Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Μαυρουδής Κώστας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.1. Μαυρουδής Κώστας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2024

Κώστας Μαυρουδής - Απόγευμα σε πόλη γαλλική [2]

 Στο πάρκο με συνάντησε το συννεφάκι τού Γκολουάζ. 
Αιωρούνταν πάνω απ’ την υγρασία των θάμνων. Πού 
πας, του λέω, και συνέχισα το βροχερό περίπατο. Έψα-
 χνα ένα café γωνιακό, που το θυμόμουν αμυδρά από
 παλιό ταξίδι. Μέσα σε άρωμα από κρουασάν, ήσυχος 
θ’ απολάμβανα την κίνηση του δρόμου. 
Ρωτήστε με λοιπόν πώς ήτανε αυτό το απόγευμα, για
 να σας πω ότι βάδιζα με την ομπρέλα μου κι ότι 
περίσκεπτοι αιώνες μάς συντρόφευαν. Ο χρόνος, να 
προσθέσω, που ως συνέχεια, μακρινό και πρόσφατο
 δεν διακρίνει, έπαιζε γνώριμες επαναλήψεις με τον 
φανοστάτη. Συγκεκριμένα: Αυτή η παλιά βροχή των
 Γαλατών, κάτω απ’ την ίδια φωταψία πάλι εμφανιζόταν.

(Από τη συλλογή: Το δάνειο του χρόνου, εκδ. Κέδρος, 1989)

Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/%ce%bf%ce%b9-%cf%80%ce%bf%ce%b9%ce%b7%cf%84%ce%ad%cf%82-%ce%bc%ce%b1%cf%82-%ce%b3%ce%b9%ce%b1-%cf%84%ce%b7-%ce%b2%cf%81%ce%bf%cf%87%ce%ae/5/ ]

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2024

Κώστας Μαυρουδής - Στενογραφία (αποσπάσματα)

Δεν μας παραπλανά το περίλαμπρο χρωματολόγιο από τις σεζλόνγκ και τις πετσέτες της πλαζ, τα γυμνά σώματα που ακινητούν πλάι στο αντιηλιακό τους, οι υποσχέσεις των σιωπηλών βλεμμάτων. Καθόμαστε πάνω στην άμμο· την πρώτη ύλη του τρομακτικού συμβόλου της κλεψύδρας.

***

Δεν ήταν εστέτ. Είχε, άλλωστε, εντάξει σε δυο ποιήματά του τη λέξη «ρέγγα» χωρίς να νιώσει καμιά ενοχή.

***

Υπήρχαν ακόμη θεσμοί, όταν μπορούσες να διορθώσεις την ώρα απ’ το δημόσιο ρολόι.

***

Ξυπνάς και αμέσως διαλύεται ο εφιάλτης ότι έχεις απορριφθεί στην Άλγεβρα, αλλά το πληρώνεις με το αντίτιμο να βαδίζεις πάλι προς τα εξήντα.

***

Ο γιατρός είναι πλέον νεότερός μου, ο αστυφύλακας νεότερός μου, ο καθηγητής της κόρης μου νεότερός μου – η μελαγχολία μου ενηλικιώνεται.

***

Ίσως η τελευταία και συντομότερη φράση του ρόλου μου, που θα ψιθυρίσω δειλός και απαρηγόρητος: «Αυτό ήταν, λοιπόν;»

***

«… Μνήμη, αυτή η παράδοξη Φυσική, να βλέπεις τη σκιά, ενώ το αντικείμενο πια δεν υπάρχει.»

Στενογραφία, Κέδρος, 2006

Πηγή: Απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη

Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2024

Κώστας Μαυρουδής - Τρία ποιήματα

                                                             ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ

ή

Παραίνεση για μια φωτογραφία

 

 

Παλιώνω

μπορώ να πω απομακρύνομαι

βέβαια δεν τον εγκαταλείπω

είμαι η μνήμη του

(κάποτε κι εσείς θα χρειαστείτε κληρονόμους

το χαμένο θα ζητά με επιμονή πειστήρια)

είχε λοιπόν στα χείλη σβησμένο το τσιγάρο

σαν καπνιστής σε μαυρόασπρη γαλλική ταινία

(ή όπως ο Μπλεζ Σαντράρ στην κλασική φωτογραφία του)

καθάριζε με το μανίκι του τους δίσκους

πριν να τους βάλει στο γραμμόφωνο

ανάερα βαλς

άλλοτε ρεμβαστικές φωνές

κάτι μπελκάντο (με στροφές που έπεφταν)

γεμάτα χρατς

που τώρα μας αρέσουν στις παλιές ηχογραφήσεις

με το μανίκι τούς καθάριζε

βλέπετε το κεφάλι του με κλίση αριστερά

τάχα παίζει βιολί

ίσως να παρακολουθούσαν κι άλλοι τη σκηνή του δρόμου

είναι φθινόπωρο

(σοβαρά σύννεφα σε σχηματισμούς)

αναγνωρίζουμε την εποχή από τον ουρανό

όπως ο ερασιτέχνης των προγνώσεων

διακρίνει τα σημεία του καιρού

ή ένας φιλότεχνος δεν δυσκολεύεται

από το άφθονο κόκκινο

να αναγνωρίσει νέφη του Μονέ

τον βλέπετε χαμογελά στο φωτογράφο

άγνωστος σαν μεσαιωνικός συνθέτης ο φωτογράφος

(Ανωνύμου

που βλέπουμε κάτω απ’ τον τίτλο)

πρόσωπο

αν το καταλάβατε

της αρχαίας μου επαρχίας

αυτά ήταν δέντρα μπροστά απ’ το σπίτι του

(γκολ ποστ πολύ συχνά τα απογεύματα)

τον ενοχλούσε η φασαρία των θριάμβων

οι κραυγές

η μπάλα στα παράθυρα·

μπορείτε να τον επισκέπτεστε στο μέλλον

όταν θα λείπουμε θέλω να πω

μπορείτε να τον επισκέπτεστε

με αυτό το ποίημα-οδηγό:

το άνοιγμα με τα δέντρα

τα βαλς που χάνουν στις στροφές

η μπάλα στα κλειστά παράθυρα


ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

ή

Έλεγχος σε επιβάτη με υπερμετρωπία

 

 

Πολύ πρωί ακόμα

χλιαρό αεράκι

θα ακολουθούσε ζέστη

αρχίζοντας διαφορετικά

ξημερώνει

το Αγγέλικα προς αναχώρηση

τελείωνε η επιβίβαση

(Πειραιάς

12 Ιουλίου του ’53)

ανοιχτές εφημερίδες

μικροπωλητές

δυο άνδρες αιφνιδίως στην πρυμναία σκάλα

(ο ένας στο πουκάμισο «Ματσάγγου Ελαφρά»)

Να περιμένετε!    είπαν

Εδώ;    είπε εκείνος

Κάτω από την τέντα    στο κατάστρωμα

και αμέσως χαμηλόφωνα (σαν εμπιστευτικά)

Ταυτότητα!

