Σάββατο 2 Μαρτίου 2024

Κώστας Μαυρουδής - 1η Σεπτεμβρίου


Το μεσημέρι μιας πολύ ζεστής Δευτέρας (ήταν Ιούλιος του 1957), ένας συνταξιούχος φιλόλογος με φακούς πρεσβυωπίας, φανελάκι χωρίς πουκάμισο και φαρδύ παντελόνι στο οποίο μόλις την περασμένη μέρα είχε ράψει οκτώ κουμπιά για τις τιράντες, κατάλαβε πως αποκοιμήθηκε στον παλιό ξύλινο καναπέ με την τοπική εφημερίδα ακόμα στα χέρια. Ανασηκώθηκε και συνέχισε να διαβάζει τη στήλη «Εξήντα χρόνια πριν». Βροχόπτωση πολλών ημερών και καταστροφικές κατολισθήσεις είχαν πλήξει τον Ιανουάριο του 1897 την περιοχή, όταν εκείνος ήταν δέκα ετών. Φαινόταν απίστευτο, αλλά ένα χάσμα εκατόν εννέα πήχεων μετατόπισε τον αμπελώνα των κληρονόμων Μόρφη στο κέντρο ενός ελαιώνα, «κατά τρόπον ώστε ο θεωρών να εικάζη ότι άμπελοι και δένδρα ήσαν έκπαλαι εκεί ομού φυτευμένα. Ο εν συγχύσει κύων τού πρώτου κτήματος, επετήρει πλέον αμήχανος τας επαλλήλως συνδεθείσας εκτάσεις».

Διάβασε την περιγραφή δύο φορές ακόμα, γοητευμένος από την κοσμογονία, την απορία του σκύλου και βέβαια την καθαρεύουσα με την απαράμιλλη οικονομία της: «Ο εν συγχύσει κύων τού πρώτου κτήματος επετήρει πλέον αμήχανος τας επαλλήλως συνδεθείσας εκτάσεις». «Το γνωμικό ύφος επαληθεύει την υπερβολή», σκέφτηκε, και σε λίγο έκανε, όχι για πρώτη φορά, τρεις ακόμα σχετικούς συλλογισμούς. «Το ύφος υπηρετεί το θέμα», «το ύφος ταυτίζεται με το θέμα», «δεν υπάρχει ύφος και θέμα». Μετά σκέφτηκε χαμογελώντας πως, ό,τι κι αν συμβαίνει, η αναγνωστική τέρψη οφείλεται στην προνομιακή σχέση να παρακολουθείς τα γεγονότα και τα πάθη χωρίς προσωπικό κόστος. Έφαγε κάτι που ετοίμασε πρόχειρα, κοιμήθηκε, και στις έξι βγήκε να αγοράσει την εφημερίδα της ημέρας, που τη διάβασε, σαν όλους τους μοναχικούς, από το κύριο άρθρο μέχρι τις διαφημίσεις των ηλεκτρικών συσκευών. Με σύντομες ασχολίες στην κουζίνα και τον κήπο, σχεδόν χωρίς να το καταλάβει, πέρασε το απόγευμα.

Το ίδιο σύντομα πέρασαν οι εβδομάδες που ακολούθησαν. Ο Αύγουστος κύλησε κι αυτός βιαστικά, με τη ραστώνη, τους παραθεριστές, τις αφίξεις και, προς το τέλος, τους επίμονους πυροβολισμούς των κυνηγών που ο συνταξιούχος άκουγε, σκοτεινά ακόμα, στους απέναντι λόφους. Ώσπου ένα πρωί, ίδιο με όλα τα προηγούμενα (οι ήχοι των τουφεκιών τον είχαν ξυπνήσει απ’ τις πέντε), αφαιρώντας με υγρά δάχτυλα τα φύλλα απ’ το ημερολόγιο του τοίχου –κάτι που είχε να κάνει εδώ και πολύ καιρό–, ένιωσε την αόριστη ταραχή που δημιουργεί η πρώτη μέρα του φθινοπώρου, αίσθημα πάγιο απ’ τα μαθητικά του ακόμα χρόνια. Κοίταζε αμήχανος το ημερολόγιο. Παράδοξο. Αυτός ο πρώτος, χωρίς παρελθόν αριθμός, του φαινόταν σαν επίλογος και τέλος. «Γι’ αυτό δεν έγραψα ποτέ», σκέφτηκε. «Τι αξίωση, για όλα εκείνα που αισθάνομαι, να ψάχνω ξένους που θα τα καταλάβουν».

Πηγή: Αθανασία των σκύλων, Πόλις 2013.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου