Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Moréas Jean (Παπαδιαμαντόπουλος Ιωάννης). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1.2. Moréas Jean (Παπαδιαμαντόπουλος Ιωάννης). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 30 Απριλίου 2025

Jean Moréas -Tu souffres tous les maux…


Η μοίρα σου πάντα σκληρή, μα εσύ τη δυστυχία
περιφρονείς, αναγελάς,
μέσα στη θύελλα τέρπεσαι, μέσα στην τρικυμία
τη λύρα κρούεις, αντιπερνάς.

Ποιητή, οι άνθρωποι θα ’λεγαν πως είναι οι στίχοι σου ένα
παιχνίδι μάταιο, παιδικό.
Μην το πιστεύεις. Έχουνε ο Απόλλωνας για σένα
κι οι Μούσες έπαθλο ιερό.

Άφησε να γεννιούνται αυτού, κοίταξε εκεί να σβήνουν
οι ενάρετοι και οι πονηροί,
αφού όλα γύρω γίνονται μονάχα για να δίνουν
στα ποιήματα σου μια αφορμή!

Μετάφραση: Κώστας Καρυωτάκης


Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2024

Jean Moréas - Το δέντρο


Μόνο στου κάμπου την ερμιά 

στην αύρα, στον αγέρα,

ορθό το δέντρο φαίνεται 

σα νά ’χει συλλογή∙ 

τα φύλλα του σαλεύοντας 

ρίχνουνε κάθε μέρα 

τον ίσκιο τους στη γη.


Πετώντας, θά ’ρθουν τα πουλιά 

να κάτσουν στα κλαριά τους∙ 

είναι κοράκια και δειλές 

αγριοπεριστεριές,

το τρώει ο λειχήνας ο άρρωστος 

κισσός ολόγυρά του 

τυλίγεται προδοτικά 

με μπερδεψιές γερές.


Ο μανιασμένος άνεμος 

και τ’ άγριο αστροπελέκι 

πόσες φορές τον θέρισαν 

την αψηλή κορφή;

Νιώθοντας τα χτυπήματα  

του ξυλοκόπου στέκει 

μ’ ατάραχη κι υπέροχη 

και θλιβερή μορφή.


Μετάφραση: Μήτσος Παπανικολάου

Κυριακή 28 Μαΐου 2023

Jean Moréas – Les morts m’ écoutent – Oἱ νεκροὶ μ’ ἀκοῦνε


Μέσα στοὺς τάφους κατοικῶ, μόνο οἱ νεκροὶ μ’ ἀκοῦνε,
ἐχθρὸς πάντα θανάσιμος θὰ μείνω τοῦ ἑαυτοῦ μου,
οἱ ἀνίδεοι καὶ οἱ ἀχάριστοι τὴ δάφνη μου κρατοῦνε,
ὀργώνω κι ἄλλοι χαίρονται τὸ κάρπισμα τοῦ ἀγροῦ μου.
Κανένα δὲ ζηλοφθονῶ. Ἡ ὀδύνη τί μὲ νιάζει,
τριγύρω τὸ ἀκατάλυτο μῖσος, ἡ καταφρόνια!
Ἀρκεῖ μόνο ποὺ ὅσες φορὲς τὸ χέρι μου σὲ ἀδράζει,
ὁλοένα πιὸ τερπνὰ ἀντηχεῖς, ὦ λύρα μου Ἀπολλώνια.

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2023

Ζαν Μορεάς - Δύο ποιήματα

 

LE CAP SUNIUM

Sunium, sunium, sublime promontoire
Sous le ciel le plus beau,
De l’âme et de l’esprit, de toute humaine gloire
Le berceau, le tombeau;

Jadis, bien jeune encor, lorsque le jour splendide
Sort de l’ombre vainqueur,
Ton image a blessé, comme d’un trait rapide,
Les forces de mon Coeur.

Ah! Qu’il saigne, ce coeur ! et toi, mortelle vue
Garde toujours doublé,
au-dessus d’une mer azurée et chenue,
un temple mutilé.

