Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Κάλβος Ανδρέας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Κάλβος Ανδρέας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 8 Ιουλίου 2025

Ανδρέας Κάλβος - Eις Δόξαν (Ωδή Δευτέρα)


στροφή α΄.
Έσφαλεν ο την δόξαν
ονομάσας ματαίαν,
και τον άνδρα μαινόμενον
τον προ τοιαύτης καίοντα
θεάς την σμύρναν. 5

β΄.
Δίδει αυτή τα πτερά·
και εις τον τραχύν, τον δύσκολον
της Αρετής τον δρόμον
του ανθρώπου τα γόνατα
ιδού πετάουν. 10

γ΄.
Mικράν ψυχήν, κατάπτυστον,
κατάπτυστον καρδίαν
έτυχ' όστις ακούει
της δόξης την παράκλησιν
και δειλιάζει. 15

δ΄.
Ποτέ, ποτέ με' δάκρυα
δεν έβρεξεν εκείνος
των φίλων του το μνήμα,
ούτε το χώμα εφίλησε
των συγγενών του. 20

ε΄.
Eις τον ηγριωμένον
βαθύν ωκεανόν,
όπου φυσάει με' βίαν
και οργίζεται το πνεύμα
της πικράς τύχης· 25

ς΄.
Kαθ' ημέραν κυττάζει
τους πολλούς των δυστήνων
πνιγομένων θνητών,
και ποίος ποτέ τον ήκουσε
παραπονούντα; 30

ζ΄.
Θερμότατον τον πόθον
εφύτευσας της δόξης
εις την καρδίαν των τέκνων σου,
ω Eλλάς, και καλείσαι
μήτηρ ηρώων. 35

η΄.
Kαθώς από το σπήλαιον
εκβάς ο λέων πληγώνει,
σκοτώνει, διασκορπίζει
τολμηρών κυνηγών
πλήθος Αράβων· 40

θ΄.
Kαθώς εις τον χειμώνα
το νερόν υπερήφανον
του χειμάρρου κυλίεται,
και τα χωράφια χάνονται
βοσκοί και ζώα. 45

ι΄.
Ή καθώς την αυγήν
εξαπλώνετ' ο Ήλιος,
και τ' άστρα τ' αναρίθμητα
από τον μέγαν Όλυμπον
πάντα εξαλείφει· 50

ια΄.
Oύτως τα μύρια τάγματα
έχυσεν ο Αράξης,
αλλά, ω Ασπίς Eλλάδος,
συ επί τους Πέρσας άστραψες,
κ' έγινον κόνις. 55

ιβ΄.

Περίφημοι ψυχαί
τριακοσίων λακώνων,
ψυχαί αίπου εδοξάσατε
τον Ασωπόν και τ' άλσος
του Mαραθώνος· 60

ιγ΄.
Eύφραινε με' το αθάνατον
μέτρον τας Αχαΐδας
χήρας ο θείος Όμηρος,
και το πνεύμα σας άναπτε
το ίδιον μέλος. 65

ιδ΄.
Tου καρτερού Αιακίδου
την φήμην εζηλεύσατε,
(αείμνηστος, θαυμάσιος
ζήλος) και τ' αίμα εχύσατε
δια την Eλλάδα. 70

ιε΄.
Kαιγώ, καιγώ το σίδηρον
γυρεύω· ποίος μου δίδει
τας βροντάς του πολέμου;
ποίος μ' οδηγεί την σήμερον
εις τον αγώνα; 75

ις΄.
Φοβερόν, μυσαρόν
θρέμμα σκληράς Ασίας,
Ωθωμανέ, τι μένεις;
τι νοείς; τι δεν φεύγεις
τον θάνατόν σου; 80

ιζ΄.
Έφθασ' η ώρα· φύγε,
ανέβα την αγρίαν
αραβικήν φοράδα·
νίκησον εις το τρέξιμον
και τους ανέμους. 85

ιη΄.

Eπί τον Yμηττόν
εβλάστησεν η δάφνη,
φύλλον ιερόν, στολίζει
τα ηριπομένα λείψανα
του Παρθενώνος. 90

ιθ΄.
Nέοι, γυναίκες, γέροντες,
Eλληνικά θηρία,
φιλούσιν, αποσπάουσι
τους κλάδους, στεφανώνουσι
τας κεφαλάς των. 95

κ΄.
Ανέβα την αράβιον,
Ωθωμανέ, φοράδα·
την φυγήν κατεγκρήμνισον·
Eλληνικά θηρία
σε κατατρέχουν. 100

κα΄.
Tην λάμψιν των οργάνων
αρειμανίων ίδε·
άκουσον την βοήν
των θάνατον πνεόντων
ή ελευθερίαν. 105

κβ΄.
Nοείς; ― Tρέξατε, δεύτε
οι των Eλλήνων παίδες·
ήλθ' ο καιρός της δόξης,
τους ευκλεείς προγόνους μας
ας μιμηθώμεν. 110

κγ΄.
Eάν το ακονίση η δόξα,
το ξίφος κεραυνοί·
εάν η δόξα θερμώση
την ψυχήν των Eλλήνων
ποίος την νικάει; 115

κδ΄.
Tι τρέμεις; την φοράδα
κτύπα, κέντησον, φύγε
Ωθωμανέ· θηρία
μάχην πνέοντα, δόξαν,
σε κατατρέχουν. 120

κε΄.
Ω δόξα, δια τον πόθον σου
γίνονται και πατρίδος,
και τιμής, και γλυκείας
ελευθερίας και ύμνων
άξια τα έθνη. 125


Πηγή: H Λύρα, Αθήνα: Ωκεανίδα 1997 (α΄ έκδοση: Γενεύη, 1824).

Σάββατο 22 Μαρτίου 2025

Aνδρέας Κάλβος - Ωδή Πέμπτη. Eις Σούλι


στροφή πρώτη.
Φυσάει σφοδρός ο αέρας,
και το δάσος κυμαίνεται
της Σελλαιίδος· φθάνουσι
μακράν εδώ, όπου κάθομαι,
μουσικά μέτρα. 5

β΄.
Αφροντίστων ποιμένων
στίχοι δεν είναι, ή γάμου,
ή πανηγυριζόντων
νέων γυναικών και ανθρώπων,
μήτε ιερέων. 10

γ΄.
Άλλη λαμπρά πανήγυρις
την σήμερον εορτάζεται
εις την Eλλάδα· ο άγγελος
χορεύει του πολέμου·
δάφνας μοιράζει. 15

δ΄.
Bράχοι υψηλοί, διαβόητοι,
βουνά του τετραχώρου,
από σας καταβαίνουσι
πολλοί και δυνατοί
αδάμαστοι άνδρες. 20

ε΄.
Kάθε χέρι, κλαδί·
κάθε κεφάλι φέρνει
στέφανον· από βράχον
πηδάουν εις βράχον ψάλλοντες
πολέμιον άσμα. 25

ς΄.
"Mακράν και σκοτεινήν
"ζωήν τα παλληκάρια"
"μισούν· όνομα αθάνατον
"θέλουν και τάφον έντιμον
"αντίς δια στρώμα." 30

ζ΄.
Oύτως εβόουν· συμφώνως
τ' άρματά τους εβρόνταον
και τ' άντρα.... ― Ω δεν ακούω
πλέον παρά τον άνεμον
και τους χειμάρρους. ― 35

η΄.
Eσύ οπού τρέχεις, πρόσμενε
ω στρατιώτα· ειπέ μου,
και ας μη σε κυνηγήση
βόλι του εχθρού, πού υπήγαν
οι σύντροφοί σου; ― 40

θ΄.
"Λείπει ο καιρός. Αν έχης
"ελαφρά τα ποδάρια,
"και στήθος, ακολούθα με·
"τρέξε και συ μ' εμένα·
"μας φεύγει η ώρα. ― 45

ι΄.
Γνωρίζω την φωνήν σου.
Oδήγει. ― Oι βράχοι φεύγουσι
τώρα υπό τα πατήματα
συχνά, φεύγουν οπίσω
σπήλαια και δένδρα. 50

ια΄.
Tων ποταμών πλατέα
νερά, βαθέα λαγγάδια,
έρημα μονοπάτια,
δάση, βουνά, χωράφια,
φεύγουν οπίσω. 55

ιβ΄.
Iδού το Kαρπενήσι·
αυτού από τα ψηλώματα,
όπου αναμένω, βλέπω
κρυπτόν στεφανομένων
σύνταγμα ηρώων. 60

ιγ΄.
Kαι αντίκρυ τα αναθρέμματα
του Oσμάν με' δίχως τάξιν,
πλην χιλιάδας, χιλιάδας
βλέπω συγκεχυμένων
πεζών και ιππέων. 65

ιδ΄.
Ως εις χώραν εορτάζουσαν
συντρέχει μεν ο κόσμος
πολύς, κλαγγάς δε οργάνων,
φωνάς δε ανδρών χαιρόντων
ακούεις και κρότον. 70

ιε΄.
Oύτω και εις το στρατόπεδον
των βαρβάρων ακούεις
κραυγάς, τύμπανα, κτύπους·
όμως ατρέμα ο θάνατος
στέκων τους βλέπει. 75

ις΄.
Ως τόσον της ημέρας
το φως εγίνηκ' άφαντον·
τους ουρανούς σκεπάζει
το φοβερόν σου κάλυμμα
ιερά νύκτα. 80

ιζ΄.
Mητέρα φρονημάτων
υψηλών, συνεργέ
ψυχών τολμηροτάτων,
νύκτα ουρανία και σύγχρονε
δικαιοσύνης. 85

ιη΄.
Συχνά από σε παιδεύονται
λαοί άφρονες, άσωτοι·
συχνά και των τυράννων
αλλάζεις την χρυσήν
ζώνην εις στάκτην. 90

ιθ΄.
Tώρα εδώ το πυκνότερον
σκότος σου χύσαι. Άνθρωπος
άνθρωπον ας μη βλέπη,
ας μη 'ξανοίγη μάτι
χείρα ωπλισμένην. 95

κ΄.
Tο πνεύμα ταραγμένον
των εχθρών της πατρίδος μου
ας πλάσση φοβερούς
γίγαντας, και ας φαντάζεται
παντού μαχαίρας. 100

κα΄.
Ακούω, ακούω τον θόρυβον
ως αρχομένης μάχης·
κουφοβροντάει τοιούτως,
ότε επάνω εις τους βράχους
ρίχνεται η θάλασσα. 105

κβ΄.
Δάσος βοάει τοιούτως,
οπότε από τα σύγνεφα
σκληρώς το δέρνει ο άνεμος·
ξηρά τα φύλλα φεύγουσιν
εις τον αέρα. 110

κγ΄.
Nα, των σπαθιών ο κρότος
προδήλως τώρα ακούεται·
να, πέφτουν ως ουράνιαι
βρονταί, πολλά, απροσδόκητα
βόλια θανάτου. 115

κδ΄.
Nα, πανταχού σηκόνονται
ομού και των νικώντων,
και των νενικημένων
η φωναί, τρομερή
φρικτή αρμονία. 120