 

στην τσέπη δεξιά    στην άλλη απέναντι

στο παντελόνι

άνοιξε τη βαλίτσα

οι πιτζάμες

το τσίγκινο αυτοκινητάκι του μικρού χωρίς κουτί

(να εξοικονομήσει χώρο)

κύλησε προς την κουπαστή

για την ακρίβεια έφευγε αργά

στην κλίση που έχει το κατάστρωμα

οι χαώδεις φάκελοι στο τέλος

Οι ακτινογραφίες μου!    είπε γονατισμένος

Από την επαρχία

για εξετάσεις    είπε

τις έδωσε σαν να ήταν εκείνο που δεν έβρισκε·

μια ώρα πριν ανύποπτος στο πρόγευμα

(οι φρυγανιές του ράγιζαν με το μαχαίρι

και το παγωμένο βούτυρο)

βεντάλιες

φώναξε ένα παντελόνι

με άσπρα μυτερά παπούτσια και τιράντες

Να ψάξω ακόμα     είπε

(τα μάτια του τεράστια πίσω απ’ τους φακούς)

εκείνοι ήθελαν να γελάσουν, ίσα που κρατιόνταν να μη γελάσουν, τον άφηναν να ψάχνει (για τον παράνομο μηχανισμό, σκέφτηκε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε). Χωρίς ταυτότητα, είπε ο βλοσυρός πιο βλοσυρός και έβγαλε το καπέλο για να ξύσει το κεφάλι του, αυτός μπροστά απ’ τη βαλίτσα σε στάση προσοχής, ήδη στο μέτωπό του έλαμπαν μικροί κόμποι ιδρώτα, ενώ οι τελευταίοι επισκέπτες κατέβαιναν προσεκτικά τη σκάλα

και στο σημείο αυτό

λίγο πριν ολοκληρωθεί η παρωδία

το ποίημα μένει επιφυλακτικό·

μοιάζω με αντίγραφο λέει

σίγουρα ήταν αλλιώς η ημέρα του ’53·

αυτοί που περνούν απ’ την εικόνα

είχαν σπίτι και παρελθόν·

άκουγαν κάτω απ’ τον ήλιο τη φωνή τους·

γύρω τους άλλαζαν οι εποχές·

τους τρόμαζε

(όπως συμβαίνει και με εμάς)

η ανάμνηση και η λέξη Tέλος

 


 

 

ΧΕΙΜΩΝΑΣ

ή

Ιατρική επίσκεψη

 

 

Αυτή εν συντομία είναι

η ιστορία μιας ιατρικής επισκέψεως

πολύ παλιάς

τόσο που να αμφιβάλλεις

με πόση ακρίβεια μεταδίδεται

ένα μικρό παιδί λοιπόν, κρυολογημένο, ζώντας στα αιθέρια αρώματα του οινοπνεύματος, της καμφοράς και του ευκαλύπτου, ήθελε να αποφύγει την ιατρική επίσκεψη, φοβόταν όπως φοβούνται οι ενήλικες που ακούνε πάντα στην εξέταση απειλητικούς ψιθύρους (του αναλογούσε ας πούμε ένα παιδικό μερίδιο απ’ το ταμείο του κοινού μας φόβου).

Mε πόση ευκολία όμως το παραπλάνησαν:

ο άγνωστος που έφτασε το απόγευμα με τη βροχή

έβγαλε αμέσως τη μουσκεμένη καμπαρντίνα

και φόρεσε

απ’ το λαιμό έως τα γόνατα

υγρός ακόμη

την ποδιά του ξυλουργού

και βέβαια δεν ήταν γιατρός

φαινόταν άλλωστε υπεράνω υποψίας, εξέταζε ως ειδικός τα έπιπλα, τον καναπέ (στάθηκε και είδε τη μεγάλη θαλασσογραφία με το φάρο), τα θερμομέτρησε εμβριθώς (απ’ το δωμάτιο το παιδί δεν είχε χάσει ούτε μια κίνηση), στο πάμφωτο σαλόνι τα είχε όλα ακροαστεί ο άγνωστος, με αργές κινήσεις άρχισε να πλησιάζει το κρεβάτι, βρέχει ασταμάτητα, είπε αδιάφορα κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο τη δυνατή βροχή, δεν έχει σταματήσει ούτε λεπτό, μουρμούρισε βγάζοντας ένα στηθοσκόπιο από την τσάντα, χειμώνας επανέλαβε δύο φορές

σήκωσε την πιτζάμα του παιδιού

από την πόρτα έβλεπαν τη σκηνή

η μητέρα του έσφιγγε το λευκό χερούλι (από πορσελάνη)

με το δεξί του χτύπησε το άλλο χέρι

που είχε στην πλάτη

ύστερα ένα θερμόμετρο

ανάποδα το κουτάλι για τη γλώσσα

αδιευκρίνιστα καθησυχαστικός

έγινε μια μεγάλη παύση

τον έβλεπαν που έφερε το μπλοκ από την τσάντα

(sodium glycerol

hydroxide και ethanol 3 x 1)

το άφησε στο κομοδίνο κάτω απ’ το πορτατίφ

(ή μήπως το έδωσε στα χέρια της;)

θέμα τεσσάρων ημερών

είπε η αυθεντία

πηγαίνοντας στην κρεμασμένη καμπαρντίνα

και ήδη ο μικρός καθόταν στο θρανίο του

ο δάσκαλος με άσπρα δάχτυλα

ζωγράφιζε στον πίνακα ένα σύμφωνο

γύριζε έβλεπε την τάξη

ενώ

α-

βα-

ρής

σαν

σκόνη

αι-

ω-

νιό-

τη-

τας

έ-

πε-

φτε

αρ-

γά

η

κι-

μω-

λία

στα

πα-

πού-

τσια

του

 

