Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2024
Κώστας Μαυρουδής - Απόγευμα σε πόλη γαλλική [2]
Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2024
Κώστας Μαυρουδής - Στενογραφία (αποσπάσματα)
Δεν μας παραπλανά το περίλαμπρο χρωματολόγιο από τις σεζλόνγκ και τις πετσέτες της πλαζ, τα γυμνά σώματα που ακινητούν πλάι στο αντιηλιακό τους, οι υποσχέσεις των σιωπηλών βλεμμάτων. Καθόμαστε πάνω στην άμμο· την πρώτη ύλη του τρομακτικού συμβόλου της κλεψύδρας.
***
Δεν ήταν εστέτ. Είχε, άλλωστε, εντάξει σε δυο ποιήματά του τη λέξη «ρέγγα» χωρίς να νιώσει καμιά ενοχή.
***
Υπήρχαν ακόμη θεσμοί, όταν μπορούσες να διορθώσεις την ώρα απ’ το δημόσιο ρολόι.
***
Ξυπνάς και αμέσως διαλύεται ο εφιάλτης ότι έχεις απορριφθεί στην Άλγεβρα, αλλά το πληρώνεις με το αντίτιμο να βαδίζεις πάλι προς τα εξήντα.
***
Ο γιατρός είναι πλέον νεότερός μου, ο αστυφύλακας νεότερός μου, ο καθηγητής της κόρης μου νεότερός μου – η μελαγχολία μου ενηλικιώνεται.
***
Ίσως η τελευταία και συντομότερη φράση του ρόλου μου, που θα ψιθυρίσω δειλός και απαρηγόρητος: «Αυτό ήταν, λοιπόν;»
***
«… Μνήμη, αυτή η παράδοξη Φυσική, να βλέπεις τη σκιά, ενώ το αντικείμενο πια δεν υπάρχει.»
Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2024
Κώστας Μαυρουδής - Τρία ποιήματα
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
ή
Παραίνεση για μια φωτογραφία
Παλιώνω
μπορώ να πω απομακρύνομαι
βέβαια δεν τον εγκαταλείπω
είμαι η μνήμη του
(κάποτε κι εσείς θα χρειαστείτε κληρονόμους
το χαμένο θα ζητά με επιμονή πειστήρια)
είχε λοιπόν στα χείλη σβησμένο το τσιγάρο
σαν καπνιστής σε μαυρόασπρη γαλλική ταινία
(ή όπως ο Μπλεζ Σαντράρ στην κλασική φωτογραφία του)
καθάριζε με το μανίκι του τους δίσκους
πριν να τους βάλει στο γραμμόφωνο
ανάερα βαλς
άλλοτε ρεμβαστικές φωνές
κάτι μπελκάντο (με στροφές που έπεφταν)
γεμάτα χρατς
που τώρα μας αρέσουν στις παλιές ηχογραφήσεις
με το μανίκι τούς καθάριζε
βλέπετε το κεφάλι του με κλίση αριστερά
τάχα παίζει βιολί
ίσως να παρακολουθούσαν κι άλλοι τη σκηνή του δρόμου
είναι φθινόπωρο
(σοβαρά σύννεφα σε σχηματισμούς)
αναγνωρίζουμε την εποχή από τον ουρανό
όπως ο ερασιτέχνης των προγνώσεων
διακρίνει τα σημεία του καιρού
ή ένας φιλότεχνος δεν δυσκολεύεται
από το άφθονο κόκκινο
να αναγνωρίσει νέφη του Μονέ
τον βλέπετε χαμογελά στο φωτογράφο
άγνωστος σαν μεσαιωνικός συνθέτης ο φωτογράφος
(Ανωνύμου
που βλέπουμε κάτω απ’ τον τίτλο)
πρόσωπο
αν το καταλάβατε
της αρχαίας μου επαρχίας
αυτά ήταν δέντρα μπροστά απ’ το σπίτι του
(γκολ ποστ πολύ συχνά τα απογεύματα)
τον ενοχλούσε η φασαρία των θριάμβων
οι κραυγές
η μπάλα στα παράθυρα·
μπορείτε να τον επισκέπτεστε στο μέλλον
όταν θα λείπουμε θέλω να πω
μπορείτε να τον επισκέπτεστε
με αυτό το ποίημα-οδηγό:
το άνοιγμα με τα δέντρα
τα βαλς που χάνουν στις στροφές
η μπάλα στα κλειστά παράθυρα
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
ή
Έλεγχος σε επιβάτη με υπερμετρωπία
Πολύ πρωί ακόμα
χλιαρό αεράκι
θα ακολουθούσε ζέστη
αρχίζοντας διαφορετικά
ξημερώνει
το Αγγέλικα προς αναχώρηση
τελείωνε η επιβίβαση
(Πειραιάς
12 Ιουλίου του ’53)
ανοιχτές εφημερίδες
μικροπωλητές
δυο άνδρες αιφνιδίως στην πρυμναία σκάλα
(ο ένας στο πουκάμισο «Ματσάγγου Ελαφρά»)
Να περιμένετε! είπαν
Εδώ; είπε εκείνος
Κάτω από την τέντα στο κατάστρωμα
και αμέσως χαμηλόφωνα (σαν εμπιστευτικά)
Ταυτότητα!
στην τσέπη δεξιά στην άλλη απέναντι
στο παντελόνι
άνοιξε τη βαλίτσα
οι πιτζάμες
το τσίγκινο αυτοκινητάκι του μικρού χωρίς κουτί
(να εξοικονομήσει χώρο)
κύλησε προς την κουπαστή
για την ακρίβεια έφευγε αργά
στην κλίση που έχει το κατάστρωμα
οι χαώδεις φάκελοι στο τέλος
Οι ακτινογραφίες μου! είπε γονατισμένος
Από την επαρχία
για εξετάσεις είπε
τις έδωσε σαν να ήταν εκείνο που δεν έβρισκε·
μια ώρα πριν ανύποπτος στο πρόγευμα
(οι φρυγανιές του ράγιζαν με το μαχαίρι
και το παγωμένο βούτυρο)
βεντάλιες
φώναξε ένα παντελόνι
με άσπρα μυτερά παπούτσια και τιράντες
Να ψάξω ακόμα είπε
(τα μάτια του τεράστια πίσω απ’ τους φακούς)
εκείνοι ήθελαν να γελάσουν, ίσα που κρατιόνταν να μη γελάσουν, τον άφηναν να ψάχνει (για τον παράνομο μηχανισμό, σκέφτηκε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε). Χωρίς ταυτότητα, είπε ο βλοσυρός πιο βλοσυρός και έβγαλε το καπέλο για να ξύσει το κεφάλι του, αυτός μπροστά απ’ τη βαλίτσα σε στάση προσοχής, ήδη στο μέτωπό του έλαμπαν μικροί κόμποι ιδρώτα, ενώ οι τελευταίοι επισκέπτες κατέβαιναν προσεκτικά τη σκάλα
και στο σημείο αυτό
λίγο πριν ολοκληρωθεί η παρωδία
το ποίημα μένει επιφυλακτικό·
μοιάζω με αντίγραφο λέει
σίγουρα ήταν αλλιώς η ημέρα του ’53·
αυτοί που περνούν απ’ την εικόνα
είχαν σπίτι και παρελθόν·
άκουγαν κάτω απ’ τον ήλιο τη φωνή τους·
γύρω τους άλλαζαν οι εποχές·
τους τρόμαζε
(όπως συμβαίνει και με εμάς)
η ανάμνηση και η λέξη Tέλος
ΧΕΙΜΩΝΑΣ
ή
Ιατρική επίσκεψη
Αυτή εν συντομία είναι
η ιστορία μιας ιατρικής επισκέψεως
πολύ παλιάς
τόσο που να αμφιβάλλεις
με πόση ακρίβεια μεταδίδεται
ένα μικρό παιδί λοιπόν, κρυολογημένο, ζώντας στα αιθέρια αρώματα του οινοπνεύματος, της καμφοράς και του ευκαλύπτου, ήθελε να αποφύγει την ιατρική επίσκεψη, φοβόταν όπως φοβούνται οι ενήλικες που ακούνε πάντα στην εξέταση απειλητικούς ψιθύρους (του αναλογούσε ας πούμε ένα παιδικό μερίδιο απ’ το ταμείο του κοινού μας φόβου).