     (IV, 4)


ΤΟ ΑΚΡΩΤΗΡΙ ΤΟΥ ΣΟΥΝΙΟΥ

Σούνιο, Σούνιο, ύψιστο ακρωτήρι
Ψυχής και πνεύματος
Κάτω απ’τον καταγάλανο ουρανό,
Περικλείωντας όλη την ανθρώπινη δόξα
Είσαι συνάμα η κούνια μα και ο τάφος μου

Στην άλλοτε νιότη μου, όταν
η ένδοξη μέρα ανέτειλλε στην νικήτρια σκιά σου,
Η εικόνα Σου, φευγαλέα
κατατρόπωσε κάθε απόθεμα δύναμης
Της καρδιάς μου

Α! πώς αιμορραγεί αυτή η καρδιά! Κι εσύ θνητή όψη,
Φυλάς εις διπλούν
Αφ’υψηλού μια θάλασσα καταγάλανη μα και άχρωμη,
Έναν ναό μισογκρεμισμένο!


     (IV, 4)

LA VIE

Ne dites pas: la vie est un joyeux festin;
Ou c’est d’un esprit sot ou c’est d’une âme basse
Surtout ne dites point: elle est malheur sans fin;
C’est d’un mauvais courage et qui trop tôt se lasse.

Riez comme au printemps s’agitent les rameaux,
Pleurez comme la bise ou le flot sur la grève,
Goûtez tous les plaisirs et souffrez tous les maux;
Et dites: c’est beaucoup et c’est l’ombre d’un rêve.

       (I,11)


Η ΖΩΗ

Μην αποκαλέσετε τη ζωή ένα χαρούμενο τσιμπούσι
Είτε σαν να επρόκειτο για ένα ασήμαντο πνεύμα
Είτε για μια άδεια ψυχή
Κυρίως μην την αποκαλέσετε ποτέ: μια ατέλειωτη δυστυχία
Αν και τολμά τόσο λίγο
Που σύντομα αυτή η τόλμη της στερεύει.

Γελάστε όπως η λύσσα του αέρα χτυπά τα καλάμια την άνοιξη
Δακρύστε όπως το κρύο αεράκι ή το κύμα σκάει στην άμμο
Γευτείτε κάθε ηδονή
και κάθε πικρία της
Και αποφανθείτε: είναι χειμαρρώδης επειδή είναι η σκιά ενός ονείρου

(I,11)

Les Stances (1897)

Μετάφραση: Άννα Ηλιάδου

Πηγή: https://www.poeticanet.gr/stances-poiimata-a-1478.html

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2020

Jean Moréas -Από τις Stances (β΄ βιβλίο)


'Αξαφνα, μές στων βροχερών μερών ετούτον τον καημό,

στις καστανιές τις άψηλες που ναι χωρίς στεφάνι,

στο νερό και στην όψιμη βραγιά, στα μάτια μου τα δυό,

ήλιε χινοπωριάτικε χλωμέ, νάχης γλυκάνει!


''Ηλιε, τι θέλησες να ρθής; Άφες να πέσει χάμω ο ανθός,

το φύλλο άφες να σήπεται, ο νοτιάς να το σαρώνη

άφες να πήξει το νερό, τον πόνο μου άφες μου, καθώς

μου δυναμώνει την ψυχή κι όλο το νού μεστώνει


Μετάφραση Τέλλος Άγρας

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2020

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης-Ἡ-Γυφτοπούλα-μέρος-I-1884 (απόσπασμα)