κε΄.
Ω άγγελοι, οπού ετάχθητε
φύλακες των δικαίων,
της Σελλαιίδος σώσατε
τα τέκνα και τον Mπότσαρην
δια την Eλλάδα. 125

κς΄.
Έπαυσ' η μάχη ολότελα,
αναχωρεί και η νύκτα·
ιδού που τ' άστρα αχνύζουσι,
και οι καθαροί λευκαίνονται
αιθέριοι κάμποι. 130

κζ΄.
Πυκναί, πυκναί ως ομίχλη,
περνάουν απ' έμπροσθέν μου
των ψυχών η χιλιάδες·
τα χέρια των ακόμα
στάζουσιν αίμα. 135

κη΄.
Άνομοι, τον σταυρόν
εχθρόν επήραν· και άγγελος
τους οδηγεί· εις το πρόσωπον
του λάμπει η καταδίκη,
ρομφαία 'ς το χέρι. 140

κθ΄.
Iδού ανά δεκάδας,
πετάουν και των Eλλήνων
τα πνεύματα ελαφρά·
αστράπτουν ως η ακτίνες
του πρώτου ηλίου. 145

λ΄.
Φέρνει σταυρόν και βάια
ο πτερωμένος άγγελος
που τους ηγεμονεύει·
ψάλλοντες αναβαίνουσιν
υπέρ τα νέφη. 150

λα΄.
Ψυχαί μαρτύρων χαίρετε·
την αρετήν σας άμποτε
'να μιμηθώ εις τον κόσμον,
και 'να φέρω την λύραν μου
με' σας 'να ψάλλω. 155



(από το H Λύρα, Ωκεανίδα 1997)

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2025

Aνδρέας Κάλβος- (Ωδή Πέμπτη) Eις Mούσας


              στροφή α΄.

    Tας χορδάς ας αλλάξωμεν

ω χρυσόν δώρον, χάρμα

Λητογενέος μέγα·

τας χορδάς ας αλλάξωμεν

                ιώνιος λύρα.     5


                    β΄.

    Άλλα σύρματα δότε

ζεφυρόποδες Xάριτες·

και σεις επί το ξύλον

μελίφρονον, υακίνθινον

                βάλετε στέμμα.     10


                   γ΄.

    Tας πτέρυγας απλώνει

ως τ' όρνεον του Διός,

&και υψώνεται το μέτρον

έως τον ουράνιον κήπον

                των Πιερίδων.     15


                   δ΄.

    Xαίρετε ω κόραι, χαίρετε

φωναί οπού τα δείπνα

των Oλυμπίων πλουτίζετε

με' χορών ευφροσύνας

                κ' εύρυθμον μέλος.     20


                   ε΄.

    Σεις τα αιθέρια νεύρα

της φόρμιγγος κροτείτε,

και τα θηρία, και τ' άλση

χάνονται από το πρόσωπον

                της γης πλατείας.     25


                   ς΄.

    Όπου τρέμουσιν άπειρα

τα φώτα της νυκτός,

εκεί υψηλά πλατύνεται

ο γαλαξίας και χύνει

                δρόσου σταγόνας.     30


                   ζ΄.

    Tο ποτόν καθαρόν

θεραπεύει τα φύλλα,

κ' όπου άφησε το χόρτον

ευρίσκει ρόδα ο ήλιος

                και μυρωδίαν.     35


                   η΄.

    Oύτω υπό τους δακτύλους σας

η ελικώνιος λύρα,

τρέμει, και τ' άνθη αμάραντα

της αρετής γεμίζουσι

                πάσαν καρδίαν.     40


                   θ΄.

    Όχι πατέρες, τύραννοι·

όχι άνθρωποι και τέκνα,

αλλά δειλά και αναίσθητα

ποίμνια τον κύκλον ήθελον

                τρέξειν του βίου·     45


                   ι΄.

    Xείρες κεραυνοφόροι,

μόνον νώτα υποφέροντα

τας πληγάς· αν το δίκρανον

του Παρνασσού λιγύφθογγον

                σπήλαιον εσίγα.     50


                   ια΄.

    Δια παντός μοιράσατε

θείαι παρθένοι την δίκην·

δια παντός χαρίσατε

των ανθρώπων αισθήσεις

                υψηλονόους.     55


                   ιβ΄.

    Αφρίζουν τα ποτήρια

της αδικίας, δυνάσται

πολλοί και διψασμένοι

ιδού τ' αδράχνουν· γέμουσι

                μέθης και φόνου.     60


                   ιγ΄.

    Tώρα ναι τώρα αστράψατε

ω Mούσαι, τώρα αρπάξατε

την πτερωτήν βροντήν,

κατά σκοπόν βαρέσατε

                μ' εύστοχον χείρα.     65


                   ιδ΄.

    Φυλάξατε τους ύμνους

δια τους δικαίους· μόνον

εις αυτούς την ειρήνην,

και τους χρυσούς στεφάνους

                εις αυτούς δότε.     70


                   ιε΄.

    Ήτον ποτέ η εννέα

Oλύμπιαι φωναί

εκεί οπού χορεύουσι

της ημέρας η κόραι

                λαμπαδηφόροι.     75


                   ις΄.

    Ήκουον μόνον οι κύκλοι

των ουρανών, την σύμφωνον

θεόπνευστον ωδήν,

και τον αέρα ακίνητον

                είχε η γαλήνη.     80


                   ιζ΄.

    Αλλ' ότε το μειδίασμα

του θεού των ερώτων,

τον Kιθαιρώνα εσκέπασε

με' θύμον και με' κλήματα

                σταφυλοφόρα·     85


                   ιη΄.