Mε πόση ευκολία όμως το παραπλάνησαν:
ο άγνωστος που έφτασε το απόγευμα με τη βροχή
έβγαλε αμέσως τη μουσκεμένη καμπαρντίνα
και φόρεσε
απ’ το λαιμό έως τα γόνατα
υγρός ακόμη
την ποδιά του ξυλουργού
και βέβαια δεν ήταν γιατρός
φαινόταν άλλωστε υπεράνω υποψίας, εξέταζε ως ειδικός τα έπιπλα, τον καναπέ (στάθηκε και είδε τη μεγάλη θαλασσογραφία με το φάρο), τα θερμομέτρησε εμβριθώς (απ’ το δωμάτιο το παιδί δεν είχε χάσει ούτε μια κίνηση), στο πάμφωτο σαλόνι τα είχε όλα ακροαστεί ο άγνωστος, με αργές κινήσεις άρχισε να πλησιάζει το κρεβάτι, βρέχει ασταμάτητα, είπε αδιάφορα κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο τη δυνατή βροχή, δεν έχει σταματήσει ούτε λεπτό, μουρμούρισε βγάζοντας ένα στηθοσκόπιο από την τσάντα, χειμώνας επανέλαβε δύο φορές
σήκωσε την πιτζάμα του παιδιού
από την πόρτα έβλεπαν τη σκηνή
η μητέρα του έσφιγγε το λευκό χερούλι (από πορσελάνη)
με το δεξί του χτύπησε το άλλο χέρι
που είχε στην πλάτη
ύστερα ένα θερμόμετρο
ανάποδα το κουτάλι για τη γλώσσα
αδιευκρίνιστα καθησυχαστικός
έγινε μια μεγάλη παύση
τον έβλεπαν που έφερε το μπλοκ από την τσάντα
(sodium glycerol
hydroxide και ethanol 3 x 1)
το άφησε στο κομοδίνο κάτω απ’ το πορτατίφ
(ή μήπως το έδωσε στα χέρια της;)
θέμα τεσσάρων ημερών
είπε η αυθεντία
πηγαίνοντας στην κρεμασμένη καμπαρντίνα
και ήδη ο μικρός καθόταν στο θρανίο του
ο δάσκαλος με άσπρα δάχτυλα
ζωγράφιζε στον πίνακα ένα σύμφωνο
γύριζε έβλεπε την τάξη
ενώ
α-
βα-
ρής
σαν
σκόνη
αι-
ω-
νιό-
τη-
τας
έ-
πε-
φτε
αρ-
γά
η
κι-
μω-
λία
στα
πα-
πού-
τσια
του
Πηγή: Από τη συλλογή «Τέσσερις εποχές», εκδ. Κέδρος, 2010
Κυριακή 3 Μαρτίου 2024
Κώστας Μαυρουδής - Ηλειακά, Αύγουστος 1990
Κώστας Μαυρουδής - «Η αθανασία των σκύλων»
[5]
Τι απέγινε μετά το ’90 ο στρατός των χιλιάδων ανατολικογερμανικών σκύλων που φρουρούσαν το τείχος του Βερολίνου; Είναι δύσκολο να καταλάβουμε την εικόνα, γιατί σήμερα στη θέση του τείχους δεν υπάρχει τίποτε. Οι μεθοριακές δυνάμεις της Λαϊκής Δημοκρατίας χρησιμοποιούσαν πάνω από πέντε χιλιάδες ζώα, αλλά όχι αποκλειστικά λυκόσκυλα, μας λέει ένας Γερμανός συγγραφέας. Αμέσως μετά το άνοιγμα του τείχους η δυτικογερμανική Εταιρεία Προστασίας των Ζώων άρχισε τις διαπραγματεύσεις με το υπουργείο Αμύνης του Ανατολικού Κράτους. Στις 18 Ιανουαρίου του 1990 ανακοίνωσε ότι οι σκύλοι του τείχους μπορούσαν να μεταναστεύσουν στην Ομοσπονδιακή Γερμανία. «Ευαίσθητοι μοναχικοί, πολύτεκνες οικογένειες, συμπονετικοί ζωόφιλοι, εκδήλωσαν την επιθυμία να δεχτούν ένα σκύλο». Τότε όμως ο δυτικογερμανικός «Σύνδεσμος Φίλων του Λυκόσκυλου» αποφάνθηκε ότι η αποδοχή από απροετοίμαστες οικογένειες ήταν επικίνδυνη, γιατί ήταν αδύνατη η αναπαιδαγώγηση αυτών των ζώων. Οι λαϊκές εφημερίδες τα χαρακτήριζαν «δολοφονικά κτήνη, αντικοινωνικά και ψυχικά ασταθή». Στην πραγματικότητα οι σκύλοι του τείχους ήταν