Πηγή: Από τη συλλογή «Τέσσερις εποχές», εκδ. Κέδρος, 2010



Κυριακή 3 Μαρτίου 2024

Κώστας Μαυρουδής - Ηλειακά, Αύγουστος 1990


Το αυτοκίνητο που κατευθύνεται προς την Ολυμπία συναντά, λίγο πριν την Αμαλιάδα, το πιο εκτεταμένο και σίγουρα εντυπωσιακότερο παζάρι καρπουζιών. Σε μια μεγάλη έκταση, τα συγκεντρωμένα από τα πέρατα της χώρας αθιγγανικά τροχοφόρα συμπλέκονται με τα φορτηγά των παραγωγών. Αναρίθμητα πρόσωπα συναλλάσσονται υπό τα βλέμματα των συζύγων και των ημίγυμνων βλαστών τους. Σε λίγο, από εδώ, οι χυμώδεις σφαίρες της Αμαλιάδος θα διατρέχουν τη χώρα, θα διαλαλούνται από υψίφωνα μεγάφωνα σε πόλεις και χωριά, σαν «ακμαία μεσημβρινά εμβατήρια», όπως θα έγραφε ο Εμπειρίκος.
Λίγα μέτρα απ’ τον κεντρικό δρόμο διακρίνουμε πολυάνθρωπες κατασκηνώσεις. Τυπική νομαδική εικόνα. Τεράστιες σκηνές σε σχήμα ροτόντας έχουν τοποθετηθεί έτσι, ώστε να αφήνουν χώρο μεταξύ τους για αυτοκίνητα, φιάλες αερίου, τηλεοράσεις και γεννήτριες. Κι ακόμη για κάποια κατσίκα, έναν δεμένο σκύλο (προνεωτερικό συναγερμό), κουβέρτες και απλωμένες μπουγάδες.
Το κινητό χωριό έχει και δυο-τρία κτίσματα από λαμαρίνες. Κατασκευάστηκαν με προχειρότερα μέσα. Το μάτι συλλαμβάνει την ιδιότυπη στέγη μιας τέτοιας καλύβας, που προέρχεται από γιγαντιαίο πανό των εκλογών. Διακρίνεται μόνο το μισό. Το μήνυμα παρέχεται ακρωτηριασμένο. Από τα γαλάζια γράμματα αναγνωρίζεται μόνο η κομματική προέλευση, η ημιτελής λέξη «εμπιστο-» και η ουρά «-όπουλος», από το όνομα του υποψηφίου.
Μετά, η Ολυμπία. Η αρχαία Πίσα. Θυμάμαι την "Ιφιγένεια εν Ταύροις", τα λίγα που συγκρατεί ο παλιός μαθητής, με αφορμή, κυρίως, τις σκανδαλιστικές συγκυρίες, όπως εκείνο το «φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας» του «Επιταφίου». Με τον ίδιο τρόπο, έχοντας νικήσει το χρόνο που με χωρίζει απ’ τα θρανία, συγκρατώ το «Πέλοψ ο Ταντάλειος Οινόμαου γαμεί κόρην [...]». Σκέπτομαι πως το «σκάνδαλο» γονιμοποιεί τη μνήμη, παρέχει εγγυήσεις διάρκειας στο αντικείμενό του, αποσπά την προσοχή. Είναι αυτονόητο ότι ούτε το όνομά της, ούτε την ίδια εκείνη Αμάντα, που ο Ζυλιέν Σορέλ του «Κόκκινου και του Μαύρου» γνωρίζει στο καφενείο της Μπεσανσόν (λίγο πριν μπει στο ιεροδιδασκαλείο της πόλης), θα θυμόμουν τώρα από τα εφηβικά μου διαβάσματα, εάν αυτή δεν ονομαζόταν Μπινέ! Σε όποιον δημιουργικό χώρο κι αν αναφερθούμε, το διακριτικά «σκανδαλώδες», με δόσεις υπολογισμένες, είναι απαραίτητο στοιχείο για την προβολή του έργου.
Στο Μουσείο το φως φιλτράρεται από τα παράθυρα της οροφής. Η παράσταση από το αέτωμα του ναού του Διός (δέκα μέτρα μήκος) βρίσκεται μπροστά σου. Ο βασιλιάς της παλιάς Πίσας, Οινόμαος, δεν θέλει να παντρέψει την κόρη του, γιατί κάποιος χρησμός τού αποκάλυψε πως θα τον σκοτώσει ο γαμπρός του. Οι μέχρι τώρα επίδοξοι μνηστήρες εξοντώθηκαν σε αρματοδρομίες που οργάνωσε ο Οινόμαος. Ο Πέλοψ, όμως, λέει ο μύθος, δωροδοκώντας έναν αυλικό, καταστρέφει τον άξονα στο άρμα του Οινόμαου. Τον κερδίζει, και παίρνει ως σύζυγο τη θυγατέρα του. Γεννιέται ο Ατρεύς, ο πρόγονος της οικογένειας των Ατρειδών. Την παράσταση που βλέπουμε στη μεγάλη αίθουσα αποτελούν ο Οινόμαος, η κόρη του, ο Πέλοψ και η Αθηνά, που μεσολαβεί στην έριδα των δύο μερών. Προσέχω, στη δεξιά άκρη, να σέρνεται στο έδαφος με μορφή νέου άνδρα, ο ποταμός Αλφειός. Δίπλα του, μια γεροντική μορφή υπομειδιά για όσα διαδραματίζονται. Φιλόσοφος; Μάντης; ή κάποιος που λόγω ηλικίας «γνωρίζει» και χαμογελά;
Οι ομάδες των ξένων συνωστίζονται. Ο μύθος του Πέλοπος φτάνει στα αφτιά μας αγγλικά, ισπανικά, γαλλικά. Σε άλλη αίθουσα, ο Ερμής αποσπά κατανυκτικά βλέμματα αμερικανίδων. Αν εξαιρέσουμε τους φύλακες, είμαστε οι μόνοι αυτόχθονες. Στην είσοδο δεν το πολυπιστεύουν. «Γκρικ;» με ρωτάει καχύποπτα κάποιος, ζητώντας να καταλάβει αν οφείλω να πληρώσω εισιτήριο. «Γκρικ», απαντάει ο Ηλίας, πρεσβύτερος όλων. Περνάει την είσοδο καταπτοημένος, μετά την εξαντλητική, σε τροπική θερμοκρασία, πεζοπορία από το πάρκινγκ έως το Μουσείο.

Εφημ. «Η ΠΡΏΤΗ», ΣΕΠΤΈΜΒΡΙΟΣ 1990

Κώστας Μαυρουδής - «Η αθανασία των σκύλων»

[5]

Τι απέγινε μετά το ’90 ο στρατός των χιλιάδων ανατολικογερμανικών σκύλων που φρουρούσαν το τείχος του Βερολίνου; Είναι δύσκολο να καταλάβουμε την εικόνα, γιατί σήμερα στη θέση του τείχους δεν υπάρχει τίποτε. Οι μεθοριακές δυνάμεις της Λαϊκής Δημοκρατίας χρησιμοποιούσαν πάνω από πέντε χιλιάδες ζώα, αλλά όχι αποκλειστικά λυκόσκυλα, μας λέει ένας Γερμανός συγγραφέας. Αμέσως μετά το άνοιγμα του τείχους η δυτικογερμανική Εταιρεία Προστασίας των Ζώων άρχισε τις διαπραγματεύσεις με το υπουργείο Αμύνης του Ανατολικού Κράτους. Στις 18 Ιανουαρίου του 1990 ανακοίνωσε ότι οι σκύλοι του τείχους μπορούσαν να μεταναστεύσουν στην Ομοσπονδιακή Γερμανία. «Ευαίσθητοι μοναχικοί, πολύτεκνες οικογένειες, συμπονετικοί ζωόφιλοι, εκδήλωσαν την επιθυμία να δεχτούν ένα σκύλο». Τότε όμως ο δυτικογερμανικός «Σύνδεσμος Φίλων του Λυκόσκυλου» αποφάνθηκε ότι η αποδοχή από απροετοίμαστες οικογένειες ήταν επικίνδυνη, γιατί ήταν αδύνατη η αναπαιδαγώγηση αυτών των ζώων. Οι λαϊκές εφημερίδες τα χαρακτήριζαν «δολοφονικά κτήνη, αντικοινωνικά και ψυχικά ασταθή». Στην πραγματικότητα οι σκύλοι του τείχους ήταν θύματα. «Είχαν στερηθεί για πολύν καιρό τη σχέση με το αφεντικό, ενώ επιπλέον ήταν ανεκπαίδευτοι, απομιμήσεις φυλάκων στην ουσία, ακίνδυνα ομοιώματα του μύθου τους». Πολλοί έσπευσαν να υιοθετήσουν λυκόσκυλα. Ακόμη και πλούσιες κυρίες ταξίδεψαν από τη Νέα Υόρκη για να αγοράσουν κάποιο και να το βάλουν στο διαμέρισμά τους, στην 5η Λεωφόρο. Με τον καιρό τα ζώα βρήκαν στέγη και κατάφεραν να ξεπεράσουν τις μικρές δυσκολίες της δυτικής ζωής, τις κυλιόμενες σκάλες, την κίνηση του ασανσέρ, το φόβο των άγνωστων μικρών σκυλιών ράτσας. Η προσαρμογή ήταν άριστη. «Μόνον καμιά φορά, όταν τα νέα δυτικά αφεντικά τύχαινε να τα πάνε βόλτα εκεί που άλλοτε ήταν το τείχος, τα ήρεμα ζώα γίνονταν νευρικά και ανυπάκουα, ακολουθώντας, χωρίς παρέκκλιση, μία μόνο, συγκεκριμένη, διαδρομή. Εκεί που ακόμα και οι Βερολινέζοι δεν μπορούσαν να πουν πού ακριβώς υψωνόταν το τείχος, οι σκύλοι βάδιζαν με βεβαιότητα σε μιαν αθέατη ευθεία, σαν να αναγνώριζαν ή να νοσταλγούσαν κάτι».