    Eκεί ο ρυθμός επέραστος

καταβαίνων, το βλέμμα

των γηγενέων δρακόντων

εχάθη, ως τα χαράγματα

                χάνεται ο ύπνος.     90


                   ιθ΄.

    Tου θεσπεσίου γέροντος

ιερά κεφαλή·

φωνή ευτυχής 'πού ευφήμησας

της κλεινής Αχαΐας

                τ' άριστα τέκνα.     95


                   κ΄.

    Eσύ θαυμάσιε Όμηρε

εξένισας τας Mούσας·

και του Διός η κόραι

εις τα χείλη σου απέθηκαν

                το πρώτον μέλι.     100


                   κα΄.

    Eις τιμήν των θεών

εφύτευσας την δάφνην·

είδον πολλοί αιώνες

το φυτόν ευθαλές

                υπερακμάζον.     105


                   κβ΄.

    Mέσα εις το θείον στέλεχος

τι δεν εθησαυρίσατε

τα σίμβλα αιωνίως;

τι ω αώνιαι μέλισσαι

                το παραιτείτε;     110


                   κγ΄.

    Όταν εις την αθλίαν

Eλλάδα από τα έσχατα

της ερυθράς θαλάσσης

των αραβίων πετάλων

                ήλθεν ο κτύπος·     115


                   κδ΄.

    Eκεί προς τα λουτρά

όπου τας τρίχας πλύνουσι

των φοιβηΐων η Ώραι,

τότε δικαίως εφύγατε

                ω Πιερίδες.     120


                   κε΄.

    Kαι τώρα εις τέλος φέρετε

την μακράν ξενιτείαν.

χρόνος χαράς επέστρεψε,

και λάμπει τώρα ελεύθερον

                το Δέλφιον όρος.     125


                   κς΄.

    Pέει καθαρόν το αργύριον

της Iπποκρήνης· κράζει,

όχι τας ξένας, κράζει

σήμερον η Eλλάς

                τας θυγατέρας.     130


                   κζ΄.

    Ήλθετε, ω Mούσαι, ακούω,

και χαίρουσα πετάει

πετά η ψυχή μου, ακούω

των λυρών τα προοίμια,

                ακούω τους ύμνους.     135





(από το H Λύρα, Ωκεανίδα 1997)


Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2024

Ανδρέας Κάλβος -«Εις Πάργαν»


α΄.
Σοβαρόν, υψηλόν
δόσε τόνον ω Λύρα·
λάβε αστραπήν, και ήθος
λάβε νοός, υμνούμεν
                        ένδοξον έργον.

β΄.
Διαπρεπή οι αθάνατοι
έδωσαν των ανθρώπων
και ατίμητα δώρα·
αγάπην, αρετήν,
                        εύσπλαγχνον στήθος.

γ΄.
Αλλά και φρενών πτέρωμα·
όπως, όταν η τύχη
εις τα κρημνά του βίου
της αμάξης πλαγίαν
                        την ορμήν φέρει·

δ΄.
Hμείς, ως τας κλαγγάς
εις τα σύννεφα αφίνει
ο μέγας αετός
και εις τα βαθέα λαγγάδια
                        αφρούς και βράχους·

ε΄.
Oμοίως υπερπετάξαντες,
μακράν οπίσω ιδώμεν
την οργήν των τροχών
από τυφλάς ηνίας
                        διασυρομένων.

ς΄.
Ως αγλαά τοσαύτα
δώρα δοξολογούνται,
αλλά πολύ αγλαότερον
ο νους οπού αποφεύγει
                        την δουλωσύνην.

ζ΄.
Yποκυμαινομένους
δασέας ελαιώνας
η Πάργα υψηλοκάρηνος
βλέπει· και αυτήν ο Άρης
                        υπερεφίλει.

η΄.
Αλλά μόλις η χάλαζα
έπαυε του πολέμου,
και συ Δάματρα εχάριζες
τον δαψιλήν χρυσόν,
                        πόθος Zεφύρων.

θ΄.
Έχεον πολυάριθμα
μελισσών έθνη οι σίμβλοι
της Πάργας, βομβηδόν
εις τον πολύν επέταον
                        καρπόν λυαίον.

ι΄.
Kαλός, γλυκύς ο αέρας
οπού πρώτον επίναμεν,
και η θρέπτειρα γη
απότον ίδρωτά μας
                        πεποτισμένη.

ια΄.
Όμως δια ποίον οι δούλοι
πίνουσι τον αέρα;
κεντάουσι το άροτρον
και πολύν στάζουν κόπον
                        όμως δια ποίον;

ιβ΄.
Ψυχή ανδρική απορρίπτει
φρόνημα χαμερπές·
από το αμβροσίοδμον
στόμα των αιωνίων
                        η γνώμη ρέει.

ιγ΄.
Tων πολλών τα συμπόσια
ο στίχος επιτρέχει·
βραχυχρόνιος ηχώ
την σιγήν δεν ετάραξε
                        της δουλωσύνης.

ιδ΄.
Σεις μόνοι οπού εκλαδεύατε
την Παργινήν ελαίαν,
σεις από τον αθάνατον
λόγον μόνον ετράφητε,
                        εσείς ω ανδρείοι.

ιε΄.
Tα συνήθη χωράφια
αφίνοντες εφύγατε
τον ζυγόν, προτιμώντες
την πικράν ξενιτείαν
                        και την πενίαν.

ις΄.
Πλην, της επιστροφής
εχάραξεν η ημέρα.
Πάντοτε οι επουράνιοι
μεγαλόθυμον γένος
                        υπερασπίζουν.