θύματα. «Είχαν στερηθεί για πολύν καιρό τη σχέση με το αφεντικό, ενώ επιπλέον ήταν ανεκπαίδευτοι, απομιμήσεις φυλάκων στην ουσία, ακίνδυνα ομοιώματα του μύθου τους». Πολλοί έσπευσαν να υιοθετήσουν λυκόσκυλα. Ακόμη και πλούσιες κυρίες ταξίδεψαν από τη Νέα Υόρκη για να αγοράσουν κάποιο και να το βάλουν στο διαμέρισμά τους, στην 5η Λεωφόρο. Με τον καιρό τα ζώα βρήκαν στέγη και κατάφεραν να ξεπεράσουν τις μικρές δυσκολίες της δυτικής ζωής, τις κυλιόμενες σκάλες, την κίνηση του ασανσέρ, το φόβο των άγνωστων μικρών σκυλιών ράτσας. Η προσαρμογή ήταν άριστη. «Μόνον καμιά φορά, όταν τα νέα δυτικά αφεντικά τύχαινε να τα πάνε βόλτα εκεί που άλλοτε ήταν το τείχος, τα ήρεμα ζώα γίνονταν νευρικά και ανυπάκουα, ακολουθώντας, χωρίς παρέκκλιση, μία μόνο, συγκεκριμένη, διαδρομή. Εκεί που ακόμα και οι Βερολινέζοι δεν μπορούσαν να πουν πού ακριβώς υψωνόταν το τείχος, οι σκύλοι βάδιζαν με βεβαιότητα σε μιαν αθέατη ευθεία, σαν να αναγνώριζαν ή να νοσταλγούσαν κάτι».
[14]
Στις 5 Οκτωβρίου του 1955, οι πρωινές εφημερίδες ανακοίνωσαν με δραματικά οκτάστηλα και μαύρα περιγράμματα το θάνατο του Αλέξανδρου Παπάγου. Ο κ. Τ. ταξίδεψε σιδηροδρομικώς εκείνη τη νύχτα. Είχε συνοδέψει την κατά πολύ νεότερη σύζυγό του, σοβαρά άρρωστη, από την επαρχία στην πρωτεύουσα. Τη μεθεπόμενη ημέρα θα έφευγε με τη μεγαλύτερη αδελφή της, για μιαν αμφίβολης εκβάσεως εγχείρηση στο Μόναχο. Μπορούμε να πούμε πως ο κ. Τ., ακούγοντας πια την αντίστροφη μέτρηση σ’ αυτή τη μακρόχρονη ιστορία, είχε αρχίσει να χρησιμοποιεί έναν ιδιαίτερο τρόπο για να εξημερώνει και να κρατά υπό τον έλεγχό του τα γεγονότα. Συγκεκριμένα, αντίθετα με τα υποκοριστικά που σμικρύνουν τις έννοιες, χρησιμοποιούσε αυξητικές μεταφορές που στερέωναν –ή έτσι φαινόταν– μιαν ευοίωνη έκβαση. «Επιλέξαμε τη Μέκκα της ιατρικής», είπε σε κάποιον εκθειάζοντας το Μόναχο. Το ίδιο πρωί διευκρίνισε σε συγγενείς του ότι η αναχώρηση είναι στις 2 μ.μ. «με έναν τετρακινητήριο κολοσσό της Swiss Air», και λίγο αργότερα, μιλώντας για τον νευροχειρουργό Βέρνερ Σενμπάουερ, τον χαρακτήρισε «Επιστημονικό Έβερεστ». Σε όλες τις εποχές, οι άνθρωποι –με το λόγο περισσότερο απ’ ό,τι με τη σκέψη– προσπάθησαν να φτιάξουν επιθυμητά νοήματα, να ελέγξουν και να χειραγωγήσουν τον κόσμο. Όταν ο Μάρκος Αυρήλιος αντιμετώπισε στα βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας τούς Μαρκομάνους (αρχαίο γερμανικό φύλο που κατέβαινε προς το νότο), διέταξε τις λεγεώνες να βάλουν μπροστά τους τα κλουβιά με τα λιοντάρια του τσίρκου. Οι αντίπαλοι, με τους πρώτους βρυχηθμούς των άγνωστων ζώων, άρχισαν να οπισθοχωρούν, ο αρχηγός τους όμως, που όλοι άκουσαν την πειστική του εξήγηση, κατάφερε εύκολα να τους ανασυντάξει για τη νικηφόρα επίθεση. «Μη φοβάστε!» φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε. «Είναι οι σκύλοι των Ρωμαίων».