[14]


Στις 5 Οκτωβρίου του 1955, οι πρωινές εφημερίδες ανακοίνωσαν με δραματικά οκτάστηλα και μαύρα περιγράμματα το θάνατο του Αλέξανδρου Παπάγου. Ο κ. Τ. ταξίδεψε σιδηροδρομικώς εκείνη τη νύχτα. Είχε συνοδέψει την κατά πολύ νεότερη σύζυγό του, σοβαρά άρρωστη, από την επαρχία στην πρωτεύουσα. Τη μεθεπόμενη ημέρα θα έφευγε με τη μεγαλύτερη αδελφή της, για μιαν αμφίβολης εκβάσεως εγχείρηση στο Μόναχο. Μπορούμε να πούμε πως ο κ. Τ., ακούγοντας πια την αντίστροφη μέτρηση σ’ αυτή τη μακρόχρονη ιστορία, είχε αρχίσει να χρησιμοποιεί έναν ιδιαίτερο τρόπο για να εξημερώνει και να κρατά υπό τον έλεγχό του τα γεγονότα. Συγκεκριμένα, αντίθετα με τα υποκοριστικά που σμικρύνουν τις έννοιες, χρησιμοποιούσε αυξητικές μεταφορές που στερέωναν –ή έτσι φαινόταν– μιαν ευοίωνη έκβαση. «Επιλέξαμε τη Μέκκα της ιατρικής», είπε σε κάποιον εκθειάζοντας το Μόναχο. Το ίδιο πρωί διευκρίνισε σε συγγενείς του ότι η αναχώρηση είναι στις 2 μ.μ. «με έναν τετρακινητήριο κολοσσό της Swiss Air», και λίγο αργότερα, μιλώντας για τον νευροχειρουργό Βέρνερ Σενμπάουερ, τον χαρακτήρισε «Επιστημονικό Έβερεστ». Σε όλες τις εποχές, οι άνθρωποι –με το λόγο περισσότερο απ’ ό,τι με τη σκέψη– προσπάθησαν να φτιάξουν επιθυμητά νοήματα, να ελέγξουν και να χειραγωγήσουν τον κόσμο. Όταν ο Μάρκος Αυρήλιος αντιμετώπισε στα βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας τούς Μαρκομάνους (αρχαίο γερμανικό φύλο που κατέβαινε προς το νότο), διέταξε τις λεγεώνες να βάλουν μπροστά τους τα κλουβιά με τα λιοντάρια του τσίρκου. Οι αντίπαλοι, με τους πρώτους βρυχηθμούς των άγνωστων ζώων, άρχισαν να οπισθοχωρούν, ο αρχηγός τους όμως, που όλοι άκουσαν την πειστική του εξήγηση, κατάφερε εύκολα να τους ανασυντάξει για τη νικηφόρα επίθεση. «Μη φοβάστε!» φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε. «Είναι οι σκύλοι των Ρωμαίων».

[38]

Δεν με ενδιέφερε πια το πρόσωπο, οι οφειλές του, η υπολογισμένη σιωπή του. Για χρόνια στην εφημερίδα και στην εκπομπή του αποσιωπούσε οτιδήποτε δικό μου. Γιατί, αυτός είναι ο πιο σύντομος δρόμος για να ξεχάσεις τις πρώτες οφειλές, να διαγράψεις μιαν εξαρτημένη εκκίνηση. Πιθανόν να έχω ακόμα τη χειρόγραφη συλλογή, που έγινε στο τέλος ένα συμπαθητικό ποίημα με δεκαεπτά στίχους. Και αργότερα, στον εκδότη για το πρώτο βιβλίο, γνωριμίες που μέχρι τώρα τον καθορίζουν, μακρινά ταξίδια, μικροπεριπέτειες. Ναι, ξεχνώ ποιος το είπε, αλλά «δεν ελέγχουμε ούτε καν τα αισθήματά μας, στην ευεργεσία ανταποδίδουμε περιφρόνηση». Περιέργως, ήταν «φίλος» μου στο Facebook, αλλά κι εδώ αγνοούσε κάθε κείμενό μου που έβλεπε. Τον διέγραψα, και σκέφτηκα να παίξω με ένα ψευδεπίγραφο «προφίλ». Βλέποντας το κανελί Κόκερ που ήταν «ταπετσαρία» στη σελίδα του, έστησα μια δική μου με έναν Ιχνηλάτη. Κυνόφιλος δηλαδή εγώ, που αλλάζω πεζοδρόμιο όταν δω στα πενήντα μέτρα σκύλο, που δεν με έθελξε ποτέ αυτή η δουλοπρεπής σχέση, που ακόμα και η υπερόσφρηση αυτού του ζώου μου φαίνεται τερατώδης και απεχθής. Μετά από δύο μέρες είχα αίτημα φιλίας. Αποδοχή. «Έχετε κι εσείς Κόκερ;» τον ρώτησα. «Ναι, την Κορντέλια, μου την έφεραν από την Αγγλία πριν από τρία χρόνια».
«Σε ποιον γιατρό πάτε;» «Στο Μετς, σε μια κτηνίατρο, μανιώδη βιβλιόφιλο». Άρχισε να σχολιάζει όποια σκέψη εμφάνιζα, επιβεβαιώνοντας την παλιά μου πίστη ότι η υπογραφή είναι το πραγματικό αντικείμενο των διαθέσεων, ακόμα και της κριτικής μας. «Η γραφή σας: στιλιστική αρτιότητα που δεν απειλεί το θέμα. Σίγουρα γράφετε. Έχετε εκδώσει κάτι;» με ρώτησε. Εκδήλωνε, παρά τα χρόνια, την ίδια κλίση στην υπερβολή. Ανάρτησα μεταφρασμένη ποίηση του Τσέσλαβ Μίλος. Σε λίγες ώρες έφτασαν οι κρίσεις του. Μια Κυριακή ανέβασα ένα κείμενό μου για την "Κυρία με το σκυλάκι". Το ίδιο βράδυ, σχολίασε: «Πόση λεπτότητα στην εικόνα του Γκούροφ που συνοδεύει την κόρη του στο σχολείο και της εξηγεί τα ατμοσφαιρικά φαινόμενα και ποιες προϋποθέσεις χρειάζονται για να χιονίσει. Η επίσκεψή του στην Άννα Σεργκέγιεβνα. Σωστά έχετε επισημάνει ότι γνωρίζουμε το όνομα της κυρίας, ενώ το λευκό Πομεράνιαν, αν και μοιράζεται τον διάσημο τίτλο στη νουβέλα, μένει ανώνυμο. Συμφωνώ και μ’ αυτό που γράφετε, ότι “ο συκοφαντημένος ρεαλισμός μπορεί να αποδώσει με ευχέρεια φίνους τρόπους και ρευστές διαθέσεις". Κάποτε να γνωριστούμε από κοντά». «Και βέβαια», έσπευσα να απαντήσω χωρίς καθυστέρηση. «Προτείνω έναν περίπατο την Κυριακή, με τους σκύλους, τα κοινά μας, όπως βλέπω, ενδιαφέροντα και τις εκπλήξεις που επιφυλάσσουν οι γνωριμίες. Περιμένω μήνυμά σας», πρόσθεσα, πιστεύοντας ότι και η πιο μοχθηρή φάρσα πρέπει να είναι αντάξια του ύφους μας.

...................................................................................................................................................................................................
Εκείνος που δεν μιλούσε έφτασε ένα χειμωνιάτικο μεσημέρι από τον Πειραιά. Η παρουσία του στην έρημη αποβάθρα έγινε αμέσως αντιληπτή, αλλά ήταν τόσο αδύνατος που δίσταζες να του απευθυνθείς. «Πεινάς;» τον ρώτησε ένας γιγαντιαίος αχθοφόρος με τραγιάσκα. Ο επισκέπτης φοβόταν εκείνον που ρώτησε δέκα φορές και, χωρίς να πάρει απάντηση, στο τέλος τον σήκωσε με δύναμη απ' το χέρι και τον έσυρε προς την κατεύθυνση του «Πετεινού», μιας ταβέρνας με δώδεκα υπερυψωμένα βαρέλια που οι κατσαρόλες της μοσχοβολούσαν κατακλύζοντας σπίτια, καταστήματα και δρόμους.

Παράγγειλε κοτόπουλο και σούπα -κρατούσε με το ένα χέρι το κουτάλι και με το άλλο το κεφάλι του σιωπηλού-, εκείνος αρνιόταν πεισματικά, έσπευσε και κάποιος άλλος, πάλι χωρίς αποτέλεσμα, έγινε στην ουσία μια μάχη, αλλά ο άγνωστος με τη νευρική ανορεξία δεν έφαγε. Εδώ τελειώνουν τα βεβαιωμένα γεγονότα του «Πετεινού», διότι όλα μετά γίνονται πληροφορίες. Κάποιος μπήκε, συγκεκριμένα, και είπε στο γίγαντα ότι η Ωραία γεννά κάτω από μια σκάλα, γεννούσε σε ένα μεγάλο χαρτόκουτο, «τώρα, τώρα που μιλάμε», είπε. Εκείνος αμέσως δήλωσε ότι θα φύγει, όλοι ήξεραν τη σχέση του με το ζώο, «Μην τον αφήνεις», έγνεψαν, τον σήκωσε πάλι δυνατά απ' το μπράτσο, ακούστηκε τσαλάκωμα χαρτιού, φορούσε εφημερίδες για το κρύο -τυλιγμένος με γεγονότα, άρθρα, κριτικές ταινιών-, βάδισαν στα έρημα στενά, μέχρι το σημείο όπου γεννούσε η Ωραία.

Δεν ήταν κάτω απ' τη σκάλα, ήταν στην πίσω πλευρά του σπιτιού, στον κήπο, είχε ξαπλώσει σε κάτι κουρέλια και απελευθέρωνε κάθε μικρό που εμφανιζόταν από μια ματωμένη, βλεννώδη μεμβράνη, μετά έγλειφε επίμονα και καθάριζε το μικρό σώμα, την έβλεπε από μακριά, την έβλεπε και ο σιωπηλός που είχε αφοσιωθεί -ακόμα πιο σιωπηλός- στο γεγονός, ο γίγαντας άφησε το χέρι του, «Να μην ενοχλήσουμε• από μακριά», είπε με ανάλαφρο ψίθυρο, «έξι θα κάνει», έδειξε την παλάμη του προσθέτοντας ένα δάχτυλο, «Έχεις ξαναδεί;», ρώτησε όσο πιο χαμηλόφωνα μπορούσε, «Έχεις ξαναδεί;». Εκείνος κοίταζε με έναν άγνωστο, γλυκό φόβο και, όταν εμφανίστηκε το έκτο κουτάβι, ο γίγαντας έπαψε να ρωτά, γύρισε την πλάτη του και προχώρησε προς τα δέντρα (τάχα ότι σπάει ξερά κλαδιά απ' τις λεμονιές, ότι τα συγκεντρώνει και τ' αφήνει σαν δεμάτι σε μιαν άκρη), γιατί είχε δει πως τα μάτια του σιωπηλού ήταν υγρά και, μολονότι απολύτως απαθή και ανέκφραστα, σε λίγο -δεν ήταν λανθασμένη η πρόβλεψη- θα γέμιζαν με αθόρυβα δάκρυα μιας πανάρχαιας χαράς.
Κώστας Μαυρουδής: "Η αθανασία των σκύλων" (70 σύντομες ιστορίες), εκδόσεις Πόλις, 2013.


Κώστας Μαυρουδής - Φθινόπωρο ή η ποίηση και ο αρχάριος


 

 

Αιφνιδιαστικά εμφανίστηκε

το εκτόπλασμα της μεγάλης μας τάξης,

το κτίριο κι ο χαμηλός ουρανός πριν τη βροχή.

Έξυνα περίτεχνα ένα μολύβι

έμπλεος στο βοημικό του άρωμα.

Ο δάσκαλος (μπεζ αγγλική καμπαρντίνα

ως τα παπούτσια) κοίταζε το παράθυρο.

«Έρχεται καταιγίδα!» είπε.

 

Nοέμβριος του ’56, για να είμαστε συγκεκριμένοι.

Στο σπίτι είχαν εισβάλει πρωτοσέλιδα

τανκς απ’ τη Βουδαπέστη

(οδομαχίες κάτω από μεγάλους τίτλους).

Στο ανατολικό δωμάτιο να προσθέσω

η αρρώστια επώαζε την απειλή της

(αεικίνητες θείες

ψίθυροι

η χοντρή νοσοκόμα με το βραστήρα),

οι ίδιοι πάντα επισκέπτες

λίγο πριν απ’ το βράδυ

κοίταζαν τα παπούτσια τους

(ηθοποιοί που έχουν ξεχάσει το ρόλο).