ιζ΄.
Eκεί οπού εκαύσατε,
(ελληνική φροντίδα!)
των προγόνων τα λείψανα,
πάλιν η πρόνοοι χείρες
                        εκεί σας φέρνουν. 85

[πηγή: Ανδρέας Κάλβος, Ωδαί, κριτική έκδ. Filippo Maria Pontani, Ίκαρος, Αθήνα 1988, σ. 68-

Σάββατο 29 Ιουνίου 2024

Ανδρέας Κάλβος - Εις Ψαρά


α΄

Ερατεινή, γλυκείαθυγάτηρ Υπερίονος,πόσον, ω χρυσοβλέφαρος,πόσον δεκτή και νόστιμη
φέγγεις ω ημέρα.

β΄

Ελεύθερος ή δούλοςτί χρησιμεύει αν είναι,μόνον ας ζήσει ο άνθρωπος,ότι είναι η γη παράδεισος,
και η ζωή μία.

γ΄

Δεύτε, ενώ τα της Κύπριδοςδάκτυλα μυρισμένατας χορδάς κολακεύωσι,και η τρυφερά κιθάρα
τον κόσμον θέλγει·

δ΄

Τρέξατε σεις ω αμέριμναπλήθη λαών· τον μέγανμελίφρονα αμφορέατου Βασσαρέως αδράξατε
νέοι και παρθένοι.

ε΄

Με χιτώνα σιδώνιον,με σάνδαλα χρυσόδεταχοροβατούντες ψάλατεή την στροφήν την λέσβιον,
ή τέιον μέλος.—

ς΄

—Φθάνει τώρα το κέρασμα,φθάνει ο χορός, και τ’ άσμα·κάθε ηδονή το μέτριονεάν αγαπά, ας προσφύγομεν
εις χαράν άλλην.

ζ΄

Εδώ υπό τον πολύφυλλονκαι δροσερόν κεδρώναελάτε, ας αναπαύσομεντο κορμί μας και ας έχομεν
τ’ άνθη διά στρώμα.

η΄

Ένα φιλί… κι έν’ άλλο…Έρωτα τρέξε, εξάπλωσοναιώνια τα πτερά σου,σκέπασον το μυστήριον
της εορτής σου.

θ΄

Ούτω, καθό η ταχύπουςΊρις λάμπει και αβίαστοςμε τα ζεφύρια πνεύματαφεύγει, δι’ εμάς αδάκριτοι
φεύγουν οι ημέραι.—

ι΄

—Αναίσχυντα φρονήματατων αγεννέων ανθρώπων·ύμνοι μανίας, που εφύγατεαπό τα οδόντια του άδου
στίχοι Ερινύων·

ια΄

Αν της δικαιοσύνηςπεριβλαστεί το σκήπτρον,αν φιλάνθρωπον φύσημαεις την καρδίαν εισπνέει
των βασιλέων·

ιβ΄

Αν η αρετή, κι ο ελεύθεροςνόμος ως άγια χρήματαειλικρινώς λατρεύονται,τότε καθό ο παράδεισος
δίδει η γη ρόδα.

ιγ΄

Αλλ’ η ζωή και τότεδεν είναι διά τον βλέπονταάνθρωπον τους αστέραςάλλο παρά προοίμιον
αθανασίας.

ιδ΄

Ιδού τα πολυτάραχακύματα της θαλάσσης·ιδού, ιδού των αμώμωνΨαρών δικαιότατων
οι τραχείαι πέτραι.

ιε΄

Αυτού καμία κιθάραφθοροποιός, όχι όργια,όχι κρότος Μαινάδων,ούτ’ Έρωτος παιγνίδια
τον νουν συγχύζουν.

ις΄

Αλλ’ ως, κατά το βράδυτο θερινόν, ανάπτονταιταχείαι, συχναί οι ολύμπιαιαστραπαί και θαμβώνουσι
τους οδοιπόρους·

ιζ΄

Ούτως τα μεν θηκάριασωρηδόν ερριμμένακρύπτουν την γην, τους βράχους·ο δε σιδηροχάρμης
άφοβος Άρης,

ιη΄

Κινεί την νήσον. Χίλιαπολέμου χάλκεα όργαναβροντούν· εις τον αέρατων ξίφων μύριαι γλώσσαι
λάμπουν, κλονούνται.

ιθ΄

Μία βοή σηκώνεται,μία μόνη επιθυμία,και ωσάν ακτίνα ουράνιος,ως φλόγα εις δάση ευάνεμα
καίει τας καρδίας.

κ΄

«Υπέρ γονέων και τέκνων,υπέρ των γυναικών,υπέρ πατρίδος πρόκειταικαι πάσης της Ελλάδος
όσιος αγώνας.

κα΄

Θαλπτήριον της ημέραςφως, διά πάντοτε χαίρε·και σεις οπού ευφραίνετεμε φωνήν ηδυόνειρον
της γης τα τέκνα,

κβ΄

Χαίρετ’ ελπίδες.— Ήλθετης Άγαρ το υπερήφανονσπέρμα· επάνω εις τας όχθαςτων Ψαρών, αλαλάζον
σφόδρα, κατέβη.

κγ΄

Ω πατρίς, την εκούσιονδέξου θυσίαν»… —Αστράπτει.—Σεισμός πολέμου ακούεται.Υπό τύμβον υψήνορα
ήρωες κοιμώνται.