[38]
Κώστας Μαυρουδής - Φθινόπωρο ή η ποίηση και ο αρχάριος
Αιφνιδιαστικά εμφανίστηκε
το εκτόπλασμα της μεγάλης μας τάξης,
το κτίριο κι ο χαμηλός ουρανός πριν τη βροχή.
Έξυνα περίτεχνα ένα μολύβι
έμπλεος στο βοημικό του άρωμα.
Ο δάσκαλος (μπεζ αγγλική καμπαρντίνα
ως τα παπούτσια) κοίταζε το παράθυρο.
«Έρχεται καταιγίδα!» είπε.
Nοέμβριος του ’56, για να είμαστε συγκεκριμένοι.
Στο σπίτι είχαν εισβάλει πρωτοσέλιδα
τανκς απ’ τη Βουδαπέστη
(οδομαχίες κάτω από μεγάλους τίτλους).
Στο ανατολικό δωμάτιο να προσθέσω
η αρρώστια επώαζε την απειλή της
(αεικίνητες θείες
ψίθυροι
η χοντρή νοσοκόμα με το βραστήρα),
οι ίδιοι πάντα επισκέπτες
λίγο πριν απ’ το βράδυ
κοίταζαν τα παπούτσια τους
(ηθοποιοί που έχουν ξεχάσει το ρόλο).
Κώστας Μαυρουδής - Άνοιξη
Σας παρακολουθούμε τοπία με προσοχή
τις διαθέσεις τις μεταβολές σας
τοπία αιχμάλωτα της ώρας και των εποχών
εδώ για παράδειγμα
η παλιά ημέρα με τη φωτογραφία της
φράση απ’ το μεγάλο κείμενο της εκδρομής:
παραταγμένοι σε άρτια σύνθεση
(το χτένισμα
τα ρούχα)
τους βλέπετε ευτυχείς
μετά απ’ τις θεατρικές κινήσεις του ταγκό·
να γίνω πιο συγκεκριμένος:
τοπίο με δέντρα και καλάμια (ακμαία, ενός έτους η ΕΡΕ) Blue Tango είχε μόλις προτείνει ο σχεδόν ακέραιος αριστερά, ζήτησαν ύστερα επίμονα την Cumparsita (La Cumparsita, φώναζε ο μεθυσμένος έχοντας πάνω του σαν αφοσίωση το βλέμμα εκείνης). Η άγραφη λεζάντα λέει Πρωτομαγιά. Τίποτε δεν υπάρχει πλέον (μπορείς κι εσύ να πεις με στόμφο «I had not thought death had undone so many»), όμως εδώ όλοι επιμένουν, το βράδυ θα επιστρέψουν με κουρασμένη ζάλη, ο κήπος (το μεταλλικό γρύλισμα της πόρτας), οι ομιλίες τους, ο σκύλος που δεν σταματά μετά την άφιξη·
δεν τέλειωσα με τη φωτογραφία:
στην επιφάνεια του τραπεζιού
άγνωστο πώς ανάμεσα στα πιάτα
ο άσπρος σκούφος της κουζίνας·
«Eγώ κι εσείς είμαστε Tώρα»
ισχυρίζεται η εικόνα·
λέει ακόμα «αίθριος βαθύς ουρανός
χωρίς σύννεφα»
ανύποπτη πως είναι αναδρομή στον εαυτό της
κάτι ας πούμε όπως η ποίηση
που εγκαθιστά αφηγήσεις
σ’ έναν τόπο χωρίς γεγονότα
Τέσσερις εποχές, 2010, 2011
Σάββατο 2 Μαρτίου 2024
Κώστας Μαυρουδής - 1η Σεπτεμβρίου
Κώστας Μαυρουδής - [άτιτλο]