 Ἡ ἰδέα ζῇ ἐν τῇ ψυχῇ, ὡς λύχνος καιόμενος. Αὕτη κατοπτρίζει τὸ θεῖον κάλλος, αὕτη γεννᾷ τὴν εὐδαιμονίαν. Ὁ ἔρως ἠράσθη τῆς ψυχῆς, ἡ ἕνωσις αὐτῶν παρήγαγε τὴν ἀνθρωπότητα. Εὐτυχία, ἀπόλαυσις, γλυκασμός, τρυφή, ἡδυπάθεια, πάντα ἐν τῷ ἔρωτι. Ὁ θεῖος ἔρως δὲν εἶναι γήινος, καὶ ἡ ψυχὴ δὲν εἶναι πηλίνη. Τὸ ἄυλον ἐν τῷ ἀΰλῳ, τὸ ἰδεῶδες ἐν τῷ ἰδεώδει. Τὸ σῶμα εἶναι τὸ σκότος, ἡ ψυχὴ εἶναι ἡ ἀκτίς. Ἀκτὶς τοῦ ἀιδίου, τοῦ ἀπείρου, τοῦ ὑπερτελείου φωτός. Τὸ μηδενὸς ἐπιθυμεῖν, ἡ σωφροσύνη, ἡ ἀπάθεια, τοῦτο θεῖον. Τὸ ὄμμα σου, ὦ θεῖε ἄνερ, ἦτο ὄμμα ἀετοῦ, ἡ διάνοιά σου ἦτο τῆς θείας διανοίας κοινωνός. Καὶ εὐτυχῶς ἐπέστη ἤδη ὁ χρόνος, ὅπως τὰ δόγματά σου βασιλεύσωσιν ἐπὶ τῆς γῆς. Αἱ δυστυχίαι τῆς ἀνθρωπότητος, ἐπὶ δεκατέσσαρας αἰῶνας, ἦσαν ἡ τιμωρία αὐτῆς, διότι σὲ παρεγνώρισε. Δὲν παραπονοῦμαι δι᾽ ὅσα ὑπέφερα, ἀρκεῖ ὅτι θὰ ἴδω τὸν θρίαμβον τοῦ δόγματος. Εἰς σὲ ἀφιερῶ τὴν κόρην ταύτην, ἀξίωσον αὐτὴν τῆς δόξης καὶ τῆς ἀθανασίας. Τὸ μέγιστον δῶρον, ὅπερ δύναται θνητὸς νὰ προσφέρῃ εἰς θνητόν…

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης-Ἡ-Γυφτοπούλα-μέρος-I-1884

Κυριακή 21 Απριλίου 2019

Jean Moréas -ΑΛΚΙΝΟΟΣ ΚΑΙ ΡΟΔΟΠΗ

Πώς ανεβαίνεις στα ψηλά, γλυκειά, λαμπρή ω σελήνη!

Η άνοιξη πάει, κι έχει το πικρό Φθινόπωρο απομείνει!

Το θέρος το φανταχτερό κ η άνοιξη, η ανθισμένη

Περνούν και την αγάπη μου μαζί τους, που πεθαίνει!

Το χελιδόνι είναι μακρυά, τα φύλλα σκόρπια χάμου,

Ω έλα, Ροδόπη, ζύγωσε, σ αποθυμώ κοντά μου.

Η αύρα, που ερωτικά φυσάει απ το δικό σου στόμα,

μέρες του θέρους, ώμορφες, θα μου θυμίση ακόμα,

και θα πλανέσω τον καιρό και τον πικρό μου πόνο,

τα στήθεια σου, απ τη νειότη τους μεστά, σαν καμαρώνω.



Μετάφραση: Τέλλος Άγρας

Τετάρτη 17 Απριλίου 2019

ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ - Ζαν Μορεάς ( 15 Απριλίου 1856- 30 Μαρτίου 1910 )-Βιογραφικό Σημείωμα






















Ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα, γιος του νομικού Αδαμαντίου Παπαδιαμαντόπουλου και εγγονός του πρόκριτου και Φιλικού Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου. Πραγματοποίησε νομικές σπουδές στη Γερμανία (Μόναχο) και τη Γαλλία (Παρίσι). Στη Γαλλία εγκατέλειψε τις σπουδές του και μπήκε στους εκεί λογοτεχνικούς κύκλους. Μετά από τρία χρόνια παραμονής στο Παρίσι επέστρεψε για λίγο στην Ελλάδα για να ανακοινώσει στην οικογένειά του τη μόνιμη εγκατάστασή του στη Γαλλία. Το 1880 γύρισε στο Παρίσι και από τότε επισκέφτηκε τη γενέτειρά του μόνο δυο φορές, μια το 1897 για να συμμετάσχει στον ελληνοτουρκικό πόλεμο και μια το 1906 για να παρακολουθήσει παράσταση του θεατρικού του έργου Ιφιγένεια εν Ταύροις από το θίασο του ζεύγους Συλβαίν στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Στο Παρίσι ο Παπαδιαμαντόπουλος έγινε δημοφιλής ποιητής με το ψευδώνυμο Ζαν Μορεάς, ασπάστηκε αρχικά το συμβολισμό και συνδέθηκε με τους Μαλλαρμέ, Βερλαίν και Όσκαρ Ουάιλντ, εν συνεχεία ωστόσο ίδρυσε τη λεγόμενη Ρομανική Σχολή επιχειρώντας την υλοποίηση νέων ποιητικών οραματισμών, λιγότερο σκοτεινών. Στα γαλλικά δημοσίευσε ποιητικές συλλογές με γνωστότερη τη Στροφές ( που αποτελείται από έξι συνολικά τόμους και αποκαλύπτει ένα νέο προσανατολισμό του ποιητή προς το νεοκλασικισμό), μυθιστορήματα, αισθητικά και λογοτεχνικά δοκίμια, και την τραγωδία Ιφιγένεια εν Ταύροις, διασκευή από την ομώνυμη τραγωδία του Goethe. Προς το τέλος της ζωής του πήρε τη γαλλική υπηκοότητα και ήταν υποψήφιος της Γαλλικής Ακαδημίας των Αθανάτων. Πέθανε από ασθένεια του ήπατος στο Παρίσι το 1910, ενώ η σορός του αποτεφρώθηκε σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του. Στο χώρο της νεοελληνικής λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε με νεανικά ποιήματα και άρθρα, τα οποία δημοσίευσε με το πραγματικό του όνομα στο περιοδικό της εποχής Αττικός Μηνύτωρ, με τις μεταφράσεις του των έργων Φάουστ του Goethe, Η φωλιά των κοράκων του A.Houssay και κάποιων ποιημάτων του Heinrich Heine, με τον πρόλογό του στην έκδοση του έργου του Αλέξανδρου Σούτσου Ατίθασος ποιητής, με τη συμμετοχή του στην κριτική διαμάχη μεταξύ Άγγελου Βλάχου και Εμμανουήλ Ροΐδη το 1877, με κάποια ελληνόφωνα διηγήματά του, όπως Ο χρηματισμός της αθιγγανίδος και κυρίως με τη μοναδική ελληνόφωνη ποιητική συλλογή του Τρυγόνες και Έχιδναι, την οποία υπέβαλε στο Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό το 1873 και δημοσίευσε το 1878 σε ηλικία 22 μόλις ετών. Οι Τρυγόνες και Έχιδναι περιλαμβάνουν ποιήματα στην καθαρεύουσα, τη δημοτική και τη γαλλική γλώσσα, τα οποία τοποθετούν τον Παπαδιαμαντόπουλο στη μετάβαση από το ρομαντισμό της Α' Αθηναϊκής Σχολής στην ανανέωση του ποιητικού λόγου και τη Νέα Αθηναϊκή Σχολή.



Εργογραφία
(ελληνόφωνες αυτοτελείς εκδόσεις)

Ι.Ποίηση
• Τρυγόνες και έχιδναι. Αθήνα, 1876.
ΙΙ.Δοκίμιο
• Ολίγαι σελίδες επ’ ευκαιρία της μεταξύ των κ.κ. Ροΐδη και Βλάχου αναφυείσης φιλολογικής έριδος. Αθήνα, τυπ. Εφημερίδος των συζητήσεων, 1878.
ΙΙΙ. Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Οι Στροφές· Με προλεγόμενα· Μετάφραση Σ.Σκίπη. Αθήνα, 1915.
• Οι Στροφές· Μετάφραση Μ.Μαλακάση. Αθήνα, 1920.
• Οι Στροφές· μεταφραστής Τέλλος Άγρας. Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1921.
• Εκλογή από το ποιητικό του έργο• Les syrtes - Les cantilenes - Le pelerin passione – Poemes et sylves. Μεταφραστής Τέλλος Άγρας με πρόλογον. Αθήνα, Ζηκάκης, 1926.
• Στροφές· Μετάφρασις Ελένης Κεσίσογλου. Αθήνα, 1933. 
• Στροφές του Ζαν Μωρεάς• Μεταφρασμένες από τον Κλέωνα Β. Παράσχο μ’ ένα μελέτημα για το έργο κ’ ένα σημείωμα για τη μετάφραση. Αθήνα, 1964.



Jean Moréas, portrait by Antonio de La Gandara.


Jean Moréas-Παρά το Κύμα


Μίαν ἑσπέραν – ἔκτοτε πολύς παρῆλθε χρόνος –
ἐστήριξες το σῶμά σου εἰς τον βραχίονά μου·
την νεκρικήν  διέκοπτε σιγήν τοῦ σκότους μόνος
ὁ κρότος τῶν βημάτων μας ἐπί  τῆς λείας ἄμμου.