Τέσσερις εποχές, 2010, 2011

Κώστας Μαυρουδής - Άνοιξη


Σας παρακολουθούμε τοπία με προσοχή

τις διαθέσεις τις μεταβολές σας

τοπία αιχμάλωτα της ώρας και των εποχών

εδώ για παράδειγμα

η παλιά ημέρα με τη φωτογραφία της

φράση απ’ το μεγάλο κείμενο της εκδρομής:

παραταγμένοι σε άρτια σύνθεση

(το χτένισμα

τα ρούχα)

τους βλέπετε ευτυχείς

μετά απ’ τις θεατρικές κινήσεις του ταγκό·

να γίνω πιο συγκεκριμένος:

τοπίο με δέντρα και καλάμια (ακμαία, ενός έτους η ΕΡΕ) Blue Tango είχε μόλις προτείνει ο σχεδόν ακέραιος αριστερά, ζήτησαν ύστερα επίμονα την Cumparsita (La Cumparsita, φώναζε ο μεθυσμένος έχοντας πάνω του σαν αφοσίωση το βλέμμα εκείνης). Η άγραφη λεζάντα λέει Πρωτομαγιά. Τίποτε δεν υπάρχει πλέον (μπορείς κι εσύ να πεις με στόμφο «I had not thought death had undone so many»), όμως εδώ όλοι επιμένουν, το βράδυ θα επιστρέψουν με κουρασμένη ζάλη, ο κήπος (το μεταλλικό γρύλισμα της πόρτας), οι ομιλίες τους, ο σκύλος που δεν σταματά μετά την άφιξη·

δεν τέλειωσα με τη φωτογραφία:

στην επιφάνεια του τραπεζιού

άγνωστο πώς ανάμεσα στα πιάτα

ο άσπρος σκούφος της κουζίνας·

«Eγώ κι εσείς είμαστε Tώρα»

ισχυρίζεται η εικόνα·

λέει ακόμα «αίθριος βαθύς ουρανός

χωρίς σύννεφα»

ανύποπτη πως είναι αναδρομή στον εαυτό της

κάτι ας πούμε όπως η ποίηση

που εγκαθιστά αφηγήσεις

σ’ έναν τόπο χωρίς γεγονότα


Τέσσερις εποχές, 2010, 2011

Σάββατο 2 Μαρτίου 2024

Κώστας Μαυρουδής - 1η Σεπτεμβρίου


Το μεσημέρι μιας πολύ ζεστής Δευτέρας (ήταν Ιούλιος του 1957), ένας συνταξιούχος φιλόλογος με φακούς πρεσβυωπίας, φανελάκι χωρίς πουκάμισο και φαρδύ παντελόνι στο οποίο μόλις την περασμένη μέρα είχε ράψει οκτώ κουμπιά για τις τιράντες, κατάλαβε πως αποκοιμήθηκε στον παλιό ξύλινο καναπέ με την τοπική εφημερίδα ακόμα στα χέρια. Ανασηκώθηκε και συνέχισε να διαβάζει τη στήλη «Εξήντα χρόνια πριν». Βροχόπτωση πολλών ημερών και καταστροφικές κατολισθήσεις είχαν πλήξει τον Ιανουάριο του 1897 την περιοχή, όταν εκείνος ήταν δέκα ετών. Φαινόταν απίστευτο, αλλά ένα χάσμα εκατόν εννέα πήχεων μετατόπισε τον αμπελώνα των κληρονόμων Μόρφη στο κέντρο ενός ελαιώνα, «κατά τρόπον ώστε ο θεωρών να εικάζη ότι άμπελοι και δένδρα ήσαν έκπαλαι εκεί ομού φυτευμένα. Ο εν συγχύσει κύων τού πρώτου κτήματος, επετήρει πλέον αμήχανος τας επαλλήλως συνδεθείσας εκτάσεις».

Διάβασε την περιγραφή δύο φορές ακόμα, γοητευμένος από την κοσμογονία, την απορία του σκύλου και βέβαια την καθαρεύουσα με την απαράμιλλη οικονομία της: «Ο εν συγχύσει κύων τού πρώτου κτήματος επετήρει πλέον αμήχανος τας επαλλήλως συνδεθείσας εκτάσεις». «Το γνωμικό ύφος επαληθεύει την υπερβολή», σκέφτηκε, και σε λίγο έκανε, όχι για πρώτη φορά, τρεις ακόμα σχετικούς συλλογισμούς. «Το ύφος υπηρετεί το θέμα», «το ύφος ταυτίζεται με το θέμα», «δεν υπάρχει ύφος και θέμα». Μετά σκέφτηκε χαμογελώντας πως, ό,τι κι αν συμβαίνει, η αναγνωστική τέρψη οφείλεται στην προνομιακή σχέση να παρακολουθείς τα γεγονότα και τα πάθη χωρίς προσωπικό κόστος. Έφαγε κάτι που ετοίμασε πρόχειρα, κοιμήθηκε, και στις έξι βγήκε να αγοράσει την εφημερίδα της ημέρας, που τη διάβασε, σαν όλους τους μοναχικούς, από το κύριο άρθρο μέχρι τις διαφημίσεις των ηλεκτρικών συσκευών. Με σύντομες ασχολίες στην κουζίνα και τον κήπο, σχεδόν χωρίς να το καταλάβει, πέρασε το απόγευμα.

Το ίδιο σύντομα πέρασαν οι εβδομάδες που ακολούθησαν. Ο Αύγουστος κύλησε κι αυτός βιαστικά, με τη ραστώνη, τους παραθεριστές, τις αφίξεις και, προς το τέλος, τους επίμονους πυροβολισμούς των κυνηγών που ο συνταξιούχος άκουγε, σκοτεινά ακόμα, στους απέναντι λόφους. Ώσπου ένα πρωί, ίδιο με όλα τα προηγούμενα (οι ήχοι των τουφεκιών τον είχαν ξυπνήσει απ’ τις πέντε), αφαιρώντας με υγρά δάχτυλα τα φύλλα απ’ το ημερολόγιο του τοίχου –κάτι που είχε να κάνει εδώ και πολύ καιρό–, ένιωσε την αόριστη ταραχή που δημιουργεί η πρώτη μέρα του φθινοπώρου, αίσθημα πάγιο απ’ τα μαθητικά του ακόμα χρόνια. Κοίταζε αμήχανος το ημερολόγιο. Παράδοξο. Αυτός ο πρώτος, χωρίς παρελθόν αριθμός, του φαινόταν σαν επίλογος και τέλος. «Γι’ αυτό δεν έγραψα ποτέ», σκέφτηκε. «Τι αξίωση, για όλα εκείνα που αισθάνομαι, να ψάχνω ξένους που θα τα καταλάβουν».

Πηγή: Αθανασία των σκύλων, Πόλις 2013.

Κώστας Μαυρουδής - [άτιτλο]