«Το 1834 γνώρισα τον Ρότμαν, ζωγράφο της Αυλής, και μαζί του έναν προικισμένο αρχιτέκτονα», μου είπε ο Βονιφάτιος Βοναφίν –Τεργεστίνος γιατρός–, από το 1828 φαρμακοποιός στο Ναύπλιο. «Ήρθε το ’34, αυτός και ο Λάνγκε, που σχεδίασε αργότερα το Μουσείο στην Αθήνα. Μετά την παραγγελία των ιταλικών τοπίων, ο Λουδοβίκος του ανέθεσε να ζωγραφίσει ελληνικά θέματα. Δεν φαντάζεστε πόσο παραγωγικός, θα ξεχειλίζουν σήμερα τα συρτάρια του από εικόνες του Μωριά και των νησιών. Δεν ξέφυγε από τα κλασικά πρότυπα, και βέβαια γνώριζε ότι καταγράφει ένα χρονικό χάριν του μέλλοντος. Θυμάμαι πως ήθελε να ζωγραφίσει και την πορεία εκείνων που πήγαν –στις 16 Δεκεμβρίου του πρώτου χρόνου– να βρουν έλατα για τα Χριστούγεννα. “Υπάρχουν στην ορεινή Αρκαδία”, του εξήγησα (“Et in Arcadia ego, θυμάστε τον Πουσέν;”), εκεί ανέβηκαν. Έφτιαξε μια πομπή με άλογα, ένα κάρο και έξι σκύλους που προηγούνταν. Είχαν διασχίσει με βροχερό καιρό όλη τη διαδρομή προς το Άστρος, κόβοντας δύο μεγάλα και δύο μεσαία δέντρα. Τα έστησαν μπροστά στο μικρό ανάκτορο και την πλατεία. Τον καθοδήγησα με περιγραφές. Κάποιος της Αντιβασιλείας συμβούλεψε διακριτικούς χειρισμούς με τα έλατα. Κυκλοφορούσαν φήμες ότι οι εκκλησίες πρόκειται να γίνουν καθολικές, ότι θα φορολογηθεί η Μετάληψη! Τους πρότεινε να μοιράσουν λεμπκούχεν, δώρα και άφθονο ποντς. “Ο λαός ευθυμεί γρήγορα, ακόμα και τις καρέκλες τραβούν απ’ το διπλανό τους, όταν πάει ανύποπτος να καθίσει”. Ήταν βέβαιος πως “το μέλλον είναι πιο δυνατό απ’ την επιφύλαξη”. “Εσένα”, μου έλεγε, “που ταρίχευσες το σώμα του Καποδίστρια, μπορεί να σε ξεχάσουν• το ζύθο μας και το έλατο ποτέ”. Είδα σε περγαμηνή το προσχέδιο, κλίμακα ένα προς τέσσερα. Δεν ξέρω αν το ολοκλήρωσε: μια έφιππη ομάδα και δυο μικρά κάρα που επιστρέφουν στην πόλη. Μετά έφυγε. Θα ζωγράφιζε την Τίρυνθα, τις Μυκήνες και τη Δήλο. Στο πάνω μέρος του σχεδίου δέσποζε το βουνό, χωρίς ουρανό. Στιγμή μεγάλης αλλαγής για τη χώρα. Ξέροντας ότι αυτό ήθελε να δείξει, του πρότεινα τον τίτλο “Η στροφή”, αν και κανείς δεν θα καταλάβαινε πού υπήρχε στροφή, βλέποντας το ευθύγραμμο μονοπάτι, το κάρο με τα έλατα, και τους έξι σκύλους να τρέχουν μπροστά, με τη μύτη στο βρεγμένο χώμα».
Η αθανασία των σκύλων
Κώστας Μαυρουδής - Σημειώσεις παλιών καλοκαιριών
Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023
Γιώργος Ζωγράφος - Ποιός είδε την αγάπη μου
Ο ήλιος φέρνει συμφορές και το φεγγάρι πόνους
και σέρνομαι στις ερημιές και τρέχω μες στα βράχια.
Ποιος είδε την αγάπη μου με τα θλιμμένα μάτια;
Τις νύχτες παίρνω μοναχός βαριά τα βήματά μου
κι όλο ρωτάω τα βουνά και τα βαθιά σκοτάδια,
ποιος είδε την αγάπη μου με τα θλιμμένα μάτια.