Ὑπέρ το  ὄρος ἔλαμπεν ὡραία ἡ σελήνη,
και  ὅμως εἰς το  χρῶμά της διέκρινες τον πόνον·
μήπως ἐρᾷ και δι’αὐτὸ το μέτωπόν της κλίνῃ,
ἢ μη  θρηνῇ τον ἄνθρωπον ἐν μέσῳ τῶν ἀγώνων;

Ἡ κυανῆ Μεσόγειος ἡπλοῦτο γαληνία·
εἱς την ἁκτήν θραυόμενον το κῦμα ἐστονάχει,
και ὡς φασμάτων, πένθιμος, σιωπηλὴ χορεία,
ὑψοῦντο τοῦ αἰγιαλοῦ οἱ γυμνωμένοι βράχοι.

Αἴφνης ἐν μέσῳ τῆς μακρᾶς ἐκείνης ἠρεμίας,
ὅτε τα σκότη τῆς νυκτός κιρνᾷ το  ἄστρον τρέμον,
εἰς την μορφήν σου ἤστραψεν ἀκτίς μελαγχολίας,
ὡς νέφος ὅπερ ἔφερεν ἡ βία τῶν ἀνέμων.

Συ  ἄλλοτε την κόμην σου με ῥόδα στεφανοῦσα,
και εἰς τον οἶνον βάφουσα το χεῖλός σου φλεγμαῖνον,
ἡ Ἑστιάς τοῦ ἔρωτος, τοῦ ᾄσματος ἡ Μοῦσα,
ᾐσθάνθης δάκρυ πύρινον το βλέφαρον ὑγραῖνον.

Και εἶπες: ἀγαπώμενοι, φαιδροί ἀκόμη νέοι
ταυτίζομεν τους πόθους μας έδῶ εἰς την σκοτίαν·
και  ὅμως πῶς παρέρχονται οἱ χρόνοι οἱ ὡραῖοι,
καἰ βλέπεις καταπίπτουσαν την νέαν ἡλικίαν.» 

«Ἰδέ, ἓν ἄστρον σβέννυται ἐν μέσῳ τῆς σκοτίας!
Ἐλθέ  εἰς τῶν πλοκάμων μου νᾶ μεθυσθῇς τα μύρα,
μέτρει τοῦ στήθους τους παλμούς, τους κτύπους τῆς καρδίας,
προτοῦ ὑπό  τοῦ γήρατος βραδύνωσι τῆν χεῖρα.»

«Ὦ φίλε, ἂν ποτέ  ὠχροί και   ἐξησθενημένοι,
εἰς την ὁδόν τοῦ βίου μας συναντηθῶμεν πάλιν,
τας ὥρας τότε ἡ ψυχή αὐτάς ἐνθυμουμένη,
θα τείνῃ προς το παρελθόν την   καίουσαν ἀγκάλην.»

Κ΄ἐβύθισες το βλέμμα σου ἐντός τῶν ὀφθαλμῶν μου,
καὶ μ’ εἶδες ἀτενίζοντα με  ἀποροῦντος ἦθος,
κ’ ἐπέθεσες ἓν φίλημα ἐπί το   μέτωπόν μου,
κ’ ἐστέναξε κ’ εστέναξε το  τρυφερόν σου στῆθος.

Πηγή:https://homouniversalisgr.blogspot.com/2018/04/15-1856-30-1910.html?fbclid=IwAR1B077Erbp2pQBF7rTSeljKa0YrCENvFAEzuzhT_iwvAJlFJD7zbXVnPmg


Jean Moréas -Ηώς



Ἠχεῖ το  ἄλσος ὑπό  ᾀσμάτων,
εἶναι πρωία ἐαρινή·
εἰς την ἀγκάλην ψυχρῶν ὑδάτων
ἡ Νύμη λούεται ῥαδινή.

Ἀκτίς ἡλίου διολισθαίνει,
δια τῶν θόλων κλάδων πυκνῶν,
κ' ἡ Πρόκνη ψάλλει θερμαινομένη,
ψίθυρος φύλλων, ψόφος φωνῶν.

Ἐντόμων σμῆνος βομβεῖ ἠρέμα,
ὅπου οἱ κλῶνες δροσοσταγεῖς,
ἀτάκτως πλέκουν ποικίλον στέμμα,
κυρτοί, διήκοντες μέχρι γῆς.

Ὁ κυνηγέτης βαίνει ποδάρκης
δια τῶν δένδρων και τῶν φραγμῶν,
και ἐνεδρεύων φέρει τας ἄρκυς,
κατά το   λάσιον τῶν δρυμῶν.