 «Το 1834 γνώρισα τον Ρότμαν, ζωγράφο της Αυλής, και μαζί του έναν προικισμένο αρχιτέκτονα», μου είπε ο Βονιφάτιος Βοναφίν –Τεργεστίνος γιατρός–, από το 1828 φαρμακοποιός στο Ναύπλιο. «Ήρθε το ’34, αυτός και ο Λάνγκε, που σχεδίασε αργότερα το Μουσείο στην Αθήνα. Μετά την παραγγελία των ιταλικών τοπίων, ο Λουδοβίκος του ανέθεσε να ζωγραφίσει ελληνικά θέματα. Δεν φαντάζεστε πόσο παραγωγικός, θα ξεχειλίζουν σήμερα τα συρτάρια του από εικόνες του Μωριά και των νησιών. Δεν ξέφυγε από τα κλασικά πρότυπα, και βέβαια γνώριζε ότι καταγράφει ένα χρονικό χάριν του μέλλοντος. Θυμάμαι πως ήθελε να ζωγραφίσει και την πορεία εκείνων που πήγαν –στις 16 Δεκεμβρίου του πρώτου χρόνου– να βρουν έλατα για τα Χριστούγεννα. “Υπάρχουν στην ορεινή Αρκαδία”, του εξήγησα (“Et in Arcadia ego, θυμάστε τον Πουσέν;”), εκεί ανέβηκαν. Έφτιαξε μια πομπή με άλογα, ένα κάρο και έξι σκύλους που προηγούνταν. Είχαν διασχίσει με βροχερό καιρό όλη τη διαδρομή προς το Άστρος, κόβοντας δύο μεγάλα και δύο μεσαία δέντρα. Τα έστησαν μπροστά στο μικρό ανάκτορο και την πλατεία. Τον καθοδήγησα με περιγραφές. Κάποιος της Αντιβασιλείας συμβούλεψε διακριτικούς χειρισμούς με τα έλατα. Κυκλοφορούσαν φήμες ότι οι εκκλησίες πρόκειται να γίνουν καθολικές, ότι θα φορολογηθεί η Μετάληψη! Τους πρότεινε να μοιράσουν λεμπκούχεν, δώρα και άφθονο ποντς. “Ο λαός ευθυμεί γρήγορα, ακόμα και τις καρέκλες τραβούν απ’ το διπλανό τους, όταν πάει ανύποπτος να καθίσει”. Ήταν βέβαιος πως “το μέλλον είναι πιο δυνατό απ’ την επιφύλαξη”. “Εσένα”, μου έλεγε, “που ταρίχευσες το σώμα του Καποδίστρια, μπορεί να σε ξεχάσουν• το ζύθο μας και το έλατο ποτέ”. Είδα σε περγαμηνή το προσχέδιο, κλίμακα ένα προς τέσσερα. Δεν ξέρω αν το ολοκλήρωσε: μια έφιππη ομάδα και δυο μικρά κάρα που επιστρέφουν στην πόλη. Μετά έφυγε. Θα ζωγράφιζε την Τίρυνθα, τις Μυκήνες και τη Δήλο. Στο πάνω μέρος του σχεδίου δέσποζε το βουνό, χωρίς ουρανό. Στιγμή μεγάλης αλλαγής για τη χώρα. Ξέροντας ότι αυτό ήθελε να δείξει, του πρότεινα τον τίτλο “Η στροφή”, αν και κανείς δεν θα καταλάβαινε πού υπήρχε στροφή, βλέποντας το ευθύγραμμο μονοπάτι, το κάρο με τα έλατα, και τους έξι σκύλους να τρέχουν μπροστά, με τη μύτη στο βρεγμένο χώμα».


Η αθανασία των σκύλων

Κώστας Μαυρουδής - Σημειώσεις παλιών καλοκαιριών



ΜΙΣΟΞΥΠΝΗΣΑ (πρωί της 2ας Αυγούστου του 1992) στο ξενοδοχείο «Ο δειλός λαγός» της πόλης Μπουρζ, έχοντας δει ένα όνειρο. Ήταν κάτι όχι απόλυτα συγκεκριμένο. Έδειχνε να κατάγεται απ’ τους «Τρεις Σωματοφύλακες» του Δουμά. Η τελευταία φράση του διαλόγου μεταξύ δύο αυλικών, καθόλου ασαφής, έλεγε επί λέξει το εξής: «Ένα μεγάλο δημόσιο γεγονός εκτοπίζει τις προσωπικές έγνοιες». Την είχα συγκρατήσει ως νόημα ακέραια, πράγμα το οποίο μετά κάθε όνειρο μοιάζει κατόρθωμα, πρόλαβα μάλιστα να κάνω τη σκέψη ότι αποτελεί χρήσιμη ιδέα για τον χειρισμό των μαζών και ότι θα μπορούσα να την ιδιοποιηθώ συγγραφικά. Η μόνη επιφύλαξη ήταν ότι επρόκειτο για φράση ενός ξένου, πράγμα όμως που αντιπαρήλθα, αφού ως «δημιουργός»των προσώπων είχα αυτονόητα δικαιώματα στον λόγο τους. Να λοιπόν που με μακρινή αφετηρία κάποιες παιδικές αναγνώσεις εμφανίζεται ακόμα και στον ύπνο εκείνο το κλασικό ζήτημα της αφήγησης: «Στο σημαντικό έργο ο ήρωας παράγει δικές του ιδέες. Στο μέτριο είναι το ηχείο για τις απόψεις του συγγραφέα».

( Κώστας Μαυρουδής , από το βιβλίο "Οι κουρτίνες του Γκαριμπάλντι", Νεφέλη, 2006)

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023

Γιώργος Ζωγράφος - Ποιός είδε την αγάπη μου


 Ο ήλιος φέρνει συμφορές και το φεγγάρι πόνους

και σέρνομαι στις ερημιές και τρέχω μες στα βράχια.

Ποιος είδε την αγάπη μου με τα θλιμμένα μάτια;


Τις νύχτες παίρνω μοναχός βαριά τα βήματά μου

κι όλο ρωτάω τα βουνά και τα βαθιά σκοτάδια,

ποιος είδε την αγάπη μου με τα θλιμμένα μάτια.


Στίχοι για το τραγούδι Ποιος είδε την αγάπη μου Ζωγράφος Γιώργος του έτους 1966 σε στίχους Κακουλίδης Γιάννης και σύνθεση Μαυρουδής Νότης από το album Τραγουδά ο Γιώργος Ζωγράφος.

Πέμπτη 11 Απριλίου 2019

Κώστας Μαυρουδής-Σχετικά με τον πατέρα



ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ (1)



Μετά σαράντα χρόνια δεν είναι ίδιος. Τίποτε δεν θυμίζει εκείνον που γνωρίσατε. Ξεχνάει, λέει τα λόγια άλλου ρόλου. Αν πρέπει να είμαι σαφέστερος γι’ αυτόν, θυμηθείτε μια λέξη, όταν πριν να την περικόψει, μένει για λίγο αναποφάσιστος, ο ποιητής.



ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ (2)



Εξοφλεί το δάνειο του χρόνου: Θυμάται. Όμως όλα χαμηλόφωνα πια. Αθόρυβα. Σαν τον ημίπληκτο κύριο (καλοκαίρι του 57) που μας ψιθύριζε κάτι απέραντα ευγενικό, χωρίς ν’ ακούγεται.



ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ (10)



Παίζω μαζί σου τον πρόσκοπο, μπαμπά. Βάζω το καθρεφτάκι του ποιήματος στο πρόσωπό σου, να δω αν θαμπώνει.

Πηγή: https://www.oanagnostis.gr/%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CE%BC%CE%B9%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%BB%CE%AE-%CF%87%CF%81%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%AC-%CF%81%CE%AF%CF%84%CF%83%CE%BF%CF%82-%CE%BC%CE%AD%CF%83%CE%BA/

Κώστας Μαυρουδής, «Άνοιξη»