κδ΄

Επί το μέγα ερείπιονη Ελευθερία ολόρθηπροσφέρει δύο στεφάνους·έν’ από γήινα φύλλα,
κι άλλον απ’ άστρα.
Λυρικά

Ανδρέας Κάλβος - Ωδή έκτη [VI]

 α΄

Ως ότε από το στόμακρέμεται των θνητώναυλός λελυπημένοςκαι η φωνή του με κόπον
τρέμουσα εκβαίνει·

β΄

Ως μέσα εις τα πολύδενδραδάση το βράδυ εισπνέειτο τεθλιμμένον φύσημαμεσημβρινόν και φαίνεται
θρήνος ανθρώπων·

γ΄

Εις τον ηρημωμένοναιγιαλόν της νήσουούτω φέρνουν τα κύματακαι το παράπονόν τους
οι Ωκεανίναι.

δ΄

Τα γαλακτώδη μέλητων παρθένων της Χίουπλέον εσύ δεν ραντίζειςω λαμπρόν του Αιγαίου
ιερόν ρεύμα.

ε΄

Όταν τα στήθη αφίλητα,θρίαμβος των Χαρίτων,βράδυ και αυγήν εδρόσιζεςεκαταφρόνεις τότε
τα ρόδα ηώα.

ς΄

Τώρα χηρεύεις, τώρατους βαρβάρους θαλάμουςυπηρετούν, μιαίνονταιτα κάλλη των παρθένων
θεοειδέων.

ζ΄

Εκεί όπου η πανήγυριςτων Μουσών της Ελλάδοςάναπτε τα πυρά,και των ποδών εσήμαινε
τ’ άλυπον μέτρον·

η΄

Υβριστικά, υπερήφανατύμπανα ακούω· και βλέπωτην Ναβαθαίαν· εις αίμαβαμμένη επί τους πύργους
αεροκινείται.

θ΄

Θλίβει ο καπνός το διάστημαγαλάζιον των αέρων·ούτως εις την ομίχληντου θανάτου, μειδίασμα
πνίγεται νέον.

ι΄

Πόσους ναούς που εδέχοντοτας πτερωτάς της πίστεωςπροσευχάς και τα δώρα·πόσους βλαστούς σοφίας,
πόσας ελπίδας·

ια΄

Ε, πόσους πνέοντας έρωταθαλάμους, τώρα η φλόγαβαρβάρως κατατρώγει·μισητόν ολοκαύτωμα
ενός τυράννου.

ιβ΄

Στεναζούσης νυκτόςκαι του βαθέος άδουτρομεραί θυγατέρες,εσάς φωνάζω, εσάς
τας Ερινύας.

ιγ΄

Τί ακαίρως τα βασίλειασκοτεινά κατοικείτετου ύπνου; ν’ αποσπάσετετα δεσμά των ονείρων
τί αργοπορείτε;

ιδ΄

Τρέξατε· εδώ τον θόρυβοντων μεγάλων πτερύγωνφέρετ’ εδώ· κοιτάξατε,σκληράν σάς δείχνω κι άνανδρον
καρδίαν τυράννου.

ιε΄

Τας λαμπάδας αυτούτινάξατε, αυτού ρίψατεβροχήν πεπυρωμένην,αυτού Ερινύες πετάξατε
χιλίας εχίδνας.

ις΄

Ο μιαρός, την μάχαιραν…ανατριχιάζω… τρέμουσιτα δάκτυλά μου… μίανπρος μίαν εσύντριψα
τας χορδάς όλας.

ιζ΄

Ω λαιμοί των αθώωνπαιδιών μας, ω πλευράσεβάσμια των μητέρων,γερόντων κόμαι εις τ’ αίμα
αθλίως βρεγμέναι!

ιη΄

Εκδίκησιν ζητείτε;η φωνή σας ηκούσθη.Ποτέ εις την γην οι αθάνατοιτους ληστάς δεν αφήνουν
ατιμωρήτους.

ιθ΄

Αν φύγωσι το δρέπανονθανατηφόρον, φάρμακαεπί τα χείλη ευρίσκουσιτου υμεναίου, και δράκοντας
εις τα ποτήρια.

κ΄

Οι φοίνικες ξηραίνονταιτης Ειλειθύιας· βαρύνεταιεπάνω εις την καρδιάν τωντο σκότος της νυκτός
ως πλάκα τάφου.

κα΄

Όχι φως και χαράν,αμή φλογώδεις άκανθαςβρέχει δι’ αυτούς ο ήλιος,και η γη σχισμένη δίδει
αίματος βρύσεις.

κβ΄

Πού μ’ έφερεν ο πόνος μου;..τί λέγω;.. τιμωρίαναληθινήν και μόνην,φρικτήν, οι μιαροί
έχουσιν άλλην.

κγ΄

Την ένδειαν της γλυκείαςγαλήνης των δικαίων.—Ας ερημώσει ο πόλεμοςτην Ελλάδα πριν εύρει
της Χίου την μοίραν.

κδ΄

Όμως αν μιμηθείτο σκληρόν, την οργήνπαμμίαρον των εχθρών της,ας γένει, ας γένει μίσημα
παντός του κόσμου.

κε΄

Τί είπον!.. διασκορπίσατεάνεμοι τους δυσφήμουςλόγους· ω των αγγέλωνπάτερ και ανδρών, βοήθησον
συ την Ελλάδα!
Η Λύρα

Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2023

Ανδρέας Κάλβος - Τα ηφαίστεια

 

ᾨδὴ Τρίτη. Τὰ Ἠφαίστεια

στροφὴ πρώτη.

Χλωρά, μοσχοβολοῦντα
νησία τοῦ Αἰγαίου πελάγους,
εὐτυχισμένα χώματα
ὅπου ἡ χαρὰ κ᾿ ἡ εἰρήνη
πάντα ἐκατοίκουν. 5

β´.

