσως επόμενος σταθμός είναι μια δήθεν αντικειμενική αναπαράσταση της λογικής συνέχειας του προηγούμενου ποιήματος, ουσιαστικά μια ειρωνική αποστασιοποίηση, σε τρίτο πρόσωπο πληθυντικού, του ιλίγγου της αυτοκτονίας ή ένας ρεαλιστικός χλευασμός του εκλαϊκευμένου αμλετισμού:

ΙΔΑΝΙΚΟΙ ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ

Τόσο το «Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο», όσο και το «Ιδανικοί αυτόχειρες», σχολιάζονται αντιστικτικά από την μετάφραση ενός διαλογικού ποιήματος του Βερλαίν:

ΟΙ ΡΑΘΥΜΟΙ

Οι καθαυτό Σάτιρες της συλλογής κλείνουν με το σονέτο «Δικαίωσις», που θα το χαρακτήριζα ημιτελικό (όχι ημιτελές), με την έννοια πως τούτος ο εκ πρώτης όψεως τελικός σταθμός είναι, εσκεμμένα, πολλαπλά φαινομενικός: φαινομενικό τέρμα της ζωής του ποιητή· φαινομενική συμφιλίωση με τον φόβο του θανάτου· φαινομενικός επίλογος του βιβλίου – το οποίο, όπως είδαμε, προλογίζεται με το ελεγείο «Υστεροφημία»:

ΔΙΚΑΙΩΣΙΣ

Όμως η συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες τελειώνει στ’ αλήθεια με μια μετάφραση ποιήματος του Τριστάνου Κορμπιέρ (επίθετο που μπορεί να σημαίνει: σώμα-φέρετρο). Δεν πρόκειται πια για σαρκαστικό μονόλογο του ποιητή, όπως στο «Δικαίωσις», αλλά για μια σχεδόν τρυφερή αποστροφή «εις εαυτόν», που νομίζω πως μαρτυρεί ότι ο Καρυωτάκης δεν έχει ακόμα συμφιλιωθεί πλήρως με το Μηδέν και το Άπειρο. Γι’ αυτό και προστρέχει στην βοήθεια ενός «καταραμένου» ποιητή, ο οποίος αξιώθηκε να κατακτήσει την αταραξία χωρίς την αυτοεκμηδένιση:

ΜΙΚΡΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤ’ ΑΣΤΕΙΑ

Είναι λοιπόν απόλυτα συνεπές, η πορεία «μελέτης θανάτου» του ποιητή Καρυωτάκη να συνεχίζεται, και ποιητικά, πέρα από τα Ελεγεία και Σάτιρες, ως το τέλος της ζωής-του. Συνεπές και αξιοθαύμαστο – πάντως όχι αυτονόητο, αν θυμηθούμε την πρώιμη σιωπή του Κάλβου, την προϊούσα αφασία του Σολωμού, ή έστω την προσωρινή απόφαση του ίδιου του Καρυωτάκη να εγκαταλείψει την ποίηση και να επιδοθεί αποκλειστικά στην πεζογραφία. Το πράγμα γίνεται άμεσα αντιληπτό μόλις διαβάσουμε το προτελευταίο ποίημα που ξέρουμε να έγραψε πριν πάει στην Πρέβεζα. Μια σάτιρα (τι άλλο πια;) σοφά και τολμηρά χτισμένη πάνω σε πέντε υποθετικούς λόγους που στο συντακτικό ονομάζονται «αντίθετοι του πραγματικού»:

ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ

Αξίζει όμως τον κόπο μια τέτοια αδιέξοδη ζωή και μια τέτοια σχοινοβατική ποίηση; Δεν είναι προτιμότερος ο θάνατος και η σιγή; Το αμέσως επόμενο ποίημα, ατιτλοφόρητο, θαρρώ πως μαρτυρεί ότι ο Καρυωτάκης εξακολουθεί να πιστεύει πως δεν έχει το δικαίωμα μιας τέτοιας εκλογής. Ισχυρίζεται λοιπόν πως η μετά θάνατον ζωή θα είναι πιο αμήχανη από την επίγεια, γιατί η μεν Κόλασή-του συνεπάγεται οριστική ακινησία και σιωπή, ενώ ο Παράδεισός-τους συνεπάγεται και πάλι επιπόλαια ταξικά προνόμια:

[ΟΤΑΝ ΚΑΤΕΒΟΥΜΕ ΤΗ ΣΚΑΛΑ...]