Στίχοι για το τραγούδι Ποιος είδε την αγάπη μου Ζωγράφος Γιώργος του έτους 1966 σε στίχους Κακουλίδης Γιάννης και σύνθεση Μαυρουδής Νότης από το album Τραγουδά ο Γιώργος Ζωγράφος.
Πέμπτη 11 Απριλίου 2019
Κώστας Μαυρουδής-Σχετικά με τον πατέρα
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ (1)
Μετά σαράντα χρόνια δεν είναι ίδιος. Τίποτε δεν θυμίζει εκείνον που γνωρίσατε. Ξεχνάει, λέει τα λόγια άλλου ρόλου. Αν πρέπει να είμαι σαφέστερος γι’ αυτόν, θυμηθείτε μια λέξη, όταν πριν να την περικόψει, μένει για λίγο αναποφάσιστος, ο ποιητής.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ (2)
Εξοφλεί το δάνειο του χρόνου: Θυμάται. Όμως όλα χαμηλόφωνα πια. Αθόρυβα. Σαν τον ημίπληκτο κύριο (καλοκαίρι του 57) που μας ψιθύριζε κάτι απέραντα ευγενικό, χωρίς ν’ ακούγεται.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ (10)
Παίζω μαζί σου τον πρόσκοπο, μπαμπά. Βάζω το καθρεφτάκι του ποιήματος στο πρόσωπό σου, να δω αν θαμπώνει.
Πηγή: https://www.oanagnostis.gr/%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CE%BC%CE%B9%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%BB%CE%AE-%CF%87%CF%81%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%AC-%CF%81%CE%AF%CF%84%CF%83%CE%BF%CF%82-%CE%BC%CE%AD%CF%83%CE%BA/
Κώστας Μαυρουδής, «Άνοιξη»
«Είσαι εφήμερο μέχρι ανυπαρξίας»,
δήλωσε αιχμηρά εν έτει χίλιαεννιακόσιαπενήνταεννιά
το Δαιμόνιο του Μέλλοντος
(η Εποπτεία του Προσεχούς)
στο άσημο εργαστήριο του τσαγκάρη μας.
Δεν καταλάβαιναν τίποτε από τη δήλωσή του
Τα ανύποπτα σύνεργα (οι κατσαμπρόκοι, τα σουβλιά κι οι
επιτήδειες τανάλιες) που είχαν κατακλύσει το κοντό τραπέζι
του. Το ίδιο και οι κόλλες, οι κερωμένοι σπάγκοι, τα καρφιά.
«Ξέρετε, σύνεργα συμπαθή, με τις λαβές σας λειασμένες απ’ τη
χρήση, πως είστε αντικείμενα συλλεκτικά;» είπε η Εποπτεία
του Προσεχούς. «Θα σας παρατηρούν στις γυάλινες προθήκες
των παλαιοπωλείων, ακίνητα, με πειθαρχία που δεν φανταστήκατε
ποτέ. Έτσι περίπου θα είναι και οι αναδρομές για σας, αειθαλείς
και φλύαροι αργόσχολοι (οικείοι στις χαρωπές οσμές των βερνικιών
και των δερμάτων), συγκεντρωμένοι σε ομιλητική ομήγυρη δίπλα
στο φίλο σας, αυτό το βροχερό απόγευμα με τις ομπρέλες και τον
απρόοπτα γκρίζο ουρανό.
Άνοιξη πάλι
ντύνονται πράσινο οι παρυφές της πόλης,
οι λόφοι και οι ήπιες πλαγιές.
Νέοι βλαστοί επαναλαμβάνονται,
διαβάζει απ’ το ίδιο κείμενο η φύση.
Πόσο επιφυλάσσονται, όμως, όλοι,
χίλιαεννιακόσιαπενήνταεννιά,
πόσο θα προτιμούσαν μια στέρεα ύλη,
μιαν άπειρη αφήγηση
(ένα βιβλίο
που να μην τελειώνει
πουθενά),
να αφοσιωθούν αμέριμνοι,
σαν τον αμνό στα φίλια λιβάδια.
Φιλάργυρα υπολογίζουν το βραχύ σου βίο,
σε διαιρούν σε αμήχανα μερίδια
και σε μετρούν,
ενώ τους απευθύνεσαι με στερεότυπα
(έντομα, ανθοφορία, χλιαρά μεσημέρια).