Ὀρχοῦντ' αἱ θέαιναι κατά  στοῖχον
και ψάλλει πέραν ἡ Ὀρειάς,
και ἂν ἀκούσῃ βημάτων ἦχον,
κύπτει φιλόγελως ἡ Δρυάς.

Ὅπου δε μέρος βοτάνης πλῆρες,
ὅπου σπηλαίου κρυπτή  ὀπή,
ἐκεῖ το βῆμα φέρει μονῆρες
ἡ Κοσκινόμαντις σκυθρωπή.

Πηγή:https://homouniversalisgr.blogspot.com/2018/04/15-1856-30-1910.html?fbclid=IwAR1B077Erbp2pQBF7rTSeljKa0YrCENvFAEzuzhT_iwvAJlFJD7zbXVnPmg

Jean Moréas-Η δύναμις του έρωτος



Σε δένδρο κατακίτρινο, κατάξερο κλωνάρι,
ἤμουν λουλούδι ἀμύριστο, λουλούδι χωρίς χάρη,
δεν εἶχα χρῶμα οὔτε δροσιᾶς σταλαγματιά, κἀνένα
δεν ἤρχουνταν ποτέ πουλί να τραγουδῇ για 'μένα.
Μ' ἀπό σιμά μου ἐπέρασες, μὲ κύτταξες γλυκά,
και 'χύθηκε στα φύλλα μου και χρῶμα και εὐωδία· -
ὅμως το ξέρεις πῶς χωρίς ἐκείνη τη ματιά,
θα ἤμουνα ἀνθός ξερός, Μαρία!

Εἶχα φαρμάκι στην καρδιά, φαρμάκ' εἶχα στο στόμα,
και ἐσερνόμουν ζωντανός στοῦ τάφου μου το χῶμα·
χωρίς ἐλπίδα, με θολό και δακρυσμένο μάτι
στοῦ Χάρου ἐγύρευα να 'μπῶ το μαῦρο μονοπάτι·
μα ἔξαφνα ἐκύτταξα με ἀγάπη τη ζωή,
σαν κόλλησες τα χείλη σου στα χείλη μου τα κρύα· -
ὅμως το ξέρεις πῶς χωρίς ἐκεῖνο το φιλί,
θα ἤμουν σήμερα νεκρός, Μαρία.

Jean Moréas-Το Ίον


Ὅπου ἐγείρει χλοερά ὁ λόφος τα πλευρά του,
υγρόν το   ῥόδον προκαλεῖ την λάλον ἀηδόνα,
ἀλλ' αφανές και  ταπεινόν  παρά τον   ῥύακά του,
τὸ ἴον θάλλ' εἰς τον λειμῶνα.

Λεπτή ἡ δρόσος τῆς αὐγῆς το στέλεχος καλύπτει,
και στίλβει εἰς τα φύλλα του ὡς δάκρυ εἰς το ὄμμα,
σιγὰ ὡς πάσχων ποιητής το μέτωπόν του κύπτει,
προς το  υγρόν τοῦ χόρτου στρῶμα.

Σιγά  ὡς πάσχων ποιητής το μέτωπόν του κύπτει,
κ' ἐνῷ το πᾶν ἀγάλλεται μόνον αὐτό δεν  χαίρει,
ἡ τρυφερά καρδία του μακράν ὀδύνην κρύπτει,
και σκυθρωπόν αὐτά  προφέρει:

«Ἂν μ' ἔδρεπε, ποία χαρά, ἂν ἤθελεν ἡ μοῖρα
ν' ἀφήσω εἰς το στῆθός της τον τελευταῖον στόνον.»
- Ἀλλὰ παρῆλθ' ἡ νεανίς και ἔτεινε την χεῖρα
προς τῆς ῥοδῆς τον κλῶνα μόνον.

Ὅπου ἐγείρει χλοερά ὁ λόφος τα πλευρά του
και  πλέκεται ὁ ἴασμος με το   εὐῶδες κλῆμα,
μίαν αὐγήν, εὗρον ξηρόν, παρά τον   ῥύακά του,
το ἴον τῆς φλογός του θῦμα.


Jean Moréas -TU SOUFFRES TOUS LES MAUX...