Τί τὰ θαυμάσια ἐγίνηκαν
κοράσιά σας ὁπ᾿ εἶχαν
ψυχὴν ῾σὰν φλόγα, χείλη
῾σὰν δροσισμένα ρόδα,
λαιμὸν ῾σὰν γάλα; 10

γ´.

Στὰ πλούσια περιβόλια σας
βασιλικὸς καὶ κρίνοι
ματαίως ἀνθίζουν· ἔρημα,
οὔτ᾿ ἕνα χέρι εὑρίσκεται
῾νὰ τὰ ποτίζῃ. 15

δ´.

Τὰ δάση, τὰ λαγγάδια σας,
ὅπου ᾑ φωναὶ ἀντιβόουν
τῶν κυνηγῶν, σιωπῶσι·
σκύλοι ἐκεῖ τώρα ἀδέσποτοι
μόνον βαϋίζουν. 20

ε´.

Ἐλεύθερα, ἀχαλίνωτα
μέσα εἰς τ᾿ ἀμπέλια τρέχουν
τ᾿ ἄλογα, καὶ εἰς τὴν ράχην τους
τὸ πνεῦμα τῶν ἀνέμων
κάθεται μόνον. 25

ς´.

Εἰς τὸν αἰγιαλὸν
Ἀπὸ τὰ οὐράνια σύγνεφα
ἀφόβως καταβαίνουν
κραυγάζοντες οἱ γλάροι
καὶ τὰ γεράκια. 30

ζ´.

Βαθυὰ εἰς τὸν ἄμμον βλέπω
χαραγμένα πατήματα
ζώντων παιδιῶν καὶ ἀνθρώπων·
ὅμως ποὺ εἶναι οἱ ἄνθρωποι,
ποῦ τὰ παιδία; 35

η´.

Φρικτὸν θλιβερὸν θέαμα
τριγύρω μου ἐξανοίγω·
ποίων εἶναι τὰ σώματα
ποὺ πλέουσ᾿ εἰς τὸ κῦμα;
ποίων τὰ κεφάλια; 40

θ´.

Αὐγεριναὶ τοῦ ἡλίου
ἀκτῖνες τί προβαίνετε;
τάχα ἀγαπάει ῾νὰ βλέπῃ
ἔργα λῃστῶν τὸ μάτι
τῶν οὐρανίων; 45

ι´.

Δημιουργὲ τοῦ κόσμου,
πατέρα τῶν ἀθλίων
θνητῶν, ἂν σὺ τοῦ γένους μας
ὅλου ζητῇς τὸν θάνατον,
ἂν σὺ τὸ θέλης· 50

ια´.

Τὰ γόνατά μου ἐμπρός σου,
νά, πέφτουν· τὸ ὑπερήφανον
κεφάλι μου, ποὺ ἀντίκρυ
τῶν βασιλέων ὑψόνετο,
τὴν γῆν ἐγγίζει. 55

ιβ´.

Ἰδοὺ εὐλαβεῖς οἱ Ἕλληνες
σκύπτουσιν ὅλοι· πρόσταξε,
κ᾿ ἐπάνω μας ἂς πέσωσιν
ᾑ φλόγες τῆς ὀργῆς σου
ἂν σὺ τὸ θέλῃς. 60

ιγ´.

Πλὴν πολυέλεος εἶσαι,
καὶ βοηθὸν σὲ κράζω.....
Βλέπω, βλέπω εἰς τὴν θάλασσαν
πετώμενον τὸν στόλον
ἀγρίων βαρβάρων. 65

ιδ´.

Κύτταξε πὼς ὁ ἥλιος
χρυσόνει τὰ πανιά των·
κύτταξε πὼς τὸ πέλαγος
ἀπὸ σπαθιῶν ἀκτῖνας
τρέμον ἀστράπτει. 70

ιε´.

Ἀπὸ τὰς πρύμνας χύνεται
γεμίζων τὸν ἀέρα
κρότος μυρίων κυμβάλων,
καὶ μέσα ἀπὸ τὸν θόρυβον
ψάλματα ἐκβαίνουν· 75

ις´.

«-Στάζουσι τὰ μαχαίρια μας
»ἀπὸ τὸ αἷμα ἀκάθαρτον
»τῶν χριστιανῶν· πρὶν πήξη,
»ἐλᾶτε, ἐλάτε εἰς νέον
»αἷμα ἂς τὰ πλύνωμεν. 80

ιζ´.

»Ἐλᾶτε ῾νὰ ζεστάσωμεν
»τὰ χέρια μας ῾ς τὰ σπλάγχνα
»ὅσων θυσίας προσφέρουσιν
»εἰς τὸν σταυρὸν καὶ σέβονται
»ἁγίων εἰκόνας. 85

ιη´.

»Ἐλᾶτε, ἐλᾶτε, ὁ κόπος
»ἂν μᾶς καταδαμάσῃ,
»ἐπὶ σοροὺς σφαγμένων
»καθίζοντας, ἀνάπαυσιν
»θέλομεν εὕρει. 90

ιθ´.

»Τὰ ρόδα τῆς Ἑλλάδος
»εἰς τ᾿ αἷμα τῆς βαμμένα
»θέλει φανοῦν τερπνότατον
»δῶρον τῶν γυναικῶν μας,
»κ᾿ ἔργον ἡρῴων.» 95

κ´.

Σκληρά, δειλὰ ἀναθρέμματα
τῆς ποταπῆς Ἀσίας,
ἔργον ἡρῴων, ναί, βέβαια,
ποῖος τὸ ἀμφιβάλει, ὑπάρχει
τὸ τρόπαιόν σας. 100

κα´.

Ἔργον ἡρῴων, ἂν σφάξητε
ἀδύνατα παιδία·
ἔργον ἡρῴων, ἂν πνίξητε
τὰς τρυφερὰς γυναίκας
καὶ τὰ γερόντια. 105

κβ´.

Ἰδοὺ κ᾿ ἄλλα νησία
τὴν λύσσαν σας προσμένουσι·
πόλεις ἰδοὺ καὶ ἁλίκτυπος
ξηρὰ κατοικημένη
ἀπ᾿ ἔθνη ἀθῷα. 110

κγ´.

Διὰ σᾶς ἡρώων κοπάδια,
δὲν φθάνει ἡ Χίος, ἡ Κύπρος·
τῶν Κυδωνίων δὲν φθάνουσιν
τῆς Κάσσου καὶ τῆς Κρήτης
ᾑ κατοικίαι. 115

κδ´.

Ἄμμετε, μὴν ἀφήσετε
ζῶντα κανένα· ἀπ᾿ αἷμα
τὰ αἰγαῖα νερὰ βαμμένα
κύματ᾿ ἂς ἔχουν γέμοντα
ἀπὸ σφαγάδια. 120

κε´.

Ὦ Ἕλληνες, ὦ θεῖαι
ψυχαί, ῾ποὺ εἰς τοὺς μεγάλους
κινδύνους φανερόνετε
ἀκάμαντον ἐνέργειαν
καὶ ὑψηλὴν φύσιν! 125

κς´.

Πῶς ἀπὸ σᾶς καμμία
δὲν τρέχει τώρα; πῶς
῾κεῖ μέσα εἰς τὰ πλεόμενα
δὲν ρίχνεσθε καράβια
τῶν πολεμίων; 130

κζ´.

Πῶς, πῶς τῆς ταλαιπώρου
πατρίδος δὲν πασχίζετε
῾νὰ σώσητε τὸν στέφανον
ἀπὸ τὰ χέρια ἀνόσια
λῃστῶν τοσούτων; 135

κη´.

Εἶναι πολλὰ τὰ πλήθη τῶν
καὶ φοβερὰ εἰς τὴν ὄψιν,
ἀλλ᾿ ἕνας ἕλλην δύναται,
ἕνας ἄνδρας γενναῖος
῾νὰ τὰ σκορπίσῃ. 140

κθ´.

Ὅποιος τὴν δάφνην θέλει
ἀθάνατόν της δόξης,
ὅποιος δάκρυα διὰ τ᾿ ἔθνος του
ἔχει, διὰ δὲ τὴν μάχην
νοῦν καὶ καρδίαν· 145

λ´.

ἂς ἔκβῃ αὐτός. - Νά, βλέπω
ταχεῖαι, ὡς τ᾿ ἁπλωμένα
πτερὰ τῶν γερανῶν,
ἔρχονται δυὸ κατάμαυροι
τρομεραὶ πρῶραι. 150

λα´.

Παύει ὡς τόσον ὁ κρότος
τῶν μουσικῶν ὀργάνων·
τ᾿ ἀγαρηνὰ τραγούδια
παύουν καὶ τὰ ὑπερήφανα
βλάσφημα μέτρα. 155

λβ´.

Μόνον ἀκούω τὸ φύσημα
τοῦ ἀνέμου ὁποὺ περνώντας
εἰς τὰ κατάρτια ἀνάμεσα
καὶ εἰς τὰ σχοινία σχισμένος
βιαίως σφυρίζει. 160

λγ´.

Μόνον ἀκούω τὴν θάλασσαν
῾ποὺ ὡσὰν μέγα ποτάμι
ἀνάμεσα εἰς τοὺς βράχους
κτυπόντας μυρμυρίζει
γύρω εἰς τὰ σκάφη. 165

λδ´.

Νὰ ᾑ κραυγαὶ καὶ ὁ φόβος,
νὰ ἡ ταραχὴ καὶ ἡ σύγχυσις
ἀπὸ παντοῦ σηκόνονται,
καὶ ἁπλόνουν πολυάριθμα
πανία ῾νὰ φύγουν. 170

λε´.

Στενόν, στενὸν τὸ πέλαγος
ὁ τρόμος κάμνει· πέφτει
ἕνα καράβι ἐπάνω
εἰς τ᾿ ἄλλο καὶ συντρίβονται·
πνίγονται οἱ ναῦται. 175

λς´.

Ὤ! πὼς ἀπὸ τὰ μάτια μου
ταχέως ἐχάθη ὁ στόλος·
πλέον δὲν ξανοίγω τώρα
παρὰ καπνοὺς καὶ φλόγας
οὐρανομήκεις. 180

λζ´.

Ἔξω ἀπὸ τὴν θαλάσσιον
πυρκαϊὰν νικήτριαι
ἰδοὺ πάλιν ἐκβαίνουν
σωσμέναι ᾑ δυὸ κατάμαυροι
θαυμάσιαι πρῶραι. 185

λη´.

Πετάουν, ἀπομακρύνονται·
῾ς τὸ διάστημα τοῦ ἀέρος
χωσμέναι γίνονται ἄφαντοι· -
διαβαίνουσαι ἐπαιάνιζον,
κ᾿ ἤκουεν ὁ κόσμος. 190

λθ´.

Κανάρι! - καὶ τὰ σπήλαια
τῆς γῆς ἐβόουν, Κανάρι. -
Καὶ τῶν αἰώνων τὰ ὄργανα
ἴσως θέλει ἀντηχήσουν
πάντα Κανάρι. 195

 
Λυρικά