Μόνη ελπίδα-του, λοιπόν, μένει ένα επίγειο Καθαρτήριο, όπως φανερώνει η ακόλουθη πρόζα που γράφηκε στην Πάτρα ή στην Πρέβεζα:

ΚΑΘΑΡΣΙΣ

Το ύστατο ποίημα, γραμμένο στην Πρέβεζα, θέτει εκ των πραγμάτων τέρμα στην «μελέτη θανάτου» του Καρυωτάκη, χωρίς όμως να δείχνει οποιαδήποτε συμφιλίωση με το Μηδέν και το Άπειρο. Αν αποκρίνεται αρνητικά στο υπαρξιακό ερώτημα του ποιητή, ωστόσο προσδιορίζει με απεγνωσμένο κέφι τα συγκεκριμένα, υλικά και ηθικά δεδομένα του ερωτήματος:

ΠΡΕΒΕΖΑ

Το ποίημα αυτό έχει επικρατήσει να τιτλοφορείται «Πρέβεζα»· αλλά αξιόπιστες πληροφορίες βεβαιώνουν πως ο οριστικός τίτλος-του ήταν «Επαρχία». Αντικειμενικότερος τίτλος, τολμώ να πω, γιατί γενικεύει θεμιτά την διάγνωση περιφερειακών συμπτωμάτων της ελλαδικής κρατικής αρρώστιας του Μεσοπολέμου· αυτήν που ο Σεφέρης, τον Νοέμβριο 1927, στο ημερολόγιό-του, ονόμαζε: «Η αρρώστια της Αθήνας, η αρρώστια από την Αθήνα».
Δεν χρειάζεται να επεκταθώ περισσότερο. Στην κεντρική πλατεία του Άρεως [στην Τριπολιτσά] το άγαλμα του θανατοποινίτη Κολοκοτρώνη αντιμέτωπο στο Δικαστικό Μέγαρο, με παραστάτη και σαν διαιτητή την προτομή του Καρυωτάκη, δείχνουν ότι το άλας του Μοριά δεν έχει μωρανθεί. Και οι Αρκάδες, όπου και να βρίσκονται, τιμώντας την μνήμη του Κώστα Καρυωτάκη ή του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, φανερώνουν ότι γνωρίζουν και το ιστορικό της αρρώστιας και τα αντίδοτά της.
Tελειώνοντας το δικό-μου μέρος της σημερινής-μας συνομιλίας με τον σατιρικό Καρυωτάκη, το μόνο που επιθυμώ να προσθέσω είναι η έκφραση της ευγνωμοσύνης-μου για την φιλική πίστωση που δώσατε σε κάποιον που δεν είναι παρά 25% Τριπολιτσιώτης, για να επιχειρήσει να κάνει ένα βήμα παρακάτω από τον Τέλλο Άγρα. Αν τυχόν και νιώθετε πως ξανοίχτηκα σε σκολιά και αδιέξοδα μονοπάτια, ελπίζω μολαταύτα να μην απίστησα ολότελα στην μνήμη του ποιητή-μας. Και πριν διατυπώσετε τον αντίλογό-σας, επιτρέψετέ-μου να καταλήξω με ένα απόσπασμα της τελευταίας επιστολής του Κώστα Καρυωτάκη· απευθύνεται στον εξάδελφό-του, τον παραγνωρισμένο συνθέτη Θόδωρο Δ. Καρυωτάκη:

Θυμάσαι μια φορά την εκδρομή-μας στην Πάρνηθα; Δεν μας άρεσε ο δρόμος που έπαιρναν όλοι κι εζητήσαμε ένα μονοπάτι για ν’ ανεβούμε γρηγορότερα. Επερπατήσαμε ολόκληρες ώρες στον ήλιο και στις πέτρες, εταλαιπωρηθήκαμε, κι επειδή ερχόταν η νύχτα αρχίσαμε να κατεβαίνουμε κατρακυλώντας, χωρίς ούτε να πλησιάσουμε στην κορφή. Ε, λοιπόν, αγαπητέ-μου Θόδωρε, κανένας δε θα μου βγάλει την ιδέα ότι τόσο εγώ όσο κι εσύ μπορεί να πάθουμε κάτι ανάλογο και τώρα, με τις δουλειές αυτές που καταπιαστήκαμε. Κι όταν αρχίσουμε να κατεβαίνουμε, ποιος θα μας κρατήσει;... Ο Θεός να βάλει το χέρι-του.


(31 Οκτωβρίου 1976)






ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Στην Θεσσαλονίκη, επειδή μιλούσα προς τον τοπικό Σύλλογο Αρκάδων, η πρώτη αυτή παράγραφος αντικαταστάθηκε με τα ακόλουθα:

«Η Αρκαδία, στην ποιητική και γενικότερα την καλλιτεχνική παράδοση της Ευρώπης, είναι ένας επίγειος παράδεισος, του οποίου οι λιτοδίαιτοι κάτοικοι, ζώντας μακριά από την τρυφή και τα μιάσματα των μεγαλουπόλεων, διακρίνονται για τα αγνά-τους ήθη, ιδιαίτερα για την ευσέβεια και την δικαιοσύνη-τους. Η εξιδανικευμένη αυτή εικόνα της Αρκαδίας (μας λέει ο ιστορικός της Τέχνης Έρβιν Πανόφσκι) ξεκινάει από τον Βιργίλιο και φτάνει τουλάχιστον ως τον Γκαίτε, ενώ παράλληλα ενέπνευσε πολλούς ζωγράφους, από τους οποίους οι περισσότεροι, στον 17ο και τον 18ον αιώνα, απεικόνισαν σε διάφορες παραλλαγές ένα συμβατικά ειδυλλιακό τοπίο, όπου ανάμεσα σε ανέμελους βοσκούς και βοσκοπούλες δεσπόζει ένας τάφος με την λατινική επιγραφή: «Et in Arcadia ego». Η επιγραφή αυτή, που στ’ αλήθεια σημαίνει «Ακόμη και στην Αρκαδία υπάρχω εγώ, ο θάνατος», βαθμιαία επεκράτησε να παρερμηνεύεται με την έννοια «Κι εγώ κάποτε αξιώθηκα να ζήσω στην Αρκαδία». Χαρακτηριστικό δείγμα της ανθρώπινης αδυναμίας να συμφιλιωθούμε με το Μηδέν και το Άπειρο –όπως το ευχήθηκε ο Καρυωτάκης– και συνάμα τυπική έκφραση της νοσταλγίας που όλοι νιώθουμε για έναν χαμένο και συνήθως εξωιστορικό παράδεισο. Από την άποψη αυτή, νομίζω πως μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι όλοι-μας είμαστε, πνευματικά, εξόριστοι Αρκάδες.
»Καιρός όμως να προσεγγίσουμε το αποψινό-μας θέμα από κάπως πραγματιστικότερη σκοπιά: Τον περασμένο Οκτώβριο, η ευσέβεια και η δικαιοσύνη των γηγενών Αρκάδων θέλησε να γιορτάσουμε τα ογδοντάχρονα του Κώστα Καρυωτάκη στην γενέτειρά-του, οργανώνοντας μια ομιλία με συνεργασία του Φιλοτεχνικού Ομίλου Τριπόλεως και της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Η ομιλία αυτή –και πάλι χάρη στους Αρκάδες– επαναλαμβάνεται σήμερα στην πόλη-μας, που τρέφει εδώ και χρόνια ζωτικούς πνευματικούς και κοινωνικούς δεσμούς με τον ποιητή και το έργο-του.
»Επιτρέψετέ-μου να σας υπενθυμίσω ότι στον τηλεφωνικό κατάλογο της Θεσσαλονίκης περιλαμβάνεται πάντα το όνομα του αείμνηστου δικηγόρου Κώστα Καρυωτάκη, πρώτου εξάδελφου του ποιητή· ότι ο καθηγητής της Αρχιτεκτονικής Μορφολογίας και Ρυθμολογίας του Πολυτεχνείου-μας, κ. Νίκος Μουτσόπουλος, είναι μικρανεψιός του ποιητή· και να σημειώσω με χαρά ότι ο γιος του αγαπημένου ανεψιού του ποιητή, Άρι Νικολετόπουλου, είναι σήμερα φοιτητής της Νομικής-μας Σχολής. Όσο για τους αποκλειστικά πνευματικούς δεσμούς, αρκούμαι να μνημονέψω τους ποιητές Γ.Θ. Βαφόπουλο, Μανόλη Αναγνωστάκη και Ανέστη Ευαγγέλου, και να υπογραμμίσω πως η πρώτη διδακτορική διατριβή με θέμα τον Καρυωτάκη υποστηρίχτηκε στην Φιλοσοφική Σχολή-μας από τον ποιητή (και συνάδελφο σήμερα στα Γιάννενα) Κώστα Στεργιόπουλο.
»Λιγότερο γνωστό, ίσως είναι ότι ο ίδιος ο Καρυωτάκης ήρθε τουλάχιστον δύο φορές στην Θεσσαλονίκη κατά το διάστημα της σύντομης ζωής-του. Πρώτη φορά την άνοιξη του 1918, μόλις πήρε το δίπλωμα της Νομικής στην Αθήνα, έρχεται στην Θεσσαλονίκη να ιδεί τους γονείς-του, γιατί ο πατέρας-του υπηρετούσε τότε εδώ ως νομομηχανικός. Την δεύτερη φορά, από τον Νοέμβριο 1919 ως τον Φεβρουάριο 1920, ο ίδιος ο ποιητής υπηρετεί εδώ, πρωτοδιορισμένος στην Νομαρχία Θεσσαλονίκης, αφού μάταια επιχείρησε να ασκήσει το δικηγορικό επάγγελμα στην Αθήνα.
»Και οι δύο αυτές διαμονές-του στην πόλη-μας δεν στάθηκαν άκαρπες ποιητικά: είναι βέβαιο ότι το 1920 έγραψε εδώ το ποίημα που μας είναι γνωστό με τον τίτλο «Σε παλαιό συμφοιτητή». Αλλά και η πρώτη-του επίσκεψη πιστεύω πως είχε ως έμμεση συνέπεια να γράψει τον «Μιχαλιό» – γιατί ξέρουμε ότι άμεση συνέπεια της ευσέβειας που έδειξε τότε ο Καρυωτάκης απέναντι στους γονείς-του ήταν να συλληφθεί στην Θεσσαλονίκη ως δήθεν ανυπότακτος και να εμπλακεί σε μια στρατολογική περιπέτεια, από την οποία αποκόμισε τις στιφές εμπειρίες της κοινωνικής αδικίας που τον έσπρωξαν να γράψει την πρώτη-του σάτιρα.
»Ευσέβεια, λοιπόν, και δικαιοσύνη –οι αρχαϊκές αρετές των Αρκάδων, όπως τονίζει ο Παυσανίας– ή, αν προτιμάτε το χριστιανικό-τους όνομα, Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη, είναι οι ρίζες του σατιρικού Καρυωτάκη».

2. Βασ. Τοκατλίδου, Οι μεταφράσεις του Καρυωτάκη: ένταξή-τους στο ποιητικό πρωτότυπο έργο των συλλογών-του, Θεσσαλονίκη 1978.

3. Στην ομιλία, τα δύο αυτά ποιήματα, καθώς και σχεδόν όλα όσα μνημονεύονται κατόπι, διαβάστηκαν ολόκληρα. Εδώ κατά κανόνα περιορίζομαι στην παράθεση, των τίτλων-τους.



Εισήγηση στον Φιλοτεχνικό Όμιλο Τρίπολης στις 31 Οκτωβρίου 1976. Περιλαμβάνεται και στον τόμο Στα χνάρια του Καρυωτάκη, 1989, 73-92· βλ. αρ. 509.

Edouard Vuillard - Τhe Window