Ἡ μοῖρα σου πάντα σκληρή, μα  εσύ τη  δυστυχία
περιφρονεῖς, ἀναγελᾶς,
μέσα στη θύελλα τέρπεσαι, μέσα στην τρικυμία
τη  λύρα κρούεις, ἀντιπερνᾶς.

Ποιητή, οἱ ἄνθρωποι θἄλεγαν πως εἶναι οἱ στίχοι σου ἕνα
παιχνίδι μάταιο, παιδικό.
Μην το  πιστεύεις. Ἔχουνε ὁ Ἀπόλλωνας για σένα
κ’ οἱ Μοῦσες ἔπαθλο ἱερό.

Ἄφισε να γεννιοῦνται αὐτοῦ, κοίταξε ἐκεῖ να σβύνουν
οἱ ἐνάρετοι καὶ οἱ πονηροί,
ἀφοῦ ὅλα γύρω γίνονται μονάχα για να   δίνουν
στα  ποιήματά σου μια ἀφορμή!

Μεταφρ: Κώστας Καρυωτάκης


Jean Moréas - L' insidieuse nuit'

Jean Moréas, portrait by Antonio de La Gandara.


Απόψε η πλανερή νυχτιά με μέθυσε πολύ ώρα!
Στο παραθύρι σκεφτικός,
Ω, γλυκύτατη αυγή, αγρυπνώ να σε προσμένω τώρα,
μη αργήσης να φανής, ω φως!

Έλα! Μέσα μου η λάμψη σου που θα χυθή σα γαλήνια
στοιχείο ήσυχο μοιάζει.
Σε δέχεται έτσι το νερό έτσι κ' η σκοτείνια
των φύλλων σ' αποστάζει.

Ακινητήστε ω φως, ω αχτίδες, στα σκοτεινιασμένα
τα μάτια μου καθρεφτιστά.
Τώρα που με τον κάθε χτύπο της η καρδιά μου εμένα
σιμώνει τις σκιές πιστά.

Μτφρ: Μαρία Πολυδούρη

Πηγή: Μαρία Πολυδούρη, Άπαντα. Εκδόσεις Πελεκάνος

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2019

Jean Moréas-«1, ΧΙΙ»


«1, ΧΙΙ»

Μόνο οι νεκροί μ’ ακούνε εμέ, τους τάφους κατοικώ,
εχτρός της ίδιας μου ζωής θα μείνω ως τα στερνά μου,
σκάβω και σπέρνω, αλλά ποτέ δε θ’ απολάψω θερισμό —
αχαριστία στη δόξα μου, κοράκια στα σπαρτά μου.

Μα δε θα παραπονεθώ, και τι σκοτίζεται ο βοριάς,
για καταφρόνιες, προσβολές, για του χυδαίου τη γνώμη;
Μου φτάνει εμέ, κάθε φορά, λύρα Απολλώνια, να χτυπάς,
καθώς σ’ αγγίζω, πιο σοφή και πιο καθάρια ακόμη.

Jean Moréas ( ψευδώνυμο του Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου Αθήνα 15 Απριλίου 1856-Παρίσι 30 Μαρτίου 1910)
(μτφρ. Μιλτιάδης Μαλακάσης)
...................................................................................................................................................................


ΣΤΡΟΦΕΣ
1, ΧΙΙ

Μέσα στους τάφους κατοικώ, μόνο οι νεκροί μ’ ακούνε,
εχθρός πάντα θανάσιμος θα μείνω του εαυτού μου,
οι ανίδεοι κι οι αχάριστοι τη δάφνη μου κρατούνε,
οργώνω κι άλλοι χαίρονται το κάρπισμα του αγρού μου.

Μέσα στους τάφους κατοικώ, μόνο οι νεκροί μ’ ακούνε,
εχθρός πάντα θανάσιμος θα μείνω του εαυτού μου,
οι ανίδεοι κι οι αχάριστοι τη δάφνη μου κρατούνε,
οργώνω κι άλλοι χαίρονται το κάρπισμα του αγρού μου.

Κανένα δε ζηλοφθονώ. Η οδύνη τι με νοιάζει,
τριγύρω το ακατάλυτο μίσος, η καταφρόνια!
Αρκεί μόνο που, όσες φορές το χέρι μου σ’ αδράξει,
ολοένα πιο τερπνά αντηχείς, ώ λύρα μου απολλώνια.
μτφρ. Κ.Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

http://ebooks.edu.gr/