«Είσαι εφήμερο μέχρι ανυπαρξίας»,
δήλωσε αιχμηρά εν έτει χίλιαεννιακόσιαπενήνταεννιά
 το Δαιμόνιο του Μέλλοντος
(η Εποπτεία του Προσεχούς)
στο άσημο εργαστήριο του τσαγκάρη μας.
 Δεν καταλάβαιναν τίποτε από τη δήλωσή του
Τα ανύποπτα σύνεργα (οι κατσαμπρόκοι, τα σουβλιά κι οι
 επιτήδειες τανάλιες) που είχαν κατακλύσει το κοντό τραπέζι
του. Το ίδιο και οι κόλλες, οι κερωμένοι σπάγκοι, τα καρφιά.
«Ξέρετε, σύνεργα συμπαθή, με τις λαβές σας λειασμένες απ’ τη
 χρήση, πως είστε αντικείμενα συλλεκτικά;» είπε η Εποπτεία
του Προσεχούς. «Θα σας παρατηρούν στις γυάλινες προθήκες
 των παλαιοπωλείων, ακίνητα, με πειθαρχία που δεν φανταστήκατε
 ποτέ. Έτσι περίπου θα είναι και οι αναδρομές για σας, αειθαλείς
 και φλύαροι αργόσχολοι (οικείοι στις χαρωπές οσμές των βερνικιών
 και των δερμάτων), συγκεντρωμένοι σε ομιλητική ομήγυρη δίπλα
στο φίλο σας, αυτό το βροχερό απόγευμα με τις ομπρέλες και τον
απρόοπτα γκρίζο ουρανό.
Άνοιξη πάλι
ντύνονται πράσινο οι παρυφές της πόλης,
οι λόφοι και οι ήπιες πλαγιές.
Νέοι βλαστοί επαναλαμβάνονται,
διαβάζει απ’ το ίδιο κείμενο η φύση.
Πόσο επιφυλάσσονται, όμως, όλοι,
χίλιαεννιακόσιαπενήνταεννιά,
πόσο θα προτιμούσαν μια στέρεα ύλη,
μιαν άπειρη αφήγηση
(ένα βιβλίο
που να μην τελειώνει
 πουθενά),
 να αφοσιωθούν αμέριμνοι,
 σαν τον αμνό στα φίλια λιβάδια.
Φιλάργυρα υπολογίζουν το βραχύ σου βίο,
σε διαιρούν σε αμήχανα μερίδια
 και σε μετρούν,
ενώ τους απευθύνεσαι με στερεότυπα
 (έντομα, ανθοφορία, χλιαρά μεσημέρια).
 Σαν τίποτε να μη συμβαίνει
χίλιαεννιακόσιαπενήνταεννιά,
 κολακεύεις πάλι με φύλλα τα κλαδιά
 και εξαγγέλλεις μεγαλόστομα την άνοιξη:
 τη γιγαντοαφίσα αυτή της χλωροφύλλης,
 την πομπώδη διαφήμιση του μέλλοντος»

(Από τη συλλογή «Τέσσερις εποχές», εκδ. Κέδρος, 2010)

Πηγή : Andro.gr [ http://www.andro.gr/empneusi/top-10-poihmata-gia-thn-anoiksh/ ]

Κώστας Μαυρουδής Πορτρέτο Ποιητή 2021 μ.Χ.


Μόνη του άσκηση, μικρές αθώες εμμονές: Ένα μαντίλι με μονόγραμμα, μια ρόμπα δωματίου, ενθύμια από παλιά ταξίδια κι αναφορές σε γνωριμίες που έσυρε στα γράμματα.
Λίγοι τον επισκέπτονται. Κάθεται κάτω απ’ την ελαιογραφία ενός παλιού του φίλου. Μιλάει με νύξεις διαρκείς στο παρελθόν. «Έλα να δούμε από δω το Βερολίνο», μου λέει σαρκαστικά, δείχνοντας τον ασήμαντο δρομίσκο του.
Για λίγο αφαιρείται κοιτάζοντας τα χέρια του.
Διαβάζει –θα μπορούσες να σκεφθείς– το ισχνό του σώμα σαν ένα μέτριο κείμενο. Κάποια στιγμή μου δείχνει το νέο βιβλίο του Μ.
«Ας επαναλαμβάνεται· μου αρέσουν οι εμμονές του. Η διαρκής επιστροφή. Η μνήμη: Αυτή η παράλογη Φυσική, να βλέπω τη σκιά, ενώ το αντικείμενο πια δεν υπάρχει.»


Το δάνειο του χρόνου, 1989

Τετάρτη 3 Απριλίου 2019

Κώστας Μαυρουδής,-«Χειμώνας» ή «Ιατρική επίσκεψη»

Αποτέλεσμα εικόνας για κωστας μαυρουδης

Αυτή εν συντομία είναι
η ιστορία μιας ιατρικής επισκέψεως πολύ παλιάς
τόσο που να αμφιβάλλεις
με πόση ακρίβεια μεταδίδεται
ένα μικρό παιδί λοιπόν, κρυολογημένο, ζώντας στα αιθέρια αρώματα του οινοπνεύματος, της καμφοράς και του ευκαλύπτου,
ήθελε να αποφύγει την ιατρική επίσκεψη, φοβόταν
όπως φοβούνται οι ενήλικες που ακούνε πάντα στην εξέταση απειλητικούς ψιθύρους]
(του αναλογούσε ας πούμε ένα παιδικό μερίδιο απ’ το ταμείο του κοινού
μας φόβου).
Με πόση ευκολία όμως το παραπλάνησαν:
ο άγνωστος που έφτασε το απόγευμα με τη βροχή
έβγαλε αμέσως τη μουσκεμένη καμπαρντίνα
και φόρεσε
απ’ το λαιμό έως τα γόνατα
υγρός ακόμη την ποδιά του ξυλουργού
και βέβαια δεν ήταν γιατρός φαινόταν άλλωστε υπεράνω υποψίας,
εξέταζε ως ειδκός τα έπιπλα,
τον καναπέ (στάθηκε και είδε τη μεγάλη θαλασσογραφία με το φάρο),
τα θερμομέτρησε εμβριθώς (απ’ το δωμάτιο το παιδί δεν είχε χάσει
ούτε μια κίνηση), στο πάμφωτο σαλόνι τα είχε όλα ακροαστεί ο άγνωστος, με αργές κινήσεις άρχισε να πλησιάζει το κρεβάτι, βρέχει
ασταμάτητα, είπε αδιάφορα κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο τη δυνατή
βροχή, δεν έχει σταματήσει ούτε λεπτό, μουρμούρισε βγάζοντας ένα
στηθοσκόπιο από την τσάντα, χειμώνας επανέλαβε δύο φορές
σήκωσε την πιτζάμα του παιδιού
από την πόρτα έβλεπαν τη σκηνή
η μητέρα του έσφιγγε το λευκό χερούλι (από πορσελάνη)
με το δεξί του χτύπησε το άλλο χέρι
που είχε στην πλάτη
ύστερα ένα θερμόμετρο
ανάποδα το κουτάλι για τη γλώσσα
αδιευκρίνιστα καθησυχαστικός
έγινε μια μεγάλη παύση
τον έβλεπαν που έφερε το μπλοκ από την τσάντα
(sodium glycerol
hydroxide και ethanol 3 x 1)
το άφησε στο κομοδίνο κάτω απ’ το πορτατίφ
(ή μήπως το έδωσε στα χέρια της;)
θέμα τεσσάρων ημερών
είπε η αυθεντία
πηγαίνοντας στην κρεμασμένη καμπαρντίνα
και ήδη ο μικρός καθόταν στο θρανίο του
ο δάσκαλος με άσπρα δάχτυλα ζωγράφιζε στον πίνακα ένα σύμφωνο
γύριζε έβλεπε την τάξη
ενώ
α-
βα-
ρής
σαν
σκόνη
αι-
ω-
νιό-
τη-
τας
έ-
πε-
φτε
αρ-
γά
η
κι-
μω-
λία
στα
πα-
ού-
τσια
του

Κώστας Μαυρουδής (1948-)
Πηγή : Andro.gr [ http://www.andro.gr/empneusi/top5-poihmata-gia-ton-heimwna/ ]