Σαν τίποτε να μη συμβαίνει
χίλιαεννιακόσιαπενήνταεννιά,
κολακεύεις πάλι με φύλλα τα κλαδιά
και εξαγγέλλεις μεγαλόστομα την άνοιξη:
τη γιγαντοαφίσα αυτή της χλωροφύλλης,
την πομπώδη διαφήμιση του μέλλοντος»
(Από τη συλλογή «Τέσσερις εποχές», εκδ. Κέδρος, 2010)
Πηγή : Andro.gr [ http://www.andro.gr/empneusi/top-10-poihmata-gia-thn-anoiksh/ ]
Κώστας Μαυρουδής Πορτρέτο Ποιητή 2021 μ.Χ.
Το δάνειο του χρόνου, 1989
Τετάρτη 3 Απριλίου 2019
Κώστας Μαυρουδής,-«Χειμώνας» ή «Ιατρική επίσκεψη»

Αυτή εν συντομία είναι
η ιστορία μιας ιατρικής επισκέψεως πολύ παλιάς
τόσο που να αμφιβάλλεις
με πόση ακρίβεια μεταδίδεται
ένα μικρό παιδί λοιπόν, κρυολογημένο, ζώντας στα αιθέρια αρώματα του οινοπνεύματος, της καμφοράς και του ευκαλύπτου,
ήθελε να αποφύγει την ιατρική επίσκεψη, φοβόταν
όπως φοβούνται οι ενήλικες που ακούνε πάντα στην εξέταση απειλητικούς ψιθύρους]
(του αναλογούσε ας πούμε ένα παιδικό μερίδιο απ’ το ταμείο του κοινού
μας φόβου).
Με πόση ευκολία όμως το παραπλάνησαν:
ο άγνωστος που έφτασε το απόγευμα με τη βροχή
έβγαλε αμέσως τη μουσκεμένη καμπαρντίνα
και φόρεσε
απ’ το λαιμό έως τα γόνατα
υγρός ακόμη την ποδιά του ξυλουργού
και βέβαια δεν ήταν γιατρός φαινόταν άλλωστε υπεράνω υποψίας,
εξέταζε ως ειδκός τα έπιπλα,
τον καναπέ (στάθηκε και είδε τη μεγάλη θαλασσογραφία με το φάρο),
τα θερμομέτρησε εμβριθώς (απ’ το δωμάτιο το παιδί δεν είχε χάσει
ούτε μια κίνηση), στο πάμφωτο σαλόνι τα είχε όλα ακροαστεί ο άγνωστος, με αργές κινήσεις άρχισε να πλησιάζει το κρεβάτι, βρέχει
ασταμάτητα, είπε αδιάφορα κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο τη δυνατή
βροχή, δεν έχει σταματήσει ούτε λεπτό, μουρμούρισε βγάζοντας ένα
στηθοσκόπιο από την τσάντα, χειμώνας επανέλαβε δύο φορές
σήκωσε την πιτζάμα του παιδιού
από την πόρτα έβλεπαν τη σκηνή
η μητέρα του έσφιγγε το λευκό χερούλι (από πορσελάνη)
με το δεξί του χτύπησε το άλλο χέρι
που είχε στην πλάτη
ύστερα ένα θερμόμετρο
ανάποδα το κουτάλι για τη γλώσσα
αδιευκρίνιστα καθησυχαστικός
έγινε μια μεγάλη παύση
τον έβλεπαν που έφερε το μπλοκ από την τσάντα
(sodium glycerol
hydroxide και ethanol 3 x 1)
το άφησε στο κομοδίνο κάτω απ’ το πορτατίφ
(ή μήπως το έδωσε στα χέρια της;)
θέμα τεσσάρων ημερών
είπε η αυθεντία
πηγαίνοντας στην κρεμασμένη καμπαρντίνα
και ήδη ο μικρός καθόταν στο θρανίο του
ο δάσκαλος με άσπρα δάχτυλα ζωγράφιζε στον πίνακα ένα σύμφωνο
γύριζε έβλεπε την τάξη
ενώ
α-
βα-
ρής
σαν
σκόνη
αι-
ω-
νιό-
τη-
τας
έ-
πε-
φτε
αρ-
γά
η
κι-
μω-
λία
στα
πα-
ού-
τσια
του
Κώστας Μαυρουδής (1948-)
Πηγή : Andro.gr [ http://www.andro.gr/empneusi/top5-poihmata-gia-ton-heimwna/ ]